ΑΠ 99/2024, «Η νομική φύση των παροχών του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ)», σχόλιο Μ. – Μ. Τσίπρα
Άρειος Πάγος
(Β2΄ Τμήμα)
Αριθ. 99/2024
Πρόεδρος: Α. Στράτα, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Μ. Σιμιτσή-Βετούλα, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Μ. Σκαδιώτη, Α. Πετρόγλου, Ν.-Σ. Σακαλής
Ρύθμιση ζητημάτων κοινωνικής ασφάλισης μέσω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας. Ειδικοί Λογαριασμοί Αλληλοβοηθητικά Σωματεία ή Ταμεία. Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος» [ΛΕΠΕΤΕ]. Αποτελεί ιδιωτικό φορέα επικουρικής ασφάλισης και οι παροχές, που κατέβαλε προς τους δικαιούχους του δεν συνιστούν μετεργασιακές αμοιβές λόγω λήξης της εργασιακής τους σχέσης.
(…) Στην § 2 του άρθρου 22 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία» και στην § 5 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ως μέσο για την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων εργασίας και αμοιβής των μισθωτών, υπό την έννοια ότι οι όροι αυτοί, εκτός από τους γενικούς, δεν επιτρέπεται να ρυθμισθούν δια νόμου με αποκλειστικό τρόπο (δηλαδή να αφαιρεθούν από την ύλη των συλλογικών συμβάσεων), εκτός αν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, συνδεόμενους με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας. Με τη δεύτερη διάταξη από τους όρους εργασίας και αμοιβής των μισθωτών διαχωρίζονται τα θέματα της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι η σύσταση ασφαλιστικού οργανισμού, η υπαγωγή στην ασφάλιση, ο καθορισμός πόρων, η είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών, η καταβολή ασφαλιστικών παροχών κλπ και καθορίζεται ότι όλα αυτά εμπίπτουν στο αντικείμενο της κρατικής μέριμνας, που εκδηλώνεται με κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Σε ακολουθία προς τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, στο άρθρο 2 περ. 3 του ν. 1876/1990 ορίσθηκε ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας μόνο σε περιορισμένη έκταση μπορεί να ρυθμίζει ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης, «εφόσον αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με τη συνταγματική τάξη και την πολιτική των δημοσίων φορέων κοινωνικής ασφάλισης» και, πάντως, εφόσον δεν πρόκειται για ζητήματα «συνταξιοδοτικά». Αμέσως μετά, με το άρθρο 43 § 3 του ν. 1902/1990 διευκρινίσθηκε ότι στην έννοια των συνταξιοδοτικών ζητημάτων, που δεν μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο συλλογικής σύμβασης εργασίας, περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, «η σύσταση ειδικών ταμείων ή λογαριασμών που χορηγούν περιοδικές παροχές ή εφάπαξ βοήθημα με επιβάρυνση του εργοδότη». Ομοίως, και κατά τη διάταξη του άρθρου 21 § 3 του ν. 3239/1955, που ίσχυε πριν από το ν. 1876/1990, ορίζεται ότι «δεν δύναται δια συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή αποφάσεως διαιτησίας να συσταθεί ειδικός λογαριασμός ή επικουρικός ασφαλιστικός οργανισμός ή ταμείον προνοίας ή να καθορισθούν ή τροποποιηθούν πόροι ή εισφοραί υπέρ πάσης φύσεως ασφαλιστικών οργανισμών ή λογαριασμών».
Πριν από την ισχύ των ως άνω νόμων είχε γίνει δεκτό ότι στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ) μπορούσε να συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή υπηρεσία η συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο ασφαλιστικό σκοπό (όπως η παροχή εφάπαξ βοηθημάτων, συντάξεων κλπ), διότι τέτοιους ειδικούς λογαριασμούς δεν τους απέκλειε η νομοθεσία, αλλά αντιθέτως τους προέβλεπε ειδικώς στο πλαίσιο ασφαλιστικών οργανισμών για ασφαλιστικές παροχές με τη διάταξη του άρθρου 4 § 7 του α.ν. 1022/1946 (Α 75), με την οποία οριζόταν ότι «οργανισμός, έργον του οποίου είναι η ασφάλισης των μισθωτών ωρισμένης επιχειρήσεως κατά της αναπηρίας, του γήρατος και του θανάτου δύναται..... να συστήσει εν εαυτώ ειδικόν λογαριασμόν... σκοπούντα στην ασφάλισιν αυτών κατά των ιδίων κινδύνων, δια της χορηγήσεως εφ' απαξ χρηματικών παροχών, εις ας περιπτώσεις και υφ' ους όρους προβλέπεται η χορήγησις των περιοδικών τοιούτων» (ΟλΑΠ 9/2012, ΑΠ 1238/2020, ΑΠ 1243/2019). Οι λογαριασμοί αυτοί, κατά κανόνα, δεν έχουν νομική προσωπικότητα, για την απόκτηση της οποίας απαιτούνται οι κατά περίπτωση νόμιμες προϋποθέσεις, δεν αποτελούν αστικές εταιρίες, ούτε έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι, αντιμετωπίζονται, όμως, τόσο από το νομοθέτη όσο και από τη νομολογία, ως φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ομόλογοι με τους κρατικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς (OλΑΠ 9/ 2012, ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 929/2023, ΑΠ 1238/ 2020, ΑΠ 1243/2019, ΑΠ 1244/2019, ΑΠ 1330/ 2018, ΟλΣτΕ 2197 - 2200/2010). Συγκεκριμένα στον τομέα των τραπεζών συστήθηκαν μεταξύ πιστωτικών (τραπεζικών) ιδρυμάτων και του προσωπικού τους αλληλοβοηθητικά ταμεία των τραπεζών, τα οποία είναι ασφαλιστικοί φορείς ιδιωτικού δικαίου ποικίλης μορφής (νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ενώσεις προσώπων ή σύνολα περιουσιών), και οι οποίοι παρέχουν επικουρική ασφάλιση στους τραπεζοϋπαλλήλους κατόπιν συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή συλλογικών ενοχικών συμφωνιών (ΟλΣτΕ 2197-2200/ 2010, πρβλ. ΑΠ 244/2019). Ειδικότερα, οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης διακρίνονται, με βάση την προέλευση και το νομικό τους καθεστώς, σε νομοθετικούς και συμβατικούς (μη κερδοσκοπικούς). Οι νομοθετικής προέλευσης φορείς έχουν, κατά κανόνα, τη μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ενώ οι συμβατικής προέλευσης φορείς μπορεί να έχουν τη μορφή ειδικών λογαριασμών ή αλληλοβοηθητικών σωματείων ή ταμείων, συσταθέντων σε επιχειρησιακό επίπεδο είτε με τη συμφωνία εργοδοτών – εργαζομένων, είτε μονομερώς από τους εργοδότες ή τους εργαζόμενους (ΑΠ 929/2023, ΑΠ 1244/2019). Ο νομοθέτης τα ταμεία που στηρίζονται στην ιδιωτική βούληση, άλλοτε μεν τα ανήγαγε σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 3 § 2 του α.ν. 1495/1938), άλλοτε δε, χωρίς να τα αναγάγει σε ν.π.δ.δ, τα αντιμετώπισε ως ασφαλιστικούς οργανισμούς, ομολόγους προς τους φορείς της δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης (ΑΠ 929/2023, ΑΠ 1243/ 2019, ΑΠ 1330/2018). Ενδεικτικά, με το άρθρο 12 του ν. 1405/1983 τα ταμεία αυτά εντάσσονται στο νομοθετικό καθεστώς της διαδοχικής ασφάλισης, στο οποίο μετέχουν ισότιμα με τους φορείς που είναι ν.π.δ.δ., με το άρθρο 10 του ν. 1902/ 1990 καθιερώνονται ενιαίοι κανόνες ως προς το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και το χρόνο θεμελίωσης σύνταξης γήρατος των ασφαλισμένων σε αυτά, με το άρθρο 18 του ίδιου νόμου τα πρόσωπα που ασφαλίζονται στα ταμεία αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση στο ΙΚΑ- ΤΕΑΜ και με το άρθρο 2 § 4 του ν. 2084/1992 τα εν λόγω ταμεία νοούνται φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Συγκεκριμένα, με τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 του ν. 997/1979, «περί συστάσεως Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών και ετέρων τινών διατάξεων» (Α 287), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 § 3 του ν. 1902/1990 (Α 138), ορίζεται ότι «στην ασφάλιση του ταμείου υπάγονται υποχρεωτικώς τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίζονται, δυνάμει των κειμένων περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως διατάξεων, στο ΙΚΑ ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών και δεν υπάγονται για την αυτή απασχόληση στην ασφάλιση άλλου φορέα, κλάδου ή λογαριασμού ασφαλίσεων που λειτουργεί με τη μορφή ν.π.δ.δ. Κατ’ εξαίρεση, τα επικουρικά ταμεία, κλάδοι, λογαριασμοί ασφάλισης μισθωτών που λειτουργούν με τη μορφή ν.π.ι.δ., ως και κάθε άλλος φορέας επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας ή νομικής μορφής, που έχουν συσταθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος (17.10.1990), εξακολουθούν να διέπονται από τις καταστατικές τους διατάξεις και τα πρόσωπα που ασφαλίζονται σε αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση του ΙΚΑ- ΤΕΑΜ». Ακόμη, με το ν. 1902/1990 «Ρύθμιση συνταξιοδοτικών και άλλων συναφών θεμάτων» (Α 138) και ειδικότερα με το άρθρο 10 § 1 αυτού με τίτλο άρθρου «Συνταξιοδοτικό καθεστώς ασφαλισμένων σε Ειδικά Ταμεία Συντάξεων», όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 του ν. 1914/1990 (Α` 178) και αντικαταστάθηκε με την § 1 του άρθρου 9 του ν. 1976/1991 ( Α 184) ορίζεται ότι «στο παρόν άρθρο υπάγονται οι ασφαλισμένοι για κύρια ή επικουρική σύνταξη στα Ειδικά Ταμεία Συντάξεως του προσωπικού των Τραπεζών, του Τ.Α.Π. - Ο.Τ.Ε. του Τ.Σ.Π. - Η.Σ.Α.Π. και στη Διεύθυνση Ασφαλίσεως Προσωπικού της Δ.Ε.Η. Ως επικουρικά ταμεία για την εφαρμογή του παρόντος νοούνται τα επικουρικά ταμεία ή κλάδοι ή λογαριασμοί, που λειτουργούν με τη μορφή ν.π.δ.δ., καθώς και κάθε άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που χορηγούν περιοδικές παροχές, υπό τύπο συντάξεων, βοηθημάτων ή μερισμάτων, εφ’ όσον τα έσοδα αυτών από εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικούς πόρους ή άλλη επιχορήγηση υπερβαίνουν τα έσοδα από εισφορές των ασφαλισμένων», με την § 1 του άρθρου 11 του ως άνω νόμου με τίτλο άρθρου «ασφαλιστικές εισφορές Ειδικών Ταμείων» ορίζεται ότι «Από 1.1.1996 το ασφάλιστρο που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι στα ταμεία κύριας ασφάλισης μισθωτών του άρθρου 10 δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 7,5%. Αν κατά την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου αυτό είναι μικρότερο, αυξάνεται προοδευτικά το λιγότερο κατά μία εκατοστιαία μονάδα ανά έτος, προκειμένου να φθάσει σε 7,5%» και με την § 2 του ιδίου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του δευτέρου εδαφίου της με την § 1 του άρθρου 10 του ν. 1976/1991, ορίζεται ότι «Τυχόν καταβολή από τον εργοδότη εισφοράς ασφαλισμένου με οποιαδήποτε μορφή και οποιονδήποτε τρόπο (καταβολή υπό του ιδίου αντί αυξήσεως μισθού, επιδότηση ασφαλισμένου κ.