ΑΠ 110/2025, με σημείωμα «Νομολογιακές εξελίξεις στην προβληματική της ευθύνης από διακινδύνευση», Φ.Δ. Καρατζένη

73
2025
03
 
 Άρειος Πάγος
(Α2΄ Τμήμα)
Αριθ. 110/2025*
 
Προεδρεύων: Π. Βενιζελέας, Αρεοπαγίτης
Εισηγήτρια: Ε. Θεοδωρακοπούλου, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Ε. Καστρήσιος, Ε. Κούρου, Χ. Παρασκευόπουλος

 

Ευθύνη από διακινδύνευση. Έννοια, χαρακτηριστικά, δικαιολογητική βάση και περιπτωσιολογική ρύθμιση. Είναι εξεταστέο σε κάθε περίπτωση, αν κατ’ εφαρμογήν των συνταγματικών διατάξεων, θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι ο κάτοχος ή εξουσιαστής μιας πηγής ιδιαίτερων κινδύνων είναι υποχρεωμένος, αφού αντλεί τα οφέλη από την κινδυνώδη για τους τρίτους λειτουργία της, να αποκαταστήσει κάθε ζημία που προκαλείται από την πραγμάτωση των ιδιαίτερων αυτών κινδύνων, ανεξάρτητα από το αν η πρόκληση της ζημίας οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητά του. Δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί, κατ’ αναλογίαν ειδικών διατάξεων, ευθύνη του διαχειριστή δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας από διακινδύνευση, διότι ο νομοθέτης προέβλεψε ευθύνη του διαχειριστή μόνο από υπαιτιότητά του για την λειτουργία και συντήρηση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, του οποίου έχει την διαχείριση, και συνεπώς δεν υπάρχει ακούσιο κενό. Κατά την γνώμη της Εισηγήτριας όμως, ο κάτοχος ή εξουσιαστής μιας πηγής ιδιαίτερων κινδύνων είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει τη ζημία που προκαλείται από την πραγμάτωση των ιδιαίτερων αυτών κινδύνων, ανεξάρτητα από το αν αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητά του (αντικειμενική ευθύνη), μόνον στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης έχει ρητά προβλέψει περί τούτου (Άρθρα 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, 9 §§ 1 και 5, 17 § 1, 25 § 1 Σ, 914 ΑΚ).

 

(…) Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, υπ’ αριθ. …/2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με την από 8.4.2017 αγωγή τους, την οποία απηύθυναν στο Ειρηνοδικείο Καλαυρίας, ισχυρίστηκαν ότι από αμέλεια των υπαλλήλων της εναγόμενης, κατόχου και διαχειρίστριας των δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, και ήδη αναιρεσείουσας, στις 20.8.2012, εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε υποσταθμό μέσης τάσης διανομής ηλεκτρικού ρεύματος στην περιοχή Δάριζα Τροιζηνίας, η οποία επεκτάθηκε στην γειτονική περιοχή, με αποτέλεσμα να καούν 7.000 στρέμματα δασικής και 3.000 στρέμματα αγροτικής έκτασης και να προκληθούν οι λεπτομερώς αναφερόμενες στην αγωγή ζημίες στις καλλιέργειές τους και στο δίκτυο άρδευσης αυτών. Με βάση τα ανωτέρω οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να τους καταβάλει τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά για έκαστο τούτων ως αποζημίωση και ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν. Επικουρικώς, για την περίπτωση που κριθεί ότι την εναγομένη δεν βαρύνει υπαιτιότητα για την πρόκληση της πυρκαϊάς από τον ανωτέρω υποσταθμό, ζητούν τα παραπάνω, ισχυριζόμενοι ότι η ευθύνη της εναγομένης, που έχει την αποκλειστική ευθύνη για την λειτουργία και συντήρηση του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας είναι αντικειμενική, εδραζόμενη στην αρχή της διακινδύνευσης, ως κατόχου και εξουσιαστή πηγής ιδιαίτερων κινδύνων για τους τρίτους, από την οποία αντλεί οφέλη η ίδια. Επί της αγωγής αυτής, η οποία δικάσθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …/2018 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά την κύρια βάση της, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, χωρίς να εξετάσει την επικουρική βάση. Την ως άνω απόφαση, προσέβαλε η εναγομένη με την από 10.7.2018 έφεσή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθ. …/2021 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και ακολούθως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (η οποία διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. …/ 2022 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου), η οποία δέχθηκε την έφεση κατά το τυπικό της μέρος και ακολούθως, αφού απέρριψε την κυρία βάση της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμη, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, στη συνέχεια δε, κρατώντας και δικάζοντας την από 8.4.2017 αγωγή, δέχθηκε την επικουρική βάση αυτής ως νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγομένη αναιρεσείουσα με την κρινόμενη από 24.10.2022 αίτηση αναίρεσης, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 2.11.2022. 

 

