ΑΠ 779/2023, με σχόλιο «Δικαστική μεσεγγύηση και επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης από τρίτο δανειστή – Τα όρια της δέσμευσης του επισπεύδοντος από τη δικαστική μεσεγγύηση», Χ. Μ. Μιχαηλίδου

73
2025
03
 
Άρειος Πάγος
(Α1΄ Τμήμα)
Αριθ. 779/2023
 
Πρόεδρος: Χ. Τζανερρίκος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Χ. Κατσιάνης, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Γ. Ορφανίδης Α. Μητσιμπούνα, Σ. Ραυτοπούλου, Πάρεδρος ΝΣΚ

 

Διάκριση της δικαστικής μεσεγγύησης από τη συντηρητική κατάσχεση. Νόμιμα επιβάλλεται αναγκαστική κατάσχεση σε υπό δικαστική μεσεγγύηση αντικείμενα. Διοικητική εκτέλεση και ανακοπή τρίτου κατά της εκτέλεσης. Λόγοι ανακοπής. Όταν περαιωθεί η εκτέλεση, ο τρίτος δύναται να ασκήσει ανακοπή με την προϋπόθεση ότι προσβάλλεται το δικαίωμα κυριότητας επί του αντικειμένου της εκτέλεσης, άλλως προστατεύεται με την άσκηση αγωγής. Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως για την κατάρτιση ενοχικής δικαιοπραξίας για ακίνητο. Δεδικασμένο απόφασης επί αγωγής για καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως που περιέχει αίτημα για κατάρτιση συμβάσεως και παράδοση του πράγματος. Αυτή έχει ισχύ και κατά του ειδικού διαδόχου του εναγομένου, όταν με την αγωγή αυτή έχει σωρευθεί και διεκδικητική αγωγή ή όταν έχει διαταχθεί δικαστική μεσεγγύηση υπέρ του ενάγοντος και η απόφαση έχει εγγραφεί στα βιβλία κατασχέσεων. Η δικαστική μεσεγγύηση συνεπάγεται την απαγόρευση διάθεσης για τον οφειλέτη συμ­περιλαμβανομένης και της εκποίησης που συντελείται μέσω αναγκαστικής κατάσχεσης και πλειστηριασμού βάσει των άρθρων 725, 727 και 715 § 1 ΚΠολΔ, ενώ άκυρη καθίσταται η διάθεση του πράγματος που έγινε παρά την επιβολή της βάσει των ΑΚ 175 και 176 (Άρθρα 175, 176 ΑΚ και 725, 727 και 715 § 1 ΚΠολΔ).

 