λπ.) μειώνεται προοδευτικά κατά το ποσοστό που αυξάνεται η καταβαλλόμενη από τον ασφαλισμένο εισφορά. Ο εργοδότης υποχρεούται να παρακρατεί και αποδίδει από τις αποδοχές των ασφαλισμένων το ασφάλιστρο της παρ 1 αυτού του άρθρου, καθώς επίσης και να καλύπτει τα τυχόν προκύπτοντα σε κάθε οικονομική χρήση ή κατά τη διάρκεια χρήσης ελλείμματα του αντίστοιχου φορέα....». Εξάλλου, με το ήδη αναφερθέν άρθρο 2 § 4 του ν. 2084/1992 «Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (Α 165), όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου του με το άρθρο 11 § 1 του ν. 2227/1994 (Α 129), ορίζεται ότι « Στον παρόντα νόμο οι παρακάτω όροι σημαίνουν αντίστοιχα: 1. [...]. 2. [...]. 3. [...]. 4. Φορείς κοινωνικής ασφάλισης: Όλα τα ασφαλιστικά Ταμεία και οργανισμοί που λειτουργούν με τη μορφή ν.π.δ.δ. και υπάγονται στην εποπτεία του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επίσης, φορείς ασφάλισης νοούνται τα Ταμεία ή Κλάδοι ή Λογαριασμοί, που λειτουργούν με την μορφή ν.π.ι.δ., οι υπηρεσίες και κάθε άλλος φορέας ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που χορηγούν περιοδικές παροχές υπό τύπο συντάξεων (κύριες και επικουρικές), βοηθημάτων ή μερισμάτων ή παροχές ασθένειας ή Εφάπαξ βοηθήματα εφόσον καταβάλλεται εργοδοτική εισφορά ή κοινωνικός πόρος. Με το άρθρο 46 § 1 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι «Από 1.1.1993 το ποσοστό εισφοράς εργοδότη στα ειδικά ταμεία κύριας ασφάλισης του προσωπικού των Τραπεζών Αγροτικής, Ελλάδος και Κτηματικής, Εθνικής, Ε.Τ.Β.Α., Ιονικής - Λαϊκής, του Τ.Α.Π. - Ο.Τ.Ε. και του Τ.Σ.Π.Η.Σ.Α.Π. καθορίζεται σε 22%. Μεγαλύτερα ποσοστά προβλεπόμενα από τις καταστατικές διατάξεις των παραπάνω ταμείων για τον εργοδότη εξακολουθούν να ισχύουν. Το ποσοστό εισφοράς των ασφαλισμένων στα παραπάνω Ταμεία ορίζεται από 1.1.1995 σε 11% και με την § 4 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «Με επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου και της § 2 από 1.1. 1993 οι εργοδότες των ασφαλισμένων των Ειδικών Ταμείων κύριας ασφάλισης του άρθρου 9 του ν. 1976/1991 θα καλύπτουν τα ετήσια οργανικά ελλείμματα, σύμφωνα με την § 2 του άρθρου 11 του ν. 1902/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 1976/1991, που τυχόν θα προκύψουν και μέχρι ποσού, που δεν θα υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση το ποσό που καταβλήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του 1992» και με το άρθρο 52 με τίτλο άρθρου «Επικουρική Ασφάλιση» ορίζεται στην § 1 ότι: «Το ποσοστό εισφοράς στους φορείς επικουρικής ασφάλισης μισθωτών δεν μπορεί να είναι, για τον ασφαλισμένο, κατώτερο του 3% επί των αποδοχών αυτού, που υπόκεινται σε εισφορές σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις κάθε φορά και του 3% για τον εργοδότη. Μικρότερα ποσοστά αναπροσαρμόζονται σταδιακά από 1.1.1993 σε τρία έτη» και στην § 2 ότι «Από 1.1.1995 η σχέση εισφοράς ασφαλισμένου προς την εισφορά εργοδότη στους φορείς επικουρικής ασφάλισης μισθωτών, στους οποίους προβλέπεται εισφορά εργοδότη ορίζεται σε 1 προς 1. Η παραπάνω σχέση δεν ισχύει για τους φορείς Επικουρικής Ασφάλισης, οι οποίοι χορηγούν σύνταξη σε υποκατάσταση κύριας ασφάλισης. Αν οι εργοδότες των ασφαλισμένων των επικουρικών αυτών φορέων καλύπτουν τα οργανικά ελλείμματα σύμφωνα με τις καταστατικές η άλλες διατάξεις, η κάλυψη γίνεται μέχρι ποσού που δεν θα υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση το ποσό που καταβλήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του έτους 1992». Από την τελευταία ως άνω διάταξη προκύπτει ότι οι εργοδότες των ασφαλισμένων σε φορείς επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής των φορέων αυτών, που κάλυπταν τα οργανικά ελλείμματα αυτών σύμφωνα με διατάξεις των καταστατικών τους ή και με άλλες διατάξεις, η κάλυψη αυτή από 1.1.1995 και εφεξής γίνεται μέχρι του ποσού που δεν θα υπερβαίνει το ποσό που (τυχόν) καταβλήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του έτους 1992. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2992/ 2002, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση του εσωτερικού νομοθέτη προς τον Κανονισμό 1606/ 2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19.7.2002 «Για την Εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων» και σύμφωνα με τον Κανονισμό 1725/2003 της Επιτροπής της 19-9-2003 «Για την υιοθέτηση ορισμένων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου», οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών επιχειρήσεις, όπως είναι και οι τράπεζες, υποχρεώθηκαν από την 1.1.2005 (ΥΑ 53705/994/2003, ΦΕΚ Β΄ 1129/ 2003) να εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ), μεταξύ των οποίων το ΔΛΠ αριθ. 19, που επιβάλλει την ακριβή λογιστική αποτύπωση όλων των παροχών του εργοδότη προς το προσωπικό του (ημερομίσθια, μισθούς, εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, μελλοντικά προγράμματα παροχών μετά την απασχόληση κλπ), ακόμη και των μη ληξιπροθέσμων. Ειδικότερα, στις §§ 4, 5 και 6 εδ. α΄ και β΄ του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου (ΔΛΠ) 19, που φέρει τον τίτλο: «Παροχές σε εργαζόμενους» του ως άνω Κανονισμού 1725/2003 «για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/ 2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου», ορίζεται ότι: «4. Προγράμματα παροχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία ταξινομούνται είτε ως προγράμματα καθορισμένων εισφορών, είτε ως προγράμματα καθορισμένων παροχών. Το Πρότυπο παρέχει συγκεκριμένες οδηγίες για την ταξινόμηση των προγραμμάτων πολλών εργοδοτών, κρατικών προγραμμάτων και των προγραμμάτων με ασφαλιστικές παροχές. 5. Σύμφωνα με τα προγράμματα καθορισμένων εισφορών, η επιχείρηση καταβάλει σταθερές εισφορές σε μια ξεχωριστή οικονομική μονάδα (Ταμείο) και δε θα έχει νόμιμη ή τεκμαιρόμενη δέσμευση να καταβάλει περαιτέρω εισφορές, αν το Ταμείο δεν κατέχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία για να πληρώσει όλες τις παροχές σε εργαζόμενους, που αφορούν σε υπηρεσία εργαζομένου στην τρέχουσα και σε προηγούμενες περιόδους. Το Πρότυπο απαιτεί η επιχείρηση να καταχωρεί εισφορές σε ένα πρόγραμμα καθορισμένων εισφορών, όταν ένας εργαζόμενος έχει παράσχει υπηρεσία με αντάλλαγμα αυτές τις εισφορές. 6. Όλα τα λοιπά προγράμματα παροχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία είναι προγράμματα καθορισμένων παροχών. Τα προγράμματα καθορισμένων παροχών μπορεί να είναι μη χρηματοδοτούμενα ή μπορεί να είναι ολικά ή εν μέρει χρηματοδοτούμενα [....]». Από τις ως άνω διατάξεις του ΔΛΠ 19 του Κανονισμού 1725/2003 συνάγεται ότι δίδεται μόνο ο ορισμός των προγραμμάτων καθορισμένων εισφορών, ενώ τα προγράμματα καθορισμένων παροχών ορίζονται εξ αντιδιαστολής, καθώς προβλέπεται ότι στην έννοια αυτή εντάσσονται όλα τα υπόλοιπα προγράμματα, που δεν θεωρούνται προγράμματα καθορισμένων εισφορών. Οι ίδιοι ως άνω ορισμοί επαναλαμβάνονται και στην § 7 του ΔΛΠ 19 του Κανονισμού. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον κατά τον Κανονισμό 1725/2003 ορισμό των προγραμμάτων καθορισμένων εισφορών, όταν πρόκειται περί προγραμμάτων καθορισμένων εισφορών συνταξιοδοτικών οργανισμών τράπεζας, η υποχρέωση της τελευταίας, όσον αφορά τις παροχές στους εργαζομένους μετά τη συνταξιοδότησή τους, περιορίζεται στο ποσό και μόνο που συνεισφέρει στο ασφαλιστικό ταμείο που χορηγεί τις σχετικές παροχές, ήτοι συνήθως στο ποσοστό επί των μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου, το οποίο αποτελεί την εισφορά του εργοδότη. Το ποσό δε των παροχών, που λαμβάνεται από τον εργαζόμενο μετά την έξοδο από την υπηρεσία, προσδιορίζεται από το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται από την Τράπεζα- εργοδότη και τον εργαζόμενο, καθώς και από την απόδοση των επενδύσεων που επιχειρεί ο ασφαλιστικός φορέας. Ενόψει του ότι, επί προγράμματος καθορισμένων εισφορών, η υποχρέωση των τραπεζών εξαντλείται στην καταβολή των εργοδοτικών εισφορών, αφού προϋποτίθεται για τον χαρακτηρισμό ενός προγράμματος ως καθορισμένων εισφορών ότι οι τράπεζες δεν έχουν αναλάβει νόμιμη ή τεκμαιρόμενη δέσμευση να καταβάλλουν περαιτέρω εισφορές, ήτοι δεν έχουν αναλάβει υποχρέωση κάλυψης ελλειμμάτων, ο αναλογιστικός και επενδυτικός κίνδυνος, ο σχετικός με την επάρκεια των περιουσιακών στοιχείων του προγράμματος για την κάλυψη των αναμενόμενων παροχών, βαρύνει τον εργαζόμενο. Αντιθέτως, επί προγραμμάτων καθορισμένων παροχών, τα οποία εξ αντιδιαστολής προϋποθέτουν ότι οι τράπεζες έχουν αναλάβει την νόμιμη ή τεκμαιρόμενη δέσμευση να καταβάλουν περαιτέρω εισφορές, ήτοι έχουν αναλάβει την υποχρέωση κάλυψης των τυχόν ελλειμμάτων των εν λόγω προγραμμάτων, ο αντίστοιχος κίνδυνος βαρύνει τις ίδιες τις τράπεζες. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν πέραν των, λογιστικής και εν γένει οικονομικής φύσης, διαφορών των δύο προγραμμάτων (καθορισμένων εισφορών και καθορισμένων παροχών), ιδίως αναφορικά και με τις επιπτώσεις τους στην οικονομική θέση των τραπεζών, κύρια διαφορά τους, η οποία σηματοδοτεί και την ένταξη ενός προγράμματος στην αντίστοιχη κατηγορία, συνιστά η ύπαρξη ή μη δέσμευσης των τραπεζών για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Συνεπώς, πρόγραμμα καθορισμένων παροχών, στο πλαίσιο του οποίου ο αναλογιστικός και επενδυτικός κίνδυνος βαρύνει τις τράπεζες, μπορεί να νοηθεί, κατά λογική αναγκαιότητα, μόνον εφόσον, μεταξύ άλλων, οι τράπεζες έχουν αναλάβει, έστω και τεκμαιρόμενα, τη δέσμευση να συνεισφέρουν οποιοδήποτε ποσό για την κάλυψη των δαπανών από τις συμφωνηθείσες παροχές. Ακολούθως, με την εφαρμογή των ανωτέρω λογιστικών προτύπων και ιδίως εκείνου του ΔΛΠ αριθ. 19, τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992, που με βάση ιδιωτικές συμφωνίες είχαν αναλάβει στο διηνεκές τη δέσμευση να καλύπτουν τα ελλείμματα των ταμείων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού τους για την καταβολή συντάξεων, οφείλουν να αναγράφουν στους ισολογισμούς τους τις υποχρεώσεις αυτές σαν υποχρεώσεις προς οποιαδήποτε ιδιωτική ασφάλιση, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζουν μεγαλύτερο παθητικό και χαμηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα υπήρχε, αν το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων ασφαλιζόταν και για τις επικουρικές παροχές (πολύ περισσότερο γι` αυτές που μέχρι τότε καταβάλλονταν στο πλαίσιο προγραμμάτων προκαθορισμένων παροχών) σε κρατικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης, διότι τότε οι σχετικές υποχρεώσεις θα αντιμετωπίζονταν ως υποχρεώσεις του αρμόδιου