[…] Από την βασική, γενικού περιεχομένου, διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνάγεται ότι στο ισχύον δίκαιο η αδικοπρακτική ευθύνη έχει ως βάση την υπαιτιότητα, προϋποθέτει δηλαδή, κατά κανόνα, δόλο ή αμέλεια του ζημιώσαντος και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως υποκειμενική ευθύνη. Παράλληλα με τη διάταξη αυτή όμως καθιερώνονται, είτε στον Αστικό Κώδικα, είτε σε ειδικούς νόμους και συγκεκριμένες περιπτώσεις εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης ανεξάρτητα από πταίσμα του ζημιώσαντος, που χαρακτηρίζονται ως περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης ή ευθύνης από διακινδύνευση. Η δικαιολογητική βάση της αντικειμενικής ευθύνης διαφέρει σε κάθε περίπτωση και επιβάλλεται, είτε γιατί κρίνεται ότι αυτός που δημιουργεί ή εξουσιάζει πηγές κινδύνων για την πρόκληση ζημιών από αυτές πρέπει να ευθύνεται και για την αποκατάσταση των ζημιών, που προκαλούνται, καθόσον λόγοι δικαιοσύνης επιβάλλουν, οι ζημιές που πηγάζουν από τους κινδύνους αυτούς, να βαρύνουν όχι τους ζημιωθέντες, αλλά αυτούς που δημιούργησαν ή εξουσιάζουν τους κινδύνους ανεξάρτητα από πταίσμα τους, όπως η ευθύνη για ζημιές από τα αυτοκίνητα (ν. ΓΠΝ/1911), η ευθύνη από την πτώση κτίσματος ή άλλου έργου συνεχόμενου με το έδαφος (άρθρο 925 ΑΚ) και η ευθύνη για ζημία που προξένησε μη κατοικίδιο ζώο (άρθρο 924 § 1 ΑΚ), είτε γιατί κρίνεται ότι εκείνος που χρησιμοποιεί πρόσωπα και πράγματα για να αυξήσει την οικονομική του δραστηριότητα και να αποκομίσει κέρδος, εφ’ όσον απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα από τη χρησιμοποίηση αυτών, πρέπει να φέρει και το βάρος των συναφών κινδύνων, όπως στην ευθύνη του προστήσαντος (άρθρο 922 ΑΚ) και στην ευθύνη του εργοδότη για τα εργατικά ατυχήματα του προσωπικού του (ν. 551/1915), είτε γιατί η αντικειμενική ευθύνη δικαιολογείται από λόγους επιείκειας, όπως στην ευθύνη του ανίκανου για καταλογισμό για εύλογη ικανοποίηση του παθόντος (άρθρο 918 ΑΚ) ή στην ευθύνη για εύλογη αποζημίωση αυτού που προκάλεσε ζημία ευρισκόμενος σε κατάσταση ανάγκης (άρθρο 286 § 1 [ΑΚ). Ο] νομοθέτης, υλοποιώντας το πνεύμα των συνταγματικών διατάξεων για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου, για τη συμμετοχή του στην κοινωνική και οικονομική ζωή, για την προστασία της ζωής και της υγείας του (άρθρο 5 § 1 και 5 Σ) και για την προστασία της ιδιοκτησίας του (άρθρο 17 § 1 Σ), στην ευρύτητα μάλιστα που η έννοια της ιδιοκτησίας προστατεύεται από την ΕΣΔΑ στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, μετά και την ρητή καθιέρωση της αρχής της τριτενέργειας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (άρθρο 25 § 1 Σ), που αποβλέπει στην κατοχύρωση και προστασία των σχετικών έννομων αγαθών όχι μόνο απέναντι σε κυριαρχικές κρατικές επεμβάσεις, αλλά και απέναντι σε προσβολές τους από φορείς ιδιωτικής εξουσίας στο πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων, δεν καθιέρωσε ένα γενικό κανόνα (ρήτρα) για την ευθύνη από διακινδύνευση, αλλά ρύθμισε περιπτωσιολογικά κάποιες περιπτώσεις ευθύνης από διακινδύνευση. Αυτές είναι: α) Η ευθύνη για ζημίες από τα αυτοκίνητα (ν. ΓΠΝ/1911). β) Η ευθύνη του εκμεταλλευόμενου αεροσκάφος για ζημίες κατά την αεροπορική μεταφορά (ν. 1815/1988). γ) Η ευθύνη για ζημίες από πυρηνική ενέργεια (ν. 1758/1988, όπως συμπληρώθηκε από το ν. 1897/1990). δ) Η ευθύνη για ζημίες από ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος (ν. 1650/ 1986, όπως συμπληρώθηκε από το ν. 1892/ 1990). ε) Η ευθύνη για ζημίες από αντικείμενα που εκτοξεύονται στο διάστημα (ν. 563/1977). στ) Η ευθύνη για ρύπανση με πετρέλαιο (ν. 314/1976). ζ) Η ευθύνη παραγωγού από ελαττωματικά προϊόντα (ν. 2251/1994), η) η ευθύνη για εργατικά ατυχήματα που ρυθμίζεται στο ν. 551/1915. Κατά κανόνα, οι ρυθμισμένες από το ελληνικό δίκαιο περιπτώσεις ευθύνης από διακινδύνευση υπάγονται στο πεδίο της αδικοπρακτικής ευθύνης, αλλά όμως υπάρχουν και περιπτώσεις, που προϋφίσταται συμβατική σχέση μεταξύ του κατόχου της πηγής κινδύνων και του ζημιωθέντος, όπως οι ανωτέρω αναφερόμενες περιπτώσεις ευθύνης του αεροπορικού μεταφορέα και του εργοδότη επί εργατικού ατυχήματος. Η περιπτωσιολογική ρύθμιση των περιπτώσεων αντικειμενικής ευθύνης δημιουργεί ορισμένες φορές αξιολογική αντινομία, αφού είναι δυνατόν να υπάρχουν περιπτώσεις, που δεν ρυθμίζονται ειδικά, ενώ ρυθμίζονται άλλες περιπτώσεις με ίση ή μικρότερη ανάγκη ρύθμισης αυτών (ΑΠ 1503/2023, ΑΠ 1904/ 2022) και συνεπώς είναι εξεταστέο σε κάθε περίπτωση, αν κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, θα πρέπει να γίνει δεκτό, προς άρση της αντινομίας αυτής, ότι ο κάτοχος ή εξουσιαστής μιας πηγής ιδιαίτερων κινδύνων είναι υποχρεωμένος, αφού άλλωστε αν­τλεί τα οφέλη από την κινδυνώδη για τους τρίτους λειτουργία της, να αποκαταστήσει κάθε ζημία που προκαλείται από την πραγμάτωση των ιδιαίτερων αυτών κινδύνων, ανεξάρτητα από το αν η πρόκληση της ζημίας οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητά του. Με το ν. 4001/22.8.2011 «Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις», όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 αυτού σκοπήθηκε, μεταξύ άλλων και η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 «Σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της Οδηγίας 2003/ 54/ΕΚ» (EE L 211 της 14.8.2009) και ορίστηκε ότι και οι δραστηριότητες της παραγωγής, της προμήθειας, της αγοράς, της διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας, με τις διατάξεις του νόμου αυτού, τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους. Στο άρθρο 2 του ως νόμου με υπότιτλο «ορισμοί», όπως ίσχυε κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο, για την εφαρμογή του ως άνω νόμου, οι όροι που χρησιμοποιούνται στις διατάξεις αυτού έχουν την ακόλουθη έννοια: § 1 ... (στ) Διαχειριστής Δικτύου Διανομής: Τα νομικά πρόσωπα που ασκούν, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καθήκοντα Διαχειριστή Δικτύου Διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, ή Φυσικού Αερίου, περιλαμβανομένων των Διαχειριστών των Κλειστών Δικτύων Διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ή Φυσικού Αερίου ... § 3. Ορισμοί που αναφέρονται ιδίως στην ηλεκτρική ενέργεια: ... (ζ) Διανομή ηλεκτρικής ενέργειας: η μεταφορά μέσω δικτύου διανομής υψηλής, σε περίπτωση που έχει ειδικά καθορισθεί ότι ανήκουν στο δίκτυο διανομής, μέσης και χαμηλής τάσης της ηλεκτρικής ενεργείας που εγχέεται σε αυτό από το διασυνδεδεμένο με αυτό σύστημα μεταφοράς και τις μονάδες παραγωγής που συνδέονται άμεσα στο δίκτυο διανομής με σκοπό την παράδοση της σε πελάτες, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας, (η) διασυνδεδεμένο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας: ένα σύνολο συστημάτων μεταφοράς και δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με μία ή περισσότερες διασυνδέσεις, (θ) διασύνδεση: είναι οι γραμμές, οι εγκαταστάσεις και οι μετρητές που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς από ή προς την Ελληνική Επικράτεια, καθώς και με το Δίκτυο Διανομής, (ι) Διαχειριστής δικτύου διανομής: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία, τη συντήρηση, την παροχή πρόσβασης σε πελάτες και παραγωγούς που συνδέονται σε αυτό και, αν είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη του δικτύου διανομής σε μία δεδομένη περιοχή και, κατά περίπτωση, των διασυνδέσεων του με άλλα δίκτυα διανομής και συστήματα μεταφοράς, και για τη μακροπρόθεσμη ικανότητα του δικτύου να ανταποκρίνεται στην εύλογη ζήτηση υπηρεσιών διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Με τις διατάξεις του άρθρου 122 του ν. 4001/2011, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίστηκε ότι η κυριότητα του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ) ανήκει αποκλειστικά στη ΔΕΗ ΑΕ, και χορηγήθηκε σ’ αυτήν η άδεια αποκλειστικής κυριότητας του δικτύου και μελλοντικής επέκτασης αυτού. Με τις διατάξεις του άρθρου 123 του ν. 4001/2011, όπως επίσης ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, προβλέφθηκε η υποχρέωση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΔΕΗ ΑΕ» να προβεί στο νομικό και λειτουργικό διαχωρισμό της δραστηριότητας της διαχείρισης του Ελληνικού Δικτύου Διαχείρισης Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ) από τις λοιπές δραστηριότητες της κάθετα ολοκληρωμένης επιχείρησής της, με την εισφορά του Κλάδου Διανομής στη θυγατρική της εταιρεία με την επωνυμία «Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΕ» (ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ) και ότι η απόσχιση του ως άνω κλάδου πραγματοποιείται με τη διαδικασία και τους όρους του παρόντος νόμου, των άρθρων 68 έως 79 του κ.ν. 2190/ 1920, καθώς και των άρθρων 1 έως και 5 του ν. 2166/1993, με αναλογική εφαρμογή των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 98, ορίστηκε δε ότι η ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ υποκαθίσταται, ανεξαρτήτως του χρόνου γενέσεώς τους, σε όλα εν γένει τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις έννομες σχέσεις της ΔΕΗ ΑΕ που αφορούν τον εισφερόμενο κλάδο, και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από τη ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ, χωρίς να διακόπτονται βιαίως και να απαιτείται για τη συνέχιση ή την επανάληψή τους οποιαδήποτε διατύπωση ή δήλωση εκ μέρους της. Επίσης, με τις διατάξεις του άρθρου 127 του ιδίου ως άνω νόμου, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, με υπότιτλο «αρμοδιότητες του διαχειριστή του ΕΔΔΗΕ», προβλέφθηκε στην § 1 ότι «Η ΔΕΔ ΔΗΕ ΑΕ είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη, τη λειτουργία και τη συντήρηση, υπό οικονομικούς όρους του ΕΔΔΗΕ ώστε να διασφαλίζεται η αξιόπιστη, αποδοτική και ασφαλής λειτουργία του, καθώς και η μακροπρόθεσμη ικανότητα του να ανταποκρίνεται σε εύλογες ανάγκες ηλεκτρικής ενέργειας, λαμβάνοντας τη δέουσα μέριμνα για το περιβάλλον και την ενεργειακή αποδοτικότητα, καθώς και για τη διασφάλιση, κατά τον πλέον οικονομικό, διαφανή, άμεσο και αμερόληπτο τρόπο, της πρόσβασης των χρηστών στο ΕΔΔΗΕ, προκειμένου να ασκούν τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με την Άδεια Διαχείρισης του ΕΔΔΗΕ που της χορηγείται κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου και σύμφωνα με τον Κώδικα Διαχείρισης του ΕΔΔΗΕ» και στην § 5 ότι «5. Για την παραχώρηση της διαχείρισης του ΕΔΔΗΕ, η ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ καταβάλλει ετήσιο αντάλλαγμα στον κύριο του ΕΔ ΔΗΕ, που εγκρίνεται από τη ΡΑΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22» (ΑΠ 132/2023). Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι ο νομοθέτης, στην δημιουργηθείσα με απόσχιση από την ΔΕΗ ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΕ» (ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ), στην οποία ανατέθηκε η ανάπτυξη, η λειτουργία και η συντήρηση, υπό οικονομικούς όρους του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔ ΔΗΕ), ώστε να διασφαλίζεται η αξιόπιστη, αποδοτική και ασφαλής λειτουργία του, καθώς και η μακροπρόθεσμη ικανότητά του να ανταποκρίνεται σε εύλογες ανάγκες ηλεκτρικής ενέργειας, λαμβάνοντας τη δέουσα μέριμνα για το περιβάλλον και την ενεργειακή αποδοτικότητα, η κυριότητα του οποίου Δικτύου ανήκει αποκλειστικά στη ΔΕΗ ΑΕ, προέβλεψε ευθύνη της ΔΕΔΔΗΕ μόνο από υπαιτιότητά της για την λειτουργία και συντήρηση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, του οποίου έχει την διαχείριση και συνεπώς δεν υπάρχει ακούσιο κενό, ώστε να είναι δυνατόν να θεμελιωθεί, κατ’ αναλογία των ανωτέρω ειδικών διατάξεων, ευθύνη της από διακινδύνευση, ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας των προστηθέντων από αυτήν προσώπων για την συντήρηση του δικτύου, τέτοια δε ευθύνη δεν γεννάται ούτε κατ' εφαρμογή των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, αφού η ΔΕΔΔΗΕ, κατά τον κρίσιμο χρόνο, είναι απλός διαχειριστής του δικτύου, ο οποίος δεν αντλεί καμία ωφέλεια από την κινδυνώδη λειτουργία του. Ένα μέλος του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα η Αρεοπαγίτης Ελένη Θεοδωρακοπούλου είχε την άποψη ότι ο κάτοχος ή εξουσιαστής μιας πηγής ιδιαίτερων κινδύνων είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει τη ζημία που προκαλείται από την πραγμάτωση των ιδιαίτερων αυτών κινδύνων, ανεξάρτητα από το αν αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητά του (αντικειμενική ευθύνη), μόνο στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης έχει ρητά προβλέψει περί τούτου. Και τούτο για τους εξής λόγους: Η ευθύνη από διακινδύνευση συνιστά ιδιάζουσα μορφή εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης. Επιβάλλεται στον κάτοχο μιας πηγής ιδιαίτερων κινδύνων (εξ ου και ο όρος «ευθύνη από διακινδύνευση») και συνίσταται στην αντικειμενική ευθύνη σε αποζημίωση του κατόχου της πηγής των κινδύνων για τις ζημίες που προκαλούνται σε τρίτους από την πραγμάτωση των κινδύνων. Γενική διάταξη που να επιβάλει ευθύνη από διακινδύνευση δεν υπάρχει. Στο ελληνικό δίκαιο η ρύθμιση είναι περιπτωσιολογική. Αυτό σημαίνει ότι η ευθύνη από διακινδύνευση επιβάλλεται σε συγκεκριμένες, οριοθετημένες από τον νομοθέτη περιπτώσεις. Έτσι ευθύνη από διακινδύνευση καθιερώνεται με: α) την ευθύνη του κατόχου μη χρήσιμου κατοικίδιου ή μη κατοικίδιου ζώου (ΑΚ 924 § 1 συνδ. § 2), β) την ευθύνη για αυτοκινητικά ατυχήματα (άρθρο 4 ν. ΓΠΝ/1911), γ) την ευθύνη για εργατικά ατυχήματα (άρθρ. 1 ν. 551/1945), δ) την ευθύνη για τη ρύπανση θάλασσας με πετρέλαιο (ν. 314/1976), ε) την ευθύνη για ζημίες από αντικείμενα που εκτοξεύονται στο διάστημα (άρθρ. II ν. 563/1977), στ) την ευθύνη για ζημίες από τη ρύπανση του περιβάλλοντος (άρθρ. 29 ν. 1650/1986), ζ) την ευθύνη για ζημίες από πυρηνικό ατύχημα (ν. 1758/1988), η) την ευθύνη για ζημίες κατά την αεροπορική μεταφορά (άρθρ. 106-121 ν. 1815/1988), θ) την ευθύνη για ζημίες από ελαττωματικά προϊόντα (άρθρ. 6 ν. 2251/ 1994). Στην προκειμένη περίπτωση η ανυπαρξία γενικού κανόνα ευθύνης από διακινδύνευση δεν είναι ακούσια, αλλά εκούσια. Ο ιστορικός νομοθέτης, οποτεδήποτε παρενέβη με σχετικά νομοθετήματα για να ρυθμίσει ειδικές περιπτώσεις εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης, και έχοντας επίγνωση των υφιστάμενων στην κοινωνία μας πηγών κινδύνων, εξέφρασε εξ αντιδιαστολής, αλλά πάντως με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο, την βούλησή του να διατηρήσει το περιπτωσιολογικό σύστημα της ευθύνης από διακινδύνευση. Τούτο συνέβη είτε άμεσα, με την καθιέρωση ευθύνης από διακινδύνευση μόνο στις περιπτώσεις λ.χ. των ζημιών από τη ρύπανση του περιβάλλοντος (άρθρ. 29 ν. 1650/ 1986) ή από πυρηνικό ατύχημα (ν. 1758/1988) ή κατά την αεροπορική μεταφορά (άρθρ. 106-121 ν. 1815/ 1988) ή από ελαττωματικά προϊόντα (άρθρ. 6 ν. 2251/1994) κ.ο.κ., και επομένως όχι σε άλλες περιπτώσεις πρόκλησης ζημιών, είτε έμμεσα, με την καθιέρωση ειδικής αδικοπρακτικής πταισματικής ευθύνης, και επομένως όχι ευθύνης από διακινδύνευση, όπως συνέβη λ.χ. με την περίπτωση της νόθου αντικειμενικής (και άρα όχι γνήσια αντικειμενικής, πολύ δε περισσότερο από διακινδύνευση) ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες του άρθρου 8 ν. 2251/1994 ή με την περίπτωση της πταισματικής ευθύνης της ΔΕΔ ΔΗΕ (που ενδιαφέρει και εν προκειμένω) του άρθρου 127 §§ 1-2 ν. 4001/ 2011, που προβλέπει ότι η ΔΕΔΔΗΕ είναι υπεύθυνη «για τη λειτουργία και τη συντήρηση του ΕΔΔΗΕ (δηλαδή του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας) ώστε να διασφαλίζεται η αξιόπιστη, αποδοτική και ασφαλής λειτουργία του» (§ 1), για «την αξιοπιστία και την ασφάλεια» του δικτύου (§ 2 περίπτ. α΄), για «τη διατήρηση τεχνικά άρτιου» δικτύου (§ 2 περίπτ. β΄), καθώς και για «την τήρηση των τεχνικών προδιαγραφών και απαιτήσεων σχεδιασμού, λειτουργίας και συντήρησης του Δικτύου και να μεριμνά για την επίτευξη των στόχων απόδοσης για τη δραστηριότητα της Διανομής, όσον αφορά μεταξύ άλλων στις απώλειες, στην αξιοπιστία τροφοδότησης, στην ποιότητα τάσης και στην ποιότητα εξυπηρέτησης των Πελατών, όπως καθορίζονται στον Κώδικα Διαχείρισης του ΕΔΔΗΕ» (βλ. και άρθρο 124 § 5, σύμφωνα με το οποίο «η ΔΕΔ ΔΗΕ ΑΕ υποχρεούται να διασφαλίζει τους αναγκαίους ανθρώπινους, τεχνικούς, υλικούς και οικονομικούς πόρους για τη λειτουργία, τη συντήρηση και την ανάπτυξη του ΕΔΔΗΕ και γενικότερα για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων του και την προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων του). Περαιτέρω η ανυπαρξία γενικού κανόνα ευθύνης από διακινδύνευση δεν συνιστά ατέλεια νόμου, καθώς δεν συντρέχει ουσιώδης αξιολογική ομοιότητα μεταξύ των ρυθμισμένων και των αρρύθμιστων –από ειδικές διατάξεις ευθύνης από διακινδύνευση– κινδύνων δεδομένου ότι ο κίνδυνος, για τον οποίο επιβάλλεται η ευθύνη από διακινδύνευση, δεν εμπερικλείει ένα σταθερό και με ασφάλεια μετρήσιμο ζημιογόνο δυναμικό, που θα καθιστούσε δυνατή τη σύγκρισή του με το ζημιογόνο δυναμικό άλλων αρρύθμιστων κινδύνων, ενώ σε κάθε περίπτωση οι ειδικές ρυθμίσεις της ευθύνης από διακινδύνευση είναι προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες του ρυθμισμένου κινδύνου, χωρίς τη δυνατότητα της μεταφοράς τους σε άλλους αρρύθμιστους κινδύνους. Η άποψη επομένως ότι, «αφού ο νομοθέτης ρυθμίζοντας μερικές μόνο περιπτώσεις κατά τον τρόπο αυτό, δεν ήθελε ... να ρυθμίσει εξαιρετικά μόνο αυτές και να αποκλείσει από μια παρόμοια ρύθμιση τις λοιπές, αλλά εξ αιτίας της περιπτωσιολογικής ρυθμίσεως που ακολούθησε εκφράσθηκε στενότερα απ’ ό,τι ήθελε» συνιστά αναπόδεικτη άποψη, η οποία α) αντιβαίνει στη βούληση του Έλληνα νομοθέτη (αν σκοπός του νομοθέτη ήταν να καθιερώσει γενική ρήτρα ευθύνης από διακινδύνευση είναι βέβαιο ότι θα την είχε προβλέψει ρητά μέσα στα εκατό χρόνια που παρήλθαν από την καθιέρωση για πρώτη φορά ευθύνης από διακινδύνευση, με τον ν. ΓΠΝ/1911), β) καταστρατηγεί το περιπτωσιολογικό σύστημα, αφού κατ’ αποτέλεσμα υποκαθιστά πλήρως το περιπτωσιολογικό σύστημα από μια γενική ρήτρα περί ευθύνης από διακινδύνευση, γ) παραβιάζει τις προϋποθέσεις της αναλογίας ενός κανόνα δικαίου, αφού παραμερίζει ή σε κάθε περίπτωση καταστρατηγεί την προϋπόθεση της ουσιώδους αξιολογικής ομοιότητας μεταξύ ρυθμισμένου και αρρύθμιστου περιστατικού, δ) πλήττει την ασφάλεια του δικαίου και τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία δράσης των κατόχων των πηγών κινδύνων, ήτοι τα συμφέροντα και την οικονομική ελευθερία (Σ 5 §§ 1, 3) του κατόχου ενός (αρρύθμιστου από ειδική διάταξη) κινδύνου, αφού ο κάτοχος ενός (αρρύθμιστου από ειδική διάταξη) κινδύνου δεν μπορεί να γνωρίζει, αν, σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας σε τρίτους, θα ευθύνεται όχι μόνο κατά τη γενική πταισματική ευθύνη της ΑΚ 914 αλλά και κατά την ανάλογη εφαρμογή των υφιστάμενων ειδικών λόγων ευθύνης από διακινδύνευση, γεγονός που ματαιώνει την δυνατότητα του κατόχου να λάβει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για τη ζημία που προκλήθηκε σε τρίτους (αυξημένα μέτρα ασφαλείας, ασφαλιστική κάλυψη του κινδύνου κ.λπ.). Υπολαμβάνει δε, στην πραγματικότητα, ως μοναδικό σκοπό της έννομης τάξης την πάση θυσία αποζημίωση ενός προσώπου που υπέστη ζημία, τη στιγμή ωστόσο που κάθε σύγχρονο δίκαιο εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης προβλέπει τη μετακύληση της ζημίας ενός προσώπου σε άλλο, μόνο αν συντρέχει ιδιαίτερος προς τούτο λόγος, ενώ τέλος υφαρπάζει αρμοδιότητες που ανήκουν αποκλειστικά στον νομοθέτη, αφού, συνεπεία όλων των ανωτέρω, μόνο ο νομοθέτης έχει την αρμοδιότητα να αξιολογήσει την ανάγκη υπαγωγής ενός κινδύνου στο αυστηρό, ειδικά ρυθμισμένο, καθεστώς της ευθύνης από διακινδύνευση. Κατά συνέπεια η άποψη, για την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αναλογική εφαρμογή των ειδικών διατάξεων της ευθύνης από διακινδύνευση στις λοιπές πηγές κινδύνων, εν προκειμένω δε στο Δίκτυο Διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, πολύ δε περισσότερο να εφαρμοστεί σε βάρος της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ. Η ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ ασφαλώς υπέχει ευθύνη για τις ζημίες που προκαλούνται από την πλημμελή λειτουργία του δικτύου. Η ευθύνη αυτή όμως εδράζεται στον κανόνα του ελληνικού δικαίου εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης, δηλαδή στο πταίσμα που επιδείχθηκε κατά τη συντήρηση και λειτουργία του δικτύου. Το δε πταίσμα, ως προϋπόθεση ευθύνης σε αποζημίωση, επιτρέπει δίκαιες διακρίσεις με βάση τα δεδομένα της εκάστοτε περίστασης. Ολοκληρωμένο σύστημα αστικής ευθύνης επομένως σε σχέση με τη λειτουργία του ΔΕΔΔΗΕ υπάρχει. Στηρίζεται όμως στο πταίσμα της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ. Τυχόν αντίθετη άποψη, που υιοθετεί την αναλογική εφαρμογή των επιμέρους ειδικών λόγων ευθύνης από διακινδύνευση ή έναν γενικό κανόνα ευθύνης από διακινδύνευση σε βάρος της ΔΕΔΔΗΕ, παραγνωρίζει όλα τα ανωτέρω και, εν τέλει, κρίνεται μη ορθή. Κατά συνέπεια, στο ισχύον ελληνικό δίκαιο αποκλείεται η αναλογική εφαρμογή των ειδικών διατάξεων της ευθύνης από διακινδύνευση σε βάρος της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ ή η σε βάρος της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ ισχύς ενός γενικού κανόνα ευθύνης από διακινδύνευση.

