Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 2364/2024, «Ελευθέρωση εγγυητή λόγω πταίσματος του δανειστή (ΑΚ 862): Νομολογιακές εξελίξεις σε ένα θέμα με έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον», σχόλιο Β. Α. Χατζηϊωάννου
Τριμελές Εφετείο Αθηνών
Αριθ. 2364/2024
Δικαστής: Α. Ζιάκας, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγήτρια: Ε. Λευθεριώτου, Εφέτης
Δικηγόροι: Δ. Σκαρίπας, Α. Καντζίδου
Εγγύηση αορίστου χρόνου. Συμφωνία εκ των προτέρων παραίτησης εγγυητή από ευεργέτημα ελευθέρωσης λόγω ελαφράς αμέλειας δανειστή. Ελευθέρωση εγγυητή λόγω πταίσματος (βαριάς αμέλειας) του δανειστή περί την είσπραξη της απαίτησης που αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος. Στοιχεία ορισμένου της αγωγής ή ανακοπής περί ελευθέρωσης. Παράλειψη της δανείστριας, λόγω αδράνειας, να εισπράξει εγκαίρως υπέρτερη, εκχωρημένη και ενεχυρασμένη υπέρ αυτής απαίτηση, από την εργολήπτρια δημοσίου έργου - πρωτοφειλέτρια ή πλαγιαστικώς από την αναθέτουσα αρχή που είχε πιστοποιήσει εκτελεσθείσες από την πρωτοφειλέτρια εργασίες (Άρθρα 174, 297, 298, 330, 332 § 1, 439, 853, 858, 862, 863, 867, 868, 1224 εδ. α΄, 1235 αριθ. 1, 1243 αριθ. 1, 1254 και 1256 ΑΚ, 35, 36, 39, 44 και 47 ν.δ. 17-7/13.08. 1923, ν. 2251/1994, 271, 524, 623 και 624 § 1 ΚΠολΔ).
«… Η δανείστρια τράπεζα αδράνησε από αμέλεια, αν όχι δολίως, να στραφεί εγκαίρως κατά της πιστούχου, αν και έλαβε γνώση από τα τέλη Ιουνίου 2018 ότι η πιστούχος εταιρεία ζήτησε την αναστολή των εγγυητικών καλής εκτέλεσης, στη συζήτηση των οποίων (αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων) παρέστη η καθής τράπεζα, ότι ανεστάλη η κατάπτωση των εγγυητικών της ποσού 1.319.452,52€ και ότι επετράπη η κατάπτωση εγγυητικών ποσού 861.764,74€ και παρ’ όλα αυτά προέβη στην έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής στις 09.01.2020, όταν η πιστούχος είχε πλέον καταστεί αφερέγγυα ...». «… Με βάση τα ανωτέρω η Τράπεζα, αν και μπορούσε, να προβλέψει την επερχόμενη οικονομική αδυναμία της πρωτοφειλέτριας, επέδειξε αδράνεια και αδιαφορία για την είσπραξη της απαίτησής της, παρεκκλίνοντας σοβαρά από το κατ’ αντικειμενική κρίση μέτρο επιμελείας που χαρακτηρίζει τις τραπεζικές συναλλαγές, καθώς δεν μερίμνησε την άμεση είσπραξη των οφειλών με διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της πρωτοφειλέτριας που είχε ικανή ακίνητη περιουσία ή τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, όπως καταγγελία δανείου και έκδοση διαταγής πληρωμής κατ’ αυτής, όσο ήταν δυνατή, ήτοι προτού καταστεί έκπτωτη των έργων που της είχαν ανατεθεί, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η ικανοποίησή της από την πρωτοφειλέτρια και να στραφεί κατά του εγγυητή όχι μόνο με την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αλλά και με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του (βλ. την υπ’ αριθμόν προσκομιζόμενη …/20.06. 2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Ι.Κ.**, κοινοποιηθείσα στον ανακόπτοντα στις 22.06. 