ΑΠ 168/2024, «Καταχρηστικός χαρακτήρας ρητρών αναπροσαρμογής κυμαινόμενου επιτοκίου σε πιστωτικές συμβάσεις: πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις», σχόλιο Γ. Μ. Καλογεράκη
Άρειος Πάγος
(Α2΄ Τμήμα)
Αριθ. 168/2024
Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Π. Βενιζελέας, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Γ.-Ε. Καλαβρός, Ο. Αντωνιάδου
Κήρυξη γενικού όρου ως καταχρηστικού κατ’ άρθρο 2 ν. 2251/1994. Γενικός όρος συναλλαγών σε δανειακή σύμβαση που προέβλεπε δικαίωμα αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος, δίχως να προσδιορίζει υποχρέωση του τελευταίου προς μείωση του επιτοκίου επί πτώσης του δείκτη αναφοράς. Μη καταχρηστικός ο όρος ως προς το μέρος που συνδέει το δικαίωμα αύξησης του επιτοκίου επί αύξησης του δείκτη αναφοράς, καίτοι δεν αναφέρονται οι υπόλοιποι μη επιτοκιακού χαρακτήρα παράγοντες που επηρεάζουν το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος. Εφαρμογή της ΠΔ/ΤΕ/ 2501/2002. Καταχρηστικός ο όρος, δυνάμει του άρθρ. 2 §§ 6 και 7 ν. 2251/1994, ως προς το μέρος που προβλέπει δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος -και όχι υποχρέωσή του- προς μείωση του επιτοκίου, λόγω διάψευσης των εύλογων προσδοκιών του καταναλωτή. Συμπληρωτική ερμηνεία της σύμβασης (Άρθρο 2 §§ 6 & 7 ν. 2251/1994, ΠΔ/ΤΕ/2501/2002).
Στο άρθρο 2 §§ 1-6 του ν. 2251/1994 «Προστασία των Καταναλωτών», ο οποίος αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές», όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 2 ν. 3587/2007 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 368/2019), ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. 2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών, που καταρτίζονται στην Ελλάδα, διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημά τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών, που εφαρμόζονται στην ελληνική αγορά, αποτυπώνονται υποχρεωτικά και στην ελληνική γλώσσα. 3. Όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων. 4. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. 5. Ειδικώς, όταν ελέγχεται το περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών κατά την εφαρμογή των §§ 16 α' και 2 και 3 των άρθρων 10 και 13 α' αντίστοιχα, επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου. 6. Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται». Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γενικών Ορων Συναλλαγών (ΓΟΣ), συνεπεία σημαντικής διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, η οποία περιλαμβάνεται στην ανωτέρω § 6, στην § 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2, παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ, θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο ως καταχρηστικών (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1138/2020 ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1463/2017), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι υπό στοιχ. ε' και ια' οι όροι που «ε') επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση» και «ια') χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή». Η σωρευτική, ωστόσο, εφαρμογή από το δικαστήριο των §§ 6 και 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, δεν μπορεί να αποκλεισθεί, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της σημαντικής διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επί μέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου καταχρηστικών ΓΟΣ, ενώ, εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ΄ αμάχητο τεκμήριο, καταχρηστικότητας, αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της σημαντικής διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας (ΑΠ 994/2018, ΑΠ 13/2018, ΑΠ 1495/2006). Με τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ), είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου, είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία, που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις του ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 652/2010). Η ρύθμιση των ανωτέρω §§ 6 και 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελούν εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας) (ΑΠ 387/2020, ΑΠ 652/2010), με τα αναφερόμενα σε αυτή κριτήρια και πρέπει, για την κρίση περί της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, να λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επιτεύξεως σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, ως μέτρο δε ελέγχου της διαταράξεως της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση (ΑΠ 387/2020, ΑΠ 763/2017). Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες, που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν, με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Αυτή ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και την διατήρηση της φύσης της σύμβασης, με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών(ΑΠ 652/2010). Έτσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ, πρέπει πρώτα να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 § 7 του ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει «per se» καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 1987/ 2006). Επίσης, οι ΓΟΣ, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, που δεν ορίζεται ρητά στις ανωτέρω διατάξεις αλλά συνάγεται σαφώς από αυτές, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 13/2018, ΑΠ 652/ 2010), ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως η διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 4 § 2 της ανωτέρω Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΑΠ 13/2018, ΑΠ 561/2014).
[…]
Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 1138/ 2020, ΑΠ 368/2019). Με το άρθρο 1 του ν. 1266/ 1982 καταργήθηκαν η Νομισματική Επιτροπή και οι υποεπιτροπές της και παράλληλα ορίστηκε ότι οι αρμοδιότητές της, με εξαίρεση τις αναφερόμενες περιπτώσεις των άρθρων 2 και 3, μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της (ΠΔ/ΤΕ) ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από τον διοικητή, στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής. Σε εκτέλεση των διατάξεων αυτών εκδόθηκε η 336/29.2.1984 απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 28/τ. Α΄/ 14.4. 1984), με την οποία συστήθηκε η Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΝ ΠΘ/ΤΕ), που με την 2435/26.6.1998 πράξη του (ΦΕΚ 142/τ. Α΄/29.6.1998) μετανομάσθηκε σε Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ/ΤΕ), στις αρμοδιότητες της οποίας περιλαμβάνονται, πλην άλλων, και η έκδοση αποφάσεων που αφορούν στους όρους λειτουργίας των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Οι εκδιδόμενες από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και την εν λόγω Επιτροπή αποφάσεις, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρ. 1 του ν. 1266/1982, έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Αντίστοιχου περιεχομένου είναι η διάταξη του άρθρου 25 § 6 του ν. 3601/2007, κατά τους ορισμούς της οποίας «Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και σαφήνειας» (ΑΠ 354/2020, ΑΠ 652/2010). Στο πλαίσιο αυτό, με τις περιπτώσεις i) και iv) της § 2 εδ. α΄ του κεφαλαίου Β΄ της ΠΔ/ΤΕ/2501/2002 (ΦΕΚ Α΄ 277/ 18.11.2002) «Ενημέρωση των συναλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους, που διέπουν τις συναλλαγές τους» ορίστηκε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν κατ΄ ελάχιστο να παρέχουν πληροφορίες σχετικές με «το ύψος των βασικών επιτοκίων χορηγήσεων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται όλες οι τυχόν χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, και το ύψος του περιθωρίου επιτοκίου (spread), όπου αυτό εφαρμόζεται. Επιπλέον, αναφέρονται χωριστά οι ειδικές εισφορές, οι φόροι και τα τέλη που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (είδος και ποσό ή ποσοστό)», καθώς και «σε περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιορισμένο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηράσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)». Ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 178/2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤ ΠΘ/ΤΕ) «Διευκρινίσεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/ 1994 και 2326/1994, καθώς και της ΠΔ/ΤΕ 2501/ 2002, που αφορούν την διαμόρφωση των επιτοκίων και την ενημέρωση των συναλλασομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων» (ΦΕΚ Α΄ 152/9.8.2004), με τα εδάφια α' β' και γ' της § 2 της οποίας ορίζεται ότι: «α) Η § 2 εδ. α΄ (iv) του Κεφαλαίου Β΄ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 περί κυμαινόμενου επιτοκίου είναι σύμφωνη με την ως άνω αρχή και αποβλέπει στην εξασφάλιση πλήρους διαφάνειας και αποτελεσματικής ενημέρωσης των συναλλασόμενων, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης. β) Η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων κ.