ΑΠ 1833/2023, με σχόλιο «Σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού. Πηγαίος κώδικας. Ουσιώδη στοιχεία συμβάσεως μεταβίβασης περιουσιακού πνευματικού δικαιώματος. Μεικτή σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού και συντήρησής του», Κ.Π. Κυπρούλη
Άρειος Πάγος
(Α2΄ Τμήμα)
Αριθ. 1833/2023
Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Π. Βενιζελέας, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Ι. Βενιέρης, Ν. Κανέλλιας
Πνευματική Ιδιοκτησία. Σύμβαση παραχώρησης χρήσης λογισμικού. Παράδοση πηγαίου κώδικα, στοιχεία σύμβασης μεταβίβασης πνευματικού έργου (λογισμικού). Επί ελλείψεως συμφωνίας επί ουσιώδους στοιχείου συμβάσεως (αντιπαροχή), η σύμβαση δεν θεωρείται καταρτισμένη. Αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αντίθεση στα χρηστά ήθη. Το άρθρ. 179 ΑΚ δεν εφαρμόζεται επί χαριστικών συμβάσεων. Αθέμιτη απόσπαση εργατικού δυναμικού. Συνδρομή προϋποθέσεων καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (Άρθρα 178, 179, 195, 281, 361, 371, 379, 455 επ., 470, 513, 904 ΑΚ, 3, 12, 13, 14, 15 ν. 2121/1993).
(…) Κατά τις διατάξεις του ν. 2121/1993 «περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων», οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σε αυτό πνευματική ιδιοκτησία που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα). Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, τέτοιο δε είναι και το πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή και το προπαρασκευαστικό υλικό του σχεδιασμού του, ένα δε τέτοιο πρόγραμμα θεωρείται πρωτότυπο, εφόσον είναι προσωπικό πνευματικό δημιούργημα του δημιουργού του (άρθρο 2 § 3, όπως ίσχυε κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο). Το περιουσιακό δικαίωμα δίνει στο δημιουργό ιδίως την εξουσία να επιτρέπει ή να απαγορεύει την εγγραφή και την αναπαραγωγή του έργου με κάθε μέσο και να θέτει σε κυκλοφορία το πρωτότυπο ή αντίτυπα του έργου με μεταβίβαση της κυριότητας. Σε κάθε περίπτωση προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας, ο δημιουργός μπορεί να αξιώσει την αναγνώριση του δικαιώματός του, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον και όποιος υπαιτίως προσέβαλε την πνευματική ιδιοκτησία άλλου υποχρεούται σε αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. (…).
Στη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος δεν έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις που αφορούν την μεταβίβαση της κυριότητος ενσωμάτων αντικειμένων, κινητών ή ακινήτων, όπου πράγματι ο μεταβιβάζων αποξενώνεται οριστικά από το δικαίωμά του επί του πράγματος. Αντίθετα από τη φύση των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας, ως δικαιωμάτων με αντικείμενα άυλα αγαθά και όχι πράγματα κατά την έννοια του άρθρου 947 ΑΚ, συνάγεται ότι για τη μεταβίβασή τους εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, ανάλογα (άρθρο 470 ΑΚ) οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εκχώρηση απαιτήσεων. Η τοιαύτη δε φύση των δικαιωμάτων από το πνευματικό έργο, όπως το αμεταβίβαστο του ηθικού δικαιώματος από τον πνευματικό δημιουργό (άρθρο 15 § 2), καθώς και η διάρκεια προστασίας της πνευματικής δημιουργίας (70 χρόνια από το θάνατο του δημιουργού, κατά το άρθρο 29 § 1), η οποία δεν επιτρέπει την εκμετάλλευση του περιουσιακού δικαιώματος στο πνευματικό έργο κι αν ακόμη έχει καταρτισθεί σύμβαση για την πλήρη μεταβίβασή του, στοιχεία τα οποία είναι ξένα προς την μεταβίβαση κινητών ή ακίνητων πραγμάτων, δεν αφήνει περιθώριο εξομοίωσης της τελευταίας αυτής μεταβίβασης, προς εκείνη του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικού έργου (ΑΠ 395/2022, ΑΠ 1065/2014). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460 και 462 ΑΚ προκύπτει ότι η εκχώρηση απαίτησης είναι σύμβαση αναιτιώδης, που σημαίνει ότι το κύρος της δεν επηρεάζεται από τα τυχόν ελαττώματα της αιτίας της (ΑΠ 1725/2014, ΑΠ 1356/2012, ΑΠ 946/2002), όμως αν προκύψει ελάττωμα της υποκειμένης αιτίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που αυτή είναι άκυρη, ο εκχωρήσας και στην συγκεκριμένη περίπτωση ο πνευματικός δημιουργός, που μεταβίβασε το περιουσιακό του δικαίωμα επί του έργου του, μπορεί να ασκήσει κατά του προς όν η άκυρη μεταβίβαση την αξίωση από το άρθρο 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου αυτού (πρβλ. ΑΠ 1725/ 2014, ΑΠ 946/2002). Κατά το άρθρο 513 ΑΚ, με την σύμβαση της πωλήσεως ο πωλητής υποχρεούται να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της πωλήσεως και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το συμφωνηθέν τίμημα. Από την διάταξη αυτήν προκύπτει, ότι τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως πωλήσεως είναι α) πράγμα ή δικαίωμα, β) τίμημα και γ) συμφωνία των συμβαλλομένων περί αυτών. Στα κρίσιμα αυτά σημεία πρέπει να υπάρξει κατά το άρθρο 195 ΑΚ συμφωνία των συμβαλλομένων, χωρίς την οποία η σύμβαση δεν είναι συντελεσμένη (ΑΠ 1834/ 2013). Η καταβολή του τιμήματος αποτελεί την κύρια υποχρέωση του αγοραστή και όπως σαφώς προκύπτει από την φράση «να πληρώσει», που περιέχεται στο ανωτέρω άρθρο, το τίμημα συνίσταται αποκλειστικά, ή τουλάχιστον κατά κύριο λόγο, σε χρήμα και συνεπώς, αν συμφωνηθεί άλλη, μη χρηματική, παροχή ως τίμημα, τότε δεν πρόκειται για πώληση, αλλά για άλλου είδους σύμβαση. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 681, 682 και 694 ΑΚ συνάγεται ότι με τη σύμβαση έργου ο μεν εργολάβος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, ο δε εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή. Η αμοιβή, που συνιστά ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης μίσθωσης έργου, μπορεί να ορίζεται κατά την κατάρτιση αυτής εφάπαξ (κατ` αποκοπήν), κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη (ΑΠ 1184/2021, ΑΠ 682/2010). Με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει, ότι για την σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, καθιερώνεται στο ενοχικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί τούτο να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη ή σε κανόνες δημοσίας τάξεως, όπως είναι οι διατάξεις των άρθρων 3, 174, 178, 179 ΑΚ, που δεν επιτρέπουν αντίθετες συμφωνίες (ΑΠ 117/2023, ΑΠ 138/ 2022, ΑΠ 49/2021, ΑΠ 845/2019) και, επίσης, να μην προσβάλει τα δικαιώματα των άλλων (ΟλΑΠ 33/2002, ΑΠ 117/2023).
Συνεπώς, στα πλαίσια της ανωτέρω αρχής μπορεί να καταρτισθεί και μία μικτή σύμβαση, τέτοια δε είναι και η ενιαία εκείνη σύμβαση, η οποία εμφανίζει μία σύνθεση στοιχείων, που ανήκουν σε διάφορους «τύπους» συμβάσεων (επώνυμων ή και ανώνυμων). Οι μικτές συμβάσεις εμφανίζονται συνήθως με μία από τις ακόλουθες μορφές: 1. Συμβάσεις, όπου ο ένας συμβαλλόμενος οφείλει περισσότερες παροχές, που ανήκουν η καθεμία τους σε διαφορετικό συμβατικό τύπο, αλλά η μία είναι (οικονομικώς και νομικώς) κύρια, ενώ οι άλλες παρεπόμενες (τυπικές συμβάσεις με παρεπόμενη παροχή διαφορετικού τύπου). Στις συμβάσεις αυτού του τύπου εφαρμόζεται βασικά η μέθοδος της «απορρόφησης ή αφομοίωσης», κατά την οποία θα πρέπει να διαπιστώνεται κάθε φορά, ποια είναι η οικονομικώς κύρια παροχή. Πάντως και εδώ θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μήπως ενδεχόμενη ανωμαλία σχετικά με την εξέλιξη μιας από τις οφειλόμενες παροχές (ακόμη και της παρεπόμενης) και η συνακόλουθη δημιουργία «καταργητικού λόγου» ως προς αυτήν (λ.χ. δικαιώματος καταγγελίας, υπαναχωρήσεως, κ.λπ.) επηρεάζει την τύχη της όλης συμβάσεως (…).