2023). Επομένως, ο εγγυητής που με το άρθρο 14.2 της Σύμβασης συμφωνήθηκε ότι «… δεν ελευθερώνεται εάν από ελαφρά αμέλεια της Τράπεζας κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από τον πρωτοφειλέτη», πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να ελευθερωθεί από την υποχρέωσή του να εξοφλήσει την παραπάνω οφειλή, γενομένου δεκτού του τέταρτου πρόσθετου λόγου έφεσης κατά το β’ σκέλος αυτού ως βάσιμου, αφού αποδεικνύεται ότι η ικανοποίηση της καθ’ ης από την πρωτοφειλέτρια κατέστη αδύνατη από δικό της πταίσμα και δη από βαριά αμέλεια ...». «… Παράλειψη λήψης ασφαλιστικού μέτρου κατά της πρωτοφειλέτριας λόγω αδράνειας, σε αντίθεση με άλλους δανειστές της, αν και η δανείστρια μπορούσε να προβλέψει την επερχόμενη οικονομική αδυναμία της πρωτοφειλέτριας. Επιδίωξη είσπραξης από τον εγγυητή όταν πλέον είχε καταστεί αδύνατη η ικανοποίησή της από την πρωτοφειλέτρια (ΑΚ 862) …». Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. …/ 2023 οριστική απόφαση του πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών … ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή … ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. …/2020 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τον ανακόπτοντα …».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Ελευθέρωση εγγυητή λόγω πταίσματος του δανειστή (ΑΚ 862): Νομολογιακές εξελίξεις σε ένα θέμα με έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον
H ελευθέρωση του εγγυητή, ως ειδικός λόγος απόσβεσης της ενοχής από την εγγύηση αορίστου χρόνου, προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, πταίσμα του δανειστή που να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την αδυναμία του πρωτοφειλέτη να ικανοποιήσει τον δανειστή[1]. Η παραίτηση του εγγυητή από την ελευθέρωση, η οποία προβλέπεται σε διάταξη ενδοτικού δικαίου (ΑΚ 862), είναι επιτρεπτή εκ των προτέρων, μόνο εφόσον η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από ελαφρά αμέλειά του[2]. Επομένως, παραίτηση από το δικαίωμα ελευθέρωσης εξαιτίας βαριάς αμέλειας ή δόλου του δανειστή προσκρούει στην ΑΚ 332 § 1 και είναι άκυρη κατ’ ΑΚ 174[3] (παραδοχή που διέλαβε και η ως άνω δημοσιευόμενη απόφαση).
Ο εγγυητής που φέρεται να έχει παραιτηθεί από την ένσταση της ΑΚ 862 φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης (με αγωγή, ένσταση και με ανακοπή όπως στην πιο πάνω περίπτωση) ότι η παραίτηση είναι άκυρη, εφόσον ισχυρίζεται ότι η ικανοποίηση του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη κατέστη αδύνατη λόγω δόλου ή βαριάς του αμέλειας[4]. Στο πλαίσιο του ίδιου αυτού βάρους επίκλησης ο εγγυητής οφείλει να περιγράψει όλα τα περιστατικά που στοιχειοθετούν αδυναμία ικανοποίησης του δανειστή[5], πταίσμα, και αιτιώδη συνάφεια πταίσματος και αδυναμίας ικανοποίησης, όπως ότι η έγκαιρη ικανοποίηση του δανειστή ήταν εφικτή, όταν ο πρωτοφειλέτης διέθετε ικανή περιουσία προς τούτο, και ότι μετέπειτα απώλεσε την περιουσία του, περιγράφοντας τα περιουσιακά του στοιχεία και τον χρόνο που υπήρχαν αυτά, πότε ήταν επαρκή και πότε ανεπαρκή και ποια μέτρα όφειλε να είχε λάβει ο δανειστής για να ικανοποιηθεί και παρέλειψε να τα λάβει[6].