λ.π., οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Στη σύμβαση προσδιορίζεται επίσης ρητά ο τρόπος προσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου ως εξής: i) ως το ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη ή ii) ως το εκάστοτε προκύπτον άθροισμα του ύψους του επιτοκιακού δείκτη πλέον ενός περιθωρίου καθοριζομένου μέχρι ενός ανώτατου ορίου. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός από τους ως άνω δείκτες πρέπει επίσης να σταθμίζεται στη σύμβαση η συμμετοχή του κάθε δείκτη στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου. γ) Η έννοια της διάταξης της παραγράφου 2 εδ. α (iv) του Κεφ. Β΄ «..., καθώς και ... αντίστοιχου δανείου», αφορά αποκλειστικά την προσυμβατική πληροφόρηση σχετικά με τους λοιπούς, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς. Τα στοιχεία, περί των οποίων η ως άνω πρόσθετη πληροφόρηση, δεν μπορούν να αποτελέσουν καθεαυτά παράγοντες προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου», ενώ με το εδ. α' του άρθρου 5 αυτής ορίζεται ότι « α) Η αναφερόμενη στο κεφάλαιο Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ελάχιστη ενημέρωση δεν υποκαθιστά την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις τους σαφείς όρους για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων τους». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2251/1994, που εφαρμόζονται και επί στεγαστικών δανείων, που χορηγούνται από Τράπεζα, με προμηθευτή την τελευταία και καταναλωτή τον δανειολήπτη (ΑΠ 354/2020, ΑΠ 1196/2010, ΑΠ 2123/2009, ΑΠ 430/2005) και των πιο πάνω, εχουσών κανονιστική ισχύ, αποφάσεων της ΠΔ/ΤΕ και της ΕΤΠΘ/ΤΕ, προκύπτει, αφενός ότι δεν είναι καταχρηστικός ο προδιατυπωμένος και περιλαμβανόμενος σε σύμβαση στεγαστικού δανείου ΓΟΣ, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης, με τον οποίο προβλέπεται η δυνατότητα μεταβολής από την δανείστρια τράπεζα του συνομολογηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου σε περίπτωση μεταβολής του βασικού παρεμβατικού επιτοκίου για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οικονομικού μεγέθους που δικαιολογεί τη συμβατική αυτή ρύθμιση, με ανώτατο πολλαπλάσιο αυτής το 200/100 της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου παρεμβατικού επιτοκίου, αφού το πολλαπλάσιο αυτό, δεν αποτελεί σημαντική απόκλιση και ουσιαστική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας [με την έννοια της απόκλισης από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, στο πλαίσιο των οποίων και εμπίπτει], δοθέντος ότι το διπλάσιο της μεταβολής κατ’ ανώτατο όριο δικαιολογημένα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής ρύθμισης (ΑΠ 354/2010, ΑΠ 652/2010). Επίσης, ο ίδιος ως άνω όρος, δεν είναι καταχρηστικός ως αντίθετος στα άρθρο 2 §§ 6 και 7 περ. ε΄ και ια΄ του ν. 2251/1994, με την έννοια δηλαδή ότι εμφανίζει αοριστία και επιτρέπει στη δανείστρια τράπεζα τη μονομερή τροποποίηση της σύμβασης δανείου, ως προς τον τρόπο αναπροσαρμογής του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου, και, εν τέλει, ότι επιφέρει σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή - δανειολήπτη, επειδή παραλείπει να αναφέρει τους λοιπούς, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς, δεδομένου ότι, κατά την προαναφερθείσα ρητή διάταξη της ανωτέρω υπ’ αριθ. 178/2004 απόφασης της ΕΤΠΘ, οι παράγοντες αυτοί συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με την προσυμβατική ενημέρωση του δανειολήπτη και δεν μπορούν, καθεαυτοί, να αποτελέσουν στοιχείο προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου, ώστε να περιληφθούν και στη σύμβαση, αφού τέτοιοι παράγοντες μπορούν να είναι μόνο δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως είναι και το παρεμβατικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αντιθέτως, όμως, ο προδιατυπωμένος σε σύμβαση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο ΓΟΣ, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση μεταβολής του συμφωνηθέντος παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) (επιτοκίου προσφοράς για τις πράξεις αναχρηματοδότησης), η δανείστρια τράπεζα έχει το δικαίωμα να μεταβάλει το συμφωνηθέν επιτόκιο προς την ίδια κατεύθυνση (αύξηση ή μείωση, αντίστοιχα) και έως του διπλασίου της μεταβολής αυτής, είναι άκυρος ως καταχρηστικός, κατά το μέρος που προβλέπει δικαίωμα μόνο και όχι και υποχρέωση της τράπεζας να προβεί στην μείωση αυτή, καθόσον ο εν λόγω ΓΟΣ παρέχει μεν το δικαίωμα στην τράπεζα, όταν μεν αυξάνεται το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ για τις πράξεις αναχρηματοδότησης και συνεπώς το κόστος απόκτησης χρήματος για την ίδια, να αυξάνει το συμφωνηθέν ως κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου έως το διπλάσιο της μεταβολής αυτής και έτσι να απορροφά την, δυσμενή για την ίδια, ως άνω μεταβολή και να διατηρεί την αντιπαροχή του δανειολήπτη της (τοκοχρεωλυτική δόση) σε επίπεδο κερδοφόρο για την ίδια, πλην όμως, δεν καθιερώνει, όταν μειώνεται το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ και, συνακόλουθα, το κόστος απόκτησης χρήματος για την ίδια, αντίστοιχη υποχρέωση της τράπεζας να προβεί σε μείωση του επιτοκίου, προς όφελος του δανειολήπτη, διαψεύδοντας, για το λόγο αυτό, τις εύλογες προσδοκίες του τελευταίου, που συνάπτει σύμβαση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, συνδεδεμένο με το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, ότι, όπως σε περίπτωση αύξησης του επιτοκίου αυτού θα επιβαρυνθεί με την καταβολή επιπλέον τόκων, λόγω της αύξησης του επιτοκίου του δανείου, έτσι και σε περίπτωση μείωσης του επιτοκίου της ΕΚΤ θα ωφεληθεί και ο ίδιος από την μείωση αυτή και δεν θα αποβεί η μείωση σε περαιτέρω αύξηση του κέρδους της τράπεζας εις βάρος του. Και τούτο διότι, ο παραπάνω ΓΟΣ, α) επιφυλάσσει, ουσιαστικά, στην Τράπεζα το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης επ' ωφελεία της, ως προς το ύψος του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου, χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο αναφερόμενο στη σύμβαση, και μετατροπής, έτσι, αυτής σε σύμβαση σταθερού επιτοκίου, διαψεύδοντας τις ανωτέρω εύλογες προσδοκίες του δανειολήπτη (σε δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεδεμένο με το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ), ότι η υποχρέωσή του ως δανειολήπτη-καταναλωτή θα εξαρτάται πράγματι από τις διακυμάνσεις του επιτοκίου αυτού, σύμφωνα και με την κυμαινόμενη φύση της υποχρέωσής του (πρβλ. ΑΠ 830/2021), β) αφήνει αόριστο το επιτόκιο της σύμβασης, σε περίπτωση μειώσεως του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, χωρίς να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα στον δανειολήπτη, καίτοι επιβάλλεται η αναπροσαρμογή να γίνεται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις τόσο στην περίπτωση αύξησης όσο και στην περίπτωση μείωσης του επιτοκίου, και γ) επί πλέον, συνεκτιμώντας τη φύση του αγαθού που παρασχέθηκε με τη σύμβαση, δηλαδή του στεγαστικού δανείου, το οποίο έχει μακρά διάρκεια αποπληρωμής με σημαντική επιβάρυνση του δανειολήπτη, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια του δανείου, ώστε και η μικρότερη διαφοροποίηση στο επιτόκιο του δανείου να έχει μεγάλη επίπτωση στο ύψος των καταβλητέων τόκων, ο ανωτέρω ΓΟΣ επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του δανειολήπτη και υπέρ της δανείστριας τράπεζας, αφού χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του καταναλωτή - δανειολήπτη για μείωση του επιτοκίου σε περίπτωση μειώσεως του κόστους του χρήματος για την τράπεζα, προς αντίστοιχο όφελός του, το οποίο (όφελος) αντισταθμίζει τον κίνδυνο που ο ίδιος φέρει σε περίπτωση αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου (με την έννοια ότι το κόστος του δανείου θα αυξηθεί αν αυξηθεί το παρεμβατικό επιτόκιο και θα μειωθεί αν μειωθεί το εν λόγω επιτόκιο), κατά παραβίαση, έτσι, και της αρχής της διαφάνειας, αφού δεν είναι αμέσως σαφής στον μέσο καταναλωτή, που λαμβάνει στεγαστικό δάνειο, η σημασία του συγκεκριμένου όρου για την σε βάρος του διαμόρφωση του ύψους του κυμαινόμενου επιτοκίου και εντεύθεν στην επιβάρυνσή του με τόκους, εφόσον η τράπεζα ασκήσει το παρασχεθέν με τον ανωτέρω ΓΟΣ δικαίωμά της να μην μειώσει το κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου, όταν μειωθεί το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, αλλά να διατηρήσει αυτό στο υψηλό ποσοστό, που διαμορφώθηκε, νομίμως κατ' εφαρμογή του ιδίου ΓΟΣ, λόγω αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα να οδηγεί, εν τέλει, η ασάφεια αυτή σε ενίσχυση των δικαιωμάτων της τράπεζας, αφού ουσιαστικά τροποποιεί την παροχή του δανειολήπτη από κυμαινόμενο επιτόκιο σε (διαμορφωμένο, υψηλότερο του αρχικού) σταθερό. Περαιτέρω, από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 2 § 8 του ανωτέρω ν. 2154/1994, που ορίζει ότι «Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί», προς τις διατάξεις των άρθρων 181, 200 και 371 ΑΚ που ορίζουν ότι «η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος» (άρθρο 181 του ΑΚ), «οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη» (άρθρο 200 του ΑΚ) και «αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται από το δικαστήριο» (άρθρο 371 του ΑΚ), προκύπτει ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ΄ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 105/2019). Ως εκ τούτου, όταν ο όρος δανειακής σύμβασης, που αφορά το κυμαινόμενο επιτόκιο και ειδικότερα τον τρόπο αναπροσαρμογής του, είναι αόριστος, τότε η σύμβαση αυτή πάσχει από μερική ακυρότητα, δηλαδή μόνον ως προς αυτόν τον όρο της. Η πλήρωση του αναφυόμενου κενού θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 371 του ΑΚ και την ιδέα της «δίκαιης κρίσης», που διέπει το εν λόγω άρθρο, με στόχο τη δίκαιη επαναφορά της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έτσι, η αναπροσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου γίνεται σύμφωνα με τα ορθά κριτήρια, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών, διαφορετικά γίνεται από το δικαστήριο κατά το άρθρο 371 ΑΚ (ΑΠ 105/2019), μετά από άσκηση σχετικής αγωγής από το επικαλούμενο την ακυρότητα μέρος. Τέλος, κατά το άρθρο 904 § 1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α του ιδίου Κώδικα ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Επομένως, η ωφέλεια της χορηγήσασας στεγαστικό δάνειο τράπεζας, που προήλθε από την εκτέλεση άκυρου κατά το άρθρο 2 §§ 6 και 7 ΓΟΣ της σύμβασης στεγαστικού δανείου, ως προς τον τρόπο αναπροσαρμογής του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου της σύμβασης, αναζητείται από τον δανειολήπτη, που την κατέβαλε αχρεωστήτως, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
[…]
Στην προκειμένη περίπτωση, το ως εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά: «Η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα) σύναψε με την ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.(ΑτΕ) στη Θεσσαλονίκη στις 08.12.2005 την υπ’ αριθ. …/08.12.2005 σύμβαση τοκοχρεολυτικού στεγαστικού δανείου ύψους 80.000 ευρώ για αγορά κατοικίας. Η πιο πάνω τράπεζα τέθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθμό 46/2012 απόφασης της επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Με την από 27.7.2012 σύμβαση μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού πιστωτικού ιδρύματος μεταξύ της ανωτέρω τράπεζας και της εναγόμενης (ήδη αναιρεσίβλητης) η πρώτη μεταβίβασε στην εναγόμενη διάφορες συμβατικές σχέσεις, μεταξύ των οποίων και η έννομη σχέση στεγαστικού δανείου, που περιγράφεται στην αγωγή. Στον 4° όρο της σύμβασης μεταξύ της ενάγουσας και της ΑτΕ αναφέρεται ότι η τράπεζα «διατηρεί το δικαίωμα μεταβολής του επιτοκίου, εφόσον υπάρξει μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου (επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις αναχρηματοδότησης) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προς την ίδια κατεύθυνση (αύξηση ή μείωση) αντίστοιχα και ως το διπλάσιο της μεταβολής αυτής. Η μεταβολή αυτή θα λαμβάνει χώρα εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία μεταβολής του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ». Η Τράπεζα συνεπώς διατήρησε συμβατικά το δικαίωμά της να μεταβάλλει το επιτόκιο των χορηγηθέντων από αυτήν δανείων ανάλογα με την διακύμανση του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Η μεταβολή ωστόσο του επιτοκίου των δανείων, που χορηγεί μια ελληνική τράπεζα στους δανειολήπτες, δεν προκύπτει ότι θα ακολουθεί επακριβώς την μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου και τούτο διότι το ύψος του επιτοκίου των δανείων εξαρτάται και από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως είναι οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, ο ανταγωνισμός και οι επικρατούσες συνθήκες της χρηματαγοράς, το κόστος άντλησης χρήματος από την διατραπεζική αγορά, το λειτουργικό κόστος των τραπεζών, καθώς και άλλοι αστάθμητοι παράγοντες, που δεν είναι εκ των προτέρων γνωστοί. Γι' αυτό το λόγο δεν συμφωνήθηκε αυτόματη μεταβολή του επιτοκίου των δανείων σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Επίσης, η ενάγουσα δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι ένας τέτοιος τύπος επιτοκίου, που παρέχει μεγαλύτερη σταθερότητα και ασφάλεια και διαμορφώνεται ως άθροισμα του επιτοκιακού δείκτη και του αναγραφόμενου στη σύμβαση περιθωρίου, ήταν διαθέσιμος από την ΑτΕ κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης με την ενάγουσα, πλην όμως η τελευταία δεν τον επέλεξε λόγω της ακριβότερης τιμής, που είχε σε σχέση με το κυμαινόμενο επιτόκιο που τελικά επέλεξε. Με την ίδια λογική, μάλιστα, κατά τα έτη 2005 έως και 2008 και όσο το επέτρεπαν οι διεθνείς και εγχώριες οικονομικές συνθήκες, το επιτόκιο του δανείου της ενάγουσας κυμαίνονταν ακριβώς όπως και το επιτόκιο της ΕΚΤ. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι δηλαδή η διαμόρφωση του επιτοκίου των δανείων εξαρτάται κυρίως από τους προαναφερόμενους οικονομικούς παράγοντες και δεν συμβαδίζει πάντοτε με την διακύμανση του παρεμβατικού επιτοκίου. Η ενάγουσα επομένως ωφελήθηκε από τη σύμβαση δανείου για όσα έτη αυξάνονταν το επιτόκιο του δανείου της ανάλογα με την αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου και υπέστη ζημία υπό την έννοια της αύξησης του επιτοκίου για όσα έτη η οικονομική συγκυρία ήταν δυσμενής. Ο κίνδυνος που ανέλαβε η ενάγουσα αποφασίζοντας να λάβει δάνειο με την μορφή του κυμαινόμενου επιτοκίου ήταν απόλυτα κατανοητός στην ίδια και ο σχετικός όρος της σύμβασης δεν ήταν ούτε αόριστος, ούτε καταχρηστικός. Όσο δε αφορά τη δυνατότητα της τράπεζας να προβαίνει σε μονομερή μεταβολή του συνομολογηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου, με ανώτατο πολλαπλάσιο αυτής το 200% της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου παρεμβατικού επιτοκίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν είναι καταχρηστικός και δεν αντίκειται στις διατάξεις του ν. 2251/ 1994, καθόσον το πολλαπλάσιο αυτό δεν αποτελεί σημαντική απόκλιση και ουσιαστική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας με την έννοια της αποκλίσεως από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου στα πλαίσια των οποίων και εμπίπτει, δοθέντος ότι το διπλάσιο της μεταβολής κατ' ανώτατο όριο δικαιολογημένα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής ρυθμίσεως... Εξάλλου, η ενάγουσα ενημερώθηκε αναλυτικά για όλους τους όρους του δανείου της και για το επιτόκιο και τον τρόπο αναπροσαρμογής του με απόφαση της τράπεζας και συμφώνησε στον σχετικό περιλαμβανόμενο όρο στη γραπτή σύμβαση που υπέγραψε χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί στην εναγόμενη από τη σύναψη της σύμβασης μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής (18.12.2017), δηλαδή για διάστημα 12 ετών περίπου, έχοντας όλο αυτό το διάστημα το δικαίωμα να ζητήσει να τροποποιηθεί η σύμβαση ως προς το σημείο αυτό και να γίνει ο υπολογισμός του επιτοκίου του δανείου του από κυμαινόμενο σε σταθερό. Μάλιστα, ήταν όλο αυτό το διάστημα σε πλήρη γνώση της διακύμανσης του επιτοκίου και των δόσεων που κατέβαλε αφού κάθε τρίμηνο ελάμβανε σχετική ενημέρωση από την Τράπεζα. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 4 της μεταξύ τους σύμβασης, η ενάγουσα είχε δικαίωμα οποτεδήποτε να ζητήσει αλλαγή κατηγορίας επιτοκίου ή ένταξη σε οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα αυτόματης σύνδεσης με το ΕΚΤ αν θεωρούσε ότι τη συνέφερε, καθώς, επίσης, είχε δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση αν διαφωνούσε με το ισχύον σε αυτήν επιτόκιο. Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι ο 4ος όρος της σύμβασης μεταξύ της ενάγουσας και της ΑτΕ είναι καταχρηστικός και έτσι δέχθηκε την αγωγή, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου, το οποίο είχε κάνει δεκτή την αγωγή της αναιρεσείουσας.
