ΟλΣτΕ 1639/2024, «Δικαστικώς ανέλεγκτο της «στο περίπου» τήρησης της συνταγματικής νομιμότητας;», σχόλιο Α. Μεταξά και σημείωμα Α. Π. Αργυρού
Συμβούλιο Επικρατείας
(Ολομέλεια)
Αριθ. 1639/2024*
Πρόεδρος: Ε. Νίκα
Μέλη: Σ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Χ. Ντουχάνης, Αντιπρόεδροι ΣτΕ, Β. Αραβαντινός, Β. Ραφτοπούλου, Π. Μπραΐμη, Β. Κίντζιου, Β. Πλαπούτα, Δ. Εμμανουηλίδης, Μ. Σωτηροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Χ. Σιταρά, Φ. Γιαννακού, Δ. Βασιλειάδης, Μ.-Α. Τσακάλη, Γ. Ανδριοπούλου, Β. Μόσχου, Σύμβουλοι, Ε. Τζιράκη, Ε. Κουλεντιανού, Α. Σούκη, Πάρεδροι
Εισηγήτρια: Κ. Κονιδιτσιώτου, Σύμβουλος
Δικηγόροι: Ν.-Μ. Αλιβιζάτος, Σ. Σπυρόπουλος, Α. Δημητρακοπούλου, ΝΣΚ
Στερείται εννόμου συμφέροντος ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών για την ακύρωση αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και έξι (6) μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) για θητεία έξι ετών κατόπιν της επιλογής αυτών από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής κατά τη συνεδρίασή της στις 28 Σεπτεμβρίου 2023. Στα νομικά πρόσωπα, αναγνωρίζεται μεν σε αυτά έννομο συμφέρον για την προσβολή, μεταξύ άλλων, πράξεων, που σχετίζονται με τους επιδιωκόμενους από αυτά συγκεκριμένους σκοπούς πλην, εφ’ όσον με την αίτηση που ασκούν τα νομικά πρόσωπα προσβάλλονται ατομικές διοικητικές πράξεις, θα πρέπει να γίνεται επίκληση της ιδιαίτερης βλάβης που υφίστανται τα πρόσωπα αυτά από τις πράξεις αυτές, μη αρκούσης της γενικής αναφοράς στους επιδιωκόμενους από αυτά θεμιτούς σκοπούς, έστω και ηθικής φύσεως, για την πραγμάτωση των οποίων έχουν συσταθεί. Η διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων άρθρο 90, η οποία νομιμοποιεί τους εκπροσωπούντες τους Δικηγορικούς Συλλόγους στην ανάληψη δράσεων αναγομένων σε ζητήματα γενικοτέρου εν-διαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και δικαστικών ενεργειών, δεν αρκεί μόνη αυτή για τη νομιμοποίηση των Δικηγορικών Συλλόγων ως διαδίκων σε δίκες αφορώσες τέτοια ζητήματα ενώπιον όλων των δικαστηρίων που αναφέρονται σ’ αυτή και, ειδικότερα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και δη αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα. Δεν ασκείται παραδεκτώς η κρινόμενη αίτηση εξ επόψεως εννόμου συμφέροντος και πρέπει να απορριφθεί. [Μειοψηφία]: όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων, σύμφωνα με την οποία με την εν λόγω διάταξη του άρθρου 90 «οι αρμοδιότητες των Δικηγορικών Συλλόγων εμπλουτίζονται με τη δυνατότητα που παρέχεται σε αυτούς για την άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων … όχι μόνο για θέματα που ενδιαφέρουν άμεσα τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα, αλλά και για κάθε θέμα εθνικού, κοινωνικού ή πολιτισμικού περιεχόμενου», με την ως άνω διάταξη σκοπήθηκε η διεύρυνση του δικαιώματος ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων από τους Δικηγορικούς Συλλόγους σε υποθέσεις, όπου τίθενται σημαντικά ζητήματα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Με τα δεδομένα αυτά, κατά τη γνώμη που μειοψήφησε η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον (Άρθρα 15 § 2 Σ, 47 § 1 π.δ. 18/1989, 90, 38 ν. 4194/2013 Κώδικα Δικηγόρων).
(…) 1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 25.4.2024 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση των 280/28.9.2023 και 281/ 28.9.2023 αποφάσεων του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό (τ. ΥΟΔΔ 1037/2023 και 1038/ 2023, αντιστοίχως) περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και έξι (6) μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) για θητεία έξι ετών κατόπιν της επιλογής αυτών από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής κατά τη συνεδρίασή της στις 28 Σεπτεμβρίου 2023.
