ΑΠ 967/2024

73
2025
03
 
Άρειος Πάγος (Α2΄ Τμήμα)
Αριθ. 967/2024

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος 
Εισηγήτρια: Δ. Νίκα, Αρεοπα­γί­της
Δικηγόροι: Β. Κουτρούμπας, Β. Αλιμπέρτη

 

Ευθύνη της αναιρεσείουσας τράπεζας προς αποζημίωση λόγω πληρωμής επιταγής του πελάτη της χωρίς προηγούμενο έλεγχο του γνησίου της υπογραφής του από τον αρμόδιο υπάλληλο. Καθιέρωση νόθου αντικειμενικής ευθύνης της πληρώτριας τράπεζας σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 8 του ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή με αντιστροφή του βάρους απόδειξης υπέρ του εκδότη, ο οποίος καλείται να αποδείξει μόνο την ζημία που υπέστη και η τράπεζα ότι δεν υπέχει ευθύνη (Άρθρα 1, 3, 35 ν. 5960/1933, 361 ΑΚ, 822-831 ΑΚ, 806 ΑΚ, 330-336 ΑΚ, 8 ν. 2251/ 1994).

 

(…) Από το συνδυασμό των περί επιταγής διατάξεων του ν. 5960/1933 και ιδίως των άρθρων 1, 3 και 35 αυτού, καθώς και του άρθρου 361 ΑΚ, προκύπτει ότι η σύμβαση της επιταγής καταρτίζεται μεταξύ τραπεζίτου και πελάτου αυτού, ρητώς ή σιωπηρώς, με την παράδοση από τον πρώτο στον δεύτερο βιβλιαρίου (μπλοκ) επιταγών, σύμφωνα δε με αυτήν ο μεν πελάτης (εκδότης επιταγής), έχει το δικαίωμα διαθέσεως των προς τούτο διαθέσιμων κεφαλαίων του στην Τράπεζα, η δε τελευταία υποχρεούται να πληρώσει την επιταγή, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως και τις τραπεζικές συνήθειες. Η έννομη αυτή σχέση δημιουργείται είτε αυτοτελώς, οπότε διέπεται από τις περί εντολής διατάξεις, είτε παρεπομένως άλλης συμφωνίας, όπως είναι η ανώμαλη παρακαταθήκη με την τραπεζική κατάθεση χρημάτων, όταν, ιδίως, συνοδεύεται με τον όρο ότι ο συγκεκριμένος λογαριασμός θα εξυπηρετεί τις επιταγές που εκδίδει ο καταθέτης, οπότε στην περίπτωση αυτή η συνδέουσα τα ως άνω πρόσωπα σχέση διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 822-831 του ΑΚ (ΑΠ 1601/2022, 2070/2022, ΑΠ 1131/2020, ΑΠ 1439/2019). Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας σύμφωνα με το άρθρο 830 ΑΚ, έχουν εφαρμογή, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με βάση το οποίο η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατεθεμένων σ’ αυτή χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει (η τράπεζα) να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή του (ΑΠ 2020/2020, ΑΠ 1601/2022). Από τη διάταξη δε, του άρθρου 823 ΑΚ, από την οποία προβλέπεται η ευθύνη του θεματοφύλακα, η οποία έχει εφαρμογή και στην περίπτωση της ανώμαλης παρακαταθήκης που δημιουργείται με την κατάθεση των χρημάτων στην Τράπεζα, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 330-336 ΑΚ προβλέπεται ότι ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλλει στις δικές του υποθέσεις. Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του, θα πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι η αδυναμία του οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα, για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται όπως για δικό του πταίσμα. Περαιτέρω, αν τρίτος μετήλθε αξιόποινη πράξη και συνεπεία αυτής πέτυχε την απόδοση σ’ αυτόν του ποσού της κατάθεσης, η αδικοπραξία τελείται σε βάρος της τράπεζας, η οποία είναι κυρία των χρημάτων και της οποίας η περιουσία βλάπτεται από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου, ενώ η εναντίον της ενοχική αξίωση του καταθέτη από τη μεταξύ τους σύμβαση της ανώμαλης παρακαταθήκης ή της εντολής παραμένει άθικτη, και στις δύο δε περιπτώσεις (εντολής και παρακαταθήκης), η τράπεζα ευθύνεται για κάθε πταίσμα, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, αυτή αμείβεται για τις υπηρεσίες της (άρθρα 714, 823 ΑΚ). Η τράπεζα, κατά την πληρωμή της επιταγής, οφείλει να τηρεί τις προφυλάξεις που επιβάλλονται από το νόμο ή τις τραπεζικές συνήθειες, όπως είναι ο έλεγχος της εγκυρότητας της επιταγής. Ακόμη, οι τράπεζες εν γένει, αφού η δραστηριότητά τους αντανακλά ευθέως στην εθνική οικονομία, έχουν απέναντι στους πελάτες τους υποχρέωση να προστατεύουν τα περιουσιακά αγαθά τους, όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΑΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η τράπεζα ευθύνεται για κάθε πταίσμα των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων, όπως τούτο ειδικότερα προκύπτει από το άρθρο 3 § 1 εδ. α΄ του ν. 5960/1933, που ορίζει ότι «η επιταγή εκδίδεται επί τραπεζίτου έχοντος κεφάλαια εις την διάθεσιν του εκδότου επί τη βάσει συμφωνίας, ρητώς ή σιωπηρώς, καθ` ην ο εκδότης έχει το δικαίωμα διαθέσεως των κεφαλαίων τούτων δι’ επιταγής» και από το άρθρο 35 του ιδίου νόμου που ορίζει ότι «ο πληρωτής, ο πληρώνων επιταγήν οπισθογραφήσιμον, υποχρεούται να εξακριβώσει την κανονικότητα της συνεχείας των οπισθογραφήσεων, ουχί όμως και την υπογραφήν των οπισθογράφων». Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, προκύπτει η υποχρέωση της πληρώτριας Τράπεζας να ελέγχει την κανονικότητα της συνέχειας των γενομένων οπισθογραφήσεων, όχι όμως και το υπαρκτό των υπογραφών των οπισθογράφων. Επίσης, βάσει της σύμβασης περί επιταγής, η Τράπεζα υποχρεούται να ελέγχει την υπογραφή του εκδότη με αντιπαραβολή προς το τηρούμενο δείγμα υπογραφής του, ενώ όταν κατονομάζεται ο λήπτης της επιταγής, η Τράπεζα οφείλει να ελέγχει κατά πόσο η ταυτότητα του αιτούντος την πληρωμή κομιστή συμπίπτει με το όνομα του δικαιούχου της επιταγής, με βάση το κείμενο του τίτλου. Σε κάθε άλλη περίπτωση, που από πταίσμα των οργάνων της Τράπεζας ζημιώνεται τρίτος, η ευθύνη της προστήσασας Τράπεζας, ελλείψει ειδικής διατάξεως, οριοθετείται από τον ΑΚ, ήτοι ευθύνεται για κάθε πταίσμα (ΑΚ 330 και 334 § 1) (ΑΠ 1601/2022, ΑΠ 2070/2022, ΑΠ 1439/2019, ΑΠ 1717/2012). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. της 17/7-23.