[…] Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο ότι η επικουρική βάση της αγωγής των αναιρεσιβλήτων ήταν νόμιμη και ότι ακολούθως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παρατεθείσες στην μείζονα σκέψη του ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 5 §§ 1 και 5, 17 § 1, 25 § 1 του Συντάγματος, άρθρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 924 και 925 ΑΚ και ν. ΓΠΝ/1911, 1815/1988, 1758/1988, 1650/1986, 563/1977, 314/1976, 2251/1994, οι οποίες εν προκειμένω δεν ήταν εφαρμοστέες, και εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1, 2, 122, 123 και 127 ν. 4001/2011, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδήλωσης της πυρκαϊάς, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες, καθόσον τα επικαλούμενα από τους αναιρεσίβλητους-ενάγοντες θεμελιωτικά της αγωγής τους και αποδειχθέντα, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την επικουρική βάση της πραγματικά περιστατικά, δεν δικαιολογούν ευθύνη της αναιρεσείουσας-εναγομένης για πυρκαϊά προκληθείσα από το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, του οποίου είναι διαχειρίστρια και έχει την ευθύνη της συντήρησης και λειτουργίας του, όταν δεν την βαρύνει υπαιτιότητα, σύμφωνα με την μείζονα σκέψη, που αναφέρθηκε στην αρχή της αποφάσεως αυτής και κατά τις δύο παραλλαγές της, που απολήγουν στο ίδιο διατακτικό και, συνεπώς, η αγωγή, κατά την επικουρική της βάση, ήταν απορριπτέα ως μη νόμιμη. 


ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Νομολογιακές εξελίξεις στην προβληματική της ευθύνης από διακινδύνευση
 

1. Η νομολογία του Α2΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου στην θεματική της ευθύνης από διακινδύνευση κατά την τελευταία τριετία αναζωογονεί τον σχετικό επιστημονικό διάλογο, δεδομένων των μάλλον περιθωριακών, αν παραβλέψει κανείς τις ζημίες που προέρχονται από εγκαταστάσεις παραγωγής και το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, περιπτώσεων που άγονται στην πράξη ενώπιον των δικαστηρίων. Οι αποφάσεις υπ’ αριθ. 110 και 111 του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δημοσιεύθηκαν το 2025 και αφορούσαν υλικές ζημίες και ηθική βλάβη από πυρκαγιές σε αγροτεμάχια που προκλήθηκαν από υποσταθμό του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας δέχονται κατά πλειοψηφία ότι ο νομοθέτης προέβλεψε ρητά και ειδικά την ευθύνη του διαχειριστή του δικτύου μόνον από υπαιτιότητα για την διαχείριση και λειτουργία του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, αφήνοντας ανοικτό εάν ο κάτοχος ή εξουσιαστής μίας πηγής ιδιαίτερων κινδύνων ευθύνεται ανεξάρτητα από την συνδρομή υπαιτιότητάς του. Η μειοψηφούσα γνώμη της Εισηγήτριας Αρεοπαγίτου δεν περιορίζεται στην επίκληση της πταισματικής ευθύνης του διαχειριστή κατά τα ανωτέρω, αλλά απορρίπτει την μέσω της παραδοχής ενός κενού νόμου υιοθέτηση μίας γενικής ρήτρας από διακινδύνευση. 

