ΑΠ 810/2024

73
2025
03
 
Άρειος Πάγος (Α1΄ Τμήμα)
Αριθ. 810/2024
 
Πρόεδρος: Α. Υφαντή, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Φ. Μηλιώνη, Αρεοπα­γί­της
Δικηγόροι: Ν. Νάκης, Ε. Σταμκόπουλος
 
 

Συμβάσεις ανώνυμης εταιρείας με τα μέλη του ΔΣ. Έννοια τρέχουσας συναλλαγής. Τα μέλη του ΔΣ συνδέονται με την εταιρεία με σχέση εντολής. Εφόσον αμείβονται για τη συμμετοχή τους σε αυτή θεωρείται μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Εάν προσφέρουν και άλλες υπηρεσίες στην εταιρεία έναντι αμοιβής απαιτείται για την κατάρτιση έγκυρης σύμβασης η έγκριση της ΓΣ (Άρθρα 23α ν. 2190/1920 (νυν 33 ν. 3604/2007), 68 & 713 ΑΚ). 

 

(…) Σύμφωνα με το άρθρο 23α του ν. 2190/ 1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 33 του ν. 3604/2007 και εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή ως εκ του χρόνου κατάρτισης της σύμβασης για την οποία πρόκειται, «Δάνεια της εταιρείας προς ιδρυτάς, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, γενικούς διευθυντάς ή διευθυντάς αυτής, συγγενείς αυτών μέχρι και του τρίτου βαθμού εξ αίματος ή αγχιστείας συμπεριλαμβανομένων ή συζύγους των ανωτέρω, ως και παροχή πιστώσεων προς αυτούς καθ’ οιονδήποτε τρόπον ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα» (§ 1), ενώ «Οιαιδήποτε άλλαι συμβάσεις της εταιρείας μετά των άνω προσώπων είναι άκυροι άνευ προηγουμένης ειδικής εγκρίσεως αυτών υπό της γενικής συνελεύσεως των μετόχων. Η έγκρισις δεν παρέχεται αν εις την απόφασιν αντεντάχθησαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το 1/3 του εν τη συνελεύσει εκπροσωπουμένου μετοχικού κεφαλαίου. Η απαγόρευσις αύτη δεν ισχύει προκειμένου περί συμβάσεως μη εξερχομένης των ορίων της τρεχούσης συναλλαγής της εταιρείας μετά των πελατών της» (§ 2). Μεταξύ των προσώπων της § 2 του ιδίου άρθρου, για τα οποία απαιτείται κατά τα προαναφερθέντα ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ανώνυμης εταιρίας προς σύναψη σύμβασης με τα πρόσωπα αυτά, συγκαταλέγονται τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου. Οι διατάξεις αυτές θεσπίσθηκαν για την πρόληψη ενδεχομένων καταχρήσεων εκ μέρους των προσώπων αυτών, τα οποία, λόγω της ιδιότητας και της θέσης των, είναι δυνατόν να συντελέσουν αποφασιστικά στη σύναψη επιζήμιων για την εταιρία συμβάσεων προς ίδιο όφελος (ΑΠ 131/2022, ΑΠ 1245/2018, ΑΠ 1036/2017, ΑΠ 791/2015). Από τη διατύπωση των ως άνω διατάξεων σε συνδυασμό με τον κατά τα άνω επιδιωκόμενο από αυτές σκοπό, συνάγεται ότι τον κανόνα αποτελεί η ακυρότητα των οιωνδήποτε συμβάσεων, επομένως και της σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, που συνάπτουν με την ανώνυμη εταιρία τα αναφερόμενα στις διατάξεις αυτές πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνονται τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, και ότι κατ' εξαίρεση οι συμβάσεις αυτές είναι έγκυρες στις περιπτώσεις της χορήγησης ειδικής προς τούτο άδειας από τη γενική συνέλευση και υπό τον όρο ότι δεν θα αντιταχθούν μέτοχοι που συγκεντρώνουν ορισμένο ποσοστό του εκπροσωπουμένου στη γενική συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου ή στις περιπτώσεις της ένταξης των συμβάσεων αυτών εντός των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρίας (ΑΠ 1245/2018, ΑΠ 1036/2017, ΑΠ 791/2015). Ως «τρέχουσα συναλλαγή» της εταιρίας με τρίτους, όρος που χρησιμοποιείται στο νόμο όχι κυριολεκτικά, αλλά προς δήλωση του συνήθως συμβαίνοντος, θεωρείται εκείνη που βάσει του αντικειμένου της εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρίας, ήτοι αυτή που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η εταιρία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσομένους με αυτή. Επομένως σύμβαση, το αντικείμενο της οποίας διαφέρει από εκείνο των συμβάσεων που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρίας ή που κατά το περιεχόμενό του υπερβαίνει το συγκεκριμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τη δραστηριότητα της εταιρίας, την οικονομική της ευρωστία, τις ανάγκες της εταιρίας που ικανοποιούνται με τις συμβάσεις αυτές και τις συνήθειες που κρατούν στις συναλλαγές για συμβάσεις του αυτού είδους, εξέρχεται από τα όρια της τρέχουσας συναλλαγής και επομένως είναι άκυρη, εάν δεν παρασχεθεί η από τις διατάξεις αυτές προβλεπόμενη ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης (ΑΠ 1245/ 2018, ΑΠ 791/2015). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23α § 2 και 24 § 3 του ως άνω νόμου 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών, όπως αυτά ίσχυαν πριν το άρθρο 23 αντικατασταθεί με το άρθρο 33 του ν. 3604/2007 και πριν το άρθρο 24 καταργηθεί με το άρθρο 189 του ν. 4548/2018, 68 και 713 επ. του ΑΚ, συνάγεται ότι το μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας συνδέεται με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας με σχέση εντολής. Αν για τις υπηρεσίες που προσφέρει λαμβάνει αμοιβή, η σχέση του χαρακτηρίζεται ως μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, αφού λόγω της ως άνω ιδιότητάς του ασκεί εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, είναι όργανο της εταιρίας και υποβάλλεται στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο. Δεν αποκλείεται, όμως, το μέλος του διοικητικού συμβουλίου, παράλληλα προς τα καθήκοντα που έχει από το νόμο ή το καταστατικό της εταιρίας, να παρέχει σ’ αυτήν και υπηρεσίες με αμοιβή, τακτικώς καταβαλλόμενη, σε εκτέλεση ιδιαίτερης σύμβασης, για το κύρος της οποίας απαιτείται έγκριση της γενικής συνέλευσης των μετόχων (ΑΠ 131/2022, ΑΠ 1989/2017). Σε κάθε περίπτωση, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της μεταξύ των μερών συμβατικής σχέσης, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, εκτιμώντας όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος (ΟλΑΠ 3/2021, ΟλΑΠ 13/2017, ΟλΑΠ 8/2011, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1374/2017) …. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα : «Ο ενάγων, Κ.Γ. μαζί με τα δύο αδέρφια του, τον Δ. και τον Α., συνέστησαν δια του από 13.7.1971 ιδιωτικού συμφωνητικού ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «Α.Γ. ΟΕ - είδη .....», με σκοπό την «παραγωγή και πώληση ... ειδών και νάυλων εις σάκους παντός είδους και εις φύλλα», από την οποία το έτος 1981 με το με αριθμό 23242/24.3.1981 συμβόλαιο του άλλοτε Συμβολαιογράφου ..., Β.Μ. που δημοσιεύθηκε νόμιμα, προήλθε, δια μετατροπής, η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, που έχει τον ίδιο σκοπό με την ΟΕ. Από τις 6.5.1993 μετά από μεταβίβαση μετοχών από τον ενάγοντα στον αδερφό του Δ., Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης, ο μεν ενάγων κατέχει το 49% των μετοχών της εναγόμενης, ο δε αδερφός του το υπόλοιπο 51% των μετοχών της. Ο ενάγων ήταν μέλος του ΔΣ της εταιρίας από το 1981 που ιδρύθηκε η άνω εταιρία μέχρι τις 30.6.2007, οπότε και παραιτήθηκε και έκτοτε έπαψε να μετέχει του ΔΣ αυτής. Καθ' όλη τη διάρκεια της συμμετοχής του στην εταιρία απασχολούνταν με την παρακολούθηση της παραγωγικής λειτουργίας της επιχείρησης στο πλαίσιο του ενδιαφέροντος ως βασικού μετόχου και ιδρυτή της εταιρίας. Τις υπηρεσίες του αυτές τις προσέφερε χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τηρεί συγκεκριμένο ωράριο, ενώ δεν είχε νομική εξάρτηση από τα όργανα της εναγομένης υπό την έννοια του ελέγχου κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εποπτεία ως προς τον τόπο, τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, συμμορφούμενος σε εντολές και οδηγίες του ΔΣ ή των άνω διευθυνόντων συμβούλων αυτής, ασκώντας στην πραγματικότητα εργοδοτικά καθήκοντα υπό την ιδιότητα αρχικά του μέλους του ΔΣ της εναγομένης και Προέδρου αυτού και στη συνέχεια ενός εκ των δύο μετόχων αυτής και συνιδιοκτήτη των πραγμάτων της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με το από 7.8.