Στην εγγύηση αορίστου χρόνου πταίσμα δανειστή συντρέχει γενικώς όταν αυτός δια πράξεων ή παραλείψεων αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη[7], με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταστεί αναξιόχρεος[8].
Η ως άνω δημοσιευόμενη απόφαση είναι ενδιαφέρουσα, καθώς, για να καταλήξει στο πόρισμα ότι «η τράπεζα, αν και μπορούσε, να προβλέψει την επερχόμενη οικονομική αδυναμία της πρωτοφειλέτριας, επέδειξε αδράνεια και αδιαφορία για την είσπραξη της απαίτησής της» ερμήνευσε την έννοια του «ικανού χρόνου» με τρόπο, ώστε να μην είναι αυτός αναγκαία μακρός[9]. Έκρινε δηλαδή ότι συνεκτιμωμένων των επίδικων περιστάσεων της διαφοράς, αρκούσε και χρόνος αδράνειας μερικών μηνών, ώστε να στοιχειοθετηθεί υπαίτια συμπεριφορά της δανείστριας τράπεζας[10]. Πιο συγκεκριμένα, καταλόγισε βαριά αμέλεια στην δανείστρια τράπεζα επειδή:
(α) γνώριζε από τον Ιούνιο μέχρι και τον Αύγουστο 2018 - λόγω αιτήσεων αναστολής κατάπτωσης εγγυητικών επιστολών της πρωτοφειλέτριας κατά της ίδιας της δανείστριας – των εκπτώσεων από δημόσια έργα που είχε αναλάβει η πρωτοφειλέτρια, τιμολόγια εκ των οποίων είχε εκχωρήσει εκείνη στην δανείστρια τράπεζα.
(β) Παρέλειψε κατά τον χρόνο εκείνο να ζητήσει ασφαλιστικό μέτρο έναντι της πρωτοφειλέτριας, σε αντίθεση με άλλους δανειστές της και δη με έτερη τράπεζα που υπό την ίδια ιδιότητα ως ενεχυρούχου δανείστριας της πρωτοφειλέτριας, είχε ζητήσει και πετύχει την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας της πρωτοφειλέτριας.
(γ) Καθυστέρησε να καταγγείλει την πίστωση και να προβεί στο οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών στις 14.5. 2019 και στράφηκε κατά του εγγυητή με διαταγή πληρωμής μόλις στις 9.1.2020, όταν ήδη από τις 18.7.2019 εκκρεμούσε αίτηση έτερου πιστωτή για πτώχευση της πρωτοφειλέτριας.
Η ως άνω απόφαση έρχεται να προστεθεί στη ισχνή αλλά αυξανόμενη νομολογία των τελευταίων ετών που διαμορφώνει αργά αλλά σταθερά μια συναφή περιπτωσιολογία ελευθέρωσης εγγυητών:
Η ΤριμΕφΘ 1590/2021[11] έκρινε καταγγελία μη εξυπηρετούμενων δανειστικών συμβάσεων, η οποία διενεργήθηκε από την πιστώτρια τράπεζα το 2019 μετά την πάροδο επτά περίπου ετών από τότε που η πιστούχος πρωτοφειλέτρια έπαυσε καταβολές των οφειλομένων. Παρά το γεγονός ότι η πρωτοφειλέτρια είχε περιέλθει πολύ νωρίτερα σε προφανή και μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής, εντούτοις η δανείστρια τράπεζα, επιδεικνύοντας αδικαιολόγητη αδράνεια, δεν προέβη σε κλείσιμο των λογαριασμών και καταγγελία των ανωτέρω συμβάσεων, όπως είχε δικαίωμα βάσει σχετικού ρητού συμβατικού όρου, με συνέπεια την εκτόξευση του ύψους των απαιτήσεών της κατά τα επόμενα έτη εξαιτίας της συνεχούς επιβάρυνσης των οφειλομένων ποσών με τόκους υπερημερίας. Η συμπεριφορά της δανείστριας είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση των απαιτήσεών της από την πρωτοφειλέτρια. Το δικαστήριο έκρινε ότι, αν είχε προβεί εγκαίρως στην καταγγελία των ενδίκων συμβάσεων και στη δικαστική επιδίωξη της ικανοποίησης των απαιτήσεών της εντός ευλόγου χρόνου από τότε που κατέστη προφανές ότι η τελευταία αδυνατεί να τις αποπληρώσει (από τα τέλη του 2012 και το αργότερο έως τις αρχές του 2013, δοθέντος ότι κατά το χρονικό εκείνο σημείο διεφάνη με σαφήνεια η μόνιμη οικονομική της αδυναμία να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις έναντι της δανείστριας), θα ήταν σε θέση να ικανοποιηθεί για τις απαιτήσεις της από τη βεβαρημένη με προσημειώσεις υποθήκης ακίνητη περιουσία αυτής.