(…) Στην προκειμένη περίπτωση η τελούσα υπό εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Η υπό εκκαθάριση παλαιά Τράπεζα ...», με την από 12.11.2001 (αριθ. κατάθ. δικογρ. …16.11.2001) αγωγή της εξέθετε ότι ο δεύτερος εναγόμενος ..., τα έτη 1980-1981, υπεξαίρεσε από την περιουσία της διαδοχικά ποσά σε δολάρια ΗΠΑ ισόποσα των 111.657.909 δραχμών, 11.367.542 δραχμών και 112.704.467 δραχμών. Ότι στις 9.2.1982 αυτός αγόρασε από την Ρ.Α., με το υπ’ αριθ. ... συμβόλαιο της Συμβ/ φου Αθηνών Α.Μ., που μεταγράφηκε νόμιμα, μία κατοικία, εμβαδού 296 τμ., που αποτελεί ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, μαζί με άλλες, σε οικόπεδο επί των οδών Ο. και Ε. στην Ε. Αττικής, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 12. 500.000 δραχμών και άγνωστου πραγματικού (αντικειμενική αξία πολύ μεγαλύτερη), που καταβλήθηκε «μετρητοίς» και προερχόταν από τα ανωτέρω υπεξαιρεθέντα ποσά. Ότι με την υπ’ αριθ. …/1998 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που κατέστη αμετάκλητη στις 23.1.2000, ο ανωτέρω εναγόμενος ... καταδικάσθηκε σε δήλωση βουλήσεως για να μεταβιβάσει το εν λόγω ακίνητο στην ενάγουσα Τράπεζα, καθώς και να αποδώσει πραγματικά αυτό στην ίδια. Ότι ήδη από 24.1.1992 το εν λόγω ακίνητο είχε τεθεί σε δικαστική μεσεγγύηση με μεσεγγυούχο την ενάγουσα Τράπεζα, δυνάμει της αποφάσεως υπ’ αριθ. …/1991 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Ότι στις 22.3.2001 οι εκπρόσωποι της Τράπεζας προσήλθαν στην αρμόδια ΔΟΥ Κηφισιάς για να τακτοποιήσουν το φόρο μεταβιβάσεως του ακινήτου, προκειμένου να υλοποιηθεί η μεταβίβαση αυτού, που είχε διαταχθεί με την προηγούμενη εφετειακή απόφαση. Ότι, μολονότι ο φόρος προσδιορίστηκε και καταβλήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ, στις 29.3.2001, αυτή είχε ήδη επιβάλει, κατά την προηγούμενη ημερομηνία (22.3. 2001), αναγκαστική κατάσχεση στο ίδιο ακίνητο, με σκοπό να ικανοποιηθεί απαίτηση του Δημοσίου κατά του Γ.Κ. (...) Και ότι η τελευταία συμπεριφορά του Δημοσίου συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός του να ικανοποιηθεί η απαίτησή του με αναγκαστική εκτέλεση κατά του ανωτέρω οφειλέτη του. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητούσε (κατ’ εκτίμηση του αιτητικού της αγωγής της), να αναγνωρισθεί ότι η αναγκαστική κατάσχεση, εκ μέρους του πρώτου εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, στο ως άνω επίδικο ακίνητο του δεύτερου εναγομένου, οφειλέτη της, ήταν άκυρη έναντι της ίδιας, για τους ακόλουθους λόγους, ήτοι: πρώτον, διότι αποτελεί ανεπίτρεπτη διάθεση λόγω της προϋφιστάμενης δικαστικής μεσεγγυήσεως επί του ακινήτου, δεύτερον, διότι το Ελληνικό Δημόσιο, όπως και οποιοσδήποτε υπερθεματιστής αναδειχθεί από τον πλειστηριασμό που θα επακολουθήσει την κατάσχεση αυτή, δεσμεύεται από το δεδικασμένο που παράγεται από την υπ’ αριθ. …/1998 αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, και τρίτον, διότι η ευχέρεια διάθεσης του δικαιώματος κυριότητας του οφειλέτη επί του κατασχεθέντος ακινήτου, η οποία γίνεται μέσω του επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό αυτού Δημοσίου, ασκείται καταχρηστικά, κατά παράβαση της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και καθ’ υπέρβαση του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος. Επί της αγωγής αυτής, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας ερήμην του δεύτερου των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών, εξέδωσε την …/2003 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, ως προς τον τρίτο λόγο ακυρότητας της αναγκαστικής κατάσχεσης του επίδικου ακινήτου εκ μέρους του Δημοσίου και απέρριψε αυτήν ως προς τους επικαλουμένους πρώτο και δεύτερο λόγους ακυρότητας. Κατά της απόφασης αυτής τόσο η υπό εκκαθάριση ενάγουσα τραπεζική εταιρεία, όσο και το πρώτο των εναγομένων Ελληνικό Δημόσιο άσκησαν τις από 16.02.2004 (αριθ. κατάθ. ....) και από 05.02.2004 (αριθ. κατάθ. …/16.02.2004) αντίθετες εφέσεις τους, αντίστοιχα, επί των οποίων, κατ' αρχάς, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφενός, απορρίφθηκε η έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας Τράπεζας, αφού αντικαταστάθηκαν οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για την απόρριψη των δύο πρώτων λόγων ακυρότητας της επίδικης κατασχέσεως, που προβλήθηκαν με την ένδικη αγωγή, αφετέρου, έγινε δεκτή η έφεση του εκκαλούντος-εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή και αφορούσε τον τρίτο λόγο ακυρότητας της ίδιας κατασχέσεως, και, αφού δικάσθηκε η αγωγή κατ’ ουσία ως προς το μέρος αυτό, απορρίφθηκε. Η κοινή αιτιολογία απορρίψεως, για όλους τους λόγους ακυρότητας, της ανωτέρω εφετειακής αποφάσεως, ήταν ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα είχε ασκήσει προηγουμένως κατά της ίδιας κατασχέσεως και ανακοπή στην εκτελεστική διαδικασία(από 7.5.2001 με αριθμό καταθέσεως …/ 2001), με τους ίδιους λόγους ακυρότητας αυτής, που επικαλέσθηκε και στην ένδικη αγωγή, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η εκ νέου προβολή τους σε μεταγενέστερη δίκη βάσει του άρθρου 935 του ΚΠολΔ. Με την από 24.4.2007 αίτησή της, η ενάγουσα-εκκαλούσα ζήτησε την αναίρεση της ως άνω αποφάσεως. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η …/2008 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν όλω η ανωτέρω …/2005 τελεσίδικη απόφαση, για την αναιρετική πλημμέλεια εκ του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Ειδικότερα, με την αιτιολογία ότι η ανακοπή που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα Τράπεζα, παράλληλα με την ένδικη αγωγή, επικαλούμενη τους ίδιους λόγους ακυρότητας της αμφισβητούμενης αναγκαστικής κατασχέσεως, δεν ήταν απλή ανακοπή εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αλλά ανακοπή τρίτου κατά το άρθρο 936 του ίδιου Κώδικα, επί της οποίας δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 935 του εν λόγω Κώδικα. Παράλληλα, με την ίδια απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι η προβολή λόγων ακυρότητας της κατασχέσεως, αφενός μεν εμποδιζόταν με την (προηγούμενη της ένδικης αγωγής) ανακοπή τρίτου της αναιρεσείουσας, στο πλαίσιο της διοικητικής εκτελέσεως, όπως ήταν η επίδικη που επιχειρούσε το Δημόσιο, βάσει του, έχοντος εφαρμογή σε αυτή, άρθρου 74 § 1α του ΚΕΔΕ, κατά το οποίο ο τρίτος έχει δικονομικό δικαίωμα να επικαλεσθεί στην ανακοπή του μόνο ουσιαστικό δικαίωμα κυριότητας πάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης, όχι δε και άλλης φύσης δικαίωμα, ήτοι ενοχικό κ.λ.π., όπως είχε επικαλεσθεί η τότε αναιρεσείουσα στην προηγούμενη ανακοπή της, αφετέρου, όμως, επιτρέπεται η προβολή των ίδιων λόγων ακυρότητας, εκτός του πλαισίου της διοικητικής εκτελέσεως, με αναγνωριστική αγωγή, όπως η επίδικη, διότι τότε δεν έχει εφαρμογή το ανωτέρω άρθρο του ΚΕΔΕ και μπορούν να προταθούν όλα τα δικαιώματα του τρίτου, που προστατεύονται από το άρθρο 936 του ΚΠολΔ. Μετά ταύτα δε η ως άνω αναιρετική απόφαση παρέπεμψε την υπόθεση προς εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο ουσίας, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές. Με την από 10.6.2009 (αριθ. κατάθ. …/11.6. 2009) κλήση της ενάγουσας εκκαλούσας-εφεσί­βλητης επαναφέρθηκαν προς κρίση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών οι δύο ως άνω (αντίθετες) εφέσεις των διαδίκων. Επ’ αυτών εκδόθηκε η …/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγιναν αμφότερες τυπικά δεκτές, αλλά απορρίφθηκαν κατ' ουσία. Ακολούθως, με την από 11.11.2014 αίτησή του το πρώτο εναγόμενο εκκαλούν-εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε την αναίρεση της ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης, αλλά και η ενάγουσα εκκαλούσα-εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία «Η υπό εκκαθάριση παλαιά Τράπεζα ...», με την από 4.11.2014 αντίστοιχη αίτησή της, ζήτησε την αναίρεση της ίδιας παραπάνω απόφασης. Το Δικαστήριο τούτο, με την 1095/2021 απόφασή του, συνεκδικάζοντας τις παραπάνω αιτήσεις, αναίρεσε εν μέρει την ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση (…/2012) του Εφετείου Αθηνών, προσάπτοντας σ' αυτήν τις αναιρετικές πλημμέλειες, ως προς μεν την αναίρεση του Ελληνικού Δημοσίου από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τους βάσιμους δεύτερο και τρίτο σχετικούς λόγους της αίτησης αναίρεσής του, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο εκ του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο απέδιδε αιτίαση στην προσβαλλόμενη απόφαση, που δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, λόγω μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων, ενώ ως προς την αναίρεση της εταιρείας με την επωνυμία «Η υπό εκκαθάριση παλαιά Τράπεζα …» από τους αριθμούς 1 και (κατ’ εκτίμηση)8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο της αίτησής της, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο αυτής, για πλημμέλεια εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 715 § 1, 721, 727, 936 § 1 β' ΚΠολΔ και 176 ΑΚ, δεχόμενο το Εφετείο ότι η θέση του επιδίκου ακινήτου υπό δικαστική μεσεγγύηση δεν αποκλείει τη μετέπειτα επιβολή σ' αυτό αναγκαστικής κατάσχεσης και δεν καθιστά άκυρη την εξ αυτού του λόγου διάθεσή του με την επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση και τον περαιτέρω διενεργηθησόμενο αναγκαστικό πλειστηριασμό, και εντεύθεν κρίνοντας την αγωγή, κατά το παραπάνω πρώτο αίτημά της, ως μη νόμιμη και αβάσιμο τον αντίστοιχο λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε κρίνει ομοίως. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω αναιρετική απόφαση, έγιναν δεκτά, επί λέξει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: Α.ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩ ΑΙΤΗΣΕΩΝ (από 11.11.2014 αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου) «...το Εφετείο, σε σχέση με το τρίτο αίτημα της αγωγής, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του δευτέρου εναγομένου, και ήδη δεύτερου αναιρεσίβλητου, ως κυρίου, και κατ' επέκταση του Ελληνικού Δημοσίου, πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, ως επισπεύδοντος τη διοικητική εκτέλεση με την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης επί του ακινήτου, δέχτηκε τα ακόλουθα: Ο δεύτερος των εναγομένων (...), που ήταν προϊστάμενος της Δ/σης Λογιστικού της τεθείσας ήδη υπό εκκαθάριση, εφεσίβλητης-ενάγου­σας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας... ιδιοποιήθηκε παράνομα από την περιουσία της... διάφορα χρηματικά ποσά... μεταξύ των ετών 1980-1981 (...) Στις 9.2. 