[…]
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο απέρριψε το ως άνω επικουρικό αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας, δεχόμενο ότι δεν είναι καταχρηστικός και άρα άκυρος ο περιεχόμενος στο άρθρο 4 της ένδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, Γενικός Όρος Συναλλαγών (ΓΟΣ), ως προς τον τρόπο αναπροσαρμογής του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου, καθό μέρος συμφωνήθηκε με αυτόν η σύνδεση της μεταβολής του συμφωνηθέντος επιτοκίου με τη μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και έως το διπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής (αύξησης ή μείωσης) αυτού, χωρίς αναφορά στον τρόπο αναπροσαρμογής και άλλων κριτηρίων, όπως ενδεικτικά οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, ο ανταγωνισμός των Τραπεζών και οι συνθήκες της χρηματαγοράς και το λειτουργικό κόστος των Τραπεζών, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 §§ 6 και 7 περ. ε' και ια' του ν. 2251/1994, καθώς και των εχουσών κανονιστική ισχύ ΠΔΤΕ 2501/2002 άρθρο Β § 2 ΙV και 178/ 2004 άρθρο 2 § α', β' και γ', οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στην υπό κρίση υπόθεση, αφού το πολλαπλάσιο αυτό, δεν αποτελεί σημαντική απόκλιση και ουσιαστική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, με την έννοια της απόκλισης από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, στο πλαίσιο των οποίων και εμπίπτει, δοθέντος ότι, το διπλάσιο της μεταβολής κατ΄ ανώτατο όριο, δικαιολογημένα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής ρύθμισης, ενώ και η παράλειψη αναφοράς στην σύμβαση των λοιπών, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παραγόντων, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς, δεν ήταν αναγκαίοι και τούτο γιατί οι παράγοντες αυτοί, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις της ανωτέρω υπ’ αριθ. 178/2004 απόφαση της ΕΤΠΘ, συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με την προσυμβατική ενημέρωση του δανειολήπτη και δεν μπορούν να αποτελέσουν καθεαυτοί στοιχείο προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου, ώστε να περιληφθούν και στη σύμβαση, αφού τέτοιοι παράγοντες μπορούν να είναι μόνο δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως είναι και το παρεμβατικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, εξεταζόμενοι ως σύνολο, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω από τον αριθμό 1 (όχι δε και 19) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, όμως, το Εφετείο, με το να κρίνει, ότι ο ίδιος ανωτέρω ΓΟΣ, κατά το μέρος, που, σύμφωνα με τις αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του, προβλέπει, μόνον, δικαίωμα της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης (και ήδη της αναιρεσίβλητης) να μεταβάλει το κυμαινόμενο επιτόκιο του επίδικου στεγαστικού δανείου προς την ίδια κατεύθυνση και έως το διπλάσιο της μεταβολής, εφόσον υπάρξει μεταβολή (αύξηση ή μείωση) του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, όχι δε και αντίστοιχη υποχρέωση αυτής, δεν είναι άκυρος ΓΟΣ και έτσι απέρριψε και κατά το μέρος αυτό το ίδιο ανωτέρω αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας, εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ίδιες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 §§ 6 και 7 περ. ε' και ια' ν. 2251/1994, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον, κατά το περιεχόμενό του αυτό, ο ανωτέρω ΓΟΣ είναι άκυρος ως καταχρηστικός, όπως αναφέρθηκε αναλυτικά στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι επιφυλάσσει, ουσιαστικά, στην Τράπεζα το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης επ' ωφελεία της, ως προς το συμφωνηθέν κυμαινόμενο επιτόκιο, χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο αναφερόμενο στη σύμβαση, και, επίσης, αφήνει αόριστο το επιτόκιο της σύμβασης, σε περίπτωση μειώσεως του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, χωρίς να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα στον δανειολήπτη, επί πλέον δε, συνεκτιμώντας τη φύση του αγαθού που παρασχέθηκε με τη σύμβαση, ο ανωτέρω ΓΟΣ επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος της δανειολήπτριας αναιρεσείουσας και υπέρ της δανείστριας τράπεζας, αφού χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες της αναιρεσείουσας για μείωση του επιτοκίου σε περίπτωση μειώσεως του κόστους του χρήματος για την τράπεζα, προς αντίστοιχο όφελός της, το οποίο και αντισταθμίζει τον κίνδυνο, που η ίδια ανέλαβε να φέρει σε περίπτωση αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου, κατά παραβίαση, έτσι, και της αρχής της διαφάνειας, αφού δεν ήταν αμέσως σαφής στην αναιρεσείουσα, έχουσα την ιδιότητα του μέσου καταναλωτή, η σημασία του συγκεκριμένου όρου για την σε βάρος της διαμόρφωση του ύψους του κυμαινόμενου επιτοκίου και εντεύθεν στην επιβάρυνσή της με τόκους, εφόσον η τράπεζα ήθελε ασκήσει το παρασχεθέν με τον ανωτέρω ΓΟΣ δικαίωμά της να μην μειώσει το κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου, όταν μειωθεί το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, αλλά να διατηρήσει αυτό στο υψηλό ποσοστό, που διαμορφώθηκε, νομίμως κατ’ εφαρμογή του ιδίου ΓΟΣ, λόγω αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Επομένως οι ίδιοι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, εξεταζόμενοι ως σύνολο, κατά το μέρος τους με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω από τον αριθμό 1 (όχι δε και 19) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι βάσιμοι. Κατόπιν αυτού, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ανωτέρω μέρος της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ).
[…]
ΣΧΟΛΙΟ
Καταχρηστικός χαρακτήρας ρητρών αναπροσαρμογής κυμαινόμενου επιτοκίου σε πιστωτικές συμβάσεις: πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις
Η σχολιαζόμενη απόφαση καταπιάνεται με τη θεματική της καταχρηστικότητας συμβατικού όρου αναπροσαρμογής κυμαινόμενου επιτοκίου σε καταναλωτική σύμβαση στεγαστικού δανείου[1]. Η απόφαση αυτή παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον αφού, κατ’ αρχάς, αποκλίνει διττώς από την υπ’ αριθ. 652/2010 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε μη καταχρηστικό τον όρο αναπροσαρμογής κυμαινόμενου επιτοκίου. Από την άλλη πλευρά, επιβεβαιώνει στην ουσία της την κρίση του Ακυρωτικού στην υπ’ αριθ. 354/2020 απόφασή του, διαφοροποιούμενη, όμως, ως προς επιμέρους σκέλη της.
Για λόγους προκατανόησης του προβλήματος, παρατίθεται εδώ ο νυν κρινόμενος γενικός όρος, ο οποίος είχε ως ακολούθως: «Η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα μεταβολής του επιτοκίου, εφόσον υπάρξει μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου (επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις αναχρηματοδότησης) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προς την ίδια κατεύθυνση (αύξηση ή μείωση) αντίστοιχα και ως το διπλάσιο της μεταβολής αυτής. Η μεταβολή αυτή θα λαμβάνει χώρα εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία μεταβολής του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ».