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφηκε από τους ως άνω μοναδικούς μετόχους της εναγομένης, ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να απασχολείται πλήρως με τις εταιρικές υποθέσεις συνεισφέροντας στην επίτευξη των εταιρικών σκοπών, χωρίς να έχει ο ίδιος ή μέλη της οικογένειάς του σχέση με ανταγωνιστικές επιχειρήσεις αντί μηνιαίας αμοιβής 2500 ευρώ, πλέον 200 ευρώ για έξοδα καυσίμων του ΙΧΕ αυτοκινήτου του και 550 ευρώ για ασφαλιστικές του εισφορές στο ΤΕΒΕ. Έκτοτε η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα την ως άνω αμοιβή και έξοδα έως την 16.1.2009, από δε την 13.2.2009 λόγω των τεταμένων σχέσεων που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των άνω μετόχων, έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, ενώ από τον Μάρτιο του 2007 έπαυσε να του καταβάλει και το ποσό των 550 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές του στο ΤΕΒΕ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους είναι αυτή της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η οποία σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ήταν άκυρη διότι για την έγκυρη σύναψη τέτοιας συμβάσεως, εξερχόμενης σαφώς των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρίας, απαιτούνταν η ειδική έγκριση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε. Το ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο αναφέρεται ο ενάγων, δεν αποτελεί απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας και ο ισχυρισμός της ότι το ιδιωτικό συμφωνητικό αποτελεί την απαιτούμενη προηγούμενη έγκριση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας για τη σύναψη οποιασδήποτε συμβάσεως με τον ενάγοντα τυγχάνει απορριπτέος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν κατέστη άνευ νομίμου αιτίας αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος του ενάγοντος από τη μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών (ΤΕΒΕ) σ’ αυτόν, καθόσον αυτή αφενός δεν είχε σχετική υποχρέωση να καταβάλει τις ασφαλιστικές εισφορές αυτού αφού με βάση το άνω από 7.8.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό ο ενάγων συμφώνησε με τον Δ.Γ. ότι θα ελάμβανε για τις υπηρεσίες του που προσέφερε στην εταιρία το ποσό των 550 ευρώ για εισφορές προς το ΤΕΒΕ, και γι' αυτό άσκησε την υπό κρίση αγωγή, αφού το άνω συμφωνητικό είναι μία ενοχική συμφωνία μεταξύ δύο φυσικών προσώπων, όπου κανείς τους δεν ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό της εταιρίας, αφετέρου αν συμβάλλονταν με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών με άλλο πρόσωπο δε θα του κατέβαλε ποσά ασφαλιστικών εισφορών. Εξάλλου ο ενάγων δεν απέδειξε ότι κατά τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στην εταιρία, θα παρείχε σε άλλον εργοδότη τις υπηρεσίες του με έγκυρη σύμβαση και ότι θα εισέπραττε τα ως άνω ποσά και ότι αυτά τα ποσά είναι το διαφυγόν του κέρδος, καθόσον σε περίπτωση διαρκούς έννομης σχέσης (άκυρης σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών), ο αποδοτέος πλουτισμός συνίσταται στη δαπάνη που ο εργοδότης εξοικονόμησε, ίση με την αμοιβή που θα κατέβαλε για την παροχή των ίδιων υπηρεσιών σε κάποιον άλλο ανεξάρτητο επαγγελματία, που θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες ... Και βέβαια σε κάθε περίπτωση αποδίδεται η αξία της εργασίας που παρασχέθηκε με βάση το ύψος της αμοιβής που συνηθίζεται να καταβάλλεται κάθε φορά στην αγορά εργασίας για όμοια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Τα άνω δε ποσά ο ενάγων τα εισέπραττε επειδή ήταν μέτοχος και όχι για τις υπηρεσίες που παρείχε στην εταιρία. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι τα ίδια ποσά λάμβανε και ο άλλος μέτοχος, Δ.Γ., ως και ότι οποιοσδήποτε τρίτος προσλαμβάνονταν ως υπεύθυνος παραγωγής στην εταιρία θα λάμβανε τα ίδια ποσά πρέπει να απορριφθεί. Συνεπώς ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εναγομένη εταιρία κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη με εξοικονόμηση δαπάνης, ήτοι το ποσό των 14624,54 ευρώ που δεν κατέβαλε στον ίδιο ή στον ΟΑΕΕ από Φεβρουάριο του 2007 έως 14.2.2009 για τις ασφαλιστικές του εισφορές προς τον ΟΑΕΕ τυγχάνει απορριπτέος ...». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, συνεκδικάζοντας τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, δέχθηκε την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 23α ν. 2190/1920, καθόσον διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της ύπαρξης ή μη νόμιμης αιτίας για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό της αναιρεσίβλητης. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι με το από 7.8.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε από τους μοναδικούς μετόχους της αναιρεσίβλητης, ήτοι τον αναιρεσείοντα και τον αδελφό του Δ.Γ., ο αναιρεσείων ανέλαβε την υποχρέωση να απασχολείται πλήρως με τις εταιρικές υποθέσεις, συνεισφέροντας στην επίτευξη των εταιρικών σκοπών, αντί μηνιαίας αμοιβής 2500 ευρώ, πλέον 200 ευρώ για έξοδα καυσίμων του ΙΧΕ αυτοκινήτου του και 550 ευρώ για ασφαλιστικές του εισφορές στο ΤΕΒΕ, ότι βάσει του συμφωνητικού αυτού η αναιρεσίβλητη κατέβαλε στον αναιρεσείοντα την ως άνω αμοιβή και έξοδα έως την 16.1.2009, ενώ από την 13.2.2009, λόγω των τεταμένων σχέσεων που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των άνω μετόχων, έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του αναιρεσείοντος και από τον Μάρτιο του 2007 έπαυσε να του καταβάλει και το ποσό των 550 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές του στο ΤΕΒΕ και ότι από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους είναι αυτή της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η οποία ήταν άκυρη, διότι για την έγκυρη σύναψη τέτοιας σύμβασης, εξερχομένης σαφώς των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της αναιρεσίβλητης, απαιτείτο η ειδική έγκριση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δεν δεσμεύεται από το άνω από 7.8.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, διότι αυτό είναι μία ενοχική συμφωνία μεταξύ δύο φυσικών προσώπων, όπου κανείς τους δεν ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό της εταιρίας. Ωστόσο, η παραδοχή αυτή, ήτοι ότι δεν υφίστατο κατά την υπογραφή του άνω συμφωνητικού νόμιμη εκπροσώπηση της αναιρεσίβλητης εταιρίας, έρχεται σε αντίφαση με την προαναφερθείσα παραδοχή περί της ύπαρξης μεταξύ των διαδίκων σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, πλην όμως άκυρης, λόγω της μη έγκρισής της από τη γενική συνέλευση της αναιρεσίβλητης. Τέλος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε χωρίς αιτιολογία και σε αντίφαση με τις προηγηθείσες παραδοχές του ότι τα ως άνω ποσά της αμοιβής και των εξόδων του ο αναιρεσείων τα εισέπραττε από την αναιρεσίβλητη επειδή ήταν μέτοχος και όχι για τις υπηρεσίες που παρείχε σ' αυτήν. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού κατέληξε στο ανωτέρω αποδεικτικό του πόρισμα με ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της ύπαρξης ή μη νόμιμης αιτίας για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό της αναιρεσίβλητης σε βάρος της περιουσίας του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας αυτού, παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, αφού τυχόν παραδοχή τους θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα …».

Δ.Σ.