κρατικού φορέα και, κατ` επέκταση, του κοινωνικού συνόλου, αλλά όχι των πιστωτικών ιδρυμάτων, που θα περιορίζονταν στις εργοδοτικές εισφορές (όπως συμβαίνει στα ασφαλιστικά προγράμματα προκαθορισμένων εισφορών) και θα απαλλάσσονταν από την κάλυψη των ελλειμμάτων. Προκειμένου να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι, τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα θα αντιμετώπιζαν ως προς την περαιτέρω λειτουργία τους από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και την εξ αυτής λογιστική μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας και, παράλληλα, προκειμένου να ενοποιηθεί η κρατική μέριμνα στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με το ν. 3371/ 2005 «Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις», επεκτάθηκε το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι σχετικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Η' του νόμου αυτού (άρθρα 57 έως 64), σύμφωνα με τις οποίες, το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, ως προς την κυρία ασφάλιση υπήχθη στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) (άρθρο 57), ενώ ως προς την επικουρική ασφάλιση προβλέφθηκε η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή όλων των προσλαμβανομένων στα πιστωτικά ιδρύματα από 1.1.2005 στο Ενιαίο Ταμείο Επικούρησης Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ) (άρθρο 58). Ως προς τους ήδη ασφαλισμένους και συνταξιούχους των ταμείων επικουρικής ασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέφθηκε, επίσης, η υπαγωγή στην υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ, συντελούμενη, όμως, μετά τη διάλυση των ήδη υφισταμένων ταμείων, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά αυτών (άρθρο 58). Για την αντιμετώπιση, κυρίως, ζητημάτων μεταβατικής φύσεως, ιδρύθηκε το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤ ΑΤ) (άρθρο 60), στην ασφάλιση του οποίου ορίσθηκε ότι υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση στα οικεία ταμεία ασφάλισης του προσωπικού τους, μετά τη διάλυσή τους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά αυτών (άρθρο 62). Περαιτέρω, με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α' 41) συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης» (ΕΤΕΑ), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με σκοπό την «παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους», εντάχθηκε δε στο εν λόγω Ταμείο, με το άρθρο 36 του νόμου αυτού, μεταξύ άλλων, το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) ως προς την επικουρική ασφάλιση. Το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) με το άρθρο 74 του ν. 4387/2016 (Α 85), με το οποίο αντικαταστάθηκε η § 2 του άρθρου 35 του προαναφερθέντος ν. 4052/2012, μετονομάσθηκε σε «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (ΕΤΕΑΕΠ). Με τις εν λόγω ρυθμίσεις, ο νομοθέτης απέβλεψε, προεχόντως, στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 22 § 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλόμενη από αυτές κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται εκείνης για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων (ΟλΑΠ 9/ 2012, ΑΠ 929/2023, ΑΠ 1238/2020, ΑΠ 1243/ 2019, ΟλΣτΕ 2197 έως 2202/2010).
Από το συνδυασμό, όλων των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι α) υπό το αρχικό νομοθετικό καθεστώς ήταν δυνατόν να συσταθεί νομίμως, με ιδιωτική συμφωνία και ειδικότερα με συλλογική σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, λογαριασμός που έχει τη μορφή της συγκέντρωσης περιουσίας και λειτουργεί εφεξής ως ασφαλιστικός οργανισμός με αντικείμενο τη χορήγηση περιοδικών συνταξιοδοτικών παροχών σε πρώην εργαζομένους, β) ο λογαριασμός αυτός, αν και στερείται νομικής προσωπικότητας, είναι ομόλογος των ασφαλιστικών ταμείων που συνιστούν νομικά πρόσωπα και λειτουργεί κατά όμοιο με αυτά τρόπο, δεδομένου ότι με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις ο νομοθέτης, υιοθετώντας το λειτουργικό κριτήριο, περιλαμβάνει στις ρυθμίσεις τους όλους τους ασφαλιστικούς φορείς, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη νομική μορφή για τη σύννομη λειτουργία τους, γ) υπό την έννοια αυτή, αν και στερείται νομικής προσωπικότητας, διακρίνεται από το πρόσωπο του εργοδότη και λειτουργεί αυτόνομα, δ) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη λειτουργία του, καθώς και η χρηματοδότησή του με εργοδοτικές εισφορές και εισφορές των υπαλλήλων ρυθμίζονται από τον κανονισμό λειτουργίας του, κατά το μέτρο που αυτός δεν αντίκειται στις προαναφερθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις και ε) το εύρος της χρηματοδότησής του υπάγεται στη ρυθμιστική εμβέλεια του ν. 2084/1992 και ειδικότερα του τρίτου εδαφίου της § 2 του άρθρου 52 αυτού, το οποίο, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τις διατάξεις των ν. 2076/1992 και 3371/2005 και την πρόθεση του νομοθέτη να θέσει όριο στην επιχορήγηση των ασφαλιστικών ταμείων από τα πιστωτικά ιδρύματα για να προστατεύσει την κεφαλαιακή επάρκεια των τελευταίων, συνιστά διάταξη αναγκαστικού δικαίου, ανεξαρτήτως της μορφής που λαμβάνει η επιχορήγηση και ειδικότερα αν γίνεται μέσω καταστατικής ή άλλης ειδικής πρόβλεψης ή οικειοθελώς από το πιστωτικό ίδρυμα.
Εξάλλου, όσον αφορά το προσωπικό των Τραπεζών το έτος 1949 συνεστήθη από το Ταμείο Αλληλοβοηθείας των Υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και από το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Εισπρακτόρων και Κλητήρων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ο Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Τραπεζών Εθνικής και Εθνικής Κτηματικής ως έντοκος κοινός ειδικός λογαριασμός και ο Κανονισμός του, ο οποίος εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας, τέθηκε σε ισχύ από 1.10.1949. Μετά από τις γενόμενες κατά το παρελθόν τροποποιήσεις του, ο Κανονισμός φέρει ήδη τον τίτλο «Ειδικός Κανονισμός Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος», ο δε παραπάνω Λογαριασμός τιτλοφορείται «Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος» [ΛΕΠΕΤΕ] (άρθρο 1 § 1 του Κανονισμού) και σκοπός του είναι η παροχή μηνιαίας επικούρησης στο εξελθόν και εξερχόμενο προσωπικό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Ε ΤΕ), το προερχόμενο από αμφότερες τις Τράπεζες Εθνική και Αθηνών, που συγχωνεύθηκαν το 1953 σε μία τράπεζα υπό τον τίτλο «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» και τα άλλα πρόσωπα που καθορίζονται στο άρθρο 1 § 2 του Κανονισμού (ΑΠ 929/2023, ΟλΣτΕ 431-436/2022). Με τον ως άνω Κανονισμό προβλέπονται μεταξύ των άλλων τα εξής: Η διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του ειδικού λογαριασμού ανήκει σε Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ), ως Πρόεδρο, δύο υπαλλήλους της ΕΤΕ με βαθμό τουλάχιστον Υποδιευθυντή Β', οι οποίοι ορίζονται από τη διοίκηση της ΕΤΕ, τους προέδρους των Διοικητικών Συμβουλίων (Δ.Σ.) του ΤΥΠ-ΕΤΕ (Ταμείο Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), του Συλλόγου Υπαλλήλων ΕΤΕ και του Συλλόγου Εργαζομένων στην ΕΤΕ Ταμειακών-Τεχνικών και κλάδου Ασφαλείας (ΣΥΤΑΤΕ), από ένα μέλος του Δ.Σ. του ΤΥΠ-ΕΤΕ και τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Συλλόγου των Συνταξιούχων ΕΤΕ (άρθρο 2 § 1). Η Διαχειριστική Επιτροπή, μεταξύ άλλων, μεριμνά για την επωφελέστερη τοποθέτηση των διαθέσιμων κεφαλαίων του λογαριασμού, μεριμνά και ελέγχει την κανονική είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων αυτού, όπως και των ενεργούμενων καταβολών και αποφασίζει κυριαρχικά περί του ποσού της εκάστοτε καταβλητέας στους δικαιούχους επικούρησης, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του ειδικού λογαριασμού, η δε απόφασή της αυτή ισχύει καθολικώς για όλους τους επικουρουμένους (άρθρο 2 § 2). Πόροι του ΛΕΠΕΤΕ είναι οι εισφορές των μισθωτών της ΕΤΕ 3,5% επί των πάσης φύσεως αποδοχών αυτών, εργοδοτική εισφορά 9% επί των αυτών ποσών που υπολογίζεται η εισφορά των μισθωτών, εισφορά γάμου και εισφορά για την απόκτηση τέκνου εργοδότη και εργαζομένου, ποσό από τις προμήθειες για ασφαλιστικές εργασίες, οι τόκοι των κεφαλαίων του ειδικού λογαριασμού και οι πρόσοδοι από την επένδυση αυτών, οι πρόσοδοι από την εκποίηση άχρηστου για την Τράπεζα υλικού και κάθε άλλη πρόσοδος από δωρεά κ.λπ. (άρθρο 5). Περαιτέρω, στο άρθρο 9, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του ως άνω άρθρου με την 241η Συνεδρίαση της Διαχειριστικής Επιτροπής του ως άνω Λογαριασμού, που εγκρίθηκε με το με αριθμό 1047/22.11.1995 πρακτικό του ΔΣ της αναιρεσίβλητης, καθορίζονταν οι παροχές σε ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών, αυξανόμενο ή μειούμενο κατά την κυριαρχική κρίση της Διαχειριστικής Επιτροπής, βάσει των εσόδων και των οικονομικών δυνατοτήτων του Λογαριασμού και με έγκριση του Δ.Σ. της Τραπέζης, ενώ μετά την ως άνω τροποποίηση καθορίζονται οι παροχές σε ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών, πλέον οικογενειακών επιδομάτων (§ 2), ορίζεται ότι το κατώτατο όριο καταβλητέας επικούρησης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια των παροχών ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ για τις περιπτώσεις γήρατος ή θανάτου (§ 8) και ορίζεται ότι με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της Τράπεζας η Διαχειριστική Επιτροπή αποφασίζει ανάλογη αναπροσαρμογή των επικουρήσεων με βάση τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης και τα προϋπολογιστικά της τρέχουσας, σε περίπτωση δε που κρίνει, βάσει των παραπάνω στοιχείων, ότι η οικονομική κατάσταση του λογαριασμού δεν το επιτρέπει, μπορεί να αποφασίζει την αναστολή της αναπροσαρμογής για όσο διάστημα κρίνει αναγκαίο ή τη σταδιακή αναπροσαρμογή των επικουρήσεων ή την αναπροσαρμογή τους σε μικρότερο ποσοστό (παρ. 9). Εξάλλου, με το εικοστό τέταρτο άρθρο του ν. 4618/2019 (Α' 89/ 10.6.2019) ορίσθηκαν στις §§ 1 εδ. α και 2 τα εξής: «1. Από 1.1.2019 το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) αναλαμβάνει την καταβολή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης στους δικαιούχους έως την έναρξη ισχύος του παρόντος σύνταξης του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος - Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων Α.Ε. (ΕΛΕΠΕΤΕ - Π.