Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 253/2025, με σχόλιο «Διατυπώσεις νομιμότητας για την συμμετοχή πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης σε απεργία, που προκηρύχθηκε από τριτοβάθμια», Μ. Μ. Τσίπρα
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών
(Τμήμα Εργατικών Διαφορών)
Αριθ. 253/2025
Δικαστής: Δ. Ιωσηφίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικηγόροι: Σ. Αλεξανδρίδου, δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ, Γ. Ξυνογαλάς
Διατυπώσεις νομιμότητας για την συμμετοχή πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης σε απεργία, που προκηρύχθηκε από τριτοβάθμια- Προσωπικό Ασφαλείας.
Σύμφωνα με το άρθρο 23 § 2 του Συντάγματος, η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για την διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 19 § 1 ν. 1264/1982 η απεργία αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων που ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (α) ως μέσο για την διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους αυτούς σκοπούς και (β) ως εκδήλωση αλληλεγγύης εργαζομένων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων που εξαρτώνται από πολυεθνικές εταιρείες προς εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή στην έδρα της ίδιας πολυεθνικής εταιρείας, και εφόσον η έκβαση της απεργίας των τελευταίων θα έχει άμεσες επιπτώσεις στα οικονομικά ή εργασιακά συμφέροντα των πρώτων. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι η απεργία, δηλαδή η συμφωνημένη συλλογική διακοπή της εργασίας των μισθωτών, είτε ορισμένου επαγγελματικού κλάδου, είτε ορισμένης επιχείρησης ή τμήματος αυτής, αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για την διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων. Η άσκηση, ωστόσο, του δικαιώματος αυτού δεν είναι ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 25 § 3 του Συντάγματος, κατά το οποίο δεν επιτρέπεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 27/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι το δικαίωμα της απεργίας έχει και διάσταση ιδιωτικού δικαίου, αφού η άσκησή του εντάσσεται στα πλαίσια εννόμων σχέσεων-συμβάσεων εργασίας του ιδιωτικού δικαίου, παρέχεται και η δικαστική προστασία από το άρθρο 281 ΑΚ, προκειμένου να οριοθετηθεί η άσκηση του δικαιώματος. Έτσι, το δικαστήριο, εκτός από την συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος ότι πρέπει να τηρηθούν για τη νομότυπη άσκηση του δικαιώματος αυτού, ελέγχει και αν το ως άνω δικαίωμα έχει ασκηθεί κατά τρόπο που υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η δε προφανής υπέρβαση έστω και ενός από τα όρια - φραγμούς που έχουν τεθεί στην άσκηση όλων των δικαιωμάτων καθιστά την απεργία καταχρηστική και επομένως παράνομη (ΑΠ 858/2015, ΑΠ 543/ 2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κρίσιμα στοιχεία για την διαπίστωση της υπέρβασης των ορίων αυτών, η οποία καθιστά την απεργία καταχρηστική, είναι μεταξύ άλλων η στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των απεργών και του εργοδότη, το μέγεθος των ζημιογόνων συνεπειών, τις οποίες προκαλεί στον εργοδότη και το κοινωνικό σύνολο σε συνδυασμό με τη μορφή και την διάρκειά της, η έκταση της προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων τρίτων και η προφανής ή μη δυσαναλογία μεταξύ της ζημίας της επιχείρησης και της αναμενόμενης ωφέλειας των απεργών (ΑΠ 858/2015, ΑΠ 543/2013, ΑΠ 468/ 2012, ΜΕφΘ 857/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 20, 21 και 30 § 8 περ. α΄ ν. 1264/1982 και 3 ν. 2224/1994, όπως αυτά ισχύουν, τα οποία ρυθμίζουν τον τρόπο νόμιμης άσκησης του δικαιώματος της απεργίας, συνάγεται ότι το δικαίωμα της απεργίας των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, στα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, ως τέτοιων νοούμενων, πλην άλλων, και των επιχειρήσεων μεταφοράς προσώπων και αγαθών από την ξηρά τη θάλασσα και τον αέρα (άρθρο 19 § 2 περίπτωση ε' του ν. 1264/1982), ασκείται, νόμιμα, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις: (α) Έχουν παρέλθει τέσσερις πλήρεις ημέρες από τη γνωστοποίηση των αιτημάτων της απεργίας και των λόγων που τα θεμελιώνουν, με έγγραφο που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή, στον εργοδότη, στο Υπουργείο που ασκεί τη σχετική εποπτεία της επιχείρησης και στο Υπουργείο Εργασίας, (β) Δεν επιτρέπεται η άσκηση του δικαιώματος στην απεργία χωρίς να έχει προηγουμένως καθοριστεί το «προσωπικό ασφαλείας» και, όπου απαιτείται, το «προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας» ή, στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχει καθοριστεί αυτό συμβατικά, χωρίς να τεθεί πραγματικά στη διάθεση του εργοδότη το προσωπικό αυτό, υποκείμενο στο διευθυντικό του δικαίωμα, με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία. Το προσωπικό αυτό, που παρέχει τις υπηρεσίες του υπό τις οδηγίες του εργοδότη, πρέπει να γνωστοποιηθεί στον εργοδότη από τη συνδικαλιστική οργάνωση, πριν την έναρξη της απεργίας, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 21 του ν. 1264/1982 (ΜΕφΑθ 2072/ 2023, ΜΕφΑθ 1569/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και γ) Έχει, προηγουμένως, προσκληθεί ο εργοδότης με έγγραφο, κοινοποιούμενο με δικαστικό επιμελητή, σε δημόσιο διάλογο για τα αιτήματα της απεργίας που διεξάγεται υπό τη διεύθυνση μεσολαβητή, εντός 48 ωρών από την κοινοποίηση της πρόσκλησης, στην οποία πρέπει, απαραιτήτως, να ορίζεται ο τόπος και ο χρόνος της συνάντησης. Περαιτέρω, η απεργία που κηρύσσεται από τριτοβάθμια οργάνωση καλύπτει όλους τους μισθωτούς που εκπροσωπεί, επομένως και τους εργαζομένους των κοινωφελών και των υπό κοινωνικοποίηση επιχειρήσεων. Αρα σε περίπτωση απεργίας που κηρύχθηκε από τριτοβάθμια οργάνωση, οι υποκείμενες οργανώσεις μετέχουν σ' αυτήν χωρίς να απαιτείται και ιδιαίτερη απόφαση των οργάνων τους, περί κηρύξεως απεργίας (ΜΕφΑθ 188/2025 αδημ., ΜΕφΑθ 3791/2024, ΜΕφΘ 84/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης και, αν οι οργανώσεις αυτές είναι ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης, η απεργία κηρύσσεται με απόφαση του ΔΣ, εκτός αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά (άρθρο 20 § 1 εδ. α΄ και γ΄ ν. 1264/1982). Η γενική συνέλευση, όμως, μπορεί να εξουσιοδοτεί το Δ.Σ. για τη διεξαγωγή και τις λεπτομέρειες του απεργιακού αγώνα, δηλαδή για τον καθορισμό του χρόνου έναρξης, διάρκειας, διακοπής, αναστολής, λήξης κτλ. της απεργίας (ΑΠ 543/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, τα ενάγοντα με την υπό κρίση αγωγή τους, ισχυρίζονται ότι η εναγόμενη τυγχάνει πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, μέλη της οποίας είναι οι ελεγκτές της εναέριας κυκλοφορίας Ελλάδος, οι οποίοι τυγχάνουν δημόσιοι υπάλληλοι υπαγόμενοι στην δεύτερη ενάγουσα (…).Ότι το ΔΣ αυτής, με το υπ’ αριθ. πρωτ. …/2.4.2025 έγγραφό του, απευθυνόμενο προς τον διοικητή της ΥΠΑ, κάλεσε τα μέλη του να συμμετάσχουν στην 24ωρη απεργία, που έχει κηρύξει η ΑΔΕΔΥ για την Τετάρτη, 9.4.2025, από ώρα 00:01 έως 23:59, με το πλαίσιο αιτημάτων της ΑΔΕΔΥ, γνωστοποιώντας παράλληλα ότι θέτει στη διάθεση της δεύτερης ενάγουσας το προσωπικό ασφαλείας και ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, τα ενάγοντα ζητούν, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτουν στην αγωγή, 1) να αναγνωριστεί ότι η εξαγγελθείσα από την εναγόμενη συμμετοχή, διά των νομίμων εκπροσώπων της, στην προαναφερθείσα απεργία της ΑΔΕΔΥ είναι παράνομη και καταχρηστική, 2) να απαγορευθεί στην εναγόμενη η πραγματοποίηση της εν λόγω απεργίας, άλλως να υποχρεωθεί η εναγόμενη στη διακοπή της, 3) να διαταχθεί η απαγόρευση πραγματοποίησης στο μέλλον κάθε άλλης απεργιακής κινητοποίησης της εναγόμενης με τα ίδια αιτήματα, 4) να απειληθεί κατά της εναγόμενης χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, 5) να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί, 6) να επιτραπεί η επίδοση της απόφασης με δικαστικό επιμελητή και μετά την 7η μεσημβρινή και σε ημέρα Σάββατο ή Κυριακή, λόγω του κατεπείγοντος χαρακτήρα της υπόθεσης και 7) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους.
Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ' ύλη και κατά τόπον αρμόδιο, για να συζητηθεί κατά την προκειμένη διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών (22 § 4 του ν. 1234/1982, όπως ισχύει, 614 αριθ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ), είναι δε ορισμένη (111 § 2, 118 αριθ. 4, 216 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ) και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 23 § 2 και 25 § 3 του Συντάγματος, 19, 20, 21 και 22 του ν. 1264/1982 (όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον ν. 4808/ 2021), 95 §§ 2, 3 του ν. 4808/2021, 281 ΑΚ, καθώς και 68, 70, 125, 176, 191 § 2, 907, 908 και 946 ΚΠολΔ, εκτός από 1) το δεύτερο επικουρικό αγωγικό αίτημα να υποχρεωθεί η εναγόμενη στη διακοπή της απεργίας, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιο γενική αξίωση για πράξη ή παράλειψη σε αυτές τις περιπτώσεις, το δε, δραστικό μέτρο της διακοπής της απεργίας δεν προβλέπεται ρητά, βάσει σχετικής νομοθετικής ρύθμισης (ΜΠρΑθ 246/2025, ΜΠρΑθ 145/2025 αδημ.), 2) το τρίτο αγωγικό αίτημα περί απαγόρευσης κάθε άλλης μελλοντικής απεργιακής κινητοποίησης από την εναγόμενη, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν, εκ των προτέρων, οι περιστάσεις υπό τις οποίες θα εξαγγελθεί απεργιακή κινητοποίηση από την εναγόμενη στο μέλλον, η, δε, νομιμότητα τυχόν σχετικής απεργίας θα κριθεί σε κάθε περίπτωση μετά την προσβολή της με το σχετικό ένδικο βοήθημα (ΕφΑθ 5010/2020 αδημ., ΕφΘ 1608/2000 Αρμ 2000. 1116) και 3) τα παρεπόμενα αιτήματα περί απειλής χρηματικής ποινής και κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής, που είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα ως προς το αναγνωριστικό αγωγικό αίτημα. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
(…) Η εναγόμενη είναι πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, μέλη της οποίας είναι ελεγκτές της εναέριας κυκλοφορίας Ελλάδος, οι οποίοι τυγχάνουν δημόσιοι υπάλληλοι και υπάγονται στην δεύτερη ενάγουσα (…). Ενόψει της κήρυξης γενικής πανελλαδικής απεργίας όλων των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα για τις 2.4.2025 από την ΑΔΕΔΥ, η εναγομένη δια του διοικητικού της συμβουλίου, με την από 2.4. 2025 σχετική εξώδικη δήλωσή της και κατόπιν γνωστοποίησης και κοινοποίησης των αιτημάτων της, απηύθυνε κάλεσμα στα μέλη της για συμμετοχή στην ως άνω 24ωρη απεργία, ορίστηκε δε ότι θα διατεθεί πραγματικά (…) προσωπικό ασφαλείας και ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας για την αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, οι οποίες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του ν. 1264/1982, όπως ισχύει σήμερα, και δη ότι α) οι εξαιρούμενες πτήσεις για την εξυπηρέτηση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου ορίζονται σε ΝΟΤΑΜ και αφορούν σε: Πτήσεις που υπερίπτανται του FIR Αθηνών, πτήσεις που μεταφέρουν Αρχηγούς Κρατών, Πρωθυπουργούς, πτήσεις της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας που μετέχουν σε επιχειρησιακές αποστολές και προγραμματισμένες ασκήσεις. Πτήσεις αεροσκαφών που αντιμετωπίζουν ασυνήθεις καταστάσεις ή διατελούν σε κατάσταση ανάγκης, νοσοκομειακές πτήσεις, πτήσεις ανθρωπιστικής