(…) Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 192, 195 και 196 ΑΚ, η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει σ` αυτόν που πρότεινε η δήλωση αποδοχής της πρότασής του (άρθρο 192), σε περίπτωση αμφιβολίας η σύμβαση δεν είναι καταρτισμένη, εφόσον τα μέρη δεν συμφώνησαν σε όλα τα σημεία της (άρθρο 195) και αν τα μέρη θεωρούν ότι η σύμβαση έχει συνομολογηθεί, αν και δεν έχουν συμφωνήσει σε κάποιο όρο της, ισχύει ό,τι συμφώνησαν, εφόσον συνάγεται ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν και χωρίς τα μέρη να αποφασίσουν για τον όρο αυτό (άρθρο 196). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 185, 191 και 193 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η πρόταση προς κατάρτιση σύμβασης πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Αντίστοιχα, η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σ` αυτόν που πρότεινε. Δικαιοπρακτικός χαρακτήρας, με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική, μπορεί ερμηνευτικώς να δοθεί και στη σιωπή εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η πρόταση (ΑΠ 951/2023, ΑΠ 2063/2022, 845/2019, ΑΠ 600/ 2017, ΑΠ 884/2013). Στα κρίσιμα σημεία της σύμβασης πρέπει να υπάρξει, κατά το άρθρο 195 ΑΚ, συμφωνία των συμβαλλομένων, χωρίς την οποία η σύμβαση δεν είναι συντελεσμένη. Εξάλλου συμφωνία των μερών σε όλους τους ουσιώδεις συμβατικούς όρους αμφοτεροβαρούς συμβάσεως υπάρχει όχι μόνο όταν καθορίσθηκαν επακριβώς οι εκατέρωθεν παροχές, αλλά και όταν κάποια απ' αυτές συμφωνήθηκε να είναι οριστή, αλλά τα μέρη δεν καθόρισαν την κατά ποσό έκταση της παροχής, γιατί κατέλιπαν τον καθορισμό της στη δίκαιη κρίση του ενός απ' αυτούς ή τρίτου κατά τις διατάξεις των άρθρων 371 - 373 ΑΚ, αρκεί να είναι δυνατός ο ορισμός με αντικειμενικά κριτήρια, που καθορίζονται από το νόμο ή από τα μέρη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 379 ΑΚ, αν η έκταση της αντιπαροχής δεν ορίσθηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας, το δικαίωμα του προσδιορισμού ανήκει στο δικαιούμενο να απαιτήσει την αντιπαροχή (ΑΠ 115/2021). Ο προσδιορισμός αυτός, κατά τη διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο όταν η ανάθεση του προσδιορισμού της παροχής γίνεται με τη σύμβαση, αλλά και όταν γίνεται απ’ ευθείας από το νόμο, όπως συμβαίνει στην ΑΚ 379, σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να γίνει κατά δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνει κατά δίκαιη κρίση ή βραδύνει, γίνεται από το δικαστήριο. «Δίκαιη κρίση» ή «κρίση αγαθού ανδρός» θεωρείται η κρίση του ελευθέρως δικάζοντος εντός του σκοπού της ενοχής, και μάλιστα της συμβάσεως και εντός των συγκεκριμένων μεταξύ των μερών περιστάσεων. Για τον σχηματισμό δε της δίκαιης κρίσης πρέπει από τη σύμβαση να προκύπτει κάποια βάση ή αφετηρία για τέτοια κρίση, όπως λ.