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» κατά την οποία «η εκδότρια ονομαστικής ομολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρημάτων εταιρεία, η πληρώσασα αυτήν εξοφλημένην δια της επ' αυτής υπογραφής του δικαιούχου, απαλλάσσεται και αν η υπογραφή ήτο πλαστή, πλην αν η εκδότρια κατά την πληρωμήν ετέλει εν δόλω ή εν μεγάλη αμελεία», οριοθετούσα την ευθύνη της εταιρείας, που πλήρωσε, μόνο στην περίπτωση δόλου ή βαρείας αμελείας των οργάνων της, εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση της εκδόσεως ονομαστικής ομολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρημάτων, όπως είναι το εκδιδόμενο από την Τράπεζα βιβλιάριο καταθέσεως Ταμιευτηρίου, όχι δε και στην περίπτωση που η πληρώτρια, βάσει συμβάσεως επιταγής, Τράπεζα εξοφλεί πλαστογραφημένη επιταγή στον φερόμενο κομιστή και χρεώνει με το αντίστοιχο ποσό τον λογαριασμό του πελάτου της, που φέρεται ως εκδότης αυτής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η Τράπεζα ευθύνεται για κάθε πταίσμα των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων, ως τούτο ειδικότερα παραπάνω αναφέρθηκε (ΑΠ 2070/2022, ΑΠ 295/2017, ΑΠ 1717/2012, ΑΠ 254/2011, ΑΠ 841/2006). Από όλα τα παραπάνω προκύπτει, ειδικότερα, ότι ναι μεν κατά το άρθρο 35 του ν. 5960/1933, η πληρώτρια τράπεζα επί οπισθογραφήσιμης (εις διαταγήν) επιταγής υποχρεούται να ελέγξει την κανονικότητα της συνέχειας των οπισθογραφήσεων (η οποία, όταν η επιταγή εκδίδεται στο όνομα του ιδίου του εκδότη, αρχίζει με την υπογραφή αυτού, που είναι ο πρώτος νόμιμος κομιστής και γίνεται ο πρώτος οπισθογράφος), ιδίως δε ότι αυτές έχουν γίνει από πρόσωπα που εδικαιούντο προς τούτο, όχι όμως να εξακριβώσει και την εγκυρότητα (γνησιότητα) των γενομένων οπισθογραφήσεων, έλλειψη που ανάγεται στην ουσιαστική νομιμοποίηση του κομιστή της επιταγής, ωστόσο αυτό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ο νομοθέτης θέλησε να απαλλάξει τον πληρωτή της επιταγής από κάθε ευθύνη του σε περίπτωση πληρωμής πλαστής ή νοθευμένης επιταγής, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις συνδρομής περιστατικών, τα οποία μπορούν και πρέπει να δημιουργήσουν στους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας υποψίες ή αμφιβολίες ως προς την ουσιαστική νομιμοποίηση του κομιστή και τα οποία οι τελευταίοι οφείλουν, κατά την πληρωμή της επιταγής, να λαμβάνουν υπόψη, οπότε, η μη λήψη υπόψη των περιστατικών αυτών καταλογίζεται σ' αυτούς και θεμελιώνεται εναντίον της τράπεζας αξίωση προς αποζημίωση. Ο βαθμός επιμέλειας της τράπεζας κρίνεται, στην περίπτωση αυτή, από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις, με βάση, μεταξύ άλλων, το είδος της συγκεκριμένης επιταγής, το μέγεθος της διενεργούμενης συναλλαγής και ιδίως τη σύγκριση της συναλλαγής με τις συνηθιζόμενες συναλλαγές του εκδότη της επιταγής.