(…) 3. Επειδή, στο άρθρο 47 § 1 του π.δ. 18/ 1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι: «Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το κοινό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για τα γενικότερα θέματα της Χώρας και για τη σύννομη άσκηση δημόσιας εξουσίας, αλλά απαιτείται η ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του αιτούντος προσώπου ή φορέα συλλογικής δραστηριότητας με την προσβαλλόμενη πράξη, η ύπαρξη του οποίου στο πρόσωπο του αιτούντος κρίνεται, όταν η πράξη δεν απευθύνεται προς τον ίδιο προσωπικά δημιουργώντας ευθέως γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των αποτελεσμάτων, των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη στην έννομη τάξη, και της συγκεκριμένης νομικής καταστάσεως ή ιδιότητας, στην οποία ευρίσκεται ή την οποία έχει και επικαλείται ο αιτών. Όσον δε αφορά τα νομικά πρόσωπα, αναγνωρίζεται μεν σε αυτά έννομο συμφέρον για την προσβολή, μεταξύ άλλων, πράξεων, που σχετίζονται με τους επιδιωκόμενους από αυτά συγκεκριμένους σκοπούς πλην, εφ’ όσον με την αίτηση που ασκούν τα νομικά πρόσωπα προσβάλλονται ατομικές διοικητικές πράξεις, θα πρέπει να γίνεται επίκληση της ιδιαίτερης βλάβης που υφίστανται τα πρόσωπα αυτά από τις πράξεις αυτές, μη αρκούσης της γενικής αναφοράς στους επιδιωκόμενους από αυτά θεμιτούς σκοπούς, έστω και ηθικής φύσεως, για την πραγμάτωση των οποίων έχουν συσταθεί (ΟλΣτΕ 2114/2021, 813-4/2019, 3353/2013 κ.ά., πρβλ. και ΣτΕ 4255/ 2013 Ολ. σκ. 12, 1283/2012 σκ. 22 στο τέλος, ΣτΕ 1094/2008 κ.ά.). Εφ’ όσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η αίτηση ακυρώσεως ασκείται παραδεκτώς από την άποψη του εννόμου συμφέροντος και δεν αποτελεί λαϊκή αγωγή, η οποία διαφέρει ριζικά από την αίτηση ακυρώσεως, διότι με αυτήν δεν επιδιώκεται η αποκατάσταση της πραγμάτωσης των ελευθεριών ή δικαιωμάτων του αιτούντος, αλλά εκδηλώνεται απλώς το ενδιαφέρον του για την αποκατάσταση της νομιμότητας (ΟλΣτΕ 1283/ 2012 σκ. 22 στο τέλος, 668/2012 σκ. 26 στο τέλος, 1051/ 1959).
4. Επειδή, στο άρθρο 90 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208), με τίτλο «Σκοποί και αρμοδιότητες των Δικηγορικών Συλλόγων», προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει: α) Η υπεράσπιση των αρχών και κανόνων του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική πολιτεία. β) ... ζ) Η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ανεξάρτητες αρχές) για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κυρία ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης κατηγορίας ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιονδήποτε διεθνές δικαστήριο. Επίσης για τα πιο πάνω ζητήματα μπορούν να παρεμβαίνουν, με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο, σε κάθε αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιανδήποτε άλλη υπηρεσία ή αρχή του διεθνούς δικαίου».
5. Επειδή, ο αιτών Δικηγορικός Σύλλογος, ο οποίος πλήττει τις προσβαλλόμενες πράξεις διορισμού του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και έξι (6) μελών του ΕΣΡ προβάλλοντας παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 101Α του Συντάγματος κατά τη διαδικασία επιλογής των ανωτέρω, επικαλείται, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του προς άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 90 περ. α΄ και ζ΄ του Κώδικα Δικηγόρων και υποστηρίζει ότι, καθ’ ο μέτρο με τις προσβαλλόμενες επιχειρείται ο διορισμός του συνόλου των μελών του ΕΣΡ, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου του [οκτώ (8) των εννέα (9) συνολικά τακτικών μελών της Αρχής], όφειλε να παρέμβει για τον σεβασμό της συνταγματικής νομιμότητας, δεδομένου ότι το ΕΣΡ αποτελεί βασικό πυλώνα για τον σεβασμό του κράτους δικαίου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η προστασία της οποίας αποτελεί θεμελιώδη επιδίωξη του δικηγορικού λειτουργήματος κατά το άρθρο 38 του Κώδικα Δικηγόρων, είναι δε η αρμόδια αρχή κατά το άρθρο 15 § 2 του Συντάγματος για τη διασφάλιση της ποιότητας, της αντικειμενικότητας και της ισομέρειας των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και έχει επιπλέον ως αποστολή την προστασία της τιμής και της υπόληψης των πολιτών, όταν αυτοί θίγονται από ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, και το δικηγορικό σώμα ενδιαφέρεται άμεσα για τη νόμιμη λειτουργία του. Όμως, η ως άνω διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία νομιμοποιεί τους εκπροσωπούντες τους Δικηγορικούς Συλλόγους στην ανάληψη δράσεων αναγομένων σε ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και δικαστικών ενεργειών, δεν αρκεί μόνη αυτή για τη νομιμοποίηση των Δικηγορικών Συλλόγων ως διαδίκων σε δίκες αφορώσες τέτοια ζητήματα ενώπιον όλων των δικαστηρίων που αναφέρονται σ’ αυτή και, ειδικότερα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και δη αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα (ΟλΣτΕ 1283/2012 σκ. 22, 668/2012 σκ. 26, πρβλ. ΟλΣτΕ 1694/2018), όπως και στην προκειμένη περίπτωση επιλογής τρίτων προσώπων σε δημόσια θέση (πρβλ. ΣτΕ 5038/1997), καθ’ όσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αίτηση θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής, όπως δεν έχει θεσμοθετηθεί από το Σύνταγμα και την οικεία νομοθεσία (ΟλΣτΕ 1906/ 2014, 3343-5/2013, 3920/2010, 3608, 2638/1980, 1051/1959 κ.ά.). Συνεπώς, εν όψει των ανωτέρω δεν ασκείται παραδεκτώς η κρινόμενη αίτηση εξ επόψεως εννόμου συμφέροντος και πρέπει να απορριφθεί.