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω όρος δεν προέβλεπε αυτόματη μεταβολή του επιτοκίου σύμφωνη με τη διακύμανση του δείκτη (όπως πράττουν οι όροι που διοχετεύονται σήμερα στην ελληνική τραπεζική αγορά), αλλά παρείχε στο πιστωτικό ίδρυμα δικαίωμα προς αναπροσαρμογή του επιτοκίου τόσο προς τα άνω όσο και προς τα κάτω.
1. Συνοπτική παρουσίαση της εξέλιξης της νομολογίας του Αρείου Πάγου για τον έλεγχο ρητρών αναπροσαρμογής κυμαινόμενου επιτοκίου
Θεμελιώδης επί του θέματος παραμένει η υπ’ αριθ. 652/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου[2] -επ’ αφορμή συλλογικής αγωγής Ενώσεως Καταναλωτών-, η οποία είναι η πρώτη με αντικείμενο τον έλεγχο καταχρηστικότητας ρητρών αναπροσαρμογής κυμαινόμενου επιτοκίου σε καταναλωτικές πιστωτικές συμβάσεις. Η απόφαση αυτή έκρινε έγκυρο γενικό όρο που συνέδεε το δικαίωμα μεταβολής του συμβατικού επιτοκίου σε μηνιαία βάση, οποτεδήποτε μεταβαλλόταν το Βασικό Παρεμβατικό Επιτόκιο για Πράξεις Κυρίας Αναχρηματοδότησης της ΕKT και μέχρι του διπλασίου του ποσού της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου παρεμβατικού επιτοκίου. Μάλιστα, ο επίμαχος όρος προσέθετε ότι το πιστωτικό ίδρυμα, κατ’ εκτίμηση (α) του κινδύνου που αναλαμβάνει έναντι του πιστολήπτη, (β) του γενικότερου προϊοντικού κινδύνου και (γ) των συνθήκων της αγοράς και του ανταγωνισμού, διατηρούσε δικαίωμα είτε να μην αναπροσαρμόζει το συμβατικό επιτόκιο, είτε να μην εξαντλεί το προαναφερόμενο ανώτατο όριο.
Υπό το πρίσμα αυτό, το Ακυρωτικό απεφάνθη ότι η σύνδεση με τον εν λόγω δείκτη αναφοράς δικαιολογεί τη συμβατική αυτή ρύθμιση. Αναφορικά με το ανώτατο πολλαπλάσιο της μεταβολής, νομολογήθηκε ότι αυτό δεν συνεπάγεται σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας υπό την έννοια της αποκλίσεως από τις καθοδηγητικού χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, δοθέντος ότι η επιλογή του ανώτατου ορίου μεταβολής επιτρέπεται να αποτελεί αντικείμενο συμβατικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με το οικείο κανονιστικό πλαίσιο (§ 2 περ. β΄ της υπ’ αριθ. 178/19.7.2004 απόφασης της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της ΤτΕ). Τέλος, τα παράλληλα προσδιοριζόμενα κριτήρια μεταβολής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου, συνδυαζόμενα με την προϋπόθεση μεταβολής του παρεμβατικού επιτοκίου, αξιολογήθηκαν ως εύλογα και δικαιολογημένα «ως αναφερόμενα σε σημαντικά οικονομικά στοιχεία, χωρίς παράλληλα να είναι δυνατός ο περαιτέρω ειδικός προσδιορισμός τους, ώστε να καταλείπονται περιθώρια αξιολογήσεώς τους ως αορίστων».
Εν έτει 2020, το Ακυρωτικό, με την υπ’ αριθ. 354/2020 απόφασή του[3], επιβεβαίωσε τα πορίσματα της υπ’ αριθ. 652/2010 αποφάσεως ως προς τη σύνδεση με διαφανή δείκτη γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ. Ομοίως, έκρινε ότι ο ορισμός ανώτατου ορίου επιτοκιακής μεταβολής εντάσσεται στο πεδίο της συμβατικής ελευθερίας του πιστωτικού ιδρύματος κατά τη διαμόρφωση του οικείου όρου. Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει η κρίση ως προς την ενσωμάτωση στον οικείο ΓΟΣ των λοιπών παραγόντων που συμπροσδιορίζουν τη διακύμανση του τελικού συμβατικού επιτοκίου. Στο σημείο αυτό, ο Άρειος Πάγος κήρυξε καταχρηστικό τον επίμαχο όρο (όμοιου περιεχομένου με τον νυν κρινόμενο στη σχολιαζόμενη απόφαση), καθώς ο τελευταίος δεν μνημόνευε ειδικά και εύλογα παράλληλα κριτήρια μεταβολής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου. Τέτοια ήταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κριτήρια που υιοθέτησε η υπ’ αριθ. 652/2010 απόφασή του. Μάλιστα, το Ακυρωτικό απεφάνθη ότι η παράλειψη παράθεσης στον οικείο όρο αντίστοιχων κριτηρίων δεν θεραπεύεται από την περιγραφή αυτών από τον προμηθευτή σε στοιχεία εκτός του σώματος της σύμβασης (λ.χ. εξώδικη δήλωση απευθυνόμενη στον καταναλωτή).
2. Ο κατ’ ιδίαν έλεγχος καταχρηστικότητας του όρου κυμαινόμενου επιτοκίου
Προκαταρκτικά, δέον να επισημανθεί ότι η σχολιαζόμενη απόφαση, όπως και η προηγούμενη νομολογία, δεν υπεισήλθε στο ζήτημα του επιτρεπτού ή μη του ελέγχου των ρητρών που καθορίζουν το τίμημα της σύμβασης. Σιωπηρά και απολύτως ορθά έκρινε ότι οι ρήτρες που έχουν ως αντικείμενο την αναπροσαρμογή του ορισθέντος ως κυμαινόμενου τιμήματος ελέγχονται ως προς το καταχρηστικό τους περιεχόμενο -σε αντίθεση με τάση που παρατηρήθηκε πρόσφατα σε μάλλον μεμονωμένες αποφάσεις[4].
Για συστηματικούς λόγους, θα πρέπει κανείς να διακρίνει ως προς τα δύο τμήματα του ενιαίου όρου:
Α. Το συμβατικό δικαίωμα αύξησης του επιτοκίου
Με βάση τη νομολογία που παρατέθηκε, συνάγεται ότι ο κρινόμενος στη σχολιαζόμενη απόφαση όρος πληρούσε τις απαιτήσεις της νομοθεσίας και, ειδικότερα, της περ. iv της § α΄ του Υποκεφαλαίου 2 του κεφαλαίου Β΄της ΠΔ/ ΤΕ/2501/2002 (όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά από την § 2 περ. β΄ της ΕΤΠΘ/ΤΕ/178/2004)[5]. Πιο συγκεκριμένα, ο εν λόγω όρος συνέδεε το γενικό επιτόκιο αναφοράς µε συγκεκριμένο δείκτη γενικού και ευρέως προσβάσιµου επιτοκιακού χαρακτήρα[6]. Επιπροσθέτως, προσδιόριζε το ανώτατο όριο προσαρµογής του συµβατικού επιτοκίου ως ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη, όπως απαιτεί η ίδια παρ. της ΕΠΤΘ/ΤΕ/178/2004, γεγονός που -κατά την κρίση του Δικαστηρίου- καθιστούσε προβλεπτό το (ανώτατο) εύρος των υποχρεώσεων του καταναλωτή από την αυξομείωση του επιτοκιακού δείκτη.
