ΣτΕ 64/2024, "Προσωπική ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για τα χρέη τους", παρατηρήσεις Κ. Π. Σαμαρτζή
Συμβούλιο Επικρατείας
(ΣΤ΄ Τμήμα)
Αριθ. 64/2024
Προεδρεύουσα: Μ. Παπαδοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Ε. Σταυρουλάκη, Σύμβουλος
Δικηγόροι: Ε. Τσούντου, ΝΣΚ, Θ. Ζέρβας
Ευθύνη νομικού εκπροσώπου για χρέη της εταιρείας. Προϋποθέσεις. Οφειλές ανώνυμης εταιρείας από εισφορές-ποινές, που επιβλήθηκαν σε βάρος της από την Τράπεζα της Ελλάδος για παράβαση των υποχρεώσεών της περί εξαγωγών γεωργικών προϊόντων, τις οποίες καλείται, με ατομική ειδοποίηση, να καταβάλλει ένα μέλος του ΔΣ αυτής, που είναι και ο διευθύνων σύμβουλός της. Όμως, το ότι τη δήλωση, που κατατίθεται μαζί με την υποβολή της αίτησης της ΑΕ για εγγραφή στο Μητρώο Εξαγωγέων του ΕΒΕΑ και η οποία καλύπτει τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ο εξαγωγέας εφ’ όσον δεν εκπληρώσει τις νόμιμες υποχρεώσεις του, την υπογράφει ο νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΕ, δεν δημιουργεί πρόσθετη, ατομική και αλληλέγγυα ευθύνη του τελευταίου, δεδομένου άλλωστε ότι η προσωπική ευθύνη του φυσικού προσώπου για χρέη του νομικού προσώπου, που διοικεί, συνιστά εξαίρεση από την αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου και προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση (Άρθρα 2 § 3, και 4 ν.δ. 3999/1950, 1 και 8 ν. 936/1979, Ε4/661/Φ.40α/ 1978 Υ.Α. Εμπορίου, Ε4/2100/Φ.40/2/1985 Υ.Α. Εμπορίου, 1 π.δ. 26/1977).
(…) 4. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της συσταθείσης το έτος 1980 ανώνυμης εταιρείας «XXX Α.Ε.» με έδρα τη Θεσσαλονίκη και αντικείμενο την εκμετάλλευση βιομηχανίας κονσερβοποιίας, διαλογής και ψύξεως αγροτικών προϊόντων, καθώς και την εμπορία και εξαγωγή αυτών, ορίσθηκε διευθύνων σύμβουλος αυτής το έτος 1980. Το έτος 1990 η επιχείρηση κηρύχθηκε σε πτώχευση, παύση των εργασιών της οποίας κηρύχθηκε το επόμενο έτος. Από την Υπηρεσία Ελέγχου Εξαγωγών της Τράπεζας της Ελλάδας διαβιβάσθηκαν στο Δημόσιο Ταμείο Ανωνύμων Εταιρειών Θεσσαλονίκης (ήδη ΔΟΥ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης) α) οι 46, 47, 48/17.7.1985 και 65/7.10.1985 αποφάσεις της Υποεπιτροπής Ελέγχου Συναλλάγματος αυτής περί επιβολής, κατ’ εφαρμογή της Ε4/6611/Φ.40α/ 10.10.1978 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου (Β΄ 937), σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας, λόγω μη εκπληρώσεως των σχετικών με το εξαγωγικό εμπόριο υποχρεώσεών της, εισφορών-ποινών συνολικού ποσού 53.250.636 δρχ., ως προς το οποίο εκδόθηκε από το Δημόσιο Ταμείο η …/26.1.1987 πράξη ταμειακής βεβαιώσεως, β) οι … και …/ 7.4.1988 αποφάσεις της ανωτέρω Υποεπιτροπής συνολικού ποσού 24.396.325 δρχ., το οποίο αντιστοιχεί στην …/21.1.1991 πράξη ταμειακής βεβαιώσεως, γ) η …/21/8.11.1991 απόφαση της ιδίας Υποεπιτροπής ποσού 73.581.880 δρχ., το οποίο αντιστοιχεί στην …/22.5.1992 πράξη ταμειακής βεβαιώσεως και δ) η …/21/8.11.1991 απόφαση της αυτής Υποεπιτροπής ποσού 20.047.624 δρχ., το οποίο αντιστοιχεί στην …/ 22.5.1992 πράξη ταμειακής βεβαιώσεως. Λόγω μη εξοφλήσεως, μεταξύ άλλων, των ποσών αυτών ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης απέστειλε στον αναιρεσίβλητο την …/15.6. 2010 ατομική ειδοποίηση, με την οποία τον κάλεσε, ως “εγγυητή” των ως άνω ληξιπροθέσμων χρεών που υπέγραψε τη σχετική Δήλωση Προσωπικής Εγγυήσεως, να καταβάλει το συνολικό ποσό των 567.585,31 ευρώ μετά προσαυξήσεων ποσού 1.676.652,33 ευρώ. Καθ’ ό μέρος τον αφορούσαν, κατ’ αποδοχή ανακοπής του αναιρεσιβλήτου, οι ως άνω ταμειακές βεβαιώσεις ακυρώθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία επικυρώθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.