Π. ΕΘΝ ΑΚ).... 2. Από 1.1.2019 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) καταβάλλει στο ΕΤΕΑΕΠ τις αναλογούσες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εισφορές επικουρικής ασφάλισης για το σύνολο των ασφαλισμένων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ - Π.Π. ΕΘΝΑΚ, πλέον συμπληρωματικής ασφαλιστικής εισφοράς, η οποία για τα έτη 2019 έως 2023 ανέρχεται στο ποσό των 40 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως [...]». Με το άρθρο 63 του ν. 4680/2020 (Α 72/23.3.2020) αντικαταστάθηκε η ως άνω διάταξη του εικοστού τέταρτου άρθρου του ν. 4618/2019 και ορίσθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ υπάγονται οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι ΛΕΠΕΤΕ (§ 1), ότι η επικουρική σύνταξη, ως καθορίζεται με τις §§ 2 και 5, καταβάλλεται στους μεν συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από 1.3.2018 και ότι ποσά συντάξεων που έχουν ήδη καταβληθεί κατ' εφαρμογή του ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του, εξαντλούν την υποχρέωση του ΕΤΕΑΕΠ για το χρονικό διάστημα για το οποίο έχουν καταβληθεί (§ 4), ότι οι ασφαλισμένοι του ΛΕΠΕΤΕ από 1.1.2019 καθίστανται ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑΕΠ και διέπονται ως προς τις εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, τον χρόνο ασφάλισης, τις προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη και κάθε άλλο θέμα που αφορά στην ασφάλιση και στις παροχές, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ (§ 7), ότι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) καταβάλλει στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ για τα έτη 2018 έως 2032 επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά, η οποία ανέρχεται κατ’ έτος σε ποσοστό 12% επί των μεικτών αποδοχών των απασχολούμενων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην ΕΤΕ στις 31 Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους και ότι με τις ως άνω εισφορές εξαντλείται η υποχρέωση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος έναντι του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ που προκύπτει από την οικονομική επιβάρυνση του τελευταίου με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθώς και οιουδήποτε άλλου τρίτου (§ 8). Με τις ως άνω διατάξεις ο νομοθέτης ενέταξε οριστικά τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης, σύμφωνα με τις κατά τα ανωτέρω επιταγές του άρθρου 22 § 5 του Συντάγματος, και προσδιόρισε τους ειδικότερους όρους της ιδρυθείσας κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης δημοσίου δικαίου μεταξύ των ανωτέρω και του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-Ε.Φ.Κ.Α (ΑΠ 929/2023). (…)
Με την από 29.3.2018 με αριθμό …/…/2018 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες (..) ισχυρίσθηκαν ότι τυγχάνουν συνταξιούχοι, πρώην εργαζόμενοι (υπάλληλοι) της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και ότι είναι δικαιούχοι της μετεργασιακής παροχής (μηνιαίας επικούρησης) του «ΛΕΠΕΤΕ», που ιδρύθηκε το έτος 1949, κατόπιν συμφωνίας των εργαζομένων της εναγομένης με τη Διοίκηση αυτής. Ότι ο «ΛΕΠΕΤΕ» δεν λειτουργεί ως φορέας υποχρεωτικής κοινωνικής (επικουρικής) ασφάλισης, αλλά ως έντοκος «Ειδικός Λογαριασμός Επικούρησης του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος» και ότι κατά τις διατάξεις του Κανονισμού του έχει σκοπό τη συγκέντρωση περιουσίας για παροχή στους ασφαλισμένους μηνιαίας επικούρησης μισθολογικού χαρακτήρα, διοικείται δε και διαχειρίζεται από Διαχειριστική Επιτροπή. Ότι η ένταξή τους στο ΛΕΠΕΤΕ και η συνεπακόλουθη αδιατάρακτη καταβολή της επικούρησης επί σειρά ετών σ' αυτούς (ενάγοντες) αποτέλεσαν μέρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας τους, καθότι από τη πρόσληψή τους αποκτούσαν δικαίωμα συμμετοχής στο ΛΕΠΕΤΕ δια της καταβολής της εισφοράς τους και προσδοκία λήψης των παροχών κατά τη μετεργασιακή μετάπτωσή τους στο καθεστώς των συνταξιοδοτουμένων. Ότι, κατά τον Κανονισμό του ΛΕΠΕΤΕ, ως πόροι του τελευταίου προβλέπονται (άρθρο 5) οι εισφορές των εργαζομένων σε ποσοστό 3,5% επί των πάσης φύσεως αποδοχών τους, η εισφορά της εναγομένης σε ποσοστό 9% επί των ιδίων ως άνω ποσών, ως και οι λοιποί πρόσοδοι που αναφέρονται σε αυτόν. Ότι ο τρόπος υπολογισμού της μηνιαίας επικούρησης ορίζεται βάσει του άρθρου 9 § 4 του Κανονισμού του ΛΕΠΕΤΕ και με συγκεκριμένο ποσό ως προς το ύψος του χορηγούμενου επικουρικού βοηθήματος, ως προς το οποίο από το έτος 1995 δεν προβλέπεται δυνατότητα μείωσής του, αλλά μόνο αναπροσαρμογής του με βάση το ύψος των συντάξιμων αποδοχών τους. Ότι η εναγόμενη ουδέποτε αρνήθηκε την υποχρέωσή της να εξασφαλίσει τις καθορισμένες παροχές-επικουρήσεις και να καταβάλει το ποσό που υπολειπόταν για την πλήρη κάλυψη των καθορισμένων παροχών της. Ότι για την κάλυψη των ελλειμμάτων του Λογαριασμού Επικούρησης είναι αποκλειστικά υπεύθυνη η εναγόμενη τράπεζα, η οποία κάλυπτε συνεχώς για τουλάχιστον δέκα χρόνια τα ελλείμματα ρευστότητας του Λογαριασμού, που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της πλημμελούς και ζημιογόνας διαχείρισης των αποθεματικών του, των προγραμμάτων της για εθελούσια έξοδο του προσωπικού της από την εργασία και της αιφνίδιας ένταξης των νεοπροσλαμβανόμενων από 1.1.2005 υπαλλήλων της στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και εφεξής, χωρίς επιδότηση του Λογαριασμού για τις απώλειες των εσόδων του από τις ως άνω αιτίες. Ότι η εναγομένη, άρχισε από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2017 να αρνείται τη νομική δέσμευσή της και την εγγυητική της ευθύνη για την κάλυψη των τυχόν ελλειμμάτων του «ΛΕΠΕΤΕ» και ότι Δεκέμβριο του ιδίου έτους με μονομερή απόφασή της διέκοψε τις τακτικές καταβολές της προς τον ειδικό αυτό Λογαριασμό, με συνέπεια να καταστεί αδύνατη η καταβολή της μηνιαίας επικούρησής τους. Ότι η παράλειψη της εναγομένης να συνεχίσει από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 να καλύπτει τα ελλείμματα συνιστά υπαίτια αθέτηση της σχετικής συμβατικής υποχρέωσής της, και, επιπρόσθετα, είναι πράξη παράνομη και θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη για τους στην αγωγή εκτιθέμενους λόγους. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν, από τις διατάξεις περί σύμβασης, αδικοπραξίας, λογοδοσίας, εντολής, σύμβασης υπέρ τρίτου, παρακαταθήκης και κοινωνίας δικαιώματος: α) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται: αα) να συνεχίσει να τους καταβάλλει κάθε μήνα από τον Δεκέμβριο του 2017 και στο διηνεκές την καθορισμένη μηνιαία επικουρική παροχή που δικαιούταν και ελάμβανε ο κάθε ενάγων μέσω του Λογαριασμού Επικούρησης (ΛΕΠΕΤΕ) μέχρι και τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2017, ββ) να συνεχίσει να τους καταβάλλει επιπλέον των ως άνω μία μηνιαία επικούρηση ως δώρο Χριστουγέννων, 1/2 της μηνιαίας επικούρησης ως δώρο Πάσχα και 1/2 της μηνιαίας επικούρησης ως επίδομα αδείας ετησίως και στο διηνεκές και γγ) να τους καταβάλει για κάθε μήνα από το Δεκέμβριο του έτους 2017 και στο διηνεκές το αναφερόμενο στην αγωγή για τον καθένα από αυτούς ποσό, με το νόμιμο τόκο, β) άλλως επικουρικώς, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλλει στον τηρούμενο σε αυτήν τραπεζικό λογαριασμό τα χρηματικά ποσά που υπολείπονται και απαιτούνται κάθε μήνα (οργανικά ελλείμματα) για την συνέχιση της καταβολής σε αυτούς μέσω του ΛΕΠΕΤΕ των καθορισμένων μηνιαίων επικουρικών παροχών από το Δεκέμβριο του 2017 και στο διηνεκές και γ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλλει σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς τους, άλλως ως ηθική βλάβη, λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με τη με αριθμό …/2019 απόφασή του, (…) και δικάζοντας αντιμωλία των λοιπών διαδίκων απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι ενάγοντες -εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν την από 3.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …/ …/2019 έφεση. Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό …/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (…) Οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεχόμενη ότι: α) η επικουρική παροχή δεν αποτελεί όρο των συμβάσεων εργασίας τους και μέρος των αμοιβών τους, β) δεν ευθύνεται η αναιρεσίβλητη - εργοδότριά τους έναντι αυτών στην καταβολή της ως άνω επικουρικής παροχής και γ) η επικουρική αυτή παροχή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί μετεργασιακή αμοιβή λόγω λήξης της εργασιακής τους σχέσης με την αναιρεσίβλητη παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου (..) τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 200, 288, 281, 361, 648, 649, 653 ΑΚ, 22 § 1 του Συντάγματος και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, της § 2 του άρθρου 3 του ν. 2112/1920, του άρθρου 157 § 2 της Σύμβασης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της αμοιβής και της περιουσίας, αλλά και τα άρθρα 914 ΑΚ και 919 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 932 ΑΚ. (..) Περαιτέρω, ως προς τη βασιμότητα ή μη του ίδιου λόγου αναίρεσης, κατά το μέρος που αυτόν προβάλλονται οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 200, 288, 281, 361, 648, 649, 653 ΑΚ, και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, της § 2 του άρθρου 3 του ν. 2112/1920, του άρθρου 157 § 2 της Σύμβασης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, και του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Το Εφετείο, σύμφωνα με τις αναιρετικά ανέλεγκτες (άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ) ως άνω κατά λέξη παρατεθείσες λεπτομερείς, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις και ενδοιαστικά κενά πραγματικές του παραδοχές και το, επίσης σαφώς διατυπωθέν, αποδεικτικό πόρισμα που συνήγαγε από αυτές, δεν παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ως άνω νομοθετικές, συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, που αναπτύσσονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Τούτο διότι, το Εφετείο δεχόμενο ότι ο «ΛΕΠΕΤΕ» στερείται μεν νομικής προσωπικότητας, πλην όμως διαθέτει οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια, τελώντας υπό τη διαχείριση της Διαχειριστικής Επιτροπής (…), στην οποία κατά τον Κανονισμό