Εντούτοις, ο υπό κρίσιν όρος παραλείπει οιαδηποτε αναφορά στους λοιπούς μη επιτοκιακής φύσεως παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν την άσκηση από το πιστωτικό ίδρυμα του δικαιώματος αναπροσαρμογής σε συγκεκριμένο ύψος και έως του διπλασίου της μεταβολής, κατά την εκάστοτε κρίση του. Το Δικαστήριο προσπερνά τον σκόπελο αυτόν, υπό τη σκέψη ότι «κατά την προαναφερθείσα ρητή διάταξη της ανωτέρω ΕΠΤΘ/ΤΕ/178/2004, οι παράγοντες αυτοί συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με την προσυμβατική ενημέρωση του δανειολήπτη και δεν μπορούν, καθεαυτοί, να αποτελέσουν στοιχείο προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου, ώστε να περιληφθούν στη σύμβαση». Σύμφωνα με την § 2 περ. γ΄ της επίμαχης απόφασης της ΕΤΠΘ, η αναφορά στους λοιπούς παράγοντες που επηρεάζουν τον καθορισμό του επιτοκίου έχει ως αντικείμενο αποκλειστικά την προσυµβατική πληροφόρηση αναφορικά με αυτούς, καθώς «(τ)α στοιχεία, περί των οποίων η ως άνω πρόσθετη πληροφόρηση, δεν µπορούν να αποτελέσουν καθεαυτά παράγοντες προσδιορισµού του συµβατικού επιτοκίου».
Στο σημείο αυτό, έγκειται η πρώτη διαφοροποίηση της σχολιαζόμενης απόφασης από τα νομολογηθέντα στην υπ’ αριθ. 652/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, ο όρος που εξετάστηκε στην τελευταία παρέθετε ορισμένους γενικούς παράγοντες, οι οποίοι επηρέαζαν την άσκηση από το πιστωτικό ίδρυμα του οικείου δικαιώματός του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι επαρκεί η έστω γενικόλογη αναφορά στους ανωτέρω παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση, δίχως να υπεισέλθει κανείς κατ’ ιδίαν στον απαιτούμενο -σύμφωνα με την υπ΄ αριθ. 652/2010 απόφαση του Ακυρωτικού- βαθμό εξειδίκευσης των εν λόγω παραγόντων στη σύμβαση και της προβλεπτικότητας των εννόμων συνεπειών (ο οποίος -κατά τη γνώμη μας- δεν φαίνεται ούτως ή άλλως επαρκής)[7], η ίδια η μνεία αυτών προσδίδει έστω ένα ελάχιστο εύρος προγνωστικότητας στις υποχρεώσεις που καλείται να αναλάβει ο καταναλωτής, γνωρίζοντας ο ίδιος τους παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η τελική διακύμανση του συμβατικού επιτοκίου[8].
Ο νυν κρινόμενος όρος παραλείπει, ωστόσο, οποιαδήποτε τέτοια αναφορά στους παράγοντες, που καθορίζουν την τελική κρίση του πιστωτικού ιδρύματος. Ο ίδιος ακριβώς όρος κρίθηκε για τον ίδιο λόγο καταχρηστικός στην υπ’ αριθ. 354/2020 απόφαση του Ακυρωτικού. Το Δικαστήριο στη νυν κρινόμενη υπόθεση αποφαίνεται διαφορετικά. Προς τούτο, επικαλείται εδώ για πρώτη φορά τα οριζόμενα στην § 2 περ. γ΄ της ΕΤΠΘ/ΤΕ/178/2004. Δυνάμει της τελευταίας, το Δικαστήριο αρκείται στην απλή προσυμβατική ενημέρωση του καταναλωτή περί των παραγόντων αυτών. Ωστόσο, προφορικές δηλώσεις ή επεξηγήσεις που παρέχονται στον καταναλωτή εκτός του σώματος της σύμβασης δεν δύναται από μόνες τους να περισώσουν το κύρος ενός καταχρηστικού όρου[9]. Η μοναδική επιτρεπόμενη παρέκκλιση ως προς το σημείο αυτό αφορά περιορισμένα τον έλεγχο καταχρηστικότητας βάσει της § 6 εδ. β΄ του άρθρου 2 ν. 2251/1994 (ειδικές συνθήκες σύναψης της σύμβασης) και όχι αυτόν του καταλόγου των per se καταχρηστικών όρων της § 7[10]. Η απόφαση της ΕΤΠΘ, φέροντας κανονιστικό χαρακτήρα, δεν παύει να αποτελεί διοικητική πράξη. Ως τέτοια ελέγχεται από το Δικαστήριο, όπως -κατά παγιωμένη αντίληψη[11]- ελέγχονται ακόμη και οι διοικητικά καθοριζόμενοι ή εγκριθέντες ΓΟΣ ή οι όροι που υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο ή υποδεικνύονται από τη Διοίκηση. Επομένως, η παράλειψη αναφοράς των οικείων παραγόντων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί υπό την επίκληση της ως άνω αποφάσεως της ΤτΕ.
Β. Το συμβατικό δικαίωμα μείωσης του επιτοκίου
Η κρίση του Δικαστηρίου ως προς το συμβατικά προβλεπόμενο δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να επιφέρει μείωση του επιτοκίου επί αντίστοιχης μείωσης του επιτοκιακού δείκτη παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον και εμφανίζει σημαντικό βαθμό πρωτοτυπίας. Το τελευταίο ορθώς επισήμανε ότι η πρόβλεψη δικαιώματος -και όχι υποχρέωσης- του πιστωτικού ιδρύματος για μείωση του επιτοκίου διαψεύδει τις εύλογες προσδοκίες του καταναλωτή[12], ο οποίος συνάπτει τη σύμβαση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, υπολαμβάνοντας ότι «όπως σε περίπτωση αύξησης του επιτοκίου αυτού θα επιβαρυνθεί με την καταβολή επιπλέον τόκων, λόγω της αύξησης του επιτοκίου του δανείου, έτσι και σε περίπτωση μείωσης του επιτοκίου της ΕΚΤ θα ωφεληθεί και ο ίδιος από τη μείωση αυτή και δεν θα αποβεί η μείωση σε περαιτέρω αύξηση του κέρδους της τράπεζας εις βάρος του». Σε αντίθετη περίπτωση, το επιτοκίο θα έπαυε -όπως εύστοχα διαπιστώνει το Δικαστήριο- να είναι κυμαινόμενο και θα κατέληγε εν τοις πράγμασι σε σταθερό: το αρχικώς προσδιοριζόμενο επιτόκιο θα καθίστατο το ελάχιστο επιτόκιο που θα εφαρμοζόταν στη σύμβαση και ως προς το οποίο μόνο αύξηση θα μπορούσε να αναμένει ο καταναλωτής[13].
Και στο σημείο αυτό, η σχολιαζόμενη αποκλίνει από την υπ’ αριθ. 652/2010 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο τότε δεν είχε εξετάσει τον επίμαχο όρο ως προς την παραπάνω πτυχή του, δηλαδή κατά πόσο αυτός ήταν απαραίτητο να επιτρέπει ή όχι τη μείωση του επιτοκίου επί αντίστοιχης μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη. Και μάλιστα, τούτο το έπραξε παρά την κρίση της εκκαλουμένης εφετειακής απόφασης[14], η οποία σημείωνε ότι «η διατύπωση των κριτηρίων αυτών, κατά το μέρος, που η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να μη μεταβάλει το επιτόκιο, ακόμη και αν μειωθεί το επιτόκιο αναφοράς, υπάγεται στις περιπτώσεις των καταχρηστικών όρων».
Το Δικαστήριο στην νυν σχολιαζόμενη απόφαση έδρασε την κρίση του στο άρθρο 2 § 7 εδ. ε΄ και ια΄ ν. 2251/1994, σωρευτικώς με την § 6 του ίδιου άρθρου. Κατ’ αρχάς, μια τέτοια σωρευτική παράθεση των διατάξεων δεν καθίσταται αναγκαία[15]. Η εξέταση του ζητήματος στο πλαίσιο των εδ. ε΄ και ια΄ αποδεικνύει εντέλει ότι η παράλειψη παράθεσης στο σώμα του όρου των λοιπών επιτοκιακών παραγόντων που επηρεάζουν την άσκηση του δικαιώματος τροποποίησης του επιτοκίου από το πιστωτικό ίδρυμα επιδρά εντέλει επί του κύρους του όρου, σε αντίθεση με τις παραδοχές του ίδιου Δικαστηρίου, επιφέροντας την αδιαφάνεια του μηχανισμού τροποποίησης εν συνόλω. Σε κάθε περίπτωση, ο εξεταζόμενος όρος θα ήταν μάλλον ορθότερο να αντιμετωπιστεί υπό το πρίσμα της § 6, δεδομένου ότι άγει σε διάψευση των εύλογων προσδοκιών του καταναλωτή, έχοντας ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων εις βάρος του τελευταίου (άρθρο 2 §6 ν. 2251/1994).
