ΔΕΕ C-807/23/3.4.2025 (με επιμέλεια Μάρκου Παπακωνσταντή)

73
2025
03
 
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Επιμέλεια: Μάρκος Παπακωνσταντής
 
Απόφαση Δικαστηρίου της 3.4.2025 (Τρίτο Τμήμα)
Υπόθεση «Katharina Plavec κατά Rechtsanwaltskammer Wien» (C-807/23)

 

Πρόεδρος: Κ. Λυκούργος
Μέλη: S. Rodin, N. Piçarra, O. Spineanu Matei, N. Fenger, (Εισηγητές, Δικαστές)
Γενικός Εισαγγελέας: P. Pikamäe

 

Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία επιβάλλει μέρος της πρακτικής ασκήσεως η οποία είναι αναγκαία για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου και κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασκούμενος δικηγόρος διαθέτει ορισμένη εξουσία εκπροσωπήσεως ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού να πραγματοποιείται σε δικηγόρο εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος, αποκλείοντας τη δυνατότητα πρακτικής ασκήσεως σε δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, μολονότι ο δικηγόρος αυτός είναι μέλος δικηγορικού συλλόγου του πρώτου κράτους μέλους και μολονότι οι δραστηριότητες στο πλαίσιο της εν λόγω πρακτικής ασκήσεως αφορούν το δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους, και μη επιτρέποντας συνεπώς στους ενδιαφερόμενους νομικούς να πραγματοποιήσουν το μέρος αυτό της πρακτικής ασκήσεως σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρο πάντως ότι οι ενδιαφερόμενοι νομικοί αποδεικνύουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι η πρακτική άσκηση, με τον τρόπο που αυτή θα πραγματοποιηθεί, μπορεί να τους παράσχει εκπαίδευση και πείρα ισοδύναμες προς την εκπαίδευση και την πείρα τις οποίες παρέχει η πρακτική άσκηση σε δικηγόρο εγκατεστημένο στο πρώτο κράτος μέλος.

 

 

(…)

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 

1. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. 

2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Katharina Plavec και του Rechtsanwaltskammer Wien (Δικηγορικού Συλλόγου Βιέννης, Αυστρία, στο εξής: RAK) σχετικά με την απόρριψη της αιτήσεως της Κ. Plavec να της επιτραπεί, αφενός, η εγγραφή της στο μητρώο ασκουμένων δικηγόρων και, αφετέρου, να της χορηγηθεί νομιμοποιητικό έγγραφο περί αναγνωρίσεως περιορισμένης εξουσίας δικαστικής εκπροσωπήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 15, § 3, του Rechtsanwaltsor­dnung (κώδικα περί δικηγόρων), της 15ης Ιουλίου 1868 (RGBl. Nr. 96/1868), όπως ίσχυε στις 20 Απριλίου 2023 (BGBl. I, 39/2023, στο εξής: κώδικας περί δικηγόρων). 

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10. Η Κ. Plavec απασχολήθηκε από τον Ιανουάριο του 2022 ως μισθωτή στο δικηγορικό γραφείο Jones Day, στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), όπου πραγματοποίησε πρακτική άσκηση στον KI, Αυστριακό δικηγόρο, με την ιδιότητα του εταίρου στο δικηγορικό αυτό γραφείο. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 14ης Ιανουαρίου 2022, η Κ. Plavec ζήτησε από τον RAK την εγγραφή της στο μητρώο ασκουμένων δικηγόρων, καθώς και τη χορήγηση νομιμοποιητικού εγγράφου περί αναγνωρίσεως περιορισμένης εξουσίας δικαστικής εκπροσωπήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 15, § 3, του κώδικα περί δικηγόρων. 

11. Κατόπιν αιτήματος του RAK, η Κ. Plavec παρέσχε, με έγγραφο της 7ης Μαρτίου 2022, τις ακόλουθες διευκρινίσεις. Η κατοικία και η συνήθης διαμονή της ευρίσκονταν στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν και είχε δευτερεύουσα διαμονή στη Βιέννη (Αυστρία). Η δραστηριότητά της αφορούσε αποκλειστικώς το αυστριακό δίκαιο. Ως μόνος εξουσιοδοτημένος να της δίνει Οδηγίες όσον αφορά τις υποθέσεις στις οποίες είχε εφαρμογή το αυστριακό δίκαιο, ο εποπτεύων την πρακτική της άσκηση, ο KI, δραστηριοποιείτο ως νομικός σύμβουλος Αυστριακών και αλλοδαπών πελατών του δικηγορικού γραφείου Jones Day για ζητήματα αυστριακού δικαίου και τους εκπροσωπούσε ενώπιον των αυστριακών διοικητικών αρχών και δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια της πρακτικής της ασκήσεως, η Κ. Plavec ερχόταν σε επαφή, πολλές φορές την εβδομάδα, με αυστριακά διοικητικά όργανα και δικαστήρια στο πλαίσιο της εκπροσωπήσεως των πελατών του KI. 

12. Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2022, η αρμόδια υπηρεσία του RAK απέρριψε, δυνάμει του άρθρου 30, § 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, § 2, του κώδικα περί δικηγόρων, την αίτηση της Κ. Plavec, με την αιτιολογία ότι η πρακτική άσκησή της δεν είχε πραγματοποιηθεί σε δικηγόρο εγκατεστημένο στην Αυστρία. 

13. Στις 31 Αυγούστου 2022, η Κ. Plavec έπαυσε να εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο Jones Day. 

14. Με απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2022, το διοικητικό συμβούλιο του RAK απέρριψε τη διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 14ης Ιουνίου 2022. Η ανωτέρω απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2022 αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο KI είναι μέλος της εξεταστικής επιτροπής για τους διαγωνισμούς υποψηφίων δικηγόρων στην Αυστρία και ότι ενεργεί ως δικηγόρος διορισμένος για να εκπροσωπεί τους πολίτες στην Αυστρία στο πλαίσιο του μηχανισμού δικαστικής αρωγής. Υπό την ιδιότητα αυτή, πέραν του δικηγορικού γραφείου του στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν, ο KI έχει δικηγορικό γραφείο στη Βιέννη, σε σχέση με το οποίο έχει ορίσει άλλη Αυστριακή δικηγόρο η οποία τον αντικαθιστά, σύμφωνα με τον κώδικα περί δικηγόρων. Ως εκ τούτου, έχει δηλώσει από τις 15 Νοεμβρίου 2016 απουσία λόγω μακροχρόνιας διαμονής στην αλλοδαπή. 

15. Η Κ. Plavec και ο KI άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2022 ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας να ακυρωθεί η ως άνω απόφαση και να υποχρεωθεί ο RAK να εγγράψει την Κ. Plavec στο μητρώο ασκουμένων δικηγόρων για την περίοδο από τις 14 Ιανουαρίου 2022 έως τις 31 Αυγούστου 2022. 

16. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το αντικείμενο της διαφοράς, της οποίας έχει επιληφθεί, αφορά πλέον μόνον το ζήτημα αν, και ενδεχομένως για ποιο χρονικό διάστημα, η Κ. Plavec πληρούσε τις προϋποθέσεις εγγραφής στο μητρώο ασκουμένων δικηγόρων, δεδομένου ότι αυτή έπαυσε να εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο Jones Day από τις 31 Αυγούστου 2022. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο KI δεν είχε ίδιον συμφέρον για την αναδρομική εγγραφή της Κ. Plavec στο μητρώο ασκουμένων δικηγόρων, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε την έφεσή του ως απαράδεκτη. 

17. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, § 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 30, § 1, του κώδικα περί δικηγόρων, από το συνολικό διάστημα των πέντε ετών υποχρεωτικής πρακτικής ασκήσεως για την απόκτηση της ιδιότητας του δικηγόρου, διάστημα τουλάχιστον τριών ετών και επτά μηνών πρέπει να συμπληρωθεί στο αυστριακό έδαφος και να περιλαμβάνει τουλάχιστον τριετή άσκηση σε δικηγόρο. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι όταν ο τόπος εργασίας του ασκούμενου δικηγόρου κείται εκτός Αυστρίας, ο αρμόδιος αυστριακός Δικηγορικός Σύλλογος δεν μπορεί να μεταβεί στο δικηγορικό γραφείο στο οποίο εργάζεται ο εν λόγω ασκούμενος δικηγόρος προκειμένου να ασκήσει το εκ του νόμου καθήκον του ελέγχου του επ’ αυτού  και επί του εποπτεύοντος την πρακτική άσκηση δικηγόρου, ο οποίος υποχρεούται να διασφαλίσει την πλήρη εκπαίδευση του εν λόγω ασκούμενου δικηγόρου στο επάγγελμα του δικηγόρου. 

18. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 2, § 3, σημείο 2, του Κώδικα Περί Δικηγόρων, το μέρος της πρακτικής ασκήσεως που πραγματοποίησε η Κ. Plavec στον KI μπορεί, αντιθέτως, να ληφθεί υπόψη ως μέρος της πρακτικής ασκήσεως το οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί στην αλλοδαπή. 

19. Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η πρακτική άσκηση της Κ. Plavec δεν πραγματοποιήθηκε στην Αυστρία, έστω και αν εργάσθηκε υπό την καθοδήγηση δικηγόρου εγγεγραμμένου σε αυστριακό Δικηγορικό Σύλλογο και στον τομέα του αυστριακού δικαίου. 

20. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τίθεται το ζήτημα αν οι εθνικές διατάξεις που προβλέπουν ότι μέρος της περιόδου πρακτικής ασκήσεως ενός υποψηφίου δικηγόρου πρέπει υποχρεωτικώς να διανύεται στην ημεδαπή είναι ασυμβίβαστες με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, μολονότι άλλο μέρος της περιόδου αυτής μπορεί να πραγματοποιηθεί στην αλλοδαπή. 

21. Θεωρεί ότι οι διατάξεις αυτές είναι, εν πάση περιπτώσει, πρόσφορες και σύμφωνες με τις αξίες που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι το άρθρο 10, § 1, της Οδηγίας 98/5 εξαρτά την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου εντός κράτους μέλους υποδοχής δικηγόρου που ασκεί το επάγγελμά του με επαγγελματικό τίτλο χορηγηθέντα από το κράτος μέλος καταγωγής του από την απόδειξη πραγματικής και τακτικής δραστηριότητας διαρκείας τουλάχιστον τριών ετών στο πρώτο αυτό κράτος μέλος. Αν αυτή η απαίτηση πρακτικής πείρας σε κράτος μέλος υποδοχής ισχύει για τους δικηγόρους που διαθέτουν ήδη τίτλο που τους επιτρέπει να ασκούν το επάγγελμά τους στο κράτος μέλος καταγωγής τους και έχουν ήδη ασκήσει εκεί το επάγγελμά τους, τότε η πρόσβαση των ασκουμένων δικηγόρων στο επάγγελμα του δικηγόρου θα μπορούσε, κατά μείζονα λόγο, να εξαρτάται από μια τέτοια απαίτηση. 

22. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δραστηριότητα όπως αυτή που άσκησε η Κ. Plant στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν δεν μπορεί, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, να περιλαμβάνει επαφές με τα αυστριακά δικαστήρια και τις αυστριακές διοικητικές αρχές εξίσου πυκνές, όπως και στην περίπτωση πρακτικής ασκήσεως σε δικηγορικό γραφείο εγκατεστημένο στην Αυστρία. Εξάλλου, θα ήταν ανεδαφικό να υποτεθεί ότι η Κ. Plavec είχε την πρόθεση να μετακινείται ειδικώς από τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν για να μετάσχει σε ακροαματικές διαδικασίες ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων και διοικητικών οργάνων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το νομιμοποιητικό έγγραφο το οποίο αυτή σκόπευε να αποκτήσει παρέχει άκρως περιορισμένο δικαίωμα εκπροσωπήσεως, ήτοι στο πλαίσιο διαφορών αστικού δικαίου που εμπίπτουν κυρίως στην αρμοδιότητα των Bezir­ksgerichte (ειρηνοδικείων, Αυστρία). Τέλος, ο εποπτεύων την πρακτική άσκηση δικηγόρος της Κ. Plavec ειδικευόταν κυρίως στο αυστριακό δίκαιο της διαιτησίας, ενώ οι εποπτεύοντες δικηγόροι υποχρεούνται, δυνάμει του κώδικα περί δικηγόρων, να παρέχουν πλήρη εκπαίδευση στους ασκούμενους δικηγόρους. 

23. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Έχει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία προϋπόθεση για την εγγραφή ασκουμένου στο μητρώο ασκουμένων δικηγόρων της Αυστρίας αποτελεί η πραγματοποίηση μέρους της πρακτικής ασκήσεως (περίοδος επαγγελματικής εκπαιδεύσεως) με την ιδιότητα του ασκούμενου δικηγόρου υποχρεωτικά σε δικηγορικό γραφείο στην Αυστρία, ήτοι στην ημεδαπή […], ενώ, ως προς το μέρος αυτό της πρακτικής ασκήσεως, δεν αρκεί η άσκηση δραστηριότητας σε δικηγορικό γραφείο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται στο κράτος εκείνο στον τομέα του αυστριακού δικαίου υπό την εποπτεία δικηγόρου εγγεγραμμένου σε δικηγορικό σύλλογο της Αυστρίας;» 

 

Επί του προδικαστικού ερωτήματος 

 

24 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία επιβάλλει μέρος της πρακτικής ασκήσεως η οποία είναι αναγκαία για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου και κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασκούμενος δικηγόρος διαθέτει ορισμένη εξουσία εκπροσωπήσεως ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους, να πραγματοποιείται σε δικηγόρο εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος, αποκλείοντας τη δυνατότητα πρακτικής ασκήσεως σε δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, μολονότι ο δικηγόρος αυτός είναι εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο του πρώτου κράτους μέλους και μολονότι οι δραστηριότητες που ασκούνται στο πλαίσιο της εν λόγω πρακτικής ασκήσεως αφορούν το δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους. 

25. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, ελλείψει εναρμονίσεως των προϋποθέσεων προσβάσεως σε ορισμένο επάγγελμα, τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν τις γνώσεις και τα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei, C‑218/19, EU:C:2020:1034, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 

26. Δεδομένου ότι, μέχρι τούδε, δεν έχουν εναρμονισθεί σε επίπεδο Ένωσης οι προϋποθέσεις για την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα ενός προσώπου το οποίο δεν έχει σε κανένα κράτος μέλος το δικαίωμα να ασκήσει το επάγγελμα αυτό, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τον καθορισμό των προϋποθέσεων αυτών (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei, C‑218/19, EU:C:2020:1034, σκέψη 25). 

27. Από τα ανωτέρω έπεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στην κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία εξαρτά την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα από την κατοχή των γνώσεων και των προσόντων που κρίνονται αναγκαία (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei, C‑218/19, EU:C:2020:1034, σκέψη 26), στα οποία μπορεί να περιλαμβάνεται η ολοκλήρωση περιόδου πρακτικής ασκήσεως. 

28. Εντούτοις, τα κράτη μέλη πρέπει να ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα αυτό σεβόμενα τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες κατοχυρώνει η Συνθήκη ΛΕΕ, οι δε εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται συναφώς δεν πρέπει να αποτελούν αδικαιολόγητο εμπόδιο στην πραγματική άσκηση της θεμελιώδους ελευθερίας που εγγυάται ιδίως το άρθρο 45 ΣΛΕΕ (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei, C‑218/19, EU:C: 2020:1034, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 

29. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, έστω και αν διέπει πρακτική άσκηση η οποία αποτελεί μέρος της απαιτούμενης εκπαιδεύσεως για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου, δεδομένου ότι οι οικείοι νομικοί ασκούν τη δραστηριότητα του ασκούμενου δικηγόρου ως μισθωτοί και εισπράττουν αμοιβή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, Morgenbesser, C‑313/01, EU: C:2003:612, σκέψη 60). Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της πρακτικής της ασκήσεως στο ιδιαίτερο γραφείο Jones Day η Κ. Plavec αμειβόταν. 

30. Κατά πάγια νομολογία, το σύνολο των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ασκήσεως, από τους υπηκόους των κρατών μελών, πάσης φύσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων στο έδαφος της Ένωσης, απαγορεύουν δε μέτρα τα οποία μπορούν να θέσουν σε δυσμενέστερη μοίρα τους υπηκόους αυτούς στην περίπτωση που επιθυμούν να ασκήσουν μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους [απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Μεταφορά της αξίας συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων), C‑459/22, EU:C:2023:878, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. 