βοήθειας και πτήσεις αεροσκαφών έρευνας και διάσωσης και β) το προσωπικό ασφαλείας και ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας που θα διατεθεί θα είναι οι αναφερόμενοι ονομαστικά εργαζόμενοι σε κάθε βάρδια για τον Πύργο Ελέγχου Αεροδρομίου Ελ. Βενιζέλος Τμήμα Γ, για τον Έλεγχο προσέγγισης Αθηνών Τμήμα Β, για τα Αεροδρόμια Ηρακλείου, Θεσσαλονίκης, Κέρκυρας, Ρόδου, Κω, Σαντορίνης, Μυκόνου, Αλεξανδρούπολης, Ιωαννίνων, Καβάλας, Μυτιλήνης, Σάμου, Χίου, Κεφαλονιάς, Ζακύνθου, Σκιάθου, Λήμνου, για το ΝΟΤΑΜ OFFICE και REPORTING OFFICE, για τη Διεύθυνση ΚΕΠΑΟ/ΜΑΚ και Δ17, για το Κέντρο Ελέγχου Περιοχής Αθηνών και Μακεδονίας ΚΕΠΑΘ. Τα ενάγοντα ισχυρίζονται ότι η συμμετοχή της εναγόμενης στην απεργία της ΑΔΕΔΥ είναι παράνομη, διότι: 1) εφόσον η εναγομένη δεν υπάγεται στην δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση ΟΣΥΠΑ ούτε στην τριτοβάθμια ΑΔΕΔΥ, προέβη σε αυτοτελή κήρυξη απεργίας (και όχι συμμετοχή σε απεργία) από αναρμόδιο όργανο, ήτοι από το Διοικητικό της Συμβούλιο αυτής, ενώ θα έπρεπε να λάβει χώρα από τη Γενική Συνέλευση αυτής κατά τη διάταξη του άρθρου 30 § 8β' ν. 1264/1982, 2) η εναγόμενη δεν προέβη στις γνωστοποιήσεις των αιτημάτων της απεργίας κατά τη διάταξη του άρθρου 30 § 8α' ν. 1264/ 1982 και δη με δικαστικό επιμελητή στους νόμιμους αποδέκτες, ήτοι στο Υπουργείο Εσωτερικών, στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και στο Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών και 3) η εναγόμενη δεν προσέφυγε προηγουμένως σε δημόσιο διάλογο κατά τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 ν. 2224/1994 (όπως αντικ. με το άρθρ. 94 του ν. 4808/2021). Οι ανωτέρω λόγοι είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον η προκήρυξη της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης καλύπτει όλους τους δημοσίους υπαλλήλους και για τη συμμετοχή των μελών της εναγόμενης στην απεργία που έχει κηρύξει η ΑΔΕΔΥ δεν απαιτείται απόφαση του αρμόδιου οργάνου της, ούτε η τήρηση εκ μέρους της εναγόμενης των υπολοίπων προϋποθέσεων κήρυξης της απεργίας, οι οποίες - πλην εκείνης περί προσωπικού ασφαλείας και ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας - αφορούν την τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, που είναι αυτή που έχει κηρύξει την απεργία (ΑΔΕΔΥ), κατά της οποίας, όμως, δεν στρέφεται η ένδικη αγωγή, ούτε ζητείται η αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα ή της καταχρηστικότητας καθεαυτής της κηρυχθείσας από την ίδια απεργίας (και η οποία άλλωστε δεν αποδεικνύεται ότι έχει αναγνωριστεί ως τέτοια, ήτοι παράνομη και καταχρηστική). Σε κάθε περίπτωση, η προαναφερόμενη εξώδικη γνωστοποίηση κοινοποιήθηκε στους αρμόδιους φορείς σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων πλήρων ημερών πριν από την ημερομηνία πραγματοποίησης της εξαγγελθείσας απεργίας. Περαιτέρω, τα ενάγοντα, με τον τέταρτο λόγο της αγωγής, ισχυρίζονται ότι η εναγόμενη δεν προέβη σε νόμιμη γνωστοποίηση του προσωπικού ασφαλείας και του προσωπικού ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, επειδή δεν προηγήθηκε συμφωνία μεταξύ των μερών, επειδή οι δραστηριότητες στις οποίες διατέθηκε το όποιο προσωπικό δεν καλύπτουν το ελάχιστο ποσοστό του