ΑΠ 444/2024

73
2025
01

 

Άρειος Πάγος (Α2΄ Τμήμα) 
Αριθ. 444/2024

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος 

Εισηγήτρια: Π. Γουδή-Νινέ, Αρεοπαγίτης 

Δικηγόροι: Α. Νταλαχάνης, Α. Κώνστας

 

Ανάκληση πράξεων του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠτΚ. Παραγραφή ανακλητικής αξίωσης εν επιδικία [Άρθρ. 559 αριθ. 1γ, 9α, 14 & 19, 580 § 3 εδ. α΄ και §4 ΚΠολΔ, 41 έως και 51 ΠτΚ [(ν. 3588/2007 & 4446/2016) 261, 277, 455, 1248 ΑΚ)].

«… Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 41 του νόμου 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), ο οποίος εφαρμόζεται στις πτωχευτικές διαδικασίες που άρχισαν μετά τις 16.9.2007, κατά τα άρθρα 182 § 1 και 180 αυτού (ΑΠ 1214/2014, ΑΠ 1508/2011), ως προς τις οποίες, αν είναι, βέβαια, εκκρεμείς, εξακολουθεί να εφαρμόζεται και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4446/2016 «Πτωχευτικός Κώδικας», κατά τις διατάξεις του άρθρου 13 § 1 και 2 εδ. β' και δ' του τελευταίου αυτού νόμου, καθώς και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4738/2020, κατά τις διατάξεις του άρθρου 265 § 1 του τελευταίου αυτού νόμου, «πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρόνου που περιλαμβάνεται από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης (ύποπτη περίοδος) και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή μπορούν να ανακληθούν από τον σύνδικο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων», ήτοι των άρθρων 42 έως και 51 του ΠτΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι γενικές προϋποθέσεις της πτωχευτικής ανάκλησης είναι: 1) Η κήρυξη της πτώχευσης. 2) Η διενέργεια «πράξεων» από τον οφειλέτη. Η «πράξη» πρέπει να νοηθεί με ευρύτητα, ώστε να περιλάβει κάθε ενέργεια (συνειδητή πάντως και ηθελημένη), παραγωγική έννομων αποτελεσμάτων. Τέτοιες πράξεις είναι ενοχικές ή εμπράγματες δικαιοπραξίες, οιονεί δικαιοπραξίες, πράξεις και παραλείψεις δικονομικής φύσης κ.λπ. Αλλά και μη δικονομικές παραλείψεις δεν αποκλείεται να αποτελούν αντικείμενο ανάκλησης, αν οδηγούν σε μείωση της περιουσίας ή σε μη επαύξησή της, π.χ. η παράλειψη καταγγελίας επιζήμιας σύμβασης ή η παράλειψη ακύρωσης δικαιοπραξίας. Ως «πράξεις» μπορούν να νοηθούν και σιωπηρές δηλώσεις βούλησης, πολυμερείς δικαιο πραξίες, ο συμψηφισμός, η μεταβίβαση ολόκληρης της επιχείρησης, παραίτηση από το δικαίωμα, υλικές πράξεις που έχουν έννομες συνέπειες κ.λπ. Εξάλλου, όπως ρητά διευκρινίζεται στο άρθρο 48 § 4 του ΠτΚ, κατά το οποίο «η ανάκληση δεν εμποδίζεται εκ του λόγου ότι για την υπό ανάκληση πράξη έχει εκδοθεί τίτλος εκτελεστός ή το εξ αυτής δικαίωμα αποκτήθηκε μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης», ανακλητέες μπορούν να είναι και πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και, ειδικότερα, η σχετική πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, μέσω της οποίας ο τρίτος επιδιώκει να ικανοποιηθεί ή να αποκτήσει κάποια ασφάλεια. Η ανακλητέα πράξη δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από τον οφειλέτη ή να συμμετέχει και αυτός στη διενέργειά της, αλλά μπορεί να πρόκειται για πράξη του καθ’ ου η ανάκληση, όπως συμβαίνει όταν, κατά τα προαναφερόμενα, ο τελευταίος επιδιώκει να ικανοποιηθεί μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης. Η περίπτωση της απόκτησης τίτλου εκτελεστού ή του πράγματος μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά συμπαιγνία οφειλέτη και αντισυμβαλλομένου, ελέγχεται κατά τις γενικές ρυθμίσεις των άρθρων 41 έως 44 του ΠτΚ, χωρίς η διάταξη της § 4 του άρθρου 48 του Κώδικα αυτού να θεμελιώνει αυτοτελή λόγο ανάκλησης. 3) Οι «πράξεις» να διενεργήθηκαν μέσα στην ύποπτη περίοδο, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παύσης των πληρωμών και της κήρυξης της πτώχευσης. 