του «ΛΕΠΕΤΕ» επιφυλάχθηκε η εξουσία: α) να αποφασίζει κυριαρχικά για το ποσό της καταβλητέας στους δικαιούχους επικουρικής σύνταξης, πάντα αναλόγως με τις οικονομικές δυνατότητες του «ΛΕΠΕ ΤΕ», β) να αποφασίζει για την επιστροφή των γενομένων κρατήσεων σε αυτούς που δεν κρίθηκαν δικαιούχοι της επικούρησης, αλλά και για τη διακοπή της χορήγησης αυτής, γ) να αποφασίζει την ανάλογη αναπροσαρμογή των επικουρήσεων με βάση τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης και τα προϋπολογιστικά της τρέχουσας με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της αναιρεσίβλητης, και δ) να έχει τη δυνατότητα αναστολής της αναπροσαρμογής των επικουρήσεων για όσο διάστημα κρίνει αναγκαίο ή σταδιακής αναπροσαρμογής των επικουρήσεων ή αναπροσαρμογής τους σε μικρότερο ποσοστό (…), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε : 1) το άρθρο 2 § 2, του «Ειδικού Κανονισμού Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος» Κανονισμού του «ΛΕΠΕΤΕ», όπου ορίζεται ότι η Διαχειριστική Επιτροπή του μεριμνά για την επωφελέστερη τοποθέτηση των διαθέσιμων κεφαλαίων του Λογαριασμού, μεριμνά και ελέγχει την κανονική είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων αυτού και αποφασίζει κυριαρχικά επί του ποσού της εκάστοτε καταβλητέας στους δικαιούχους επικούρησης, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητας του ειδικού Λογαριασμού, η δε απόφασή της αυτή ισχύει καθολικώς για όλους τους δικαιούχους, 2) το άρθρο 5 του ίδιου Κανονισμού σύμφωνα με το οποίο οι πόροι του Λογαριασμού δεν προέρχονται μόνο από τις εισφορές της εναγομένης-αναιρεσίβλητης Τράπεζας και των μισθωτών αυτής, αλλά και από εισφορές από άλλες αιτίες κλπ, χωρίς μέσα σε αυτές να αναφέρεται ως πόρος η υποχρέωση καταβολής επιπρόσθετης εισφοράς της αναιρεσίβλητης για κάλυψη των τυχόν προκυπτόντων ελλειμμάτων του αποθεματικού του Λογαριασμού, ώστε να είναι δυνατή καταβολή στο διηνεκές του ποσού της μηνιαίας επικούρησης στους ασφαλισμένους πρώην υπαλλήλους της και ήδη συνταξιούχους αυτής και 3) το άρθρο 9 § 9 του ως άνω Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο «Με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της Τραπέζης, η Διαχειριστική Επιτροπή αποφασίζει ανάλογη αναπροσαρμογή των επικουρήσεων, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσεως και τα προϋπολογιστά της τρέχουσας. Η Διαχειριστική Επιτροπή, αν κρίνει, βάσει των παραπάνω στοιχείων, ότι η οικονομική κατάσταση του Λογαριασμού δεν το επιτρέπει, μπορεί να αποφασίζει την αναστολή της αναπροσαρμογής για όσο διάστημα κρίνει αναγκαίο ή τη σταδιακή αναπροσαρμογή των επικουρήσεων ή την αναπροσαρμογή τους σε μικρότερο ποσοστό.». Επιπλέον, το Εφετείο, δεχόμενο: α) ότι σύμφωνα με τον «Ειδικό Κανονισμό Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας» η μόνη ρητή δέσμευση της εναγομένης αναφέρεται στην καταβολή της προβλεπόμενης εισφοράς της ύψους 9% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των μισθωτών της και μάλιστα χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αύξησης του ύψους αυτής (…..) και β) ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη - αναιρεσίβλητη ανέλαβε εκ του ως άνω Κανονισμού συμβατική δέσμευση, ρητή ή σιωπηρή έναντι των εναγόντων-αναιρεσειόντων να χρηματοδοτεί τον «ΛΕΠΕΤΕ» για την κάλυψη των όποιων ελλειμμάτων του, με αποτέλεσμα να μην ανακύπτει από την αιτία αυτή υποχρέωσή της περί εξακολούθησης χρηματοδότησης του «ΛΕΠΕΤΕ» στο διηνεκές, ώστε να καταβάλλεται σε αυτούς η συνταξιοδοτική παροχή στο ύψος του Δεκεμβρίου 2017 (….) ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 9 §§ 2, 4 και 9 του «Ειδικού Κανονισμού Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος», σε συνδυασμό με την § 2 του άρθρου 5 του ίδιου Κανονισμού, από τις οποίες συνάγεται ότι ο «ΛΕΠΕΤΕ» αποτελεί φορέα ιδιωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, ότι η ως άνω μηνιαία παροχή επικούρησης δεν έχει αμιγώς δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, αλλά φέρει το χαρακτήρα επικουρικής σύνταξης, για την καταβολή της οποίας δεν είναι υπόχρεη η εναγομένη -αναιρεσίβλητη ως εργοδότρια, αλλά ο αυτόνομος συνταξιοδοτικός λογαριασμός «ΛΕΠΕΤΕ», στον οποίο η εναγομένη -αναιρεσίβλητη ευθύνεται μόνον για την καταβολή της συμφωνηθείσας εργοδοτικής εισφοράς, με αποτέλεσμα από τις διατάξεις αυτές να μην έχει δημιουργηθεί γενικός όρος εργασίας των μισθωτών της αναιρεσίβλητης περί ανάληψης υποχρέωσης από την τελευταία να καλύπτει τα ελλείμματα του Λογαριασμού και να καταβάλλει στους αναιρεσείοντες μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας τους τη μηνιαία επικούρηση (επικουρική σύνταξη) που δικαιούνται από τον ΛΕΠΕΤΕ σε περίπτωση μερικής ή ολικής αδυναμίας παροχής της από τον ίδιο ως άνω Λογαριασμό. Εξάλλου, το Εφετείο δεχόμενο ότι αποδείχθηκε ότι το έτος 1992 η εναγομένη - αναιρεσίβλητη δεν είχε καλύψει οποιοδήποτε έλλειμμα του «ΛΕΠΕΤΕ» και ότι αυτό είχε ως συνέπεια η διάταξη του άρθρου 52 § 2 εδ. γ του ν. 2084/ 1992 να έχει καταστήσει απαγορευτική κάθε καταστατική πρόβλεψη περί χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του «ΛΕΠΕΤΕ» από την τράπεζα με οποιοδήποτε ποσό (…), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, σύμφωνα με την οποία: «Αν οι εργοδότες των ασφαλισμένων των επικουρικών αυτών φορέων καλύπτουν τα οργανικά ελλείμματα σύμφωνα με τις καταστατικές ή άλλες διατάξεις, η κάλυψη γίνεται μέχρι ποσού που δεν θα υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το ποσό που καταβλήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του έτους 1992». Τέλος, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με τις παρατεθείσες πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις και ενδοιαστικά κενά παραδοχές του και το πόρισμα που διατύπωσε με βάση αυτές, δεν παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 361, 648, 649, 653 ΑΚ, 22 § 1 του Συντάγματος, 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, 3 § 2 του ν. 2112/1920, 157 § 2 της Σύμβασης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, που αναπτύσσονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Κατά συνέπεια, ο ως άνω πρώτος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του με τον οποίο, όπως ήδη εκτέθηκε, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Με το δεύτερο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με τις εσφαλμένες και αντιφατικές της κρίσεις ότι το πρόγραμμα επικούρησης που δημιουργήθηκε «με βάση την ιδιωτική πρωτοβουλία ανέκαθεν λειτούργησε ως φορέας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, καθ'υποκατάσταση του δημόσιου φορέα κοινωνικής ασφάλισης ν.π.δ.δ. -ΙΚΑ -ΕΤΑΜ και ήδη ΕΤΕΑΕΠ. Σημειώνεται ότι για τον χαρακτηρισμό ενός φορέα ασφάλισης δεν απαιτείται αυτός να έχει συσταθεί ως νομικό πρόσωπο, πολλώ δε μάλλον δεν απαιτείται να έχει συσταθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεδομένου ότι ο νομοθέτης αναγνωρίζει ως φορείς ασφάλισης ακόμη και ειδικούς λογαριασμούς (μη κερδοσκοπικούς) χωρίς νομική προσωπικότητα» έσφαλε στην ερμηνεία του νομικού πλαισίου που ίσχυε κατά το κρίσιμο χρόνο δημιουργίας του προγράμματος επικούρησης, αλλά και μετά από αυτό, και συγκεκριμένα παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 22 § 5 του Συντάγματος, 361 ΑΚ, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 12, 16, 18,21, 29 του ν. 281/1914, άρθρ. 9, 33, 34 του β.δ. 15.5.1920, άρθρ. 4, 5, 11 του ν. 2868/1922, άρθρ. 13 και 48 του ν. 6298/1934, άρθρ. 1 και 50 του α.ν. 543/1935, του άρθρ. 1 και 4 του ν. 1022/1946, οι οποίες ίσχυαν κατά το χρόνο δημιουργίας του προγράμματος επικούρησης, που είναι και ο κρίσιμος και από τις οποίες προκύπτει ότι η εναγομένη -αναιρεσίβλητη τράπεζα δεν είχε δικαίωμα να δημιουργήσει εντός αυτής ιδιωτικό φορέα ασφάλισης του προσωπικού της και κατά συνέπεια ούτε το πρόγραμμα επικούρησης που δημιούργησε ήταν φορέας ασφάλισης, το μόνο δε δικαίωμα που είχε ήταν να συμφωνήσει με το προσωπικό της ένα πρόγραμμα μετεργασιακών παροχών και αυτό πράγματι δημιούργησε. (..) Κατά το μέρος του ίδιου λόγου, με το οποίο προβάλλεται η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης των παρατιθέμενων σε αυτές διατάξεων, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Τούτο διότι το Εφετείο κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που αναπτύσσονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε δέχθηκε ότι: Α) Ο «ΛΕΠΕΤΕ» αποτελεί φορέα ιδιωτικής επικουρικής ασφάλισης και η μηνιαία παροχή επικούρησης, που καταβάλλει στους ασφαλισμένους του, δεν έχει αμιγώς δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, αλλά φέρει το χαρακτήρα ιδιωτικής επικουρικής σύνταξης, για την οποία υπόχρεος προς καταβολή της είναι ο ως άνω ασφαλιστικός φορέας (δηλαδή ο ΛΕΠΕΤΕ) και όχι η αναιρεσίβλητη τραπεζική εταιρεία ως εργοδότρια, της οποίας η υποχρέωση εξαντλείται με την καταβολή στο ΛΕΠΕΤΕ της συμφωνηθείσας εργοδοτικής εισφοράς και Β) Ο ΛΕΠΕΤΕ συστάθηκε μεν συμβατικά (άρθρο 361 ΑΚ) με σκοπό τη συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για παροχή μηνιαίας επικουρικής συνταξιοδοτικής παροχής στους συνταξιούχους, πρώην εργαζόμενους της αναιρεσίβλητης, αλλά με την πάροδο των ετών αντιμετωπίσθηκε από τον Νομοθέτη ως φορέας ιδιωτικής επικουρικής ασφάλισης, ομόλογος με τους κρατικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης, οι σχετικές δε ουσιαστικές ρυθμίσεις του «Ειδικού Κανονισμού Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος», που διέπουν τη λειτουργία του, αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, καθότι έχουν επιτακτικό χαρακτήρα και ισχύουν ex lege για όλο το προσωπικό της αναιρεσίβλητης που υπάγεται (υποχρεωτικά) στην επικουρική ασφάλιση του ΛΕΠΕΤΕ, ανεξαρτήτως της θέλησης αυτού ή του χρόνου πρόσληψης αυτού, εφόσον ήταν προγενέστερος της 1.1.2005 (καθότι από 1.1.2005 προβλέφθηκε με το άρθρο 58 του ν. 3371/2005 η υποχρεωτική υπαγωγή των προσλαμβανομένων στα πιστωτικά ιδρύματα μισθωτών στο Ενιαίο Ταμείο Επικούρησης Ασφάλισης Μισθωτών), με σκοπό κυρίως τη χορήγηση της ως άνω επικουρικής συνταξιοδοτικής παροχής με ομοιόμορφους κανόνες (πρβλ. ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 1330/ 2018). Επομένως, ο δεύτερος από τον αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.