συνήθους παρεχόμενου έργου της δεύτερης ενάγουσας (ΥΠΑ) για τις στοιχειώδεις ανάγκες του εγχώριου κοινωνικού συνόλου και επειδή δεν γνωστοποιήθηκαν ορισμένως οι εργαζόμενοι που θα παράσχουν τις υπηρεσίες αυτές. Ωστόσο, και ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος κατά το μέρος που θέτει ως αποκλειστική προϋπόθεση την προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας των άρθρων 21 ν. 1264/1982 και 3 ν. 2224/1994 και σε κάθε περίπτωση ως ουσία αβάσιμος. Ειδικότερα, πράγματι, στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε λήξει η ισχύς της υπ’ αριθ. 3/2022 διαιτητικής απόφασης του ΟΜΕΔ και είχε ανασταλεί η ισχύς της υπ’ αριθ. 3/2023 διαιτητικής απόφασης του ΟΜΕΔ (κατόπιν άσκησης έφεσης), και συνακόλουθα το ανωτέρω προσωπικό ασφαλείας και το προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, που γνωστοποιήθηκε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε καθοριστεί συμβατικά, πλην, όμως, εν προκειμένω εφαρμόζεται η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 10 περίπτωση β του άρθρου 21 ν. 1264/1982, σύμφωνα με την οποία παρέχεται η δυνατότητα στην εναγομένη να θέσει με ευθύνη της στη διάθεση του εργοδότη, δεύτερου ενάγοντος, πραγματικά, το προσωπικό ασφαλείας και το προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, δηλαδή το προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας, το οποίο υπόκειται στο διευθυντικό δικαίωμα του δεύτερου ενάγοντος ως εργοδότη. Εξάλλου, η ανωτέρω γνωστοποίηση δεν ήταν αόριστη, δεδομένου ότι το δεύτερο ενάγον, ως εργοδότης των αναφερομένων εργαζομένων, γνώριζε οπωσδήποτε τις ειδικότητές τους, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι το εν λόγω προσωπικό που γνωστοποιήθηκε, ονομαστικά ανά βάρδια και μονάδα, δεν κάλυπτε το 1/3 των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου της συνήθους παρεχόμενης υπηρεσίας. Τέλος, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του τα αιτήματα των μελών της εναγομένης, τα οποία ανάγονται αμιγώς στη διαφύλαξη των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των τελευταίων, τη διάρκεια της επίδικης απεργίας (24 ώρες) σε περίοδο που δεν υπάρχει αυξημένη τουριστική κίνηση και τα αντιτιθέμενα συμφέροντα απεργών και εργοδότη, άγεται στη δικανική πεποίθηση ότι η επίδικη απεργία, σε περίπτωση που θα είχε πραγματοποιηθεί, δεν θα είχε προκαλέσει επαχθείς και ζημιογόνες συνέπειες είτε στα ενάγοντα, είτε εν γένει στο κοινωνικό σύνολο. Επομένως, η κήρυξη της επίδικης απεργίας είναι σύμφωνη με τους διαγραφόμενους από τα άρθρα 25 § 3 Συντάγματος και 19 § 1 ν. 1264/ 1982 σκοπούς του δικαιώματος απεργίας, χωρίς να υπερβαίνει έστω και ένα από τα όρια -φραγμούς που έχουν τεθεί από το άρθρο 281 ΑΚ στην άσκηση όλων των δικαιωμάτων. Κατ’ επέκταση, η τυχόν συμμετοχή της εναγομένης στην εξαγγελθείσα απεργία δεν ελέγχεται ως καταχρηστική (βλ. μείζονα σκέψη της παρούσας), παρά τα περί αντιθέτου υποστηριζόμενα από τα ενάγοντα με τον τελευταίο πέμπτο λόγο της αγωγής τους, ο οποίος και πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. (…).
ΣΧΟΛΙΟ
Διατυπώσεις νομιμότητας για την συμμετοχή πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης σε απεργία, που προκηρύχθηκε από τριτοβάθμια.
