ΑΠ 80/2024

73
2025
03
 
Άρειος Πάγος (Α2΄ Τμήμα)
Αριθ. 80/2024

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος 
Εισηγητής: Π. Βενιζελέας, Αρεοπα­γί­της
Δικηγόροι: Σ. Παπαγιαννίτση, Α. Γακίδης

 

Οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφαρμόζονται, κατ’ αρχάς, και στην περίπτωση δημόσιου έργου λόγω ακυρότητας της σύμβασης (ΑΠ 212/2023, ΑΠ 250/2020, ΑΠ 100/2020, ΑΠ 1102/2018). Περαιτέρω στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 § 1, 7 § 1 και 8 § 1 και 2 του ν. 1418/1984, «Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων», όπως αυτός ίσχυε κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο και εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση (Άρθρα 552, 553, 556, 558, 559 § 1, 564,  566,  577 § 1, 3 ΚΠολΔ, 904 § 1 ΑΚ, 1, 2 § 1, 7 § 1, 8 §§ 1 και 2 ν. 1418/1984, 14 § 1 ν. 2190/1994, 8 § 3δ π.δ. 334/2000, 33 §§ 1 και 2, 34  §§ 1 και 2,  43 §§ 1, 2, 3, 4 και 5 και 44 π.δ. 609/85, 4 § 1 ν. 2372/1996).

 

Συνεπώς, αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 §§ 1, 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 904 § 1 ΑΚ όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Ο ανωτέρω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και στην περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης έργου που αφορά το Δημόσιο, καθώς και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, δεδομένου ότι δεν καθιερώνεται γι’ αυτά εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 250/2020, ΑΠ 1260/2018, ΑΠ 1358/2015).