5. Επειδή, το ν.δ. 3999 της 24/29.10.1959 «Περί ελέγχου του Εξαγωγικού Εμπορίου ...» (Α΄ 230), όπως ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο 42 του ν. 4072/2012 (Α΄ 86), όριζε στο άρθρο 2 ότι “1. … 3. Διά την άσκησιν του εξαγωγικού εμπορίου προαπαιτείται η καταχώρισις της επωνυμίας εις Ειδικόν Μητρώον Εξαγωγέων, τηρούμενον παρ’ εκάστω Εμπορικώ και Βιομηχανικώ Επιμελητηρίω” και στο άρθρο 4 ότι “Προσβολήν της πίστεως του εξαγωγικού εμπορίου αποτελεί: α) ... η) Η παράβασις οιουδήποτε κατά νόμον όρου, τιθεμένου κατά την χορήγησιν αδείας εξαγωγής πάσης μορφής, ως και των εν γένει διατάξεων περί εξαγωγής εγχωρίων προϊόντων”. Ακολούθως, ο ν. 936 της 28/30.6. 1979 (Α΄ 144), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν καταργηθεί με το άρθρο 42 του ν. 4072/2012, όρισε στο άρθρο 1 ότι “1. Ο Υπουργός Εμπορίου, δι’ αποφάσεών του, δύναται εν τω πλαισίω της οικονομικής πολιτικής της Κυβερνήσεως ... α) … ε) Να ορίζη την παροχήν εγγυήσεως διά την τήρησιν οιωνδήποτε υποχρεώσεων επιβαλλομένων διά των αυτών αποφάσεων εις τους εισαγωγείς ή εξαγωγείς αγαθών, ως και τα της λύσεως ή καταπτώσεως αυτής υπέρ του Δημοσίου [βλ. και την ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 16 περ. 9 του α.ν. 1960/1939, Α΄ 379, που καταργήθηκε με το άρθρο 14 του ν. 936/1979]. 2. Διά των αυτών ως άνω αποφάσεων … δύναται να ανατίθεται η άσκησις των αρμοδιοτήτων, των διαλαμβανομένων εν τω παρόντι άρθρω … εις υφισταμένας Επιτροπάς … ασκούσας έργον αναγόμενον εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εμπορίου”, στο άρθρο 8 ότι “1. Οι παραβαίνοντες τας περί εξωτερικού Εμπορίου διατάξεις τιμωρούνται ... διά χρηματικής ποινής, μέχρι της αξίας των αγαθών εις α ανάγεται η παράβασις ... [βλ. και την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 8 του ν.δ/τος 480 της 30/31.10.1947, Α΄ 249, που καταργήθηκε με το άρθρο 14 του ν. 936/1979] ...”. Κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του α.ν. 1960/1939 και των ν.δ. 480/1947 και 3999/1959 εκδόθηκε η Ε4/6611/Φ.40α/10.10. 1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου «Περί ρυθμίσεως του τρόπου παροχής προσωπικής εγγυήσεως από τους εξαγωγείς» (Β΄ 937), η οποία καταργήθηκε με την ομοίου, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, περιεχομένου (εκδοθείσα κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν.δ. 3999/1959 και του ν. 936/1979) Ε4/802/Φ.40α/24.1.1983 (Β΄ 81) απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (κατόπιν μεταφοράς των σχετικών υπηρεσιών από το Υπουργείο Εμπορίου στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας βάσει του π.δ. 577/1982), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την Ε4/647/ Φ.40/18/18.2.1983 απόφαση (Β΄ 81) και καταργήθηκε με την Ε4/2100/Φ.40/2/29.4. 1985 απόφαση του αυτού Υπουργού (Β΄ 236), που τελικώς περιέλαβε ανάλογες ρυθμίσεις. Η προαναφερθείσα ΥΑ του έτους 1978, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκαν οι οικείες των ενδίκων ταμειακών βεβαιώσεων καταλογιστικές πράξεις, όρισε τα εξής: «Ι.1. Απαλλάσσουμε του λοιπού τους πραγματοποιούντας εξαγωγές προϊόντων στο εξωτερικό από την υποχρέωση υποβολής, μαζί με κάθε "ΔΗΛΩΣΗ ΕΞΑΓΩΓΗΣ" [“ΔΗΛΩΣΗ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΕΞΑΓΩΓΗΣ” κατά την αντίστοιχη διάταξη της παραγράφου I.1 της Ε4/2100/Φ.40/2/29.4.1985 ΥΑ] ιδιαιτέρας προσωπικής εγγυήσεως για την τήρηση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σ’ αυτούς από τις διατάξεις της Νομοθεσίας περί Εξωτερικού Εμπορίου ... 2. Στο μέλλον οι εξαγωγικές επιχειρήσεις θα καταθέτουν στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της περιφερείας τους, μαζί με την αίτηση για εγγραφή της επωνυμίας στο Ειδικό Μητρώο Εξαγωγέων, μία μόνο "ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ" που θα καλύπτει τις υποχρεώσεις που δημιουργούνται από κάθε πραγματοποιούμενη εξαγωγή τους. 3. Η "ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ", θα συνεκτιμάται με τα λοιπά δικαιολογητικά που προβλέπονται από τις διατάξεις του Ν.Δ. 3999/59 για την καταχώριση της εξαγωγικής επωνυμίας στο ειδικό Μητρώο Εξαγωγέων και θα αποτελεί προϋπόθεση αποδοχής της σχετικής αιτήσεως. 4. Οι εξαγωγικές επιχειρήσεις που έχουν ήδη καταχωρίσει την επωνυμία τους στο Μητρώο Εξαγωγέων θα καταθέσουν την ανωτέρω εγγύηση στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο που είναι γραμμένες, με συμπληρωματική αίτηση πριν ή μαζί με τη θεώρηση της πρώτης από της ισχύος της παρούσης "ΔΗΛΩΣΕΩΣ ΕΞΑΓΩΓΗΣ". 5. ... ΙΙ.1. Η "ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ" θα συντάσσεται σε έντυπο, που θα είναι σύμφωνο με το συνημμένο υπόδειγμα αριθ. 1, το οποίο θα χορηγείται αποκλειστικά από την Υπηρεσία του Επιμελητηρίου, που έχει την αρμοδιότητα για την τήρηση του Ειδικού Μητρώου Εξαγωγέων. 2. Με την ανωτέρω δήλωση θα αναλαμβάνεται από τον εξαγωγέα η υποχρέωση καταβολής για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου χρηματικού ποσού, που θα καλύπτει μέχρι τα 25% της αξίας εξαγωγής ή και των εξαγωγών, για τις οποίες δεν εκπληρώθηκαν οι επιβαλλόμενες, από τους Νόμους, τις Υπουργικές Αποφάσεις ... κ.