χ. ο διά της συμβάσεως επιδιωκόμενος σκοπός των μερών ή η συνομολογηθείσα αντιπαροχή (ΑΠ 1879/ 2013, ΑΠ 533/2016). Τέλος η διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ εφαρμόζεται αναλόγως και όταν ο καθορισμός του ύψους της αντιπαροχής αφέθηκε σε μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλομένων. Και στην περίπτωση αυτή, η καθορισθείσα κατ’ αυτόν τον τρόπο, εν μέρει ατελώς, αμφοτεροβαρής σύμβαση, θεωρείται ότι συντελέσθηκε, αν απ’ αυτή προκύπτει, ότι οι συμβληθέντες θέλησαν δεσμευτική γι' αυτούς την, με τη βούλησή τους, ατελώς καταρτισθείσα σύμβαση αυτή (πρβλ. ΟλΑΠ 1381/1983, ΑΠ 867/2017, ΑΠ 4/2011, ΑΠ 1124/2006). Τούτο διότι το φαινομενικό αδιέξοδο που τυχόν θα ανακύψει, λόγω της άρνησης του ενός μέρους να συμπράξει στη μεταγενέστερη συμφωνία, θεραπεύεται δια της (μη ρητώς αποκλειόμενης από κάποια διάταξη νόμου) ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 371 εδ. β του ΑΚ. Η δίκαιη κρίση θα σχηματισθεί από το δικαστήριο, κατά τη διαμόρφωση του ύψους και της εκτάσεως της αντιπαροχής, με βάση τα κριτήρια, που θέτουν η σύμβαση ή ο νόμος, και εν ελλείψει αυτών, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, και πάντοτε μέσα στα πλαίσια του πνεύματος και του σκοπού της συμβάσεως (ΑΠ 4/2011). Η απόφαση του δικαστηρίου, κατά το ως άνω εδάφιο 2 του άρθρ. 371 ΑΚ, που είναι προσδιοριστική της παροχής, συμπληρώνει τη σύμβαση ως προς την αόριστη παροχή, υποκαθιστώντας τη βούληση των συμβαλλομένων και είναι διαπλαστικού χαρακτήρα με αναδρομική δύναμη (ΑΠ 533/ 2016, ΑΠ 110/2015, ΑΠ 1500/2014). Προϋπόθεση όμως και στην περίπτωση αυτή για είναι συντελεσμένη και συνεπώς έγκυρη η αμφοτεροβαρής αυτή σύμβαση, είναι να περιέχει τα ελάχιστα εκείνα στοιχεία, τα οποία θα καθιστούν δυνατή την μεταγενέστερη θεραπεία της αοριστίας με την συμπλήρωσή της, κατά δίκαιη κρίση από τον δικαιούμενο προς τούτο αρχικά και σε περίπτωση διαφωνίας από το αρμόδιο δικαστήριο (…).
(…) η αντιπαροχή της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης, ούτε ορισμένη είναι, ούτε είναι δυνατόν να ορισθεί κατά δικαία κρίση, από την αναιρεσείουσα αρχικά και από το δικαστήριο σε περίπτωση διαφωνίας στην συνέχεια, αφού περιεχόμενό της είναι η αόριστη ανάληψη υποχρέωσης για συνεργασία στην δημιουργία και συντήρηση νέων προγραμμάτων λογισμικού, χωρίς όμως τα προγράμματα αυτά να προσδιορίζονται, ούτε κατά προσέγγιση, κατά χρόνο, τρόπο, ακριβές αντικείμενο και ύψος της αμοιβής, που θα δικαιούτο η αναιρεσείουσα για κάθε πρόγραμμα, και συνεπώς υπάρχει κενό, αναγόμενο σε ουσιώδες στοιχείο της συναφθείσας μικτής συμβάσεως, δηλαδή στην αντιπαροχή της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης, γεγονός που σημαίνει ότι η, αποτελούσα την υποκειμένη αιτία της σύμβασης εκχώρησης, μικτή σύμβαση μεταβιβάσεως των ανωτέρω περιουσιακών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν καταρτίσθηκε, και συνεπώς η πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, η οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί σε έγκυρη σύμβαση μεταβίβασης των πνευματικών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας επί των πρωτότυπων πνευματικών έργων λόγου που είχε κατασκευάσει, είναι μη νόμιμη, η δε επίκληση από την αναιρεσείουσα του δικαιώματός της να προσδιορίσει την αντιπαροχή, κατά την διάταξη του άρθρου 379 του ΑΚ (την οποία σε κάθε περίπτωση ούτε με την αγωγή της προσδιορίζει κατά ορισμένο τρόπο), αλλά και του δικαιώματός της να ζητήσει αποζημίωση λόγω της υπερημερίας της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης για εκπλήρωση της αντιπαροχής, βασίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι, δηλαδή, η μικτή σύμβαση μεταβίβασης των πνευματικών δικαιωμάτων της ήταν κατηρτισμένη και συνεπώς έγκυρη.
