Μονομελούς Εφετείου Αθηνών 875/2025

73
2025
03
 
Μονομελές Εφετείο Αθηνών
Αριθ. 875/2025
 
Δικαστής: Μ. Βλάχου, Εφέτης 
Δικηγόροι: Ι. Φωτοπούλου, Α. Ματθαίου

 

Κριτήρια που χαρακτηρίζουν την κατάρτιση και λειτουργία της σύμβασης εργασίας, σε αντίθεση με την έννοια προπαρασκευαστικών ενεργειών με σκοπό τη μελλοντική τυχόν κατάρτιση της σύμβασης. Η ολιγόωρη παραμονή μισθωτού στον τόπο εργασίας, η παροχή εκ μέρους του μικροεργασιών και η επίδειξη του τρόπου εργασίας δεν συνιστούν κατάρτιση σύμβασης, άλλως σχέσης εργασίας. Άκυρη απόλυση λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου και λόγω μη ύπαρξης σπουδαίου λόγου παρά το γεγονός ότι η απόλυση έλαβε χώρα κατά την εγκυμοσύνη (άρθρο 36 ν. 3996/2011). Πλαστογραφία υπογραφής επί εγγράφου συμβάσεως εργασίας που υποβλήθηκε στον ΟΑΕΔ ως ορισμένου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη. Διαβίβαση στον αρμόδιο Εισαγγελέα της δικογραφίας για τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων (κατάρτισης και χρήσης πλαστού εγγράφου, απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου). Απόρριψη αιτήματος την προσωποκράτηση λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 1047 §2 ΚΠολΔ. Παραδεκτή και νόμιμη η προσκόμιση τεχνικής έκθεσης γραφολόγου – πραγματογνώμονα και ενόρκων βεβαιώσεων για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου, κατ’ άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ.
 

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. …/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, δικάζοντας κατά την διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, έκανε εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη την από 21.7.2021 (αυξ. αριθ. καταθ. …/…/21.7. 2021) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 12.6. 2024, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης απόφασης στις 17.5.2024 (άρθρα 495 επ. 511, 513, 518 § 1 ΚΠολΔ, βλ. την υπ’ αριθ. …/17.5.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο … … με έδρα το … … … …). Παραδεκτώς δε εισάγεται για να εκδικασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, χωρίς να απαιτείται να καταβληθεί από τον εκκαλούντα παράβολο εφέσεως σύμφωνα με τη διάταξη της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, αφού ως υπόθεση που υπάγεται στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, εξαιρείται της υποχρέωσης αυτής κατά το τελευταίο εδάφιο της ως άνω παραγράφου.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από 21.7.2021 (αυξ. αριθ. καταθ. …/…/21.7.2021) αγωγή της εξέθεσε ότι ξεκίνησε να εργάζεται για λογαριασμό του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος στις 16.10.2020 στην ατομική επιχείρηση σχολής οδηγών του τελευταίου που αυτός διατηρεί στον … …, πλην όμως η πρόσληψη της αυτή δηλώθηκε ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου στις 6.5.2021. Ότι κατ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, δεν έλαβε παρά μόνο το ποσό των 50 ευρώ. Ότι στις 6.5.2021 τελικά έλαβε χώρα η αναγγελία της πρόσληψης της με τις αποδοχές και το ωράριο που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι λίγες ημέρες μετά, διαπίστωσε ότι είναι έγκυος, ενημερώνοντας σχετικά τον εναγόμενο στις 13.5.2021, αντιμετωπίζοντας αρνητική στάση από μέρους του, ενώ, στις 28.5.2021, κατόπιν εξετάσεων, διαπιστώθηκε πρόβλημα στον πλακούντα, με αποτέλεσμα να πρέπει να παραμείνει κλινήρης για ένα διάστημα, ενημερώνοντας άμεσα τον εναγόμενο, ο οποίος όμως την αντιμετώπισε εξευτελιστικά, και όταν εκείνη του είπε ότι στις 31.5.2021 υπήρχε πιθανότητα να βγει σε αναρρωτική άδεια για ένα διάστημα και σε αυτή την περίπτωση θα έπαιρνε την απαραίτητη ιατρική γνωμάτευση για την χορήγηση της νόμιμης αναρρωτικής της άδειας, εκείνος της ανέφερε τότε για πρώτη φορά ότι η σύμβασ’η της ούτως ή άλλως λήγει στις 31.5.2021, προφασιζόμενος ότι αυτή ήταν ορισμένου και όχι αορίστου χρόνου. Ότι στη συνέχεια ο εναγόμενος ζήτησε από την ενάγουσα να περάσει από τη σχολή για να της καταβάλει τα οφειλόμενα και αφού αυτή μετέβη εκεί, της επέδειξε κατόπιν επιμονής της, μια υποτιθέμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με δήθεν την υπογραφή της, με ημερομηνία λήξης 31.5.2021, πλην όμως η υπογραφή της ήταν πλαστογραφημένη. Ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου συνιστά άκυρη, τόσο λόγω της εγκυμοσύνης της (και καταχρηστική για το λόγο αυτό), αλλά και λόγω της έλλειψης έγγραφου τύπου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, όπως και επειδή συνιστά απαγορευμένη διάκριση λόγω φύλου και μάλιστα η άκυρη αυτή απόλυση συνδυάζεται με την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας. Η ενάγουσα εκθέτει περαιτέρω ότι ο εναγόμενος της οφείλει α) ως οφειλόμενους μισθούς για το χρονικό διάστημα από τα μέσα Οκτωβρίου 2020 μέχρι και τον Απρίλιο του 2021, το ποσό των 4.056 ευρώ, β) ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2020, το ποσό των 222,08 ευρώ, γ) ως αναλογία επιδόματος αδείας 2020, το ποσό των 52 ευρώ και συνολικά ως δεδουλευμένα, το ποσό των 4.330,08 ευρώ. Επίσης, ως οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας, μετά την άκυρη απόλυση της, για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2021, το ποσό των 1.248 ευρώ. Παράλληλα, για μισθούς υπερημερίας για το μελλοντικό διάστημα μέχρι την πιθανή εκδίκαση της αγωγής της (30.7.2022) το ποσό των (624 x 12 =) 7.488 ευρώ, καθώς και για υπόλοιπο επιδόματος Χριστουγέννων 2021 το ποσό των (624 - 74,48 ευρώ, που έχει καταβάλλει κατά την άκυρη απόλυσή της ο εναγόμενος =) 549,52 ευρώ και το ποσό (624/2) των 312 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022 και ποσό 312 - 45,76 ευρώ που έλαβε = 266,24 ευρώ για επίδομα αδείας 2021 και άρα σύνολο το ποσό των (1.248 + 7.488 + 549,52 + 312 + 266,24 =) 9.863,76 ευρώ, προβάλλοντας, επίσης, ότι σε κάθε περίπτωση, τα ανωτέρω ποσά τα δικαιούται και κατ’ άρθρο 12 του ν. 4808/2021, καθότι η παρενόχληση που προβάλλει πως δέχθηκε λόγω της κατάστασής της, καθώς και η εγκυμοσύνη της και η χρήση της νόμιμης άδειάς της λόγω επιπλοκών, υπήρξαν ο λόγος της προσβολής και της απόλυσής της. Εκτός αυτών, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι συνεπεία της συμπεριφοράς του εναγομένου, έχει υποστεί και ηθική βλάβη, για την οποία ζητεί την επιδίκαση του ποσού των 11.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε σε αυτήν από το γεγονός ότι ο εναγόμενος την εξαπάτησε ότι θα εκπληρώσει άμε