λπ., υποχρεώσεις μέσα στις νόμιμες προθεσμίες. 3. ... ΙΙΙ.1. … 2. Η αρμόδια για την τήρηση του Ειδικού Μητρώου Εξαγωγέων Υπηρεσία του Επιμελητηρίου θα διαβιβάζει στην Τράπεζα της Ελλάδος την ανωτέρω δήλωση προσωπικής εγγυήσεως, μόλις γίνει δεκτή η αίτηση για εγγραφή της εξαγωγικής επωνυμίας στο μητρώο αυτό. 3. Οι δηλώσεις προσωπικής εγγυήσεως θα φυλάσσονται με την απόλυτη ευθύνη της αρμοδίας Υπηρεσίας της Τραπέζης της Ελλάδος ... ΙV/1. Η Υπηρεσία της Τραπέζης της Ελλάδος, που είναι αρμόδια για την παρακολούθηση της έγκαιρης και κανονικής εκπληρώσεως των συναλλαγματικών και λοιπών υποχρεώσεων των εξαγωγέων, σε περίπτωση διαπιστώσεως παραβάσεως θα παραπέμπει την υπόθεση στην Υποεπιτροπή Ελέγχου Συναλλάγματος της Νομισματικής Επιτροπής [“Υποεπιτροπή Ελέγχου Συναλλάγματος Εξαγωγών-Εισαγωγών της Τράπεζας της Ελλάδος” και “Υποεπιτροπή Συναλλάγματος Εισαγωγών-Εξαγωγών”, κατά τις αντίστοιχες διατάξεις των προαναφερθεισών Ε4/802/Φ. 40α/24.1.1983 και Ε4/2100/Φ.40/2/29.4.1985 αποφάσεων του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας] για τη λήψη σχετικής αποφάσεως. 2. Εάν η Υποεπιτροπή Ελέγχου Συναλλάγματος, μετά από εκτίμηση των στοιχείων που θα τεθούν υπόψη της και εξέταση των απόψεων του ενδιαφερομένου εξαγωγέως, εφόσον βεβαίως αυτές υποβληθούν μέσα σε εύλογη προθεσμία που θα καθορίσει η αρμόδια Υπηρεσία της Τραπέζης της Ελλάδος, αποφασίσει την επιβολή εισφοράς μέχρι του 25% της αξίας της εξαγωγής, τότε θα συντάσσεται σχετική πράξη, στην οποία, εκτός από τα άλλα στοιχεία, θα αναφέρεται υποχρεωτικά η αξία σε συνάλλαγμα της εξαγωγής, στην οποία αφορά η παράβαση, το ποσό σε συνάλλαγμα στο οποίο ανέρχεται η επιβληθείσα εισφορά, καθώς και η αξία αυτού σε δραχμές, η οποία και θα αποτελεί το εισπρακτέον ποσόν ... Θα αναγράφεται επίσης το επώνυμο, πατρώνυμο και κύριο όνομα του οφειλέτου, το επάγγελμα αυτού, η ακριβής διεύθυνση του επαγγέλματος και της κατοικίας του. Προκειμένου για Εταιρείες, θα αναγράφεται η επωνυμία αυτών, η έδρα και τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα και η διεύθυνση κατοικίας τους. 3. Η πράξη επιβολής της ανωτέρω χρηματικής ποινής θα διαβιβάζεται στην αρμόδια Υπηρεσία της Τραπέζης της Ελλάδος, που παρακολουθεί τις συναλλαγματικές υποχρεώσεις των εξαγωγέων, η οποία με συστημένη επιστολή της θα ειδοποιεί την εξαγωγική επιχείρηση σε βάρος της οποίας επεβλήθη η εισφορά για να καταθέσει μέσα σε είκοσι (20) ημέρες σ’ αυτή το καταλογισθέν ποσόν. Εάν παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω 20ήμερη προθεσμία, τότε η Υπηρεσία της Τραπέζης της Ελλάδος θα διαβιβάζει τρία (3) επικυρωμένα από αυτήν αντίγραφα της πράξεως επιβολής του προστίμου στο Δημόσιο Ταμείο της περιφέρειας της έδρας του εξαγωγέως, για να προβεί στην είσπραξή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. 4. Με τα ανωτέρω αντίγραφα της αποφάσεως της Υποεπιτροπής Ελέγχου Συναλλάγματος θα διαβιβάζεται στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο και επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της Δηλώσεως Προσωπικής Εγγυήσεως, στο οποίο αναγράφονται τα προβλεπόμενα από την παράγρ. ΙV εδ. 2 της παρούσης στοιχεία της εξαγωγικής επιχειρήσεως. 5. ... Είναι αυτονόητο ότι και μετά την καταβολή στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στο Δημόσιο Ταμείο από την εξαγωγική επιχείρηση του ποσού που της καταλογίσθηκε, εξακολουθεί να υπάρχει η ευθύνη αυτής για την εκπλήρωση των συναλλαγματικών της υποχρεώσεων, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και ότι η "ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ" εξακολουθεί να ισχύει για άλλες τυχόν εξαγωγές που θα πραγματοποιηθούν από την επιχείρηση που έχει καταθέσει αυτήν. V. ...». Η ως άνω § ΙV.2-4 τροποποιήθηκε με την § V.2 της προαναφερθείσης Ε4/2100/Φ.40/2/ 29.4.1985 ΥΑ ως εξής: “2. Η Υποεπιτροπή Συναλλάγματος Εισαγωγών-Εξαγωγών, μετά από εκτίμηση των στοιχείων που θα τεθούν υπόψη της και εξέταση των εγγράφων απόψεων του ενδιαφερόμενου εξαγωγέα, εφόσον βεβαίως αυτές υποβληθούν στη μεσολαβούσα Τράπεζα πριν τη λήξη των νόμιμων προθεσμιών ή μετά απ’ αυτή, αλλά μέσα στην προθεσμία που του καθόρισε αυτή με το γράμμα της, σύμφωνα με τα ανωτέρω, κρίνει την περίπτωση και είτε απαλλάσσει τον εξαγωγέα των σχετικών υποχρεώσεών του, είτε δίνει εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος να προβεί στην άμεση ή μέσα σε ορισμένη προθεσμία κατάπτωση της προσωπικής εγγύησης του εξαγωγέα. Η Τράπεζα της Ελλάδος, μετά τον ακριβή προσδιορισμό των σε συνάλλαγμα ή άλλων υποχρεώσεων του εξαγωγέα θα προσδιορίζει το σε δραχμές ποσό για το οποίο θα γίνει η κατάπτωση της προσωπικής εγγύησης … Μετά τον προσδιορισμό του σε δραχμές ποσού της υπέρ του Δημοσίου κατάπτωσης της προσωπικής εγγύησης, η αρμόδια Υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος, θα απευθύνει στον εξαγωγέα, με κοινοποίηση στη μεσολαβούσα Τράπεζα, σχετικό συστημένο έγγραφο, όπου θα αναφέρεται επιπλέον η Απόφαση της