Κατά τη ΜΕφΘρ 222/2016[12] η συμπεριφορά της δανείστριας τράπεζας υπήρξε βαριά αμελής επειδή (i) είχε σημειωθεί πολύμηνη καθυστέρηση καταβολής των μηνιαίων δόσεων εξυπηρέτησης της πίστωσης του αλληλόχρεου λογαριασμού· (ii) η τράπεζα παρείδε τις συγκεκριμένες συνθήκες ως προς το αξιόχρεο του πρωτοφειλέτη (πολλαπλές πιστώσεις στην ίδια και σε άλλη τράπεζα, βεβαρημένη λοιπή ακίνητη περιουσία εν γνώσει της τράπεζας)· (iii) επέλεξε να μην προβεί εγκαίρως σε κλείσιμο του αλληλοχρέου λογαριασμού και σε επιδίωξη ικανοποίησης της απαίτησής της με την αναγκαστική εκποίηση του ήδη φέροντος εμπράγματο βάρος μόνον υπέρ αυτής ακινήτου (που κατά τον χρόνο εκείνο λόγω της εμπορικής αξίας του και του αγοραστικού ενδιαφέροντος ήταν δυνατό να καλύψει την απαίτησή της) καθώς και έτερου ακινήτου ανήκοντος στην περιουσία του εγγυητή (σε περίπτωση μη ολοσχερούς ικανοποίησης της απαίτησής της)· (iv) αντ' αυτού επέλεξε, εν αγνοία του εγγυητή, την μετέπειτα τροποποίηση των όρων της σύμβασης ως προς την προθεσμία καταβολής των δόσεων και το δικαίωμα καταγγελίας της λόγω της μη εμπρόθεσμης καταβολής των δόσεων[13]. Η συμπεριφορά αυτή είχε ως αποτέλεσμα να απωλεσθεί κρίσιμος χρόνος και εν τω μεταξύ το υπέρ αυτής βεβαρημένο ακίνητο να χάσει την εμπορική του αξία λόγω της οικονομικής κρίσης και εμφανίζει απόκλιση σημαντική και ασυνήθη από το μέτρο της συμπεριφοράς υπό όμοιες περιστάσεις του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου κατά τις συναλλαγές και επέδειξε βαρεία αμέλεια.