6. Επειδή, μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Μ. Παπαδοπούλου και οι Σύμβουλοι Β. Ραφτοπούλου, Π. Μπραΐμη, Μ. Σωτηροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Φρ. Γιαννακού, Β. Μόσχου, με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκαν και οι Πάρεδροι Ε. Τζιράκη και Αικ. Σούκη. Σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα των πράξεων συγκρότησης του ΕΣΡ, εν όψει της σημασίας της συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής αυτής για τη διασφάλιση κατά το άρθρο 15 του Συντάγματος της πολυφωνίας και της αντικειμενικής και με ίσους όρους μεταδόσεως πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, αποτελούν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 90 περ. ζ΄ του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων, ζήτημα γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος και περιλαμβάνονται μεταξύ των ζητημάτων, για τα οποία αναγνωρίζεται στους Δικηγορικούς Συλλόγους το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων (πρβλ. ΣτΕ 806/ 2018 επταμ. σκ. 5, 1094/2020 επταμ. σκ. 7, 428/ 2042 επταμ. σκ. 2, 4576/1977 Ολ. σκ. 2, πρβλ. και ΑΠ 3/2019 σκ. 2, βλ. και ΣτΕ 1605/1960 σκ. 3). Οι προσβαλλόμενες δε πράξεις, με τις οποίες επελέγη το σύνολο σχεδόν των μελών του ΕΣΡ (ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και έξι μέλη του για θητεία έξι ετών επί συνόλου εννέα μελών της αρχής), το οποίο κατά το Σύνταγμα έχει περιβληθεί ως ανεξάρτητη αρχή με ανάλογες εγγυήσεις -μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες που αφορούν τη διαδικασία επιλογής των μελών του-, ώστε να αποτρέπονται κατά τη λειτουργία του κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές (ΟλΣτΕ 95/2017 σκ. 19), αποτελούν το έρεισμα της έκδοσης του συνόλου των ατομικών και κανονιστικών διοικητικών πράξεών του και επιδρούν στην εν γένει δράση του. Λόγω δε της κατά τα ανωτέρω ιδιαίτερης φύσεως των πράξεων αυτών, όπου η κρίσιμη για την έννομη τάξη και το κράτος δικαίου βλάβη από την τυχόν παρανομία τους πλήττει, κατ’ ουσίαν, ένα ιδιαίτερα ευρύ κύκλο προσώπων, η αποδοχή στην κρινόμενη υπόθεση της συνδρομής της προϋποθέσεως του εννόμου συμφέροντος, δικαιολογούμενη και λόγω της προβεβλημένης θέσης των Δικηγορικών Συλλόγων στην κοινωνία (πρβλ. ΟλΣτΕ 4576/ 1977 σκ. 2), συμβάλλει στην έγκαιρη και αποτελεσματική παροχή έννομης προστασίας (βλ. και C.d.E. 4.10.2017, σκ. 3, nο 403537). Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, υφίσταται ο απαιτούμενος από τη νομοθεσία ιδιαίτερος δεσμός του αιτούντος Συλλόγου με τις προσβαλλόμενες πράξεις και δεν πρόκειται για εκδήλωση απλού ενδιαφέροντος για την αποκατάσταση της νομιμότητας. Κατά την ειδικότερη γνώμη των Συμβούλων Κ. Κονιδιτσιώτου και Φρ. Γιαννακού, τα ανωτέρω ισχύουν για τον επιπλέον λόγο ότι, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων, σύμφωνα με την οποία με την εν λόγω διάταξη του άρθρου 90 «οι αρμοδιότητες των Δικηγορικών Συλλόγων εμπλουτίζονται με τη δυνατότητα που παρέχεται σε αυτούς για την άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων … όχι μόνο για θέματα που ενδιαφέρουν άμεσα τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα, αλλά και για κάθε θέμα εθνικού, κοινωνικού ή πολιτισμικού περιεχόμενου», με την ως άνω διάταξη σκοπήθηκε η διεύρυνση του δικαιώματος ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων από τους Δικηγορικούς Συλλόγους σε υποθέσεις, όπου τίθενται σημαντικά ζητήματα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Με τα δεδομένα αυτή, κατά τη γνώμη που μειοψήφησε η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον.
7. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 47 § 1 του π.δ. 18/1989.
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
ΣΧΟΛΙΟ
Δικαστικώς ανέλεγκτο της «στο περίπου» τήρησης της συνταγματικής νομιμότητας;
Σκέψεις με αφορμή τo εκπεμφθέν “Fac silentium!” για τον ΔΣΑ στις αποφάσεις 1639/2024 και 1640/2024 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας
1. Οι εν θέματι αποφάσεις της ΟλΣτΕ
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε δύο προσφάτως εκδοθείσες αποφάσεις της, έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι o Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) δεν έχει έννομο συμφέρον, αφενός να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του υπουργού Δικαιοσύνης περί διορισμού του Αντιπροέδρου, Αναπληρωτή Αντιπροέδρου, δύο τακτικών και δύο αναπληρωματικών μελών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και αφετέρου να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του Υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και 6 μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ).
Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια του ΣτΕ στις υπ’ αριθ. 1639/2024 και 1640/2024 αποφάσεις έκρινε -κατά πλειοψηφία- ότι «η διάταξη του άρθρου 90 περ. α’ και ζ’ του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) νομιμοποιεί τους εκπροσωπούντες τους Δικηγορικούς Συλλόγους στην ανάληψη δράσεων αναγομένων σε ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και δικαστικών ενεργειών, δεν αρκεί, όμως, μόνη αυτή για τη νομιμοποίηση των Δικηγορικών Συλλόγων ως διαδίκων σε δίκες ενώπιον όλων των δικαστηρίων που αναφέρονται σ’ αυτή και, ειδικότερα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και δη αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, όπως και στην προκειμένη περίπτωση επιλογής τρίτων προσώπων σε δημόσια θέση, καθόσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αίτηση θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής, όπως δεν έχει θεσμοθετηθεί από το Σύνταγμα και την οικεία νομοθεσία». Εξάλλου, σύμφωνα με την πλειοψηφήσασα στην Ολομέλεια άποψη, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις «δεν θίγουν τα συμφέροντα των μελών του ΔΣΑ ως επαγγελματικής τάξεως εν σχέσει προς το δικηγορικό απόρρητο, το οποίο αφορά διάφορο ζήτημα, συναπτόμενο με την υποχρέωση εχεμύθειας του δικηγόρου προς τους εντολείς του χάριν της ενίσχυσης των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ τους».
Ως προκύπτει από τις εν λόγω αποφάσεις του ανωτάτου διοικητικού Δικαστηρίου, η δικαιοπολιτική νομιμοποίηση (;) της μη κατάφασης του locus standi του ΔΣΑ συνεδέθη εν προκειμένω με τον «κίνδυνο» να προσλάβει η αίτηση ακύρωσης τον χαρακτήρα μιας actio popularis (χρησιμοποιείται εν προκειμένω ο όρος «λαϊκή αγωγή»). Αντιθέτως, κατά την -κατ’ εμέ ορθή[1]- αιτιολογημένη γνώμη της μειοψηφίας, εν όψει της σημασίας της συνταγματικά κατοχυρωμένης Aνεξάρτητης Aρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα πράξεων συγκρότησης κάθε Ανεξάρτητης Αρχής, εν προκειμένω της συνταγματικά κατοχυρωμένης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), «αποτελούν, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του Κώδικα Δικηγόρων, ζήτημα γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος και περιλαμβάνονται μεταξύ των ζητημάτων, για τα οποία αναγνωρίζεται στους Δικηγορικούς Συλλόγους το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων. Οι προσβαλλόμενες δε πράξεις, με τις οποίες επέρχεται ευρείας έκτασης μεταβολή της σύνθεσης της ΑΔΑΕ, η οποία κατά το Σύνταγμα έχει περιβληθεί ως Aνεξάρτητη Aρχή με ανάλογες εγγυήσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούν τη διαδικασία επιλογής των μελών της, ώστε να αποτρέπονται κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές, αποτελούν το έρεισμα της έκδοσης του συνόλου των ατομικών και κανονιστικών διοικητικών πράξεων της αρχής και επιδρούν στην εν γένει δράση της. Λόγω δε της κατά τα ανωτέρω ιδιαίτερης φύσεως των πράξεων αυτών, όπου η κρίσιμη για την έννομη τάξη και το κράτος δικαίου βλάβη από την τυχόν παρανομία τους πλήττει, κατ’ ουσίαν, ένα ιδιαίτερα ευρύ κύκλο προσώπων, η αποδοχή της συνδρομής της προϋποθέσεως του εννόμου συμφέροντος, δικαιολογούμενη και λόγω της προβεβλημένης θέσης των Δικηγορικών Συλλόγων στην κοινωνία, συμβάλλει στην έγκαιρη και αποτελεσματική παροχή έννομης προστασίας. Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, υφίσταται ο απαιτούμενος από τη νομοθεσία ιδιαίτερος δεσμός του αιτούντος Συλλόγου με τις προσβαλλόμενες πράξεις και δεν πρόκειται για εκδήλωση απλού ενδιαφέροντος για την αποκατάσταση της νομιμότητας».
ΙΙ. Κριτικός σχολιασμός
Οφείλω κατ’ αρχάς να τονίσω ότι αυτονοήτως προσέρχομαι στην κριτική αποτίμηση των εν λόγω σημαντικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας με τον οφειλόμενο σεβασμό, αλλά και τις αντίστοιχες προσδοκίες που συνεπάγεται ο εξέχων θεσμικός του ρόλος για τη διαφύλαξη των δικαιοκρατικών αρχών και της συνταγματικής νομιμότητας στη χώρα μας. Οι προσδοκίες και αναμονές δεν υφίστανται εντούτοις αποκομμένες από το αντίκρισμα μιας ιστορικά εδραιωμένης «οφειλής», καθότι παραπέμπουν σε μια καίρια ευθύνη. Το θεσμικό σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν έχει διαχρονικά, αλλά ιδίως σήμερα την εποχή των μεγάλων αναταράξεων και ευάριθμων σταθερών παγκοσμίως, την πολυτέλεια να απωλέσει θεσμικά αντίβαρα, εν προκειμένω τη θετική διαπλαστική επενέργεια κομβικών δικαιοδοτικών αποφάνσεων ουσίας, ειδικώς των ανωτάτων Δικαστηρίων, σε θέματα που άπτονται της συνταγματικής νομιμότητας, αλλά και της πυκνής δικαστικής αποτίμησης των αντίστοιχων αντανακλαστικών της ελληνικής Πολιτείας. Το αυτό βέβαια ισχύει, ήτοι η μη ύπαρξη της πολυτέλειας να αποστερούνται δυνατοτήτων παρέμβασης, και σε σχέση με θεσμικούς φορείς κατεξοχήν έχοντες «έννομο συμφέρον», αλλά και την υποχρέωση ενίοτε θα προσέθετα, να κινητοποιούνται, να μην σιωπούν ή εφησυχάζουν ευαισθητοποιούμενοι για την προάσπιση της συνταγματικής νομιμότητας, όπως οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας.