Υποεπιτροπής και θα τον καλεί για τη χωρίς άλλη ειδοποίησή της καταβολή του ποσού τούτου μέσα σε είκοσι ημέρες από την ημερομηνία του εγγράφου. Στο ίδιο έγγραφο θα γνωστοποιείται ότι, μετά τη λήξη της προθεσμίας θα κινηθεί η διαδικασία που προβλέπεται για την είσπραξη του ποσού μέσω του Δημόσιου Ταμείου. Το παραπάνω έγγραφο θα επέχει θέση "Πράξης επιβολής Εισφοράς-Ποινής, υπέρ του Δημοσίου κατ’ εντολή της Υποεπιτροπής Συναλλάγματος Εισαγωγών-Εξαγωγών". Αν η Εισφορά-Ποινή εισπραχθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, θα ενημερώνεται σχετικά το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (Δ/νση Εξαγωγικού Εμπορίου), όπου θα στέλλεται και φωτοτυπία της ΔΗΛΩΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ, πάνω στην οποία θα γίνεται η σχετική Πράξη κατάπτωσης για το συγκεκριμένο ποσό από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν η Εισφορά - Ποινή διαβιβασθεί στο Δημόσιο Ταμείο, για είσπραξη σύμφωνα με τις διατάξεις περί Δημοσίων Εσόδων, τότε η Τράπεζα της Ελλάδος θα ακολουθεί τις διαδικασίες που έχουν καθορισθεί σχετικά και θα κοινοποιεί το σχετικό προς το Δημόσιο Ταμείο έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος στη μεσολαβούσα Τράπεζα και στον εξαγωγέα”. Εξ άλλου, σύμφωνα με το συνοδεύον τις ανωτέρω ΥΑ υπόδειγμα (Ι) εντύπου της Δηλώσεως Προσωπικής Εγγυήσεως ο Εξαγωγέας αναλαμβάνει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος, προς την οποία απευθύνεται η ως άνω Δήλωση, και έναντι του Δημοσίου την υποχρέωση να εκπληρώσει όλες τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία περί εξαγωγικού εμπορίου υποχρεώσεις και, περαιτέρω, υπόσχεται να καταβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος, με μόνη την πρόσκλησή της και για λογαριασμό του Δημοσίου, χρηματικό ποσό καλύπτον ποσοστό έως 25% της αξίας των εξαγωγών, ως προς τις οποίες τυχόν δεν εκπλήρωσε τις ως άνω υποχρεώσεις του, εξουσιοδοτώντας σχετικώς την προαναφερθείσα Τράπεζα να κινήσει τη διαδικασία εισπράξεως του ανωτέρω ποσού κατά τις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων διατάξεις, η δήλωση, δε, αυτή, σε περίπτωση που Εξαγωγέας είναι ανώνυμη εταιρεία, συμπληρώνεται, κατά παραπομπή στο π.δ. 26/ 1977, με τα στοιχεία (ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο και διεύθυνση κατοικίας) των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής και υπογράφεται από το φυσικό πρόσωπο που την εκπροσωπεί νομίμως. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ως άνω π.δ. 26/11.1.1977 (Α΄ 14) περί διαρθρώσεως και λειτουργίας των Δημοσίων Ταμείων, εκδοθέντος κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 67 του ν.δ. 321/1969 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” (Α΄ 205), προκειμένου να βεβαιωθεί από το Δημόσιο Ταμείο τίτλος εισπράξεως, όπως χρηματικός κατάλογος, αφορών σε οφειλές εταιρείας, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, την επωνυμία, την έδρα αυτής και τα “υπόχρεα φυσικά πρόσωπα”.
6. Επειδή, από τις παρατεθείσες στην προηγουμένη σκέψη διατάξεις, με τις οποίες ρυθμίσθηκε αναλυτικώς ο τρόπος παροχής προσωπικής εγγυήσεως από τους εξαγωγείς για την εκπλήρωση των απορρεουσών από τη νομοθεσία περί εξαγωγικού εμπορίου υποχρεώσεών τους, συνάγεται ότι με την οικεία “Δήλωση”, η οποία κατατίθεται άπαξ με την υποβολή αιτήσεως εγγραφής στο Μητρώο Εξαγωγέων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και καλύπτει τις υποχρεώσεις που δημιουργούνται από κάθε πραγματοποιούμενη εξαγωγή του, αναλαμβάνει ο ίδιος ο εξαγωγέας, και, σε περίπτωση που τούτος είναι νομικό πρόσωπο, το ίδιο το νομικό πρόσωπο, την υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού, που θα καλύπτει μέχρι το 25% της αξίας των εξαγωγών, για τις οποίες δεν εκπλήρωσε τις νόμιμες υποχρεώσεις του, και δεν θεσπίζεται πρόσθετη ευθύνη τρίτου και, ειδικώς, του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου ο οποίος, υπό την ιδιότητά του ως μέλους της διοικήσεως της εταιρείας, απλώς υπογράφει τη δήλωση στο όνομα και για λογαριασμό της για την καταβολή του ανωτέρω ποσού. Επομένως, η ως άνω Δήλωση επιφέρει έννομες συνέπειες για το ίδιο το νομικό πρόσωπο και όχι για τον νόμιμο εκπρόσωπό του, δια του οποίου απλώς και μόνον κατατίθεται η δήλωση αυτή, όπως, άλλωστε, υπογράφονται όλα τα εκδιδόμενα από την εταιρεία έγγραφα, κατ’ ενάσκηση, από τον τελευταίο, της εξουσίας εκπροσωπήσεως της εταιρείας, χωρίς να αναλαμβάνει αυτός, άνευ ετέρου, προσωπική ευθύνη για την καταβολή του σχετικού ποσού. Η δε προβλεπομένη αναγραφή, προκειμένου για νομικά πρόσωπα και δη ανώνυμες εταιρείες, των “υποχρέων” φυσικών προσώπων, αναφέρεται στα πρόσωπα που ευθύνονται για τα χρέη του Εξαγωγέως υποχρέου νομικού προσώπου κατά τις γενικές διατάξεις της εμπορικής νομοθεσίας, ειδικώς, δε, επί ανωνύμων εταιρειών κατά τις διατάξεις του ν. 2190/1920 (περί προσωπικής ευθύνης φυσικών προσώπων εντεταλμένων στη διοίκηση νομικού προσώπου μόνον επί βλάβης των συμφερόντων της εταιρείας λόγω αμελούς διαχειρίσεως), και δεν θεσπίζει αυτοτελή περίπτωση προσωπικής και ατομικής ευθύνης των νομίμων εκπροσώπων ανωνύμων εταιρειών, η οποία, άλλωστε, δεν στοιχειοθετείται άνευ ετέρου, δεδομένου ότι συνιστά εξαίρεση από την αρχή της αυτοτελείας του νομικού προσώπου και συνεπάγεται σοβαρές επεμβάσεις στα περιουσιακά δικαιώματα και σημαντικούς περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία των προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνομένων προσώπων (πρβλ. ΣτΕ 674/2021 Ολομ., 2816, 498/2020 επταμ., 1213/2019 επταμ.). Αυτή, άλλωστε, είναι η έννοια και του προπαρατεθέντος άρθρου 1 του π.