1982 ... ο ανωτέρω εναγόμενος απέκτησε, κατά πλήρη κυριότητα, λόγω πωλήσεως, μία κατοικία ... Επειδή η αγορά του παραπάνω ακινήτου έγινε αποκλειστικά με τα διαθέσιμα της Τράπεζας ..., τα οποία περιήλθαν σ’ αυτόν με τις προαναφερόμενες παράνομες πράξεις σε βάρος της, αυτή άσκησε... την από 19.2.1992 αγωγή της κατά του δευτέρου των εναγομένων, με την οποία ζήτησε την καταδίκη του σε δήλωση βουλήσεως για την μεταβίβαση προς αυτήν της κυριότητας του παραπάνω ακινήτου και την απόδοσή του. Η αγωγή έγινε δεκτή... με την υπ’ αριθ. …/1998 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου... Παράλληλα η... ενάγουσα άσκησε... αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για να τεθεί το επίδικο ακίνητο υπό δικαστική μεσεγγύηση, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κύρια απαίτησή της... Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. …/ 1991 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία τελικά μεταγράφηκε ... στα βιβλία κατασχέσεων του κατά τόπον αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου Νέας Ερυθραίας στις 19.12.2000. Η ενάγουσα, ως δικαστική μεσεγγυούχος, ανέλαβε το έργο της δικαστικής μεσεγγύησης, ασφάλισε το ακίνητο, κατέβαλε περιοδικώς τα κοινόχρηστα αυτού, προέβαινε σε δήλωση φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας και κατέβαλε τον αναλογούντα φόρο για λογαριασμό του δευτέρου εναγομένου στη ΔΟΥ Κηφισιάς. Ενόψει όλων των αμέσως παραπάνω περιστατικών... προκύπτει ότι η ύπαρξη της μεσεγγυήσεως υπέρ της ενάγουσας Τράπεζας, καθώς και η ευδοκίμηση της αγωγής της κατά του ήδη δευτέρου εναγομένου για καταδίκη αυτού σε δήλωση βουλήσεως, ήταν γεγονότα γνωστά στο πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Μετά την έκδοση της άνω, ήδη αμετάκλητης απόφασης του Εφετείου, η ενάγουσα προσπάθησε να υλοποιήσει το διατακτικό της για μεταβίβαση σ' αυτή της κυριότητας του ακινήτου. Ενόψει της σύνταξης της σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής, εκ μέρους της, της πλασματικής δήλωσης του αντιδίκου της, ήλθε σε επαφή με τους αρμοδίους υπαλλήλους του Δημοσίου για τη ρύθμιση του ζητήματος της οφειλής ή μη φόρου μεταβιβάσεως και του ύψους αυτού, έχοντας την άποψη ότι τέτοιος φόρος δεν οφειλόταν... Η αρμοδία ΔΟΥ Κηφισιάς κωλυσιεργούσε να απαντήσει και τελικά η ενάγουσα αποφάσισε να καταβάλει ως φόρο μεταβιβάσεως οποιοδήποτε ποσό προσδιορισθεί. Έτσι στις 22.3.2001 απευθύνθηκε πάλι στη ΔΟΥ Κηφισιάς, ζητώντας να της γνωστοποιηθεί ο ακριβής προσδιορισμός του εν λόγω φόρου. Η άνω ΔΟΥ ζήτησε προθεσμία για απάντηση και στις 26.3.2001 της ανακοίνωσε το οφειλόμενο ποσό, αλλά συγχρόνως, την ενημέρωσε και ότι το Δημόσιο επέβαλε στις 22.3.2001 αναγκαστική κατάσχεση, σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ, στο προαναφερόμενο ακίνητο, για απαιτήσεις του κατά του μέχρι τότε κυρίου του ακινήτου ... ενώ παράλληλα της κοινοποίησε και την υπ’ αριθ. …/2001 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .... Δηλαδή η ανωτέρω κωλυσιεργία και η αίτηση για δήθεν προθεσμία προς απάντηση από την ανωτέρω ΔΟΥ έγιναν για να προλάβει το Δημόσιο να επιβάλει αυτό προηγουμένως αναγκαστική κατάσχεση στο επίμαχο ακίνητο, πριν ολοκληρωθεί η μεταβίβασή του στην ενάγουσα. Ακολούθως η ενάγουσα στις 29.3.2001 κατέβαλε .... Το φόρο μεταβιβάσεως, που προσδιορίσθηκε και, κατόπιν τούτου, καταρτίσθηκε η υπ’ αριθ. ... συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών..., για τη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, που μεταγράφηκε νομότυπα ... Από όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι το δικαίωμα του δευτέρου εναγομένου, ως κυρίου, προς διάθεση του επιδίκου κατασχεθέντος ακινήτου, μέσω του δανειστή του Ελληνικού Δημοσίου, που επέβαλε την προαναφερθείσα αναγκαστική κατάσχεση, ασκείται καταχρηστικά, καθόσον, από την προαναφερόμενη συμπεριφορά του τελευταίου που προηγήθηκε, καθώς και από την πραγματική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, από τη θέση του ακινήτου σε μεσεγγύηση μέχρι και την κατάσχεσή του, η άσκηση του δικαιώματος αυτού καθίσταται μη ανεκτή, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και έτσι αντιβαίνει προφανώς στην καλή πίστη και στα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Δηλαδή, το δικαίωμα κυριότητας του δευτέρου εναγομένου επί του ακινήτου, δεν αποσβέσθηκε μεν, πλην όμως, κατέστη ανενεργό από την ανωτέρω άποψη. Κατά συνέπεια δε και η αναγκαστική εκτέλεση που στηρίζεται σ' αυτό, καθώς και η ικανοποίηση της απαίτησης του Ελληνικού Δημοσίου-δανειστή, που επιδιώκεται με αυτή, αποβαίνει, έναντι της ενάγουσας, ανενεργός και, κατ' ακολουθίαν, άκυρη. ... Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι η αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης κατά το παραπάνω τρίτο αίτημά της ήταν βάσιμη και απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, που υποστήριζε τα αντίθετα και ζητούσε την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια. Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι μόνα τα εκτιθέμενα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε το Εφετείο, δεν αρκούν, μετά αξιολογική στάθμιση των αντιτιθεμένων συμφερόντων των διαδίκων και συγκεκριμένα του γεγονότος, ότι το πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον, Ελληνικό Δημόσιο, επέσπευσε τη διοικητική εκτέλεση για την ικανοποίηση νόμιμης απαίτησής του κατά του δεύτερου εναγομένου, που ήταν κύριος μέχρι τότε του κατασχεθέντος ακινήτου, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι η αναγκαστική κατάσχεση έγινε τρία περίπου έτη μετά την έκδοση της πιο πάνω υπ’ αριθ. …/98 απόφασης του Εφετείου, για να καταστήσουν την εκποίηση, που έγινε με την πιο πάνω διοικητική εκτέλεση, καταχρηστική. Κατ' ακολουθίαν, οι σχετικοί δεύτερος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ είναι βάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η άνω αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που δέχτηκε, ότι το τρίτο αίτημα της αγωγής της πρώτης αναιρεσίβλητης ήταν νόμιμο και βάσιμο και εντεύθεν απέρριψε την από 5.2.2004 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία υποστήριζε τα αντίθετα ...» και Β. ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩ ΑΙΤΗΣΕΩΝ (από 14.11.2014 αίτησης αναίρεσης της υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Η υπό εκκαθάριση παλαιά Τράπεζα ...»), ότι «... από την παραδεκτή... επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει, ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ιστορούσε σ’ αυτή ότι ο δεύτερος εναγόμενος(και ήδη δεύτερος αναιρεσίβλητος)με χρήματα δικά της, που παρανόμως είχε ιδιοποιηθεί, έγινε κύριος, ύστερα από αγορά, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1982 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Μ., που μεταγράφηκε νομίμως, ενός ακινήτου, ότι με την υπ’ αριθ. …/1998 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών έγινε δεκτή σχετική αγωγή της και καταδικάστηκε ο δεύτερος εναγόμενος σε δήλωση βούλησης για τη μεταβίβαση σ' αυτήν της κυριότητας του πιο πάνω ακινήτου και την απόδοσή του, ότι προηγουμένως με την υπ’ αριθ. …/1991 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε ύστερα από σχετική αίτησή της, είχε διαταχθεί για την εξασφάλιση της κύριας απαίτησής της κατά του δεύτερου εναγομένου για τη μεταβίβαση και την απόδοση σ' αυτήν του παραπάνω ακινήτου, η δικαστική μεσεγγύηση αυτού και μεσεγγυούχος διορίστηκε η ίδια, ότι η απόφαση περί δικαστικής μεσεγγύησης ενεγράφη στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Νέας Ερυθραίας στον τόμο … και με αριθ. … στις 19.12.2000, ότι στη συνέχεια το πρώτο εναγόμενο(και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο), Ελληνικό Δημόσιο και πριν αυτή υλοποιήσει την υπ’ αριθ. …/1998 απόφαση, με σύνταξη σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής της δήλωσης για μεταβίβαση της κυριότητας και μεταγραφής της, προέβη στις 22.3.2001 για την ικανοποίηση απαίτησής του κατά του δεύτερου εναγομένου, σε αναγκαστική κατάσχεση του άνω ακινήτου. Με βάση αυτά, ζήτησε με το δεύτερο αίτημα της αγωγής της, να αναγνωρισθεί ότι η συνέπεια του ουσιαστικού δεδικασμένου, που απορρέει από την υπ’ αριθ. …/1988 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε μεταξύ αυτής και του δευτέρου εναγομένου, περί καταδίκης του τελευταίου σε δήλωση βούλησης, δεσμεύει έναντι αυτής αυτόν(δεύτερο εναγόμενο), αλλά και το πρώτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο επισπεύδοντας την εκτέλεση, ασκεί τα δικαιώματα του δεύτερου, καθώς και τον μέλλοντα να αναδειχθεί υπερθεματιστής από τον πλειστηριασμό, ως ειδικό διάδοχο αυτών. Το Εφετείο απέρριψε το δεύτερο αίτημα της αγωγής ως μη νόμιμο με την αιτιολογία ότι «το υπέρ της ίδιας δεδικασμένο από την υπ’ αριθ. …/ 1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών δεν δέσμευε άνευ ετέρου και το Ελληνικό Δημόσιο, ενώ τις νόμιμες προϋποθέσεις για μια τέτοια δέσμευση δεν τις είχε επικαλεστεί στην αγωγή της, δηλαδή δεν επικαλέστηκε ότι με την αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βούλησης είχε σωρεύσει και διεκδικητική αγωγή για το επίδικο ακίνητο... ούτε ότι είχε μεταγράψει νομότυπα στα βιβλία κατασχέσεων του αρμοδίου υποθηκοφυλακείου την απόφαση για τη δικαστική μεσεγγύηση του επιδίκου πριν από την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου». Όμως, έχοντας το περιεχόμενο που αναφέρθηκε παραπάνω, η αγωγή, σε σχέση με το προαναφερόμενο δεύτερο αίτημά της, ήταν νόμιμη. Και τούτο, διότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, ναι μεν δεν είχε επικαλεσθεί ότι είχε σωρεύσει στην αγωγή για την καταδίκη σε δήλωση βούλησης, κατ’ άρθρο 69 § 1 περ. δ' και ε' ΚΠολΔ, και διεκδικητική αγωγή, ώστε να επεκτείνεται το δεδικασμένο της απόφασης και στο πρώτο αναιρεσίβλητο για το λόγο αυτό, είχε όμως επικαλεσθεί με αυτήν ότι πριν την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης, στις 22.3.2001, είχε εγγραφεί στις 19.12.2000 στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Νέας Ερυθραίας στον τόμο … και αριθ. … η υπ’ αριθ. …/1991 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε διαταχθεί με αίτησή της η δικαστική μεσεγγύηση του επιδίκου. Επομένως, οι ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με το άνω αίτημα της αγωγής, δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό περιεχόμενο αυτής. Κατά συνέπεια, κρίνοντας έτσι το Εφετείο, α)παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ήτοι δεν έλαβε υπόψη τον περιεχόμενο στην αγωγή ισχυρισμό, ότι είχε εγγραφεί στις 19.12.2000, πριν, δηλαδή, από την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης, που έλαβε χώρα στις 22.3.2001, στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Νέας Ερυθραίας στον τόμο 1 και στον αριθ. … η υπ’ αριθ. …/1991 (εκ παραδρομής αναφέρεται το έτος 2008) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί δικαστικής μεσεγγύησης του επιδίκου ακινήτου και β)παραβίασε κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, ήτοι τις... διατάξεις των άρθρων 325 αριθ. 2, 715 ,721, 727, 1049 ΚΠολΔ και 175 ΑΚ, δεχόμενο ότι αυτές δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους.