 Σε δύο αποφάσεις του που είχαν προηγηθεί, το Α2΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου είχε δεχθεί επί της αρχής την ευθύνη του κατόχου ή εξουσιαστή της πηγής, από την οποία εκπορεύεται ένας «ιδιαίτερος» κίνδυνος, επικαλούμενο αφενός τις συνταγματικές διατάξεις που επιβάλλουν και στους ιδιώτες τον σεβασμό και την προστασία των ανωτέρω εννόμων αγαθών και αφετέρου την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για τις ρυθμισμένες περιπτώσεις ευθύνης από διακινδύνευση (ΑΠ 1904/2022, ΝοΒ 2024. 102 [103 επ.], με κατ’ αποτέλεσμα σύμφωνες Παρατηρήσεις Σαμαρτζή, ένθ. ανωτ., 110 [112 επόμ.]=ΧρΙδΔ 2023. 431 [431 επ.], με κριτικές Παρατηρήσεις Σταυρακάκη, ένθ. ανωτ., 434 [436 επ.]=ΕφΑΔΠολΔ 2024. 43, με Παρατηρήσεις Ι. Σπυριδάκη, ένθ. ανωτ., 47 [48], ο οποίος ανατρέχει στην προϋπόθεση του ενδεχόμενου δόλου στο πλαίσιο της υποκειμενικής ευθύνης‧ ΑΠ 1503/2023, ΝοΒ 2024. 1343 [1344 επ.], με επί της αρχής σύμφωνες παρατηρήσεις Σαμαρτζή, ένθ. ανωτ., 1349 [1350 επ.], και κριτικές παρατηρήσεις Καρατζένη, ΝοΒ 2025. 104 [106 επ.]= ΕφΑΠολΔ 2024. 654, με Παρατηρήσεις Μ. Σπυριδάκη, ένθ. ανωτ., 657 [658], ο οποίος σταθμίζει μεταξύ άλλων την προϋπόθεση του ενδεχόμενου δόλου στο πλαίσιο της υποκειμενικής ευθύνης). Δεν πρέπει, πάντως, να παραβλεφθεί ότι στην πρώτη από τις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο έκρινε εν τέλει ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 925 ΑΚ, διότι η ζημία δεν είχε προέλθει αμέσως από την έκρηξη στον κινητήρα της γεννήτριας της μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και την πυρκαγιά που είχε επακολουθήσει, δηλαδή από αυτή καθ’ εαυτή την κινδυνώδη λειτουργία της ένδικης εγκατάστασης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά από τις διακοπές παροχής ηλεκτρικού ρεύματος που είχαν επακολουθήσει στις επιχειρήσεις των πελατών του παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας (ΑΠ 1904/2022, ΝοΒ 2024. 102 [109]). Περαιτέρω, στην δεύτερη απόφαση έκρινε ότι δεν συνέτρεχε αντικειμενική ευθύνη από διακινδύνευση χωρίς διαφυγή της κινδυνώδους κατάστασης του ηλεκτρικού ρεύματος από το δίκτυο διανομής με πτώση, έκρηξη, διαρροή ή άλλο ανάλογο τρόπο, και επομένως για ζημία που προκλήθηκε από πλημμύρα λόγω διακοπής ρεύματος με συνέπεια να καταστεί αδύνατη η λειτουργία του συστήματος άντλησης υδάτων, που ήταν εγκατεστημένο στο κατάστημα επιχείρησης (ΑΠ 1503/2023, ΝοΒ 2024. 1343 [1349]).