Περαιτέρω, με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της ένδικης αίτησης αναίρεσης προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες με την αιτίαση ότι εξαιτίας της εσφαλμένης ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 361 ΑΚ, των άρθρων 5 και 22 § 5 του Συντάγματος, του άρθρου 21 του ν. 3239/1955, του άρθρου 4 του ν. 330/1976, του άρθρου 18 του ν. 1902/ 1990, των άρθρων 43, 44, 47 και 52 του ν. 2084/ 1992, του άρθρου 11 του ν. 2227/1994 του άρθρου 62 του ν. 3371/2005 και του άρθρου 12 του ν. 1405/1983, που τέθηκαν σε ισχύ μετά τη δημιουργία του ένδικου προγράμματος επικούρησης, το Εφετείο έκρινε ότι ο ΛΕΠΕΤΕ δεν αποτελεί προστατευόμενη μετεργασιακή αμοιβή, αλλά αποτελεί φορέα κοινωνικής ασφάλισης παρά το γεγονός ότι δέχθηκε ότι στο πρόγραμμα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων και ότι το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δεν έχει ασκήσει ποτέ εποπτεία επί του ΛΕΠΕΤΕ, ο οποίος (κατά τους αναιρεσείοντες) είναι προϊόν της συμβατικής ελευθερίας και δεν διέπεται από τους ασφαλιστικούς νόμους, αλλά από τους όρους του Κανονισμού Επικούρησης, δηλαδή της ιδιωτικής συμφωνίας των διαδίκων. Το ως άνω μέρος του τρίτου λόγου αναίρεσης είναι αβάσιμο. Και τούτο διότι το Εφετείο, με τις ως άνω παρατεθείσες πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες του, ορθά συνήγαγε από τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα, το συμπέρασμα ότι ο ΛΕΠΕΤΕ δεν συνιστά θεσμό μετεργασιακής μέριμνας του εργοδότη και, ότι, ως εκ τούτου, οι παροχές που λαμβάνουν οι δικαιούχοι -συνταξιούχοι μέσω αυτού δεν φέρουν μισθολογικό (μετεργασιακό) χαρακτήρα, αλλά ότι, αντίθετα, ο ΛΕΠΕΤΕ αποτελεί φορέα ιδιωτικής επικουρικής ασφάλισης, ο οποίος χορηγεί τις ασφαλιστικές παροχές (μηνιαίες επικουρικές συντάξεις), που ρυθμίζονται από τον Κανονισμό του (δηλαδή τον Ειδικό Κανονισμό Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της), οι διατάξεις του οποίου είναι δεσμευτικές, στο μέτρο που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις ισχύουσες αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, που παρατίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Ειδικότερα, το Εφετείο, με τις ουσιαστικές παραδοχές και το συναχθέν από αυτές συμπέρασμα, που διατυπώνει με λεπτομέρεια (….) δεν υπέπεσε στις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες, ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 5 και 22 § 5 του Συντάγματος, 361 ΑΚ, του άρθρου 21 του ν. 3239/1955, του άρθρου 18 του ν. 1902/1990, των άρθρων 2 § 4, 46 § 1 και 4 και 52 του ν. 2084/1992, του άρθρου 12 του ν. 1405/1983 και των άρθρων 57-64 του ν. 3371/2005, που αναπτύσσονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη και ορθά δεν εφάρμοσε το άρθρο 21 του ν. 3239/1955, το οποίο δεν ίσχυε το έτος 1949, οπότε συστάθηκε ο «ΛΕΠΕΤΕ», καθώς και τα άρθρα: α) 4 του ν. 330/1976 που φέρει τον τίτλο «Απαγόρευσης μικτών σωματείων» και β) 11 του ν. 2227/1994 που φέρει τον τίτλο «Θέματα Μ.Τ.Π.Υ.», διότι αυτά ρυθμίζουν θέματα που δεν αφορούν την ένδικη υπόθεση και ως εκ τούτου δεν είναι εφαρμοστέα. (..)
Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης ισχυρίζονται ότι το πρόγραμμα επικούρησης της αναιρεσίβλητης τράπεζας δεν είναι ασφαλιστικός φορέας, ούτε ταμείο, ούτε ειδικός λογαριασμός του άρθρου 4 § 7 του ν. 1022/ 1946 και ότι ο υπολογισμός και η απονομή των παροχών δεν διέπεται από το νόμο αλλά από τους όρους της ιδιωτικής συμφωνίας, δηλαδή με βάση τις καταστατικές του διατάξεις, με συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας ότι ο ΛΕΠΕΤΕ αποτελεί φορέα κοινωνικής ασφάλισης, να έχει παραβιάσει ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 10 § 1 του ν. 1902/ 1990, 2 § 4 του ν. 2084/1992, 33 του ν. 2843/2000 και 11 εδ. 1 του ν. 2227/1994. Ο ως άνω τέταρτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο το Εφετείο δεχόμενο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του (άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ), ότι ο Λογαριασμός Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ), ο οποίος συστάθηκε το έτος 1949 με ιδιωτική βούληση των προαναφερθέντων Ταμείων Αλληλοβοήθειας των υπαλλήλων αφενός και των εισπρακτόρων και κλητήρων αφετέρου της αναιρεσίβλητης τράπεζας, στα πλαίσια του άρθρου 361 του ΑΚ, ως ειδικός λογαριασμός με σκοπό τη συγκέντρωση περιουσίας για παροχή μηνιαίας επικούρησης στο συνταξιοδοτούμενο προσωπικό της αναιρεσίβλητης και του οποίου ο Κανονισμός εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, αποτελεί ιδιωτικής φύσεως φορέα επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης λόγω του υποχρεωτικού και καθολικού χαρακτήρα της ασφάλισης του προσωπικού της αναιρεσίβλητης και της χρηματοδότησής του με εισφορές της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ως εργοδότριας και των εργαζομένων της, με σκοπό την παροχή ιδιωτικής επικουρικής ασφάλισης στους ασφαλισμένους του με την καταβολή μηνιαίας συνταξιοδοτικής παροχής σ'αυτούς, ορθά κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι ο ΛΕΠΕΤΕ εμπίπτει στους φορείς ιδιωτικής επικουρικής ασφάλισης. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 10 § 1 του ν. 1902/1990, 2 § 4 του ν. 2084/1992, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου του με το άρθρο 11 § 1 του ν. 2227/1994 και ορθά δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 33 του ν. 2843/2000 που δεν ήταν εφαρμοστέες, καθότι με αυτές ρυθμίζονται θέματα ασφαλισμένων και συνταξιούχων που υπάγονταν στην ασφάλιση των κοινών Ασφαλιστικών Φορέων του Προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος και της Κτηματικής, που προέρχονται από την Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος και που καθίστανται από 2.10.1998 ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι των ασφαλιστικών φορέων του προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Πέραν του μισθού, όμως, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης ο εργοδότης να προβαίνει σε διάφορες, πρόσθετες παροχές προς τον εργαζόμενο, σε χρήμα ή σε είδος, τις οποίες δεν χορηγεί από νομική υποχρέωση, αλλά για ποικίλους λόγους ευαρέσκειας ή σκοπιμότητας, απλά και μόνο επειδή ο ίδιος το θέλει (εκουσίως, από ελευθεριότητα). Οι παροχές αυτές, που δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, αποκαλούνται συνήθως «οικειοθελείς». Ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγησή τους κατά πάντα χρόνο και, για το λόγο αυτό, ο εργαζόμενος δεν αποκτά αξίωση για την καταβολή τους. Ωστόσο, είναι ενδεχόμενο μια παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως «οικειοθελής», να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας σε «επιχειρησιακή συνήθεια» και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση της οικειοθελούς παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ’ ενός του εργοδότη να τη διατηρήσει στο διηνεκές και αφ' ετέρου του εργαζόμενου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σ’ αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή, οπότε παράγεται σιωπηρή συμφωνία (άρθρο 361 ΑΚ), από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της (ΑΠ 1174/2017). Όμως, οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρόνιου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, εάν ο τελευταίος κατά την έναρξη της χορήγησής τους, ή έστω πριν να δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους, επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε και η επιφύλαξη αυτή δεν έχει ατονήσει εκ των πραγμάτων, ως αντίθετη προς τη διαμορφωθείσα συνείδηση των μερών (ΑΠ 929/2023, ΑΠ 1238/2020, ΑΠ 1292/2015). Σε κάθε περίπτωση η επιφύλαξη αυτή του εργοδότη πρέπει να είναι σαφής, δηλαδή να προκύπτει από αυτήν κατά τρόπο αναμφισβήτητο η βούληση του εργοδότη να αποκλείσει κάθε δέσμευση για το μέλλον. Στην περίπτωση αυτή, από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ' επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση της καταβολής των οικειοθελών παροχών. Κατά συνέπεια, η από τον εργοδότη διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 δικαιώματα του εργαζόμενου, ούτε θεμελιώνει αξίωση για τη συνέχιση της καταβολής μιας τέτοιας παροχής (ΑΠ 929/2023, ΑΠ 1238/2020, ΑΠ 1449/2019). Εξάλλου, για τη διαμόρφωση της επιχειρησιακή συνήθειας πρέπει η σύμβαση εργασίας να λειτουργεί και να είναι ενεργός. Αν η τελευταία για οποιονδήποτε λόγο είχε λυθεί, ο πρώην εργαζόμενος δεν μπορεί να επικαλεσθεί επιχειρησιακή πρακτική, εκτός αν πρόκειται για παροχή του εργοδότη που έγινε κατά τη λύση της ή ενόψει αυτής ή ανάγεται σε χρόνο που η σύμβαση ήταν ενεργός (ΑΠ 929/2023, ΑΠ 1238/2020, ΑΠ 673/2014). Ωστόσο, η συνταξιοδοτική παροχή, για την καταβολή της οποίας μεσολαβεί αυτόνομος συνταξιοδοτικός λογαριασμός, κατά τα στην προηγηθείσα νομική σκέψη αναφερόμενα, αποσυνδέεται από το εργοδοτικό αντάλλαγμα και διακρίνεται σαφώς από τα προγράμματα ομαδικής ασφάλισης προσωπικού συνταξιοδοτικού χαρακτήρα, τα οποία διέπονται από τον ΑσφΝ 2496/1997 και για τα οποία απαιτείται συμβατική δέσμευση του εργοδότη, δυνάμενη να προέλθει και από επιχειρησιακή συνήθεια. (…) Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 173, 200, 288, 648, 649 και 653 ΑΚ του άρθρου 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, της § 2 του άρθρου 3 του ν. 2112/1920, του άρθρου 157 § 2 της Σύμβασης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωση, της ΕΣΔΑ και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου για την προστασία της αμοιβής και της περιουσίας, έκρινε ότι δεν δημιουργήθηκε επιχειρησιακή συνήθεια και πρόσθετη συμβατική υποχρέωση της αναιρεσίβλητης τράπεζας να καταβάλλει στους αναιρεσείοντες τις επικουρικές παροχές λόγω αδιάλειπτης εκ μέρους της συμπλήρωσης, επί μία δεκαετία τουλάχιστον, των ταμειακών διαθεσίμων του λογαριασμού της για να καταβάλλονται οι επικουρήσεις. Επίσης, με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, αιτιώμενοι ότι το Εφετείο παρά το γεγονός ότι διαπίστωσε την επιχειρησιακή πρακτική της αναιρεσίβλητης τράπεζας να καταβάλλει την παροχή προς συμπλήρωση των κεφαλαίων του «ΛΕΠΕΤΕ», εσφαλμένα έκρινε ότι με αυτήν την πρακτική δεν διαμορφώθηκε επιχειρησιακή συνήθεια που καθιστά υποχρεωτική