Συνεπώς, ο δεύτερος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και (κατ’ εκτίμηση) 8 του ΚΠολΔ, λόγος της αναίρεσης είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η άνω αίτηση αναίρεσης να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που δέχτηκε, ότι το δεύτερο αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας ήταν μη νόμιμο για τον παραπάνω λόγο, και, αντικαθιστώντας την αιτιολογία της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εντεύθεν απέρριψε την από 16.2. 2004 έφεσή της ...».

Συνεπώς, μετά την παραδοχή των παραπάνω λόγων των υπό κρίση αιτήσεων αναίρεσης και την αναίρεση, κατά τα παραπάνω μέρη, της προσβαλλόμενης ως άνω υπ’ αριθ. …/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και, ενόψει του ότι πρόκειται για δεύτερη αναίρεση στην ίδια υπόθεση, ο Άρειος Πάγος κράτησε την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση στο ίδιο τμήμα σε νέα συζήτηση, μετά από κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων.

(…) Κατά το άρθρο 936 § 1 εδ. α' και β' του ΚΠολΔ, τρίτος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, αν προσβάλλεται δικαίωμά του στο αντικείμενο αυτής, το οποίο δικαιούται να αντιτάξει σε εκείνον κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση και ιδίως: α) δικαίωμα εμπράγματο που αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, β) απαγόρευση διάθεσης που έχει ταχθεί υπέρ αυτού και συνεπάγεται, σύμφωνα με το νόμο, την ακυρότητα της διάθεσης. Εξάλλου, η κατά το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας (ΑΚ 174), πράγμα που διακηρύσσεται ήδη και με το άρθρο 25 § 3 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται γενικώς και αδιακρίτως στην άσκηση κάθε δικαιώματος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι ο τρίτος, ασκώντας ανακοπή με λόγο από τους αναφερόμενους στο άρθρο 936 ΚΠολΔ, για να αποκρούσει την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται και να διατηρήσει έτσι την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί υπέρ αυτού επί του αντικειμένου της εκτέλεσης, μπορεί να επικαλεστεί ως λόγο της ανακοπής του, κάθε δικαίωμα (με την ευρεία έννοια του νόμου, που περιλαμβάνει οποιαδήποτε δυνατότητα, ευχέρεια ή εξουσία που παρέχεται από το νόμο), δυνάμει του οποίου αποκρούεται, ενόλω ή εν μέρει, το ουσιαστικό δικαίωμα του οφειλέτη επί του αντικειμένου της εκτέλεσης. Επομένως, μπορεί να επικαλεστεί και το εκ του άρθρου 281 ΑΚ δικαίωμα, χωρίς να εμποδίζεται από το γεγονός, ότι η ανακοπή πλήττει και εκείνον που επισπεύδει την εκτέλεση και υπέρ του οποίου γίνεται αυτή, αφού ο τελευταίος ασκεί τα δικαιώματα του καθού η εκτέλεση (άρθρα 965 και 1005 ΚΠολΔ) και γι’ αυτό υπόκειται στους περιορισμούς στους οποίους θα υπέκειτο και ο καθού η εκτέλεση, αν ασκούσε το δικαίωμά του. Αφού δε το ως άνω δικαίωμα του οφειλέτη καταστεί έτσι ανενεργές εκ του λόγου τούτου, η αναγκαστική εκτέλεση που στηρίζεται σ' αυτό, καθώς και η ικανοποίηση του δανειστή που επιδιώκει, και η οποία αποτελεί επίσης άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, αποβαίνει έναντι του τρίτου ανενεργής και, συνεπώς, άκυρη (ΟλΑΠ 484/1984, ΑΠ 1306/2006). Περαιτέρω, ενόψει του ότι με τη διάταξη του άρθρου 74 § 1α του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974) παρέχεται στον τρίτο δικαίωμα ανακοπής κατά της διοικητικής εκτέλεσης και μετά την περάτωσή της (άρθρο 74 § 2 του ΚΕΔΕ) μόνο όταν προσβάλλεται δικαίωμα κυριότητάς του επί του αντικειμένου της εκτέλεσης (κινητού ή ακινήτου) όχι δε και όταν συντρέχουν οι λοιπές περιστάσεις του άρθρου 936 ΚΠολΔ, ο τρίτος, προβάλλοντας άλλο (πλην της κυριότητας) δικαίωμά του επί του αντικειμένου της εκτέλεσης κατά του οφειλέτη (καθού η εκτέλεση) και έχοντας κατά το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, έχει τη δυνατότητα δικαστικής προστασίας όχι με ανακοπή, αλλά με αγωγή (ΑΠ 1791/2008, ΑΠ 1306/2006, ΑΠ 819/1998). Εξάλλου, το ζήτημα, αν είναι καταχρηστική η στηριζόμενη στο δικαίωμα του καθού η εκτέλεση οφειλέτη επί του αντικειμένου της εκτέλεσης, αναγκαστική ή διοικητική κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ εκτέλεση, καθώς και η επιδιωκόμενη μ' αυτή πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή, πρέπει να αντιμετωπίζεται και με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου του δικαιώματος, ήτοι του καθού η εκτέλεση, και συνακόλουθα σε βάρος του επισπεύδοντος δανειστή, από την παρακώλυση άσκησης από τον οφειλέτη του δικαιώματος (ΑΠ 1306/2006, ΑΠ 1402/ 1994). Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 919 αριθ. 1 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται, όταν πρόκειται για δικαστικές αποφάσεις, υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει δεδικασμένο, κατά δε το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά εκείνων που έγιναν διάδοχοι των διαδίκων όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της. Από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων συνάγεται ότι στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής το δεδικασμένο ισχύει και η εκτελεστότητα υφίσταται έναντι του διαδόχου, είτε πρόκειται περί εμ­πραγμάτων, είτε περί ενοχικών δικαιωμάτων. Η δέσμευση όμως αφορά το επίδικο δικαίωμα και μόνον εκείνου που διαδέχεται επ’ αυτού το διάδικο. Επομένως, αν έχει ασκηθεί ενοχική αγωγή, που έχει αντικείμενο τη μεταβίβαση της κυριότητας πράγματος, επίδικο είναι το προς τούτο ενοχικό δικαίωμα και όχι το ίδιο το πράγμα, δεσμεύεται δε ο διάδικος σ' αυτό το δικαίωμα και όχι ο αποκτών την κυριότητα του πράγματος από έναν των διαδίκων. Τέτοιας φύσης (ενοχικής) είναι και η από το άρθρο 949 ΚΠολΔ αγωγή, για την καταδίκη κάποιου σε δήλωση βούλησης. Ακόμα δε και αν στην αγωγή αυτή σωρεύεται αίτημα για την εκπλήρωση της υπό κατάρτιση σύμβασης και συνακόλουθα η απόφαση περιέχει καταδίκη και σε παράδοση του πράγματος, το από την απόφαση αυτή δεδικασμένο δεν έχει ισχύ και εναντίον του τρίτου, που απέκτησε το πράγμα κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας της από το άρθρο 949 ΚΠολΔ δίκης, διότι στην περίπτωση αυτήν ο τρίτος είναι ειδικός διάδοχος του οφειλέτη που νικήθηκε, αλλά μόνο ως προς το δικαίωμα κυριότητας στο ακίνητο, το οποίο όμως δεν ήταν επίδικο, αλλ' επίδικη ήταν η αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου για την καταδίκη του σε δήλωση βούλησης, ως προς την οποία ο τρίτος δεν είναι ειδικός διάδοχος. Όμως, αν στην αγωγή για την καταδίκη σε δήλωση βούλησης είχε σωρευτεί, κατ' άρθρο 69 § 1 περ. δ' και ε' ΚΠολΔ, και διεκδικητική αγωγή (άρθρο 1094 ΑΚ) επεκτείνεται το δεδικασμένο της απόφασης και στον τρίτο, αφού τότε επίδικο καθίσταται το ίδιο το δικαίωμα της κυριότητας στο ακίνητο. Το ίδιο ισχύει και όταν ο δικαιούχος της κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ καταδίκης σε δήλωση βούλησης, είχε επιτύχει το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης του πράγματος, υπό την απαραίτητη και αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι κατά το χρόνο της διάθεσης, η απόφαση για τη θέση του πράγματος υπό δικαστική μεσεγγύηση είχε εγγραφεί στα βιβλία κατασχέσεων της περιφέρειας του τόπου, όπου βρίσκεται το ακίνητο. Η προϋπόθεση αυτή προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 721 και 715 § 3 ΚΠολΔ, η τελευταία από τις οποίες ορίζει ότι στη συντηρητική κατάσχεση ακινήτου, συνακόλουθα και στη δικαστική μεσεγγύησή του, η ακυρότητα που αναφέρεται στην § 1 (του άρθρου 715) ισχύει ως προς τους τρίτους μόνο αν, κατά το χρόνο της διάθεσης, είχε γίνει η εγγραφή της κατάσχεσης, επομένως και της δικαστικής μεσεγγύησης στο βιβλίο κατασχέσεων. Το γεγονός ότι στο άρθρο 727 δεν περιλήφθηκε στις συμ­πληρωματικώς εφαρμοστέες διατάξεις και η διάταξη του άρθρου 714 § 1 ΚΠολΔ, με την οποία ρητώς ορίζεται η εγγραφή της συντηρητικής κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, δεν υποδηλώνει βούληση του νομοθέτη για διαφοροποίηση ως προς τη δικαστική μεσεγγύηση, ενόψει της ρητής και αδιάστικτης παραπομπής από το άρθρο 727 σε όλες τις διατάξεις του άρθρου 715 (ΑΠ 1306/2006). Στην προκειμένη περίπτωση η ως άνω ένδικη αγωγή με το προαναφερθέν περιεχόμενό της, ως προς μεν το κεφάλαιο της εκκαλουμένης περί της καταχρηστικότητας, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, στην επιβολή της επίμαχης αναγκαστικής κατασχέσεως εκ μέρους του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου στο επίδικο ακίνητο, που συνέχεται με το τρίτο προβαλλόμενο αίτημά της, σύμφωνα και με τις προηγηθείσες οικείες νομικές σκέψεις, είναι νομικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον μόνο τα εκτιθέμενα παραπάνω πραγματικά περιστατικά στο ιστορικό αυτής (αγωγής) δεν αρκούν, για να καταστήσουν την εκποίηση, που έγινε με την προεκτεθείσα διοικητική εκτέλεση, καταχρηστική. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την …/2003 εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε, νόμιμη κατά το ανωτέρω αίτημά της, την ένδικη αγωγή και στη συνέχεια δέχτηκε αυτήν, εν μέρει, ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι η άσκηση του δικαιώματος κυριότητας του δευτέρου των εναγομένων και δευτέρου των εφεσιβλήτων, Γ.Κ., επί του κατασχεθέντος ακινήτου του, ασκήθηκε καταχρηστικά και εκ του λόγου τούτου κατέστη ανενεργό έναντι της ενάγουσας και ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων, υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Η υπό εκκαθάριση παλαιά Τράπεζα ...»), και κατά συνέπεια και η αναγκαστική εκτέλεση που στηρίζεται σ' αυτό κατέστη ανενεργής και άκυρη, έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του ως άνω άρθρου 281 ΑΚ, γι’ αυτό και ο σχετικός λόγος έφεσης του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, πρέπει να γίνει δεκτός και συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη η έφεση του τελευταίου. Αντίθετα, όμως, η υπό κρίση αγωγή, σε σχέση με το προαναφερόμενο δεύτερο αίτημά της, με το οποίο, κατ’ ορθήν εκτίμηση, του περιεχομένου της, η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι η αναγκαστική κατάσχεση, εκ μέρους του πρώτου των εναγομένων Ελληνικού Δημοσίου, στο ως άνω επίδικο ακίνητο του δευτέρου εναγομένου, οφειλέτη της Γ.Κ., ήταν άκυρη έναντι αυτής (ενάγουσας),για το λόγο ότι το Ελληνικό Δημόσιο, όπως και οποιοσδήποτε υπερθεματιστής ήθελε αναδειχθεί από τον πλειστηριασμό που θα επακολουθούσε την κατάσχεση αυτή, θα δεσμευόταν από το δεδικασμένο που παράγεται από την υπ’ αριθ. προαναφερθείσα …/1998 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο εναγόμενος ... είχε καταδικασθεί σε δήλωση βουλήσεως για να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στην ενάγουσα Τράπεζα, καθώς και να αποδώσει πραγματικά αυτό στην ίδια, ήταν νόμιμη. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως του ότι η εκκαλουμένη, απέρριψε εσφαλμένα ως μη νόμιμο το αίτημα, με την αιτιολογία ότι δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής η διάγνωση της υποχρέωσης του εναγομένου να εφαρμοστεί δεδικασμένο που πηγάζει από υπάρχουσα τελεσίδικη απόφαση, και ναι μεν η ενάγουσα και εκκαλούσα δεν είχε επικαλεσθεί, ότι είχε σωρεύσει στην αγωγή για την καταδίκη σε δήλωση βούλησης, κατ' άρθρο 69 § 1 περ. δ' και ε' ΚΠολΔ, και διεκδικητική αγωγή, ώστε να επεκτείνεται το δεδικασμένο της απόφασης και στο πρώτο εναγόμενο και πρώτο των εφεσιβλήτων Ελληνικό Δημόσιο για το λόγο αυτό, σε κάθε, όμως, περίπτωση, για τη νομική βασιμότητα της αγωγής της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 325 αριθ. 2, 715, 721, 725, 727 ΚΠολΔ και 175 ΑΚ, είχε επικαλεσθεί με αυτήν (αγωγή), ότι πριν την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης, στις 22.3.2001, είχε εγγραφεί στις 19.12.2000 στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Νέας Ερυθραίας στον τόμο … και αριθ. … η υπ’ αριθ. …/1991 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε διαταχθεί με αίτησή της η δικαστική μεσεγγύηση του επιδίκου.

Συνεπώς, ο νόμιμα προβαλλόμενος σχετικός δεύτερος λόγος έφεσης της εκκαλούσας υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Η υπό εκκαθάριση παλαιά Τράπεζα ...»), πρέπει να γίνει δεκτός και συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και η έφεση της τελευταίας, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το ανωτέρω κεφάλαιό της που κρίθηκε νόμιμο, και να εξετασθεί η ένδικη αγωγή, ως προς το αντίστοιχο δεύτερο αίτημά της, και από ουσιαστική άποψη. (…).

Με βάση, επομένως, τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα και με τις προηγηθείσες σχετικές νομικές σκέψεις, εφόσον δυνάμει της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. …/1991 αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε στη δίκη μεταξύ της ενάγουσας Τράπεζας και του δευτέρου των εναγομένων, Γ.Κ., το επίδικο ακίνητο τέθηκε υπό δικαστική μεσεγγύηση με μεσεγγυούχο την ενάγουσα Τράπεζα, και η απόφαση αυτή, μάλιστα, ενεγράφη, πριν από την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης του ως άνω ακινήτου, νομίμως στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Ν. Ερυθραίας (τόμος …, αριθμός …), η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης εκ μέρους του πρώτου των εναγομένων Ελληνικού Δημοσίου, αποβαίνει έναντι της ενάγουσας Τράπεζας, καθώς και έναντι οποιουδήποτε έλκει από αυτή δικαιώματα, ανενεργός, και, κατ’ ακολουθία, πράξη άκυρη, καθόσον το υπέρ της πρώτης δεδικασμένο από την υπ’ αριθ. …/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, για την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως του οφειλέτη της και δεύτερου των εναγομένων Γ.Κ., προς μεταβίβαση του επιδίκου ακινήτου στην ίδια (ενάγουσα Τράπεζα), δεσμεύει και το τρίτο, επίσης δανειστή του οφειλέτη της, και πρώτο των εναγομένων Ελληνικό Δημόσιο, δοθέντος ότι τις νόμιμες προϋποθέσεις για μια τέτοια δέσμευση, αφενός έχει διαλάβει στην αγωγή της, αφετέρου αποδείχθηκε, όπως προεκτέθηκε και η ουσιαστική βασιμότητα της συνδρομής τους, και συγκεκριμένα έχει επικαλεστεί στο αγωγικό δικόγραφο, και έχει αποδειχθεί, ότι είχε μεταγράψει νομότυπα στα βιβλία κατασχέσεων του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου την απόφαση για τη δικαστική μεσεγγύηση του επιδίκου, πριν από την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Εξάλλου, η δικαστική μεσεγγύηση, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες οικείες νομικές σκέψεις, συνεπάγεται, ως συνέπεια, την απαγόρευση διαθέσεως, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 725, 727 σε συνδυασμό με άρθρο 715 § 1 ΚΠολΔ, για τον οφειλέτη, που καταλαμβάνει και την εκποίηση που συντελείται μέσω αναγκαστικής κατασχέσεως και αναγκαστικού πλειστηριασμού, ενώ σύμφωνα με τα άρθρα 175 και 176 ΑΚ καθιστά άκυρη τη διάθεση του πράγματος που έγινε παρά την επιβολή της. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, ως βάσιμη και κατ' ουσία, κατά το δεύτερο αίτημά της, και να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη, έναντι της ενάγουσας Τράπεζας, η επιβληθείσα με την υπ’ αριθ. …/22.3.2001 έκθεση, αναγκαστική κατάσχεση, εκ μέρους του πρώτου εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, στο επίδικο ακίνητο (ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία), του δευτέρου εναγομένου, οφειλέτη της Γ.Κ., που βρίσκεται στην ... και στη συμβολή των οδών ..., συνολικής έκτασης 296 τ.μ., αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο. 


