ΠλΟλΑΠ 1/2024, με σχόλιο «Πλήρης αποζημίωση επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και διαφυγόν κέρδος», Γ.Μ. Καλογεράκη

73
2025
03
 
Άρειος Πάγος
(Πλήρης Ολομέλεια)
Αριθ. 1/2024*

 

Πρόεδρος: Ι. Κλάπα-Χριστοδουλέα
Εισαγγελέας: Ν.-Α. Μουζάκη, Αντεισαγγελέας
Εισηγήτρια: Γ. Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Γ.Γ., Χ.Μ., ΝΣΚ

 

Αναγκαστική απαλλοτρίωση. Πλήρης αποζημίωση κατ’ άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, 17 Σ, 13 §1 και 25 ν. 2882/2001. Ερμηνεία με βάση τα πορίσματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Είναι νόμιμη η αξίωση του καθ’ ου η απαλλοτρίωση για επιδίκαση ως αυτοτελές κονδύλι των διαφυγόντων κερδών από την εκμετάλλευση της επικειμένης, λειτουργούσας εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου επιχείρησής του (πτηνοτροφικής μονάδος) και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτής, εφόσον τα αιτούμενα διαφυγόντα κέρδη αποτελούν συνέπεια της απαλλοτρίωσης και έχουν ως μόνη αιτία αυτή. Η αξίωση του καθ’ ου από την, συνεπεία της απαλλοτρίωσης, απώλεια της προσόδου δεν μπορεί να επεκταθεί πέρα από το χρόνο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, η οποία προϋποθέτει καταβολή στο δικαιούχο της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης ή νόμιμη κατάθεση αυτής. Δέχεται την αναίρεση.