31. Ως εκ τούτου, εθνικές διατάξεις οι οποίες εμποδίζουν ή αποθαρρύνουν εργαζόμενο υπήκοο κράτους μέλους να εγκαταλείψει το κράτος καταγωγής του προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας συνιστούν περιορισμούς της ελευθερίας αυτής, ακόμη και αν εφαρμόζονται αδιακρίτως της ιθαγενείας των οικείων εργαζομένων (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Radziejewski, C‑461/17, EU:C: 2019:598, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 

32. Προσέτι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε εθνικό μέτρο, σχετικό με τις προϋποθέσεις συνεκτιμήσεως, για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου, επαγγελματικής πείρας κτηθείσας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος που έλαβε το μέτρο αυτό, το οποίο ενδέχεται να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους υπηκόους της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των υπηκόων του κράτους μέλους που έλαβε το εν λόγω μέτρο, των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη ΛΕΕ (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei, C‑218/19, EU:C:2020: 1034, σκέψη 30). Το ίδιο ισχύει και για εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει τον συνυπολογισμό της επαγγελματικής πείρας που πρέπει να αποκτηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου μέρους της αναγκαίας για την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα πρακτικής ασκήσεως για τον λόγο και μόνον ότι το μέρος αυτό της πρακτικής ασκήσεως πραγματοποιείται σε δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος. 

33. Επομένως, κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει να πραγματοποιείται συγκεκριμένο μέρος της πρακτικής ασκήσεως που είναι αναγκαία για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου σε δικηγόρο εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος συνιστά όντως περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας, την οποία εγγυάται το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, καθόσον ενδέχεται να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση της εν λόγω ελευθερίας κυκλοφορίας, περιορίζοντας τη δυνατότητα των υπηκόων αυτών να ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα, ως ασκούμενοι δικηγόροι, σε δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος. 

34. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, από το γεγονός ότι, δυνάμει της ρυθμίσεως αυτής, πρακτική άσκηση πολλών μηνών στην αλλοδαπή μπορεί να αναγνωρισθεί ως αποτελούσα άλλο μέρος της πρακτικής ασκήσεως. Συγκεκριμένα, εφόσον γίνει δεκτό ότι η τριετής πρακτική άσκηση σε δικηγόρο, η οποία αντιστοιχεί στο μέρος της επίμαχης στην κύρια δίκη πρακτικής ασκήσεως, πρέπει υποχρεωτικώς να πραγματοποιείται σε δικηγόρο εγκατεστημένο στην Αυστρία, η εν λόγω ρύθμιση εμποδίζει τους νομικούς που επιθυμούν να εισέλθουν στο επάγγελμα του δικηγόρου να επικαλεσθούν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, κατά τη διάρκεια του τελευταίου αυτού μέρους της πρακτικής ασκήσεως. 

35. Ένας τέτοιος περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας μπορεί να γίνει δεκτός μόνον υπό την προϋπόθεση, κατά πρώτον, ότι δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος και, κατά δεύτερον, ότι συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, όπερ προϋποθέτει ότι είναι κατάλληλος να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei, C‑218/19, EU:C: 2020:1034, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 

36. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση επιδιώκει σκοπούς προστασίας των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών και ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Οι σκοποί αυτοί συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που μπορούν να θεωρηθούν ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέρον­τος, ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei, C‑ 218/19, EU:C:2020:1034, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 

37. Προσέτι, ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εξαρτά την εγγραφή στο μητρώο ασκουμένων δικηγόρων από την προϋπόθεση ότι μέρος της πρακτικής ασκήσεως πραγματοποιείται σε δικηγόρο εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος δεν είναι, αυτή καθεαυτή, απρόσφορη για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών. 

38. Αφενός, τοιαύτη ρύθμιση μπορεί να συμβάλει στο να διασφαλισθεί ότι ο νομικός που επιθυμεί να γίνει δικηγόρος σε κράτος μέλος έχει αποκτήσει, πριν ασκήσει το επάγγελμα αυτό, πραγματική πείρα από την ενασχόλησή του με το δίκαιο στο εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και με τους κανόνες που ισχύουν για τους δικηγόρους και με τα ήθη που διέπουν τις σχέσεις τους με τα δικαστήρια και τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Αφετέρου, τοιουτοτρόπως οι αρμόδιες αρχές θα είναι κατά κανόνα σε θέση να παρακολουθήσουν ευχερώς τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγεται μια τέτοια πρακτική άσκηση και, ιδίως, την επάρκεια του περιεχομένου της πρακτικής ασκήσεως σε σχέση με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το εθνικό δίκαιο. Ειδικότερα, κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μπορεί, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, να παράσχει στον αρμόδιο αυστριακό Δικηγορικό Σύλλογο, στο πλαίσιο της εκ του νόμου αποστολής του να ελέγχει τον ασκούμενο δικηγόρο και τον εποπτεύοντα την άσκηση δικηγόρο, τη δυνατότητα προσβάσεως στο δικηγορικό γραφείο του δικηγόρου αυτού, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η εκπαίδευση του ασκούμενου δικηγόρου ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του δικηγορικού επαγγέλματος. 

39. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εφόσον αποσκοπεί στο να διασφαλίσει, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, ότι ο δικηγόρος έχει αποκτήσει ικανοποιητική πείρα από την ενασχόληση με το εθνικό δίκαιο και από τις επαφές με τις αυστριακές αρχές και τα αυστριακά δικαστήρια προκειμένου να διασφαλίσει την επίτευξη των σκοπών της προστασίας των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, τους οποίους επιδιώκει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, η προϋπόθεση κατά την οποία ένας νομικός πρέπει να πραγματοποιήσει ορισμένο μέρος της πρακτικής ασκήσεως σε δικηγόρο εγκατεστημένο στο οικείο κράτος μέλος βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρου. 

40. Πράγματι, η πρακτική άσκηση νομικών σε δικηγόρο εγγεγραμμένο σε αυστριακό δικηγορικό σύλλογο, αλλά εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, σε συνδυασμό με την απαίτηση να αποδεικνύεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι η εν λόγω πρακτική άσκηση είναι ικανή να παράσχει πείρα ισοδύναμη με εκείνη που παρέχει η πρακτική άσκηση σε δικηγόρο εγκατεστημένο στην Αυστρία, συνιστά μέτρο μέσω του οποίου μπορούν να επιτευχθούν οι σκοποί που επιδιώκει μια ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, και το οποίο είναι λιγότερο επαχθές από τον περιορισμό τον οποίον η ρύθμιση αυτή επιβάλλει. 

41. Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι δεν μπορεί να τεκμαίρεται, γενικώς, ότι νομικός ο οποίος πραγματοποιεί πρακτική άσκηση σε δικηγόρο εγγεγραμμένο σε αυστριακό δικηγορικό σύλλογο, αλλά εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, δεν μπορεί να λάβει επαρκή εκπαίδευση ούτε να αποκτήσει επαρκή πείρα όσον αφορά την ενασχόληση με το αυστριακό δίκαιο ισοδύναμες με εκείνες που θα αποκόμιζε νομικός ο οποίος πραγματοποιεί την πρακτική του άσκηση στην Αυστρία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η υποχρέωση προσκομίσεως επαρκών αποδείξεων περί του ότι οι δραστηριότητες που πράγματι πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια τοιαύτης πρακτικής ασκήσεως δύνανται να παράσχουν εκπαίδευση και πείρα ισοδύναμες προς αυτές τις οποίες παρέχει πρακτική άσκηση σε δικηγόρο εγκατεστημένο στην Αυστρία, παρίσταται ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη των σκοπών της εν λόγω πρακτικής ασκήσεως. 

42. Κατά δεύτερον, στο πλαίσιο ρυθμίσεως όπως η μνημονευθείσα στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, οι αρμόδιες αρχές εξακολουθούν να είναι σε θέση να διενεργούν αποτελεσματικούς ελέγχους όσον αφορά τις συνθήκες διεξαγωγής της πρακτικής ασκήσεως. 

43. Κατ’ αρχάς, έχουν τη δυνατότητα, αν το κρίνουν χρήσιμο ενόψει των στοιχείων που διαθέτουν, να καλέσουν τον ασκούμενο δικηγόρο και τον εποπτεύοντα την άσκησή του προκειμένου να λάβουν διευκρινίσεις σχετικά με τη διεξαγωγή της πρακτικής ασκήσεως, ενδεχομένως διατάσσοντας τη διακοπή της πρακτικής ασκήσεως ή αρνούμενες να τη συνεκτιμήσουν στην περίπτωση που δεν υπάρξει ανταπόκριση στην πρόσκλησή τους. Εξάλλου, από τις δηλώσεις του RAK κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι προβαίνει σε τέτοιες προσκλήσεις όταν υπάρχουν δικαιολογημένες αμφιβολίες ως προς την τήρηση, σε ειδικές περιπτώσεις, των απαιτήσεων τις οποίες επιβάλλει η εκπαίδευση των ασκούμενων δικηγόρων σχετικά με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. 