Συνεπώς, οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφαρμόζονται, κατ’ αρχάς, και στην περίπτωση δημόσιου έργου λόγω ακυρότητας της σύμβασης (ΑΠ 212/2023, ΑΠ 250/2020, ΑΠ 100/ 2020, ΑΠ 1102/2018). Περαιτέρω στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 § 1, 7 § 1 και 8 §§ 1 και 2 του ν. 1418/1984, «Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων», όπως αυτός ίσχυε κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο και εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση, «Αν υπάρχει ανάγκη να εκτελεστούν επείγουσες πρόσθετες εργασίες μπορεί να εγκριθεί από την Προϊσταμένη Αρχή η εκτέλεσή τους πριν από τη σύνταξη συγκριτικού πίνακα. Για την έγκριση αυτή η διευθύνουσα υπηρεσία συντάσσει τεχνική περιγραφή των εργασιών, με αιτιολόγηση του επείγοντος και εκτίμηση της δαπάνης με βάση τις συμβατικές τιμές μονάδας ή ενδεικτικές τιμές για τυχόν νέες εργασίες. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τις εργασίες αυτές, που επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στις σχετικές πιστοποιήσεις και πριν από την έγκριση συγκριτικού πίνακα και που ενσωματώνονται στον επόμενο συγκριτικό πίνακα. Οι εργασίες για τις οποίες δεν υπάρχει εγκεκριμένη νέα τιμή περιλαμβάνονται στους σχετικούς λογαριασμούς με τις ενδεικτικές τιμές μειωμένες κατά 20%». Από τις ανωτέρω αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται σε όλα τα δημόσια έργα, που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς, που αναφέρονται στην § 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού, συνάγεται ότι, όταν σε σύμβαση δημοσίου έργου παρίσταται ανάγκη εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών, δηλαδή εργασιών οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο ανατεθέν με την αρχική σύμβαση έργο ή στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση του έργου λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, για την εκτέλεσή τους απαιτείται η σύναψη ιδιαίτερης, συμπληρωματικής, συμβάσεως με τον ανάδοχο του έργου. Της συνάψεως της εν λόγω συμβάσεως προηγείται η σύνταξη εκ μέρους της διευθύνουσας το έργο υπηρεσίας ανακεφαλαιωτικού πίνακα εργασιών (Α.Π.Ε.), ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως, όπως τις προς εκτέλεση εργασίες, τις τιμές μονάδας των εργασιών, τα μεγέθη των ποσοτήτων και την προβλεπόμενη δαπάνη για αναθεώρηση, καθώς και πρωτόκολλο κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών (Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε.), στην περίπτωση που στον ανακεφαλαιωτικό πίνακα περιλαμβάνονται και εργασίες, για τις οποίες δεν υπάρχουν τιμές μονάδας. Ακολουθεί η υπογραφή συμβάσεως για την ανάθεση των συμπληρωματικών αυτών εργασιών μετά από διαπραγματεύσεις με τον ανάδοχο του έργου και αφού ληφθεί και η γνώμη του οικείου τεχνικού συμβουλίου. Μετά την υπογραφή της συμπληρωματικής συμβάσεως, το ποσό της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού του αρχικού συμβατικού αντικειμένου, η εκτέλεση των συμπληρωματικών εργασιών είναι υποχρεωτική για τον ανάδοχο (ΑΠ 180/2023, ΑΠ 289/2021, ΑΠ 828/ 2019, ΣτΕ 121/2018). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι ο ανάδοχος δεν δικαιούται, και ούτε υποχρεούται, κατ' αρχήν, να προβεί σε τροποποιήσεις ως προς τη μορφή του έργου, την ποιότητα και το είδος ή την ποσότητα των εργασιών, κατ' απόκλιση από τη σύμβαση έργου, και, επίσης, ότι δεν δικαιούται αποζημιώσεως για μεταβολές στο έργο, χωρίς προηγούμενη έγγραφη εντολή του κυρίου του έργου ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, προφορική εντολή της υπηρεσίας στον τόπο εκτελέσεως του έργου, που καταχωρίζεται στο ημερολόγιο αυτού, και χωρίς προηγούμενη σύνταξη και έγκριση ΑΠΕ, αν δε συντρέχει περίπτωση, και ΠΚΤΜΝΕ (ΑΠ 180/2023, ΑΠ 289/ 2021, ΑΠ 828/ 2019, ΣτΕ 2243/2017, ΣτΕ 45/ 2016, ΑΠ 178/ 2015). Στην περίπτωση αυτή ο ανάδοχος, δηλαδή, αν εκτελέσει εργασίες μη προβλεπόμενες από τη σύμβαση, χωρίς τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δηλαδή χωρίς προηγούμενη έγγραφη εντολή του κυρίου του έργου ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, χωρίς προφορική εντολή της υπηρεσίας, που καταχωρίζεται στο ημερολόγιο του έργου, δεν δικαιούται ούτε απόδοσης της ωφέλειας του λήπτη - κυρίου του έργου με βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 212/ 2023, AΠ 180/2023, ΑΠ 1023/2022, ΑΠ 289/ 2021, ΑΠ 828/2019, ΣτΕ 45/2016, ΣτΕ 749/2016, ΣτΕ 5117/2012), ενόψει ιδίως και της αναγκαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 34 § 2 του π.