ΣΧΟΛΙΟ

Δικαστική μεσεγγύηση και επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης από τρίτο δανειστή – Τα όρια της δέσμευσης του επισπεύδοντος από τη δικαστική μεσεγγύηση

 

Ι. Σύντομο ιστορικό 

 

Η υπό κρίση εκτενής απόφαση του Ακυρωτικού έχει ενδιαφέρον τόσο από άποψη πραγματικών περιστατικών όσο και νομικών ζητημάτων. Εν προκειμένω, η υπό εκκαθάριση τέως Τράπεζα Κρήτης κατόπιν άσκησης αγωγής σε βάρος του Γ.Κ. που είχε αγοράσει πολυτελή κατοικία με τα τεράστια χρηματικά ποσά που είχε υπεξαιρέσει από τα ταμεία της, κατάφερε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση να καταδικαστεί ο τελευταίας σε δήλωση βουλήσεως για να της μεταβιβάσει το εν λόγω ακίνητο. Ήδη, το ακίνητο είχε τεθεί σε δικαστική μεσεγγύηση με μεσεγγυούχο την ενάγουσα Τράπεζα, δυνάμει απόφασης ασφαλιστικών μέτρων. Οι εκπρόσωποι της Τράπεζας προσήλθαν στην αρμόδια ΔΟΥ για να τακτοποιήσουν το φόρο μεταβιβάσεως του ακινήτου, αλλά όταν ο φόρος καταβλήθηκε στην ΔΟΥ Κηφισίας, αυτή είχε ήδη επιβάλει προηγουμένως αναγκαστική κατάσχεση στο ίδιο ακίνητο, με σκοπό να ικανοποιηθεί απαίτηση του Δημοσίου κατά του εναγομένου. Η Τράπεζα με ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ, κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Γ.Κ., αιτήθηκε να ακυρωθεί η ως άνω αναγκαστική κατάσχεση, όπως το πρόγραμμα πλειστηριασμού. Ο πλειστηριασμός έλαβε εν τέλει χώρα και η Τράπεζα άσκησε και ανακοπή κατά του κύρους του πλειστηριασμού, που απορρίφθηκε τελεσίδικα1 και αμετάκλητα2

 

Στο πλαίσιο της σχολιαζόμενης απόφασης, η ένδικη διαφορά άρχισε με την αναγνωριστική αγωγή της Τράπεζας3, όπου η τελευταία ζητούσε να αναγνωρισθεί, ότι η αναγκαστική κατάσχεση, εκ μέρους του πρώτου εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, στο ως άνω επίδικο ακίνητο του δεύτερου εναγομένου, οφειλέτη της, ήταν άκυρη έναντι της ίδιας, για τους ακόλουθους λόγους, ήτοι: πρώτον, διότι αποτελεί ανεπίτρεπτη διάθεση λόγω της προϋφιστάμενης δικαστικής μεσεγγυήσεως επί του ακινήτου, δεύτερον, διότι το Ελληνικό Δημόσιο, όπως και οποιοσδήποτε υπερθεματιστής αναδειχθεί από τον πλειστηριασμό που θα επακολουθήσει την κατάσχεση αυτή, δεσμεύεται από το δεδικασμένο που παράγεται από την ως άνω αμετάκλητη απόφαση περί καταδίκης σε δήλωση βούλησης, και τρίτον, διότι η ευχέρεια διάθεσης του δικαιώματος κυριότητας του οφειλέτη επί του κατασχεθέντος ακινήτου, η οποία γίνεται μέσω του επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό αυτού Δημοσίου, ασκείται καταχρηστικά. Με άλλα λόγια, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα Τράπεζα, ζήτησε να αναγνωριστεί ως άκυρη έναντι αυτής η αναγκαστική κατάσχεση, την οποία επέβαλε το εναγόμενο - αναιρεσίβλητο Δημόσιο, για το λόγο ότι αυτή (αναιρεσείουσα) ήδη είχε επιτύχει να διαταχθεί εις βάρος του οφειλέτη, επειδή είχε ενοχική αξίωση κατ’ αυτού για τη μεταβίβαση στην ίδια του ως άνω ακινήτου, το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης, που είχε ως συνέπεια την απαγόρευση υπέρ αυτής της διάθεσής του. Η υπόθεση έφτασε στο Ακυρωτικό και ενόψει του ότι επρόκειτο για δεύτερη αναίρεση στην ίδια υπόθεση, την κράτησε το ίδιο προς ουσιαστική εκδίκαση. Ακολουθεί μια κριτική αποτίμηση των ερμηνευτικών λύσεων που ακολούθησε το Ανώτατο Δικαστήριο στα δυσχερή ζητήματα που ανέκυψαν, αφού προηγηθεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή ως προς την διαμόρφωση του ασφαλιστικού μέτρου της δικαστικής μεσεγγύησης.

 

ΙΙ. Η λειτουργική φύση της δικαστικής μεσεγγύησης στην ιστορική της εξέλιξη
 

Η δικαστική μεσεγγύηση αποσκοπεί στη διασφάλιση των μη χρηματικών απαιτήσεων (άρθρα 725-727 ΚΠολΔ). Συγκεκριμένα, δύναται να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο κινητών ή ακινήτων ή ομάδας πραγμάτων ή επιχείρησης, αν υφίσταται διαφορά σχετική με την κυριότητα, τη νομή ή την κατοχή ή οποιαδήποτε άλλη διαφορά σχετική με αυτά ή αν κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου δύναται να ζητηθεί μεσεγγύηση4. Στο προηγούμενο δίκαιο στο πλαίσιο της ΠολΔικ του Maurer τον ρόλο της δικαστικής μεσεγγύησης του ΚΠολΔ αναλάμβανε η λεγόμενη «συντηρητική κατάσχεσις επί σκοπώ διεκδικήσεως»5. Ενώ τότε επικράτησε η άποψη υπέρ του επιτρεπτού της αναγκαστικής κατάσχεσης των συντηρητικώς κατασχεθέντων6, αναφερόταν, ωστόσο, αποκλειστικά στο επιτρεπτό της αναγκαστικής κατάσχεσης επί επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης για την εξασφάλιση της ικανοποίησης χρηματικής απαίτησης και όχι «συντηρητικής κατάσχεσης επί σκοπώ διεκδικήσεως»7. Αντίθετα, για την τελευταία τονιζόταν, ότι πρόκειται για μέτρο «συντηρητικόν ως έχον σκοπόν την διατήρησιν του υπό του δικαιούχου διεκδικουμένου πράγματος προς απόδοσιν αυτώ εν καιρώ» που «δεν άγει εις πλειστηριασμόν»8. Συνεπώς, στο προηγούμενο δίκαιο θέμα αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου, που τελούσε υπό συντηρητική κατάσχεση «επί σκοπώ διεκδικήσεως», δεν είχε τεθεί. Λόγω της νομοθετικής μετάλλαξης του θεσμού αυτού από μορφή συντηρητικής κατασχέσεως στο ιδιαίτερο ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης9 στο πλαίσιο του ΚΠολΔ, η ρύθμισή του επιχειρήθηκε κατά μεγάλο μέρος με την παραπομπή σε διατάξεις της συντηρητικής κατασχέσεως. Μια ρύθμιση όμως που χαρακτηρίστηκε ατυχής10 για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω (υπό ΙΙΙ). 

 

Όπως και στην περίπτωση της «συντηρητικής κατασχέσεως επί σκοπώ διεκδικήσεως» της ΠολΔικ του Maurer, και υπό τον ΚΠολΔ ο σκοπός της δικαστικής μεσεγγυήσεως συνίσταται στην παροχή προσωρινής προστασίας επί των μη χρηματικών απαιτήσεων, με την υλική και νομική δέσμευση αντικειμένων, για τα οποία ερίζουν οι διάδικοι, ώστε, όταν η σχετική αξίωση εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, να εξασφαλισθεί η αυτούσια ικανοποίηση της αξιώσεως του δανειστή που την επέβαλε για την παράδοση ή απόδοσή τους11. Η δέσμευση του υπό δικαστική μεσεγγύηση αντικειμένου με την απαγόρευση διάθεσής του επί ποινή αυτοδίκαιης ακυρότητας υπέρ εκείνου που τη ζήτησε (άρθρο 727 σε συνδ. με 715) εκπληρώνει το νομοθετικό σκοπό της επιβολής της. Και στο πλαίσιο του ΚΠολΔ, υφίσταται διαφοροποίηση μεταξύ της συντηρητικής κατάσχεσης και της δικαστικής μεσεγγύησης που αντικατέστησε «τη συντηρητική κατάσχεση επί σκοπώ διεκδικήσεως». Ειδικότερα, η δικαστική μεσεγγύηση διατάσσεται για την εξασφάλιση μη χρηματικών απαιτήσεων, δεσμεύοντας προσωρινά το πράγμα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μελλοντική άμεση αναγκαστική εκτέλεση για την παράδοση ή απόδοση αυτούσιου του δεσμευμένου πράγματος, ενώ η συντηρητική κατάσχεση, διατάσσεται για την εξασφάλιση χρηματικών απαιτήσεων (άρθρα 723, 724 ΚΠολΔ), αποβλέποντας στην εκποίηση με πλειστηριασμό του κατασχεθέντος αντικειμένου, μετά την τροπή της σε κατάσχεση αναγκαστική (άρθρο 722 § 1 ΚΠολΔ) για την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησης του δανειστή που την επέβαλε από το προϊόν του πλειστηριασμού (βλ. άρθρο 723)12
 

Απεναντίας, η δικαστική μεσεγγύηση με την απαγόρευση διαθέσεως που καθιερώνει, αποσκοπεί στη διάσωση του υπό δικαστική μεσεγγύηση αντικειμένου13. Μάλιστα, η γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 725 § 1 ΚΠολΔ ως προς το πεδίο εφαρμογής της δικαστικής μεσεγγυήσεως, είναι ευρύτερη σε σχέση με την αντίστοιχη νομοθετική διάταξη στο προηγούμενο δίκαιο14, καθώς πλέον γίνεται λόγος για «οποιαδήποτε άλλη διαφορά», αποσκοπώντας να προστατεύσει, τόσο τις αξιώσεις με εμπράγματο χαρακτήρα, όσο και τις ενοχικές15. Συνακόλουθα, και την ενοχική αξίωση για τη μεταβίβαση της κυριότητας πράγματος, για την οποία καταρτίσθηκε προσύμφωνο, ώστε να εξασφαλισθεί η μελλοντική άμεση αναγκαστική εκτέλεση16

 

ΙΙΙ. Η θέση του Ακυρωτικού ως προς το ζήτημα, αν η δικαστική μεσεγγύηση αποκλείει ή επιτρέπει την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης
 

Το ζήτημα, αν είναι δυνατή η επιβολή αναγκαστικής ή συντηρητικής κατάσχεσης σε αντικείμενο που τελεί ήδη υπό δικαστική μεσεγγύηση είναι αμφισβητούμενο. Η σχετική προβληματική προκλήθηκε λόγω της παραπομπής του άρθρου 727 ΚΠολΔ σε δύο διατάξεις της συντηρητικής κατάσχεσης, ήτοι του άρθρου 715 § 1, που απαγορεύει τη διάθεση των συντηρητικά κατασχεμένων πραγμάτων και του άρθρου 721, που επιτρέπει την επιβολή συντηρητικής ή αναγκαστικής κατάσχεσης των συντηρητικά κατασχεθέντων πραγμάτων. Η δικαστηριακή πρακτική φαίνεται να επιλύει την σύγκρουση μεταξύ δικαστικής μεσεγγύησης και αναγκαστικής κατάσχεσης υπέρ της δεύτερης, με επιχειρήματα αντλούμενα, αφενός από την έννοια της απαγορευμένης διάθεσης σύμφωνα με το άρθρ. 715 § 1 και αφετέρου από την ευθεία εφαρμογή του άρθρ. 721 στη δικαστική μεσεγγύηση17. Συγκεκριμένα, η υπ’ αριθ. 1306/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου18 δέχθηκε τα εξής: «Επομένως, σύμφωνα με την πιο πάνω κατά παραπομπή νομοθέτηση, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που ζήτησε τη δικαστική μεσεγγύηση η διάθεση των μεσεγγυημένων πραγμάτων, από εκείνον σε βάρος του οποίου διατάχθηκε το ασφαλιστικό αυτό μέτρο. Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 715 § 1 εδ. α ΚΠολΔ, που είναι παρόμοια με τις διατάξεις των άρθρων 958 § 1 και 997 § 1 εδ. α ΚΠολΔ, η διάθεση είναι έννοια ευρύτερη της απαλλοτριώσεως και περιλαμβάνει οποιαδήποτε μεταβίβαση, σύσταση, επιβάρυνση και γενικώς νομική μεταβολή του πράγματος ή δικαιώματος που συντηρητικώς κατασχέθηκε ή τέθηκε υπό δικαστική μεσεγγύηση. Και ναι μεν με δικαιοπρακτική διάθεση εξομοιώνεται και αυτή που πραγματοποιείται από το δανειστή με αναγκαστική κατάσχεση και πλειστηριασμό. Όμως, από τη ρητή παραπομπή του άρθρου 727 ΚΠολΔ στο άρθρο 721 ίδιου Κώδικα σαφώς προκύπτει, ότι αναγκαστική κατάσχεση μπορεί να επιβληθεί και σε αντικείμενα τα οποία έχουν ήδη τεθεί υπό δικαστική μεσεγγύηση. Έτσι, η δικαστική μεσεγγύηση ακινήτου δεν αποκλείει, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, την αναγκαστική κατάσχεση του ακινήτου αυτού και τις συνακόλουθες βέβαια πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, όπως την κατασχετήρια έκθεση, τον πλειστηριασμό του ακινήτου και την κατακύρωσή του, των οποίων έτσι το κύρος δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη της δικαστικής μεσεγγύησης και επομένως αυτές δεν μπορούν να προσβληθούν για ακυρότητα». 