3. Οι έννομες συνέπειες της κήρυξης του γενικού όρου ως καταχρηστικού
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι παραδοχές της σχολιαζόμενης απόφασης ως προς τις έννομες συνέπειες της κήρυξης ενός όρου ως καταχρηστικού. Ο υπό κρίσιν όρος εξετάστηκε υπό τις δύο προαναφερθείσες πτυχές του ως ενιαίο σύνολο. Συνεπώς, το δικαστήριο τον αναγνώρισε εν συνόλω ως καταχρηστικό και, άρα, άκυρο. Κατ’ ακολουθίαν δεν ετέθη ζήτημα μερικής ακυρότητας του ίδιου του όρου.
Κατ’ αρχάς, δέον να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την ορθότερη γνώμη στη θεωρία και στην ενωσιακή νομολογία, η ακυρότητα μέρους του όρου, λόγω καταχρηστικότητάς του, συνεπάγεται την ολική του ακυρότητα[16]. Η άποψη αυτή επικαλείται την ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας του καταναλωτή από καταχρηστικές συμπεριφορές των προμηθευτών. Με την αναγνώριση της ολικής ακυρότητας του όρου, ο προμηθευτής διαθέτει αντικίνητρο στη μονομερή επιβολή καταχρηστικού όρου, αφού θα υποστεί τον ολικό εκτοπισμό του τελευταίου από τη συμβατική σχέση με τον καταναλωτή.
Άλλωστε, δυνάμει του άρθρου 2 § 8 ν. 2251/1994, «(ο) προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί». Η ανωτέρω διάταξη παρεκκλίνει της ΑΚ 181, υπό την έννοια ότι επιβάλλει τη διατήρηση του κύρους της υπόλοιπης σύμβασης άνευ του(-ων) καταχρηστικού(-ών) όρου(-ων), εφ’ όσον τούτο βαίνει εις όφελος του καταναλωτή[17]. Παράλληλα, το άρθρο αυτό επιβάλλει εμμέσως στον ερμηνευτή του δικαίου να εξεύρει έτερους τρόπους κάλυψης του κενού που καταλείπει η αναγνώριση της ακυρότητας του όρου, μέσω της συμπληρωτικής ερμηνείας της σύμβασης (ΑΚ 173, 200), σε περίπτωση απουσίας διατάξεως ενδοτικού δικαίου που θα καλείτο σε εφαρμογή εν προκειμένω[18].
Το Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι επί αναγνώρισης ακυρότητας όρου τροποποίησης του κυμαινόμενου επιτοκίου, η αναπροσαρμογή λαμβάνει χώρα «σύμφωνα με τα ορθά κριτήρια, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών, διαφορετικά γίνεται από το δικαστήριο κατά το άρθρο 371 ΑΚ». Με τον τρόπο αυτόν, επιβεβαίωσε την τάση, η οποία έχει εκκινήσει με την υπ’ αριθ. 105/2019 απόφασή του[19]: σε περιπτώσεις καταχρηστικών ρητρών αναπροσαρμογής, το Δικαστήριο μπορεί να ορίσει κατά δίκαιη κρίση (ΑΚ 371) την έκταση της παροχής των μερών και τον τρόπο αναπροσαρμογής, με γνώμονα την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων αυτών.
Το Δικαστήριο προσδίδει εν πρώτοις βαρύτητα στη βούληση των μερών. Μη συναγόμενης, όμως, τέτοιας βούλησης, η κρίση περί του προσήκοντος τρόπου κάλυψης του κενού δέον να λάβει χώρα στο πλαίσιο της ΑΚ 371[20]. Αναζητώντας ο δικαστής την υποθετική βούληση των μερών κατά δίκαιη κρίση και με την πρόθεση αυτά να εισέλθουν σε μία ισόρροπη κατανομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ακολουθεί περισσότερο αντικειμενικές αξιολογήσεις και κριτήρια[21]. Εν προκειμένω, η δίκαιη ισορροπία, συναγόμενη από τον σκοπό της επιλογής από τα μέρη του κυμαινόμενου επιτοκίου στη σύμβαση, επιβάλλει αμφότερα να επωφελούνται εξίσου από τις αυξομειώσεις του δείκτη αναφοράς[22].
4. Καταληκτικές παρατηρήσεις
Η σχολιαζόμενη απόφαση επιχείρησε να καλύψει με αποτελεσματικό τρόπο τα κενά που κατέλιπε η προηγούμενη νομολογία του ίδιου Δικαστηρίου αναφορικά με τον έλεγχο καταχρηστικότητας ρητρών κυμαινόμενου επιτοκίου σε πιστωτικές συμβάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, καίτοι κινήθηκε προς την κατεύθυνση που χάραξε η ανωτέρω νομολογία, παρέκκλινε κατ’ αποτέλεσμα σημαντικά από αυτήν, αναγνωρίζοντας με τολμηρές σκέψεις την καταχρηστικότητα του επίμαχου όρου.
Το πεδίο εφαρμογής της σχολιαζόμενης απόφασης δεν φαίνεται, όμως, να εξαντλείται στις πιστωτικές συμβάσεις. Τουναντίον, υφίστανται ενδείξεις ότι οι παραδοχές της μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε κάθε σύμβαση, στην οποία τα μέρη προσδιορίζουν το τίμημα ως κυμαινόμενο (λ.χ. συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας). Έτσι, ο μηχανισμός αναπροσαρμογής σύμβασης κυμαινόμενου τιμήματος οφείλει να πληροί την αρχή της αμοιβαιότητας για αμφότερα τα μέρη23. Τυχόν παράλειψη του προμηθευτή να ορίσει σαφή και διαφανή μηχανισμό αναπροσαρμογής της παροχής του καταναλωτή που θα λειτουργεί τόσο εις βάρος του τελευταίου όσο όμως, και προς όφελός του κατά την αντίστοιχη αυξομείωση του δείκτη αναφοράς, ελέγχεται στο πλαίσιο των §§ 6 και 7 εδ. ε΄ και ια΄ του άρθρου 2 ν. 2251/1994. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω, αναγνωρίζοντας και θεμελιώνοντας το δικαίωμα μείωσης της παροχής επί μείωσης του δείκτη στην ίδια την καλή πίστη (ΑΚ 281, 288), όπως προτείνεται ορθά από μέρος της θεωρίας24.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ
Δ.Ν., δικηγόρος
[1]. Αναλυτικά περί αυτών: Ι. Βενιέρης, Η αναπροσαρμογή των επιτοκίων και ο δικαστικός της έλεγχος στις τραπεζικές καταναλωτικές συμβάσεις, ΔΕΕ 2009. 26 επ.· Ι. Λιναρίτης, Κριτήρια αξιολόγησης γενικών όρων συναλλαγών μακροπρόθεσμων πιστώσεων (με ιδιαίτερη αναφορά στις ρήτρες επιτοκίου), ΧρΙΔ 2010. 382 επ.· Δ. Σπυράκος, Κριτήρια αναπροσαρμογής του επιτοκίου στις συμβάσεις δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, ΔΕΕ 2002. 1109 επ.
[2]. ΔΕΕ 2010. 943.
[3]. Προσβάσιμη σε: areiospagos.gr.
[4]. Βλ. λ.χ. την εσφαλμένη κρίση της ΠΠρΑθ 67/2023 sakkoulas-online.gr επί της συλλογικής αγωγής για τις ρήτρες αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου τιμήματος σε συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας· ομοίως ΠΠρΠειρ 3289/2024 ΝΟΜΟΣ. Contra οι Βενιέρης, ΔΕΕ 2009. 29· Γ. Καλογεράκης, Οι ρήτρες αναπροσαρμογής τιμήματος υπό την σκοπιά του ενωσιακού δικαίου καταναλωτή, ΝοΒ 2022. 1012.
[5]. Βλ. περί αυτών Ε. Βόγκλη, Κυμαινόμενο επιτόκιο, 2005, σ. 35 επ.· Λιναρίτη, ΧρΙδΔ 2010. 389 επ.