(…) ΙΙ. Το άρθρο 17 §§ 1, 2, 4 και 5 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του, ορίζει ότι: «1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο... 4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια... Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών... Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη... 5. Νόμος ορίζει τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ικανοποίησης των δικαιούχων για την πρόσοδο, την οποία έχασαν από το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε έως το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης». Κατά το άρθρο 13 § 1 του ν. 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (ΚΑΑΑ) (ΦΕΚ Α' 17/6.2.2001) «1. Η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης ή, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό, κατά το χρόνο της συζήτησης για τον προσδιορισμό αυτόν... Ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, που προσδιορίζεται κυρίως από την αντικειμενική αξία, τα τιμήματα σε συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας ακινήτων, τα οποία συντάχθηκαν κατά το χρόνο της κήρυξης της απαλλοτρίωσης, καθώς και η πρόσοδος του απαλλοτριωμένου». Ως πρόσοδος, κατά την ανωτέρω διάταξη, νοείται η προερχόμενη από τη φύση και τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του απαλλοτριούμενου ακινήτου, ως εκ της θέσης, της μορφής και του προορισμού του, σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία βρίσκεται. Ως κριτήριο, δηλαδή, διαφοροποίησης και στοιχείο αξιολόγησης αποτελεί, προκειμένου μεν για αγροτικό ακίνητο, αν τούτο είναι γόνιμο ή άγονο, ξηρικό ή ποτιστικό, φυτεία ή χέρσο και προκειμένου για αστικό, αν το απαλλοτριούμενο είναι εντός ή εκτός σχεδίου, εντός ή εκτός ζώνης, ποιοι είναι σε κάθε περίπτωση οι όροι δόμησης, τα ποσοστά κάλυψης και αντιπαροχής και ο συντελεστής εμπορικότητας, σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία βρίσκεται το ακίνητο. Περαιτέρω, με το άρθρο 25 § 1 του ανωτέρω ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ) ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης καλλιεργούμενων αγροτικών ακινήτων ή προσοδοφόρων ιδιωτικών δασών ή προσοδοφόρων αστικών ακινήτων, που κατελήφθησαν νομίμως μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, όποιος έχει εμπράγματο δικαίωμα επί τούτων δύναται να ζητήσει αποζημίωση από το βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης για την απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου, από την κατάληψή του μέχρι την είσπραξη της προκατατεθείσας αποζημίωσης, εφόσον η καθυστέρηση της είσπραξης δεν οφείλεται σε λόγους που ανάγονται στον ίδιο ή σε υπαιτιότητα τρίτου». Εξάλλου, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση), αρχικά με το ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 και έχει αυξημένη ισχύ, έναντι των κοινών νόμων, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Κανένας δεν μπορεί να στερηθεί της περιουσίας του, ειμή διά λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέσει σε ισχύ νόμους τους οποίους ήθελε κρίνει αναγκαίους για ρύθμιση της χρήσεως αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή για εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Το άρθρο αυτό περιέχει τρεις κανόνες. Ο πρώτος, που είναι γενικής φύσεως, καθιερώνει την αρχή της ειρηνικής απόλαυσης της ιδιοκτησίας-περιουσίας (εδ. α΄ της πρώτης παραγράφου). Ο δεύτερος καλύπτει τη στέρηση περιουσιακών αγαθών, για την οποία θέτει ορισμένες προϋποθέσεις (εδ. β΄ της πρώτης παραγράφου). Ο τρίτος κανόνας αναγνωρίζει το δικαίωμα των Κρατών, μεταξύ άλλων, να ελέγχουν τη χρήση της περιουσίας, σύμφωνα με το γενικό συμφέρον, με την εφαρμογή νόμων, τους οποίους θεωρούν αναγκαίους για το σκοπό αυτό. Οι παραπάνω κανόνες δεν είναι αυτοτελείς, αλλά ερμηνεύονται κατά τρόπο ώστε ο δεύτερος και ο τρίτος να μην ανατρέπουν τον πρώτο κανόνα, ο οποίος θεσμοθετεί τη βασική αρχή του σεβασμού της περιουσίας του προσώπου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η εφαρμογή κάθε μέτρου, που συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα του φυσικού ή νομικού προσώπου για σεβασμό της περιουσίας του, οφείλει να γίνεται με την τήρηση «δίκαιης και εύλογης ισορροπίας», μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ιδιωτών και την εναρμονισμένη, με τον παραπάνω κανόνα, αρχή, που διέπει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην, κατά το ως άνω άρθρο 1 § 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται, όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα, και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 4/2017, ΟλΑΠ 3/2016, ΟλΑΠ 12/2013, ΟλΑΠ 31/2007, ΟλΑΠ 6/2007, ΟλΑΠ 40/1998). Ειδικότερα, με την ως άνω διάταξη προστατεύονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα του προσώπου, όπως και το δικαίωμα αποζημίωσης για την προσγενομένη ζημία στη περιουσία του, η μη πλήρης αποκατάσταση της οποίας και η εντεύθεν μείωση της περιουσιακής δυναμικότητας του προσώπου, συνιστά έλλειψη σεβασμού της περιουσίας του (ΟλΑΠ 31/2005). Το δικαίωμα αυτό της αποζημίωσης περιλαμβάνει την αποκατάσταση τόσο της θετικής, όσο και της αποθετικής ζημίας, κατά το άρθρο 298 ΑΚ, έτσι ώστε να ικανοποιείται ο ανωτέρω κανόνας της πλήρους αποκατάστασης της ζημίας του δικαιούμενου προσώπου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει, όπως προαναφέρθηκε, προσβολή του δικαιώματος του σεβασμού της περιουσίας του, αφού απομειώνει τη δυναμικότητά της. Επί απαλλοτρίωσης ακινήτου, από το συνδυασμό όλων των προαναφερόμενων διατάξεων, σαφώς προκύπτει ότι στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης, περιλαμβάνεται η αξία του απαλλοτριουμένου ακινήτου, αλλά και η περαιτέρω ζημία του ιδιοκτήτη, η οποία δεν συνδέεται μεν άμεσα με την αξία του απαλλοτριουμένου, είναι όμως συνέπεια της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας του (ΟλΑΠ 8/ 1999, ΟλΑΠ 31/2005). Επομένως, περιλαμβάνεται και η ζημία του ιδιοκτήτη από την απωλεσθείσα πρόσοδο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, όταν η εν λόγω ζημία είναι συνέπεια της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης, διότι έτσι το δικαίωμα αποζημίωσης ικανοποιείται πλήρως και εντεύθεν διασφαλίζεται ο σεβασμός στην περιουσία του ιδιοκτήτη. Κατά συνέπεια, περιλαμβάνονται στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης, ως διακεκριμένο οικονομικό μέγεθος, τα διαφυγόντα κέρδη από την εκμετάλλευση των επικειμένων εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, όταν η απώλειά τους είναι συνέπεια της απαλλοτρίωσης και ανάγεται μόνο σε αυτήν. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι νόμιμη η αξίωση του καθ’ ου η απαλλοτρίωση για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από την εκμετάλλευση των επικειμένων εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, εφόσον τα αιτούμενα διαφυγόντα κέρδη αποτελούν συνέπεια της απαλλοτρίωσης και έχουν ως μόνη αιτία αυτή. Ειδικότερα, είναι νόμιμη η αξίωση του καθ’ ου η απαλλοτρίωση για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών, από επιχείρηση, η οποία λειτουργεί στο ακίνητο που απαλλοτριώνεται, ή στο τμήμα αυτού, που απομένει μετά την απαλλοτρίωση, εφόσον τα διαφυγόντα αυτά κέρδη, συνιστούν, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης και η αιτία τους ανάγεται σε αυτήν. Η δε μη εξέταση, λόγω του χαρακτηρισμού της, ως μη νόμιμης, της αξίωσης αυτής για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών, που αιτούνται ως διακεκριμένο οικονομικό μέγεθος και αποτελούν άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης, αντιτίθεται προς τον πρόσφορο χαρακτήρα της αποζημίωσης, εξασθενεί την επάρκεια αυτής και διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία, η οποία πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού και του ατομικού συμφέροντος, κατά τρόπο ασυμβίβαστο με την έννοια του ως άνω άρθρου 1 § 1 του ως άνω Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Μ. κατά Ελλάδας της 3.10.2019 και της 29.10. 2020, αριθ. προσφυγής ...). Το δικαίωμα όμως του ιδιοκτήτη για αποκατάσταση της ζημίας του από την, συνεπεία της απαλλοτρίωσης, απώλεια της προσόδου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού και την επιδίκαση για την αιτία αυτή διαφυγόντων κερδών, δεν μπορεί να επεκταθεί πέραν από το χρόνο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, η οποία προϋποθέτει καταβολή στο δικαιούχο της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης ή νόμιμη κατάθεση αυτής (άρθρα 7 και 8 ν. 2882/2001), οπότε ο ιδιοκτήτης, έχοντας στη διάθεσή του την αποζημίωση για το ακίνητό του, που απαλλοτριώθηκε και την ιδιαίτερη αποζημίωση για το τυχόν εναπομείναν τμήμα αυτού, είναι σε θέση με την αξιοποίηση του σχετικού χρηματικού ποσού, να επιτύχει ανάλογο, προς την απωλεσθείσα πρόσοδο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του, όφελος, τηρουμένης έτσι της εύλογης και δίκαιης ισορροπίας μεταξύ αφενός του δημόσιου συμφέροντος και αφετέρου του δικαιώματος προστασίας της περιουσίας του προσώπου. Σημειώνεται ότι, η ανωτέρω αξίωση του ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου ακίνητου για επιδίκαση, ως διακεκριμένου μεγέθους, διαφυγόντων κερδών, που θεμελιώνεται νομικά στο άρθρο 1 § 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεν οδηγεί σε διπλό υπολογισμό της ζημίας του από την απώλεια προσόδου, συνεπεία της απαλλοτρίωσης, καθόσον σε περίπτωση υποβολής αυτοτελούς τέτοιου αιτήματος (ήτοι για επιδίκαση, ως διακεκριμένου μεγέθους, διαφυγόντων κερδών), δεν θα υπολογιστεί και, κατά το άρθρο 13 § 1 του ν. 2882/2001, η αιτούμενη απωλεσθείσα, λόγω της απαλλοτρίωσης, πρόσοδος, ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και δη για την επαύξηση της αξίας αυτού. Εξάλλου, είναι διαφορετικό το ζήτημα της απώλειας προσόδου μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και την κατάληψη από τον υπέρ ου αυτή, του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, λόγω της μη είσπραξης από το δικαιούχο της αποζημίωσης. Στην περίπτωση αυτή, κατά το άρθρο 25 του ν. 2882/2001, που θεσπίσθηκε κατ` επιταγή του άρθρου 17 § 5 του Συντάγματος, ο έχων εμπράγματο δικαίωμα επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου δικαιούται να αξιώσει την αποζημίωση για την απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου αυτού, από την μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, κατάληψή του μέχρι την είσπραξη της προκατατεθείσας αποζημίωσης, εφόσον η καθυστέρηση της είσπραξης δεν οφείλεται σε λόγους που αφορούν τον ίδιο ή σε υπαιτιότητα τρίτου. Το, από το εν λόγω άρθρο 25 του ν. 2882/2001, προβλεπόμενο δικαίωμα αξίωσης της απώλειας προσόδου για το χρονικό διάστημα από τη, μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, κατάληψη του ακινήτου, έως την είσπραξη της αποζημίωσης, συνιστά ειδική περίπτωση πρόβλεψης δικαιώματος αυτοτελούς αξίωσης διαφυγόντος κέρδους, που έχει ως αιτιολογική βάση την, παρά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και την κατάληψη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, μη είσπραξη της αποζημίωσης, για λόγους που δεν οφείλονται στον ιδιοκτήτη και ουδόλως αποκλείεται από τη ρύθμιση του άρθρου αυτού, η προαναφερόμενη αξίωση του ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από την εκμετάλλευση των επικειμένων εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, που έχει ως αιτιολογική βάση την συνεπεία της απαλλοτρίωσης, απώλειά τους. Δηλαδή, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2882/2001 ο νομοθέτης αποβλέπει στη ρύθμιση της προεκτεθείσας περίπτωσης απώλειας προσόδου και όχι στον αποκλεισμό κάθε άλλου δικαιώματος αναζήτησης διαφυγόντος κέρδους, που είναι συνέπεια της απαλλοτρίωσης.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 § 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται όταν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού. Στην έννοια δε του, κατ’ άρθρο 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, κανόνα ουσιαστικού δικαίου, περιλαμβάνονται και οι διατάξεις των επικυρωμένων από την Ελλάδα Διεθνών Συμβάσεων και των γενικά παραδεδεγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη, ή απορρίφτηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 3/2022, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2019).

ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο ... με την αναιρεσιβαλλόμενη …/2020 απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα του αναιρεσείοντος για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από την κτηνοτροφική επιχείρηση που λειτουργεί στο ακίνητό του, μέρος του οποίου απαλλοτριώθηκε, με την αιτιολογία ότι η αποκατάσταση αυτών δεν περιλαμβάνεται στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης των άρθρων 13 § 1 του ν. 2882/2001 και 17 § 2 του Συντάγματος. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε την προεκτιθέμενη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και συνεπώς ο σχετικός πέμπτος λόγος της αναίρεσης, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν αυτού, ενόψει του ότι δεν επιφυλάχθηκε το Τμήμα που παρέπεμψε την προκειμένη υπόθεση ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, για την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αναιρετικού λόγου, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, σε αυτόν (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο § 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα, από 1.1.2016, ένδικα μέσα). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της παρούσας αναιρετικής δίκης πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, καθόσον η ερμηνεία των ανωτέρω κανόνων δικαίου, που αναφέρονται στο σκεπτικό, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

Για τους λόγους αυτούς

Δέχεται ομόφωνα τον παραπεμφθέντα στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πέμπτο λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της από 2.6.2020 αίτησης του αναιρεσείοντος … κατά του αναιρεσίβλητου ..., για αναίρεση της …/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου ....

