ΣυμβΠλΟλΑΠ 4/2024
Άρειος Πάγος (Πλήρης Ολομέλεια – σε Συμβούλιο)*
Αριθ. 4/2024
Πρόεδρος: Ι. Κλάπα-Χριστοδουλέα
Εισηγήτρια: Σ. Κουσουλού, Αρεοπαγίτης
Εισαγγελέας: Κ. Τζαβέλλας, Αντεισαγγελέας
Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών συνδέσεως κινητής τηλεφωνίας για το παρελθόν, εφάπαξ, για χρονικό διάστημα πέραν των δύο μηνών, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας. Επιπλέον, μη συμπερίληψη στο βούλευμα παραδοχών περί της ύπαρξης λόγων για την εξακολούθηση της άρσης του απορρήτου των επίμαχων τηλεφωνικών συνδέσεων για το πέραν του πρώτου διμήνου χρονικό διάστημα. Δέχεται την ασκηθείσα από τον Εισαγγελέα ΑΠ αναίρεση υπέρ του νόμου λόγω υπερβάσεως εξουσίας – Με αντίθετη μειοψηφία (Άρθρα 1, 2, 6, 8 ν. 5002/2022, 484 § 1 στ΄ ΚΠΔ)**.
(…) Επειδή, κατά το χρόνο τόσο της έκδοσης του προσβαλλόμενου** βουλεύματος (15.2.2024) όσο και της άσκησης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης (10.5.2024), ήταν σε ισχύ ο ν. 5002/ 2022 περί της «Διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλειας και προστασίας προσωπικών δεδομένων πολιτών» (Α΄ 228), σκοπός του οποίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτού: α) η θωράκιση και ο εκσυγχρονισμός της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της § 1 του άρθρου 19 του Συντάγματος, β) η βελτιστοποίηση της δράσης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, γ) η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών από λογισμικά παρακολούθησης, δ) η οργανική και λειτουργική αναβάθμιση του επιπέδου κυβερνοασφάλειας στη χώρα και ε) η αποτελεσματικότερη προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με την περ. α΄ του άρθρου 2, αντικείμενο του ως άνω νόμου αποτελεί, μεταξύ άλλων, η εξαντλητική ρύθμιση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Στο άρθρο 6 του ως άνω νόμου, υπό τον τίτλο «Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων», όπως τούτο ίσχυε κατά τον ως άνω χρόνο έκδοσης (15.2.2024) του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ήτοι μετά τη τροποποίησή του με το άρθρ. 44 του ν. 5046/ 2023 [ΦΕΚ Α΄ 137/29.7.2023], ορίζεται ότι: 1. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των ακόλουθων κακουργημάτων: «α) των Κεφαλαίων Πρώτου, περί προσβολών του δημοκρατικού πολιτεύματος, Δεύτερου, περί προσβολών της διεθνούς υπόστασης της χώρας, Τέταρτου, περί εγκλημάτων κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων, Έκτου, περί εγκλημάτων κατά της δημόσιας τάξης, Ένατου, περί εγκλημάτων σχετικά με το νόμισμα, άλλα μέσα πληρωμής και ένσημα, Δέκατου Έκτου, περί εγκλημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας, Δέκατου Όγδοου, περί εγκλημάτων κατά της προσωπικής ελευθερίας, Δέκατου Ένατου, περί εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, Εικοστού Δεύτερου, περί προσβολών ατομικού απορρήτου και επικοινωνίας, καθώς και των άρθρων 235, περί δωροληψίας υπαλλήλου, 236, περί δωροδοκίας υπαλλήλου, 237, περί δωροληψίας και δωροδοκίας δικαστικού λειτουργού, 264 περί εμπρησμού, 265 περί εμπρησμού σε δάση, 270 περί έκρηξης, 272 περί κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών, 290 περί επικίνδυνων παρεμβάσεων στην οδική συγκοινωνία, 291 περί επικίνδυνων παρεμβάσεων στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών, 299 περί ανθρωποκτονίας με δόλο, 374 περί διακεκριμένης κλοπής, 380 περί ληστείας, 385 περί εκβίασης, 386 περί απάτης και 386Α περί απάτης με υπολογιστή του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α΄ 95)», β) του Πρώτου Κεφαλαίου, περί προσβολών κατά της ακεραιότητας της χώρας, καθώς και των άρθρων 46, περί στάσης, 47, περί ομαδικής απείθειας, 140, περί αποσφράγισης, υπεξαγωγής εγγράφων ή άλλων αντικειμένων και 144, περί μετάδοσης στρατιωτικών μυστικών, του Ειδικού Μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ν. 2287/1995, Α΄ 20), γ) του ν. 4557/2018 (Α΄ 139) περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, της περ. γ΄ της § 1 του άρθρου 157 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α΄ 265), περί λαθρεμπορίας, των άρθρων 28 και 31 του ν. 4443/2016 (Α΄ 232), περί αξιόποινων πράξεων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και περί αξιόποινης χειραγώγησης της αγοράς, αντιστοίχως, του άρθρου 15 του ν. 2168/1993 (Α΄ 147), περί όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανισμών, των άρθρων 20, 22 και 23 του ν. 4139/2013 (Α΄ 74) περί εξαρτησιογόνων ουσιών, του άρθρου 11 του ν. 3917/2011 (Α΄ 22), περί δεδομένων που διατηρούνται από τον πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών, της § 5 του άρθρου 38 του ν. 4624/2019 (Α΄ 137), περί πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, του άρθρου 28 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), περί προστασίας του περιβάλλοντος, του ν. 4858/2021 (Α΄ 220), περί προστασίας των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, της § 3 του άρθρου 66 του ν. 2121/1993 (Α΄ 25), περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, της § 4 του άρθρου 132 του ν. 2725/1999 (Α΄ 121), περί δωροδοκίας-δωροληψίας για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα και του άρθρου 30 του ν. 4251/2014 (Α΄ 80), περί μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στη χώρα. 2. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των ακόλουθων πλημμελημάτων: α) των άρθρων 148, περί κατασκοπείας, 187, περί εγκληματικής οργάνωσης, 187Α, περί τρομοκρατικών πράξεων-τρομοκρατικής οργάνωσης, 187Β, περί αξιόποινης υποστήριξης, 323Α, περί εμπορίας ανθρώπων, 324, περί αρπαγής ανηλίκων, 339, περί γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιόν τους, 342, περί κατάχρησης ανηλίκων, 343, περί κατάχρησης σε γενετήσια πράξη, 346, περί εκδικητικής πορνογραφίας, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 351Α, περί προσβολών της ανηλικότητας και πορνογραφίας ανηλίκων, 370ΣΤ, περί λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης, 386, περί απάτης και 386Α, περί απάτης με υπολογιστή του Ποινικού Κώδικα, β) των άρθρων 28 και 31 του ν. 4443/2016, περί αξιόποινων πράξεων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και περί χειραγώγησης της αγοράς, αντιστοίχως, και του τρίτου εδαφίου της § 1 του άρθρου 44 του ν. 3959/2011 (Α΄ 93), περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού. 3. Για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στις περιπτώσεις των §§ 1 και 2 αποφαίνεται, εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών, με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμά του το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μετά από πρόταση του εισαγγελέα. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής. Στην περίπτωση αυτή, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούται να εισαγάγει το ζήτημα, μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών, στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο ελέγχει παράλληλα τη συνδρομή των εξαιρετικά επειγουσών περιστάσεων. Διαφορετικά, η ισχύς της σχετικής διάταξης αίρεται αυτοδικαίως. Αν εντός ευλόγου χρόνου, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε (5) ημέρες συνολικά, δεν εκδοθεί βούλευμα, τα ευρήματα δεν είναι αξιοποιήσιμα. 4. Το βούλευμα ή η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, περιλαμβάνει: α) την αστυνομική αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητεί την άρση, β) την αξιόποινη πράξη, γ) τις σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του προσώπου κατά του οποίου διενεργείται η άρση, δ) την αιτιολογία επιβολής της άρσης, ιδίως την αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης του εγκλήματος με άλλο τρόπο, ε) τον σκοπό της άρσης, στ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ζ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, η) την εδαφική έκταση εφαρμογής, εφόσον απαιτείται για τις ανάγκες της άρσης, και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης, θ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης και ι) τα στοιχεία του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων επιβάλλεται η άρση. 5. (…) 6. Η άρση του απορρήτου μπορεί να επιβληθεί υπό τους όρους της § 3 του παρόντος και κατά τρίτου αμέτοχου στο έγκλημα προσώπου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της § 4 του άρθρου 254 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/ 2019, Α΄ 96). 7. (…) 8. Η ΑΔΑΕ, μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου της άρσης του απορρήτου και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τον θιγόμενο, του γνωστοποιεί την επιβολή του μέτρου αυτού εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε. Περαιτέρω, στην § 4 του άρθρου 8 του ιδίου ως άνω νόμου (5002/2022) με τίτλο «Διαδικασία άρσης του απορρήτου» ορίζεται ότι: «4. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίπτωση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση, η χρονική διάρκεια δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τους δέκα (10) μήνες. Υπέρβαση του ορίου του δευτέρου εδαφίου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας, εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και η εξακολούθηση της συνδρομής των στοιχείων αυτών επιβεβαιώνεται σε κάθε παράταση της ισχύος της άρσης. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου. Σε κάθε περίπτωση, με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση διατάσσεται η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή εξέλιπαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 8 § 4 του ν. 5002/2022, που αποτελούν δικονομικές διατάξεις, με συνέπεια η τυχόν εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τους να μην μπορεί να θεμελιώσει τον εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β΄ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, στις οποίες ρητά αναφέρεται ότι για λόγους διακρίβωσης των αναφερομένων στον ως άνω νόμο εγκλημάτων και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι άρσης του απορρήτου, η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες, ότι οι παρατάσεις της (χρονικής διάρκειας άρσης απορρήτου) δεν υπερβαίνουν τους δύο (2) μήνες, κάθε φορά, και ότι σε κάθε περίπτωση οι παρατάσεις άρσης του απορρήτου δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τους δέκα (10) μήνες, καταδεικνύεται η βούληση του νομοθέτη να προσδιορίσει την έναρξη και λήξη του χρονικού διαστήματος ισχύος της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, εφόσον η τελευταία αναφέρεται στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, τόσο για το μέλλον, όσο και για το παρελθόν.