δ. 26/1977, το οποίο απλώς ορίζει το περιεχόμενο των τίτλων εισπράξεως που αποστέλλονται στη φορολογική αρχή, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ταμειακή βεβαίωσή τους, χωρίς να θεσπίζει ατομική και αλληλέγγυα ευθύνη των μελών της διοικήσεως νομικών προσώπων προς εξόφληση των χρεών που βεβαιώνονται ταμειακώς σε βάρος των τελευταίων. Εξ άλλου, δεδομένου ότι η ως άνω Δήλωση κατατίθεται άπαξ κατά τον χρόνο εγγραφής της εταιρείας στο Ειδικό Μητρώο Εξαγωγέων και καλύπτει υποχρεώσεις δημιουργούμενες (μελλοντικώς) από κάθε πραγματοποιουμένη εξαγωγή της, δεν θα ήταν εύλογο να ευθύνεται το φυσικό πρόσωπο που διέθετε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου κατά τον χρόνο της εν λόγω εγγραφής, αλλά ενδέχεται να είχε απωλέσει κατά τον χρόνο τελέσεως της παραβάσεως. Επομένως, προσωπική και αλληλέγγυος ευθύνη του υπογράφοντος τη Δήλωση Προσωπικής Εγγυήσεως νομίμου εκπροσώπου ανώνυμης εταιρείας για οφειλές της απορρέουσες από την εν λόγω Δήλωση δεν δύναται να ισχύσει άνευ ετέρου, ήτοι άνευ ειδικής προς τούτο προβλέψεως, η οποία δεν περιέχεται σε καμμία από τις παρατεθείσες στην προηγουμένη σκέψη διατάξεις. Αντιθέτως, όπου ο νομοθέτης θέλησε να καθιδρύσει τέτοια ευθύνη, ρητώς το όρισε, όπως στη διάταξη του μη εν προκειμένω εφαρμοστέου, ελλείψει σχετικής προβλέψεως, άρθρου 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α΄ 151) επί οφειλών ανωνύμων εταιρειών από φόρο εισοδήματος και παρακρατουμένους φόρους, που εφαρμόζεται και για τον φόρο προστιθεμένης αξίας, τον φόρο κύκλου εργασιών, τα πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και τις οφειλόμενες στο ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές, για τα οποία ρητώς καθίστανται συνυπεύθυνα με το νομικό πρόσωπο τα διοικούντα αυτό φυσικά πρόσωπα.
7. Επειδή, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως προβάλλεται, σε αντίθεση με τα κριθέντα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που υιοθέτησε την παρατεθείσα στην προηγουμένη σκέψη ερμηνεία των εν προκειμένω εφαρμοστέων διατάξεων, ότι, κατά την έννοιά τους, η Δήλωση Προσωπικής Εγγυήσεως υπογράφεται από τον ίδιο τον νόμιμο εκπρόσωπο της οφειλέτριας εξαγωγικής εταιρείας και δη όχι απλώς υπό την ιδιότητά του αυτή αλλά και αυτοτελώς, ως φυσικό πρόσωπο που δηλώνει τα πλήρη αυτού στοιχεία, και ότι, συνεπώς, καθιδρύεται πρόσθετη, αυτοτελής και ανεξάρτητη εγγύηση, με την οποία το ως άνω δηλούν φυσικό πρόσωπο εγγυάται προσωπικώς, πέραν του ιδίου του εξαγωγέως, την τήρηση των υποχρεώσεων του τελευταίου που απορρέουν από τη νομοθεσία περί εξωτερικού εμπορίου. Ως προς το ανωτέρω, κρίσιμο για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς νομικό ζήτημα, δεν υφίσταται, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα προς θεμελίωση του παραδεκτού του ως άνω λόγου αναιρέσεως, νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως προβάλλεται μεν παραδεκτώς αλλά, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, όπως και η κρινομένη αίτηση, δεδομένου ότι νομίμως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη, που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν υπείχε ατομικώς και αλληλεγγύως ευθύνη με το νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας υπό την ιδιότητά του ως διευθύνοντος συμβούλου και μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής που υπέγραψε τη Δήλωση Προσωπικής Εγγυήσεως για οφειλές της τελευταίας. που ανέκυψαν λόγω μη εκπληρώσεως υποχρεώσεών της προβλεπομένων από τη νομοθεσία περί εξαγωγικού εμπορίου.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Προσωπική ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για τα χρέη τους
1. Η θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας
Η προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των φυσικών προσώπων, που διοικούν νομικά πρόσωπα, για την καταβολή των φορολογικών υποχρεώσεων και των ασφαλιστικών εισφορών των νομικών προσώπων προβλέπεται από ειδικές νομοθετικές διατάξεις (βλ., ιδίως, τα άρθρα 115 του ν. 2238/1994 και 15 του ν. 4321/2015). Οι διατάξεις αυτές γίνεται δεκτό ότι θεσπίζουν εξαίρεση από την αρχή της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων[1], δεν καθιστούν δε τα πρόσωπα αυτά υποκείμενα της σχετικής φορολογικής ή κοινωνικοασφαλιστικής υποχρέωσης του νομικού προσώπου[2] ούτε δημιουργούν ιδία υποχρέωσή τους για καταβολή του οφειλόμενου από την εταιρεία σχετικού φόρου ή εισφοράς, αλλά απλή, πρόσθετη ευθύνη αυτών προς πληρωμή[3].