44. Εν συνεχεία, δεδομένου ότι, στην υπόθεση την οποία εξετάζει το αιτούν δικαστήριο, τόσο ο ασκούμενος δικηγόρος όσο και ο εποπτεύων την πρακτική άσκηση είναι εγγεγραμμένοι σε δικηγορικό σύλλογο του κράτους μέλους στο οποίο παρέχεται η εκπαίδευση στο επάγγελμα του δικηγόρου, οι επαγγελματικές αρχές είναι κατά κανόνα αρμόδιες να τους επιβάλουν πειθαρχικές κυρώσεις αν τυχόν επιδιώξουν να παραπλανήσουν τις αρμόδιες αρχές ως προς το περιεχόμενο της πρακτικής ασκήσεως ή να μη συμμορφωθούν προς τα μέτρα ελέγχου, τα οποία ισχύουν για τη διασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής της εν λόγω πρακτικής ασκήσεως. 

45. Τέλος, μολονότι είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο ρυθμίσεως όπως η μνημονευθείσα στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, οι αρμόδιες αρχές δεν είναι οπωσδήποτε σε θέση να έχουν πρόσβαση στο δικηγορικό γραφείο του εποπτεύοντος με σκοπό τη διενέργεια ελέγχου, εντούτοις η πρόσβαση σε αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως. Εξάλλου, από τις πληροφορίες που παρέσχε ο RAK κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση 46 προκύπτει ότι, στην πράξη, χρησιμοποιεί μέτρα ελέγχου λιγότερο επαχθή από τον επιτόπιο έλεγχο στα δικηγορικά γραφεία προκειμένου να εξακριβώσει αν επιτυγχάνονται οι σκοποί της πρακτικής ασκήσεως. 

46. Το γεγονός ότι, κατά το αυστριακό δίκαιο, ο ασκούμενος δικηγόρος διαθέτει, μετά από περίοδο 18 μηνών πρακτικής ασκήσεως σε δικηγόρο εγκατεστημένο στην Αυστρία, ευρύτατη εξουσία εκπροσωπήσεως δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τα ανωτέρω, στο μέτρο που, κατ’ εφαρμογήν κανονιστικής ρυθμίσεως όπως αυτή που μνημονεύεται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, η πείρα που αποκτά ένας νομικός μετά την ολοκλήρωση της ως άνω περιόδου πρακτικής ασκήσεως σε δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος είναι ισοδύναμη με εκείνη την οποία αποκτά κατά το πέρας της ίδιας περιόδου ασκούμενος δικηγόρος με πρακτική άσκηση σε δικηγόρο εγκατεστημένο στην Αυστρία.

47. Εξάλλου, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση στηρίζεται σε λογική παρόμοια με εκείνη του άρθρου 10, § 1, της Οδηγίας 98/5, διαπιστώνεται ότι η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης όσον αφορά τα μέτρα που τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να επιβάλλουν στους δικηγόρους οι οποίοι, έχοντας αποκτήσει τα επαγγελματικά τους προσόντα σε άλλο κράτος μέλος, επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους στο έδαφός τους, όταν εξέδωσε την Οδηγία αυτή, δεν είναι ικανή να περιορίσει την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σε κατάσταση μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Οδηγίας. 

48. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία επιβάλλει μέρος της πρακτικής ασκήσεως η οποία είναι αναγκαία για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου και κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασκούμενος δικηγόρος διαθέτει ορισμένη εξουσία εκπροσωπήσεως ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού να πραγματοποιείται σε δικηγόρο εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος, αποκλείοντας τη δυνατότητα πρακτικής ασκήσεως σε δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, μολονότι ο δικηγόρος αυτός είναι μέλος δικηγορικού συλλόγου του πρώτου κράτους μέλους και μολονότι οι δραστηριότητες στο πλαίσιο της εν λόγω πρακτικής ασκήσεως αφορούν το δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους, και μη επιτρέποντας συνεπώς στους ενδιαφερόμενους νομικούς να πραγματοποιήσουν το μέρος αυτό της πρακτικής ασκήσεως σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρο πάντως ότι οι ενδιαφερόμενοι νομικοί αποδεικνύουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι η πρακτική άσκηση, με τον τρόπο που αυτή θα πραγματοποιηθεί, μπορεί να τους παράσχει εκπαίδευση και πείρα ισοδύναμες προς την εκπαίδευση και την πείρα, τις οποίες παρέχει η πρακτική άσκηση σε δικηγόρο εγκατεστημένο στο πρώτο κράτος μέλος.