Συνεπώς, η τήρηση του επιτρεπτού χρονικού διαστήματος διάρκειας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, που καθορίζεται από το νόμο, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, σε δύο (2) μήνες, των τυχόν παρατάσεων αυτής σε δύο (2) μήνες εκάστη, και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι άρσης του απορρήτου, και του ανώτατου επιτρεπόμενου χρονικού διαστήματος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σε δέκα (10) μήνες, αφορά τόσο στο μέλλον, όσο και στο παρελθόν. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 484 § 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠΔ «Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: (…) στ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 310 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρο 438)».
Στην προκειμένη περίπτωση από την, παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. …/2024 βούλευμά του, έκανε δεκτό το με αριθ. πρωτ. …/1.2.2024 αίτημα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών της Ανακρίτριας του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, που υποβλήθηκε στα πλαίσια διενεργείας κυρίας ανάκρισης σε βάρος του κατηγορούμενου …, μεταξύ άλλων, και για την κακουργηματική πράξη της κατοχής και εμπορίας πιστολιών και περιστρόφων με σκοπό τη διάθεσή του, σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος, δοθέντος ότι: α) αφενός μεν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του ανωτέρω κατηγορούμενου, β) αφετέρου δε υπήρχε αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης με άλλον τρόπο του ανωτέρω εγκλήματος, και διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών επί της αναφερόμενης συσκευής κινητού τηλεφώνου και των εντός αυτής αναφερομένων κάρτας μνήμης και κάρτας sim, η οποία (συσκευή) βρέθηκε και κατασχέθηκε στην κατοχή του ως άνω κατηγορούμενου, δυνάμει της αναφερόμενης έκθεσης σωματικής έρευνας –σε άνδρα– των αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας, στο πλαίσιο προηγηθείσας αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης, κατ’ άρθρ. 245 § 2 ΚΠΔ, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ενδελεχής έλεγχος από την Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών/Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, αναφορικά με το σύνολο των ανωτέρω κατασχεθέντων πειστηρίων, για το χρονικό διάστημα από 3.7.2023 [προηγούμενος έλεγχος αποθήκης οπλισμού του ΑΤ ...] έως τις 17.1.2024 [σύλληψη του ανωτέρω κατηγορούμενου], και συγκεκριμένα η ΔΕΕ/ Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων (συντασσομένης σχετικής εκθέσεως εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης): 1] Να προβεί στην εξέταση των προαναφερομένων ψηφιακών πειστηρίων, και ειδικότερα στην εξαγωγή του συνόλου των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών και αρχείων video, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των λογισμικών ανταλλαγής μηνυμάτων, δεδομένων επικοινωνίας μέσω δικτύων κινητής τηλεφωνίας και διαδικτύου, καθώς και πάσης φύσεως δεδομένων που θα προκύψουν κατά την εξέταση και 2] Να διακριβώσει, για το ίδιο χρονικό διάστημα: α) εάν στα ανωτέρω κατασχεμένα πειστήρια υπάρχουν αποθηκευμένοι αριθμοί τηλεφώνων, αποθηκευμένες εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις, μηνύματα κάθε είδους και να προβεί στην εκτύπωση του περιεχομένου των μηνυμάτων και β) εάν υπάρχουν διαγραμμένα αρχεία εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων, καθώς και μηνυμάτων κάθε είδους και σε θετική περίπτωση να προβεί σε ανάκτηση και στην εκτύπωση του περιεχομένου τους. Γ) Οι εταιρίες κινητής τηλεφωνίας … και οι εταιρίες σταθερής τηλεφωνίας … να γνωρίσουν στην Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, το ταχύτερο δυνατό, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή: 1) Οι μεν εταιρίες κινητής τηλεφωνίας …: Α) τις τηλεφωνικές συνδέσεις που ενεργοποιήθηκαν στην ανωτέρω κατασχεμένη τηλεφωνική συσκευή με αριθμούς IMEI 1: ... και IMEI 2: ..., για το χρονικό διάστημα από τις 03.7.2023 έως τις 17.01.2024, Β) τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις των συνδρομητών των τηλεφωνικών συνδέσεων που θα προκύψουν από την προηγούμενη παράγραφο «1-Α», για το ίδιο χρονικό διάστημα (03/7/2023-17/01/2024), τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους που κάλεσαν ή κλήθηκαν από τις προαναφερόμενες τηλεφωνικές συνδέσεις, τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν στις συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν και τους αριθμούς ΙΜΕΙ των τηλεφωνικών συσκευών που χρησιμοποιήθηκαν στις προαναφερόμενες συνομιλίες και Γ) τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και τις διευθύνσεις κατοικίας των συνδρομητών των τηλεφωνικών συνδέσεων των προηγούμενων παραγράφων «1-Α» και «1-Β», καθώς και τυχόν άλλες τηλεφωνικές συνδέσεις που αυτοί έχουν ενεργοποιήσει στο όνομά τους και 2) Οι δε εταιρίες σταθερής τηλεφωνίας … τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις των συνδρομητών τους με τις τηλεφωνικές συνδέσεις των προηγούμενων παραγράφων «1-Α» και «1-Β», καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας αυτών των συνδρομητών τους, για το χρονικό διάστημα από τις 03.7.2023 έως τις 17.01.2024.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών διατάσσοντας με το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμά του (…/2024) την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών της αναφερομένης σ’ αυτό συνδέσεως κινητής τηλεφωνίας, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας αυτής, για το παρελθόν, εφάπαξ, για το χρονικό διάστημα από 3.7.2023 έως 17.1.2024, επιλήφθηκε και αποφάνθηκε καθ’ υπέρβαση της προαναφερόμενης από το άρθρο 8 § 4 του ν. 5002/2022 εξουσίας του, καθόσον καθόρισε το χρονικό εύρος της διαταχθείσας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, που αναφερόταν σε εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, εφάπαξ, για χρονικό διάστημα πέραν των δύο (2) μηνών, παρά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρ. 8 § 4 του ν. 5002/2022, που σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, προβλέπουν ότι η διάρκεια άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες και ότι οι παρατάσεις αυτής μπορούν να διατάσσονται για διάστημα δύο (2) μηνών, κάθε φορά, με την ίδια διαδικασία και υπό τον όρο της εξακολούθησης συνδρομής των λόγων άρσης του απορρήτου, έως το μέγιστο επιτρεπόμενο χρονικό διάστημα των δέκα (10) μηνών. Πέραν των ανωτέρω, το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διέλαβε παραδοχές περί της τυχόν ύπαρξης λόγων για την θεμελίωση της εξακολούθησης της άρσης του απορρήτου των επίμαχων τηλεφωνικών συνδέσεων για το πέραν του πρώτου διμήνου χρονικό διάστημα άρσης του απορρήτου.
Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου, ήτοι του Αρεoπαγίτη Λεωνίδα Χατζησταύρου ο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος και, συνακόλουθα, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, διότι:
(…) Με τον ν. 5002/2022, με τον οποίο ρυθμίσθηκαν εκ νέου τα ζητήματα του απορρήτου των επικοινωνιών, οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 6 § 4 και 8 § 4 έχουν ως ακολούθως: Άρθρο 6 (…) Άρθρο 8 (…). Με τις ως άνω διατάξεις του νέου νόμου, εντάχθηκαν ρητώς και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας στο πεδίο επιβολής της άρσης του απορρήτου (άρθρ. 6 § 4 περ. ζ) και, συνεπώς, γίνεται δεκτό ότι και αυτά υπάγονται στην προστασία του απορρήτου. Η άρση του απορρήτου των εξωτερικών στοιχείων μπορεί να αναφέρεται στο μέλλον, όταν επιβάλλεται η άρση του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ενός προσώπου για τον εφεξής χρόνο, οπότε, συνήθως γίνεται συγχρόνως και άρση του απορρήτου του περιεχομένου των επικοινωνιών του. Μπορεί, όμως, να αναφέρεται στο παρελθόν, οπότε οι πάροχοι των ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρεούνται να χορηγήσουν στην αρμόδια αρχή, που ζητεί την άρση του απορρήτου, στοιχεία επικοινωνιών (μεταδεδομένα), που διατηρούν αποθηκευμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3917/ 2011. Όπως προαναφέρθηκε, στο άρθρο 8 § 4 του ν. 5002/2022 η διαδικασία άρσης του απορρήτου ρυθμίζεται με όμοιο τρόπο με αυτόν του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 (άρθρ. 5 § 6), προσήκουσα δηλαδή σε μελλοντική άρση, επιβαλλόμενη για χρονικό διάστημα μέχρι δύο μήνες κάθε φορά, που μπορεί να παραταθεί, εφόσον εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης, με μέγιστη συνολική χρονική διάρκειά τους δέκα (10) μήνες, ενώ με τον προγενέστερο νόμο ήταν δώδεκα (12) μήνες. Σύμφωνα με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εφόσον δεν γίνεται διάκριση στον νόμο, η ίδια διαδικασία πρέπει να ακολουθηθεί και στην περίπτωση άρσης του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, όταν ζητούνται παρελθοντικά στοιχεία, οπότε, σε κάθε περίπτωση, πρέπει, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, να ζητηθούν αρχικά στοιχεία για ένα δίμηνο, στη συνέχεια, εφόσον είναι αναγκαίο, στοιχεία για ένα ακόμη δίμηνο κ.ο.κ., μέχρι τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος δέκα (10) μηνών. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση κρίνεται εσφαλμένη, όπως προκύπτει από τα ακόλουθα:
Α) Ιστορική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. Στο σχέδιο του νέου νόμου, που είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, και κατά βάση επαναλάμβανε τις ίδιες ρυθμίσεις για την άρση του απορρήτου με αυτές του μέχρι τότε ισχύοντος ν. 2225/1994, μεταξύ των στοιχείων του βουλεύματος ή της διάταξης, που επέβαλλε την άρση του απορρήτου, δεν περιλαμβανόταν και αυτό, που περιλήφθηκε αργότερα στον νόμο 5002/ 2022, ως στοιχείο ζ΄ του άρθρου 6 § 4, ήτοι το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής (βλ. σε www.opengov.gr). Η προσθήκη αυτή έγινε κατόπιν των παρατηρήσεων της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, που υπέβαλε κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης, όπου, μεταξύ άλλων, ανέφερε εύστοχα για το σχέδιο και τα εξής: «Δεν λαμβάνει υπόψη την υποχρέωση υπαγωγής των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας ("δεδομένων κίνησης και θέσης" - "μεταδεδομένων") στην προστασία του απορρήτου και επομένως και στην διαδικασία άρσης του, ενώ τούτο προβλέπεται ρητά τόσο από το ενωσιακό δίκαιο, όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και ΔΕΕ, όσο και από την εθνική νομοθεσία. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση, από τις διατάξεις του άρθρ. 254 § 1 εδ. δ΄ ΚΠΔ προκύπτει σαφώς ότι η ειδική ανακριτική πράξη της άρσης του απορρήτου αφορά "το περιεχόμενο των επικοινωνιών ή τα δεδομένα θέσης και κίνησης αυτών, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994 (Α΄ 121), όπως αυτά ισχύουν"» (βλ. το κείμενο των παρατηρήσεων στη διαδικτυακή διεύθυνση www.hcba.gr). Μολονότι, όμως, ορθώς έγινε στον νέο νόμο η ως άνω προσθήκη για το αντικείμενο της άρσης του απορρήτου, ώστε να συμπεριληφθούν ρητώς και τα εξωτερικά στοιχεία-μεταδεδομένα της επικοινωνίας στην προστασία του απορρήτου και στην άρση της, ο νομοθέτης (προφανώς ακουσίως ή επειδή θεώρησε αυτονόητο ότι τα στοιχεία αυτά, εάν ανάγονται στο παρελθόν, δεν υπάγονται στις διαδοχικές δίμηνες άρσεις του απορρήτου, όπως ευχερώς θα προέκυπτε απλώς με αναλογική εφαρμογή της διάταξης για τα παρελθοντικά στοιχεία), παρέλειψε να αναφερθεί ειδικά για την περίπτωση αυτή, αφήνοντας αναλλοίωτη τη διάταξη του σχεδίου νόμου, που ήταν όμοια με τη σχετική ρύθμιση του ν. 2225/1994, η οποία, όπως προεκτέθηκε, ήταν δομημένη μόνο για την άρση του απορρήτου, που αναγόταν στο μέλλον. Συναφώς, επισημαίνεται ότι ήδη το 2013, ενόψει της ισχύος της Οδηγίας 2002/58 και, μετά την εισαγωγή στην εθνική έννομη τάξη της ως άνω νομοθεσίας από το 2005 και εντεύθεν, ο Γρ. Τσόλιας, επιχειρηματολογώντας (ορθώς) υπέρ της υπαγωγής και των παρελθοντικών στοιχείων των τηλεπικοινωνιών στην προστασία του απορρήτου και ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 5 § 6 του ν. 2225/1994, σχετικά με τη διαδικασία άρσης του απορρήτου αυτών, αφού επισήμαινε ότι η ως άνω διάταξη αποσκοπούσε κυρίως στην άρση του περιεχομένου των επικοινωνιών, ήτοι αναφερόταν στο μέλλον, καθώς δεν νοείται αναδρομική παράταση για το παρελθόν, υποστήριζε ότι, σε περίπτωση άρσης του απορρήτου των ανωτέρω δεδομένων (για παρελθόντα χρόνο), πρέπει να επιλέγεται, κατ' εφαρμογή της αναγκαίας αναλογίας, το χρονικό διάστημα, που κρίνεται αναγκαίο, μέχρι το ανώτατο όριο των δώδεκα μηνών, για το οποίο οι πάροχοι διατηρούν υποχρεωτικά τα δεδομένα της επικοινωνίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 ν. 3917/2011. Ανέφερε δε χαρακτηριστικά ότι: «Ειδικότερα, αν το αντικείμενο της ανακριτικής διερεύνησης της υπόθεσης αφορά χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του διμήνου, π.χ. την επί εξάμηνο εγκληματική δραστηριότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου και καθίσταται αναγκαία η επεξεργασία των εξωτερικών στοιχείων (δεδομένων) της επικοινωνίας για το εξάμηνο αυτό, με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, καθίσταται δυνατή η εξαρχής άρση του απορρήτου και πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα επικοινωνίας για το χρονικό αυτό διάστημα, χωρίς να υπάρχει ανάγκη παρατάσεων επί δίμηνο με την έκδοση περισσοτέρων βουλευμάτων» (βλ. Σ. Παύλου - Θ. Σάμιου, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Απόρρητο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ΙΙ, έκδ. 2013, σ. 62-64).
