ΑΠ 1354/2024
Άρειος Πάγος (Α2΄ Τμήμα)
Αριθ. 1354/2024
Προεδρεύων – Εισηγητής: Π. Βενιζελέας, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Α. Κουτσουλέλος, Ν. Κουλουρίδης
Αναγκαστική εκτέλεση. Αναγγελία σε πλειστηριασμό. Νομική φύση, περιεχόμενο, συνέπειες. Ανακοπή από τον οφειλέτη για την ακύρωση της αναγγελίας κατ’ άρθρ. 971 § 2 θεωρώντας ότι αρκεί το πλειστηρίασμα, ενώ στην πραγματικότητα δεν επαρκούσε και έπρεπε να συνταχθεί πίνακας κατάταξης. Η ανακοπή αυτή δεν θεωρείται ανακοπή του άρθρ. 979 ΚΠολΔ διότι δεν προσβάλλει τον πίνακα κατάταξης αλλά ανακοπή του αρθρ. 933 δορυφορούμενη με το αποτέλεσμα των άρθρων 971 § 2 & 979 ΚΠολΔ, που εμποδίζει τον υπάλληλο του πλειστηριασμού να διανείμει το πλειστηρίασμα (Άρθρ. 20 § 1 Σ, 6 ΕΣΔΑ, 933, 971, 972 & 979 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 εδ. α' της έχουσας την υπερνομοθετική ισχύ του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος και κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 «Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)», που υπογράφηκε στην Ρώμη στις 4.11.1950, οι οποίες ορίζουν αντιστοίχως ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει» και «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως» καθιερώνεται η προστασία του δικαιώματος κάθε ανθρώπου να διατυπώσει τις απόψεις του ενώπιον του δικαστηρίου και να τύχει έννομης δικαστικής προστασίας. Οι διατάξεις αυτές δεν αποκλείουν παράλληλα στον κοινό νομοθέτη, να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης (ΑΠ 140/2023), για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 3/2023), αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από τις εν λόγω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (ΑΠ 140/2023). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 972 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο και εφαρμόζεται και επί κατασχέσεως ακινήτου «1.Οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους. Η αναγγελία επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, και πρέπει να περιέχει α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, αν ο δανειστής που αναγγέλλει την απαίτησή του δεν κατοικεί μέσα στην περιφέρεια αυτή και β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται. Η αναγγελία πρέπει να επιδοθεί, το αργότερο, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό. Μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει να κατατεθούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση. Τα έξοδα της αναγγελίας βαρύνουν όποιον αναγγέλλεται. 2. Το κύρος της αναγγελίας δεν επηρεάζεται από την αναστολή ή τη ματαίωση του πλειστηριασμού. Αν η απαίτηση του δανειστή που αναγγέλλεται στηρίζεται σε τίτλο εκτελεστό, η αναγγελία έχει τα ίδια αποτελέσματα με την κατάσχεση». Η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με την μορφή της συμμετοχής του αναγγελόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του απ’ αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ (ΑΠ 111/2022, ΑΠ 69/2022, ΑΠ 519/2020). Ειδικότερα, η αναγγελία, δια της οποίας εξασφαλίζεται η συμμετοχή δανειστή του καθ' ου η αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ο οποίος δανειστής δεν μετείχε στη διαδικασία αυτή (ΑΠ 473/2020), αποτελεί εξώδικη επιθετική διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της κατάταξης και περιέχει ανακοίνωση της βούλησης του αναγγελλόμενου προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για τη συμμετοχή του στη διαδικασία της διανομής του πλειστηριάσματος (ΑΠ 69/2022, ΑΠ 519/2020, ΑΠ 473/2020), αποτελεί το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με την ανακοπή του κατά το άρθρο 971 § 2 ΚΠολΔ ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης ή με τις παρατηρήσεις τους κατά το άρθρο 974 ΚΠολΔ, οι οποίες είναι δυνατόν να αναφέρονται στο παραδεκτό και στο νόμω και