Εν προκειμένω, μια όλως ρηχή, άστοχη, ας μου επιτραπεί δε να πω και ανιστόρητη, δικονομική πρόφαση εν τοις πράγμασι δρα ως μηχανισμός «διαφυγής» όχι μόνο για την περιστολή αλλά την πλήρη αποφυγή του κατ’ ουσίαν δικαιοδοτικού ελέγχου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, αν υφίστατο κατάφαση του εννόμου συμφέροντος του ΔΣΑ, μάλλον δυσχερώς θα μπορούσε να θεμελιωθεί πειστικά η θέση ότι περιστάσεις συνιστώσες όρο εφαρμογής κομβικής συνταγματικής διάταξης συνιστούν δικαστικώς ανέλεγκτα “interna corporis” του νομοθετικού σώματος. Το ζήτημα αυτό έχει αναδειχθεί από έγκριτους συνταγματολόγους, συνταγματολόγουςνομικούς, οι οποίοι επισημαίνουν ότι στις εν λόγω ιαναλύουν πώς στις εν λόγω υποθέσεις δεν υπάρχει απλώς παραβίαση του Κανονισμού της Βουλής, αλλά παραβίαση ρητής συνταγματικής πρόβλεψης (άρθρο 101Α § 2 του Συντάγματος), η τήρηση της οποίας προφανώς υπόκειται σε αποτελεσματικό και ουχί προσχηματικό δικαστικό έλεγχο[2]. Συνεπώς εφόσον το «πικρόν ποτήριον» του κατ’ ουσίαν δικαστικού ελέγχου δεν θα ηδύνατο να αποφευχθεί εάν υφίστατο κατάφαση του εννόμου συμφέροντος του ΔΣΑ, ένας μεθοδολογικά και ουσιαστικά μετέωρος φορμαλιστικός απλουστευτισμός επιστρατεύεται εδώ από τη συγκεκριμένη πλειοψηφία του ανωτάτου Δικαστηρίου ως επιχείρημα, άλλως πρόφαση, για τον μη έλεγχο της κομβικής συνταγματικής και θεσμικής ουσίας του θέματος.
Αν – θέλω να πιστεύω πώς τούτο δεν ισχύει – ο απώτερος λόγος υπήρξε εν προκειμένω η αποφυγή δυνητικών τριγμών και εντάσεων με την πολιτική εξουσία, τότε παράγεται μια εικόνα που δεν αντιστοιχεί στην (και ιστορικά εδραιωμένη) πρόσληψη της δικαιοδοτικής ενσυναίσθησης αυτού του σημαντικού Δικαστηρίου. Ως ορθά επισημαίνει ένας Δικαστής και επιστήμονας κύρους με διαχρονική ευαισθησία σε θέματα προάσπισης του κράτους Δικαίου, ο νυν Προέδρος του ΣτΕ Μ. Πικραμένος, «το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως κάθε πολίτευμα, είναι σύστημα εξουσίας, η θεμελιώδης όμως διαφορά του, έναντι των άλλων πολιτευμάτων, έγκειται στο ότι βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική αντίθεση με την εξουσία, διότι ενεργεί ανασταλτικά στη σύμφυτη τάση της να καθίσταται αυθαίρετη. Η τήρηση του Συντάγματος εκ μέρους των οργάνων του κράτους συναρτάται με τη λειτουργία θεσμών αμοιβαίου ελέγχου και περιορισμού τους, τούτο δε προϋποθέτει την κατανομή άσκησης της κρατικής εξουσίας σε διάφορα όργανα σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η οποία διαθέτει, εκτός από τη δημοκρατική της διάσταση, ένα πολιτικά φιλελεύθερο (δικαιοκρατικό) περιεχόμενο, το οποίο εκδηλώνεται κυρίως με την μορφή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης»[3].
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν παραμερίσουμε το κομβικό θέμα του, εν τοις πράγμασι, αποκλεισμού του δικαστικού ελέγχου, η προβληματική ετερονομία της αποτίμησης από το Δικαστήριο του ρόλου ενός επιστημονικού Συλλόγου, όπως ο ΔΣΑ, ως μηχανισμός δικονομικού εξοβελισμού του από ευρεία σωρεία θεμάτων υψίστης θεσμικής και συνταγματικής περιωπής, συνιστά μείζον ζήτημα. Σύμφωνα με υφιστάμενο Νόμο του ελληνικού Κράτους, ήτοι το άρθρο 90 του Κώδικα Δικηγόρων (ΚΔικ, ν. 4194/2013, Α’ 208), στην αρμοδιότητα των Δικηγορικών Συλλόγων εμπίπτει: στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει: ««(α) η υπεράσπιση των αρχών και κανόνων του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική πολιτεία» και «(ζ) η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ανεξάρτητες αρχές) για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου, που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος». Προς τούτο, το ίδιο άρθρο του Κώδικα Δικηγόρων ορίζει ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν, μεταξύ άλλων, και αιτήσεις για την ακύρωση πράξεων που αφορούν τα ως άνω απαριθμούμενα ζητήματα. Έτσι, έχει μεταξύ άλλων κριθεί από το ίδιο το ΣτΕ (!) για παράδειγμα ότι ο ΔΣΑ έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση πράξεων γενικότερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος αφορώσες ακόμη και περιοχές εκτός Αθηνών (ΣτΕ (Ολ.) 4576/1977, (Τμ.Ε΄) 1984/2017), αλλά και των πράξεων εφαρμογής του Μνημονίου (ΣτΕ (Ολ.) 668/ 2012).