Συνεπώς, η πληρώτρια τράπεζα δεν ευθύνεται πάντοτε, όταν αποδεικνύεται, ότι ο τυπικά νομιμοποιούμενος κομιστής δεν είναι και ο δικαιούχος της επιταγής, αφού κάτι τέτοιο θα παρεμπόδιζε ουσιαστικά την ταχεία διεκπεραίωση των σχετικών συναλλαγών, πλην, όμως, ευθύνεται σε περίπτωση βάσιμων αμφιβολιών ως προς την ύπαρξη ουσιαστικής νομιμοποίησης του κομιστή, αφού η επιβαλλόμενη ταχύτητα στις συναλλαγές με επιταγές δεν μπορεί να αναιρέσει τον έλεγχο της επιταγής, όταν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δημιουργούνται ή πρέπει να δημιουργηθούν υποψίες ως προς την ουσιαστική νομιμοποίηση του κομιστή της, καθόσον στην περίπτωση αυτή, προηγείται ασφαλώς η απορρέουσα από τη σύμβαση επιταγής, την καλή πίστη και τους γενικούς κανόνες επιμέλειας στην τραπεζική συναλλακτική πρακτική, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΑΚ, υποχρέωση της τράπεζας να προστατεύει το συμφέρον του εκδότη κατά την πληρωμή της επιταγής. Μόνον το γεγονός ότι η τράπεζα κατέβαλε σε πρόσωπο, που νομιμοποιήθηκε με πλαστά έγγραφα ως δικαιούχος, δεν μπορεί να την απαλλάξει από την ευθύνη της, αφού αυτό τοποθετείται στη δική της σφαίρα ευθύνης, ιδίως στην περίπτωση που δεν προέβη, όπως όφειλε, σε επιμελή έλεγχο και της ουσιαστικής, πέραν της τυπικής, νομιμοποίησης του κομιστή (ΑΠ 2070/2022). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η κατά τον άνω τρόπο παράνομη συμπεριφορά μπορεί να εκδηλωθεί και κατά τη λειτουργία της σύμβασης επιταγής. Εξάλλου, την ευθύνη για αποζημίωση ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (§ 1 α'), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία κατά τρόπο ανεξάρτητο» (§ 1 εδ. β΄), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (§ 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητας» (§ 4 εδ. α΄), ότι «για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (§ 4 εδ. β`) και ότι «η ύπαρξη ή δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει, χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα» (§ 5). Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δύναται να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική, είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ευθύνης απαιτείται, όπως προεκτέθηκε, παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα, εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως, τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 20702022, ΑΠ 1439/2019, ΑΠ 2257/ 2014, ΑΠ 535/2012). 

(…) Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Περί τις αρχές του έτους 2011, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα (αναιρεσίβλητη), συνταξιούχος τοπογράφος μηχανικός, τέως δημοτική σύμβουλος στο Δήμο Κηφισιάς Αττικής, ανέθεσε στον πρώτο εναγόμενο Θ.Σ. του Ν.- ο οποίος της είχε συστηθεί ως απόφοιτος της Ανωτάτης Εμπορικής και ικανότατος χρηματιστής με ιδιαίτερα επικερδείς για τους εντολείς του, επενδυτικές δραστηριότητες - την επένδυση των αποταμιεύσεών της σε χρηματιστηριακά προϊόντα, με σκοπό την επίτευξη υψηλών οικονομικών αποδόσεων προς κάλυψη των δυσθεώρητων οικονομικών υποχρεώσεων αυτής. Στο πλαίσιο της συνεργασίας και της σχέσης «εμπιστοσύνης» που είχε καλλιεργηθεί μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου των εναγομένων, κατόπιν ψευδών παραστάσεων αυτού αναφορικά με τις επενδυτικές ικανότητες και την αξιοπιστία του, η πρώτη πείσθηκε να του παραδώσει αποκλειστικά ως «εγγύηση» και δίχως να τις οπισθογραφήσει, δύο τραπεζικές επιταγές που εκδόθηκαν από τη δεύτερη εναγομένη τραπεζική εταιρεία (αναιρεσείουσα), κατόπιν εντολής της ενάγουσας και σε διαταγή της ιδίας, με χρέωση