 2. Οι περιπτώσεις ζημιών που σχετίζονται με την λειτουργία των εγκαταστάσεων παραγωγής και του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, όπως σε όλες τις προαναφερθείσες υποθέσεις που κλήθηκε να κρίνει ο Άρειος Πάγος, αποτελούν τις συνηθέστερες περιπτώσεις που φέρονται προς δικαστική κρίση (Καρατζένης, Η επέκταση της ευθύνης από διακινδύνευση σε αρρύθμιστες περιπτώσεις, στο παράδειγμα των θαλάσσιων μεταφορικών μέσων, από την άποψη της Μεθοδολογίας του Δικαίου: ΝοΒ 2020. 1610 [1612 επ.]=Μελέτες Αστικού και Εμπορικού Δικαίου [Αθήνα/Θεσσαλονίκη 2021] 54 [58 επ.]‧ ο ίδιος, Ευθύνη από διακινδύνευση του κατόχου και εξουσιαστή εγκαταστάσεων παραγωγής και δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας: ΝοΒ 2025. 104 [105 επ.]). Για τον λόγο αυτόν αρμόζουν ορισμένες σκέψεις στην επιχειρηματολογία της πλειοψηφίας του Αρείου Πάγου, η οποία συμπεραίνει την υιοθέτηση της πταισματικής ευθύνης από την διάταξη του άρθρου 127 § 1 ν. 4001/2011 (βλ. ήδη Βαλτούδη, Η αναλογική εφαρμογή των λόγων ευθύνης από διακινδύνευση: ΕλλΔνη 2016. 329 [331]=Τιμητικός Τόμος Ελίζας Δ. Αλεξανδρίδου [Αθήνα 2016] 15 [18 επ.]). Πράγματι, η αναφορά στην «μακροπρόθεσμη ικανότητα [της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ] να ανταποκρίνεται σε εύλογες ανάγκες ηλεκτρικής ενέργειας, λαμβάνοντας τη δέουσα μέριμνα για το περιβάλλον και την ενεργειακή αποδοτικότητα» συνηγορεί υπέρ της πταισματικής ευθύνης. Ομοίως η συμπληρωματική αναφορά της μειοψηφίας στην διάταξη του άρθρου 124 § 5 ν. 4001/2011, κατά την οποία «[η] ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ υποχρεούται να διασφαλίζει τους αναγκαίους ανθρώπινους, τεχνικούς, υλικούς και οικονομικούς πόρους για τη λειτουργία, τη συντήρηση και την ανάπτυξη του ΕΔΔΗΕ και γενικότερα για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων του και την προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων του». Στις διατάξεις αυτές μπορεί να προστεθούν η διάταξη του άρθρου 127 § 2 στοιχ. (γ) ν. 4001/2011, σύμφωνα με την οποίαν η ΔΕΔΔΗΕ υποχρεούται να «[δ]ιασφαλίζει την τήρηση των τεχνικών προδιαγραφών και απαιτήσεων σχεδιασμού, λειτουργίας και συντήρησης του Δικτύου και να μεριμνά για την επίτευξη των στόχων απόδοσης για τη δραστηριότητα της Διανομής», αλλά και αυτή του άρθρου 34 του Κώδικα Διαχείρισης του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ) (Απόφαση ΡΑΕ 395/18.10. 2016, ως ισχύει σήμερα), το οποίο προβλέπει ότι στις περιπτώσεις πρόκλησης βλαβών σε συσκευές καταναλωτών του δικτύου, εξαιτίας συμβάντων που σχετίζονται με το δίκτυο, ο διαχειριστής του δικτύου είναι υπόχρεος σε αποζημίωση, εάν οι βλάβες αυτές αποδεδειγμένα οφείλονται σε συμβάν για το οποίο φέρει ευθύνη ο διαχειριστής του Δικτύου, από σχετικές πράξεις ή παραλείψεις του. Μολονότι θα μπορούσε κανείς να διατηρεί αμφιβολίες, κατά πόσον οι διατάξεις αυτές υιοθετούν θετικά την υποκειμενική ευθύνη, βέβαιον είναι ότι δεν παρέχουν οποιοδήποτε έρεισμα υπέρ της αν­τίθετης γνώμης, ότι δηλαδή ο διαχειριστής του δικτύου ευθύνεται αντικειμενικά για οποιαδήποτε ζημία είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας του. Τούτο όμως δεν είναι αναγκαίο, καθώς, ελλείψει γενικής ρήτρας για την ευθύνη από διακινδύνευση, ισχύει η γενική αδικοπρακτική, υποκειμενική ευθύνη.