δ. 609/1985, που απαγορεύει την λήψη «αποζημίωσης» για τις εργασίες αυτές, από την γενικότητα της διατύπωσης της οποίας και από τον σκοπό, που επιδιώκει, δηλαδή την προστασία του κυρίου του έργου και κατ' επέκταση της εθνικής οικονομίας από ανεξέλεγκτες υπερβάσεις στη δαπάνη εκτέλεσης των δημοσίων έργων, σαφώς συνάγεται ότι στην απαγόρευση αυτή περιλαμβάνεται και η απόδοση της τυχόν ωφέλειας του κυρίου του έργου, από την εκτέλεση των χωρίς εντολή εργασιών, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 180/2023), αφού η ως άνω τροποποίηση ουσιωδών όρων της συμβάσεως κατά το στάδιο εκτελέσεως αυτής, θα είχε και ως συνέπεια την, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, ανεπίτρεπτη, εκ των υστέρων, ανατροπή των όρων με βάση τους οποίους αναπτύχθηκε (κατά το προσυμβατικό στάδιο) ο ανταγωνισμός, διαμορφώθηκαν οι προσφορές των διαγωνιζομένων και ανακηρύχθηκε ο ανάδοχος, ενέχοντας δηλαδή τον κίνδυνο στρεβλώσεως του ανταγωνισμού εις βάρος των ήδη διαγωνισθέντων ή των δυνητικά διαγωνιζομένων (ΣτΕ 5117/2012). Κατ’ εξαίρεση, όμως, από τον ανωτέρω κανόνα, και ανεξάρτητα από τη σύναψη τελικά συμπληρωματικής σύμβασης ο ανάδοχος δικαιούται αμοιβής για τις πρόσθετες εργασίες που εκτέλεσε, αποδεχόμενος σχετική έγγραφη εντολή του εργοδότη ή και μόνο προφορική εντολή καταχωρημένη στο ημερολόγιο του έργου, αν συντρέχει επείγουσα περίπτωση, έχει δε η αμοιβή αυτή συμβατικό χαρακτήρα, αφού η εντολή του εργοδότη και η αποδοχή της από τον ανάδοχο δημιουργούν το αναγκαίο συμβατικό πλαίσιο. Μάλιστα δικαιούται τότε ο ανάδοχος αμοιβής ακόμη και αν η δαπάνη των πρόσθετων εργασιών υπερέβη το 50% του αρχικού συμβατικού κόστους, την οποία, αντίθετα, δεν δικαιούται ούτε κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αν ενήργησε χωρίς εντολή του εργοδότη (ΑΠ 180/2023, ΑΠ 289/ 2021, ΑΠ 828/ 2019). Πάντως, και στην περίπτωση αυτή, η συμβατική σχέση ολοκληρώνεται και οριστικοποιείται, κατά κανόνα, με τη σύναψη σχετικής σύμβασης, ύστερα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και γνώμη του τεχνικού συμβουλίου του εργοδότη, στο πλαίσιο είτε του εγκεκριμένου ΑΠΕ, είτε και αποκλίνοντας απ’ αυτόν (ΑΠ 180/2023, ΑΠ 289/ 2021, ΑΠ 828/2019, ΑΠ 1726/2014). Περαιτέρω, όμως, από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι δεν αποκλείεται εργασίες, οι οποίες παρεκκλίνουν της συμβάσεως και εκτελέστηκαν χωρίς να τηρηθεί η προαναφερθείσα διαδικασία, χωρίς, δηλαδή, την κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης και χωρίς έγγραφη ή προφορική εντολή του κυρίου του έργου, να κριθούν στη συνέχεια από τα αρμόδια όργανα του κυρίου του έργου ή, σε περίπτωση διαφωνίας και άσκησης εκ μέρους του αναδόχου προσφυγής, από το αρμόδιο εφετείο, ως αναγκαίες, δηλαδή ως εργασίες οι οποίες επιβάλλονται για την ασφάλεια, την αρτιότητα ή τη λειτουργικότητα του έργου, οπότε οι εργασίες αυτές νομιμοποιούνται εκ των υστέρων με τη σύνταξη ΑΠΕ και τη σύναψη νέας, συμπληρωματικής σύμβασης, οπότε το αντίστοιχο εργολαβικό αντάλλαγμα οφείλεται με βάση τη νέα σύμβαση μετά την σύναψή της (ΑΠ 180/2023, ΑΠ 1023/2022, ΑΠ 289/2021, ΑΠ 828/2019, ΑΠ 711/ 2018, ΑΠ 178/2015, ΑΠ 1726/2014, ΣτΕ 782/ 2018, ΣτΕ 45/2016). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συν­τρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε, και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι’ αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος.