Με την σχολιαζόμενη απόφαση απορρίφθηκε αγωγή του Δημοσίου και της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ), με την οποία ζητείτο να κηρυχθεί παράνομη η συμμετοχή Πρωτοβάθμιου Σωματείου εργαζομένων στην προκηρυχθείσα απεργία της τριτοβάθμιας, συνδικαλιστικής οργάνωσης δημοσίων υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ). Το βασικό ζήτημα, που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν, εάν σε περίπτωση συμμετοχής πρωτοβάθμιου σωματείου σε απεργιακή κινητοποίηση τριτοβάθμιας οργάνωσης απαιτείται να τηρηθούν εκ μέρους του όλες οι προβλεπόμενες από το άρθρ. 30 του ν. 1264/1982 προϋποθέσεις για την νομιμότητα της απεργίας. Ορθώς δε κατά την άποψή μας, η σχολιαζόμενη απόφαση διέκρινε μεταξύ της απεργιακής κινητοποίησης, που προκηρύσσεται αυτοτελώς από μια πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση και της απεργιακής κινητοποίησης, που συνιστά συμμετοχή του πρωτοβάθμιου σε ήδη προκηρυχθείσα από την τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, απεργιακή κινητοποίηση. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα, ότι, σε περίπτωση συμμετοχής σε ήδη προκηρυχθείσα απεργία, το πρωτοβάθμιο σωματείο δεν οφείλει να τηρήσει καμία εκ των ως άνω προϋποθέσεων, παρά μόνο να παρέχει προσωπικό ασφαλείας και ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας. Τυχόν δε ελάττωμα της απεργιακής κινητοποιήσεως (π.χ. έλλειψη δημοσίου διαλόγου, εμπρόθεσμης κοινοποίησης αιτημάτων κ.λπ.) μπορεί να κριθεί μόνο εφόσον αυτή προσβληθεί αυτοτελώς με αγωγή εις βάρος της τριτοβάθμιας οργανώσεως, υπενθυμίζοντας τον θεμελιώδη κανόνα, ότι η νομιμότητα κάθε απεργίας κρίνεται αυτοτελώς κατόπιν άσκησης αγωγής εις βάρος της οργανώσεως, που την προκήρυξε.
Η συλλογιστική δε της αποφάσεως εκκινεί από την εξίσου θεμελιακή παραδοχή, ότι οι τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις καλύπτουν καθολικά τους μισθωτούς, σκέψη, που φαίνεται να παγιώνεται σταδιακά στην νομολογία των Δικαστηρίων (με πιο πρόσφατη ΕφΑθ 188/ 2025), («(..) η απεργία, που κηρύσσεται από τριτοβάθμια οργάνωση καλύπτει όλους τους μισθωτούς, που εκπροσωπεί, επομένως και τους εργαζομένους των κοινωφελών και των υπό κοινωνικοποίηση επιχειρήσεων»). Αξίζει να επισημανθεί, ότι η καθολική κάλυψη των μισθωτών από την προκηρυσσόμενη απεργία της τριτοβάθμιας οργανώσεως έγινε δεκτή από την θεωρία, σχεδόν αμέσως μετά την θέσπιση του ν. 1264/1982, ακόμα και στην περίπτωση, που οι εργαζόμενοι δεν είναι μέλη κάποιας πρωτοβάθμιας οργάνωσης (Λ. Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος Β/ΙΙ, Απεργία και Δικαστική Επίλυση Διαφορών, 1984 σ. 929).
Συνεπεία αυτού, δεν απαιτείται για την νόμιμη συμμετοχή σε ήδη προκηρυχθείσα απεργία τριτοβάθμιας οργάνωσης, η λήψη απόφασης από την Γενική Συνέλευση της πρωτοβάθμιας (η οποία είναι κατά νόμο αρμόδια για την λήψη απόφασης για απεργία) αλλά αρκεί η γνωστοποίηση συμμετοχής, κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Περαιτέρω, δεν απαιτείται η πραγματοποίηση δημοσίου διαλόγου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρ. 3 § 1 του ν. 2224/1994, αφού η εν λόγω υποχρέωση βαρύνει την τριτοβάθμια οργάνωση, η οποία προέβη στην προκήρυξη της απεργίας, ή η γνωστοποίηση των αιτημάτων της απεργίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρ. 30 § 8 του ν. 1264/ 1982 ή η τήρηση οποιασδήποτε άλλης διατύπωσης, που τίθεται εκ του νόμου για την νομιμότητα της απεργίας.
Μοναδική υποχρέωση, η οποία βαρύνει την πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, είναι η διάθεση προσωπικού ασφαλείας και ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρ. 21 § 10 του ν. 1264/1982, αφού η συνδικαλιστική οργάνωση, που ασκεί το δικαίωμα στην απεργία, οφείλει να θέσει πραγματικά στην διάθεση του εργοδότη το προσωπικό ασφαλείας και ελάχιστης εγγυημένης λειτουργίας, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό αφενός της ασφάλεια των υποδομών και εγκαταστάσεων του εργοδότη και αφετέρου την ελάχιστη εγγυημένη λειτουργία, που επιβάλλει ο νόμος σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων.
ΜΑΡΙΑ ΜΑΓΔΑΛΙΝΗ ΤΣΙΠΡΑ
Δικηγόρος