(…) επί χαριστικών δικαιοπραξιών, όπως είναι η επικαλούμενη με τη βάση αυτή δικαιοπραξία, δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 179 ΑΚ, καθόσον δεν μπορεί να υπάρξει προφανής δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής (…).
Υποχρέωση απόδοσης της ωφελείας, από εκείνον που έγινε πλουσιότερος από την περιουσία ή με ζημία άλλου, αναγνωρίζεται όχι μόνον στις ενδεικτικώς αναφερόμενες σε αυτό περιπτώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή της αχρεώστητης παροχής και της παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή για αιτία παράνομη ή ανήθικη, αλλά σε κάθε περίπτωση κατά την οποία από την παροχή του δότη γίνεται πλουσιότερος ο λήπτης χωρίς νόμιμη αιτία (ΑΠ 311/2023), συνεπώς και στην περίπτωση κατά την οποία η υποκειμένη αιτία της ανωτέρω σύμβασης εκχώρησης περιουσιακού δικαιώματος επί προϊόντος λόγου, που προστατεύεται από το ν. 2121/1993, είναι άκυρη για οποιονδήποτε λόγο, οπότε ο αποκτήσας το περιουσιακό αυτό δικαίωμα χωρίς νόμιμη αιτία καθίσταται πλουσιότερος κατά την αξία του δικαιώματος αυτού εις βάρος της περιουσίας του εκχωρήσαντος το δικαίωμα (…).
ΣΧΟΛΙΟ
Σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού. Πηγαίος κώδικας. Ουσιώδη στοιχεία συμβάσεως μεταβίβασης περιουσιακού πνευματικού δικαιώματος. Μεικτή σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού και συντήρησής του.
Η σχολιαζόμενη απόφαση πραγματεύεται ζητήματα αναφορικά με παραχώρηση πνευματικών δικαιωμάτων επί προγραμμάτων/εφαρμογών ηλεκτρονικού υπολογιστή (ζητήματα, στα οποία, από σκοπιάς δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, θα επικεντρωθεί το παρόν σχόλιο). Το πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή (λογισμικό), εφόσον βεβαίως είναι πρωτότυπο, προστατεύεται ως πνευματικό δημιούργημα (έργο λόγου)1. Διακρίνεται σε τυποποιημένο και μη τυποποιημένο (ατομικό) λογισμικό. Τυποποιημένο θεωρείται τo λογισμικό που έχει εκπονηθεί με μόνη την πρωτοβουλία του δημιουργού του/της εταιρείας παραγωγής του, με σκοπό να επιτελεί λειτουργίες ευρέως φάσματος, εκδίδεται και κυκλοφορεί σε πολλά αντίτυπα και απευθύνεται σε ευρύ κοινό χρηστών. Μη τυποποιημένο ή ατομικό είναι το λογισμικό που δημιουργείται για να καλύψει τις συγκεκριμένες ανάγκες του χρήστη/παραγγελιοδότη.