(…) Μετά την εκτέλεση των επίδικων εξωσυμβατικών εργασιών, παρά τις διαβεβαιώσεις που είχαν δώσει τα αρμόδια όργανα του Δήμου Βόλου, προς τον ενάγοντα, ο Δήμος Βόλου δεν προχώρησε στην κατάρτιση έγγραφης, συμπληρωματικής σύμβασης έργου με τον ενάγοντα, ως εργολάβο και κατασκευαστή των επίδικων δημόσιων έργων, στην οποία θα περιλαμβάνονταν οι επίδικες εξωσυμβατικές εργασίες, και, επίσης, δεν προχώρησε στην εξόφληση της αντίστοιχης οφειλής του προς τον ενάγοντα, η οποία ανέκυψε από την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, ποσού 363.154,10 ευρώ, για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω. Το γεγονός ότι ο Δήμος Βόλου δεν προχώρησε, τελικά, στην κατάρτιση έγγραφης σύμβασης έργου ως προς την εκτέλεση των επίδικων εργασιών, έχει ως συνέπεια ότι η επίδικη προφορική συμφωνία των διαδίκων για την εκτέλεση των επίδικων εργασιών είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (κατά το άρθρο 180 ΑΚ) και δεν αίρεται η ακυρότητά της, μολονότι εκτελέστηκε η συμφωνία, διότι δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση εκτέλεσης των εργασιών και την αποδοχή της πρότασης. Παραλείποντας ο εναγόμενος Δήμος Βόλου να καταβάλει το ανωτέρω χρηματικό ποσό στον ενάγοντα, ως εργολαβική αμοιβή του για την εκτέλεση των ανωτέρω επίδικων εξωσυμβατικών εργασιών, έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος του ενάγοντος και της περιουσίας αυτού κατά το ανωτέρω χρηματικό ποσό, το οποίο θα κατέβαλλε οπωσδήποτε σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, με τα επαγγελματικά προσόντα του ενάγοντος, αν είχε αναθέσει την εκτέλεση των ανωτέρω εξωσυμβατικών εργασιών σε άλλο πρόσωπο με έγκυρη σύμβαση δημόσιου έργου. Συνεπώς, ο εναγόμενος Δήμος Βόλου οφείλει να αποδώσει στον ενάγοντα τον πλουτισμό που αποκόμισε σε βάρος αυτού, παραλείποντας να καταβάλει στον ενάγοντα την εργολαβική αμοιβή του για την εκτέλεση των ανωτέρω εξωσυμβατικών εργασιών ...». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε κάνει εν μέρει κατ' ουσίαν δεκτή την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και είχε υποχρεώσει τον αναιρεσείοντα να του καταβάλει νομιμοτόκως, για την ίδια αιτία, το ανωτέρω ποσό των 363.154,10 ευρώ. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1, 2 § 1, 7 § 1 και 8 §§ 1 και 2 του ν. 1418/1984 και 33 §§ 1 και 2, 34 §§ 1 και 2, 43 §§ 1, 2, 3, 4 και 5, 44 του εφαρμοστικού του ανωτέρω νόμου προεδρικού διατάγματος 609/ 1985 και, ακολούθως, εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα στην συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι ένδικες πρόσθετες εξωσυμβατικές εργασίες α) εκτελέστηκαν προκειμένου να αποπερατωθούν οι συμβατικές εργασίες του δημοσίου έργου «Αισθητική και Λειτουργική Αναβάθμιση της Κεντρικής Παράκτιας Ζώνης Βόλου από Τελωνείο έως Γορίτσα», φάση Α' και Β', το οποίο ο αναιρεσείων Δήμος είχε αναθέσει, αντίστοιχα, δυνάμει των δύο αναφερομένων αντίστοιχων συμβάσεων, στον Θ. Γ. και την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Δ. ΑΤΕ», και το οποίο ανέλαβαν να εκτελέσουν οι κοινοπραξίες «Θ.Β. - Θ.Γ.» και «Θ.Β. - Δ. ΑΤΕ», που σύστησαν οι ανωτέρω ανάδοχοι των έργων με τον αναιρεσίβλητο, ο οποίος ορίστηκε διαχειριστής αμφοτέρων των κοινοπραξιών και προέβη, υπό τις ανωτέρω ιδιότητες, στην πραγματική εκτέλεση των εν λόγω συμβατικών εργασιών και β) εκτελέστηκαν (οι εξωσυμβατικές εργασίες) από τον αναιρεσίβλητο, υπό τις ίδιες ιδιότητες, μετά από προφορικές εντολές των αρμοδίων οργάνων του αναιρεσείοντος Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δη­μάρχου, Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών και Επιβλέποντος Μηχανικού των έργων), ενόψει του ότι αυτές δεν είχαν προβλεφθεί στις αρχικές μελέτες, αλλά κρίθηκαν στην συνέχεια αναγκαίες, χωρίς ωστόσο οι εν λόγω προφορικές εντολές των οργάνων του αναιρεσείοντος ΟΤΑ να καταχωριστούν στο ημερολόγιο του έργου και χωρίς να νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων, με τη σύναψη ΑΠΕ και συμπληρωματικής σύμβασης και τη σύνταξη και έγκριση του σχετικού λογαριασμού ή με την άσκηση προσφυγής στο αρμόδιο Εφετείο, στρεφομένης κατά της άρνησης της αναιρεσίβλητης να νομιμοποιήσει τις εργασίες αυτές και να συντάξει και εγκρίνει τον αντίστοιχο λογαριασμό για την πληρωμή της αμοιβής, με συνέπεια ο αναιρεσίβλητος, ως μέλος και διαχειριστής των εκτελεσάντων τα δύο δημόσια έργα κοινοπραξιών, να μη δικαιούται, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, να ζητήσει την επελθούσα ωφέλεια του αναιρεσείοντος, ούτε και κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού, μη τηρηθείσας της πιο πάνω διαδικασίας, δεν αρκεί προς τούτο μόνον το γεγονός ότι όλες οι εξωσυμβατικές εργασίες, τις οποίες εκτέλεσε ο αναιρεσίβλητος συμπεριλήφθηκαν, κατά τις ίδιες παραδοχές, στους αναφερόμενους πίνακες («Πίνακα Συνοπτικής Επιμέτρησης Εργασιών», τον οποίο υπέγραψε ο ενάγων (ως ανάδοχος του έργου) και ο επιβλέπων του έργου, αρχιτέκτων μηχανικός του Δήμου Βόλου, και στον Πίνακα Πιστοποίησης των Εργασιών με τίτλο «Πιστοποίηση Υπολοίπων από Έργα Παραλίας», τον οποίο υπέγραψε ο επιβλέπων του έργου μηχανικός και ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Βόλου). Επομένως, είναι βάσιμος, ο σχετικός πρώτος κατά το δεύτερο σκέλος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ανωτέρω πλημμέλεια. Κατόπιν αυτού, χωρίς να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης, η εξέταση των οποίων παρέλκει γιατί καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ανωτέρω λόγου, που κρίθηκε βάσιμος, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένων όμως κατά την διάταξη του άρθρου 281 § 2 ν. 3463/ 2006 «Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων», όπως αναφέρεται στο διατακτικό.

Δ.Γ.Σ.