4) Η επαγωγή ζημίας στους πιστωτές εξαιτίας της πράξης που διενεργήθηκε. Ως ζημία των πιστωτών που δικαιολογεί την πτωχευτική ανάκληση θεωρείται η βλάβη της ομάδας των πιστωτών. Τέτοια δεν εννοείται η άμεση βλάβη είτε του συνόλου, είτε των επιμέρους πιστωτών, διότι η «πράξη» δεν βλάπτει άμεσα αυτούς, αλλά την πτωχευτική περιουσία, από την οποία αναμένουν να ικανοποιηθούν, της οποίας, ωστόσο, παρά την πτωχευτική απαλλοτρίωση, δεν είναι κύριοι. Βλάπτονται, όμως, έμμεσα, καθόσον από την ασύμφορη συναλλαγή ή την, κατά προτίμηση, καταβολή χρέους κ.λπ. μειώνεται το πτωχευτικό μέρισμα που προσδοκούν να λάβουν και αυτή η ζημία εννοείται και όχι η ευθεία βλάβη των πιστωτών. Έτσι, τέτοια, υπό την προεκτιθέμενη έννοια, βλάβη θα υπάρχει όταν η ικανοποίηση των πιστωτών υπέστη περιορισμό, βλάβη, διακινδύνευση ή έγινε δυσχερέστερη ή χρονικά μετακινήθηκε σε βάρος τους, όπως όταν ελαττώθηκε η πτωχευτική περιουσία (π.χ. μεταβίβαση πράγματος λόγω δωρεάς ή με χαμηλό τίμημα ή με πίστωση του τιμήματος, αν ο αγοραστής είναι αφερέγγυος) ή κατέστη δυσχερέστερη η πρόσβαση των πιστωτών στα στοιχεία που την αποτελούν. Δεν απαιτείται η επέλευση κάποιας συγκεκριμένης ζημίας, αλλά αρκεί να επέρχεται γενική περιουσιακή βλάβη, που είτε δημιουργεί, είτε επιτείνει την υπάρχουσα αφερεγγυότητα. Για να ανευρεθεί η ζημία θα συγκριθούν οι προοπτικές ικανοποίησης των πιστωτών με και χωρίς την «πράξη». Η ζημία θα κριθεί αντικειμενικά και, συνεπώς, δεν απαιτείται να είναι ηθελημένη, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 44, όπου ο δόλος πρέπει να κατατείνει στη ζημία. Η πράξη, για να έχει ανακλητικό ενδιαφέρον, αφενός μεν, θα πρέπει, όπως είναι, άλλωστε, αυτονόητο, να έχει περιουσιακό ενδιαφέρον, αφετέρου δε, να αφορά σε στοιχεία, τα οποία, αν δεν είχε λάβει χώρα η πράξη, θα αποτελούσαν τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας και 5) Ο προσδιορισμός της «πράξης» και της ζημίας με οικονομικά κριτήρια. Συγκεκριμένα, για να επιτευχθούν ο σκοπός και η αποτελεσματικότητα του νόμου, τόσο η «πράξη» όσο και ζημία, μεταξύ των οποίων πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, θα ανιχνεύονται περισσότερο με οικονομικά παρά με νομικά κριτήρια, γιατί σημασία δεν έχει τόσο ο νομικός χαρακτηρισμός, όσο η δυνατότητα της «πράξης» να επιφέρει τη ζημία που ο νόμος θέλει να αποτρέψει (ΑΠ 984/ 2018, ΑΠ 602/2018, ΑΠ 876/2017). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 43 § 1 ΠτΚ, κατά την οποία «κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφειλέτη ή πληρωμή από αυτόν ληξιπρόθεσμων χρεών του, που έγινε μετά την παύση των πληρωμών και πριν την κήρυξη της πτώχευσης, μπορεί να ανακληθεί, εάν ο αντισυμβαλλόμενος κατά τη διάρκεια της πράξης γνώριζε ότι ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του και η πράξη ήταν επιζήμια για την ομάδα των πιστωτών», αναφέρονται, κατά τρόπο γενικό και ενδεικτικό, σε αντίθεση με εκείνες του άρθρου 42 Πτωχ. Κ. («πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης»), οι πράξεις «δυνητικής ανάκλησης», δηλαδή αυτές που δεν είναι υποχρεωτικά ανακλητές. Σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο αυτό, οι προϋποθέσεις για τη δυνητική ανάκληση είναι: 1) Η ύπαρξη αμφοτεροβαρούς πράξης ή πληρωμής ληξιπρόθεσμου χρέους. Σε ανάκληση υπόκεινται όχι μόνο οι εκούσιες πληρωμές του μετέπειτα πτωχού αλλά και αυτές που επιβάλλονται με δικαστική απόφαση, καθώς και οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως έχει προεκτεθεί. 2) Η διενέργεια της ανακλητέας πράξης μέσα στην ύποπτη περίοδο. 