για την εργοδότρια την καταβολή στο διηνεκές την παροχή αυτή, καθότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ότι οι δηλώσεις επιφύλαξης της αναιρεσίβλητης περιλαμβάνονταν σε άκυρα ιδιωτικά συμφωνητικά και δεν εξέτασε ούτε αξιολόγησε αν οι υποτιθέμενες δανειακές συμβάσεις μεταξύ του «ΛΕΠΕΤΕ» και της αναιρεσίβλητης τράπεζας περιείχαν δήλωση επιφύλαξης ή ρήτρα ανάκλησης της επικουρικής παροχής, ούτε αν και πως -ανεξαρτήτως της εγκυρότητάς τους- περιήλθαν οι δηλώσεις βούλησης της αναιρεσίβλητης τράπεζας σε γνώση των αναιρεσειόντων - δικαιούχων των παροχών, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι αναιτιολόγητη. Το εν λόγω πρώτο σκέλος του πέμπτου, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγου αναίρεσης είναι αβάσιμο. Τούτο διότι το Εφετείο, με βάση τις εκτεθείσες πραγματικές του παραδοχές, ότι δηλαδή ο «ΛΕΠΕΤΕ», αν και στερείται νομικής προσωπικότητας, συνιστά ιδιωτικό φορέα επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης προκαθορισμών εισφορών (…), ότι η μηνιαία επικουρική παροχή που καταβάλλεται από το ταμείο του δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί μετεργασιακή παροχή της αναιρεσίβλητης λόγω της λήξης της εργασιακής σχέσης των αναιρεσειόντων με τη συνταξιοδότησή τους, αλλά πρόκειται για συνταξιοδοτικής φύσεως παροχή, ότι η καταβολή αυτής δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην επιχειρησιακή πρακτική, αφού δεν αποτελεί «πρόσθετη» αντιπαροχή της αναιρεσίβλητης για την προσφερόμενη από τους αναιρεσείοντες εργασία, ότι δεν μπορεί να εκληφθεί ως οικειοθελής παροχή, ενόψει της ρητής επιφύλαξης της αναιρεσίβλητης κάθε φορά που προέβαινε στις αντίστοιχες ταμειακές ενισχύσεις του «ΛΕΠΕΤΕ» μετά από σχετικό αίτημα της Διαχειριστικής του Επιτροπής, περί του ότι οι εν λόγω οι χρηματοδοτήσεις δεν αποσκοπούν στην παραγωγή αντίστοιχης συμβατικής της δέσμευσης και ότι σε κάθε περίπτωση οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, προκειμένου να διαμορφώσουν επιχειρησιακή συνήθεια πρέπει να είναι νόμιμες, στην προκειμένη δε περίπτωση οι ταμειακές ενισχύσεις με σκοπό τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του «ΛΕΠΕΤΕ» από την αναιρεσίβλητη τράπεζα προσκρούουν στη αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 52 § 2 εδ. γ' του ν. 2084/1992, που τις απαγορεύει για οποιοδήποτε ποσό (βλ. σ. 45 της προσβαλλόμενης απόφασης), δεν παραβίασε ευθέως, με τη μη εφαρμογή τους, τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 173, 200, 288, 361, 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, της § 2 του άρθρου 3 του ν. 2112/1920, του άρθρου 157 § 2 της Σύμβασης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ.. (…) Περαιτέρω, με το άρθρο 157 § 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( πρώην άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και πρώην άρθρο 141 Συνθήκης ΕΚ) ορίζεται ότι «1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «αμοιβή» νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας. Η ισότητα αμοιβής, χωρίς διακρίσεις φύλου, συνεπάγεται: α) ότι η αμοιβή που παρέχεται για όμοια εργασία που αμείβεται κατ' αποκοπή καθορίζεται με βάση την ίδια μονάδα μετρήσεως EL30.3.2010 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 83/117, β) ότι η αμοιβή που παρέχεται για εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια είναι η ίδια για όμοια θέση εργασίας.3....4...». Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 1565/2021). Ακόμη, με το άρθρο 17 § 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζεται ότι «1. Κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από το νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον». Εξάλλου, με το άρθρο 1 της με αριθμό 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, ορίζεται ότι «Εν τη εννοία της παρούσης συμβάσεως, ο όρος “ημερομίσθιον” σημαίνει - οιαδήποτε και αν είναι η ονομασία ή ο τρόπος του υπολογισμού - την αμοιβήν ή τας απολαυάς τας δυναμένας ν’ αποτιμηθούν εις χρήμα και να καθορισθούν δια συμφωνίας ή δια της εθνικής νομοθεσίας προς οφειλόμενα δυνάμει συμβάσεως εκμισθώσεως υπηρεσιών, γραπτής ή προφορικής, συναφθείσης υπό εργοδότου δια τον μισθωτόν, είτε δι` εργασίαν εκτελεσθείσαν ή μέλλουσαν να εκτελεσθή, είτε δι’ υπηρεσίας προσφερθείσας ή μελλούσας να προσφερθούν». Περαιτέρω, με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος) ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως ...», ενώ με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης, που επίσης κυρώθηκε με το ν.δ. 53/ 1974 και έχει την αυτή κατ' άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέσει εν ισχύι νόμους, ους ήθελεν κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Στην κατά τις πιο πάνω υπερνομοθετικής δύναμης διατάξεις προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική απόφαση, είτε απλά γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 3/2016, ΟλΑΠ 2/2011, ΟλΑΠ 6/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον έκτο (και τελευταίο) από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 157 § 2 της Σύμβασης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ΕΣΔΑ και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου για την προστασία της αμοιβής και της περιουσίας, με βάση τις οποίες και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕ κάθε παροχή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο από οποιαδήποτε αιτία και εξ αφορμής της παρεχόμενης εκ μέρους του εργασίας, ακόμα και αν αποτελεί κοινωνικοασφαλιστική παροχή και ακόμα και αν καταβάλλεται μετεργασιακά, εμπίπτει στην έννοια της προστατευόμενης από το ενωσιακό δίκαιο «αμοιβής» του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, που οφείλεται από τον εργοδότη. Ειδικότερα οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι μηνιαίες επικουρήσεις καταβάλλονταν από την αναιρεσίβλητη Τράπεζα στους πρώην εργαζομένους της μέσω των ταμειακών διαθεσίμων του λογαριασμού του ΛΕΠΕΤΕ, στον οποίο συγκεντρώνονταν οι πόροι του προγράμματος επικούρησης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι εργοδοτικές εισφορές της αναιρεσίβλητης και οι εισφορές των αναιρεσειόντων που παρακρατούνταν από τη μισθοδοσία τους καθ' όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου και ότι αυτοί δεν συνδέονταν με οποιαδήποτε ενοχική σχέση με τον έντοκο λογαριασμό «ΛΕΠΕΤΕ» καθότι αυτός στερείται νομικής προσωπικότητας, με συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας ότι η αναιρεσίβλητη Τράπεζα δεν ευθύνεται ενδοσυμβατικά, αλλά ούτε και εκ του νόμου απέναντί τους για την καταβολή της επίδικης επικουρικής εργοδοτικής παροχής που είχε καταστεί πρόσθετος όρος των συμβάσεων εργασίας τους, με την αιτιολογία ότι η παροχή είναι σύνταξη και όχι μετεργασιακή αμοιβή και ότι ο λογαριασμός «ΛΕΠΕΤΕ» είναι φορέας κοινωνικής ασφάλισης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις. (...) Ο ίδιος, όμως, λόγος είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος. Και τούτο διότι το Εφετείο με το να κρίνει ότι ο ΛΕΠΕΤΕ αποτελεί φορέα επικουρικής ιδιωτικής ασφάλισης και ότι ως εκ τούτου δεν γεννάται αξίωση των αναιρεσειόντων, ασφαλισμένων του ΛΕΠΕΤΕ να ζητήσουν ευθέως από την αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία τις παροχές επικούρησης, δηλαδή τις μηνιαίες επικουρικές συντάξεις τους, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις αναφερθείσες στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη υπερονομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 157 § 2 της Σύμβασης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, δε, ως προς τη διάταξη του άρθρου 157 § 2 της ΣΛΕΕ, που ορίζει ότι για το σκοπό της εφαρμογής της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας «ως αμοιβή νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας», στην έννοια της «αμοιβής», όπως εκτέθηκε στην μείζονα σκέψη, εμπίπτουν οι αποδοχές των εργαζομένων που καταβάλλει ο εργοδότης, στις οποίες περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα πρόσθετα οφέλη που καταβάλλει ο εργοδότης (bonus κ.λπ.), δεν εμπίπτει, όμως, η ένδικη μηνιαία επικούρηση που καταβάλλεται από το ΛΕΠΕΤΕ στους ασφαλισμένους του- πρώην εργαζομένους στην αναιρεσίβλητη, καθότι η ένδικη μηνιαία επικούρηση δεν αποτελεί μετεργασιακή παροχή, αλλά μηνιαία ιδιωτική επικουρική συνταξιοδοτική παροχή. (..) Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, η ένδικη, από 16.5.2022 και με αριθμό κατάθεσης …/…/2022 αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. (…)
ΣΧΟΛΙΟ
Η Νομική Φύση των παροχών του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος [ΛΕΠΕΤΕ].
Ο Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος» [ΛΕΠΕΤΕ] έχει απασχολήσει σημαντικά τόσο την θεωρία όσο και την νομολογία τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για έναν Ειδικό Λογαριασμό, χωρίς νομική προσωπικότητα, που δημιουργήθηκε το έτος 1949 από την Εθνική Τράπεζα, προκειμένου να παρέχει μηνιαία επικούρηση στο εξελθόν και εξερχόμενο προσωπικό αυτής. Τα βασικά έσοδά του ήταν οι εισφορές εργοδότη και εργαζομένων, ενώ η διοίκηση και η διαχείριση της περιουσίας του είχε ανατεθεί με βάση τον Κανονισμό του σε Διαχειριστική Επιτροπή, στην οποία συμμετείχε ως πρόεδρος ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τραπέζης. Οι παροχές, που κατέβαλε επί σειρά ετών καθορίζονταν σε ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών, ανάλογα με τα συντάξιμα έτη, πλέον οικογενειακών επιδομάτων. Ο εν λόγω λογαριασμός λειτούργησε, κατά τις παραδοχές της σχολιαζόμενης απόφασης ως ιδιωτικός φορέας επικουρικής ασφάλισης, στον οποίο υπάγονταν υποχρεωτικά οι εργαζόμενοι της Εθνικής Τραπέζης, οι οποίοι είχαν εξαιρεθεί του συστήματος της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης.
Μέχρι τον Νοέμβριο 2017 ο εν λόγω λογαριασμός κατέβαλε κανονικά την προβλεπόμενη από τις καταστατικές του διατάξεις μηνιαία επικούρηση στους δικαιούχους αυτής, τα δε ελλείμματα αυτού καλύπτονταν, όπως δέχτηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας κανονικά, για 11 έτη από την Εθνική Τράπεζα. Τον Δεκέμβριο 2017 ο ΛΕΠΕΤΕ λόγω οικονομικής αδυναμίας έπαψε να καταβάλει παροχές και η Τράπεζα αρνήθηκε να καλύπτει εφεξής την σχετική δαπάνη.