του λογαριασμού που τηρούσε στην ως άνω τράπεζα. Συγκεκριμένα, από την εναγομένη τράπεζα και ειδικότερα, από το υποκατάστημα αυτής στη Δροσιά Αττικής, εκδόθηκαν: α) στις 2.3.2011, η με αριθμό ... τραπεζική επιταγή σε διαταγή της ενάγουσας, ποσού ύψους 150,000 ευρώ και β) στις 29.4.2011, η με αριθμό ... τραπεζική επιταγή, επίσης, σε διαταγή της ενάγουσας, ποσού ύψους 15.000 ευρώ, κατόπιν σχετικών εντολών της ιδίας, με λογιστική αφαίρεση των ανωτέρω ποσών από το λογαριασμό που τηρούσε στην εναγομένη τραπεζική εταιρεία. Η αρχική δικαιούχος - λήπτρια των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών (ενάγουσα) ενεχείρισε αυτές, δίχως να τις οπισθογραφήσει, στον πρώτο των εναγομένων, με την εντολή να τις κατέχει ο τελευταίος, αποκλειστικά, ως «εγγύηση», υπό την έννοια διαθέσιμου κεφαλαίου, με στόχο την επένδυση των χρημάτων που του είχε η ίδια εμπιστευθεί. Εντούτοις, ο πρώτος εναγόμενος, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, προέβη αυτοβούλως και παρανόμως, δίχως να έχει προς τούτο τη σχετική συναίνεση της ενάγουσας, στη θέση της υπογραφής αυτής, ως πρώτης οπισθογράφου, επί του σώματος των επιδίκων επιταγών, όπως επίσης και του αριθμού του αστυνομικού δελτίου ταυτότητάς της, κάτωθι της υπογραφής και του ονοματεπωνύμου αυτής και φερόμενος ο ίδιος, ως τελευταίας κομιστής των εν λόγω επιταγών, εμφάνισε αυτές στο υποκατάστημα Αμαρουσίου της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, αυθημερόν (ήτοι κατά την ημέρα εκδόσεως εκάστης επιταγής) και εισέπραξε τα αναγραφόμενα σε αυτές ποσά, ιδιοποιούμενος αυτά παράνομα και προκαλώντας στην ενάγουσα αντίστοιχη περιουσιακή ζημία. Περαιτέρω, οι υπογραφές που τέθηκαν από τον Θ.Σ. του Ν. στις άνω επιταγές στη θέση του πρώτου οπισθογράφου, κατ' ελεύθερη απομίμηση του γνησίου τρόπου της υπογραφής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, διαφοροποιούνται σημαντικά από τις γνήσιες ως προς την δομή τους, έτσι ώστε να καθίσταται εμφανές και μακροσκοπικά ότι δεν ανήκαν στην ενάγουσα χωρίς να απαιτείται από τους υπαλλήλους της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας του εν λόγω καταστήματός της, εξειδιασμένη επιμέλεια και ειδικές γνώσεις γραφολόγου ή ειδικού πραγματογνώμονα για την εξακρίβωση της πλαστότητας κατά τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, συγκριτικά με το δείγμα υπογραφής της ενάγουσας, που υπήρχε στο αρχείο του καταστήματος της εναγομένης. Όπως προαναφέρθηκε στην αρχή της απόφασης, υποχρέωση της πληρώτριας τράπεζας, [στην προκειμένη περίπτωση της εναγόμενης], κατά την πληρωμή επιταγών, είναι να ελέγχει την κανονικότητα της συνέχειας των γενομένων οπισθογραφήσεων, όχι όμως και το υπαρκτό των υπογραφών των οπισθογράφων. Επίσης, με βάση τη σύμβαση περί επιταγής η πληρώτρια τράπεζα υποχρεούται να ελέγχει την υπογραφή του εκδότη με αντιπαραβολή προς το τηρούμενο δείγμα υπογραφής του, ενώ όταν κατονομάζεται ο λήπτης της επιταγής, η τράπεζα οφείλει να ελέγχει κατά πόσο η ταυτότητα του αιτούντος την πληρωμή κομιστή συμπίπτει με το όνομα του δικαιούχου της επιταγής με βάση το κείμενο του τίτλου. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι οι επιφορτισμένοι προς τούτο υπάλληλοι της εναγομένης, δεν ήλεγξαν επιμελώς τη γνησιότητα των υπογραφών της επιταγής με το δείγμα υπογραφής της ενάγουσας, που φερόταν ως οπισθογράφος των επιταγών, το οποίο υπήρχε στο αρχείο του καταστήματος της εναγομένης και έτσι απέτυχαν να διαπιστώσουν από την αντιπαραβολή τους, την εμφανή και την μακροσκοπικά παρατηρήσιμη διαφορά, η οποία ήταν εμφανής λόγω της σημαντικής διαφοροποίησής τους. Περαιτέρω, οι υπάλληλοι της εναγομένης όφειλαν, καίτοι οι επιταγές δεν έφεραν εμφανώς επίμεμπτα εξωτερικά στοιχεία και ούτε θα μπορούσαν να φέρουν αφού όντως εκδόθηκαν από την εναγομένη παρουσία της ενάγουσας και εις διαταγήν της, να ελέγξουν την υπογραφή στην θέση του οπισθογράφου, αφενός λόγω και των μεγάλων ποσών των επιταγών και ιδία της πρώτης, αφετέρου λόγω της συνεργασίας μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης τράπεζας, η οποία δεν ήταν η συνήθης, αφού η πρώτη (ενάγουσα) ανήκε στην κατηγορία πελατών Private Banking, η οποία κατηγορία απολαμβάνει «μέγιστη πληροφόρηση και προστασία». Επομένως, με βάση τις τραπεζικές συνήθειες και την αντικειμενικά καλή πίστη, οι υπάλληλοι του συγκεκριμένου καταστήματος της εναγομένης δεν προέβησαν σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες προκειμένου να εξακριβώσουν την γνησιότητα των υπογραφών στα σώματα των ενδίκων επιταγών, καίτοι εάν έπρατταν τούτο, θα είχαν τη δυνατότητα να διαγνώσουν τη σχετική πλαστογραφία μακροσκοπικά και χωρίς ειδικές γνώσεις. Συνακόλουθα, η πληρωμή τους και η επιγενόμενη από το λόγο αυτό ζημία της ενάγουσας από τη χρέωση του λογαριασμού της από τον οποίο σύρονταν οι επιταγές, οφείλεται στις υπαίτιες και αμελείς πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, δηλαδή παρέλειψαν να κάνουν τον παραπάνω προσήκοντα έλεγχο σύγκρισης των υπογραφών των επιταγών και των τηρουμένων δειγμάτων στο υποκατάστημα και ο έλεγχος που πραγματοποίησαν τελικά ήταν άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος. Έτσι τα ανωτέρω συνιστούν παράβαση της υποχρέωσης της εναγομένης, η οποία τελέσθηκε από τους προστηθέντες αρμόδιους υπαλλήλους της προς τούτο, απορρέουσας από τη σύμβαση της επιταγής, ερμηνευόμενη πάντα υπό το πρίσμα της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών σύμφωνα και με τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη της τραπεζικής πρακτικής. Περαιτέρω και υπό το πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών από την εναγόμενη τράπεζα, όσον αφορά την πληρωμή των ενδίκων επιταγών, η συμπεριφορά που εκδηλώθηκε από τους προστηθέντες υπαλλήλους της δεν ανταποκρινόταν στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, που όφειλε η εναγομένη να τηρήσει απέναντι στην ενάγουσα πελάτη της.

Συνεπώς και εφόσον βαρύνει τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης πταίσμα κατά την πληρωμή των εν λόγω επιταγών, θεμελιώνεται ευθύνη της εναγομένης και με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την «προστασία του καταναλωτή» και με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε μεν την παράλειψη των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης να διακριβώσουν την γνησιότητα της υπογραφής της ενάγουσας - πρώτης οπισθογράφου στην οπίσθια όψη των ενδίκων επιταγών και να αντιπαραβάλουν την συγκεκριμένη υπογραφή με το τηρούμενο στο ηλεκτρονικό αρχείο της τράπεζας δείγμα υπογραφής της ενάγουσας, αλλά έκρινε ότι η παράλειψη αυτή δεν στοιχειοθετεί αμέλεια και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, αναφορικά με τις ένδικες επιταγές, τόσο την κύρια βάση της αγωγής όσο και την επικουρική, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και έτσι τα υποστηριζόμενα με όλους τους συναφείς λόγους έφεσης της ενάγουσας περί αμέλειας των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης είναι ουσιαστικά βάσιμα». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης) και αφού εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή της ως ουσία αβάσιμη, κρατώντας και δικάζοντας κατ’ ουσίαν, έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσία βάσιμη.