Οι συμβάσεις παραχώρησης χρήσης προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή δύνανται να παρουσιάζουν διαφορές αναλόγως του εάν αφορούν παραχώρηση τυποποιημένου ή μη τυποποιημένου (ατομικού) λογισμικού2. Κατά κανόνα, στη σύμβαση παραχώρησης τυποποιημένου λογισμικού, δεν παραχωρείται ο πηγαίος κώδικας. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, αρκεί η τεκμηρίωση που αφορά τη χρήση του προγράμματος και όχι η τεκμηρίωση για την εκπόνησή του. Επίσης στην περίπτωση του τυποποιημένου λογισμικού ο δημιουργός, ή, συνηθέστερα, η εταιρεία-δευτερογενής δικαιούχος του λογισμικού δεν μεταβιβάζει το πνευματικό δικαίωμα επί του λογισμικού, αλλά παρέχει μη αποκλειστική άδεια χρήσης του προγράμματος.
Με την σύμβαση ανάπτυξης ατομικού λογισμικού, ο εργολάβος αναλαμβάνει να εκπονήσει και παραδώσει το πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή ελεύθερο από ελαττώματα και σύμφωνα με τις συνολομογηθείσες ιδιότητες και ο εργοδότης αναλαμβάνει να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα. Αν και η σύμβαση έργου κατά τις γενικές διατάξεις δεν υπόκειται σε τύπο, η σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού, αφού αφορά πνευματικό δημιούργημα3, οφείλει να είναι έγγραφη4. Ο έγγραφος τύπος είναι συστατικός, η ακυρότητα όμως είναι σχετική, δηλαδή δύναται να την επικαλεστεί μόνον ο δημιουργός και όχι ο αντισυμβαλλόμενός του. Στην σύμβαση παραχώρησης ατομικού λογισμικού (επί απουσίας μνείας περί του αν παραχωρείται και ο πηγαίος κώδικας), αν ταυτόχρονα με την ανάπτυξη και παραχώρηση άδειας χρήσης ατομικού λογισμικού, έχει συμφωνηθεί και η συντήρησή του, η πρακτική είναι να μην εκχωρείται ο πηγαίος κώδικας5. Εάν αντιθέτως, ο προγραμματιστής δημιουργός δεν έχει αναλάβει την υπηρεσία συντήρησης του προγράμματος και έχει παραδώσει (και δη οριστικώς και αποκλειστικώς) τη χρήση του και την εξουσία προσαρμογής και βελτίωσής του, συνάγεται ερμηνευτικά ότι παραχωρείται ο πηγαίος κώδικας6. Κριτήριο επίσης θα είναι και το ποσό της συμφωνούμενης αμοιβής, αφού η αποξένωση του δημιουργού από τον πηγαίο κώδικα, θα απαιτεί κατά κανόνα σημαντικό αντάλλαγμα.
Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλει την αμοιβή7. Η αμοιβή, συμφωνείται ελευθέρως. Κατά ρητή εξαίρεση του νομοθέτη από τον γενικό κανόνα που επιβάλλει ποσοστιαία αμοιβή στις συμβάσεις και άδειες εκμετάλλευσης πνευματικής ιδιοκτησίας8, η αμοιβή δημιουργίας προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή δύναται να συνίσταται σε κατ’ αποκοπήν ποσό9, επίσης είναι δυνατόν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρ. 388 ΑΚ, αλλά και ειδικής πλέον κοινοτικής ρύθμισης10, να αναπροσαρμοσθεί η αμοιβή προς τα άνω, εάν το πρόγραμμα αποδειχθεί λίαν επικερδές11.
Στο πλαίσιο συμβάσεως έργου ανάπτυξης λογισμικού γίνεται δεκτό ότι αν δεν έχει συμφωνηθεί αμοιβή, τότε οφείλεται η συνήθης αμοιβή κατ΄εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 682 § 1 ΑΚ, δεδομένης δε της αμφοτεροβαρούς φύσεως της συμβάσεως και σε συνάρτηση με το άρθρ. 379 ΑΚ, ο δημιουργός έχει δικαίωμα μονομερούς προσδιορισμού αμοιβής12.