Κατά τη ΜΕφΑθ 3432/2015[14] αδράνεια και βαριά αμέλεια στοιχειοθετούν περιστατικά σχετιζόμενα με την σε ανύποπτο χρόνο αποχώρηση του εγγυητή – εταίρου Α πρωτοφειλέτριας εταιρείας και την αντικατάστασή του από το νεοσεισερχόμενο εταίρο Β. Πιο συγκεκριμένα, ομόρρυθμος εταίρος Α (εγγυητής εταιρικού χρέους της πρωτοφειλέτριας ομόρρυθμης εταιρείας) αποχώρησε από αυτήν τον Δεκέμβριο 2006 με συμφωνητικό (κατά το οποίο ο Β αποκτών το ποσοστό του Α, υπεισήλθε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του Α, απαλλάσσοντας τον Α από τις οικονομικές υποχρεώσεις του), που δημοσιεύθηκε νόμιμα και κοινοποιήθηκε από τον Α προς την δανείστρια τράπεζα ζητώντας ταυτόχρονα την αντικατάσταση της δικής του εγγύησης με την εγγύηση του νέου εταίρου Β. Η τράπεζα, αν και γνώριζε ότι ως πελάτης της ο Β ήταν φερέγγυος και κύριος σημαντικής ακίνητης περιουσίας, δεν δέχθηκε την αντικατάσταση αυτή, επέδειξε αδικαιολόγητη και επιβλαβή συμπεριφορά για τα συμφέροντά της. Και τούτο, διότι από το Μάιο του 2007, δηλαδή σε χρόνο μετά την αποχώρηση του εγγυητή Α όταν συμμετείχε στην πιστούχο ο αξιόχρεος Β, αυτή έγινε ασυνεπής και η δανείστρια τράπεζα μπορούσε να είχε καταγγείλει τη σύμβαση εγκαίρως απαιτώντας την είσπραξη από την πρωτοφειλέτρια και από τον εις ολόκληρον ενεχόμενο Β όσο ήταν ακόμα αξιόχρεος. Όμως η δανείστρια απώλεσε την ευκαιρία ικανοποίησής της από βαριά αμέλειά της από το Μάιο του 2007 έως τον Ιούλιο 2009, όταν ο Β αποχώρησε από την πρωτοφειλέτρια μεταβιβάζοντας το ποσοστό του σε αλλοδαπό νομικό πρόσωπο χωρίς περιουσία στην ημεδαπή και ο ίδιος επιβάρυνε την ακίνητη περιουσία του με εμπράγματη ασφάλεια σε τρίτο δανειστή, αλλά και έως τον Σεπτέμβριο του 2009, όταν η πιστούχος απώλεσε τη φερεγγυότητά της και κατέστη αναξιόχρεη. Η δε αμέλειά της επιτάθηκε αφήνοντας την οφειλή να διογκώνεται με πρόσθετες επιβαρύνσεις[15] (τόκους υπερημερίας, έξοδα αποστολής επιστολής οχλήσεων και εξωδίκων, έξοδα επαναξιολόγησης, ποσού 180 ευρώ κάθε φορά) σε σημείο που να καταστεί αδύνατη η ικανοποίησή της. Επομένως, η κατά τον Σεπτέμβριο του 2011 καταγγελία της σύμβασης και η συνακόλουθη διεκδίκηση της οφειλής από τον αρχικό εγγυητή Α είναι μη νόμιμη.
Κατά την ΠΠρΡοδπ 6/2023[16] η παράλειψη οποιασδήποτε εξώδικης όχλησης προς τον πρωτοφειλέτη για εξόφληση της οφειλής του, η μετά την διακοπή καταβολών αδράνεια επί δύο έτη έγκαιρης καταγγελίας της σύμβασης και κλεισίματος του αλληλόχρεου λογαριασμού και η εν γένει απουσία οποιασδήποτε απόπειρας δικαστικής διεκδίκησης της είσπραξης της απαίτησης είτε κατά το χρόνο που ο πρωτοφειλέτης έπαψε να είναι συνεπής στις καταβολές του, είτε και μεταγενέστερα, συνιστά αδράνεια και αδιαφορία για την είσπραξη της απαίτησης από τον πρωτοφειλέτη, που αποκλίνει ασυνήθιστα και ιδιαίτερα σοβαρά από την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου.
