ΑΠ 743/2023

73
2025
03
 
Άρειος Πάγος (Α2΄ Τμήμα)
Αριθ. 743/2023
 
Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος 
Εισηγητής: Κ. Μπαμπαλίδης, Αρεοπα­γί­της
Δικηγόρος: Ν. Χατζής

 

Πώληση με δοκιμή. Έννοια και διακρίσεις. Ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα του είδους της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσης συμβάσεως και της εκπληρώσεως αυτής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κριθεί αν επρόκειτο για απλή πρόταση της ενάγουσας προς κατάρτιση συμβάσεως πωλήσεως ή σύναψη συμβάσεως πωλήσεως υπό δοκιμή ή πώληση υπό διαλυτική αίρεση και, επίσης, στην περίπτωση αυτήν, αν πληρώθηκε η υπάρχουσα αίρεση, ώστε να δικαιούται η ενάγουσα να απαιτήσει την καταβολή του τιμήματος [Άρθρα 513, 563 ΑΚ, 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ].

 

[…] Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως πωλήσεως είναι το πράγμα (κινητό ή ακίνητο), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων περί μεταθέσεως της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος (ΑΠ 150/2022). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 563 ΑΚ «Η πώληση με δοκιμή λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της έγκρισης του αγοραστή. Ο αγοραστής είναι ελεύθερος να εγκρίνει ή να αποποιηθεί». Η ρυθμιζόμενη από τη διάταξη αυτή πώληση υπό δοκιμή αποτελεί μια σύμβαση πώλησης, η οποία περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία του είδους της υπό του ως άνω άρθρου 513 ΑΚ προβλεπομένης σύμβασης. Η τελική δε ισχύς αυτής εξαρτάται από το εάν ο αγοραστής την εγκρίνει ή όχι, όμως το πραγματικό της σύμβασης αυτής έχει τελειωθεί. Η επέλευση των αποτελεσμάτων της, σε περίπτωση αμφιβολίας, τελεί υπό την αναβλητική εξουσιαστική αίρεση της έγκρισης του αγοραστή. Η πώληση υπό δοκιμή μπορεί να καταρτιστεί και σιωπηρώς, όπως στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται από τα μέρη εκφράσεις του τύπου «για δοκιμή», ως «δοκιμή» κ.λπ. ή και όταν η τελική απόφαση του αγοραστή δεν πρέπει κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη να αναμένεται, πριν την εξέταση ή τη δοκιμή του πράγματος από αυτόν (αγοραστή). Ο αγοραστής είναι απόλυτα ελεύθερος να εγκρίνει ή όχι την πώληση (άρθ. 563 εδ. β΄ ΑΚ), χωρίς οποιαδήποτε αιτιολόγηση, και χωρίς να υποχρεώνεται να δοκιμάσει προηγουμένως το πράγμα. Η εν λόγω ελεύθερη κρίση του δεν προϋποθέτει ούτε την ύπαρξη ή απουσία οποιωνδήποτε ιδιοτήτων ή ελαττωμάτων του πράγματος, και, επομένως, ο αγοραστής μπορεί να αποκρούσει την πώληση, έστω κι αν δεν προέβη σε εξέταση ή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη ελαττωμάτων. Αντιθέτως, αν η έγκριση ή όχι του αγοραστή αναφέρεται στην αντικειμενική χρησιμότητα πράγματος που πωλήθηκε για ορισμένο σκοπό ή στην ύπαρξη ορισμένων ιδιοτήτων ή προκειμένου για μηχάνημα, «αν ευρεθεί να λειτουργεί καλώς», τότε η έγκριση ή όχι εξαρτάται από αντικειμενικά κριτήρια και ο αγοραστής δεσμεύεται στο να εγκρίνει, όταν το αποτέλεσμα της δοκιμής είναι αντικειμενικά θετικό, οπότε δεν πρόκειται για πώληση με δοκιμή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά για πώληση υπό διαλυτική αίρεση (άρθρ. 202 ΑΚ) ότι το πράγμα που πωλείται θα είναι κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή θα λειτουργεί καλώς. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η σύμβαση έχει πλήρως καταρτιστεί και τα έννομα αποτελέσματα της έχουν επέλθει, με την επιφύλαξη όμως δικαιώματος υπαναχώρησης για τον αγοραστή (σχετ. ΑΠ 1930/2006, ΑΠ 369/1993, ΑΠ 548/ 1980). Τέλος, δοκιμή του προς πώληση πράγματος δυνατόν να συμφωνείται και σε πρόταση για κατάρτιση συμβάσεως πωλήσεως (άρθ. 185 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή, η οποία διακρίνεται σαφώς από τις προηγούμενες, δεν υπάρχει πώληση ούτε αίρεση, αλλά η πώληση καταρτίζεται μεταγενέστερα με την αποδοχή της προτάσεως εκ μέρους του αγοραστή.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρει, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: «Ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος συνεταιρισμός (αναιρεσίβλητος), ο οποίος δραστηριοποιείται στην επεξεργασία και εξαγωγή αγροτικών προϊόντων (σπαραγγιών), στα πλαίσια πελατειακής συναλλακτικής σχέσης του με την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα (αναιρεσείουσα), η οποία δραστηριοποιείται στον χώρο της κυτιοποιίας και των γραφικών τεχνών, προέβη την 31.01.2008 σε παραγγελία από αυτήν, μεταξύ άλλων, 9.700 χαρτοτελάρων που αφορούσαν δείγμα για μελλοντική συνεργασία τους. Προς τούτο, εκδόθηκαν στο όνομα του εναγομένου από την ενάγουσα τα εξής προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από την ίδια παραστατικά: 1) το με στοιχεία ... δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης 135.000 ετικετών χάρτινων 12-16 WEISS με τιμή μονάδας 0,01040 ευρώ και ολική αξία 1.404 ευρώ, 131.675 ετικετών χάρτινων 12-16 ΒΙΟΛΕ με τιμή μονάδας 0,01040 ευρώ και ολική αξία 1.369,42 ευρώ και 3.000 χαρτοτελάρων λαμιν. (σπαράγγια) με τιμή μονάδας 0,65000 ευρώ και ολική αξία 1.950 ευρώ, συνολικού ποσού 4.723,42 ευρώ και 2) το με στοιχεία ... δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης 6.700 χαρτοτελάρων λαμιν. (σπαράγγια) με τιμή μονάδας 0,65000 ευρώ και ολική αξία 4.355 ευρώ. Όλα δε τα ποσά συνολικού ύψους 9.078,42 ήταν καταβλητέα με πίστωση τριάντα ημερών. Από τα δύο παραπάνω τιμολόγια ο εναγόμενος συνεταιρισμός έχει εξοφλήσει το μέρος της οφειλής που αφορά σε ετικέτες και απομένει ανεξόφλητο το μέρος της οφειλής που αφορά σε χαρτοτελάρα ποσού 6.035 ευρώ. Στα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης (essentialia negotii) (άρθρα 513 επ. ΑΚ) περιλαμβάνονται το αντικείμενο της πώλησης, το τίμημα και η συμφωνία των μερών περί μετάθεσης της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος.... Στην προκείμενη περίπτωση, ο εναγόμενος αρνείται την αγωγή ισχυριζόμενος ότι η ενάγουσα του παρέδωσε την παραπάνω ποσότητα των χαρτοτελάρων όχι αιτία πώλησης, αλλά ως δείγμα χάριν επιδιωκόμενης μελλοντικής της συνεργασίας με αυτόν και, άρα, η ενάγουσα φέρει το βάρος της απόδειξης των αγωγικών της ισχυρισμών. Ωστόσο, από τα παραπάνω δελτία αποστολής-τιμολόγια πώλησης δεν προκύπτει η εκ μέρους του εναγομένου ανεπιφύλακτη παραλαβή των χαρτοτελάρων και αποδοχή της αγοράς αυτών. Συγκεκριμένα, αμφότερα τα δελτία αποστολής-τιμολόγια πώλησης δεν φέρουν καμία υπογραφή παραλαβόντος για λογαριασμό του εναγομένου, ενώ δεν αποδείχθηκε από κάποιον από τους εξετασθέντες στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρες ή από κάποιο έγγραφο ότι ο εναγόμενος είχε παραλάβει τα συγκεκριμένα εμπορεύματα αιτία αγοράς έναντι του αναγραφόμενου τιμήματος. Εξάλλου, στο ίδιο το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα συνομολογεί ότι τα χαρτοτελάρα αφορούσαν δείγμα για μελλοντική συνεργασία του εναγομένου με αυτήν.