[6]. Το στοιχείο αυτό ως κρίσιμο για την κρίση του κύρους του όρου δέχεται η θεωρία, βλ. Βενιέρη, ΔΕΕ 2009. 27· Βόγκλη, ό.π., σ. 44· Γ. Δέλλιο, Γενικοί Όροι Συναλλαγών2, 2013, αριθ. 407· Γ. Μεντή, Γενικοί Όροι Συναλλαγών2, 2020, αριθ. 7.187.
[7]. Βλ. Βενιέρη, ΔΕΕ 2009. 30· Βόγκλη, ό.π., σ. 43-44· Δέλλιο, ό.π., αριθ. 408· Μεντή, ό.π., αριθ. 7.188· Γ. Καλογεράκη, Μονομερής τροποποίηση συμβατικών όρων από τον πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ΔiΜΕΕ 2017. 380.
[8]. Υπέρ της ανάγκης μνείας τέτοιων παραγόντων ο Λιναρίτης, ΧρΙδΔ 2010. 387. Για τη σημασία της προβλεπτικότητας των εννόμων συνεπειών ως κρίσιμου στοιχείου κατά την εξέταση της καταχρηστικότητας, βλ. ΔΕΕ απόφαση της 13.7.2023, C-265/22, Banco Santander, σκ. 55· ΔΕΕ απόφαση 3.3.2020, C‑125/18, Μarc Gomez, σκ. 56· Βενιέρη, ΔΕΕ 2009. 30, 33 επ.· Δέλλιο, ό.π., αριθ. 392· Μεντή, ό.π.· Γ. Παπαχρήστου, Ρήτρες αναπροσαρμογής τιμήματος και προστασία του καταναλωτή, ΧρΙδΔ 2014. 551.
[9]. Πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 21.3.2013, C-92/11, RWE Vertrieb AG, σκ. 50, όπου κρίθηκε ότι η έλλειψη ενημέρωσης του καταναλωτή μέσα από τους όρους της σύμβασης ως προς τον λόγο και την μέθοδο αναπροσαρμογής δεν αναπληρώνεται με μόνη την παραπομπή των ΓΟΣ σε κανονιστικό ή νομοθετικό κείμενο που προβλέπει τα στοιχεία αυτά. Αναλυτικά Παπαχρήστου, ΧρΙδΔ 2014. 554· Καλογεράκης, ΝοΒ 2022. 1013.
[10]. Δέλλιος, ΓΟΣ2, αριθ. 357-358·Μεντής, ΓΟΣ2, αριθ. 6.27.
[11]. Δέλλιος, ό.π., αριθ. 212 επ., 664· Ι. Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή3, 2016, αριθ. 60· Μεντής, ό.π., αριθ. 3.62 επ., 3.77 επ.· Μ. Σταθόπουλος, Καταχρηστικές ρήτρες στις καταναλωτικές συμβάσεις, ΧρΙδΔ 2010. 498· ΑΠ 1410/ 1983 ΝοΒ 1984. 1119. Ειδικά για την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 και του ελέγχου των επ’ αυτής διαμορφωθέντων ΓΟΣ, βλ. Δέλλιο, ό.π.· ΑΠ 2123/2009 ΔΕΕ 2020. 716: «Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 αναφέρεται στην ελάχιστη απαιτούμενη ενημέρωση, θεσπίζει υποχρεώσεις τυπικού χαρακτήρα, χωρίς να αποκλείει υποχρεώσεις από άλλες ρητές διατάξεις ή την αρχή της καλής πίστης. […] Η επιταγή μάλιστα της διαφάνειας που εμπεριέχεται στο άρθρο 2 ν. 2251/94 θεωρείται ευρύτερη των υποχρεώσεων ενημέρωσης που καθιερώνει η ΠΔ/ΤΕ, καθώς, πέραν από τον έλεγχο της σαφήνειας περιλαμβάνει και τον έλεγχο της αιτίας κάθε επιβάρυνσης, ενώ με βάση τον ν. 2251/94 (άρθρο 2) εξετάζεται κατεξοχήν η ουσία της ρύθμισης των ΓΟΣ και ειδικότερα κατά πόσον αυτή αποδίδει μία δίκαιη ρύθμιση και εξισορρόπηση των συμφερόντων. Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, τα αρμόδια για τη θέσπιση κανονιστικών διατάξεων όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος μπορούν να διαμορφώνουν μόνο πρόσθετες υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στο πεδίο της ενημέρωσης, δίχως ασφαλώς να περιορίζουν τις υποχρεώσεις, που προκύπτουν με βάση άλλες διατάξεις νόμου, καθορίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο και το πεδίο εφαρμογής των κυρώσεων που επιβάλλονται από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος». Ομοίως ΕφΑθ 5101/2011 ΝοΒ 2011. 2139· ΕφΑθ 3956/ 2008 ΔΕΕ 2009. 837.
[12]. Βλ. ήδη Βενιέρη, ΔΕΕ 2009. 33 επ.· Λιναρίτη, ΧρΙδΔ 2010. 386· Σπυράκο, ΔΕΕ 2002. 1111.
[13]. Σπυράκος, ό.π. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην αθέμιτη διεύρυνση του περιθωρίου κέρδους του πιστωτικού ιδρύματος, βλ. Βόγκλη, Κυμαινόμενο επιτόκιο, σ. 53.
[14]. ΕφΑθ 3499/2008 ΝΟΜΟΣ.
[15]. Δέλλιος, ΓΟΣ2, αριθ. 376 επ.· Καράκωστας, ΔΠΚ3, αριθ. 108· Μεντής, ΓΟΣ2, αριθ. 6.33.
[16]. Δέλλιος, ό.π., αριθ. 468 επ.· Καράκωστας, ό.π., αριθ. 118· Μεντής, ό.π., αριθ. 8.3. Βλ. από τη νομολογία του ΔΕΕ απόφαση της 30.5.2013, C-488/11, Asbeek Brusse, σκ. 58-59· απόφαση της 14.6.2012, C-618/10, Banko Espanol de Credito, σκ. 72. Πρβλ. και τις παραδοχές της ΑΠ 342/2020 areiospagos.gr: «[…] η (ρητώς αναφερομένη στην αγωγή) παράλειψη αναφοράς των προδιαληφθέντων κριτηρίων μεταβολής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου στην ένδικη δανειακή σύμβαση […] συνεπάγεται την ακυρότητα του σχετικού όρου προσδιορισμού αυτού (επιτοκίου) σ τ ο σ ύ ν ο λ ό τ ο υ […]» (η έμφαση δική μας).
[17]. Έτσι οι Βενιέρης, ΔΕΕ 2009. 34· Δέλλιος, ό.π., αριθ. 474· Μεντής, ό.π., αριθ. 8.6· Σταθόπουλος, ΧρΙδΔ 2010. 502.
[18]. Βενιέρης, ό.π., 35· Βόγκλης, ό.π., σ. 62 επ.· Δέλλιος, ό.π., αριθ. 464· Μεντής, ό.π., αριθ. 8.24·Α. Παπαδημητρόπουλος, Η συμπληρωτική ερμηνεία των δικαιοπραξιών, 2009, αριθ. 663 επ.
[19]. ΝΟΜΟΣ.
[20]. Πρβλ. και Βόγκλη, ό.π., σ. 63.
[21]. Έτσι Δέλλιος, ό.π.
[22]. Βλ. ήδη Βενιέρη, ό.π. Για τη σημασία της συναγωγής του σκοπού της δικαιοπραξίας στο πλαίσιο της συμπληρωτικής ερμηνείας, βλ. Παπαδημητρόπουλο, ό.π., αριθ. 396 επ.
23. Παπαχρήστου, ΧρΙδΔ 2014. 552-553· Καλογεράκης, ΝοΒ 2022. 1016. Όμοια η κρίση του γερμανικού Ακυρωτικού (BGH), αναφορικά με ρήτρα αναπροσαρμογής τιμήματος σύμβασης προμήθειας φυσικού αερίου, η οποία παρείχε το δικαίωμα (όχι υποχρέωση) μεταβολής του τιμήματος της λιανικής επί αυξομείωσης της τιμής της χονδρικής αγοράς, βλ. BGH της 29.4.2008 NJW 2008. 2172.
24. Μεντής, ΓΟΣ2, αριθ. 7.199-200.