 

Απεναντίας, στην θεωρία, κατά μια άποψη γίνεται δεκτό, ότι το άρθρ. 715 § 1 απαγορεύει μόνο τις διαθέσεις που συντελούνται με τη βούληση του οφειλέτη, ήτοι τις εκούσιες και όχι τις αναγκαστικές, δηλαδή όσες επέρχονται από το νόμο ή με δικαστική απόφαση19. Η θέση αυτή κατά την άποψη αυτή ενισχύεται από την παραπομπή του άρθρ. 727 στη ρύθμιση του άρθρ. 721, κατά την οποία, η δικαστική μεσεγγύηση δεν αποκλείει, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, την αναγκαστική κατάσχεση του πράγματος από άλλο δανειστή του καθ’ ου το ασφαλιστικό μέτρο, ούτε μπορεί να παρεμποδίζεται η διενέργεια των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας και εν τέλει ο εκπλειστηριασμός του υπό μεσεγγύηση πράγματος. Το κύρος των πράξεων αυτών δεν θίγεται από τη δικαστική μεσεγγύηση, ώστε να γεννάται λόγος ακύρωσής τους από τον καθ’ ου, ενώ και ο δανειστής που επέβαλε αυτήν δεν μπορεί να προσβάλει τον πλειστηριασμό με την ανακοπή του άρθρ. 936 § 1 περ. β. Διότι, η διάταξη αυτή παρέχει μεν στον τρίτο το δικαίωμα να ακυρώσει την κατάσχεση, όταν υπέρ αυτού ισχύει είτε βάσει νόμου, είτε δικαστικής απόφασης η απαγόρευση διάθεσης του κατασχεθέντος, ο κανόνας όμως αυτός δεν ισχύει στη δικαστική μεσεγγύηση, καθόσον σε αυτήν, η επιβαλλόμενη από το νόμο απαγόρευση της διάθεσης του πράγματος, καταλαμβάνει μόνο τις εκούσιες και όχι τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις (όπως η αναγκαστική κατάσχεση)20

 

Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, η απαγόρευση που εισάγεται στο άρθρ. 715 § 1 ΚΠολΔ ισχύει για όλες τις διαθέσεις είτε στηρίζονται στη βούληση του οφειλέτη, είτε συντελούνται δυνάμει νόμου ή δικαστικής απόφασης21. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής γίνεται επίκληση του ότι μετά την εγγραφή της συντηρητικής κατάσχεσης δεν αντιτάσσεται έναντι του συντηρητικώς κατασχόντος η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή η μεταγραφή τίτλου μεταβιβαστικού της κυριότητας, ακόμα και αν αποκτήθηκε πριν τη συντηρητική κατάσχεση22. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση του άρθρ. 949 ΚΠολΔ, καθόσον η μεταγραφή της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, που καταδίκασε τον οφειλέτη σε δήλωση βούλησης, μετά όμως την έναρξη των απαγορεύσεων των άρθρ. 958 και 997 ΚΠολΔ, δεν αντιτάσσεται έναντι του κατασχόντος δανειστή23. Σύμφωνα με την ίδια ως άνω άποψη, η δικαστική μεσεγγύηση, δεν αποσκοπεί στην ρευστοποίηση του δεσμευμένου πράγματος προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, όπως στην περίπτωση της συντηρητικής κατάσχεσης, αλλά στην απόδοσή του στον δικαιούχο, όταν αποκτήσει εκτελεστό τίτλο. Οι διατάξεις, λοιπόν, της συντηρητικής κατάσχεσης, στις οποίες παραπέμπει το άρθρ. 727 μόνον αναλογικά δύνανται να εφαρμοστούν, προσαρμοσμένες μάλιστα στην ιδιομορφία της δικαστικής μεσεγγύησης και τούτο ισχύει ιδίως για την διάταξη του άρθρ. 721, υπό την έννοια, ότι επιτρέπεται η επιβολή δεύτερης δικαστικής μεσεγγύησης ή η μεταγραφή τίτλου μεταβιβαστικού της κυριότητας του δεσμευμένου πράγματος από άλλο δανειστή του καθ’ ου24. Αντίθετα, δεν είναι δυνατή η ευθεία εφαρμογή του άρθρ. 721 § 1 στην δικαστική μεσεγγύηση, αφού η αναγκαστική κατάσχεση και η εκπλειστηρίαση του υπό δικαστική μεσεγγύηση πράγματος ματαιώνει τον σκοπό του ασφαλιστικού μέτρου και αφήνει εντελώς απροστάτευτο τον υπέρ ου η δικαστική μεσεγγύηση, ιδίως όταν αυτός είναι δανειστής ενοχικής απαίτησης, όπως κατεξοχήν συμβαίνει στην περίπτωση της αξίωσης για καταδίκη σε δήλωση βούλησης που απασχόλησε την υπό κρίση υπόθεση. Επισημάνθηκε, λοιπόν, ότι οι διατάξεις των άρθρ. 715 § 1 και 721 τελούν στην περίπτωση της δικαστικής μεσεγγύησης σε αξιολογική αντινομία, διότι η φύση και ο σκοπός της είναι ασυμβίβαστος προς κάθε είδους απαλλοτρίωση του δεσμευμένου πράγματος, όπως η αναγκαστική κατάσχεση που οδηγεί κατ’ ανάγκη σε πλειστηριασμό και σε αδυναμία αυτούσιας ικανοποιήσεως του δικαιώματος του υπερού η δικαστική μεσεγγύηση, πράξεις, που για το λόγο αυτό, δεν μπορούν να θεωρούνται έγκυρες25. Επιπλέον, η κατά γράμμα μεταφορά στη δικαστική μεσεγγύηση της διατάξεως του άρθρου 721, που επιτρέπει την αναγκαστική κατάσχεση πράγματος το οποίο έχει κατασχεθεί συντηρητικώς, θα ερχόταν και σε σύγκρουση και με τη δικαιοπολιτική βάση του άρθρου 936. Και τούτο, καθόσον κατά το σκοπό της διάταξης αυτής, πρέπει να προστατεύονται τα δικαιώματα τρίτων στο αντικείμενο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ακόμη και όταν αυτά εμφανίζονται με τη μορφή του δικαιώματος να επικαλεσθούν οι τρίτοι την υπέρ αυτών απαγόρευση διαθέσεως26.

 

Η πρώτη άποψη27 αποδέχεται μεν την επισήμανση της δεύτερης άποψης28, ότι η αναγκαστική κατάσχεση και ο πλειστηριασμός του υπό δικαστική μεσεγγύηση πράγματος μπορούν να απενεργοποιήσουν τις συνέπειες της δικαστικής μεσεγγύησης και να περιάγουν το διάδικο, υπέρ του οποίου διατάχθηκε, σε δυσμενή θέση, καθόσον ο τελευταίος δεν θα μπορεί να συμμετάσχει στη διανομή του πλειστηριάσματος με αναγγελία της απαίτησής του. Αποδέχεται επίσης και το επιχείρημα, ότι με το επιτρεπτό της αναγκαστικής κατάσχεσης ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος ο οφειλέτης να δημιουργήσει πλασματικά χρέη, ώστε να ματαιώσει την ενέργεια της δικαστικής μεσεγγύησης, καθώς και να ικανοποιήσει τους δανειστές του με την εκπλειστηρίαση πράγματος που ενδεχομένως ανήκει στον υπέρ ου το ασφαλιστικό μέτρο29. Ωστόσο, στο σημείο αυτό, η πρώτη άποψη αντιτάσσει, ότι η αποδοχή της δεύτερης άποψης, θα δημιουργούσε προνόμιο υπέρ του δανειστή που πέτυχε τη δικαστική μεσεγγύηση έναντι των άλλων δανειστών του οφειλέτη, οι οποίοι, μάλιστα, μετά από επίπονο δικαστικό αγώνα, έχουν αποκτήσει εκτελεστό τίτλο για την απαίτησή τους30. Κατά την άποψη αυτή, η δικαστική μεσεγγύηση δεν προδικάζει όμως την έκβαση της κύριας δίκης ούτε πρέπει να προσδίδει προνόμιο στο δανειστή που την επέβαλε31. Όπως η δικαστική μεσεγγύηση, που επιβλήθηκε μετά την αναγκαστική κατάσχεση, δεν είναι ικανή να αποτρέψει την εξέλιξη της εκτελεστικής διαδικασίας, έτσι και η δικαστική μεσεγγύηση δεν δύναται να εμποδίσει την μεταγενεστέρως επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση και την εκπλειστηρίαση του πράγματος32. Εξάλλου η απαγόρευση της αναγκαστικής κατάσχεσης θα ελλόχευε τον κίνδυνο δημιουργίας εκ μέρους του οφειλέτη εικονικών διαφορών ως προς το ακίνητό του ή σύναψης εικονικών προσυμφώνων, προκειμένου να τεθεί υπό δικαστική μεσεγγύηση και να το καταστήσει έτσι απροσπέλαστο έναντι άλλων δανειστών του33. Διαφορετικά, υποστηρίζει, ότι θα έπρεπε να είναι εξίσου αδύνατη η μεταγραφή της απόφασης, που αναγνώρισε τελεσίδικα ως κύριο του υπό δικαστική μεσεγγύηση ακινήτου πρόσωπο διαφορετικό από τον υπέρ ου το ασφαλιστικό μέτρο. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί, όμως, να αποκλεισθεί, αφού και η αντίθετη άποψη αναγνωρίζει στον τρίτο, που διεκδικεί για τον εαυτό του το υπό δικαστική μεσεγγύηση πράγμα, να παρέμβει στη σχετική δίκη, αιτούμενος την υπέρ αυτού μεσεγγύησή του, ενώ εάν δεν παρέμβει, προστατεύεται με την ανακοπή του άρθρ. 93634.
 

