ΔΕΕ C-393/23, «Διεθνής δωσιδικία σε αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται σε συνέχεια διαπίστωσης παράβασης του ελεύθερου ανταγωνισμού», σχόλιο Μ. Λαμπαδάκη

73
2025
01

 

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

 

Αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden 

(Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών) 

για την έκδοση προδικαστικής απόφασης

 

Υπόθεση Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα, 

Heineken NV 

κατά 

Ζυθοποιΐας Μακεδονίας Θράκης

(C‑393/23)

 

Εισσαγελέας: J. Kokott

 

Προδικαστική παραπομπή. Ανακοπή. Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις («Κανονισμός Βρυξέλλες Ια»). Ειδικές δικαιοδοσίες. Δωσιδικία της συνάφειας του άρθρου 8 σημείο 1. Προϋπόθεση στενής συνάφειας αγωγών. Αγωγές αποζημίωσης τύπου «follow on»/ κατόπιν διαπίστωσης παράβασης διάταξης ελεύθερου ανταγωνισμού. Απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού (Ελλάδας). Διαπίστωση παράβασης άρθρων 102 ΣΛΕΕ και 2 ν. 3959/2011 στην ελληνική αγορά ζύθου. Έννοια της «επιχείρησης» για ελληνική θυγατρική εταιρία. Μητρική και θυγατρική εταιρία. Πλείονες εναγόμενοι για αποζημίωση με έδρα σε διαφορετική χώρα. Εναγόμενες η θυγατρική (έδρα σε Ελλάδα) και η μητρική (έδρα σε Ολλανδία) ενώπιον Ολλανδικών δικαστηρίων. Τεκμήριο «καθοριστικής επιρροής» της μητρικής εταιρίας, του ουσιαστικού δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού. Αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη. Πρόταση εφαρμογής κριτηρίου «καθοριστικής επιρροής» και στο πεδίο των αγωγών αποζημίωσης για τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας, ως ισχυρή ένδειξη της ύπαρξης στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά μητρικής και θυγατρικής (Άρθρα 102, 267 ΣΛΕΕ και 2 ν. 3959/2011).

 

Απόσπασμα προτάσεων Γενικής Εισαγγελέως

 

1. Μπορεί ο ζημιωθείς από παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού να ασκήσει αγωγή κατά της εταιρίας που διέπραξε την παράβαση αυτή στην έδρα της μητρικής της εταιρίας σε άλλο κράτος μέλος; Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το ερώτημα από το οποίο αφορμάται η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

[…] 

19. Το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) ανέστειλε τη διαδικασία και, στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα δύο προδικαστικά ερωτήματα:

1. Σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, οφείλει το δικαστήριο του τόπου όπου εδρεύει η μητρική εταιρία, στο πλαίσιο του κατ’ άρθρον 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας του επί της εδρεύουσας σε άλλο κράτος μέλος θυγατρικής εταιρίας και υπό το φως της προβλεπόμενης από την ανωτέρω διάταξη απαίτησης περί ύπαρξης στενής συνάφειας, να λαμβάνει υπόψη το αναγνωρισθέν βάσει του ουσιαστικού δικαίου του ανταγωνισμού τεκμήριο της καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας στην οικονομική δραστηριότητα της θυγατρικής της, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς;

2. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Πώς πρέπει, στο πλαίσιο αυτό, να εξειδικεύεται το κριτήριο που έχει διατυπωθεί στις αποφάσεις Kolassa (C‑375/13, EU: C:2015:37) και Universal Music Internatio­nal Holding (C‑12/15, EU:C:2016:449); Εν τοιαύτη περιπτώσει, όταν αμφισβητείται η καθοριστική επιρροή της μητρικής εταιρίας στην εμπορική δραστηριότητα της θυγατρικής της, αρκεί το γεγονός ότι δεν μπορεί εκ των προτέρων να αποκλειστεί η ύπαρξη τέτοιας καθοριστικής επιρροής, προκειμένου να γίνει δεκτή, δυνάμει του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου όπου εδρεύει η μητρική εταιρία;

 

IV. Νομική εκτίμηση

 

20. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν στο πλαίσιο του κατ’ άρθρον 8, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας του οφείλει να λαμβάνει υπόψη το εξεταζόμενο στο σημείο 4 των παρουσών προτάσεων και βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού αναγνωριζόμενο τεκμήριο ελέγχου, σύμφωνα με το οποίο τεκμαίρεται μαχητώς ότι μια μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή στην οικονομική δραστηριότητα της θυγατρικής όταν κατέχει (σχεδόν) το 100 % του κεφαλαίου της. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί ποιο είναι το εφαρμοστέο κριτήριο εκτίμησης όταν ο εναγόμενος αμφισβητεί την ύπαρξη καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας στην οικονομική δραστηριότητα της θυγατρικής.

21. Τα ερωτήματα αυτά ανακύπτουν στο πλαίσιο της κύριας δίκης για τον λόγο ότι βάσει της γενικής δωσιδικίας του άρθρου 4, § 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια ενώπιον των δικαστηρίων των Κάτω Χωρών μπορεί να εναχθεί μόνον η εδρεύουσα στις Κάτω Χώρες Heineken και όχι η εγκατεστημένη στην Ελλάδα ΑΒ. Ωστόσο, η AB μπορεί να εναχθεί από κοινού με τη Heineken στις Κάτω Χώρες, αν μεταξύ των αγωγών κατά της Heineken και της AB υφίσταται «στενή συνάφεια» κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον το τεκμήριο ελέγχου, ερειδόμενο στο γεγονός ότι η Heineken κατέχει σχεδόν το 100 % του κεφαλαίου της AB, πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να θεμελιωθεί μια τέτοια στενή συνάφεια.

22. Κατ’ ουσίαν τίθεται συνεπώς το ερώτημα αν και σε ποιον βαθμό το τεκμήριο ελέγχου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας και σε ποιον βαθμό πρέπει να ερευνάται κατά πόσον το τεκμήριο αυτό ανατράπηκε (συναφώς υπό Β και Γ).

23. Προκειμένου να εξεταστούν οι ενδεχόμενες επιπτώσεις του τεκμηρίου ελέγχου στην ερμηνεία του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστούν εν συντομία η έννοια και ο σκοπός του, καθώς και η λειτουργία του στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης (συναφώς υπό Α).

 

Α. Η έννοια της «επιχείρησης», η «οικονομική ενότητα» και το τεκμήριο ελέγχου σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ

 

24. Κατά πάγια νομολογία, με την έννοια της «επιχείρησης», δηλαδή του αυτουργού παράβασης κατά τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, νοείται μια «οικονομική ενότητα» η οποία μπορεί να αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

25. Όταν μια τέτοια οικονομική ενότητα παραβαίνει τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης, η εν λόγω παράβασή της καταλογίζεται σύμφωνα με την αρχή της προσωπικής ευθύνης. Ωστόσο, μια τέτοια παράβαση είναι καταλογιστέα σε πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα ή κατά του οποίου πρόκειται ενδεχομένως να ασκηθούν αγωγές αποζημίωσης. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της έννοιας της «επιχείρησης» ή της «οικονομικής ενότητας» μπορεί να οδηγήσει στην αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη των φυσικών ή νομικών προσώπων, που απαρτίζουν την οικονομική ενότητα κατά τον χρόνο διάπραξης της παράβασης.

26. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διακρίνονται νομικώς μεταξύ τους είναι οργανωμένα υπό τη μορφή ομίλου, αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση, εφόσον δεν καθορίζουν αυτοτελώς τον τρόπο κατά τον οποίο ενεργούν στην αγορά, αλλά, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών που τα συνδέουν με τη μητρική εταιρία, υφίστανται συναφώς τα αποτελέσματα της πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής από την εν λόγω διοικητική μονάδα.

27. Το τεκμήριο ελέγχου που εκτίθεται στο σημείο 4 των παρουσών προτάσεων αφορά την περίπτωση κατά την οποία τεκμαίρεται (μαχητώς) η πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής εκ μέρους μητρικής εταιρίας, που κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο (σχεδόν) του κεφαλαίου της θυγατρικής. Το τεκμήριο αυτό καταλαμβάνει επομένως όχι μόνο την άμεση σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας, αλλά και, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, την έμμεση σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας τρίτου επιπέδου. Ως εκ τούτου, στη συνέχεια θα αναφέρομαι μόνο σε μητρική και θυγατρική εταιρία.

28. Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, το εν λόγω τεκμήριο ελέγχου πρέπει να εφαρμόζεται, σε συμφωνία με τη νομολογία, όχι μόνο στο πεδίο της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης από την Επιτροπή και τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών (public enforcement), αλλά και στο πεδίο των αγωγών αποζημίωσης λόγω παράβασης των κανόνων αυτών (private enforcement). Και τα δύο αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συστήματος εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Η έννοια της «επιχείρησης» στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ πρέπει συνεπώς να ερμηνεύεται ενιαία. Το αυτό θα πρέπει να ισχύει και ως προς το τεκμήριο ελέγχου, που διαπλάσθηκε από τη νομολογία στο πλαίσιο της έννοιας της επιχείρησης.

29. Ωστόσο, η μητρική εταιρία μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αποδεικνύοντας ότι κατά τον χρόνο που διαπράχθηκε η παράβαση δεν έδινε στη θυγατρική οδηγίες ούτε μετείχε, άμεσα ή έμμεσα, στη λήψη των αποφάσεων της θυγατρικής εταιρίας, που αφορούσαν την οικεία οικονομική δραστηριότητα.

30. Αντιθέτως, αν δεν έχει εφαρμογή το τεκμήριο ελέγχου, η αρχή ανταγωνισμού ή ο ενάγων πρέπει να αποδείξουν ότι η μητρική εταιρία όντως άσκησε καθοριστική επιρροή στην οικονομική δραστηριότητα της θυγατρικής κατά τον χρόνο που διαπράχθηκε η παράβαση, ιδίως δίνοντας οδηγίες.

31. Επομένως, το τεκμήριο αντιστρέφει το βάρος της απόδειξης υπέρ του ζημιωθέντος, ο οποίος ζητεί αποζημίωση και εις βάρος της εναγομένης μητρικής εταιρίας. Καθιστά ευχερέστερη για τον ζημιωθέντα την επιδίωξη των δικαι­ωμάτων του, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ταυτόχρονα την αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Πράγματι, οι αγωγές αποζημίωσης συμβάλλουν επίσης στην αποθάρρυνση των επιχειρήσεων από την εκδήλωση αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς και ως εκ τούτου στη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός της Ένωσης.

32. Ακολούθως θα εξετάσω αν και σε ποιον βαθμό το τεκμήριο ελέγχου ασκεί επιρροή στην ερμηνεία του άρθρου 8 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (πρώτο προδικαστικό ερώτημα).

 

Β. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος: Η επιρροή του τεκμηρίου ελέγχου στην εφαρμογή του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια

 

  1.  Η έννοια της «στενής συνάφειας» στο άρθρο 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια

 

33. Το άρθρο 8 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια προβλέπει –ως συμπλήρωμα της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου στο οικείο κράτος μέλος (άρθρο 4, § 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια)– ειδικές δωσιδικίες της συνάφειας.

34. Σύμφωνα με το άρθρο 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ένα πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί, εφόσον υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου τις εξ αυτών, ο λεγόμενος «εναγόμενος-σύνδεσμος», έχει την κατοικία του. Ωστόσο, τούτο ισχύει μόνο αν υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκεται να αποκλεισθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων λόγω της χωριστής εκδίκασης των αγωγών.

35. Οι προϋποθέσεις υπό της οποίες μπορεί να υφίσταται τέτοια στενή συνάφεια πρέπει να καθορίζονται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος και των σκοπών του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Κατόπιν αυτού εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον υπάρχει τέτοια στενή συνάφεια μεταξύ των διαφόρων αγωγών στη συγκεκριμένη περίπτωση.

36. Στη συνέχεια θα εκθέσω κατ’ αρχάς ότι υφίσταται στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών όταν η μητρική και η θυγατρική εταιρία ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για μια παράβαση (συναφώς υπό 2). Ακολούθως θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους κατά κανόνα υφίσταται τέτοια στενή συνάφεια ακόμη και όταν αρχικά το τεκμήριο ελέγχου απλώς διεκδικεί εφαρμογή, δηλαδή όταν η μητρική εταιρία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο (σχεδόν) του κεφαλαίου της θυγατρικής, χωρίς ακόμη να έχει αποσαφηνιστεί οριστικά αν ευθύνονται και οι δύο αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ή αν το τεκμήριο ελέγχου μπορεί να ανατραπεί (συναφώς υπό 3).

 

2. Η αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας ως περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια

 

37. Ο σκοπός του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια είναι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 21 του κανονισμού, να καταστήσει ευχερέστερη την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, να ελαχιστοποιήσει το ενδεχόμενο παράλληλων διαδικασιών με το ίδιο αντικείμενο και να αποτρέψει, ως εκ τούτου, την έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων σε περίπτωση χωριστής εκδίκασης των υποθέσεων.

38. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό δεν αρκεί απλώς και μόνον ο κίνδυνος έκδοσης αποκλινουσών μεταξύ τους αποφάσεων σε διαφορετικές αντιδικίες. Η εν λόγω απόκλιση πρέπει επιπλέον να αφορά την ίδια πραγματική και νομική κατάσταση.

39. Συνακόλουθα, το άρθρο 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια έχει εφαρμογή στην περίπτωση πλειόνων εναγομένων, όπου διάφορες επιχειρήσεις συμμετείχαν, κατά ανόμοιο από γεωγραφική και χρονική άποψη τρόπο, σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η οποία διαπιστώθηκε με απόφαση της Επιτροπής, και ενάγονται για την καταβολή αποζημίωσης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Υπό τις συνθήκες αυτές υφίστανται τα ίδια πραγματικά και νομικά δεδομένα, ούτως ώστε όλες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μπορούν να εναχθούν στην έδρα του «εναγομένου-συνδέ­σμου».