Με αυτά, που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 του ν. 2251/1994 σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 288, 298, 299, 330 εδ. β', 914, 922, 932 ΑΚ, καθώς και αυτή του άρθρου 35 του ν. 5960/1933, που ήταν εφαρμοστέες, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον υπό τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι παραλείψεις των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης, στο πλαίσιο της παροχής των υπηρεσιών της, να προβούν, κατά την εμφάνιση και πληρωμή των ένδικων επιταγών, στις επιβεβλημένες ενέργειες για έλεγχο και εξακρίβωση της υπογραφής της αναιρεσίβλητης πελάτισσάς της, ως πρώτης οπισθογράφου στις ένδικες επιταγές, προς διαφύλαξη των συμφερόντων της, ενόψει του ότι επρόκειτο περί επιταγών, που εκδόθηκαν από την αναιρεσείουσα σε διαταγή της ίδιας (αναιρεσίβλητης), συγκροτούν τη νομική έννοια της αμέλειας καθόσον αποκλίνει σημαντικά και ασυνήθιστα από τη συμπεριφορά, που θα επεδείκνυε ένας μέτρια συνετός άνθρωπος υπό ανάλογες περιστάσεις, και συνιστούν υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά αυτών σε βάρος της αναιρεσίβλητης, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την προκληθείσα σε αυτή ζημία και θεμελιώνει εντεύθεν την ένδικη αξίωση της αναιρεσίβλητης προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεδομένου ότι η εν λόγω συμπεριφορά ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το ανωτέρω επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και προκάλεσε κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του. Τούτο δε διότι, ειδικότερα, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι υπογραφές που τέθηκαν από τον πρώτο εναγόμενο (μη διάδικο εν προκειμένω), στην οπίσθια πλευρά των ένδικων επιταγών, κάτωθι της ένδειξης «θέση πρώτης οπισθογραφήσεως» διέφεραν ουσιωδώς ως προς την δομή τους τους, από την γνήσια υπογραφή της αναιρεσίβλητης, που υπήρχε στο αρχείο της αναιρεσείουσας, η διαπίστωση δε αυτή από έναν μέσο ταμειολογιστή δεν απαιτούσε εξειδιασμένη επιμέλεια ούτε ειδικές γνώσεις γραφολογίας, Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της παραβίασης των προαναφερόμενων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, είναι αβάσιμος. Επίσης, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ` αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερόμενων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες έτσι δεν παρεβίασε εκ πλαγίου, αφού παρατίθενται στην απόφαση με σαφήνεια τα, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα για την συνδρομή της απαραίτητης, για τη θεμελίωση της ευθύνης της αναιρεσείουσας, προϋπόθεσης της υπαιτιότητας των προστηθέντων υπαλλήλων αυτής, με τις επιστηρίζουσες το πόρισμα αυτό επιμέρους παραδοχές ότι : α) οι διαφορές στις υπογραφές των επίδικων επιταγών συγκριτικά με τη γνήσια υπογραφή της ενάγουσας ήταν εμφανώς ορατές και παρατηρήσιμες και μακροσκοπικά, β) τα ποσά των επιταγών, ιδία της πρώτης, ήταν σημαντικά και γ) η αναιρεσίβλητη ανήκε στην κατηγορία πελατών Pri­vate Banking, η οποία κατηγορία απολαμβάνει «μέγιστη πληροφόρηση και προστασία» και συνεπώς τα πιο πάνω περιστατικά, μπορούσαν και έπρεπε να δημιουργήσουν υποψίες στους υπαλλήλους της εναγομένης (αναιρεσείουσας) που ενέκριναν την πληρωμή των επιταγών, σχετικά με την ουσιαστική νομιμοποίηση του κομιστή αυτών. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα της υπαιτιότητας των υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, είναι αβάσιμος. 

Κ.Γ.