Κατά τη ΜΠρΡοδπ 84/2024[17]η παράλειψη έγκαιρης καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης και κλεισίματος του σχετικού λογαριασμού, ώστε να αποφευχθεί η υπερχρέωση του πρωτοφειλέτη, όταν ο τελευταίος διέκοψε τις καταβολές του το 2013 και η καταγγελία της σύμβασης και το κλείσιμο του λογαριασμού έλαβε χώρα μόλις το 2018 και η κατάθεση αίτησης διαταγής πληρωμής έλαβε χώρα με καθυστέρηση τριών ετών (στα τέλη Ιανουαρίου 2021), αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση αδράνειας του δανειστή που συνιστά βαριά αμέλεια.
Κατά τις ΜΠρΡοδπ 20/2024 και ΜΠρΡοδπ 96 και 97/ 2023[18] η παρά την γνώση των αρμοδίων υπαλλήλων της τραπέζης για την καθυστέρηση πληρωμής της οφειλής, παράλειψη οποιασδήποτε εγγραφής εμπράγματης εξασφάλισης στο μοναδικό ακίνητο του πρωτοφειλέτη19, καθώς και άσκησης αγωγής διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας
προς παρεμπόδιση ή ακύρωση της& μεταβίβασης του μοναδικού ακίνητου περιουσιακού του στοιχείου, όπως και η απουσία οποιασδήποτε εξώδικης όχλησης προς τον πρωτοφειλέτη για εξόφληση της απαίτησής του (πλην της καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης) και κάποιας απόπειρας δικαστικής είσπραξης της απαίτησης είτε κατά το χρόνο που ο πρωτοφειλέτης έπαψε να είναι συνεπής στις καταβολές του, είτε και μεταγενέστερα, συνιστούν αδράνεια και αδιαφορία για την είσπραξή της, που παρεκκλίνει σοβαρά από το κατ’ αντικειμενική κρίση μέτρο επιμέλειας που χαρακτηρίζει τις τραπεζικές συναλλαγές.
Κατά τη ΜΠρΠειρ 100/2023 η παράλειψη δικαστικής επιδίωξης εκ μέρους της δανείστριας τράπεζας της απαίτησης οφειλής της πρωτοφειλέτριας περί τις 200.000 ευρώ, αν και είχε εγγράψει πρώτη προσημείωση υποθήκης ποσού 48.000 ευρώ επί ενός ακινήτου της, και η αντ’ αυτής επιλογή της να προβεί σε δύο διακανονισμούς της οφειλής, μολονότι εκείνη ήταν άνεργη, στερούμενη άλλου εμφανούς εισοδήματος, οδηγώντας σε επιβάρυνση της οφειλής με τόκους και έξοδα ποσού 18.000 ευρώ, συνιστά βαριά αμέλεια που δικαιολογεί την ελευθέρωση του εγγυητή.
Η προστασία του εγγυητή - ιδίως του φυσικού προσώπου που πριν από την κρίση χρέους υπό διαφορετικές συνθήκες εγγυήθηκε για πιστώσεις και δάνεια υπέρ συγγενών, φίλων και ιδίων επιχειρήσεων - είναι περιορισμένη, ο δε δικαστής καλείται πολύ συχνά να λειτουργήσει με θάρρος εμποδίζοντας την επαπειλούμενη εκποίηση της περιουσίας του εγγυητή (πολλές φορές του μοναδικού του ακινήτου) που επισπεύδεται από ειδικούς διαδόχους των αρχικών δανειστών, εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με τα γνωστά επακόλουθα. Μέχρις ότου διαμορφωθεί ένα ικανό σώμα προστατευτικής των εγγυητών νομολογίας που θα ξεχωρίζει την ήρα από το σιτάρι, η καταγραφή και η δημοσίευση κάθε νέας περίπτωσης είναι αναγκαία. Στο πλαίσιο αυτό η ως άνω δημοσιευόμενη Τριμ ΕφΑθ 2364/2024 είναι εξόχως ενδιαφέρουσα εμπλουτίζοντας την σχετική νομολογία.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α. ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ
Δικηγόρος, Αναπληρωτής Καθηγητής Δ.Π.Θ.