40. Κατά μείζονα λόγο υφίσταται η ίδια πραγματική και νομική κατάσταση όταν τόσο η μητρική όσο και η θυγατρική εταιρία ευθύνονται εις ολόκληρον για παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ για τον λόγο ότι αποτελούν οικονομική ενότητα, ήτοι μία και την αυτή «επιχείρηση». Τούτο διότι και στην περίπτωση αυτή υπάρχει ένα ενιαίο βιοτικό περιστατικό, δηλαδή η παράβαση που διαπράχθηκε από τη θυγατρική εταιρία, η οποία (δυνάμει ιδίως του τεκμηρίου ελέγχου) καταλογίζεται στη μητρική ως εάν την είχε διαπράξει αυτή η ίδια. Επομένως, οι αγωγές κατά της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας στηρίζονται στα ίδια γενεσιουργά της ευθύνης πραγματικά περιστατικά. Επιπλέον, στο μέτρο που αμφότερες οι αγωγές έχουν ως αντικείμενο την ίδια παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, υφίσταται η ίδια νομική κατάσταση όσον αφορά τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης. Ως εκ τούτου υπάρχει κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων όταν διαφορετικά δικαστήρια αποφαίνονται επί της αντίστοιχης ευθύνης της μητρικής ή της θυγατρικής εταιρίας.

 

3. Η σημασία του τεκμηρίου ελέγχου για την εφαρμογή του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια

 

41. Ωστόσο, τούτο εγείρει το συνακόλουθο ερώτημα αν μπορεί να υφίσταται στενή συνάφεια κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, όταν δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί η από κοινού ευθύνη της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας για την παράβαση. Το ερώτημα αυτό μπορεί να ανακύψει ιδίως στην περίπτωση των αποκαλούμενων αγωγών τύπου «stand alone», οι οποίες, σε αντίθεση με τις αγωγές τύπου «follow on», δεν μπορούν να βασιστούν σε (δεσμευτική) απόφαση αρχής ανταγωνισμού, και δη είτε της Επιτροπής (άρθρο 16 του κανονισμού 1/2003), είτε μιας εθνικής αρχής (άρθρο 9 της Οδηγίας 2014/104). Επιπλέον, η από κοινού ευθύνη της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας μπορεί επίσης να είναι αβέβαιη όταν υφίσταται μεν απόφαση μιας αρχής ανταγωνισμού, αλλά η απόφαση αυτή διαπιστώνει μόνο την παράβαση που διέπραξε μία από τις εμπλεκόμενες εταιρίες. Συναφώς, στην υπό κρίση υπόθεση η κοινή ευθύνη των AB και Heineken δεν προκύπτει από την απόφαση της ελληνικής αρχής ανταγωνισμού, καθόσον η αρχή αυτή διαπίστωσε μόνο την παράβαση που διέπραξε η AB χωρίς να συμπεριλάβει στην έρευνα τη Heineken. Ως εκ τούτου, αγωγή τύπου «follow on» υπάρχει μόνον όσον αφορά την AB και όχι όσον αφορά τη Heine­ken.

42. Υφίσταται υπό τέτοιες συνθήκες στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας μόνον όταν η καθοριστική επιρροή της μητρικής εταιρίας δεν αμφισβητείται ή είναι αποδεδειγμένη κατά το στάδιο του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια; Ή έχει η διάταξη αυτή εφαρμογή και στην περίπτωση κατά την οποία η καθοριστική επιρροή δεν αποδεικνύεται μεν, τεκμαίρεται όμως (μαχητώς) δυνάμει του τεκμηρίου ελέγχου ως εκ του ότι η μητρική εταιρία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της θυγατρικής; Πρέπει αντιθέτως να γίνεται δεκτό ότι δεν υφίσταται στενή συνάφεια κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, στην περίπτωση κατά την οποία η μητρική εταιρία επικαλείται στοιχεία προς ανατροπή του τεκμηρίου;

43. Στη συνέχεια θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός στο οποίο στηρίζεται το τεκμήριο ελέγχου, ότι [δηλαδή] η μητρική εταιρία κατέχει (σχεδόν) το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής, συνιστά τόσο ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη στενής συνάφειας, κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας, ώστε κατά κανόνα να μην απαιτείται καμία πρόσθετη ένδειξη για την κατάφαση της ύπαρξης της στενής αυτής συνάφειας (συναφώς υπό αʹ). Η ερμηνεία αυτή δεν είναι αντίθετη προς την επιταγή της δυνατότητας πρόβλεψης του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία (συναφώς υπό βʹ). Επιπλέον, διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, χωρίς να μπορεί να προσαφθεί στον ενάγοντα καταχρηστική συμπεριφορά (συναφώς υπό γʹ).

 

α) Η κατοχή του συνόλου (σχεδόν) του κεφαλαίου ως ισχυρή ένδειξη της ύπαρξης στενής συνάφειας

 

44. Ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ια δεν ρυθμίζει ρητώς την έκταση των υποχρεώσεων ελέγχου των εθνικών δικαστηρίων κατά την εξέταση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους. Πρόκειται για πτυχή του εθνικού δικονομικού δικαίου, η οποία δεν έχει εναρμονιστεί με τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια. Εντούτοις, η εφαρμογή των σχετικών εθνικών κανόνων δεν πρέπει να θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του εν λόγω κανονισμού.

45. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει εύστοχα ότι για λόγους ασφάλειας δικαίου το επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να μπορεί να αποφαίνεται επί της δικαιοδοσίας του χωρίς να είναι αναγκασμένο να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης. Κατά το στάδιο αυτό το επιληφθέν δικαστήριο δεν ερευνά ούτε το παραδεκτό, ούτε το βάσιμο της αγωγής, αλλά εντοπίζει μόνον τα συνδετικά στοιχεία με το κράτος στο οποίο εδρεύει που δικαιολογούν τη δικαιοδοσία του δυνάμει της σχετικής διάταξης. Ωστόσο, οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες πρέπει να παρέχουν στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάζει το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αντιρρήσεων που προβάλλει ο εναγόμενος.

46. Το γεγονός ότι η μητρική εταιρία κατέχει σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής, ούτως ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το τεκμήριο ελέγχου, συνιστά ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά των εν λόγω εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια.

47. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας για την παράβαση που διέπραξε η τελευταία. Τούτο διότι το τεκμήριο ελέγχου στηρίζεται ακριβώς στην παραδοχή ότι η μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή στην οικονομική δραστηριότητα της θυγατρικής όταν κατέχει το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της. Στο πλαίσιο αυτό, όπως καταδεικνύει η από πολλών ετών νομολογία από την απόφαση Akzo Nobel και εντεύθεν, είναι σαφώς δυσχερές για τη μητρική εταιρία να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία, που απαιτούνται για την ανατροπή του τεκμηρίου.

48. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη στενής συνάφειας κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η μητρική εταιρία προς ανατροπή του τεκμηρίου ελέγχου. Επίσης δεν υποχρεούται να εξακριβώσει αν η εν λόγω εταιρία όντως άσκησε καθοριστική επιρροή στη θυγατρική. Αντιθέτως, τούτο έχει σημασία το πρώτον στο πλαίσιο [της έρευνας] του βασίμου της αγωγής.

49. Συνεπώς, το τεκμήριο ελέγχου, αυτό καθαυτό, δεν έχει εφαρμογή, ως έχει, στο πλαίσιο [της έρευνας] της δικαιοδοσίας. Πράγματι, ο κανόνας δωσιδικίας του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν απαιτεί η μητρική εταιρία να έχει ασκήσει καθοριστική επιρροή στη θυγατρική, αλλά προϋποθέτει απλώς την ύπαρξη στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών. Το πρώτον στο πλαίσιο της έρευνας του βασίμου πρέπει, προς στοιχειοθέτηση της ευθύνης της μητρικής εταιρίας, να αποδειχθεί η καθοριστική επιρροή της στην οικονομική δραστηριότητα της θυγατρικής, συνεπώς το πρώτον στο πλαίσιο αυτό εφαρμόζεται το τεκμήριο ελέγχου ως τέτοιο και η αντιστροφή του βάρους απόδειξης που αυτό επιφέρει.

50. Επομένως, το γεγονός ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της θυγατρικής έχει αφενός ως συνέπεια, όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, ότι η καθοριστική επιρροή της μητρικής εταιρίας τεκμαίρεται, ενώ αφετέρου στοιχειοθετεί, στο πλαίσιο των κανόνων για τη διεθνή δικαιοδοσία, την ύπαρξη στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας.

51. Κατά συνέπεια δεν ευσταθεί ούτε η ένσταση ότι στο πλαίσιο της έρευνας της διεθνούς δικαιοδοσίας το τεκμήριο ελέγχου θα ήταν αμάχητο αν λαμβανόταν υπόψη για τη θεμελίωση της στενής συνάφειας κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Ειδικότερα, όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία εξετάζεται άλλο κριτήριο. Το κατά πόσον υφίσταται πράγματι καθοριστική επιρροή δεν κρίνεται κατά την έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας.

 

β) Η δυνατότητα πρόβλεψης του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία

 

52. Η ερμηνεία αυτή συνάδει με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Αυτή επιτάσσει, ο κανόνας ειδικής δωσιδικίας να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να επιτρέπει στον εναγόμενο με τη συνήθη ενημέρωση να προβλέπει ευλόγως ενώπιον ποιου δικαστηρίου, πλην αυτού του κράτους της κατοικίας του, μπορεί να εναχθεί. Επιπλέον, για λόγους ασφάλειας δικαίου το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο πρέπει να μπορεί να αποφαίνεται επί της δικαιοδοσίας του χωρίς να είναι αναγκασμένο να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης.

53. Η παραδοχή ότι, σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, για την κατά το άρθρο 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια απαιτούμενη στενή συνάφεια αρκεί η μητρική εταιρία να κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο (σχεδόν) του κεφαλαίου της θυγατρικής, δεν συνεπάγεται αδυναμία πρόβλεψης του δικαστηρίου. Τούτο διότι πρόκειται για ένα σαφές και απλό κριτήριο για τις εναγόμενες εταιρίες (μητρική και θυγατρική), το οποίο είναι εύκολα ελέγξιμο τόσο από αυτές όσο και από το επιληφθέν δικαστήριο.

54. Δεν θα ίσχυε το ίδιο αν, για να θεμελιωθεί η δωσιδικία, έπρεπε να αποδειχθεί η καθοριστική επιρροή της μητρικής εταιρίας στην εμπορική δραστηριότητα της θυγατρικής. Προς τούτο θα ήταν αναγκαίο, ήδη στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, να διενεργηθεί συνολική και ενίοτε σύνθετη έρευνα, καθώς και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, η έκβαση της οποίας ακριβώς δεν θα παρουσίαζε για τα μέρη υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 15 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Αυτό θα απέβαινε εις βάρος του ζημιωθέντος ενάγοντος, ο οποίος φέρει το βάρος της απόρριψης της αγωγής ως απαράδεκτης.

55. Κατά τη γνώμη μου, για την επαρκή προβλεψιμότητα δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί η διαπίστωση, με δεσμευτική απόφαση της Επιτροπής, της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της μητρικής και θυγατρικής εταιρίας για τυχόν επιβληθέντα πρόστιμα. Η εφαρμογή στο πλαίσιο του private enforcement ενός κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας, ο οποίος διευκολύνει την επιδίωξη των δικαιωμάτων του ζημιωθέντος, δεν μπορεί να εξαρτάται από το αν έχει προηγουμένως ενεργήσει η Επιτροπή.

56. Επιπλέον, ακριβώς σε περίπτωση που η παράβαση δεν διαπιστώνεται με απόφαση της Επιτροπής κατά τρόπο δεσμευτικό για όλα τα κράτη μέλη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16, § 1, του Κανονισμού 1/2003, υφίσταται κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων όταν οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας κρίνονται από διαφορετικά δικαστήρια. Επί παραδείγματι, όταν, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, εθνική αρχή ανταγωνισμού έχει προηγουμένως αποφανθεί ότι υφίσταται ευθύνη (τουλάχιστον της θυγατρικής εταιρίας), η απόφαση αυτή δεσμεύει δυνάμει του άρθρου 9, § 1, της Οδηγίας 2014/104 μόνο τα δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους, ενώ τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους, όπως εν προκειμένω τα ολλανδικά, οφείλουν να τη λάβουν υπόψη τους μόνον ως εκ πρώτης όψεως μέσο απόδειξης (άρθρο 9, § 2, της Οδηγίας 2014/104).

57. Ως εκ τούτου υπάρχει κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήρια διαφορετικών κρατών μελών επιλαμβάνονται των αγωγών κατά της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας και δη τόσο ως προς το προκαταρκτικό ζήτημα της ίδιας της ύπαρξης παράβασης όσο και ως προς τα συνακόλουθα ζητήματα του καταλογισμού και της έκτασης της ευθύνης.

 

γ) Μη στοιχειοθέτηση κατάχρησης ή καταστρατήγησης της δωσιδικίας

 

58. Η προεκτεθείσα ερμηνεία του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια καθιστά δυνατό τον ευχερή έλεγχο της διεθνούς δικαιοδοσίας. Επιπλέον διευκολύνει τον ζημιωθέντα να επιδιώξει δικαστικώς τις αξιώσεις του για αποζημίωση, ακριβώς επειδή λόγω του τεκμηρίου ελέγχου είναι πιθανή επί της ουσίας η εις ολόκληρον ευθύνη της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας.

