ΑΠ 280/2024
Άρειος Πάγος (Α1΄ Τμήμα)
Αριθ. 280/2024
Πρόεδρος: Α. Υφαντή, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Μ. Πετσάλη, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Λ. Μικέλη-Γαλή, Α. Τσιμπληνίδης
Συνέχιση εκτέλεσης κατ΄ άρθρο 925 ΚΠολΔ – Κοινοποίηση νομιμοποιητικών εγγράφων στην ειδική και στην (οιονεί) καθολική διαδοχή. Στην περίπτωση της έναρξης ή συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης από διάδοχο, όσον αφορά τα κοινοποιούμενα έγγραφα με ποινή ακυρότητάς της και ανεξάρτητα από βλάβη, υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ της ειδικής διαδοχής, όπου πρέπει να κοινοποιείται η ουσιαστικού δικαίου σύμβαση, διότι είναι απαραίτητη η αναγωγή στις επιμέρους συμφωνίες (λ.χ. της εκχωρήσεως), ώστε να διαπιστωθεί ο φορέας του επίδικου δικαιώματος, και, αντίθετα, της (οιονεί) καθολικής διαδοχής, αφού στην τελευταία περίπτωση η περιουσία της δικαιοπαρόχου μεταβαίνει ως σύνολο στον διάδοχο και δεν υπάρχει ανάγκη για εξακρίβωση του φορέα συγκεκριμένων δικαιωμάτων της διαδοχής (Άρθρο 925 ΚΠολΔ).
(…). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 § 1 του ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ' ού η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ού η εκτέλεση έλαβε με άλλον τρόπο γνώση της διαδοχής (ΑΠ 1343/2022). Ως νομιμοποιούντα το διάδοχο έγγραφα νοούνται εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβιβάσεως και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος, τα οποία και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 § 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτελέσεως ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής η ουσιαστικού δικαίου σύμβαση πρέπει να κοινοποιείται, διότι είναι απαραίτητη η αναγωγή στις επιμέρους συμφωνίες (λ.χ. της εκχωρήσεως), ώστε να διαπιστωθεί ο φορέας του επίδικου δικαιώματος, που αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της νομιμοποιήσεως, ενώ αντίθετα, στην περίπτωση της (οιονεί) καθολικής διαδοχής, όπως επί συγχωνεύσεως ανωνύμων εταιρειών, δεν υπάρχει ανάγκη για εξακρίβωση του φορέα συγκεκριμένων δικαιωμάτων της διαδοχής, αφού στην περίπτωση αυτή η περιουσία της απορροφώμενης εταιρείας μεταβαίνει ως σύνολο στην απορροφώσα εταιρεία, γι' αυτό και απαιτείται μόνον η συγκοινοποίηση της αποφάσεως του Υπουργού Αναπτύξεως, με την οποία εγκρίνεται η συγχώνευση, καθώς και η σχετική ανακοίνωση της καταχωρήσεως όλων των συγχωνευόμενων εταιρειών στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών (ΑΠ 345/2006).
(…)
Το Εφετείο, προέβη σε παρά το νόμο κήρυξη ακυρότητας των πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, η νομιμοποίηση της πρώτης αναιρεσείουσας ως ειδικής διαδόχου της Τράπεζας Κ. προέκυπτε από τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στους καθ' ων η εκτέλεση - αναιρεσίβλητους, τα οποία αποδείκνυαν την συντέλεση της μεταβιβάσεως της επίδικης απαιτήσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους όρους της από 26.3.2013 συμβάσεως πωλήσεως και μεταβιβάσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ της Τράπεζας Κ. και της πρώτης αναιρεσείουσας, κατόπιν του υπ’ αριθ. …/26.3.2013 διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κ. «περί της πωλήσεως των εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Τράπεζας Κ.» και κοινοποιήθηκε στους αναιρεσίβλητους, μεταξύ των στοιχείων του ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στην πρώτη αναιρεσείουσα από την πωλήτρια Τράπεζα Κ. είναι και τα ελληνικά δάνεια, όπως αυτά κατονομάζονται και στο Παράρτημα 1 της ως άνω συμβάσεως ως στοιχεία του ενεργητικού. Ως ελληνικά δάνεια που μεταβιβάστηκαν στην πρώτη αναιρεσείουσα νοούνται κατά τον όρο 1 της συμβάσεως «όλες οι δανειακές απαιτήσεις» (είτε υπό τη μορφή χρεογράφων, είτε υπό άλλη μορφή και συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτική μίσθωση και πρακτόρευση απαιτήσεων, πλέον των συναφών δεδουλευμένων τόκων και συναφών εξασφαλίσεων), όπως καταγράφονται στα βιβλία της πωλήτριας Τράπεζας Κ., καθώς και όλα τα ναυτιλιακά και άλλα δάνεια της πωλήτριας, όλα αυτά όπως προσδιορίζονται στα αρχεία με την επωνυμία «Τράπεζα Κ.» και «θυγατρικές Τράπεζας Κ.» στο CD, που υπογράφηκε από τα μέρη για τον σκοπό ταυτοποίησης. Από την παραπάνω σύμβαση που ορίζει ρητά ότι στην πρώτη αναιρεσείουσα μεταβιβάστηκαν ως στοιχεία του ενεργητικού και τα ελληνικά δάνεια, δηλαδή όλες οι δανειακές απαιτήσεις της Τράπεζας Κ., πλέον δεδουλευμένων τόκων και συναφών εξασφαλίσεων, και από τα λοιπά έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στους αναιρεσίβλητους, αποδεικνύεται η συντέλεση της μεταβιβάσεως της επίδικης απαιτήσεως στην πρώτη αναιρεσείουσα και ως εκ τούτου αυτή νομιμοποιείται ως ειδική διάδοχος της Τράπεζας Κ. να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, μη απαιτουμένης της κοινοποιήσεως στους αναιρεσίβλητους του ψηφιακού δίσκου (CD) που υπογράφηκε από τα μέρη «για το σκοπό ταυτοποίησης», αφού αυτός δεν ορίστηκε ως αποδεικτικός τύπος της συντελέσεως της μεταβιβάσεως των δανείων. Επομένως, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, ενώ λόγω της αναιρετικής εμβέλειας αυτού, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 § 3ΚΠολΔ).
Σ.Λ.