ουσία βάσιμο της απαίτησης του αναγγελθέντος δανειστή (ΑΠ 111/2022, ΑΠ 1783/2001), αλλά και με την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν˙ με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε (ΑΠ 111/2022, ΑΠ 69/2022, ΑΠ 519/2020). Συνεπώς το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού της προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός εάν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση (ΑΠ 111/2022, ΑΠ 973/2020). Το ανωτέρω άρθρο προσδιορίζει μόνο την καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας για την επίδοση της αναγγελίας, χωρίς να ορίζει ρητά την έναρξη της προθεσμίας αυτής, αλλά από την όλη διάρθρωση του συστήματος της αναγκαστικής εκτέλεσης σαφώς συνάγεται ότι η αναγγελία μπορεί να γίνει και πριν τον πλειστηριασμό, από την επιβολή της κατάσχεσης, αφού η αναγγελία προϋποθέτει κατάσχεση και συνεπώς από την επιβολή της υφίσταται πλέον και η δυνατότητα αναγγελίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 971 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, «1. Αν το πλειστηρίασμα αρκεί για να ικανοποιηθούν εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού αφαιρέσει τα έξοδα της εκτέλεσης, τους ικανοποιεί την εικοστή ημέρα μετά τον πλειστηριασμό, ή και ενωρίτερα, αν συμφωνήσει εκείνος κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση. 2. Εκείνος κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση μπορεί να ανακόψει την αναγγελία μέχρι και την ημέρα της διανομής του πλειστηριάσματος, σύμφωνα με τα άρθρα 933 επ. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται χωρίς καθυστέρηση και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. 3. Αν εκείνος κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση ασκήσει ανακοπή, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 980 § 2 ως προς τους δανειστές των οποίων τις απαιτήσεις έχει προσβάλει με την ανακοπή», στην δε τελευταία αυτή διάταξη, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: «Αν κάποιος από τους δανειστές άσκησε ανακοπή, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν μπορεί να πληρώσει τους δανειστές των οποίων η κατάταξη προσβάλλεται με την ανακοπή. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή μπορεί, σε κάθε στάση της δίκης, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή, να διατάξει να γίνει η πληρωμή με εγγυοδοσία». Οι διατάξεις αυτές του άρθρου 971 ΚΠολΔ, αποσκοπούν στην ταχεία ικανοποίηση των απαιτήσεων του επισπεύδοντος την εκτέλεση και των αναγγελθέντων δανειστών, εφόσον καταβληθεί από τον υπερθεματιστή το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα και επαρκεί αυτό προς πλήρη κάλυψη των εξόδων εκτελέσεως και των απαιτήσεων αυτών, δίδεται δε η δυνατότητα μόνο στον καθ' ου η εκτέλεση, όχι δε και στον επισπεύδοντα την εκτέλεση ή στους άλλους αναγγελθέντες δανειστές, οι οποίοι δεν έχουν σχετικό έννομο συμφέρον, να ανακόψει την αναγγελία, η δε ανακοπή αυτή για την οποία γίνεται ρητή παραπομπή στο άρθρο 933 ΚΠολΔ, δηλαδή στην ανακοπή που ασκεί ο καθ' ου η εκτέλεση και αφορά την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, δορυφορείται με το προβλεπόμενο με το άρθρο 980 § 3 του ΚΠολΔ, και στην εκ του άρθρου 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης του εκπλειστηριάσματος, ανασταλτικό αποτέλεσμα, αφού ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφ' ότου του επιδοθεί η ανακοπή δεν μπορεί να ικανοποιήσει τον καθ’ ου η ανακοπή δανειστή. Οι λόγοι της ανακοπής, όπως σαφώς προκύπτει από την παραπομπή στο άρθρο 933 ΚΠολΔ, μπορούν να αφορούν τόσο στην απαίτηση, όσο και στην αναγγελία ως δικόγραφο και διαδικαστική πράξη, το δε αίτημά της εξαρτάται από την έννομη συνέπεια, την οποία επιδιώκει ο ανακόπτων με την άσκηση της ανακοπής και δεν συμπίπτει με το αίτημα της ανακοπής του άρθρου 979 ΚΠολΔ κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στο εκπλειστηρίασμα, ο οποίος πίνακας συντάσσεται όταν το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του επισπεύδοντος την εκτέλεση και των αναγγελθέντων δανειστών, την οποία ανακοπή έννομο συμφέρον να ασκήσει έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη ή το προνόμιο της απαίτησης εκείνου κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του και επιδιώκει την αποβολή του από τον πίνακα και την κατάταξη του ιδίου στη θέση του (ΑΠ 669/2022, ΑΠ 467/21, ΑΠ 1518/ 2018). Για την προθεσμία ανακοπής του ανωτέρω άρθρου 971 προβλέπεται ρητά μόνο η καταληκτική ημερομηνία της αφού ασκείται μέχρι και την ημέρα διανομής του εκπλειστηριάσματος, ενώ δεν ορίζεται η εναρκτήρια ημερομηνία της, η οποία όμως πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι η ημέρα του πλειστηριασμού, αφού η διάταξη αυτή αναφέρεται σε γενόμενο πλειστηριασμό. Βέβαια, εφ' όσον η αναγγελία όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να γίνει αμέσως μετά την κατάσχεση και πριν τον πλειστηριασμό, αυτή ως διαδικαστική πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης υπόκειται ευθέως και στην ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με την οποία μπορεί να ζητηθεί η ακύρωσή της και πριν τον πλειστηριασμό, εφ' όσον δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, τούτο δεν μπορεί να συμβεί ιδίως εάν η αναγγελλόμενη απαίτηση στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και τηρηθούν ως προς τα ακίνητα οι διατυπώσεις του άρθρου 1006 § 4 του ΚΠολΔ, οπότε αυτή έχει τα ίδια αποτελέσματα με την κατάσχεση. Από τη διάστρωση στις ανωτέρω διατάξεις των ανακοπών των άρθρων 933, 971 § 2 και 979 ΚΠολΔ συνάγεται ότι παραμένει αρρύθμιστο το ζήτημα, εάν μετά τον πλειστηριασμό ο καθ’ ου η εκτέλεση ασκήσει την εκ του άρθρου 971 § 2 ανακοπή θεωρώντας ότι αρκεί το εκπλειστηρίασμα, είτε από εσφαλμένη πληροφόρηση, είτε γιατί της άσκησης της ανακοπής του ακολούθησαν και άλλες αναγγελίες απαιτήσεων, αφού αυτές μπορούν να επιδοθούν μέχρι και 15 ημέρες μετά τον πλειστηριασμό, όπως προαναφέρθηκε και ακολούθως διαπιστωθεί ότι το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκεί και πρέπει να συνταχθεί πίνακας κατάταξης, οπότε η ανακοπή δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως ανακοπή του άρθρου 971 § 2, αφού το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκεί ούτε ως ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, αφού δεν έχει αίτημα μεταρρύθμισης του πίνακα κατάταξης. Στην περίπτωση αυτή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του ΚΠολΔ προς τις διατάξεις των άρθρων 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1α' της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι η ανακοπή αυτή, εφ' όσον δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του καθ' ου η εκτέλεση ανακόπτοντος να ακυρωθεί η αναγγελία, πρέπει να εκτιμηθεί ως ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, στην οποία ρητά παραπέμπει και το άρθρο 971 § 2 ΚΠολΔ, δορυφορούμενη όμως για την ταυτότητα του νομικού λόγου και με το προβλεπόμενο στο άρθρο 971 § 3 και 980 § 2 ανασταλτικό αποτέλεσμα, που εμποδίζει τον υπάλληλο του πλειστηριασμού να ικανοποιήσει την απαίτηση του καθ' ου η ανακοπή, διότι σε διαφορετική περίπτωση απόρριψης της ανακοπής, μόνο γιατί τελικά προέκυψε ότι το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκεί, χωρίς εξέταση των λόγων της, παραβιάζονται χωρίς να υπάρχουν λόγοι γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος οι ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, αφού με τον τρόπο αυτό καταλύεται το προστατευόμενο από τις διατάξεις αυτές ατομικό δικαίωμα του ανακόπτοντος για παροχή έννομης δικαστικής προστασίας, το οποίο μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με την κατ’ ουσίαν εξέταση των λόγων της ανακοπής του …».
Ν.Γ.Ν.