Όπως πιο πάνω αναπτύχθηκε, οι συμβάσεις που αφορούν προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών/λογισμικού είναι συχνότατα μεικτές, καθώς εκτός από την σύμβαση (ή άδεια) παραχώρησης (χρήσης) λογισμικού, συμφωνείται, ιδίως εάν πρόκειται για ατομικό (μη τυποποιημένο) λογισμικό, και η παροχή υπηρεσιών συντήρησής του13.
Τέτοια μεικτή αμφοτεροβαρής σύμβαση είναι η περιγραφόμενη στην αγωγή σύμβαση, ήτοι η σύβαση με την οποία ο πνευματικός δημιουργός εκχωρεί το περιουσιακό του δικαίωμα σε έργο του σε αυτόν, για λογαριασμό του οποίου το είχε κατασκευάσει, δυνάμει συναφθείσας μεταξύ τους σύμβασης έργου και ο οποίος μέχρι τότε είχε μόνο το δικαίωμα χρήσης αυτού, ο τελευταίος δε, σε αντάλλαγμα για την μεταβίβαση αυτή, αναλαμβάνει την υποχρέωση να συνεχίσει την συνεργασία του με τον δημιουργό, και να συνάψει με αυτόν νέα σύμβαση, είτε συντήρησης του εκχωρηθέντος έργου, είτε δημιουργίας νέου έργου για λογαριασμό του, από την οποία θα προκύψει οικονομικό όφελος (κέρδος) ίσο με την αποτίμηση του εκχωρηθέντος πνευματικού δικαιώματος.
Η σχολιαζόμενη απόφαση, που ακολουθεί την, πλέον κρατούσα, μετά από ανατροπή της παλαιότερης, γνώμη, ότι η σύμβαση μεταβίβασης πνευματικού δικαιώματος διέπεται από τους κανόνες της εκχώρησης απαιτήσεων και όχι από αυτούς της μεταβίβασης κινητού14, εξετάζοντας την επικουρική αγωγική βάση περί μεταβίβασης του πηγαίου κώδικα, έκρινε ότι ελλείπει συμφωνία ως προς ουσιώδες στοιχείο της συμβάσεως μεταβιβάσεως του πηγαίου κώδικα και συγκεκριμένα, ως προς το στοιχείο της αντιπαροχής15. Μάλιστα, η απόφαση έκρινε ότι δεν δύναται ούτε κατά τα άρθρ. 371επ. ΑΚ να προσδιορισθεί με δίκαιη κρίση η αντιπαροχή, διότι από την σύμβαση δεν ελλείπει απλώς το τίμημα (η αμοιβή για την εκχώρηση του πνευματικού έργου), αλλά και άλλα στοιχεία προσδιοριστικά του έργου που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον δικαστικό προσδιορισμό κατά δίκαιη κρίση κατ’ άρθρ. 371 ΑΚ (όπως π.χ. ποιά προγράμματα ήταν αυτά των οποίων ο πηγαίος κώδικας παραχωρήθηκε, για πόση διάρκεια κ.λπ.).
Έτσι, το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ των δύο τμημάτων της μεικτής σύμβασης (σύμβαση παραχώρησης χρήσης/μεταβίβαση λογισμικού και σύμβαση έργου συντήρησης λογισμικού) και, στηριζόμενη τόσον στις γενικές διατάξεις του αστικού κώδικα όσον και στις διατάξεις περί πνευματικής Ιδιοκτησίας, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ουδέποτε μεταβιβάσθηκε πνευματικό δικαίωμα, διότι η προτεινόμενη από τον εργοδότη αμοιβή ως τίμημα της μεταβίβασης, δεν έγινε αποδεκτή από τον πνευματικό δημιουργό. Νομικά της ερείσματα υπήρξαν αφενός ότι, ενώ η σύμβαση έργου θεωρείται καταρτισθείσα ακόμη και επί σιωπής των μερών σχετικά με την αμοιβή (άρθρ. 682 § 1 ΑΚ) όπου εφαρμόζεται κανόνας ερμηνευτικός της σιωπής, άλλως μαχητό τεκμήριο περί σιωπηρούς δήλωσης βουλήσεως και αποδοχής αυτής16, αντιθέτως, στην σύμβαση πώλησης το τίμημα πρέπει να είναι συμφωνημένο, και μάλιστα, αφού η μεταβίβαση (εκχώρηση) αφορά περιουσιακό πνευματικό δικαίωμα, εγγράφως συμφωνημένο (διότι το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας επιβάλλει συστατικό έγγραφο τύπο για όλες τις συμβάσεις πνευματικής ιδιοκτησίας: μεταβίβασης, εκμετάλλευσης, άδειας χρήσης, κατ’ άρθρ. 14 ν. 2121/1993).