Γίνεται επίσης δεκτό, ότι η αλληλέγγυα αυτή ευθύνη δεν συνιστά διοικητική κύρωση για παραβατική συμπεριφορά[4]. Η τελευταία αυτή διαπίστωση είναι συνεπής με την έννοια της διοικητικής κύρωσης, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τα διοικητικά δικαστήρια[5], ως μέτρου που σκοπεί στην πρόληψη και στην καταστολή (κολασμό) της παράβασης, στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της πλήρους συμμόρφωσης του υπόχρεου προς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του, λόγος για τον οποίο, για την επιβολή της, λαμβάνεται υπ’ όψη η υποκειμενική συμπεριφορά του υπόχρεου και όχι δεδομένα αντικειμενικού χαρακτήρα, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.
Η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, θεωρεί τις ρυθμίσεις αυτές θεμιτές, ως αποβλέπουσες στην επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της διασφάλισης της είσπραξης των οφειλομένων από τα νομικά πρόσωπα φόρων και ασφαλιστικών εισφορών[6] και ως μη προσκρούουσες στο δικαίωμα του κάθε πολίτη να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας[7].
Με το ίδιο σκεπτικό, τα διοικητικά δικαστήρια έχουν δεχθεί ότι ομοίως συνταγματικά ανεκτή, λόγω εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, είναι και η κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου και η εντεύθεν θέσπιση αλληλέγγυας ευθύνης για την πληρωμή διοικητικών κυρώσεων των μετόχων ανωνύμων εταιρειών, οι οποίες διατηρούν τηλεοπτικούς σταθμούς, εφ’ όσον οι μέτοχοί τους κατέχουν ποσοστό μεγαλύτερο του 2,5% του μετοχικού κεφαλαίου[8], όπως επίσης και των διοικούντων νομικά πρόσωπα για τις παροχές που αυτά οφείλουν στους εργαζομένους τους[9].
Ταυτόχρονα, όμως, η νομολογία παραμένει επιφυλακτική απέναντι στις επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις. Και τούτο, επειδή διαπιστώνει ότι συνεπάγονται σοβαρές επεμβάσεις στα περιουσιακά δικαιώματα και σημαντικούς περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία των προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνομένων φυσικών προσώπων για χρέη άλλου (του νομικού προσώπου). Για τον λόγο αυτό, το ΣτΕ έχει θέσει περιορισμούς στον ex lege καθορισμό και άλλων προσώπων ως υπεύθυνων για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου.
Έτσι, κατά τη νομολογία του, κάθε τέτοια διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται στενά[10] και να συνάδει με τις αρχές της οικονομικής ελευθερίας και της αναλογικότητας[11]. Γίνεται, επίσης, δεκτό ότι η ευθύνη των προσώπων αυτών πρέπει να αφορά χρέη που γεννήθηκαν όχι γενικώς στο πρόσωπο της εταιρείας, αλλά μόνον εκείνα που γεννήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα που τα φυσικά πρόσωπα είχαν τη διαχείριση και εκπροσώπηση του νομικού προσώπου[12], ώστε να μην είναι αμέτοχα, υπό την ιδιότητά τους αυτή, της δημιουργίας των παραπάνω χρεών. Ακόμη, η θέσπιση ενός καθεστώτος αυξημένης ευθύνης των παραπάνω προσώπων, για είναι επιτρεπτή, πρέπει να προβλέπεται με ρητή διάταξη τυπικού νόμου, η οποία μάλιστα πρέπει να παρέχει στα έχοντα την αυξημένη ευθύνη πρόσωπα την πραγματική δυνατότητα να απαλλαγούν, υπό προϋποθέσεις, από την ευθύνη για αλλότρια χρέη[13].
Στα πλαίσια αυτά κινείται και η δημοσιευόμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι η δήλωση, που κατατίθεται με την υποβολή της αίτησης εγγραφής στο Μητρώο Εξαγωγέων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, δεν θεσπίζει πρόσθετη υποχρέωση του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, για λογαριασμό του οποίου αυτός την υπογράφει και δεν τον καθιστά προσωπικά υπεύθυνο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη νομοθεσία περί εξαγωγικού εμπορίου, επειδή δεν υπάρχει ειδική περί αυτού πρόβλεψη στις σχετικές διατάξεις.
Είναι όμως οι νομολογιακές αυτές θέσεις υποστηρικτικές του καθεστώτος και των κανόνων της σύγχρονης, ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, όπως την αντιλαμβάνονται ο συνταγματικός και ο ενωσιακός νομοθέτης, ιδιαίτερα δε στην τρέχουσα κοινωνικοοικονομική συγκυρία;
2. Η διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος από τον Άρειο Πάγο
Ενισχυτική του παραπάνω προβληματισμού είναι η επισκόπηση της αντίστοιχης νομολογίας του Αρείου Πάγου, η οποία προχωρεί έτι περαιτέρω, θέτοντας επιπλέον περιορισμούς για την ευθύνη των φυσικών προσώπων για τα χρέη του νομικού προσώπου, που διοικούν.
Συγκεκριμένα, η νομολογία του Αρείου Πάγου, ακολουθώντας, κατά βάση, τη θεωρία του "βουλητικού οργάνου", σύμφωνα με την οποία το νομικό πρόσωπο έχει δική του βούληση, την οποία εκφράζουν τα πρόσωπα που το διοικούν, η δε ευθύνη του για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διαμορφώνεται ως ευθύνη για πράξεις και παραλείψεις δικές του και όχι τρίτων προσώπων[14], εκκινεί από μια θεμελιώδη παραδοχή. Ότι η νομική προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, που εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως είναι, προ πάντων, ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σε αυτή. Συνάγει δε, με αφετηρία τις παραπάνω παραδοχές, ότι η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Ως απόρροια της αυτοτέλειας θεωρεί ακριβώς (και) την ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης των νομικών προσώπων, δηλαδή την αποκλειστική και χωριστή ευθύνη τους από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως, η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ο θεσμός της εταιρείας, ειδικότερα, ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, γίνεται δεκτό ότι υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό, στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 § 1 και 12 §§ 1 και 3, οι οποίες προστατεύουν την οικονομική ελευθερία και την ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι[15].
