Έγγραφο Προέδρου ΑΠ 2380/2024, «Υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου στα πλημμελήματα», σημείωση Δ. Δ. Αρβανίτη
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Έγγραφο Προέδρου Αρείου Πάγου
Αριθ. 2380/2024
Πρόεδρος: Ι. Κλάπα-Χριστοδουλέα
Υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου στα πλημμελήματα (Άρθρα 115, 340 § 1 ΚΠΔ).
Προς τους κ.κ. Προέδρους των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης των Πρωτοδικείων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης και τους Διευθύνοντες τα λοιπά Πρωτοδικεία της Χώρας
Ενόψει των νέων διατάξεων των άρθρων 115 περ. γ΄, δ΄ και ε΄ του ΚΠΔ και 340 § 1 του ίδιου Κώδικα, όπως η § 1 διαμορφώθηκε δυνάμει των άρθρων 134 του ν. 4855/2021 (ΦΕΚ Α΄ 215/ 12.11.2021) και άρθρα 99 και 138 του ν. 5090/ 2024 (ΦΕΚ Α΄ 30/23.2.2024, με έναρξη ισχύος την 1η.5.2024), ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο σε όσους κατηγορουμένους δεν έχουν, από τον πίνακα που καταρτίζει τον Ιανουάριο κάθε έτους το διοικητικό συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου:
I. Για όλα τα πλημμελήματα των ειδικών ποινικών νόμων, καθ’ ύλην αρμοδιότητος Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, με προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών.
II. Για όλα τα πλημμελήματα του Ποινικού Κώδικα, με καθ’ ύλην αρμοδιότητα, πρωτογενώς, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο –κατ’ άρθρο 115 περ. ε΄ του ΚΠΔ– που επισύρουν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών.
III. Για όλα τα πλημμελήματα: 1) του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ – άρθρα 235-263Α του ΠΚ), 2) του Δέκατου Κεφαλαίου (ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ – άρθρα 216-223 του ΠΚ) και 3) του Εικοστού τρίτου Κεφαλαίου (ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ – άρθρα 372-459 του ΠΚ), που επισύρουν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών –εκτός από τα πλημμελήματα, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 372, του πρώτου εδαφίου της § 1 του άρθρου 375 και των άρθρων 378, 394, 397 και 404 του ΠΚ– καθ’ ύλην αρμοδιότητας, πρωτογενώς, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, κατ’ άρθρο 115 περ. γ΄ και δ΄ του ΚΠΔ.
Ως εκ τούτου, ο πρόεδρος του δικαστηρίου δεν έχει την ευχέρεια να διορίζει συνήγορο σε όσους κατηγορουμένους δεν έχουν, όταν το τριμελές πλημμελειοδικείο δικάζει –δευτερογενώς– τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου, κατ’ άρθρο 112 § 2 του ΚΠΔ, πλην της περιπτώσεως της ανωτέρω περιπτώσεως I, δηλαδή για τα πλημμελήματα των ειδικών ποινικών νόμων, καθ’ ύλην αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου στον Α΄ βαθμό και με προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου στα πλημμελήματα
Το νομικό πλαίσιο για τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου επί πλημμελημάτων αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου ενδεχομένως να έχει επιδεχθεί πολλαπλές ερμηνείες κατά την εφαρμογή του στην πράξη και, για τον λόγο αυτό, να κρίθηκε ενδεδειγμένη η έκδοση του ανωτέρω εγγράφου «οδηγιών»[1]. Εν προκειμένω, δέον να επισημανθούν συμπληρωματικώς προς τα αναφερόμενα σε αυτό τα ακόλουθα:
Από τα –αναφερόμενα υπό ΙΙΙ– πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει παραλειφθεί το άρθρο 302 ΠΚ, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στα πλημμελήματα που κατ’ άρθρα 115 περ. γ΄ και 112 § 1 ΚΠΔ δικάζονται από αυτό. Δηλαδή, και όταν δικάζεται ανθρωποκτονία από αμέλεια ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο σε όποιον κατηγορούμενο δεν έχει τέτοιον.
Την υποχρέωση αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου, κατ’ άρθρο 340 § 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ, υπέχει και το –τριμελές– δικαστήριο ανηλίκων ή το εφετείο ανηλίκων «όταν ο ανήλικος κατηγορείται για πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα».
Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 423 εδ. α΄ ΚΠΔ, «αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο πρέπει να του διορίσει συνήγορο»[2]. Η διάταξη αυτή ισχύει για κάθε πλημμέλημα του οποίου ο φερόμενος δράστης έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, που δικάζεται είτε από το μονομελές, είτε από το τριμελές πλημμελειοδικείο, εφόσον ο κατηγορούμενος εκφράσει σχετική βούληση[3]. Η ίδια υποχρέωση υφίσταται και για τον ανακριτή επί πλημμελημάτων (άρθρ. 99 § 3 εδ. β΄ ΚΠΔ)∙ και μάλιστα ανεξαρτήτως της βούλησης του κατηγορουμένου στις περιπτώσεις που τούτος είναι ανήλικος (άρθρ. 99 § 3 εδ. γ΄ ΚΠΔ). Επιπρόσθετα, κατ’ άρθρο 449 § 1 εδ. β΄ ΚΠΔ συνήγορος διορίζεται από τον πρόεδρο εφετών (ή κατ’ αναλογίαν κατ’ άρθρο 451 § 2 εδ. α΄ ΚΠΔ από τον προεδρεύοντα του συμβουλίου του Αρείου Πάγου) για τον εκζητούμενο –και για πλημμέλημα–, που το ζητεί, όπως και για τον εκζητούμενο βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (άρθρ. 18 § 2 εδ. β΄ ν. 3251/2004). Μάλιστα, όταν ο εκζητούμενος συναινεί στην έκδοσή του, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 448 § 1 εδ. β΄ ΚΠΔ, απαιτείται να διοριστεί συνήγορός του από τον αρμόδιο πρόεδρο εφετών (υποχρέωση που, καίτοι δεν προβλέπεται ρητά στον ν. 3251/2004, πρέπει κατ’ αναλογία να γίνεται δεκτή και για τον εκζητούμενο βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, χάριν της αξιοπιστίας της διαδικασίας και προς διασφάλιση της δικαιότητάς της, δεδομένων των σημαντικών –δυσμενών– συνεπειών που συνεπάγεται η συναίνεση στην παράδοσή του).
Επιπλέον, κατ’ άρθρο 70 § 3 ΠΚ, είναι υποχρεωτικός ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου κατά τη διαδικασία ενώπιον του τριμελούς πλημμελειοδικείου, όπως και ενώπιον του εφετείου εφόσον ασκηθεί έφεση, στην περίπτωση επιβολής μέτρου θεραπείας σε άτομο που απαλλάσσεται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής.
Τέλος, σημειωτέον ότι κατ’ άρθρο 91 ΚΠΔ ο κατηγορούμενος δικαιούται δωρεάν νομικής βοήθειας∙ και δη υπό τους όρους του ν. 3226/2004 –όπως ισχύει και με τις πιο πρόσφατες τροποποιήσεις του ν. 5095/2024– και επί πλημμελημάτων που δικάζονται από το μονομελές πλημμελειοδικείο ή κατ’ έφεση από το τριμελές πλημμελειοδικείο[4]. Η περίπτωση αυτή δεν ταυτίζεται με την υποχρέωση του δικαστηρίου να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο υπεράσπισης στον κατηγορούμενο. Εφόσον όμως τούτος –και όταν διώκεται για πλημμέλημα– δικαιούται βάσει των προβλεπόμενων εισοδηματικών κριτηρίων νομική βοήθεια –έχοντας βέβαια πληροφορηθεί σχετικώς όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 95 § 1 περ. β΄ ΚΠΔ– και επιθυμεί τον διορισμό συνηγόρου υπεράσπισης, υφίσταται υποχρέωση διορισμού του.
Στις περιπτώσεις που είναι υποχρεωτικός για το δικαστήριο ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου, η παραβίαση του εν θέματι –λειτουργικού[5]– δικαιώματος του κατηγορουμένου ασφαλώς προκαλεί κατ’ άρθρο 171 § 1 περ. δ΄ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και καθιστά την απόφαση αναιρετέα (άρθρ. 510 § 1 περ. Α΄ ΚΠΔ). Το ίδιο ισχύει και όταν ο κατηγορούμενος δικαιούται και επιθυμεί δωρεάν νομική βοήθεια και το δικαίωμά του αυτό παραβιάζεται. Δεδομένου, δε, ότι το δικαίωμα σε συνήγορο κατοχυρώνεται –ως θεμελιώδες– τόσο στην ΕΣΔΑ (άρθρ. 6 §§ 1, 3 εδ. γ΄[6]) –και η τήρησή του εν τέλει ελέγχεται από το ΕΔΔΑ– όσο και στον ΧΘΔΕΕ (άρθρ. 47 εδ. β΄, γ΄ και ε΄, 48 § 2[7]) –και η τήρησή του ελέγχεται από το ΔΕΕ μέσω του μηχανισμού της προδικαστικής παραπομπής–, είναι σε κάθε περίπτωση επιβεβλημένη η υπέρ του κατηγορουμένου –και πάντως όχι συσταλτική– ερμηνεία των σχετικών διατάξεων.