Ελλειπούσης λοιπόν της επελεύσεως μεταβίβασης πνευματικού περιουσιακού δικαιώματος, ο λαβών κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος και άρα οφείλει να αποδώσει την ωφέλεια.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ (ΝΑΝΤΙΑ) Π. ΚΥΠΡΟΥΛΗ,
Δικηγόρος – Δ.Ν.
1. Άρθρα 2 § 3 ν. 2121/1993, 1 § 2 και αιτ. σκ. 11 Οδηγία 2009/24: «Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη προστατεύουν τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σαν λογοτεχνικά έργα κατά την έννοια της σύμβασης της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο όρος “προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών” περιλαμβάνει και το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού τους», άρθρ. 4 WCT, 10 § 1 ΤRIPS.
2. Καραγιάννης Β., ο.π., σελ. 20-25, Μαρίνος Μ.-Θ., Λογισμικό, Νομική Προστασία και Συμβάσεις, ό.π. σ. 29, Κ. Κυπρούλη, Σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού σε Δίκαιο Εμπορικών Συμβάσεων επιμ. Ια.Βενιέρη-Ν.Βερβεσού, σ. 940 επ.
3. Και δη έργο λόγου άρθρ. 2 ν. 2121/1993, Κ. Κυπρούλη, Σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού σε Δίκαιο Εμπορικών Συμβάσεων επιμ. Ια.Βενιέρη-Ν.Βερβεσού, σ. 940 επ.
4. Άρθρ. 14 ν. 2121/1993, Κ. Κυπρούλη, Σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού σε Δίκαιο Εμπορικών Συμβάσεων επιμ. Ια. Βενιέρη-Ν.Βερβεσού, σ. 940 επ.
5. Κ. Κυπρούλη, Σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού σε Δίκαιο Εμπορικών Συμβάσεων επιμ. Ια.Βενιέρη-Νικ.Βερβεσού, σ. 940 επ.
6. Μ.-Θ. Μαρίνος, Λογισμικό Νομική προστασία και Συμβάσεις Ι, ό.π. σ. 133.
7. Άρθρ. 681 ΑΚ.
8. Άρθρ. 32 § 1 ν. 2121/1993.
9. Άρθρ. 32 § 2 ν. 2121/1993.
10. Άρθρ. 20 Οδηγίας 2019/790.
11. Κ. Κυπρούλη, Σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού σε Δίκαιο Εμπορικών Συμβάσεων επιμ. Ια.Βενιέρη-Νικ.Βερβεσού, σ. 940 επ.
12. Κ. Χριστοδούλου, Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 2018 σ. 258.
13. Βλ. M-Θ.Mαρίνο ό.π., Κ.Κυπρούλη ό.π, Ι. Ιγγλεζάκη, Δίκαιο της πληροφορικής 2008, σ. 124 επ., ΑΠ 1235/2010 (που χαρακτήρισε μίσθωση δικαιώματος τη σύμβαση χορήγησης άδειας χρήσης προϊόντων λογισμικού και μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών την σύμβαση συντήρησης του λογισμικού, ΕπισκΕμπΔικ 2011. 116, με παρατ. Ι. Ιγγλεζάκη, 120.
14. ΑΠ 395/2022 ΝοΒ 2023. 329 με σχόλιο Κυπρούλη, 332.
15. Λέκκα Γ., σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, άρθρο 195 αριθ. 19· ΑΠ 1638/2001 ΧρΙδΔ 2002. 23, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
16. Βαλτούδης σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ άρθρ. 682 σ. 1265 επ.