Κατά την αρεοπαγητική άποψη, ο παραπάνω διαχωρισμός δεν δικαιολογείται μόνον εφ’ όσον καθίσταται μη υπηρετικός των σκοπών της χωριστής νομικής προσωπικότητας. Επομένως, δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, εάν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε πλέον καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του, η οποία τότε κάμπτεται είτε ευθέως, με βάση σχετική διάταξη του νόμου (όπως λ.χ. η διάταξη του άρθρ. 83 § 2 του κ.ν. 2190/1920), είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ. Και τούτο, επειδή η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά κατάχρηση θεσμού.
Αλλά, και πάλι, το ανώτατο πολιτικό δικαστήριο έχει περιορίσει νομολογιακά τις περιπτώσεις που δέχεται κάμψη της νομικής προσωπικότητας. Ειδικότερα, έχει κάνει δεκτό ότι δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά[16], αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε.), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Ακόμη, κρίθηκε ότι δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση, μέσω αυτής, επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες, με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, διότι τον σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Δεν λειτουργούν, εξάλλου, αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, για τον λόγο δε αυτόν δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, κατά την παραπάνω έννοια, ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί, σε τελική ανάλυση, τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία, με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας, διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου[17].
Σε συνέπεια με όσα προαναφέρθηκαν (και αντίθετα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας), ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι η άρση της νομικής προσωπικότητας συνιστά κύρωση. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη αυτή, στις παραπάνω περιπτώσεις, όπου η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας του νομικού προσώπου χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις του νομικού προσώπου είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου του, που σκόπιμα παραλλάσσονται ή, αντιστρόφως, όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με το νομικό πρόσωπο, από το οποίο αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν, όπως όταν ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει τον νόμο (λ.χ. για να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών, είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών δυνατοτήτων του, τότε η άρση ή κάμψη της νομικής προσωπικότητας λειτουργεί ως κύρωση[18]. Επιβάλλεται δε η παραπάνω κύρωση προς αποφυγή της κατάχρησης, επεκτείνοντας στους μετόχους ή εταίρους τις συνέπειες που την αφορούν ή, αντιστρόφως, επεκτείνει τις αντίστοιχες συνέπειες από τους μετόχους ή εταίρους στο νομικό πρόσωπο, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σε αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης.
Εξάλλου, προσωπική ευθύνη των φυσικών προσώπων, που διοικούν νομικό πρόσωπο, γίνεται δεκτή και όταν συντρέχει περίπτωση υπαιτίων παραβάσεων νομίμων υποχρεώσεων, ήτοι κανόνα που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία αφού η αρχή της μη ευθύνης τους κάμπτεται και όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία[19]. Εξομοιώνεται δηλαδή η υπαίτια παράβαση νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου από τα όργανα αυτά με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου μέλους της διοίκησης για την κατ` αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος. Το μέλος, όμως, της διοίκησης δύναται να επικαλεσθεί με ένσταση (την οποία και βαρύνεται να αποδείξει) ότι, για ειδικούς λόγους, δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο.
Γίνεται έτσι φανερό ότι από τον Άρειο Πάγο τίθεται μία επιπλέον προϋπόθεση για την αυτοτελή, παράλληλη ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα, αυτή της “κατάχρησης θεσμού”, η οποία μάλιστα καταφάσκεται υπό αυστηρές προϋποθέσεις και, εναλλακτικά, αυτά ευθύνονται σε περίιπτωση υπαίτιας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς. Σημαντικώτατη είναι, επίσης, η παρατήρηση ότι στην αυτοτέλεια του νομικού προσώπου αποδίδεται από τον Άρειο Πάγο συνταγματική κατοχύρωση, θέση η οποία ενισχύει το επιχείρημα in dubio, υπέρ της μη ευθύνης των διοικούντων νομικά πρόσωπα φυσικών προσώπων. Κατά συνέπεια, διευρύνεται ο κανόνας (της διατήρησης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου και, γενικότερα, της μη ευθύνης των φυσικών προσώπων που το διοικούν) σε βάρος της εξαίρεσης.
3. Διατήρηση μιας πιο κοινωνικής ή υιοθέτηση μιας πιο ελεύθερης αντίληψης για την οικονομία της αγοράς;
Είναι γνωστό ότι η σύγχρονη οικονομία εδώ και πολλές δεκαετίες λειτουργεί, παγκοσμίως, όχι μόνο μέσω των ατομικών επιχειρήσεων, αλλά με την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας μεγάλης κλίμακας, με εισφορές ποικίλου μεγέθους από πρόσωπα που δεν είναι αναγκαίο να συνδέονται μεταξύ τους και των οποίων ο επιχειρηματικός κίνδυνος περιορίζεται μόνο στην καταβολή της εταιρικής τους εισφοράς. Τα στοιχεία αυτά αναγνωρίζονται από τον Άρειο Πάγο ως τα βασικά χαρακτηριστικά της ανώνυμης εταιρείας (βλ. παραπάνω), λόγος για τον οποίο το ανώτατο πολιτικό δικαστήριο τη θεωρεί ως θεσμό της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, την οποία ακολουθεί και το Ελληνικό Σύνταγμα (άρθρα 5 § 1 και 106). Η αναίρεση της έννοιας της ανώνυμης εταιρείας ισοδυναμεί με προσβολή του δικαιώματος των δραστηριοποιουμένων στη σύγχρονη αγορά να ασκήσουν την επιχειρηματική και οικονομική τους δραστηριότητα μέσω αυτής, τους επαναφέρει ουσιαστικά στο επίπεδο των ατομικών επιχειρήσεων του παρελθόντος και καθιστά το οικονομικό περιβάλλον μη ελκυστικό για επενδύσεις.
Από την άλλη πλευρά, και το Συμβούλιο Επικρατείας παγίως δέχεται ότι ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες, απολαμβάνει περιθώρια εκτίμησης σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής και δύναται, κατ’ αρχήν, να λαμβάνει μέτρα για τη διασφάλιση των δημοσίων εσόδων, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο, πλην όμως η δυνατότητά του αυτή έχει ως όρια τις συνταγματικές διατάξεις και αρχές[20]. Επομένως αναγνωρίζει γενικώς όρια, τα οποία, ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα εντοπίζει μόνο στα σημεία που αναφέρθηκαν παραπάνω (υπό 1.).