[1]. ΑΠ 899/2024 ΝοΒ 2024. 1699 παρατ. Δ. Σκαρίπα · ΑΠ 2205/2009 ΧρΙδΔ 2011. 97· ΑΠ 682/1998 ΔΕΕ 1998. 981· ΑΠ 1178/1996 ΕλλΔνη 1997. 1081· Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων2, § 3 αριθ. 183, σ. 72· Γ. Γεωργιάδης, Η ευθύνη του εγγυητή, 2017, § 19 αριθ. 14, σ. 206.
[2]. ΑΠ 1216/2019· ΑΠ 1137/2019· ΑΠ 1491/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 419/2013 ΝοΒ 2013. 1909· ΑΠ 1850/2011 ΧρηΔικ 2012. 269· ΑΠ 27/2010 ΕλλΔνη 2011. 11· Γ. Γεωργιάδης, Η ευθύνη του εγγυητή, 2017, § 22 αριθ. 52, σ. 300· Καραγκουνίδης εις Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ2, άρθρ. 862, αριθ. 6.
[3]. ΟλΑΠ 6/2000 ΕλλΔνη 2000. 337· ΑΠ 1137/2019· ΑΠ 1296/ 2017· ΑΠ 1073/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1886/2014 ΕΕμπΔ 2015. 328· ΑΠ 27/2010 ΕλλΔνη 2011. 11· ΑΠ 573/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1112/2000 ΕΕμπΔ 2000. 489 (παγ. νμλ)· Καραγκουνίδης εις Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ2, άρθρ. 862, αριθ. 18.
[4]. ΑΠ 899/2024 ΝοΒ 2024. 1699 παρατ. Δ. Σκαρίπα· ΑΠ 1491/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΠειρ 91/2002 ΕπισκΕμπΔικ 2002. 778· ΕφΚερκ 39/1999 ΔΕΕ 2000. 398.
[5]. Πρβλ. ΑΠ 1591/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[6]. ΑΠ 1137/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 49/2001 ΑρχΝ 2002. 457· Γ. Γεωργιάδης, Η ευθύνη του εγγυητή, 2017, § 19 αριθ. 16, σ. 207 (σημ. 41)· Καραγκουνίδης εις Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ2, άρθρ. 862, αριθ. 16 · Χελιδόνης, Οι ενστάσεις του Εγγυητή κατά τον ΑΚ, 2012, αριθ. 123, 124, σ. 107-108. Οι πραγματικές παραδοχές περί πταίσματος ή μη του δανειστή, είναι πραγματικές και δεν ελέγχονται αναιρετικά (ΚΠολΔ 561 § 1). Αναιρετικώς ελέγχεται αν τα συγκεκριμένα ανέλεγκτα πραγματικά περιστατικά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης συγκροτούν την αξιολογική έννοια βαριάς αμέλειας ή δόλου: ΑΠ 1591/2023· AΠ 267/2021· ΑΠ 1491/2018· ΑΠ 1296/2017· ΑΠ 27/2010· ΑΠ 512/2008· ΑΠ 573/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Καραγκουνίδης εις Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ2, άρθρ. 862, αριθ. 7· Χελιδόνης, Οι ενστάσεις του Εγγυητή κατά τον ΑΚ, 2012, αριθ. 125, σ. 108.
[7]. Όλες οι δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, οι οποίες κατά περίπτωση θα είναι ικανές να εξασφαλίσουν τον δανειστή έναντι του πρωτοφειλέτη: Γ. Γεωργιάδης, Η ευθύνη του εγγυητή, 2017, § 19 αριθ. 15, σ. 206· βλ. και ΤριμΕφΘρ 37/2022 ΤΝΠ Qualex: άσκηση αγωγής, προβολή ένστασης, αναγγελία σε πτώχευση ή πλειστηριασμό περιουσιακού στοιχείου και αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, μη αρκούσης απλής εξώδικης όχλησης.