Είναι όμως αξιοσημείωτο και δεν πρέπει να διαλάθει την προσοχή μας, ότι και η προσέγγιση έτερου ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας, του Αρείου Πάγου, επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του ΔΣΑ είναι διαφορετική. Χαρακτηριστικά επισημαίνεται ότι λ.χ. στην πολυσυζητημένη πολυύ-συζητημένη απόφαση της ΟλΑΠ 1/2023 για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του ν. 4354/2015 των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) να ασκούν κάθε ένδικο βοήθημα και δικαστική ενέργεια προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δέχθηκε ότι ήταν παραδεκτές οι ασκηθείσες, σύμφωνα με το άρθρο 90 περ. ζ' του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), από δικηγορικούς συλλόγους (εν προκειμένω των ΔΣ Αθηνών και Αιγίου) παρεμβάσεις. Ειδικότερα, έκρινε ότι οι Σύλλογοι αυτοί είχαν έννομο συμφέρον να ασκήσουν ενώπιόν του πρόσθετη παρέμβαση, καθότι το τεθέν ζήτημα «είναι γενικότερου κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, που ενδιαφέρει γενικότερα το δικηγορικό σώμα και, ότι, ως εκ τούτου, νομιμοποιούνται για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης κατά το άρθρο 90 περ. ζ του ν. 4194/2013». Η διαφοροποίηση της δικαιοδοτικής προσέγγισης των δύο ανώτατων δικαστηρίων επί του θέματος της ενεργητικής νομιμοποίησης των Δικηγορικών Συλλόγων γεννά σοβαρούς θεωρητικούς προβληματισμούς. Δεν θεωρώ a priori αδόκιμη την αποτίμηση του κατά πόσο η ερμηνευτική αυτή απόκλιση επί τόσο σημαίνοντος θέματος θα εδύνατο να συγκροτεί ερώτημα δυνάμενο να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) προς άρση της υφιστάμενης αμφισημίας και αμφισβήτησης της κανονιστικής οριοθέτησης της εν θέματι κομβικής διάταξης[4].
Σε κάθε περίπτωση αναφύεται το ερώτημα: Αν ο ΔΣΑ και κάθε Δικηγορικός Σύλλογος της χώρας στερείται εννόμου συμφέροντος να αιτηθεί τη δικαιοδοτική αποτίμηση μείζονος θέματος απτομένου ευθέως της τήρησης της συνταγματικής νομιμότητας, όπως αυτό της συνταγματικότητας του διορισμού μελών της ΑΔΑΕ, διερωτάται κανείς ευλόγως, ποιος άραγε έχει; Τα μέλη των Ανεξαρτήτων Αρχών που αντικαταστάθηκαν και η θητεία τους είχε λήξει; Κάποιος άλλος θεσμικός φορέας πιο άμεσα σχετιζόμενος με την τήρηση του Συντάγματος που έχει εγγύτερη σχέση με το ζητούμενο του δικαστικού ελέγχου της τήρησης της συνταγματικής νομιμότητας; Μάλλον εν τέλει κανείς; Κι αν το τελευταίο ισχύει, τί κωλύει στο μέλλον την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία να παραβιάζει δικαστικώς ανελέγκτως ρητές συνταγματικές διατάξεις επηρεάζοντας αθεμίτως τη λειτουργία κρίσιμων θεσμικών αντιβάρων ως είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές;
Η διερώτηση του Agamben «Quare siletis juristae in munere vestro?» (Γιατί εσείς οι νομομαθείς σωπαίνετε για όσα σας αφορούν;) φαίνεται εδώ να αντιστρέφεται υπό μορφήν μάλιστα δικαστικής επιταγής στο αντίθετό της: «Silete juristae in munere vestro» (Σωπάστε νομικοί για τα πράγματα που σας αφορούν). Αυτό το ζήτημα όμως είναι κάτι που εν προκειμένω δεν αφορά αποκλειστικά τον νομικό κόσμο, αλλά την ελληνική κοινωνία εν γένει. Και αν υφίσταται κάτι που ο κοινωνικά υπεύθυνος επιστημονικός λόγος δεν δικαιούται να πράττει σε αυτή τη δύσκολη εποχή για το φιλελεύθερο Κράτος Δικαίου είναι να σιωπά μη αναδεικνύοντας το θεσμικό αδιέξοδο που δημιουργούν τέτοιες προσεγγίσεις.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ
Καθηγητής, Εθνικό και Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκ. Καθηγητής,
Πανεπιστήμιο Βερολίνου (TU Berlin)
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
1. Ο ρόλος του δικηγόρου (και των δικηγορικών συλλόγων), ως μαχητή και υπερασπιστή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, είναι κυρίαρχος και συμπληρώνει την βασική ιδιότητα του δικηγόρου ως «συλλειτουργού της δικαιοσύνης».
2. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) υπήρξε, διαχρονικά, πρωτοπόρος στην υπεράσπιση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των Ελλήνων Πολιτών και των Προσφύγων, υποστηρίζοντας και πειθαρχώντας στις ευγενικές και μαχητικές παραδόσεις του δικηγορικού Σώματος. Άλλωστε η Ιστορία του Τόπου αυτού έχει αναφέρει πολλά παραδείγματα που το δικηγορικό Σώμα βρέθηκε στην πρωτοπορία των κοινωνικών και εθνικών αγώνων και πλήρωσε ακριβά, ακόμη και με αίμα το τίμημα, με αρκετούς μάρτυρες δικηγόρους. Διεκδίκησε ο ΔΣΑ με σθένος τις Γερμανικές αποζημιώσεις, έλαβε ενεργά μέρος στους Εθνικούς αγώνες κλπ.
3. Μέσα στα πλαίσια αυτά, ο ΔΣΑ με μαχητικές παρεμβάσεις αλλά και με την άσκηση νόμιμων ενδίκων μέσων κατά το άρθρο 90 του Δικηγορικού Κώδικα παρεμβαίνει για την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των Πολιτών (βλ. την 148/2024 Απόφαση του ΣτΕ που αφορά το τέλος επιτηδεύματος, αλλά και τις δίκες του Μνημονίου ΣτΕ1284/2012,668/2012 κ.α). Πολλές παρεμβάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων και του ΔΣΑ είχαν ευτυχή κατάληξη, όπως στην περίπτωση τις με αριθμούς 757/2017, 3944/2015 Αποφάσεις του ΣτΕ, για την προστασία του περιβάλλοντος με την ιστορική 4576/1977 ΣτΕ. Στην με αριθμό 1694/2018 ΣτΕ1, χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις των διανοουμένων του Νομικού Κόσμου, το Ανώτατο Δικαστήριο, περιόρισε την δυνατότητα προσφυγής των δικηγορικών Συλλόγων στα δικαστήρια αποκλειστικά και μόνο στην προάσπιση των συμφερόντων των μελών τους ή την προστασία του περιβάλλοντος κλπ. Περιορισμός της δυνατότητος ασκήσεως ενδίκου μέσου συνέβη και στις πρόσφατες Αποφάσεις 1640 ,1639/2024 Ολ ΣτΕ.
Στην ΟλΣτΕ 1640/2024, ζητούσε ο ΔΣΑ με επίκληση της διάταξης του άρθρου 90 του Δικηγορικού Κώδικα, να ακυρωθούν οι αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης ως προς τον διορισμό του Αντιπροέδρου, Αναπληρωτή Αντιπροέδρου, δύο τακτικών και δύο Αναπληρωματικών Μελών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών για θητεία έξι ετών, καθώς και ενός αναπληρωματικού μέλους για το υπόλοιπο της θητείας τακτικού μέλους. Στην ΟλΣτΕ 1639/2024 απέρριψε το ΣτΕ επίσης το αίτημα του ΔΣΑ για την ακύρωση αποφάσεων του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό, περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και έξι Μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης για θητεία έξι ετών.
4. Πρόκειται και στην προκειμένη περίπτωση, περί αδρανοποίησης της δυνατότητος, που ο νομοθέτης προσέδωσε στου Δικηγορικούς Συλλόγους, αναγνωρίζοντας τον θεσμικό τους ρόλο και μάλιστα με την διάταξη του άρθρου 90 περ. α, β και στ του ν. 4194/2013, με την οποία επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος από τους Δικηγορικούς Συλλόγους: α) «για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα», β) «και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος …».
Παγίως η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχεται ότι τα επαγγελματικά σωματεία (όπως και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, σύμφωνα με τον διφυή χαρακτήρα τους, (ΣτΕ 1443/1993) δικαιούνται, αλλά και υποχρεούνται να προστατεύουν τα δικαιώματα των μελών τους. Η διάταξη αυτή επιτρέπει την αποτελεσματική θεσμική παρέμβαση των δικηγορικών συλλόγων του κράτους, προκειμένου να προστατεύσουν δοκιμαζόμενες πτυχές της έννομης τάξης, ιδίως δε των δικαιωμάτων, όπως αυτά διαγράφονται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, ιδίως όσον αφορά ζητήματα που άπτονται της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά και εν γένει πτυχών της αρχής του κράτους δικαίου. Είναι χαρακτηριστική η υπ’ αριθ. ΔΕφΙ 170/2014 με την οποία έγινε δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων σε ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης διαπιστωτικής πράξης θέσης εκπαιδευτικού λειτουργού σε αυτοδίκαιη αργία λόγω ποινικής παραπομπής υπέρ του αιτούντος2.
5. Το έννομο συμφέρον είναι το κριτήριο διάκρισης της αίτησης ακύρωσης από την actio popularis (λαϊκή αγωγή).