Υπό το φως όλων αυτών, η ήδη επιφυλακτική αντιμετώπιση, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου θα μπορούσε να εμπλουτισθεί και να ενισχυθεί, ώστε να περιορισθούν ακόμη περισσότερο οι περιπτώσεις δημιουργίας προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης των προσώπων, που διοικούν νομικά πρόσωπα, για τα χρέη των τελευταίων. Συγκλίνοντας προς τη νομολογία του Αρείου Πάγου, η ερμηνευτική προσθήκη του κριτηρίου της “κατάχρησης θεσμού” ως επιπλέον προϋπόθεσης θα επέτρεπε στο δικαστήριο, χωρίς βέβαια να υπεισέρχεται στην έρευνα της σκοπιμότητας των εκάστοτε επιλογών του νομοθέτη (που είναι συνταγματικά ανεπίτρεπτη), να ερευνά και να λαμβάνει θέση στο αμιγώς νομικό ζήτημα της, κατ’ αρχήν, διαφύλαξης του θεσμού του νομικού προσώπου και, ιδίως, των κεφαλαιουχικών εταιρειών, που αναγνωρίζεται ότι υπηρετούν κοινωνικό κυρίως σκοπό, στο πλαίσιο των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 § 1 και 12 §§ 1 και 3 και της ελευθερίας των φυσικών προσώπων να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά μέσω των μορφωμάτων αυτών της συναλλακτικής ζωής.
Υπάρχει άραγε νομολογιακό προηγούμενο, που να οδηγεί προς την κατεύθυνση αυτή; Η απάντηση είναι θετική. Ειδικότερα, η μεθοδολογία εισαγωγής του παραπάνω κριτηρίου θα μπορούσε να είναι αντίστοιχη π.χ. με εκείνη που δέχεται το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο όταν επικαλείται την κάλυψη του κόστους “αξιοπρεπούς διαβίωσης” ως κριτήριο ελέγχου της συνταγματικότητας νομοθετικών μέτρων που μειώνουν τις αποδοχές ή τις συντάξεις συγκεκριμένων κατηγοριών του πληθυσμού, στο οποίο αποδίδει συνταγματική κατοχύρωση, θεωρώντας το ως απόρροια, στις περιπτώσεις εκείνες, των άρθρων 2 § 1, 16 § 5, 21 §§ 3 και 5 και 22 § 5 του Συντάγματος[21]. Η υιοθέτηση μιας τέτοιου είδους ερμηνείας και στη συγκεκριμένη περίπτωση θα είχε διττή χρησιμότητα. Αφ’ ενός θα οδηγούσε στη σύμπλευση της νομολογίας των δύο ανώτατων δικαστηρίων στο επίμαχο ζήτημα, που παραμένει πάντοτε το ζητούμενο προ ικανοποίηση του αιτήματος διατήρησης της ενότητας της έννομης τάξης δια μέσου της ερμηνείας και της εφαρμογής του δικαίου, αλλά και θα επιτύγχανε ακόμη μεγαλύτερη ισορροπία ανάμεσα στα όσα, αφ’ ενός μεν, το δημόσιο συμφέρον της διασφάλισης της είσπραξης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων επιβάλλει, αλλά και, αφ’ ετέρου, το επίσης δημόσιο συμφέρον για προσέλκυση επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας για την Εθνική Οικονομία και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας υπαγορεύει[22].-
ΚΩΝ/ΝΟΣ Π. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ
Δικηγόρος
■
[1]. ΣτΕ 215/2024 7μελούς, σκέψη 10.
[2]. ΣτΕ 15/2024, σκέψη 6, 1556/2023, 2116/2021, 2319/2018, ΔΕφΠατ 20/2024, σκέψη 7.
[3]. ΣτΕ 870/2022, σκέψη 5.
[4]. ΔΕφΑθ 1207/2024, σκέψη 10.
[5]. ΣτΕ 733/2024 7μ., σκέψη 6.
[6]. ΣτΕ 2816/2020 7μελούς, 498/2020, 1775, 1183-1187/2018 7μελούς, 2275/2017, 1028/2013, 3333/2008.
[7]. ΣτΕ 2816/2020 7μελούς, 1028/2013.
[8]. ΟλΣτΕ 3031/2008.
[9]. ΟλΣτΕ 3015 και 3017/2014.
[10]. ΣτΕ 215/2024 7μελούς, 498/2020 7μελούς.
[11]. ΟλΣτΕ 674/2021, ΣτΕ 2816/2020 7μελούς, 978/2020, 1213/2019, 1775/2018.
[12]. ΣτΕ 214/2024 7μελούς, 870/2022, 2816/2020 7μελούς, ΔΕφΠατ 20/2024, σκέψη 10, πρβλ. ΣτΕ 3594/2013.
[13]. ΣτΕ 1366/2017 7μελούς, 1770/2005, ΔΕφΑθ 1207/2024, σκέψη 6, πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 2-6-2016, Καπνοβιομηχανία Καρέλια Α.Ε., C-81/15, σκέψεις 49-54.
[14]. ΑΠ 1000/2023.
[15]. Για όλα τα παραπάνω, βλ. ΑΠ 308/2023, 1088 και 1450/ 2021, βλ. έτσι και τη γνώμη της Μειοψηφίας στις σκέψεις 8 και 12 της ΟλΣτΕ 3031/2008.
[16]. ΟλΑΠ 5/1996.
[17]. Έτσι, ΑΠ 308/2023, βλ. ομοίως και τη γνώμη της Μειοψηφίας στη σκέψη 10 της ΟλΣτΕ 3031/2008.
[18]. ΑΠ 167 και 858/2022, 1090 και 1450/2021.
[19]. ΑΠ 141/2023, 263/2021.
[20]. ΟλΣτΕ 668 και 1283/2012.
[21]. ΟλΣτΕ 1529/2023, 1408, 1891 και 1911/2022, 1889/2019, 668 και 1283/2012, ΣτΕ 1515/2021 7μελούς.
[22]. Bλ., έτσι, ΟλΣτΕ 703/2020, σκέψη 15, 208/2020, σκέψη 10, ΣτΕ 2221/2022, σκέψη 8, 895/2021, σκέψη 8 κ.ά.