Με τις διατάξεις του άρθρου εικοστού τέταρτου του ν. 4618/2019 και του άρθρου 63 του ν.4680/2020 προβλέφθηκε η ένταξη των δικαιούχων του ΛΕΠΕΤΕ στο ΕΤΕΑΕΠ και οι παροχές των δικαιούχων, αναπροσαρμόστηκαν στο ύψος των παροχών των λοιπών συνταξιούχων του ΕΤΕΑΕΠ. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με σειρά αποφάσεων της Ολομελείας του (ΟλΣτΕ 431, 432, 433, 434, 435/ 2022) έκρινε, ότι με την διάταξη του άρθρ. 63 του ν. 4680/2020 δεν καταργήθηκε η ενοχική αξίωση των εργαζομένων στην Εθνικής Τραπέζης κατά του εργοδότη τους, την οποία και δύνανται να διεκδικήσουν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά επήλθε πλήρης και οριστική ένταξη αυτών στο δημοσίου δικαίου σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, πράγμα επιβεβλημένο λαμβανομένης υπόψη της παύσης πληρωμών προς τους δικαιούχους του ΛΕΠΕΤΕ, που είχε ήδη σημειωθεί από το έτος 2017. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω, ότι, δεν γεννάται ζήτημα προσβολής του δικαιώματος στην περιουσία εξαιτίας της μείωσης των παροχών, που ελάμβαναν οι συνταξιούχοι, αφού από καμία διάταξη δεν προβλέπεται υποχρέωση διατήρησης του ύψους των ήδη καταβαλλόμενων από τον ΛΕΠΕΤΕ παροχών μετά την ένταξη στο δημόσιο σύστημα επικουρικής ασφάλισης, ενώ θεώρησε επιβεβλημένη την ένταξη στο ΕΤΕΑΕΠ για λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος. Μετά ταύτα, απέρριψε τις σχετικές αιτήσεις ακυρώσεως, θεωρώντας, ότι η ένταξη του προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης στην επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΕΠ ήταν συνταγματική.
Η δικαστική διένεξη για τον ΛΕΠΕΤΕ συνεχίστηκε στα πολιτικά δικαστήρια, όπου οι δικαιούχοι παροχών διεκδίκησαν την συνέχιση της καταβολής αυτών, στο ύψος, που καταβάλλονταν από τον ΛΕΠΕΤΕ, με την επίκληση, ότι, αφενός οι παροχές, που καταβάλλονταν, ήταν μετεργασιακές και ο εργοδότης είχε μέσω της συστηματικής και αδιάλειπτης καταβολής τους και της επιχειρησιακής συνήθειας δεσμευτεί να συνεχίσει να τις καταβάλλει και αφετέρου, ότι η Εθνική Τράπεζα είχε αναλάβει να καλύπτει τα ελλείμματα του εν λόγω λογαριασμού. Τα επιχειρήματα αυτά, ωστόσο, δεν έγιναν αποδεκτά από την σχολιαζόμενη απόφαση.
Τα κρίσιμα ζητούμενα της υποθέσεως είχαν ήδη τεθεί σχεδόν αμέσως μετά την άρνηση της Εθνικής Τραπέζης να καλύψει τα ελλείμματα του Ειδικού Λογαριασμού, μέσω τριών γνωμοδοτήσεων, που δημοσιεύτηκαν στον Νομικό Τύπο το έτος 2018. Έτσι, σε γνωμοδότηση της Καθηγήτριας Πατρίνας Παπαρηγοπούλου (ΔΕΝ 74/2018. 1539), απαντώντας στο ερώτημα, εάν η Εθνική Τράπεζα είχε υποχρέωση να καλύπτει τα ελλείμματα του Αποθεματικού του ΛΕΠΕΤΕ, είχε καταλήξει ότι, στο πλαίσιο της μετεργασιακής μέριμνας, ο εργοδότης μπορεί να διευκολύνει ταμειακά τον λογαριασμό υπό την μορφή δανείων ενώ ρητώς η Εθνική είχε επιφυλαχθεί αναφορικά με τις έκτακτες καταβολές προς τον ΛΕΠΕΤΕ. Συνεπώς, ακόμα και υπό την εκδοχή ότι, οι παροχές του ΛΕΠΕΤΕ ήταν παροχές μετεργασιακής μέριμνας, και πάλι ο εργοδότης είχε επιφυλαχθεί για την ελεύθερη ανάκλησή τους. Αντίθετη άποψη διατυπώθηκε από τον Ομ. Καθηγητή Γ. Λεβέντη (ΔΕΝ 74/2018. 1526), ο οποίος κατέληξε, ότι η Εθνική Τράπεζα υποχρεούται να καλύπτει τα προκύπτοντα σε κάθε οικονομική χρήση ή κατά την διάρκεια αυτής ελλείμματα, χωρίς ποσοτικό περιορισμό. Στην ως άνω γνωμοδότηση τονίστηκε, επίσης, το γεγονός, ότι η Εθνική Τράπεζα έχει υποχρέωση στο πλαίσιο της καλόπιστης εκπλήρωσης των παροχών να καλύπτει τυχόν ζημιές, που προκλήθηκαν στον εν λόγω λογαριασμό από ενέργειες και επιλογές της ίδιας της Τράπεζας, όπως για παράδειγμα η εθελουσία έξοδος, που ωφέλησε μεν οικονομικά την Τράπεζα αλλά προκάλεσε σημαντική ζημία στον Λογαριασμό. Στην τρίτη κατά σειρά γνωμοδότηση, που δημοσιεύεται στον Νομικό Τύπο (ΔΕΝ 74/2018. 1530) ο Καθηγητής Σ. Βλαχόπουλος κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η Τράπεζα εγγυάται τις παροχές προς τους ασφαλισμένους του ΛΕΠΕΤΕ και δεν έχει την δυνατότητα να διακόψει την παροχή των ταμειακών διευκολύνσεων προς τον εν λόγω Λογαριασμό.
Με την υπ’ αριθ. 353/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, εξάλλου, κρίθηκε, ότι η Εθνική Τράπεζα κάλυπτε υπό την μορφή οικειοθελών παροχών τις καταβαλλόμενες παροχές εκ μέρους του ΛΕΠΕΤΕ, οι δανειακές διευκολύνσεις, που επικαλέστηκε η Τράπεζα ήταν εικονικές, αφού εξάλλου, ο εν λόγω Λογαριασμός στερείτο νομικής προσωπικότητας και δεν εδύνατο να συνάψει σύμβαση δανείου, βάσει και του σκοπού του και τέλος, ότι ευλόγως οι ασφαλισμένοι είχαν την πεποίθηση, ότι οι επικουρήσεις θα συνέχιζαν να καταβάλλονται ανελλιπώς, καθώς η Τράπεζα είχε δεσμευτεί να καταβάλει τις επίμαχες παροχές στο διηνεκές.
Στην σχολιαζόμενη απόφαση, το ζήτημα στο οποίο επικεντρώθηκε το Δικαστήριο ήταν εάν ο ΛΕΠΕΤΕ είναι ιδιωτικός ασφαλιστικός φορέας επικουρικής ασφάλισης ή λογαριασμός για την εκπλήρωση μετεργασιακών παροχών του εργοδότη. Εάν μεν επρόκειτο περί ιδιωτικού ασφαλιστικού φορέα, δεν γεννάτο ζήτημα δέσμευσης για συνέχιση καταβολής παροχών ενώ αντιθέτως εάν οι επικουρήσεις είναι μετεργασιακές παροχές, για τις οποίες μάλιστα, ο εργοδότης έχει επιφυλαχθεί, γεννάτο ζήτημα διατήρησής τους.
Το Δικαστήριο δέχτηκε, ότι μέχρι το έτος 1990 ήταν επιτρεπτή η δημιουργία ειδικών λογαριασμών ή επικουρικών ασφαλιστικών οργανισμών μέσω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας. Βάσει της ευχέρειας αυτής και της ελευθερίας των συμβάσεων, δημιουργήθηκαν μία σειρά ειδικών λογαριασμών, ταμείων και άλλων οργανισμών που απέβλεπαν στην καταβολή ασφαλιστικών παροχών, καθώς γίνονταν δεκτό κατά τον χρόνο εκείνο, ότι μπορούσε να συμφωνηθεί, μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή υπηρεσία, η συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο ασφαλιστικό σκοπό (όπως η παροχή εφ’ άπαξ βοηθημάτων, συντάξεων κ.λπ.), διότι τέτοιους, ειδικούς λογαριασμούς δεν τους απέκλειε η νομοθεσία, αλλ’ αντιθέτως τους προέβλεπε ειδικώς στο πλαίσιο ασφαλιστικών οργανισμών, για ασφαλιστικές παροχές (ΑΚ 361, άρθρο 4 § 7 του α.ν. 1022/1946, ΟλΑΠ 25/2008). Οι εν λόγω λογαριασμοί κατά κανόνα στερούνταν νομικής προσωπικότητας και αντιμετωπίστηκαν από τον νομοθέτη αλλά και την νομολογία ως φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ομόλογοι με τους κρατικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς (OλΑΠ 9/2012, ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 929/2023, ΑΠ 1238/ 2020, ΑΠ 1243/2019, ΑΠ 1244/2019, ΑΠ 1330/2018, Ολ ΣτΕ 2197 - 2200/2010). Επισημαίνεται, ότι στον χώρο του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, η έννοια των διφυών νομικών προσώπων, ήτοι των νομικών προσώπων, που παρά το γεγονός, ότι λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, κατά το μέρος, που σκοπός τους είναι η εκπλήρωση μίας κοινωνικοασφαλιστικής παροχής, καθ’ υποκατάσταση του δημόσιου συστήματος ασφάλισης συνιστούν φορείς κοινωνικής ασφάλισης και ενεργούν ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Τέτοια είναι η περίπτωση του ΕΔΟΕΑΠ, καθώς και των τεσσάρων επαγγελματικών ταμείων υποχρεωτικής ασφάλισης, που δημιουργήθηκαν και λειτουργούν από το έτος 2012 δυνάμει των διατάξεων, άρθρων 7 και 8 του ν. 3029/2002.
Τελικώς, το Δικαστήριο κατέληξε, ότι ο «ΛΕΠΕΤΕ» αποτελεί φορέα ιδιωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, ότι η ως άνω μηνιαία παροχή επικούρησης δεν έχει αμιγώς δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, αλλά φέρει το χαρακτήρα επικουρικής σύνταξης, για την καταβολή της οποίας δεν είναι υπόχρεη η εργοδότρια. Αντιθέτως, υπόχρεος είναι ο αυτόνομος συνταξιοδοτικός λογαριασμός «ΛΕΠΕΤΕ», στον οποίο η εργοδότρια ευθύνεται μόνον για την καταβολή της συμφωνηθείσας εργοδοτικής εισφοράς, με αποτέλεσμα από τις διατάξεις αυτές να μην έχει δημιουργηθεί γενικός όρος εργασίας των μισθωτών.
Με τον τρόπο αυτό, ολοκληρώθηκε για την εθνική τουλάχιστον έννομη τάξη, το θέμα του ΛΕΠΕΤΕ. Σύμφωνα με πληροφορίες, για το ίδιο θέμα οι ενδιαφερόμενοι σχεδιάζουν ήδη προσφυγή στο ΕΔΔΑ, η απόφαση επί της οποίας αναμένεται με πολύ ενδιαφέρον.
ΜΑΡΙΑ-ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΣΙΠΡΑ
Δικηγόρος