Αναιρεί την ανωτέρω …/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ..., κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιό της.
 


ΣΧΟΛΙΟ

Πλήρης αποζημίωση επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και διαφυγόν κέρδος
 

Η σχολιαζόμενη απόφαση -σε εναρμόνιση με τα πορίσματα του ΕΔΔΑ- διανοίγει νέες οδούς προς την κατεύθυνση της διαφύλαξης του δικαιώματος πλήρους αποζημίωσης του κυρίου απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Η σημασία της έγκειται στην αναγνώριση του δικαιώματος του καθ’ ου η απαλλοτρίωση να αξιώσει αυτοτελώς τις περαιτέρω ζημίες του (διαφυγόντα κέρδη) από την αδυναμία εκμετάλλευσης των κείμενων επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, καθώς και επί του εναπομείναντος τμήματος αυτού ως τον χρόνο της πραγματικής είσπραξης της αποζημίωσης, δυνάμει των άρθρων 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, 17 Σ και 298 ΑΚ. 
 

1. Η εξέλιξη της νομολογίας έως την ΟλΑΠ 1/2024
 

Η Ολομέλεια του Ακυρωτικού, με την υπ’ αριθ. 8/2006 απόφασή της1, ερμήνευσε στενά τις απαιτήσεις του νόμου ως προς τη δυνατότητα του κυρίου απαλλοτριωθέντος ακινήτου να αναζητήσει τις απωλεσθείσες προσόδους από το ακίνητό του. Ειδικότερα, το Ακυρωτικό δέχθηκε ότι η αξία των προσόδων που ο κύριος στερείται από την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και έως τον καθορισμό της (προσωρινής ή οριστικής) αποζημίωσης περιλαμβάνεται αποκλειστικά στην πραγματική αξία του ακινήτου, όπως καθορίζεται από το δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 13 § 1 ν. 2882/2001. Και τούτο, διότι η εν λόγω διάταξη, επιβάλλοντας την πλήρη αποζημίωση που ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου, ορίζει ως κριτήριο για την εκτίμησή της, μεταξύ άλλων, την προσοδοφορία του. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση, συνεκτιμά τυχόν απώλειες προσόδων του κυρίου αποκλειστικά κατά τον προσδιορισμό της πραγματικής αξίας του ακινήτου2

 Παράλληλα, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αξιοποίησε το άρθρο 25 § 1 ν. 2882/2001, παρέχοντας ένα επιπρόσθετο κονδύλιο αποκατάστασης των απωλεσθεισών προσόδων του κυρίου προσοδοφόρου αγροτικού ή αστικού ακινήτου. Το κονδύλιο αυτό έχει ως αντικείμενο την απώλεια εσόδων του κυρίου από την αδυναμία εκμετάλλευσης του ακινήτου μετά την κατάληψή του και μέχρι τον χρόνο είσπραξης της αποζημίωσης, εφόσον η καθυστέρηση είσπραξής της δεν οφείλεται σε λόγους που ανάγονται στον ίδιο ή σε υπαιτιότητα τρίτου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, κρίσιμος χρόνος παύσης της απώλειας είναι εκείνος της πραγματικής είσπραξης της αποζημίωσης από τον δικαιούχο, αφού, με την καταβολή αυτής, ο ίδιος διαθέτει πλέον τα οικονομικά μέσα προς αντικατάσταση του πράγματος και διακοπή τυχόν απώλειας προσόδων. Έτερα κονδύλια αναζήτησης των αποθετικής φύσεως περιουσιακών απωλειών του κυρίου επ’ αφορμή της απαλλοτρίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του γενικού δικαίου δεν τυγχάνουν αποκατάστασης3. Έτσι, η Ολομέλεια του Ακυρωτικού απέρριψε το αίτημα αναζήτησης διαφυγόντων κερδών, λόγω απώλειας εσόδων κατά τα πρώτα δύο έτη μετά τη μετεγκατάσταση επιχείρησης, η οποία διέθετε την έδρα της επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου.

Με σημαντικές καταδικαστικές για τη χώρα αποφάσεις, το ΕΔΔΑ εστιάζει στην ανάγκη των κυρίων απαλλοτριωθέντων ακινήτων να αποζημιώνονται πλήρως από τα Ελληνικά Δικαστήρια για τη στέρηση της ιδιοκτησίας τους4. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν η απόφαση του Δικαστηρίου, στην υπόθεση Μουστακίδης κατά Ελλάδος (απόφ. 29.10. 2020, υπόθ. 58999/13), την οποία επικαλείται και η σχολιαζόμενη απόφαση. Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο του Στρασβούργου επεσήμανε την ανάγκη χορήγησης πλήρους αποζημίωσης στον κύριο και καταδίκασε τη χώρα, λόγω της άρνησης των Ελληνικών Δικαστηρίων να εξετάσουν τις πρόσθετες αξιώσεις αποζημίωσης του προσφεύγοντος. Μεταξύ αυτών, περιλαμβανόταν και η αξίωση αποκατάστασης των διαφυγόντων κερδών από την εκμετάλλευση της εδρεύουσας εντός του απαλλοτριωθέντος ακινήτου επιχείρησης.