59. Καταχρηστική συμπεριφορά του ενάγοντος ή καταστρατήγηση της δωσιδικίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει μόνο αν η αγωγή κατά του «εναγομένου-συνδέσμου» είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη και ως εκ τούτου μπορεί να αποσκοπεί μόνον στο να εναγάγει τον άλλο εναγόμενο ενώπιον δικαστηρίου διαφορετικού κράτους μέλους από αυτό της κατοικίας του. Όταν υφίσταται στενή συνάφεια κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει τέτοια καταστρατήγηση μόνο κατ’ εξαίρεση, και ειδικότερα μόνο εφόσον υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις που επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ο ενάγων προκάλεσε ή συντήρησε τεχνητά τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της εν λόγω διάταξης. Προς τούτο δεν αρκεί να φαίνεται (ενδεχομένως) αβάσιμη η αγωγή κατά του «εναγομένου-συνδέσμου». Αντιθέτως, πρέπει να είναι προδήλως αβάσιμη ή επίπλαστη ή να στερείται οποιουδήποτε πραγματικού συμφέροντος για τον ενάγοντα κατά τον χρόνο της κατάθεσής της. Αυτό θα ήταν νοητό εάν, παρά το τεκμήριο ελέγχου, βάσει των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης είναι πρόδηλο ότι δεν υφίσταται καθοριστική επιρροή της μητρικής στη θυγατρική εταιρία και συνεπώς η εις ολόκληρον ευθύνη της μητρικής εταιρίας αποκλείεται εξαρχής. Τούτο θα μπορούσε να συμβαίνει μόνο σε σπάνιες εξαιρετικές περιπτώσεις.

60. Το γεγονός ότι ο ζημιωθείς άσκησε αγωγή και κατά της ελληνικής θυγατρικής εταιρίας ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου όπου εδρεύει η ολλανδική μητρική εταιρία, αποσπώντας έτσι την πρώτη από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, δεν συνιστά τέτοια καταστρατήγηση. Πράγματι, στην περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενοι έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, το άρθρο 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια παρέχει στον ενάγοντα τη δυνατότητα επιλογής του αρμόδιου δικαστηρίου. Αυτή η δυνατότητα επιλογής συνεπάγεται ότι ο ενάγων μπορεί να εισαγάγει τη διαφορά προς εκδίκαση στο δικαστήριο το οποίο ανταποκρίνεται περισσότερο στα συμφέροντά του.

61. Επομένως, είναι επίσης άνευ σημασίας το αν υφίσταται στενότερη συνάφεια με άλλο δικαστήριο, επί παραδείγματι ως εκ του ότι η παράβαση έλαβε χώρα αποκλειστικά στην ελληνική αγορά ζύθου και ως αυτουργός της αναφέρεται στην απόφαση της ελληνικής Αρχής Ανταγωνισμού μόνον η ελληνική θυγατρική εταιρία. Πράγματι, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας δεν επιζητούν, κατ’ αρχήν, τον στενότερο σύνδεσμο, αλλά μόνο έναν στενό σύνδεσμο, την ύπαρξη του οποίου διασφαλίζει εν προκειμένω ήδη το προβλεπόμενο στο άρθρο 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια κριτήριο της «στενής συνάφειας». Τούτο επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 16 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, κατά την οποία η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς.

 

Γ. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

 

62. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν, στην περίπτωση που η μητρική εταιρία αμφισβητεί ότι άσκησε καθοριστική επιρροή στην οικονομική δραστηριότητα της θυγατρικής, αρκεί, για να γίνει δεκτή η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου όπου εδρεύει η μητρική εταιρία βάσει του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, να μην μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων η ύπαρξη τέτοιας επιρροής.

63. Ήδη από τις παρατηρήσεις μου στα σημεία 48 επ. των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο μέτρο που –όπως στην υπό κρίση υπόθεση– πληρούνται οι προϋποθέσεις του τεκμηρίου ελέγχου: Τούτο αποτελεί μια ιδιαίτερα ισχυρή ένδειξη ότι υπάρχει η προς θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας απαιτούμενη «στενή συνάφεια» κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια και μπορεί να αποδυναμωθεί μόνο κατ’ εξαίρεση.

 

V. Πρόταση

 

64. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει σε αμφότερα τα προδικαστικά ερωτήματα του Hoge Raad der Neder­landen (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών) από κοινού ως εξής: Στο πλαίσιο αγωγών αποζημίωσης λόγω παραβάσεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, το δικαστήριο του τόπου εγκατάστασης της μητρικής εταιρίας οφείλει, όταν εξετάζει τη διεθνή δικαιοδοσία του βάσει του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, σε σχέση με εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος θυγατρική εταιρία, να θεωρεί ως ισχυρή ένδειξη της ύπαρξης στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά των εταιριών αυτών το γεγονός ότι η μητρική εταιρία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο (σχεδόν) του κεφαλαίου της θυγατρικής. Επομένως, κατά κανόνα δεν απαιτούνται πρόσθετες ενδείξεις για να συναχθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας στενής συνάφειας.


ΣΧΟΛΙΟ

Διεθνής δωσιδικία σε αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται σε συνέχεια διαπίστωσης παράβασης του ελεύθερου ανταγωνισμού 

 

Η παρούσα πρόσφατη -και ακόμα ανοικτή- υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») και του Ανώτατου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς το ΔΕΕ καλείται να αναπτύξει περαιτέρω τη νομολογία σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, και δη τη δωσιδικία της συνάφειας του άρθρου 8, σημείο 1 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια[1], με αφορμή κύρια υπόθεση αγωγής αποζημίωσης που ασκήθηκε ενώπιον των δικαστηρίων των Κάτω Χωρών σε συνέχεια διαπίστωσης παράβασης του ελεύθερου ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά ζύθου από την ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού. Το ερώτημα που τίθεται στο επίκεντρο συνοψίζεται στο εάν και σε ποιο βαθμό πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας (θεμελιώνοντας τη ζητούμενη «στενή συνάφεια των αγωγών») το αναγνωριζόμενο σε υποθέσεις ελεύθερου ανταγωνισμού «τεκμήριο ελέγχου»/ «τεκμήριο της αποφασιστικής επιρροής»[2] μητρικής εταιρίας στη θυγατρική της. Ειδικότερα, το ζήτημα αυτό έρχεται σε συνέχεια της ανάπτυξης της Ενωσιακής νομολογίας στο ουσιαστικό δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού περί του «τεκμηρίου της αποφασιστικής επιρροής» για τον καταλογισμό ευθύνης παραβάσεων του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού (public enforce­ment), το οποίο ακολούθως πρέπει να εφαρμόζεται και στο πεδίο των αγωγών αποζημίωσης λόγω τέτοιων παραβάσεων (private enforce­ment), δίνοντας  - πλέον -σύμ­φωνα με τις Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως J. Kokott- τη σκυτάλη εφαρμογής του και στο δικονομικό δίκαιο, για τον προσδιορισμό της ειδικής δωσιδικίας της συνάφειας του άρθρου 8 σημ. 1 του Κανονισμού Βρυξελλών Iα, επί των σχετικών αγωγών αποζημίωσης. Η απόφαση του ΔΕΕ εκκρεμεί*, ωστόσο ήδη οι Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως J. Kokott παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον στο μέτρο που προτείνεται να θεωρηθεί ως ισχυρή ένδειξη της ύπαρξης στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά των εταιριών αυτών το γεγονός ότι η μητρική εταιρία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο (σχεδόν) του κεφαλαίου της θυγατρικής, ώστε κατά κανόνα να μην απαιτούνται πρόσθετες ενδείξεις για να συναχθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας στενής συνάφειας.