ΔΟΜΙΝΙΚΟΣ Δ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
Δρ Ευρωπαϊκού Δικαίου – Δικηγόρος
[1]. Καίτοι δεν χαρακτηρίζεται έτσι ρητά, πρόκειται για (ερμηνευτική) εγκύκλιο με την οποία παρέχονται οδηγίες για τον τρόπο εφαρμογής του οικείου νομικού πλαισίου.
[2]. Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του νΚΠΔ [Θ. Δαλακούρα], «η πρόβλεψη του άρθρου 423 ΣχΚΠΔ, […] για λόγους ουσιαστικής εδραίωσης της δικαιότητας της διαδικασίας, τυποποιεί τα δικαιώματα του εισαχθέντος σε δίκη κατηγορουμένου».
[3]. Για να είναι πρακτικά εφικτή η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος από τον κατηγορούμενο απαιτείται, προφανώς, να ενημερώνεται τούτος σχετικώς κατ’ άρθρο 95 ΚΠΔ. Για το σχετικό δικαίωμα στην ενωσιακή δικαιοταξία, όπως απορρέει από την Οδηγία 2012/13/ΕΕ, βλ. Η. Αναγνωστόπουλου, Δικαιώματα των κατηγορουμένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα 2017, σ. 92 επ.
[4]. Σημειωτέον ότι, κατ’ άρθρο 6 § 2 ν. 3226/2004, «Δικαιούχος νομικής βοήθειας είναι κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας ή του τόπου κατοικίας ή συνήθους διαμονής του, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: […] γ) στο στάδιο της κυρίας διαδικασίας σε πρώτο βαθμό, η εκδίκαση αφορά αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο άνω των δύο (2) ετών, δ) στις περιπτώσεις άσκησης προβλεπόμενου στο νόμο ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου ή παράστασης κατά τη συζήτηση τέτοιου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, παραπέμπεται για αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο άνω των δύο (2) ετών ή έχει καταδικαστεί με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι (6) μηνών, καθώς και στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατά αθωωτικής απόφασης και η εκδίκαση αφορά αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο άνω των δύο (2) ετών». Ως προς τους δε ανηλίκους, κατ’ άρθρο 16 ν. 4689/2020, «για πράξεις, οι οποίες, όταν τελούνται από ενήλικο, προβλέπεται ποινή φυλάκισης, το κατώτατο όριο της οποίας είναι τουλάχιστον έξι (6) μηνών».
[5]. Δηλαδή, όπως επισημαίνεται για το άρθρο 340 § 1 ΚΠΔ από τον Χ. Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019) (ερμηνεία κατ’ άρθρο), Αθήνα 2021, τ. IV, σ. 400, «αποτελεί συγχρόνως τόσο δικαίωμα όσο και υποχρέωση του τελευταίου [:κατηγορουμένου], ενώ δεν επιτρέπεται παραίτηση από το σχετικό δικαίωμα».
[6]. Για το άρθρο 6 § 3 εδ. γ΄ ΕΣΔΑ βλ. αντί πολλών Μ.-Α. Κωστοπούλου σε Λ.-Α. Σισιλιάνου (διεύθ. έκδ.), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Αθήνα 20172, σ. 327 επ.
[7]. Για τις ανωτέρω διατάξεις βλ. αναλυτικά Ό. Τσόλκα σε Ε. Σαχπεκίδου / Χ. Ταγαρά (επιμ.), Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα 2020, σ. 495 επ., 530 επ. Ειδικότερα για τις σχετικές Οδηγίες 2013/48/ΕΕ και (ΕΕ) 2016/1919, την ενσωμάτωσή τους στην ημέτερη έννομη τάξη και τα σχετικά ζητήματα, βλ. του γράφοντος, Τα δικαιώματα πρόσβασης σε συνήγορο και νομικής βοήθειας στην ΕΕ, σε Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Η ποινική δικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – τάσεις και προκλήσεις, Πρακτικά του 8ου Συνεδρίου, Αθήνα 2020, σ. 71 επ.