 

2. Η χρονική διάσταση του δικαιώματος αποζημίωσης εν γένει

 

Ανέκαθεν τα Δικαστήρια, επιλαμβανόμενα υποθέσεων καθορισμού της αποζημίωσης του κυρίου επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, επισήμαιναν την ανάγκη στάθμισης μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου συμφέροντος5. Άλλως, η αποζημίωση θα καθίστατο ασύμφορη εξ απόψεως του οικονομικού αντικτύπου της τόσο επί του κοινωνικού συνόλου όσο και επί του κυρίου που στερείται την ιδιοκτησία του. Είναι αναγκαίο, επομένως, στην έκταση της αποζημίωσης να τίθεται ορισμένος χρονικός περιορισμός, συναγόμενος από την ίδια τη φύση του πράγματος και τον σκοπό της. Για τον λόγο αυτό, κρίσιμα είναι τα πορίσματα του δικαίου της αποζημίωσης αναφορικά με τη χρονική διάσταση της αξίωσης επί απώλειας προσοδοφόρου πράγματος.

Ο σκοπός αποκατάστασης της αξίας του πράγματος είναι η διοχέτευση προς τον κύριο των οικονομικών πόρων για την αντικατάσταση του πράγματος που απώλεσε με άλλο όμοιας κατάστασης. Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης φρονεί ότι με την παροχή της αποζημίωσης, ο κύριος θα είναι πάντοτε σε θέση να εξεύρει υποκατάστατο του απωλεσθέντος πράγματος6. Αφ’ ης στιγμής, επομένως, καταβληθεί η αποζημίωση για θετική ζημία, ο κύριος τεκμαίρεται ότι διαθέτει πλέον όλα τα απαιτούμενα μέσα προς αποκατάσταση της ζημίας του. Αυτό ακριβώς θέτει και το εγγενές όριο στη χρονική έκταση της απώλειας των κερδών. Τα τελευταία μπορούν να αναζητηθούν καθ’ όλο το χρονικό διάστημα έως και την πραγματική καταβολή της αποζημίωσης, που αντιστοιχεί στην αξία του πράγματος. Μετά την καταβολή, ο ζημιωθείς οφείλει να αντικαταστήσει το πράγμα, έχοντας τη δυνατότητα να το αξιοποιήσει πλέον εξίσου επωφελώς, όπως το απωλεσθέν7.

Καθότι κρίσιμος είναι ο χρόνος της πραγματικής καταβολής, πρέπει να διακρίνει κανείς δύο χρονικά διαστήματα: α) εκείνο έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης που επιδικάζει την αποζημίωση· και β) το διάστημα από την έκδοση αυτής έως και την είσπραξή της από τον δικαιούχο. Όταν ο ζημιωθείς ζητεί το πρώτον διαφυγόντα κέρδη από την στέρηση της επωφελούς αξιοποίησης του πράγματος, το Δικαστήριο οφείλει να αποφαίνεται με χρονικό ορίζοντα την είσπραξη της αποζημίωσης -ασχέτως αν σε πρώτη φάση το ίδιο τα επιδικάζει έως τον χρόνο της καταψηφίσεως· ο δε ζημιωθείς μπορεί να επανέλθει με νεότερη αγωγή του για το υπόλοιπο τμήμα τους8. Εξάλλου, το βάρος περιορισμού της ζημίας (ΑΚ 300) ενδέχεται να επιβάλλει κατά περίπτωση την ιδίαις δαπάνες άμεση (ήτοι πριν την ολοσχερή καταβολή της αποζημίωσης) επαναφορά της προσοδοφορίας του πράγματος. Τότε, το διαφυγόν κέρδος μπορεί να αξιωθεί μόνο έως εκείνο το χρονικό σημείο9

Επί βλάβης της ιδιοκτησίας δεν μπορεί να γίνει λόγος για μεταγενέστερες (μετά τον χρόνο της πραγματικής καταβολής) απρόβλεπτες συνέπειες που οδηγούν σε ευθύνη του ζημιώσαντος (όπως αντιθέτως, γίνεται δεκτό επί σωματικών βλαβών10). Η πραγματική καταβολή μεταθέτει πλέον τον κίνδυνο στο πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης ως προς το αν, πότε και με ποιο κόστος θα αποφασίσει να αποκαταστήσει τη ζημία του. Εξάλλου, ακόμη και η αύξηση της αξίας του βλαβέντος πράγματος ή η αύξηση του κόστους αποκατάστασης περιλαμβάνονται κατά κανόνα στις προβλεπτές ζημίες11

Ενόψει των ανωτέρω, δικαιολογείται η ρύθμιση των άρθρων 7 και 8 ν. 2882/2001, εκ των οποίων συνάγεται ότι η ευθύνη του Δημοσίου περιορίζεται έως τον χρόνο καταβολής της αποζημίωσης στον δικαιούχο· σε κάθε δε περίπτωση, δεν δύναται να επεκταθεί πέραν του χρονικού σημείου της πραγματικής είσπραξης της αποζημίωσης (άρθρο 25 ν. 2882/2001). Κατά τον χρόνο εκείνο, ο ιδιοκτήτης, έχοντας στη διάθεσή του το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία του ακινήτου, καθώς και την ιδιαίτερη αποζημίωση για το τυχόν εναπομείναν τμήμα του (άρθρο 13 § 4 ν. 2882/2001), είναι σε θέση να επιτύχει ανάλογο προς την απωλεσθείσα πρόσοδο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου όφελος. 