Συνεπώς, εφόσον δεν αποδείχθηκε από τη φέρουσα το βάρος απόδειξης των αγωγικών ισχυρισμών ενάγουσα ότι πράγματι συνήφθησαν οι ανωτέρω δύο επικαλούμενες από αυτήν διαδοχικές συμβάσεις πώλησης χαρτοτελάρων μεταξύ αυτής και του εναγομένου, πολλώ δε μάλλον ότι τα επίδικα εμπορεύματα παρελήφθησαν και μάλιστα ανεπιφύλακτα από τον ίδιο τον εναγόμενο ή από κάποιο ρητά προς τούτο εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο, η αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, αν και με διαφορετική αιτιολογία, απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη....». Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Εφετείο, αφού αντικατέστησε τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης με αριθ. …/2011 απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας έτσι την ως άνω πρωτόδικη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε, με διάφορη αιτιολογία, η από 10.6.2009 αγωγή της ως ουσία αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, εξαιτίας ασαφών και αντιφατικών αιτιολογιών ως προς το κρίσιμο ζήτημα του είδους της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσης σύμβασης και της εκπληρώσεως αυτής, το οποίο ζήτημα, συναρτώμενο απολύτως με την υποχρέωση ή μη του αναιρεσίβλητου για καταβολή του αιτηθέντος από την αναιρεσείουσα ποσού, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής των αναφερομένων στην αρχή της παρούσας ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 513, 563 ΑΚ. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσίβλητος συνεταιρισμός προέβη την 31.01.2008 σε παραγγελία από την αναιρεσείουσα, μεταξύ άλλων, 9.700 χαρτοτελάρων που αφορούσαν δείγμα για μελλοντική συνεργασία τους, και ότι προς τούτο εκδόθηκαν στο όνομα του αναιρεσίβλητου από την αναιρεσείουσα τα αναλυτικά αναφερόμενα παραστατικά (δελτία αποστολής-τιμολόγια πώλησης), στα οποία αναγράφεται το πωληθέν πράγμα, το τίμημα και ο συμφωνηθείς χρόνος πληρωμής του, στη συνέχεια δέχεται ότι δεν αποδείχθηκε από την φέρουσα το βάρος απόδειξης των αγωγικών ισχυρισμών ενάγουσα ότι πράγματι συνήφθησαν οι ανωτέρω δύο επικαλούμενες από αυτήν διαδοχικές συμβάσεις πώλησης χαρτοτελάρων, χωρίς να διευκρινίζει αν επρόκειτο για απλή πώληση ή πώληση υπό δοκιμή και μάλιστα υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση, ή αν επρόκειτο για πρόταση προς κατάρτιση σύμβασης πώλησης, την οποία δεν αποδέχθηκε ο εναγόμενος. Περαιτέρω, ενώ δέχεται ότι ο ίδιος ο εναγόμενος συνεταιρισμός είχε ισχυρισθεί ότι η ενάγουσα του παρέδωσε την παραπάνω ποσότητα των χαρτοτελάρων, στη συνέχεια, όλως αντιφατικά, δέχεται ότι από τα παραπάνω δελτία αποστολής-τιμολόγια πώλησης δεν προκύπτει η εκ μέρους του εναγομένου ανεπιφύλακτη παραλαβή των χαρτοτελάρων και αποδοχή της αγοράς αυτών, χωρίς ωστόσο να διαλαμβάνει παραδοχές αν ο εναγόμενος εδικαιούτο και σε ποια περίπτωση να αρνηθεί την παραλαβή των χαρτοτελάρων, και γιατί παρήγγειλε μία τόσο μεγάλη ποσότητα χαρτοτελάρων, αν αυτά αφορούσαν δείγμα για το οποίο δεν θα εδικαιούτο να αξιώσει τίμημα η ενάγουσα. Ενόψει των ανωτέρω ελλείψεων και αντιφάσεων, προκαλείται ασάφεια σχετικά με το τι δέχεται το Δικαστήριο ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να κριθεί, εάν επρόκειτο για απλή πρόταση της ενάγουσας προς κατάρτιση σύμβασης πώλησης ή σύναψη σύμβασης πώλησης υπό δοκιμή ή πώληση υπό διαλυτική αίρεση και, επίσης, στην περίπτωση αυτή, αν πληρώθηκε ή όχι η υπάρχουσα αίρεση, ώστε να δικαιούται ή μη η ενάγουσα να απαιτήσει την καταβολή του τιμήματος των άνω χαρτοτελάρων. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο καταλογίζονται στο ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών οι ανωτέρω πλημμέλειες, είναι βάσιμος, λόγω δε της αναιρετικής εμβέλειας του λόγου αυτού παρέλκει η εξέταση του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί προς εκδίκαση η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε (άρθρ. 580 § 3 ΚΠολΔ).

Χ.Κ.