Η πρώτη άποψη καταλήγει στο ότι αποδοχή της ακυρότητας της αναγκαστικής κατάσχεσης αποκλειστικά στην περίπτωση της δικαστικής μεσεγγύησης, θα υπερέβαινε το σκοπό της προσωρινής δέσμευσης που προκαλεί το εν λόγω ασφαλιστικό μέτρο, ενώ ο δανειστής που πέτυχε τη δικαστική μεσεγγύηση δεν μένει εντελώς απροστάτευτος. Αν στην κύρια δίκη ως δικαιούχος του πράγματος αναγνωρισθεί ο καθ’ ου το ασφαλιστικό μέτρο, τότε αυτό ανακαλείται υποχρεωτικά (άρθρ. 698 περιπτ. α), ενώ η αναγκαστική κατάσχεση που επιβλήθηκε στο πράγμα από άλλο δανειστή του παραμένει ανεπηρέαστη35. Αν, αντίθετα, στην κύρια δίκη ως κύριος του πράγματος αναγνωρισθεί ο διάδικος υπέρ του οποίου διατάχθηκε η δικαστική μεσεγγύηση, τότε ο τελευταίος δικαιούται να προσβάλει την αναγκαστική κατάσχεση με την ανακοπή τρίτου όχι όμως, επειδή κατά το χρόνο της αναγκαστικής κατάσχεσης του πράγματος έλλειπε από τον καθ’ ου η εξουσία διάθεσης, συνεπεία της μεσεγγύησης (άρθρ. 936 § 1 περ. γ΄), αλλά ως τρίτος κύριος του πράγματος (άρθρ. 936 § 1 περ. α΄ ή 1020)36.
 

Την άποψη αυτή επικύρωσε και η προπαρατεθείσα υπ’ αριθ. 1306/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου37 αποδεχόμενη, ότι η επιβολή δικαστικής μεσεγγυήσεως σε πράγμα για τη διασφάλιση απαιτήσεως προς μεταβίβαση της κυριότητος δεν εμποδίζει τη μεταγενέστερη αναγκαστική κατάσχεση του πράγματος εκ μέρους άλλου δανειστή. Το Ανώτατο Δικαστήριο υπογράμμισε, ότι το ασφαλιστικό μέτρο αποβλέπει να αποτρέψει την οικειοθελή περαιτέρω διάθεση του μεσεγγυημένου πράγματος από τον οφειλέτη και όχι να δημιουργήσει προνόμιο38 υπέρ εκείνου που ζήτησε το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγυήσεως. Τούτο θα ίσχυε, αν η δικαστική μεσεγγύηση παρεμπόδιζε την αναγκαστική κατάσχεση. Όμως ο δανειστής της μη χρηματικής απαιτήσεως δεν μπορεί να βρίσκεται σε προνομιακή θέση έναντι άλλων δανειστών οι οποίοι και αυτοί έχουν κατά του ίδιου οφειλέτη ποιοτικώς μεν διάφορες (χρηματικές), αλλά, πάντως, απαιτήσεις. Όπως βεβαίως διαπιστώνει το ίδιο το Ακυρωτικό, ουδόλως προστατεύεται ο δανειστής, ο οποίος για την εξασφάλιση της ενοχικής του απαίτησης για τη μεταβίβαση κυριότητος πράγματος έχει επιτύχει τη δικαστική μεσεγγύηση και με τον τρόπο αυτό το ασφαλιστικό μέτρο αχρηστεύεται39. Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Άρειος Πάγος προσπάθησε να αμβλύνει τη θέση του αυτή μέσω της δεσμεύσεως του τρίτου από τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου40. Έτσι, αν σε σχέση με αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως ο δικαιούχος είχε πετύχει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της δικαστικής μεσεγγυήσεως, τότε επέρχεται δέσμευση του τρίτου, ήτοι του υπερθεματιστή, όπως θα εκτεθεί ευθύς κατωτέρω.
 

ΙV. Άμβλυνση της θέσης περί επιτρεπτού της αναγκαστικής κατάσχεσης με αποδοχή της δέσμευσης του τρίτου από τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου σε σχέση με την αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως

Όπως είναι γνωστό, η ενοχικής φύσεως αξίωση για την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ οδηγεί σε απόφαση καταψηφιστική, εμπεριέχουσα πλάσμα που καλύπτει όμως μόνο τη δήλωση βουλήσεως και όχι τη δικαιοπραξία. Στην περίπτωση λοιπόν ακινήτου, ο ενάγων υποχρεούται να προβεί σε συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής της δηλώσεως βουλήσεως του εναγομένου (369 ΑΚ) και να μεταγράψει την τελεσίδικη απόφαση που περιλαμβάνει την καταδίκη και τη δήλωση αποδοχής του41. Ωστόσο, αν στη διάρκεια της όλης διαδικασίας για την κτήση της κυριότητας ακινήτου από τον ενάγοντα, μεσολαβήσει μεταβίβαση του ακινήτου σε τρίτο, το πλάσμα που εμπεριέχεται στην απόφαση του άρθρου 949 δεν είναι ικανό να προστατεύσει τον ενάγοντα με το να επιτρέψει την εκτέλεση κατά του τρίτου. Και τούτο, καθόσον το δεδικασμένο της αποφάσεως εκ του άρθρου 949 έχει ως αντικείμενο μόνο την ύπαρξη της ενοχικής υποχρέωσης του εναγομένου να προβεί στη δήλωση βουλήσεως και δεν σχετίζεται με τον δικαιούχο του πράγματος. Συνακόλουθα, ο τρίτος που αποκτά το ακίνητο δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικός διάδοχος με την έννοια των άρθρων 919 αριθ. 1 και 325 αριθ. 242


 Σύμφωνα με το άρθρο 919 αριθ. 1 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται, όταν πρόκειται για δικαστικές αποφάσεις, υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά εκείνων που έγιναν διάδοχοι των διαδίκων όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της. Η ήδη αναφερθείσα υπ’ αριθ. 1306/ 2006 απόφαση του Αρείου Πάγου δέχτηκε, ότι από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων συνάγεται, ότι στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής το δεδικασμένο ισχύει και η εκτελεστότητα υφίσταται έναντι του διαδόχου, είτε πρόκειται περί εμπραγμάτων είτε περί ενοχικών δικαιωμάτων43. Η δέσμευση, όμως, αφορά το επίδικο δικαίωμα και μόνο εκείνου που διαδέχεται επ’ αυτού τον διάδικο. Συνακόλουθα, αν έχει ασκηθεί ενοχική αγωγή με αντικείμενο τη μεταβίβαση της κυριότητας πράγματος, επίδικο είναι το ενοχικό δικαίωμα και όχι το ίδιο το πράγμα, ενώ δεσμεύεται ο διάδικος σ΄ αυτό το δικαίωμα και όχι ο αποκτών την κυριότητα του πράγματος από έναν των διαδίκων. Τέτοιας φύσης ενοχικής είναι και η αγωγή εκ του άρθρου 949 ΚΠολΔ, για την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως. Ακόμα και αν στην αγωγή αυτή σωρεύεται αίτημα για την εκπλήρωση της υπό κατάρτιση σύμβασης και συνακόλουθα η απόφαση περιέχει καταδίκη και σε παράδοση του πράγματος, το από την απόφαση αυτή δεδικασμένο δεν ισχύει και εναντίον του τρίτου που απέκτησε το πράγμα κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας της εκ του άρθρου 949 ΚΠολΔ δίκης. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή ο τρίτος είναι ειδικός διάδοχος του οφειλέτη που νικήθηκε, αλλά μόνο ως προς το δικαίωμα κυριότητας στο ακίνητο που όμως δεν ήταν επίδικο, καθόσον επίδικη ήταν μόνο η αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου για την καταδίκη του σε δήλωση βουλήσεως, ως προς την οποία ο τρίτος δεν είναι ειδικός διάδοχος44
 

Ωστόσο, αν στην αγωγή για την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως είχε σωρευτεί, κατ’ άρθρο 69 § 1 περ. δ΄ και ε΄ ΚΠολΔ, και διεκδικητική αγωγή (άρθρο 1094 ΑΚ) τότε επεκτείνεται το δεδικασμένο της απόφασης και στον τρίτο45, αφού τότε επίδικο καθίσταται το ίδιο το δικαίωμα της κυριότητας στο ακίνητο. Το ίδιο ισχύει και όταν ο δικαιούχος της κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως, είχε επιτύχει το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγύησης του πράγματος, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι κατά το χρόνο της διαθέσεως, η απόφαση για την θέση του πράγματος υπό δικαστική μεσεγγύηση είχε εγγραφεί στα βιβλία κατασχέσεων της περιφέρειας του τόπου, όπου βρίσκεται το ακίνητο. Η προϋπόθεση αυτή προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 721 και 715 § 3 ΚΠολΔ, η τελευταία εκ των οποίων ορίζει ότι στη συντηρητική κατάσχεση ακινήτου, συνακόλουθα και στη δικαστική μεσεγγύησή του, η ακυρότητα που αναφέρεται στην § 1 του άρθρου 715 ισχύει ως προς τους τρίτους μόνο αν κατά το χρόνο της διάθεσης είχε γίνει η εγγραφή της κατάσχεσης, επομένως και της δικαστικής μεσεγγύησης στο βιβλίο κατασχέσεων. Πριν από την τροποποίηση του άρθρου 727 ΚΠολΔ, γινόταν δεκτό, ότι το γεγονός και μόνο, ότι στο άρθρο αυτό δεν περιλήφθηκε στις συμπληρωματικώς εφαρμοστέες διατάξεις και η διάταξη του άρθρου 714 § 1 ΚΠολΔ που ορίζει την εγγραφή της συντηρητικής κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, δεν υποδηλώνει βούληση του νομοθέτη για διαφοροποίηση ως προς τη δικαστική μεσεγγύηση, ενόψει της ρητής παραπομπής από το άρθρο 727 σε όλες τις διατάξεις του άρθρου 71546

Συμπλέοντας, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δέχτηκε, με την υπ’ αριθ. 17/2009 απόφασή της, ότι «…από τις διατάξεις, αυτές, οι οποίες, κατά ρητή παραπομπή του νομοθέτη (άρθρο 727 ΚΠολΔ), τυγχάνουν εφαρμογής και επί δικαστικής μεσεγγύησης, που αντικατέστησε «τη συντηρητική κατάσχεση επί σκοπώ διεκδικήσεως» του προϊσχύσαντος δικαίου, συνάγεται ότι με αυτές, τίθεται, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών, ως προϋπόθεση ισχύος, ως προς τους τρίτους, της ακυρότητας διάθεσης (η οποία είναι έννοια ευρύτερη της απαλλοτρίωσης και περιλαμβάνει οποιαδήποτε μεταβίβαση, σύσταση, επιβάρυνση και γενικώς νομική μεταβολή) των πραγμάτων που τέθηκαν υπό δικαστική μεσεγγύηση, η εγγραφή της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η θέση του πράγματος υπό μεσεγγύηση στα βιβλία κατασχέσεων της περιφέρειας του τόπου, όπου βρίσκεται το ακίνητο, κατά τον χρόνο της διάθεσης»47.