Τυχόν περαιτέρω περιορισμός στην αποκατάσταση του διαφυγόντος κέρδους στο πλαίσιο του δικαίου της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αντιτίθεται πρωτίστως στη θεμελιώδη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Σ). Όταν ο νομοθέτης περιορίζει την αποζημίωση του κυρίου αποκλειστικά στην αξία του πράγματος στην ουσία μετακυλίει σ’ αυτόν τις ζημιογόνες συνέπειες εκ της θέσπισης του ιδιοκτησιακού περιορισμού χάριν εξυπηρέτησης συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου. Αυτή, όμως, η μετακύλιση θίγει την αρχή της ισότητας μεταξύ των πολιτών, αφού εις βάρος αυτού του ενός επωφελείται το κοινωνικό σύνολο12. Εξαίρεση μπορεί να γίνει δεκτή μόνον όταν η ζημία του κυρίου δύναται πράγματι να εξισωθεί άλλως με κρατικά μέσα. 

 

3. Η κρίση της σχολιαζόμενης απόφασης

 

Η σχολιαζόμενη απόφαση διακρίνει μεταξύ δύο διαφορετικών κονδυλίων που άγουν σε αποκατάσταση των αποθετικής φύσεως περιουσιακών απωλειών του προσώπου. Κατά πρώτον, αναγνωρίζει ότι η αξία των προσόδων εκ του πράγματος αποτελεί συμπροσδιοριστικό στοιχείο της πραγματικής αξίας του, όπως καθορίζεται από το Δικαστήριο κατ’ άρθρο 13 § 1 ν. 2882/2001. Ο εν λόγω τρόπος υπολογισμού φέρει στοιχεία αφηρημένου υπολογισμού της αποθετικής ζημίας, αφού η πρόσοδος εκ του πράγματος συνεκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο στο πλαίσιο προσδιορισμού της αξίας της ιδιοκτησίας. 

Ωστόσο, ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση μπορεί να μην αρκεστεί στην εν λόγω μέθοδο και να αξιώσει κατά το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης (ΑΚ 298) σε συνδυασμό με το άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, τα διαφυγόντα κέρδη του ως αυτοτελές αποζημιωτικό κονδύλι. Ο ανωτέρω τρόπος αποζημίωσης άγει σε συγκεκριμένο υπολογισμό της ζημίας· ο δε καθ’ ου φέρει το βάρος απόδειξης της έκτασης της απώλειας των προσόδων. Η επιλογή μεταξύ των δύο μεθόδεων είναι διαζευκτική, «καθόσον σε περίπτωση υποβολής αυτοτελούς τέτοιου αιτήματος (ήτοι για επιδίκαση, ως διακεκριμένου μεγέθους, διαφυγόντων κερδών), δεν θα υπολογιστεί και, κατά το άρθρο 13 § 1 του ν. 2882/2001, η αιτούμενη απωλεσθείσα, λόγω της απαλλοτρίωσης, πρόσοδος, ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και δη για την επαύξηση της αξίας αυτού». Προϋπόθεση για την επιδίκαση των εν λόγω περαιτέρω ζημιών από την (μερική ή ολική) αδυναμία εκμετάλλευσης των επικειμένων του απαλλοτριουμένου ακινήτου και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτών, είναι οι απώλειες να προκαλούνται συνεπεία της απαλλοτρίωσης και να ανάγονται αποκλειστικά σε αυτήν.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η επιδίκαση των προσόδων του ακινήτου εκτείνεται ως τον χρόνο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης. Η τελευταία προϋποθέτει την καταβολή στο δικαιούχο της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης ή τη νόμιμη κατάθεση αυτής (άρθρ. 7, 8 ν. 2882/ 2001), «οπότε ο ιδιοκτήτης, έχοντας στη διάθεσή του την αποζημίωση για το ακίνητό του, που απαλλοτριώθηκε και την ιδιαίτερη αποζημίωση για το τυχόν εναπομείναν τμήμα αυτού, είναι σε θέση με την αξιοποίηση του σχετικού χρηματικού ποσού, να επιτύχει ανάλογο, προς την απωλεσθείσα, πρόσοδο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του». 

Κατά τούτο, όπως δέχεται το Ακυρωτικό, διαφέρει το κονδύλιο επιδίκασης της αξίας των προσόδων βάσει των ανωτέρω μεθόδων με το κονδύλιο αποκατάστασης των προσόδων κατ’ άρθρο 25 ν. 2882/2001. Δυνάμει του τελευταίου, ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση δικαιούται να αξιώσει την αποζημίωση για την απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου από τη μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης κατάληψή του μέχρι την είσπραξη της προκατατεθείσας αποζημίωσης, εφόσον η καθυστέρηση της είσπραξης δεν οφείλεται σε λόγους που αφορούν τον ίδιο ή σε υπαιτιότητα τρίτου. Κατά το Δικαστήριο, το άρθρο αυτό περιλαμβάνει ειδική περίπτωση πρόβλεψης δικαιώματος αυτοτελούς αξίωσης διαφυγόντος κέρδους που έχει ως δικαιολογητική βάση την, παρά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και την κατάληψη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, μη είσπραξη της αποζημίωσης, για λόγους που δεν οφείλονται στον ιδιοκτήτη13. Ενόψει αυτών, ο νομοθέτης του άρθρου 25 ν. 2882/ 2001 αποβλέπει αποκλειστικά στη ρύθμιση της προειρηθείσας περίπτωσης απώλειας προσόδου και όχι στον αποκλεισμό κάθε άλλου δικαιώματος αναζήτησης διαφυγόντος κέρδους συνεπεία της απαλλοτρίωσης.
 