 

Α. Το κρίσιμο ιστορικό της υπόθεσης

 

Την 19 Σεπτεμβρίου 2014 η Επιτροπή Ανταγωνισμού («ΕΑ») διαπίστωσε με την υπ’ αριθ. 590/2014 απόφασή της, ότι κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 1998 και Σεπτεμβρίου 2014 (ήτοι επί 16 έτη) η Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε το διάστημα αυτό στην ελληνική αγορά ζύθου, μέσω της εφαρμογής πληθώρας αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών, σε επίπεδο επιτόπιας κατανάλωσης, χονδρεμπορικής και σούπερ μάρκετ. Η συμπεριφορά αυτή κρίθηκε ότι συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση των διατάξεων του άρθρου 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») και του άρθρου 2 του ν. 3959/2011 «Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού». Η Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε κυρώσεις στην Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα, συμπεριλαμβανομένου προστίμου ύψους περίπου Ευρώ 31 εκατ. Σημειωτέων ότι, η Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα διαθέτει στο χαρτοφυλάκιό της μία μεγάλη γκάμα προϊόντων ζύθου, μεταξύ των οποίων τα προϊοντα Heineken, Amstel, ΑΛΦΑ, Fischer, ΜΑΜΟΣ, ΝΥΜΦΗ, Erdinger, Lagunitas, SOL, Birra Moretti, McFarland, Murphy’s. Η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού τελεσιδίκησε το 2023, αφού το Διοικητικό Εφετείο επικύρωσε εν πολλοίς και επί της ουσίας των ευρημάτων της την απόφαση αυτή, μειώνοντας το πρόστιμο κατά 17% (πρβλ. απόφαση ΔΕφΑθ υπ’ αρίθ. 4055/2017) και το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε από την Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου (πρβλ. απόφαση ΣτΕ υπ’ αρίθ. 985/2023, Στ’ Τμήμα). 

 

Κρίσιμο στην υπόθεση αυτή είναι ότι η Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα, που εδρεύει στην Ελλάδα, συνιστούσε το κρίσιμο χρονικό διάστημα (και συνιστά σήμερα) θυγατρική εταιρία της Heineken International N.V. («Heineken»), που εδρεύει στην Ολλανδία. Συγκεκριμένα, κατά τη χρονική περίοδο της παράβασης, η Heineken διατηρούσε έμμεση συμ­μετοχή στην Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα, κατέχοντας το 98,8% του κεφαλαίου της. Ωστόσο, η διαπιστωθείσα παράβαση καταλογίστηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού μόνο στην Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα και όχι στην μητρική της, Heineken. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, κάνοντας χρήση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει σχετικώς, έκρινε ότι εν προκειμένω δεν συνέτρεχαν υπέρτεροι λόγοι αποτελεσματικότητας που να δικαιολογούσαν την κίνηση περαιτέρω έρευνας, ώστε να συμπεριλάβει στη σχετική έρευνα και την Heineken (πρβλ. απόφαση ΕΑ υπ’ αριθ. 590/2014, § 88). 

 

Σε συνέχεια της προαναφερθείσας απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η εταιρία Ζυθοποιΐα Μακεδονίας Θράκης, που επίσης δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά ζύθου και εδρεύει στην Ελλάδα, επικαλούμενη ζημία από την διαπιστωθείσα παράνομη συμπεριφορά της Αθηναϊκής Ζυθοποιΐας, άσκησε ενώπιον των Δικαστηρίων των Κάτω Χωρών, αγωγή αποζημίωσης στρεφόμενη κατά της Αθηναϊκής Ζυθοποιΐας αλλά και κατά  της μητρικής της, Heine­ken, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι οι εν λόγω εταιρίες είναι από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνες για την προαναφερθείσα διαπιστωθείσα παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά ζύθου, και ακολούθως ότι υποχρεούνται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην αποκατάσταση της συνολικής ζημίας που αυτή υπέστη συνεπεία της εν λόγω παράβασης[3]. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι ενώ αρχικά τέθηκε στο επίκεντρο της υπόθεσης ο μη καταλογισμός της παράβασης από την Επιτροπή Ανταγωνισμού στην Heine­ken, κατά την εξέλιξη της υπόθεσης το βάρος μετατέθηκε στη δυνατότητα των δικαστηρίων των Κάτω Χωρών να υποχρεώσουν προς καταβολή αποζημίωσης όχι μόνο την Heineken αλλά και την Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα.

Ειδικότερα, επί της αγωγής αποζημίωσης της εταιρίας Ζυθοποιΐα Μακεδονίας Θράκης, οι εταιρίες Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα και Heine­ken, με παρεμπίπτον αίτημα, έγειραν, ως προς την Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα (που εδρεύει στην Ελλάδα), το ζήτημα έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου του Άμστερνταμ επί της εν λόγω αγωγής. Το Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ έκανε δεκτό το παρεμπίπτον αίτημα και έκρινε ότι δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής που στρέφεται κατά της Αθηναϊκής Ζυθοποιΐας. Στην κατ’ έφεση δίκη, το Εφετείο του Άμστερνταμ εξαφάνισε την απόφαση του Πρωτοδικείου και απέρριψε το παρεμπίπτον αίτημα. Κατόπιν τούτου, με βάση τα δύο κρίσιμα ζητήματα, η υπόθεση ακολούθησε δύο παράλληλες οδούς. Αφενός, ως προς το ουσιαστικό ζήτημα του κατά πόσον ευθύνονται αμφότερες η Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα και η Heineken για τη διαπιστωθείσα παράβαση, το Πρωτοδικείου του Άμστερνταμ (κατόπιν αναπομπής από το Εφετείο του Άμστερνταμ), έκρινε  πρόσφατα σε τελευταίο βαθμό και διαπίστωσε την ύπαρξη «ενιαίας οικονομικής οντότητας» μεταξύ των εταιριών Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα και Heine­ken[4]. Συναφώς κρίθηκε ότι οι δύο εταιρίες είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνες για τη ζημία που επικαλείται η Ζυθοποιΐα Μακεδονίας Θράκης (εκκρεμεί η ποσοτικοποίηση της ζημίας). Αφετέρου, ως προς το δικονομικό ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των Κάτω Χωρών σε ό,τι αφορά την Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα, οι εταιρείες Heineken και Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα άσκησαν αναίρεση κατά της απόφασης του Εφετείου, ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών, το οποίο με τη σειρά του ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο ΔΕΕ δύο προδικαστικά ερωτήματα, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Αμφότερα τα προδικαστικά ερωτήματα σχετίζονται κατ’ ουσίαν με το ερώτημα εάν ο ζημιωθείς από παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού δύναται να ασκήσει αγωγή κατά της εταιρίας που διέπραξε την παράβαση αυτή στην έδρα της μητρικής της εταιρίας σε άλλο κράτος μέλος. Επί αυτών δημοσιεύθηκαν οι εδώ σχολιαζόμενες Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Juliane Kokott. 

 

ΙΙ. Επισημάνσεις ως προς τη νομική εκτίμηση του ζητήματος από την Γενική Εισαγγελέα του ΔΕΕ, Juliane Kokott

 

Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν στην εφαρμογή της ειδικής δωσιδικίας της συνάφειας του άρθρου 8 σημείο 1 του Κανονισμού Βρυξελλών Ια, κατά το οποίο «Ένα πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί επίσης να εναχθεί: 1) εφόσον υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων λόγω της χωριστής εκδίκασής τους·». Ακολούθως, μία επιχείρηση με την έδρα του στο έδαφος κράτους μέλους δύναται, όταν υπάρχουν πλείονες εναγόμενες εταιρίες, να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου μία εξ αυτών, η λεγόμενη «εναγόμενη-σύν­δεσμος», έχει την έδρα της, εάν υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως. 

 

Η Γενική Εισαγγελέας στην παρούσα υπόθεση προτείνει την ύπαρξη στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών, αφενός, στην περίπτωση που έχει διαπιστωθεί ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για μια παράβαση, αφετέρου (και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον), στην περίπτωση όπου διεκδικεί εφαρμογή το «τεκμήριο της καθοριστικής επιρροής» της μητρικής εταιρίας στη θυγατρική της [ήτοι όταν η μητρική εταιρία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο (σχεδόν) του κεφαλαίου της θυγατρικής] χωρίς ακόμη να έχει αποσαφηνιστεί οριστικά αν ευθύνονται και οι δύο αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ή αν το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί (βλ. § 36 των Προτάσεων). Στη βάση των Προτάσεων της Γενικής Εισαγγελέως και σε συνάρτηση με την πάγια ενωσιακή νομολογία, επισημαίνονται τα ακόλουθα. 

 

Πρώτονστις παραβάσεις του ελεύθερου αντα­γωνισμού αυτουργός είναι η «επιχείρηση» και σε αυτήν δύναται να επιβληθούν κυρώσεις κατ’ εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και 1, 1Α και 2 ν. 3959/ 2011 [βλ. άρθρο 23 § 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου και 25 ν. 3959/2011]. Η αυτοτελής αυτή έννοια περιλαμβάνει κάθε οντότητα αποτελούμενη από προσωπικά, υλικά και άυλα στοιχεία και ασκούσα οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος της οντότητας αυτής και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της[5]. Ως υπενθυμίζει και η Γενική Ει­σαγγελέας (§ 24 επ. Προτάσεων), η έννοια της «επι­χεί­ρησης» στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού νοείται ως περιλαμβάνουσα οικονομική ενότητα από την άποψη του αντικειμένου της επίμαχης αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής ακόμη και αν, από νομικής άποψης, η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα[6]. Άλλωστε, στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[7] ρητώς τέθηκε ότι «τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι για τον σκοπό της επιβολής προστίμων η έννοια της επιχείρησης ισχύει τόσο στις μητρικές εταιρείες όσο και στους νόμιμους και οικονομικούς διαδόχους των επιχειρήσεων». Κατά τούτο, όταν μια τέτοια οικονομική ενότητα παραβαίνει τους κανόνες ανταγωνισμού, αφενός, η εν λόγω παράβασή της καταλογίζεται σύμφωνα με την αρχή της προσωπικής ευθύνης[8], αφετέρου, ένα νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να θεωρηθεί προσωπικώς και αλληλεγγύως υπεύθυνο για την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά άλλου νομικού προσώπου που ανήκει στην ίδια οικονομική οντότητα. Συναφώς, δύναται να καταλογιστεί η συμπεριφορά μίας θυγατρικής στη μητρική της εταιρία εφόσον υπάρχει οικονομική ενότητα μεταξύ τους και άρα αυτές συνιστούν μία επιχείρηση. 

 

Τούτο συμβαίνει «όταν η μητρική εταιρία ασκεί έλεγχο επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της, η οποία έχει παραβεί τις εν λόγω διατάξεις, στην επίμαχη αγορά»[9]. Η ύπαρξη διακριτής νομικής προσωπικότητας εκάστης των εταιριών (μητρικής και θυγατρικής) δεν δύναται να εμποδίσει την ενιαία συμπεριφορά των δύο εταιριών στην αγορά, για τους σκοπούς της εφαρμογής των παραπάνω κανόνων. Ο εν λόγω έλεγχος μπορεί να αποδειχθεί είτε αποδεικνύοντας ότι η μητρική εταιρία έχει τη δυνατότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και ότι, επιπλέον, πράγματι άσκησε την επιρροή αυτή, είτε αποδεικνύοντας ότι η συγκεκριμένη θυγατρική δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτοτελή τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κατά βάση τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων. Εξαιρετικά, στην περίπτωση που μητρική εταιρία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο (σχεδόν) του κεφαλαίου της θυγατρικής, τεκμαίρεται (μαχητώς) η πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής εκ μέρους της μητρικής στη θυγατρική της (το λεγόμενο «τεκμήριο της καθοριστικής επιρροής»)[10]. Tο εν λόγω τεκμήριο ελέγχου, ως επισημαίνει η Γενική Εισαγγελέας (§ 28 των Προτάσεων) πρέπει να εφαρμόζεται όχι μόνο στο πεδίο της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού (public enforcement), αλλά και στο πεδίο των αγωγών αποζημίωσης λόγω παράβασης των κανόνων αυτών (private enforcement). Και τα δύο αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συστήματος εφαρμογής των κανόνων του ελευθέρου ανταγωνισμού και η έννοια της «επιχείρησης» πρέπει να ερμηνεύεται ενιαία.

 

Δεύτερον, η Γενική Εισαγγελέας, διακρίνοντας το ουσιαστικό από το δικονομικό σκέλος επισημαίνει κατ’ αρχήν ότι το επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να μπορεί να αποφαίνεται επί της δικαιοδοσίας του χωρίς να είναι αναγκασμένο να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν  εξέταση της  υπόθεσης (§ 45 των Προτάσεων). Συναφώς, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη ή όχι της στενής συνάφειας των αγωγών -ως περιγράφεται ανωτέρω-, κατά τη Γενική Εισαγγελέα, το επιληφθέν δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά και τα τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η μητρική εταιρία προς ανατροπή του τεκμηρίου της αποφασιστικής επιρροής. Επίσης, δεν υποχρεούται να εξακριβώσει αν η εν λόγω εταιρία όντως άσκησε καθοριστική επιρροή στη θυγατρική, ζήτημα που σχετίζεται με το βάσιμο της σχετικής αγωγής (§ 48 Προτάσεων).