[8]. Βλ. όμως και τις ειδικότερες περιπτώσεις που διέλαβε στη μείζονα σκέψη της η ως ανω δημοσιευόμενη απόφαση, ότι δηλαδή πταίσμα στοιχειοθετείται «ιδίως όταν [ο δανειστής] αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος ή υπαιτίως δεν αποδέχεται την εγκύρως προσφερομένη κυρία οφειλή ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη ή παρατείνει την προθεσμία εξοφλήσεως, εν αγνοία του εγγυητή, καθίσταται δε μετά ταύτα αναξιόχρεος ο οφειλέτης, ή αν ο δανειστής, μολονότι μπορούσε να διενεργήσει ταμειακό έλεγχο, από τον οποίο ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αύξηση της οφειλής, παρέλειψε να προβεί σ’ αυτόν».
[9]. Πρβλ. Χελιδόνη, Οι ενστάσεις του Εγγυητή κατά τον ΑΚ, 2012, αριθ. 118, σ. 101: «για πολύ καιρό».
[10]. Άλλωστε, η επί μακρό χρόνο παράλειψη της δανείστριας τράπεζας να επιδιώξει δικαστικώς ικανοποίηση της απαίτησης από τον πρωτοφειλέτη δεν συνιστά βαριά αμέλεια, όταν λόγω παντελούς απουσίας περιουσιακών στοιχείων δεν αποδεικνύεται ότι ο πρωτοφειλέτης ήταν αξιόχρεος κατά τη σύναψη της σύμβασης δανείου ή σε κάποιο μεταγενέστερο χρονικό σημείο και μέχρι την καταγγελία της σύμβασης: βλ. ΜΕφΑθ 3983/2019 ΤΝΠ Qualex· Γ. Γεωργιάδης, Η ευθύνη του εγγυητή, 2017, § 19, αριθ. 16, σ. 207 μ.π.π (σημ. 43). Η ΑΚ 862 δεν καλύπτει τις περιπτώσεις όπου έχει καταστεί αντικειμενικά αδύνατη η ίδια η οφειλόμενη από τον πρωτοφειλέτη παροχή: Γ. Γεωργιάδης, Η ευθύνη του εγγυητή, § 19, αριθ. 15, σ. 206-207.
[11]. ΤΝΠ QUALEX.
[12]. ΕφΑΔΠολΔ 2018. 1085 επ. με σχόλιο Ζαπριάνου.
[13]. Υπέρμετρη αύξηση των πιστώσεων ως αιτία βαριάς αμέλειας: Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων2, § 3 αριθ. 185, σ. 73· Χελιδόνης, Οι ενστάσεις του Εγγυητή κατά τον ΑΚ, 2012, αριθ. 118, σ. 103· Γ. Γεωργιάδης, Η ευθύνη του εγγυητή, § 19 αριθ. 17, σ. 208 ·ΕφΑθ 7384/2001 ΕλλΔνη 2002. 481.
[14]. ΤΝΠ Qualex· Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την ΑΠ 1296/2017 ΤΝΠ Qualex.
[15]. Βλ. και ΑΠ 377/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Γ. Γεωργιάδης, Η ευθύνη του εγγυητή, § 19, αριθ. 17, σ. 208.
[16]. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[17]. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[18]. Όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
19. Βλ. επίσης ΑΠ 63/1997 ΝοΒ 1998. 774· Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων2, § 3 αριθ. 185, σ. 73· Γ. Γεωργιάδης, Η ευθύνη του εγγυητή, 2017, § 19, αριθ. 17, σ. 208· Χελιδόνης, Οι ενστάσεις του Εγγυητή κατά τον ΑΚ, 2012, αριθ. 118, σ. 102.