4. Συμπερασματικά 
 

Η σχολιαζόμενη απόφαση κατέγνωσε με διστακτικό τρόπο τη δυνατότητα αποκατάστασης της αποθετικής ζημίας επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και αποσαφήνισε τη σχέση μεταξύ των οφειλόμενων αποζημιωτικών κονδυλίων εξ αυτής της αιτίας. Η εν λόγω απόφαση κινήθηκε προς την εμπέδωση της ανάγκης για πλήρη αποζημίωση του δικαιούχου, όπως η τελευταία αποκρυσταλλώνεται στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Ωστόσο, απέφυγε να αποφανθεί για τις περαιτέρω αξιώσεις που διαθέτει ο κύριος της επιχείρησης, η οποία εδραζόταν επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, εξαιτίας της μετεγκατάστασης αυτής και οι οποίες δεν συνδέονται κατ’ ανάγκην με την αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου (λ.χ. έξοδα μετεγκατάστασης, απώλεια πελατείας). Η συνεκτίμηση των εν λόγω παραγόντων δεν φαίνεται να χωρεί στο πλαίσιο καθορισμού της αποζημίωσης κατ’ άρθρο 13 § 1 ν. 2882/ 2001. Ούτε, όμως, τα εν λόγω κονδύλια δύνανται να καλυφθούν κατά τους όρους της ΑΚ 298 ενόψει της παραδοχής της ελληνικής νομολογίας ότι απώτερο χρονικό όριο της αξίωσης είναι αυτό της καταβολής της αποζημίωσης. Ομοίως, επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μέρους της ιδιοκτησίας, η καταβολή της αποζημίωσης δεν θεραπεύει πάντοτε κάθε χρηματική απώλεια του παθόντος κατά το μετά την καταβολή της αποζημίωσης χρονικό διάστημα (λ.χ. περαιτέρω μειωμένα έσοδα από την αδυναμία μίσθωσης στο μέλλον του εναπομείναντος τμήματος, βλ. άρθρο 13 § 4 ν. 2882/2001). 

Εντούτοις, δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ φαίνεται να υποδεικνύει προς τις Ελληνικές Αρχές να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους και τις εν λόγω περαιτέρω απώλειες του κυρίου στο πλαίσιο υπολογισμού της αποζημίωσης στην αναγκαστική απαλλοτρίωση14. Κατά συνέπεια, το εξεταζόμενο ζήτημα των κονδυλίων που οφείλει να περιλαμβάνει η καταβλητέα αποζημίωση προκειμένου να χαρακτηρίζεται ως πλήρης και να εξυπηρετεί πράγματι τον σκοπό της, φαίνεται μάλλον ότι δεν έχει κλείσει οριστικώς για τις δικαιοδοτικές Αρχές της χώρας.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ

Διδάκτωρ Αστικού Δικαίου (ΕΚΠΑ), Δικηγόρος

 


* Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας:

Νικόλαο Πιπιλίγκα, Γεώργιο Χριστοδούλου, Ελένη Φραγκάκη, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Λεπενιώτη, Ασημίνα Υφαντή και Ελένη Κατσούλη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Γεωργία Κατσιμαγ­κλή-Εισηγήτρια, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη, Διονύσιο Παλλαδινό, Παρασκευή Τσούμαρη, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Γεώργιο Αυγέρη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή - Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου, Ελευθέριο Σισμανίδη, Νικόλαο Πουλάκη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Σταυρούλα Κουσουλού, Σωκράτη Πλαστήρα, Αγαθή Δερέ, Κλεόβουλο-Δημήτριο Κοκκορό, Χρήστο Νάστα, Χριστίνα-Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Κορνηλία Πανούτσου, Σταύρο Μάλαινο, Χρυσούλα Πλατιά, Μαλαματένια Κουράκου, Παναγιώτα Γκουδή-Νινέ, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Μερόπη Τζουγκαράκη, Ιφιγένεια Ματσούκα, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Φωτεινή Μηλιώνη, Αντιγόνη Τζελέπη, Μαρία Γιαννακοπούλου, Απόστολο Φωτόπουλο, Μαρία Πετσάλη, Ερατώ Κολέση, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου, Βαΐα Ζαρχανή, Σπυριδούλα Λιάτη, Ευαγγελία Στεργίου, Ηλία Γιαρένη, Ελένη Θεοδωρακοπούλου, Διονυσία Νίκα και Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
 

1. ΕλλΔνη 2006. 731.

2. ΑΠ 1094/2023 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1550/2021 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 833/2020 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 478/2018 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1554/2017 ΝΟΜΟΣ. Βλ. σχετικά Α π. Γ έ ρ ο ν τ α, Το δικαίωμα ιδιοκτησίας και η αναγκαστική απαλλοτρίωση – Κατ’ άρθρο ερμηνεία του ν. 2882/ 2001, 2023, άρθρ. 25 αριθ. 2.

3. Βλ. επίσης, ΑΠ 1094/2023 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 153/2012 ΝΟΜΟΣ· Γέροντα, ό.π., αριθ. 10· Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά & Κοινωνικά Δικαιώματα5, 2023, σ. 586· contra o Π. Δαγτόγλου, Συνταγμα­τικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα4, 2012 αριθ. 1250 (με περαιτέρω παραπομπές).