 

Περαιτέρω, εστιάζοντας αμιγώς το δικονομικό σκέλος, η δωσιδικία της συνάφειας του άρθρου 8 σημ. 1 του Κανονισμού Βρυξελλών Iα, αποβλέπει -στο μέτρο που οι αγωγές έχουν ως αντικείμενο την ίδια παράβαση και υφίσταται η ίδια νομική κατάσταση όσον αφορά τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης- να εξαλειφθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων όταν διαφορετικά δικαστήρια αποφαίνονται επί της αντίστοιχης ευθύνης της μητρικής ή της θυγατρικής εταιρίας. Για την εφαρμογή της δωσιδικίας της συνάφειας απαιτείται (μόνο) η ύπαρξη στενής συνάφειας των αγωγών· μόνη προϋπόθεση, συναφώς, συνιστά -ως τονίζει η Γενική Εισαγγελέας (βλ. § 49 Προτάσεων)- η συνάφεια των αγωγών και όχι η διαπίστωση καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρείας στη θυγατρική της. 

 

Το γεγονός ότι μητρική εταιρία κατέχει (σχεδόν) το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της, ούτως ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το τεκμήριο της καθοριστικής επιρροής, συνιστά ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά των εν λόγω εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (βλ. § 47 Προτάσεων). Η θέση αυτή λαμβάνει υπ’ όψιν ότι σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας για την παράβαση που διέπραξε η τελευταία. Η Γενική Εισαγγελέας, συναφώς, πηγαίνοντας ένα βήμα ακόμα παρακάτω, εισηγείται το τεκμήριο της καθοριστικής επιρροής, να βρίσκει εφαρμογή και στην ερμηνεία του άρθρου 8 σημείο 1 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, πάντα, ήτοι ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν έχει αποσαφηνιστεί οριστικά αν ευθύνονται και οι δύο αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ή αν το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί

 

Κατά τα ανωτέρω, η Γενική Εισαγγελέας J. Kokott, καταλήγει στο συμπέρασμα – Πρόταση ότι «στο πλαίσιο αγωγών αποζημίωσης λόγω παραβάσεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, το δικαστήριο του τόπου εγκατάστασης της μητρικής εταιρίας οφείλει, όταν εξετάζει τη διεθνή δικαιοδοσία του βάσει του άρθρ. 8, σημείο 1 Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, σε σχέση με εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος θυγατρική εταιρία, να θεωρεί ως ισχυρή ένδειξη της ύπαρξης στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών που στρέφονται κατά των εταιριών αυτών το γεγονός ότι η μητρική εταιρία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο (σχεδόν) του κεφαλαίου της θυγατρικής. Επομένως, κατά κανόνα δεν απαιτούνται πρόσθετες ενδείξεις για να συναχθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας στενής συνάφειας».

Στην υπό κρίση υπόθεση, η Eλληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν είχε καταλογίσει την παράβαση που διαπίστωσε για την Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα, στη μητρική της Hei­neken, καίτοι η τελευταία κατείχε έμμεσα σχεδόν το σύνολο (98,8%) του κεφαλαίου της θυγατρικής της. Tο ζήτημα αυτό (το οποίο δεν συνιστά αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής) απασχόλησε τα δικαστήρια των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο της εκδίκασης της αγωγής αποζημίωσης, κρίνοντας -σε χρόνο μεταγενέστερο της προδικαστικής παραπομπής- ότι οι εν λόγω δύο εταιρίες συνιστούν μία επιχείρηση/ ενιαία οικονομική ενότητα και συναφώς ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο για την ζημία που επικαλείται η Ζυθοποιΐα Μακεδονίας Θράκης. 

 

Στην περίπτωση κατά την οποία το ΔΕΕ υιοθετήσει την Πρόταση της Γενικής Εισαγγελέως, το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών, που υπέβαλε τα προδικαστικά ερωτήματα, θα μπορεί να αποφανθεί ότι το γεγονός ότι η Heineken κατείχε σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της Αθηναϊκής Ζυθοποιΐας την περίοδο της παράβασης, θεωρείται ισχυρή ένδειξη της ύπαρξης στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών αποζημίωσης (χωρίς να απαιτηθούν πρόσθετες ενδείξεις επί αυτού). Μία τέτοια απόφαση θα συνεπάγονταν ότι αρμοδίως ασκήθηκε η αγωγή αποζημίωσης από τη Ζυθοποιΐα Μακεδονίας Θράκης και κατά της Αθηναϊκής Ζυθοποιΐας ενώπιον των δικαστηρίων των Κάτω Χωρών, όπου εδρεύει η μητρική της εταιρία. Ακολούθως, τα δικαστήρια των Κάτω Χωρών θα είναι αρμόδια να υποχρεώσουν προς καταβολή αποζημίωσης (αφού ποσοτικοποιηθεί το ύψος της ζημίας) όχι μόνο την Heineken αλλά και την Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα. Η σχετική κρίση του ΔΕΕ αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον*

 

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΚΗ

Δικηγόρος (Αθήνα | Παρίσι)

Senior associate – Ζέπος & Γιαννόπουλος, 

τ. Ειδικός Επιστήμονας 

Πανεπιστημίου Paris 1 Panthéon‐Sorbonne


 


* Επί του πιεστηρίου, δημοσιεύθηκε η σχετική από­φα­ση του ΔΕΕ (13 Φεβρουαρίου 2025), που υιοθετεί εν πολ­λοίς την Πρόταση της Γεν. Εισαγγελέως.
 


[1]. Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις («Κανονισμός Βρυξέλλες Ια»).

[2]. Βάσει του οποίου τεκμαίρεται μαχητά ότι μια μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή στην οικονομική δραστηριότητα της θυγατρικής όταν κατέχει -σχεδόν- το 100 % του κεφαλαίου της, βλ. παρακάτω. 

 

[3]. Πρόκειται για αγωγή αποζημίωσης τύπου «follow-on», καθότι έπεται της απόφασης εθνικής αρχής ανταγωνισμού που διαπιστώνει την παράβαση. 

[4]. Πρβλ. απόφαση Πρωτοδικείου Άμστερνταμ της 23.10.2024, κατά την οποία η Heineken και η ΑΖ αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα· συναφώς η Heineken είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για την ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη η Ζυθοποιΐα Μακεδονίας Θράκης από την παράβαση που διαπιστώθηκε με την απόφαση ΕΑ 590/2014.

[5]. Πρβλ. απόφαση ΔΕΕ, 14.03.2019, υπόθ. C‑724/17, Skanska Industrial Solutions κ.λπ., σκ. 29, 36 και 47.

[6]. Πρβλ. ενδεικτικώς απόφαση ΔΕΕ, 25.03.2021, υπόθ. C-152/19 P, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, σκ. 72.

[7]. Οδηγία (ΕΕ) 2019/1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11.12.2018 για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών, ώστε να επιβάλλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

[8]. Πρβλ. απόφαση ΔΕΕ, 29.09.2011, υπόθ. C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκ. 53.

[9]. Πρβλ. ενδεικτικώς απόφαση ΔΕΕ, 25.03.2021, υπόθ. C-152/19 P, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, σκ. 93.

[10]. Βλ. Προτάσεις, § 27· πρβλ. ενδεικτικώς και απόφαση ΔΕΕ, 12.05.2022, υπόθ. C‑377/20, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ., σκ. 109-110.