Όμως δεν πρόκειται για άσκηση «λαϊκής αγωγής» όταν τίθεται το ζήτημα ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι κρίνεται ότι στερούνται της προϋποθέσεως του εννόμου συμφέροντος, προκειμένου να ασκήσουν του εξαιρετικό δικαίωμά τους ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων που παρέχεται λόγω της φύσεως των καθηκόντων του δικηγόρου3 (όπως χαρακτηριστικά αναφέρονται στα άρθρα 1, 90 του Κώδικα Δικηγόρων), ιδίως το άρθρο 199 του ν.δ. 3026/1954 Κώδικα περί Δικηγόρων (Α' 235) και ήδη με το άρθρο 90 του νέου Κώδικα περί δικηγόρων («για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου, που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή νομικού ενδιαφέροντος»). Οι σχετικές κρίσεις των αποφάσεων «Στερείται εννόμου συμφέροντος ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών», όπως απεφάνθη το Δικαστήριο στις 1640 και 1639/2024 Αποφάσεις του, έχομε την άποψη ότι υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέρα από τα οποία επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από την ανωτέρω διάταξη του κώδικα δικηγόρων δικαιώματος, ιδίως για υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας για τα γενικότερα θέματα της Χώρας και για τη λειτουργία του κράτους δικαίου, αλλά και κατά την άποψη της μειοψηφίας, ενόψει της σημασίας της ανεξάρτητης αρχής αυτής, ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα πράξεων συγκρότησης του ΕΣΡ4 αποτελούν κατά τον Κώδικα Δικηγόρων ζήτημα γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Συνεπώς εχομε την άποψη ότι λόγω δε της κατά τα ανωτέρω ιδιαίτερης φύσης των πράξεων αυτών, όπου η κρίσιμη για την έννομη τάξη και το κράτος δικαίου βλάβη από την τυχόν παρανομία τους πλήττει, κατ’ ουσίαν, ένα ιδιαίτερα ευρύ κύκλο προσώπων, η αποδοχή της συνδρομής της προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος, δικαιολογούμενη και λόγω της προβεβλημένης θέσης των Δικηγορικών Συλλόγων στην κοινωνία, συμβάλλει στην έγκαιρη και αποτελεσματική παροχή έννομης προστασίας.
Η νομολογία του ΣτΕ «προσπάθησε» και εν μέρει το «επέτυχε», να περιορίσει την δυνατότητα προσφυγής των Δικηγορικών Συλλόγων στα δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 90 του νέου Κώδικα περί δικηγόρων ν. 4194/2013 αποκλειστικά:
1) στην προάσπιση των συμφερόντων των μελών τους (ΣτΕ 2683/2022, ΟλΣτΕ 3892/1981, ΣτΕ 18/1970, 668/ 2012)
2) στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (4576/1977 ΣτΕ)
3) την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης (ΣτΕ 281/ 2023)
4) ζήτημα γενικότερου κοινωνικού περιεχομένου με δυσμενείς επιπτώσεις στην τοπική κοινωνία και στην εύρυθμη λειτουργία της πόλης (ΣτΕ 194/2020).
ΑΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
* Όμοια και η ΣτΕ 1640/2024.
[1]. Βλ. και Α. Μεταξά, “Silete juristae in munere vestro”, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/silete-juristae-in-munere-vestro-skepseis-me-aformi-tis-apofaseis-olste-1639-2024-kai-1641-2024/
[2]. Βλ. με περαιτέρω παραπομπές Χ. Ανθόπουλο, Τρία πέμπτα «παρά κάτι». Η νέα μέθοδος επιλογής των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών, https://www.constitutionalism.gr/tria-pempta -para-kati-i-nea-methodos-epilogis-ton-melon-ton-anexartiton-arxon/
[3]. Μ. Πικραμένος, Ο ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας στην ενδυνάμωση της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας (1974-2024), Ομιλία στο συνέδριο με τίτλο: “Ενδυναμώνοντας τη δημοκρατία. 50 χρόνια από την ελληνική επανεπικύρωση της ΕΣΔΑ και 75 χρόνια από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης”, 1 Νοεμβρίου 2024, https://www.constitutionalism.gr/o-rolos-tou-ste-stin-endinamosi-tis-sigxronis-ellinikis-dimokratias-1974-2024/
[4]. Το άρθρο 100, § 1(ε) του Συντάγματος ορίζει τα εξής: «1. Συνιστάται Aνώτατο Eιδικό Δικαστήριο στο οποίο υπάγονται: […] ε) H άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι' αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Eπικρατείας, του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου».
1. Αφορά την υπόθεση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών, που διέφυγαν με ελικόπτερο στην Ελλάδα ... λίγες ώρες μετά την καταστολή της απόπειρας ανατροπής της κυβέρνησης Ερντογάν.
2. Βλ. παρατηρήσεις Χ. Χρυσανθάκη για την ΔΕφΙ 170/ 2014, δημοσιευθείσα στο ΘΠΔΔ 809/2014. 759.
3. Βλ Άρθρο 5 Κώδικα δικηγόρων – Θεμελιώδεις αρχές και αξίες στην άσκηση της δικηγορίας Ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του: α) Υπερασπίζεται το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα αυτής, το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το σύνολο των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Βλ. Άρθρο 90 Κώδικα δικηγόρων – Σκοποί και αρμοδιότητες Δικηγορικών Συλλόγων. Στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει: α) Η υπεράσπιση των αρχών και κανόνων του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική πολιτεία. β) Η διασφάλιση της λειτουργίας μίας ανεξάρτητης δικαιοσύνης, η οποία απονέμεται πάντοτε στο όνομα του ελληνικού λαού.
4. Και στην ΣτΕ 1640/2024 που αφορά την συγκρότηση της ΑΔΑΕ.