4. Βλ. ενδεικτικά απόφαση της 19.9.2002, υπόθ. 50824/99, Αζάς κατά Ελλάδος· απόφαση 12.3.2009, υπόθ. 45145/06, Αξιό­γλου και λοιποί κατά Ελλάδος.

5. ΟλΑΠ 7/2006 ΧρΙδΔ 2006. 608· ΟλΑΠ 8/2006 ΕλλΔνη 2006. 731· ΑΠ 1061/2013 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 71/2012 Αρμ 2013. 1029· ΕφΑθ 2638/2024 ΝΟΜΟΣ.

6. Γ. Καλογεράκης, Αξίωση Αποζημίωσης για διαφυγόντα κέρδη, 2025, αριθ. 750.

7. Παρά ταύτα, αυτός μπορεί να επιλέξει να αξιοποιήσει διαφορετικά την καταβληθείσα αποζημίωση, δίχως να εμποδίζεται προς τούτο από τον νόμο (βλ. H. Lange/G. Schiemann, Scha­densersatz3, 2003, σ. 228-229· M. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο5, 2018, § 8 αριθ. 78· Α. Παπαδημητρόπουλο, Αποζη­μίωση για στέρηση χρήσης πράγματος, ΕφΑΔΠολΔ 2021. 965· Καλογεράκη, ό.π.).

8. Γίνεται δεκτό ότι ο ιδιοκτήτης πράγματος δικαιούται «το διαφυγόν κέρδος από τη στέρηση της χρήσεως ή των ωφελημάτων, τα οποία, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα αποκόμιζε και μάλιστα όχι μόνο για τον μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής χρόνο, αλλά και για το μεταγενέστερο, μέχρι της πληρωμής της αξίας του πράγματος» (ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 1997. 41· ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 1995. 577· ΑΠ 1050/1998 ΕλλΔνη 1998. 1550· η θέση αυτή διατυπώθηκε το πρώτον στην ΟλΑΠ 705/1979 ΝοΒ 1980. 37). Ομοίως έκριναν οι ΑΠ 909/2009 ΝΟ­ΜΟΣ· ΑΠ 1528/2007 ΝοΒ 2009. 846· ΕφΑιγ 82/2019 ΝΟΜΟΣ· Εφ Αθ 2314/2009 ΝοΒ 2009. 1365· ΕφΚρ 427/2007 ΕλλΔνη 2008. 223, δεχόμενες ότι, με την πληρωμή της αξίας του καταστραφέντος πράγματος, «ο ζημιούμενος περιέρχεται σε θέση να αγοράσει άλλο υποκατάστατο αυτού». 

9. M. Kolbinger, Restitution und Kompensation bei Sachschäden, 2005, σ. 110-111. Βλ. ΑΠ 218/2007 ΝΟΜΟΣ.

10. Βλ. αναλυτική περιπτωσιολογία σε Κ. Λέων, Η αποζημίωση από την επιδείνωση της υγείας του παθόντος, 2024, αριθ. 197 επ.· Κ. Ρούσσο, Η παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία, ΧρΙδΔ 2006. 86· Kαλογεράκη, ό.π., αριθ. 753. Ενδεικτικά: ΑΠ 14/2022 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 314/2022 ΝΟΜΟΣ.

11. Άλλωστε, ο επακριβής προσδιορισμός της εκτάσεως της ζημίας δεν αποτελεί απαιτούμενο στοιχείο της γνώσης κατ’ ΑΚ 937 (έτσι Ρούσσος, ΧρΙδΔ 2006. 85· Καλογεράκης, ό.π., υποσ. 1144). Βλ. επί της όλης προβληματικής, ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 1995. 577· ΑΠ 737/2007 areiospagos.gr· Κ. Κεραμέα, Παρεμπίπτουσα αγωγή, δεδικασμένο και παραγραφή ως προς περαιτέρω ζημίες από καταστροφή δένδρων, ΝοΒ 1990. 601-602.

12. Βλ. Π. Παυλόπουλο, Η αστική ευθύνη του Δημοσίου, Τόμ. Ι, 1986, σ. 134 επ.· Καλογεράκη, ό.π., αριθ. 1026. Αντίστοιχο επιχείρημα προτάσσει ο Λ. Θεοχαρόπουλος (Η αρχή της ισότητος στα δημόσια βάρη και η αστική ευθύνη του Κράτους, 1988, σ. 359) για κάθε εν γένει περιορισμό της αστικής ευθύνης του Κράτους.

13. Αναλυτικά ΑΠ 447/2022 ΝΟΜΟΣ. Ομοίως ΑΠ 1550/2021 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 833/2020 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 478/2018 ΝΟΜΟΣ.

14. Ειδικά στην από 12.3.2009 απόφαση του (υπόθ. 45145/ 06, Αξιόγλου και λοιποί κατά Ελλάδος), το ΕΔΔΑ απέκρουσε το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι οι προσφεύγοντες μπορούσαν, με τη ληφθείσα αποζημίωση, να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται αλλού την επιχείρησή τους, καθώς έκρινε ότι μόνη η καταβολή της «δεν μπορεί να απαλείψει την αποστέρηση της ιδιοκτησίας που συντελέστηκε στην προκειμένη περίπτωση».