3. Σε πλήρη συμφωνία με την θέση της μειοψηφίας στις αποφάσεις του Αρείου Πάγου 110/2025 και 111/2025, η υιοθέτηση γενικής ρήτρας για την ευθύνη από διακινδύνευση δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο και έρχεται σε αντίθεση με βασικές αρχές της μεθοδολογίας του Δικαίου. Ανακεφαλαιώνοντας τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σε παλαιότερες μελέτες μου σημειώνω ότι ο ιστορικός νομοθέτης, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη «επικινδύνων επιχειρήσεων», μεταξύ των οποίων και το «τριφασικόν ρεύμα», απέρριψε την υιοθέτηση γενικής ρήτρας «ανυπαιτίου ευθύνης» και προέκρινε την περιπτωσιολογική ρύθμιση. Η επιλογή αυτή επιβεβαιώθηκε διαχρονικά από την μεταγενέστερη διεύρυνση της περιπτωσιολογικής ρύθμισης τουλάχιστον σε οκτώ περαιτέρω περιπτώσεις. Κατά συνέπειαν, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το θετό δίκαιο εμφανίζει κενό, εκούσιο ή ακούσιο, αρχικό ή επιγενόμενο. Τέλος, η επίκληση των συνταγματικών διατάξεων για την ανατροπή –κατ’ ουσίαν– του συστήματος της υποκειμενικής ευθύνης στερείται πειστικής επιχειρηματολογίας και παραβλέπει τους ίδιους τους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων (βλ. αναλυτικά Καρατζένη, ένθ. ανωτ., ΝοΒ 2020. 1610 [1615 επ.]=Μελέτες, 54 [58 επ.]‧ τον ίδιο, ένθ. ανωτ., ΝοΒ 2025. 104 [106 επ.]). Για λόγους ασφαλείας των συναλλαγών και αποτελεσματικού επιμερισμού των κινδύνων ενδείκνυται, συνεπώς, όπου δει, η κατά περίπτωσιν παρέμβαση του νομοθέτη ακολουθώντας το πρότυπο πλείστων υφισταμένων ρυθμίσεων που περιλαμβάνουν ταυτόχρονα με την καθιέρωση της αντικειμενικής ευθύνης την πρόβλεψη λόγων απαλλαγής και ανωτάτων ορίων ευθύνης. 

ΦΩΤΙΟΣ Δ. ΚΑΡΑΤΖΕΝΗΣ,

Δ.Ν. - Δικηγόρος