3) Η γνώση εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου ή του πιστωτή που εξοφλείται της παύσης των πληρωμών του οφειλέτη. Σε αντίθεση με τις πράξεις του άρθρου 42, οι τελευταίοι πρέπει να γνωρίζουν (όχι απλώς να οφείλουν να γνωρίζουν), κατά το χρόνο διενέργειας της πράξης και, ειδικότερα, το αργότερο κατά το χρόνο επέλευσης των έννομων συνεπειών της, ότι ο οφειλέτης, κατά τη διάρκεια αυτής, βρισκόταν ήδη σε κατάσταση παύσης των πληρωμών, χωρίς να απαιτείται και γνώση της συγκεκριμένης βλάβης των πιστωτών. Η γνώση αυτή θα πρέπει να είναι αντικειμενική, προσωπική και ακριβής. Αντικειμενική είναι η γνώση όταν αναφέρεται στο γεγονός της παύσης των πληρωμών, όπως η έννοια προσδιορίζεται στο άρθρο 3 § 1 του ΠτΚ, προσωπική, όταν συντρέχει στο πρόσωπο του ίδιου του τρίτου και, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, στο πρόσωπο του νόμιμου εκπροσώπου του και ακριβής, όταν ο τρίτος γνωρίζει όλα εκείνα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την παύση των πληρωμών και 4) Ο επιζήμιος χαρακτήρας της πράξης, όπως αναλύθηκε στην αρχή της παρούσας σκέψης, με τη διαφοροποίηση ότι εδώ ο σύνδικος πρέπει να αποδείξει τη ζημία (ΑΠ 1636/2022). Αρμόδιο για τη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης (ανακλητικής αγωγής) είναι, κατά τη διάταξη του άρθρ. 48 § 1 ΠτΚ, αποκλειστικά το πτωχευτικό δικαστήριο, ήτοι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του (άρθρ. 4 §§ 1-2 και 53), κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 54 § 1). Στην άσκηση της ανακλητικής αξίωσης νομιμοποιείται, κατ’ αρχήν, ο σύνδικος και όχι ο πιστωτής (άρθρο 48 § 2). Περαιτέρω, τα άρθρα 49 και 50 του ΠτΚ προσδιορίζουν τα αποτελέσματα της διατασσόμενης ανάκλησης. Αυτές καθ’ εαυτές οι συνέπειες της ανάκλησης, ήτοι η δημιουργία ενοχικής αξίωσης προς επαναμεταβίβαση στην πτωχευτική περιουσία του περιουσιακού στοιχείου που αποκτήθηκε με την ανακαλούμενη πράξη κ.λπ., δεν αποτελούν θέμα ιδιαίτερου αιτήματος της αγωγής ή της απόφασης, αλλά του ίδιου του νόμου που ρητά τις προβλέπει ως συνέπειες, απλώς, μόνης της απόφασης για την ανάκληση, ανεξάρτητα, βέβαια, από το γεγονός ότι η ανακλητική αγωγή μπορεί να περιλαμβάνει αίτημα για καταδίκη του καθ’ ου η ανάκληση σε «επαναμεταβίβαση» του ληφθέντος κ.λπ. Ειδικότερα, αν η ανακλητέα πράξη, που μέσω αυτής είχε εξέλθει από την περιουσία του οφειλέτη η επίμαχη παροχή, είναι πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης (π.χ. κατάσχεση εκ μέρους του δανειστή του οφειλέτη), σύμφωνα με την ενοχική θεωρία, ο σύνδικος έχει αξίωση κατά του πιστωτή να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του, έστω και αν θα παρεχόταν στον σύνδικο δικαίωμα ανακοπής, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 936 ΚΠολΔ, ώστε να ανατραπεί η πράξη εκτέλεσης (ΑΠ 984/2018). … Κατά τη διάταξη του άρθρου 51 του ΠτΚ «η ανακλητική αξίωση παραγράφεται με την παρέλευση ενός (1) έτους από την ημέρα που ο σύνδικος έλαβε γνώση της πράξης και σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση δύο (2) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης». Εξάλλου, κατά το άρθρο 261 ΑΚ, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 § 1 του ν. 4139/2013, «την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής, η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης (§ 1). Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι (6) μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης (§ 2). Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (3)». Με την ως άνω διάταξη ορίζεται η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά την διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, εξακολουθεί δε το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα από το ανωτέρω σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή εν επιδικία, μόνο, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως, μπορεί εκ νέου να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου (ΑΠ 656/2022, ΑΠ 361/ 2019, ΑΠ 950/2015). Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ, η αναστολή της παραγραφής, η οποία ξεκινά από τη χρονική στιγμή της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, διαρκεί για έξι μήνες, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου, συνεχίζει δε για όσο χρόνο δεν επιχειρούνται από τους διαδίκους διαδικαστικές πράξεις, ώστε κατ` αποτέλεσμα, η παραγραφή να συμπληρώνεται όταν παρέλθει χρόνος ίσος με την παραγραφή προσαυξανόμενος κατά έξι μήνες, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, της αδράνειας των διαδίκων. Επομένως, η παραγραφή που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής μπορεί να αρχίσει και πάλι πριν από την τελεσιδικία ή την περάτωση της δίκης, υπό δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, που ορίζονται στην § 2 του άρθρου 261 ΑΚ: 1) Οι διάδικοι να μην επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης, δηλαδή η δίκη να μην προωθείται και να βρίσκεται σε στασιμότητα και 2) να μην προβλέπεται άλλη (δικονομική) προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από τους διαδίκους. Εφόσον συντρέχουν και οι δύο πιο πάνω προϋποθέσεις επέρχεται η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη έννομη συνέπεια, δηλαδή, έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου η παραγραφή που διακόπηκε αρχίζει εκ νέου. Η τελευταία διαδικαστική πράξη είναι αυτή, μετά την οποία η δίκη περιήλθε σε στασιμότητα. Επομένως, η παραγραφή επανεκκινεί μόνον όταν υπάρχει αδράνεια. Αν όμως υπάρχει κάποιος αντικειμενικός λόγος για την μη προώθηση της δίκης, όπως είναι λ.χ. επί αναβολής της συζήτησης μέχρι την περάτωση άλλης δίκης, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μη επίσπευση από τους διαδίκους και επανεκκίνηση της παραγραφής μετά από έξι μήνες. Περαιτέρω, εφόσον γίνει επίσπευση της προόδου της δίκης από οποιονδήποτε διάδικο επέρχεται εκ νέου διακοπή της παραγραφής, ως επιβράβευση της εξόδου από την αδράνεια, προς όφελος του δικαιούχου της αξίωσης, με την προϋπόθεση όμως ότι η παραγραφή δεν έχει ήδη συμπληρωθεί, αφού δεν νοείται αναβίωση της συμπληρωθείσας παραγραφής (ΑΠ 1670/2022, ΑΠ 792/2021, ΑΠ 656/ 2022). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 277 ΑΚ το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί ούτε και την αντένσταση περί αναστολής ή διακοπής αυτής (ΑΠ 1667/2014, ΑΠ 98/2015), προταθείσης όμως της ενστάσεως της παραγραφής, το Δικαστήριο εξετάζει εάν όντως επήλθε η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής με έρευνα των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν αυτή και αναφέρονται στο λόγο της ενστάσεως σε συνδυασμό με τη θέση του καθ’ ου η ένσταση, ο οποίος μπορεί να μην απαντήσει με αντένσταση (η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά κατόπιν επίκλησης από τον διάδικο που αποκρούει την παραγραφή), αλλά μπορεί να αρνηθεί μόνο τις προϋποθέσεις της ενστάσεως (ΑΠ 656/2022, ΑΠ 1667/2014, ΑΠ 1279/ 2014). Επιπλέον, δε, η άσκηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης αποφάσεως δεν καθιστά τη διαφορά επίδικη, αφού με την άσκηση της αναίρεσης δεν ανοίγεται τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας, ώστε να γίνεται λόγος για διαδρομή παραγραφής εν επιδικία, γιατί ο Άρειος Πάγος κρίνει όχι την ουσία της διαφοράς, αλλά την ορθότητα της απόφασης. Η επιδικία αρχίζει μετά την αναίρεση της απόφασης και δεν μετατίθεται στο χρόνο άσκησης της έφεσης, εξαιτίας του ότι οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 179/2022, ΑΠ 114/2010, ΑΠ 128/2002, ΑΠ 1165/19780). Ειδικότερα, δε, η άσκηση αναίρεσης δεν δημιουργεί εκκρεμοδικία, παρά μόνο αν αναιρεθεί η απόφαση, δηλαδή η εκκρεμοδικία, που παύει μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του Εφετείου, επανέρχεται μόνο με την παραδοχή της αναίρεσης, και ως εκ τούτου με την παραδοχή της αναίρεσης καθίσταται επίδικη η διαφορά, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για παραγραφή εν επιδικία (ΑΠ 1165/1978). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και κατά παραδοχή του ως άνω αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιό της μόνο που προέβη σε ανάκληση της υπό στοιχείο ΣΤ’ κατάσχεσης.

Δ.Γ.Σ.