ΑΠ 379/2024
Άρειος Πάγος (Α1΄ Τμήμα)
Αριθ. 379/2024
Πρόεδρος: Α. Υφαντή, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Ε. Νικόπουλος, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Α. Νάνου-Καρολίδου, Ο. Μενδρινού
Παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. Μη αντίθεση των σχετικών διατάξεων στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Αίτηση προς την αρμόδια αρχή για πληρωμή της απαίτησης. Εάν η αρμόδια αρχή δεν απαντήσει η παραγραφή αρχίζει 6 μήνες μετά τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Οι προβλέψεις του άρθρου 143 ν. 4270/2014 που ρυθμίζουν την παραγραφή των απαιτήσεων σε βάρος του Δημοσίου τυγχάνουν ειδικές έναντι αυτών των άρθρων 140 ν. 4270/2014, 250 και 270 ΑΚ, με συνέπεια να έλκονται σε εφαρμογή οι πρώτες κατά τον κανόνα “lex specialis derogat legi generali”. Οι εισαγόμενες εξαιρέσεις που προβλέπουν συντομότερο χρόνο παραγραφής στις απαιτήσεις κατά του Δημοσίου, σε σχέση με τις γενικότερες ρυθμίσεις του ν. 4270/2014 και του ΑΚ δεν έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, διότι υπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (Άρθρ. 93 ν. 2362/1995, 143 ν. 4270/2014, άρθρο 6 § 1 α' της ΕΣΔΑ, άρθρ. 4 § 1 Σ).
Κατά το άρθρο 93 ν. 2362/1995: «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως...». Από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 93 του ν. 2365/1995 προκύπτει ότι η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, με την υποβολή στην αρμόδια αρχή αιτήσεως για πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής, αν δε η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως (ΑΠ 612/ 2022, ΑΠ 996/2018) και όχι από το τέλος του έτους κατά το οποίο συνέβη το διακοπτικό γεγονός. Η ρύθμιση αυτή επαναλήφθηκε και στην διάταξη του άρθρου 143 του ν. 4270/2014, όπου υπό τον τίτλο: «Διακοπή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου» ορίζεται ότι : «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α. Με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β. Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. γ. Με την υποβολή αίτησης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία θεώρησης ή έγκρισης του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αν δεν εκδοθεί πρακτικό, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. δ. Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται. ε. Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή. στ. Με την αναγνώριση της απαίτησης από το Δημόσιο με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό.» Κατά συνέπεια, ενόψει της ρητής αυτής ρυθμίσεως, δεν υφίσταται κενό και επομένως ούτε πεδίο αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 270 § 2 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η παραγραφή που διακόπηκε, στις περιπτώσεις των αξιώσεων του άρθρου 250 ΑΚ, αρχίζει εκ νέου μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Εξάλλου, η ειδική αυτή ρύθμιση του άρθρου 93 ν. 2362/1995, η οποία επαναλήφθηκε στο άρθρο 143 ν. 4270/2014, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 4 § 1, 2 § 1, 20 § 1, 25 § 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 6, 13, 14 ΕΣΔΑ, διότι η διάταξη του άρθρου 143 ν. 4270/2014, είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 141 του ίδιου νόμου, όπως αντίστοιχα ειδική ήταν η διάταξη του άρθρου 93 ν. 2362/1995 σε σχέση με εκείνες 90 § 1 και του άρθρου 91 εδ. α του ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το ζήτημα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως σαφώς συνάγεται από την προαναφερόμενη ρητή επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 91 εδ. α' του ν. 2362/1995 ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων. Τέτοια ειδική διάταξη είναι και η διάταξη του άρθρου 90 § 3 ν. 2362/1995, η οποία, γι' αυτόν τον λόγο, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόμου (ΑΕΔ 32/2008, Ολ.ΑΠ 29/2006). Τα αυτά ισχύουν για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για τις αντίστοιχες ρυθμίσεις των άρθρων 140, 141 και 143 του ν. 4270/2014. Η βραχυπρόθεσμη παραγραφή που θεσπίζεται με τις παραπάνω διατάξεις, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από εκείνον παρομοίων αξιώσεων του άρθρου 250 αριθ. 6 και 17 του ΑΚ, δεν αντίκειται στην αρχή της (δικονομικής) ισότητας του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος, αφού η διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων του Δημοσίου (ΑΕΔ 1/2012), ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υπόχρεων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 § 1 α' της ΕΣΔΑ (που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα) ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (με τις οποίες κατοχυρώνεται η αρχή του σεβασμού της περιουσίας, τάσσονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη στέρηση της ιδιοκτησίας και αναγνωρίζεται η εξουσία των κρατών μελών να ρυθμίζουν με νόμο τη χρήση των αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον), αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν τον νομοθέτη να καταργεί ακόμη και ενοχικά δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής), αλλά όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη θέση τους σε ισχύ (ΑΕΔ 9/2009, ΟλΑΠ 38/2005, ΑΠ 996/2018). Ειδικότερα, ενόψει της ευρείας ευχέρειας που παρέχει η επιφύλαξη νόμου του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος, ο κοινός εθνικός νομοθέτης μπορεί να προβλέπει διαφορετικούς κανόνες για τις δίκες στις οποίες διάδικος είναι και το Δημόσιο ή άλλος φορέας δημόσιας εξουσίας, εφόσον οι εισαγόμενες εξαιρέσεις από τις γενικές ρυθμίσεις υπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Έτσι, στο πεδίο των δικών του Δημοσίου, με βάση την ίδια επιφύλαξη νόμου, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να προβλέψει διαφορετική προθεσμία και αφετηρία παραγραφής διαφορετικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, καθώς και επανενάρξεως της τυχόν διακοπείσας παραγραφής, εφόσον η προβλεπόμενη εκάστοτε προθεσμία δεν είναι υπέρμετρα σύντομη, ώστε να αναιρεί ή να παρεμποδίζει ουσιωδώς την αποτελεσματική άσκηση του προστατευόμενου δικαιώματος (ΑΠ 996/2018). Κατά το άρθρο 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005, ΑΠ 1137/2019, ΑΠ 185/2019, ΑΠ 326/2018).
(…)
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα για την άσκηση αυτής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 189 αριθ. 1, 191 αριθ. 2 ΚΠολΔ) μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 § 1 του ν. 3693/1957, όπως ορίζονται στο διατακτικό. [Άρθρα 91, 93 ν. 2362/ 1995, 140, 141, 143 ν. 4270/2014, 4 § 1, 2 § 1, 20 § 1, 25 § 1 Συντάγματος 6,13,14 ΕΣΔΑ, 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ].
Ε.Π.