 

Πλέον, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 727 ΚΠολΔ με το άρθρο πέμπτο του άρθρου 1 του ν. 4335/ 2015 ορίζεται πλέον ρητά, ότι εφαρμοστέα στη δικαστική μεσεγγύηση τυγχάνουν και τα άρθρα 713 και 714 για την επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης ακινήτων με απλή επίδοση προς τον τρίτο της απόφασης που διέταξε την κατάσχεσή τους. Εν προκειμένω, στην σχολιαζόμενη απόφαση, το Ακυρωτικό παραπέμπει στην προγενέστερη ρύθμιση του άρθρου 727 ΚΠολΔ προ της τροποποίησής του με το ν. 4335/2015, που δεν παρέπεμπε ρητά στο άρθρο 714 § 1 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται και η επίδοση της απόφασης στον τρίτο και στις δημόσιες αρχές που τηρούν τα βιβλία κατασχέσεων για ακίνητα, όπως ρυθμίζεται το ζήτημα αυτό στο άρθρο 715, όπου παραπέμπει το άρθρο 727 ΚΠολΔ48

 

Σε εφαρμογή των ανωτέρω, στην σχολιαζόμενη απόφαση, ο Άρειος Πάγος έκρινε, ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, αποβαίνει έναντι της ενάγουσας Τράπεζας, ανενεργός, και, κατ’ ακολουθία πράξη άκυρη, καθόσον το υπέρ της Τράπεζας δεδικασμένο για την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως του οφειλέτη της προς μεταβίβαση του επιδίκου ακινήτου στην ίδια, δεσμεύει και τον τρίτο, δοθέντος ότι τις νόμιμες προϋποθέσεις για μια τέτοια δέσμευση, αφενός έχει διαλάβει στην αγωγή της, αφετέρου είχε μεταγράψει νομότυπα στα βιβλία κατασχέσεων του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου την απόφαση για τη δικαστική μεσεγγύηση του ακινήτου, πριν από την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Συνακόλουθα, η δικαστική μεσεγγύηση συνεπάγεται την απαγόρευση διάθεσης για τον οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης και της εκποίησης που συντελείται μέσω αναγκαστικής κατάσχεσης και πλειστηριασμού βάσει των άρθρων 725, 727 και 715 § 1 ΚΠολΔ, ενώ άκυρη καθίσταται η διάθεση του πράγματος που έγινε παρά την επιβολή της βάσει των ΑΚ 175 και 176.

 

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

Δικηγόρου, Δ.Ν. (Heidelberg)


1. Ως προς το ιστορικό της εν λόγω υπόθεσης βλ. εκτός από την σχολιαζόμενη απόφαση και την γνωμοδότηση της Γέσιου-Φαλτσή, Απαγόρευση κατασχέσεως ακινήτων που τελούν υπό δικαστική μεσεγγύηση, ΕλλΔνη 2005. 1384 επ.

2. Βλ. ΑΠ 1306/2006, ΧρΙδΔ 2007. 230 επ.

3. Δεδομένου ότι με το άρθρο 74 § 1 εδ. α του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974) παρέχεται στον τρίτο δικαίωμα ανακοπής κατά της διοικητικής εκτέλεσης και μετά την περάτωσή της (άρθρο 74 § 2 του ΚΕΔΕ) μόνο όταν προσβάλλεται δικαίωμα κυριότητάς του επί του αντικειμένου της εκτέλεσης (κινητού ή ακινήτου), όχι δε και όταν συντρέχουν οι λοιπές περιστάσεις του άρθρου 936 ΚΠολΔ, ο τρίτος, προβάλλοντας άλλο (πλην της κυριότητας) δικαίωμά του επί του αντικειμένου της εκτέλεσης κατά του οφειλέτη (καθού η εκτέλεση) έχει τη δυνατότητα δικαστικής προστασίας όχι με ανακοπή, αλλά με αγωγή προκειμένου να ικανοποιηθεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας (ενδεικτικά βλ. ΑΠ 819/1998 ΑΠ 1791/2008· ΑΠ 1306/2006· ΑΠ 819/1998). Το ως άνω ν.δ. καταργήθηκε με το άρθρο 85 § 5 του νέου ΚΕΔΕ, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4978/2022. Στο άρθρο 66 του νέου ΚΕΔΕ (ν. 4978/2022) οι σχετικές προβλέψεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 66 με πανομοιότυπη διατύπωση. 

4. Η δικαστική μεσεγγύηση συνεπάγεται την παράδοση στον μεσεγγυούχο, δυνάμει δικαστικής απόφασης, του εριζόμενου πράγματος, κινητού ή ακινήτου, για την εξασφάλιση των επ` αυτού αμφισβητούμενων δικαιωμάτων ενός ή περισσότερων προσώπων, ώστε να εξασφαλισθεί η αναγκαστική εκτέλεση για την παράδοση ή απόδοσή τους, βλ. αντί πολλών Κεραμέα/Κον­δύλη/Νίκα(-Κράνη), ΚΠολΔ2, (2020), άρθρο 725 αριθ. 1. 

5. Βλ. Οικονομόπουλο, Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας V (1957), σ. 510. 

6. Το επιχείρημα ήταν, ότι η κατάσχεση αυτή δεν προκαλεί βλάβη στον συντηρητικώς κατασχόντα, αφού ο τελευταίος διατηρεί το δικαίωμα της αναγγελίας και της κατάταξης υπό όρον, βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Απαγόρευση κατασχέσεως ακινήτων, ό.π., 1387.

7. Βλ. ΑΠ 306/1904, Θέμις ΙΣΤ΄(1905-1906). 83· ΑΠ 458/ 1905, Θέμις ΙΖ΄(1906-1907). 492.

8. Ενδεικτικά βλ. ΑΠ 75/1963, ΝοΒ 11(1963). 747 (748). Πρβλ. και Ορφανίδη, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση (2004), σ. 406 επ.

9. Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα (1985), σ. 223.

10. Ορφανίδης, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών, ό.π., σ. 410. Βλ. και Γέσιου-Φαλτσή, Απαγόρευση κατασχέσεως ακινήτων, ό.π., σ. 1386.

11. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΚΠολΔ2, άρθρ. 725 αριθ. 1.

12. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Απαγόρευση κατασχέσεως ακινήτων, ό.π., σ. 1387.

13. Βλ. Ορφανίδη, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών, ό.π., σ. 407 επ.

14. Ως προς τη συζήτηση κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ, βλ. Ράμμο και Οικονομόπουλο, ΣχΠολΔ V, σ. 510, καθώς και ΠρΑνΕπ (1967). 354.

15. Παμπούκης/Κεραμεύς, Γνωμοδότηση, Δ 1973. 574 επ. Βλ. και Ορφανίδη, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών, ό.π., σ. 407· 

16. Βλ. ενδεικτικά Ποδηματά, Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως (1989), σ. 221-222, με περαιτέρω παραπομπές.

17. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση ως ασφαλιστικό μέτρο κατά τον ΚΠολΔ (2010), σ. 240.

18. Βλ. ΑΠ 1306/2006, ΧρΙδΔ 2007. 230 επ.

19. Βλ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, ό.π., σ. 240.

20. Ibid.

21. Βλ. Ορφανίδη, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών, ό.π., σ. 406 επ. Στην ίδια κατεύθυνση και η Ποδηματά, Συρροή δικαστικής μεσεγγυήσεως (ασφαλίζουσας αξίωση για δήλωση βουλήσεως) και μεταγενέστερης συντηρητικής κατασχέσεως επί του μεσεγγυημένου πράγματος, Μελέτες ιστορίας, μεθοδολογίας και δογματικής του δικονομικού δικαίου (2019), σ. 939, 941.

22. Βλ. Ορφανίδη, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών, ό.π., σ. 409 επ.

23. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Απαγόρευση κατασχέσεως ακινήτων, ό.π., σ. 1390 επ. 

24. Βλ. Ορφανίδη, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών, ό.π., σ. 412.

25. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Απαγόρευση κατασχέσεως ακινήτων, ό.π., σ. 1392. 

26. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Απαγόρευση κατασχέσεως ακινήτων, σ. 1389 επ. 

27. Βλ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, ό.π., σ. 250 επ.

28. Ορφανίδη, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών, ό.π., σ. 410 επ.· Γέσιου-Φαλτσή, Απαγόρευση κατασχέσεως ακινήτων ό.π., σ. 1386 επ.

29. Ορφανίδη, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών, ό.π., σ. 410 επ.· Γέσιου-Φαλτσή, Απαγόρευση κατασχέσεως ακινήτων ό.π., σ. 1386 επ.

30. Βλ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, ό.π., σ. 254.

31. Βλ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, ό.π., σ. 255.

32. Βλ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, ό.π., σ. 256.

33. Βλ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, ό.π., σ. 255.

34. Βλ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, ό.π., σ. 256.

35. Βλ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, ό.π., σ. 257.

36. Βλ. Πίψου, Δικαστική μεσεγγύηση, ό.π., σ. 257.

37. Βλ. ΑΠ 1306/2006, ΧρΙδΔ 2007. 230 επ.

38. Η Ποδηματά, Συρροή δικαστικής μεσεγγυήσεως, ό.π., σ. 939, 942 ορθώς επισημαίνει, ότι δεν πρόκειται περί προνομίου αλλά για την ακριβή εφαρμογή της αρχής της πρόληψης. 

39. Βλ. Ορφανίδη, Η προσωρινή διαταγή κατ’ άρθρο 691 § 2 ΚΠολΔ (με αφορμή την υπ’ αριθ. 557/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου), ΕΠολΔ 2011. 155 επ. (175).

40. Βλ. Ορφανίδη, Η προσωρινή διαταγή κατ’ άρθρο 691 § 2 ΚΠολΔ, σ. 175.

41. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Απαγόρευση κατασχέσεως ακινήτων, ό.π., σ. 1390.

42. Ποδηματά, Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, (1989), σ. 212 επ.

43. Βλ. για τα θέματα αυτά, αναλυτικά Κολοτούρο, Υπερχειλείς εκφάνσεις του δεδικασμένου, ΕλλΔνη 2005. 975 επ.

44. Βλ. για τις σκέψεις αυτές ΑΠ 1306/2006, ΧρΙΔ 2007, 230 επ. Βλ. ως προς τη νομολογία αυτή Καστανίδη, Το σύστημα των πολλαπλών κατασχέσεων κατά τον ΚΠολΔ. Σε συγκριτική θεώρηση προς τις ρυθμίσεις του ΚΕΔΕ, του ΚΙΝΔ και του ν.δ. 17.7/13.8/ 1923, (2025), σ. 390 επ.

45. Βλ. όμως Ποδηματά, Συρροή δικαστικής μεσεγγυήσεως, ό.π., σ. 939, 943, που δεν αποδέχεται την θέση αυτή, καθόσον και στην περίπτωση αυτή η διάταξη της απόφασης που αποδέχεται το εμπράγματο σκέλος της αγωγής για την αναγνώριση της κυριότητας του δανειστή και την καταδίκη του οφειλέτη στην παράδοση του ακινήτου κατ’ ΑΚ 1094 τελεί υπό τον όρο όχι μόνο της καταδίκης του οφειλέτη στην δήλωση βούλησης, αλλά και της προηγούμενης συμβολαιογραφικής δήλωσης αποδοχής εκ μέρους του δανειστή και της μεταγραφής της απόφασης. Η πλήρωση όμως του όρου της μεταγραφής ματαιώνεται, αν άλλος ειδικός διάδοχος του οφειλέτη είχε ήδη μεταγράψει τον τίτλο του επί του μεταβιβαστέου ακινήτου πριν από την μεταγραφή της απόφασης και της δήλωσης αποδοχής κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ. Για τον λόγο αυτό η συγγραφέας καταλήγει στο ότι η δικαστική μεσεγγύηση αποτελεί την μοναδική δικονομική λύση για την διασφάλιση της αυτούσιας ικανοποίησης της αξίωσης προς δήλωση βούλησης.

46. Βλ. ΑΠ 1306/2006, ΧρΙδΔ 2007. 230 επ.

47. Βλ. ΟλΑΠ 17/2009, ΕφΑΔ 2009. 983 = ΕλλΔνη 2009. 997.

48. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης),ΚΠολΔ2, (2020), άρθρο 727· Μαργαρίτη/Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ2 (2018), άρθρο 727 αριθ. 2.