Β) Λογική - τελολογική ερμηνεία. Η δόμηση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, στο άρθρο 5 § 6 του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και στο άρθρο 8 § 4 του ισχύοντος ν. 5002/2022, για χρονικό διάστημα μέχρι δύο μήνες αρχικά και στη συνέχεια με παρατάσεις της, διάρκειας επίσης μέχρι δύο μηνών κάθε φορά, με την ίδια διαδικασία και με τους ίδιους όρους, μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου νόμιμου χρονικού διαστήματος, έγινε με βάση την αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε τα αρμόδια όργανα, που επιλαμβάνονται για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών προς διακρίβωση εγκλημάτων (ο ανακριτής, που ζητεί την άρση του απορρήτου, ο εισαγγελέας, που προτείνει και το δικαστικό συμβούλιο, που αποφασίζει), να αποφαίνονται κάθε φορά για την ανάγκη παράτασης ή όχι της άρσης του απορρήτου με βάση τα μέχρι τότε προκύψαντα (κυρίως από την παρακολούθηση) στοιχεία, έτσι ώστε η διάρκεια του ως άνω επαχθούς μέτρου να μην ξεπερνά το αναγκαίο όριο. Ειδικότερα, η ουσιώδης διαφοροποίηση της άρσης του απορρήτου για το μέλλον, σε σχέση με την άρση αυτού για το παρελθόν, έγκειται στο γεγονός ότι, στην πρώτη περίπτωση, (κατά την οποία υφίσταται μια δυναμική διαδικασία), η διάρκεια της άρσης εξαρτάται μεν από το υλικό της δικογραφίας (για την πρώτη χρονική περίοδο της άρσης), ενώ για τις επόμενες (δίμηνες συνήθως) παρατάσεις εξαρτάται κυρίως από τα προκύπτοντα ευρήματα κατά τη διάρκεια της μέχρι τότε παρακολούθησης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, έτσι ώστε να αποφασίζεται κάθε φορά αν είναι αναγκαίο ή όχι να συνεχίζεται η άρση του απορρήτου και η παρακολούθηση. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, (που αφορά σε μια στατική κατάσταση), τα ως άνω αρμόδια όργανα αποφαίνονται για τη διάρκεια της άρσης του απορρήτου των παρελθοντικών στοιχείων αποκλειστικά με βάση τα δεδομένα της δικογραφίας, έχοντας εποπτεία και γνώση από αυτήν του αναγκαίου συνολικού χρονικού διαστήματος της άρσης του απορρήτου. Για παράδειγμα, στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τη διενέργεια κύριας ανάκρισης για την κακουργηματική πράξη της κατοχής και εμπορίας περιστρόφων σε βάρος του κατηγορουμένου, αρχιφύλακα της Ελληνικής Αστυνομίας, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, μετά από αίτηση της αρμόδιας Ανακρίτριας, ζητήθηκε με το προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. …/2024 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, από τις συγκεκριμένες εταιρείες τηλεφωνίας να γνωστοποιήσουν στην Ανακρίτρια τα αναλυτικώς αναφερόμενα εξωτερικά στοιχεία-μεταδεδομένα των τηλεφωνικών επικοινωνιών, για το χρονικό διάστημα από τις 3.7.2023, οπότε είχε διενεργηθεί ο προηγούμενος έλεγχος της αποθήκης οπλισμού του Α.Τ. ... και είχε διαπιστωθεί το απαραβίαστο αυτού, έως τις 17.1.2024, οπότε συνελήφθη ο ανωτέρω κατηγορούμενος. Στην περίπτωση αυτή, είναι φανερό ότι η Ανακρίτρια, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, χρειαζόταν τα αιτούμενα στοιχεία για όλη την ανωτέρω χρονική περίοδο. Η εκδοχή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αίτηση αναίρεσης, ότι η Ανακρίτρια έπρεπε να αιτηθεί και το Συμβούλιο να αποφασίσει την άρση του απορρήτου αρχικά για το πρώτο δίμηνο, ήτοι από 17.11.2023 έως 17.1.2024 και, μόνο αν εξακολουθούσαν να συντρέχουν οι απαιτούμενοι όροι, να προέβαιναν στην άρση του απορρήτου για το επόμενο δίμηνο, ήτοι από 17.9.2023 έως 17.11.2023 κ.ο.κ., παραβλέπει το γεγονός ότι, είτε ανευρίσκονταν, είτε δεν ανευρίσκονταν κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία από την άρση του απορρήτου του πρώτου διμήνου, αναγκαία ήταν και η έρευνα του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος μέχρι τις 3.7.2023, γι’ αυτό το ίδιο ισχύει και μετά την έρευνα του δεύτερου διμήνου (17.7.2023 έως 17.9.2023) κ.ο.κ. Όμως, η υιοθέτηση της ως άνω εκδοχής, πέραν της απουσίας οποιασδήποτε εύλογης αιτίας, της καθυστέρησης, που θα συνεπαγόταν για την ανακριτική διαδικασία και της ανώφελης απασχόλησης των εμπλεκόμενων εισαγγελικών και δικαστικών παραγόντων, θα είχε και μια ακόμη δυσμενέστατη συνέπεια. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, βάσει του ν. 3917/2011, μετά την πάροδο του δωδεκαμήνου, τα αποθηκευμένα από τους παρόχους των τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα καταστρέφονται με αυτοματοποιημένο τρόπο. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον εφαρμοζόταν η ως άνω αποδοκιμαζόμενη άποψη, όταν, μετά την άρση του απορρήτου και του τρίτου διμήνου, η Ανακρίτρια θα επιδίωκε την άρση του απορρήτου και του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος, που εξαρχής είχε κρίνει αναγκαία, ήτοι από 3.7.2023 έως 17.7.2023, θα διαπίστωνε ότι δεν θα μπορούσε να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών, διότι θα είχαν καταστραφεί. Και, ασφαλώς, πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα θα ανέκυπτε στην περίπτωση που ο Ανακριτής κάποιας υπόθεσης έκρινε εξαρχής αναγκαία την άρση του απορρήτου για ολόκληρη τη χρονική περίοδο των δώδεκα μηνών, κατά την οποία διατηρούνται τα μεταδεδομένα και, με την εφαρμογή της ως άνω διαδικασίας των δίμηνων παρατάσεων, τελικά θα μπορούσε να έχει πρόσβαση μόνο στα δεδομένα του τελευταίου εξαμήνου, διότι τα προηγούμενα θα είχαν καταστραφεί. Εξάλλου, σημειώνεται ότι η διαφαινόμενη στην αίτηση αναίρεσης παραδοχή ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτή από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών η εξαρχής άρση του απορρήτου των επίμαχων τηλεφωνικών συνδέσεων για το πέραν του πρώτου διμήνου χρονικό διάστημα, εφόσον διαλαμβάνονταν στην απόφασή του παραδοχές περί της τυχόν ύπαρξης λόγων για την θεμελίωση της εξακολούθησης της άρσης του απορρήτου, προδήλως αντιφάσκει με όσα προεκτίθενται στην αίτηση για δυνατότητα παράτασης, επί δίμηνο κάθε φορά, μόνο υπό τον όρο της διαπίστωσης, μετά από κάθε δίμηνο, ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι άρσης του απορρήτου. Επιπλέον, όμως, ουδόλως συνάγεται από τον νόμο τέτοια πρόβλεψη, ενώ, αν επιχειρούσε κάποιος να κάνει μια όμοια κατασκευή (επικαλούμενος την ταυτότητα του λόγου) και για τις άρσεις του απορρήτου, που ανάγονται στο μέλλον, ασφαλώς θα διαπίστωνε ότι αυτό αντιβαίνει στη λογική του νόμου κατά τα προεκτεθέντα, πράγμα που καταδεικνύει και επιβεβαιώνει ότι διαφορετική διαδικαστική πορεία αρμόζει στις δύο περιπτώσεις.
Συνεπώς, κατ’ αναλογική απλώς εφαρμογή της ως άνω διάταξης, επί αιτήματος άρσης του απορρήτου εξωτερικών στοιχείων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που ανάγονται στο παρελθόν, αυτή δεν διενεργείται με την διαδοχική ανά δίμηνο άρση του, αλλά επιβάλλεται εξαρχής η άρση του απορρήτου για όλη την αναγκαία χρονική περίοδο, που μπορεί να εκτείνεται μέχρι τη μέγιστη χρονική διάρκεια, που υποχρεούνται να διατηρούν οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα, ήτοι αυτή των δώδεκα (12) μηνών και όχι μόνο των δέκα (10) μηνών, που προβλέπεται στον νόμο για τις αναγόμενες στο μέλλον άρσεις του απορρήτου, καθόσον πρόκειται για διαφορετικές καταστάσεις, αφού, στην τελευταία περίπτωση, επιδιώκεται να έχει την ελάχιστη δυνατή διάρκεια το επαχθές μέτρο της διενεργούμενης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών (παρακολούθησης), ενώ, στην πρώτη περίπτωση, οι επικοινωνίες έχουν ήδη λάβει χώρα και, απλώς, για την άρση του απορρήτου πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε να ζητηθούν εξαρχής εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο για τη διενεργούμενη έρευνα. Ενόψει όλων των ανωτέρω, αβίαστα προκύπτουν, για την υπό κρίση υπόθεση, τα ακόλουθα: Α) Η όλη διαδικασία της έρευνας των κατασχεθέντων ψηφιακών πειστηρίων (συσκευής κινητού τηλεφώνου και των εντός αυτής αναφερόμενων κάρτας μνήμης και κάρτας sim), για τα οποία ζητήθηκε (…). Πράγματι, εφόσον πρόκειται για έρευνα στον τερματικό εξοπλισμό του χρήστη (κινητό τηλέφωνο, κάρτα μνήμης, κάρτα sim), τα υπάρχοντα σ’ αυτόν στοιχεία επικοινωνίας, ήτοι περιεχόμενο (ηλεκτρονικά μηνύματα, φωτογραφίες, βίντεο, που είχαν αποσταλεί) και εξωτερικά στοιχεία-μεταδεδομένα των επικοινωνιών, (ασφαλώς δε και τα άσχετα με επικοινωνίες στοιχεία, όπως αποθηκευμένοι αριθμοί τηλεφώνων, φωτογραφίες ληφθείσες από τον ίδιο τον κάτοχο κ.λπ.) δεν προστατεύονται από το απόρρητο και, συνεπώς, ο ανωτέρω εξοπλισμός θα μπορούσε να κατασχεθεί και ερευνηθεί, κατά την ανακριτική διαδικασία, για όλα τα ως άνω ψηφιακά δεδομένα, με βάση τις διατάξεις του ΚΠΔ και με παράλληλη τήρηση των οριζόμενων στην Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, όπως ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4624/2019 (Δ΄ Κεφάλαιο), δίχως να απαιτείται η τήρηση των διατάξεων για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και χωρίς οποιονδήποτε χρονικό περιορισμό, με σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, έτσι ώστε η έρευνα να περιορίζεται μόνο στα ενδιαφέροντα την υπόθεση στοιχεία. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι αβάσιμος προεχόντως εξ αυτού του λόγου. Β) Με το δεύτερο σκέλος του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ζητήθηκε από τις κάτωθι εταιρείες τηλεφωνίας να γνωστοποιήσουν στην Ανακρίτρια διάφορα εξωτερικά στοιχεία-μεταδεδομένα επικοινωνιών, που διατηρούσαν αποθηκευμένα. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε να γνωστοποιήσουν: (…) Πρόκειται δηλαδή για αίτημα άρσης του απορρήτου εξωτερικών στοιχείων, ήτοι παρελθοντικών δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που διατηρούν οι πάροχοι τέτοιων υπηρεσιών. Όμως, για τα στοιχεία αυτά, που κατά τον νόμο υπάγονται στην προστασία του απορρήτου, δεν είχε εφαρμογή η διαδοχική ανά δίμηνο άρση του, αλλά η εξαρχής άρση του απορρήτου όλης της αναγκαίας χρονικής περιόδου, σύμφωνα με τα δεδομένα της δικογραφίας. Επομένως, ορθώς η Ανακρίτρια ζήτησε και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε την άρση του απορρήτου εξαρχής για μείζον του διμήνου χρονικό διάστημα, ήτοι από 3.7.2023 έως 17.01.2024, γι’ αυτό ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος και κατ’ αυτό το σκέλος του. Εν τέλει δε, ο ως άνω λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος και, συνακόλουθα, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Μετά ταύτα, κατά τη γνώμη που επικράτησε, ο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠΔ μοναδικός λόγος για τον οποίο ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την, χωρίς βλάβη του κατηγορουμένου, αναίρεση υπέρ του νόμου του προσβαλλόμενου βουλεύματος, λόγω υπερβάσεως της από το άρθρο 8 § 4 του ν. 5002/2022 εξουσίας του εκδόσαντος αυτό Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί, υπέρ του Νόμου, το υπ’ αριθ. …/ 2024 προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, λόγω υπερβάσεως της από το άρθρο 8 § 4 του ν. 5002/2022 εξουσίας του εκδόσαντος αυτό ως άνω Συμβουλίου, χωρίς βλάβη του κατηγορουμένου.
* Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ι. Κλάπα-Χριστοδουλέα, Πρόεδρο, Γ. Χριστοδούλου, Ε. Φραγκάκη, Μ. Παπαχίου, Α. Κρυσταλλίδου, Μ. Λεπενιώτη και Α. Υφαντή, Αντιπροέδρους, Ι. Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Μ. Δαβίου, Μ. Κουφούδη, Γ. Κατσιμαγκλή, Κ. Πρίγγουρη, Π. Τσούμαρη, Α. Τζουλιαδάκη, Α. Αποστολάκη, Μ. Σιμιτσή-Βετούλα, Α. Βαγγελάτο, Κ. Νάκου, Ε. Σισμανίδη, Σ. Κουτσοχρήστο, Ε. Χροναίου, Σ. Κουσουλού, Α. Δερέ, Χ. Νάστα, Χ.-Ζ. Γαβριηλίδου, Τ. Δρακοπούλου, Ε. Νικόπουλο, Γ. Παπαγεωργίου, Σ. Μάλαινο, Β. Πάπαρη, Φ. Μουζάκη, Ε. Σιμιτοπούλου, Α. Χονδρορίζου, Λ. Χατζησταύρου, Μ. Τζουγκαράκη, Π. Λυμπερόπουλο, Μ. Αποστολάκη, Ν. Κατσιαούνη, Φ. Μηλιώνη, Α. Τζελέπη, Α. Φωτόπουλο, Μ. Πετσάλη, Ε. Λιούλη, Ζ. Καραχάλιου, Β. Ζαρχανή, Σ. Λιάτη, Ε. Στεργίου, Σ. Μπλέτα, Η. Γιαρένη, Ε. Θεοδωρακοπούλου και Δ. Βασιλοδημητράκη, Αρεοπαγίτες.
** Πρβλ. ήδη ΑΠ 587/2025, ΤΝΠ Ισοκράτης, σύμφωνα με την οποία «για τα ζητήματα αυτά εκδόθηκαν προσφάτως οι υπ’ αριθ. 4/2024 και 5/2024[:έτι αδημ.] αποφάσεις της Πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), από τις οποίες συνάγεται ότι έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: α) στο απόρρητο των επικοινωνιών υπάγονται και τα στοιχεία επικοινωνίας (περιεχόμενο και μεταδεδομένα), τα οποία εμπεριέχονται στον ψηφιακό εξοπλισμό των χρηστών αυτού, που διερευνώνται από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, με συνέπεια να απαιτείται για την άρση του η τήρηση των σχετικών διατάξεων του άρθρου 5 του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και ήδη του άρθρου 8 του ν. 5002/2022. β) Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, στις περιπτώσεις αυτές, γίνεται διαδοχικά ανά δίμηνο, για συνολικό χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών κατά τον ν. 2225/1994 και δέκα (10) μηνών κατά τον ν. 5002/2022. Συνεπώς, εφόσον το παρόν Τμήμα [:ΣΤ΄] πρόκειται να εκδώσει απόφαση αντίθετη με προηγούμενη θέση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τα ίδια θέματα, πρέπει (…) να παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.».
Δ.Δ.Α.