 

σα τις εργοδοτικές του υποχρεώσεις μόλις συναφθεί η σύμβαση εργασίας της και αρχίσει να απασχολείται με αποτέλεσμα να αξιοποιήσει την εργασία της χωρίς αντάλλαγμα για το χρονικό διάστημα μέχρι την επίσημη πρόσληψή της, εκμεταλλευόμενος την δυσχερή κατάστασή της, καθώς και για το γεγονός ότι προέβη σε πολλαπλά παράνομη και αδικοπρακτική απόλυσή της, παραβιάζοντας και την καλή πίστη και το σύνολο των διατάξεων περί απαγορευμένης απόλυσης της εγκύου μισθωτής και απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φύλου. Παράλληλα, αξιώνει την επιδίκαση του ποσού των 13.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την διάπραξη των αναφερομένων στην αγωγή εγκλημάτων, προκειμένου να αποκρύψει την παράνομη απόλυσή της και συγκεκριμένα την προσπάθεια εξαπάτησής της με την ψευδή παράσταση ότι δήθεν είχε συμφωνήσει μαζί του να υπογράψει και δεύτερη νεότερη σύμβαση (άλλως τροποποίηση σύμβασης) ορισμένης διάρκειας που έληξε και ότι δήθεν εκείνη δεν το θυμόταν, την πλαστογράφηση της υπογραφής της στην δήθεν υπογραφείσα μεταξύ των διαδίκων νέα σύμβαση και την ψευδή αναγγελία στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ του ΟΑΕΔ της υποτιθέμενης δεύτερης πρόσληψής της με νέα σύμβαση (άλλως με τροποποίηση της προηγούμενης σύμβασης αορίστου χρόνου), δήλωση που είναι ψευδής, καθώς ποτέ δεν συμφωνήθηκε μεταξύ τους νέα σύμβαση ή τροποποίηση σύμβασης και απασχόλησή της με καθεστώς σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, ούτε γραπτώς, ούτε προφορικώς. Άλλως και επικουρικά, ζητεί να της επιδικασθεί το συνολικό ποσό των 24.000 ευρώ, ως ενιαία χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης από το σύνολο των παραπάνω αναφερομένων αδικοπρακτικών συμπεριφορών του εναγομένου. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα ζήτησε το πρώτον να αναγνωρισθεί ότι συνδέεται με τον εναγόμενο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, από τις 16.10.2020, άλλως επικουρικά από 6.5.2021 και να κριθεί άκυρη η από 31.5.2021 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Κατά δεύτερον, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της βάσει της σύμβασης που τους συνδέει, με την απειλή χρηματικής ποινής σε περίπτωση άρνησης συμμόρφωσης με το διατακτικό της απόφασης ποσού 150 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης, απειλούμενης επίσης και προσωπικής κράτησης του εναγομένου διάρκειας ενός (1) έτους για κάθε παραβίαση της απόφασης, εφόσον η απόλυση συνιστά και αδικοπραξία, ενώ παράλληλα και η συγκεκριμένη μεθόδευση της απόλυσή της, συνιστά αδικοπρακτική και αξιόποινη συμπεριφορά. Περαιτέρω ζήτησε, όπως παραδεκτά μετατράπηκε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό όσον αφορά τα κονδύλια για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 14.193,84 ευρώ νομιμοτόκως από τότε που κατέστη έκαστο επί μέρους κονδύλιο απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να της καταβάλει τα ανωτέρω ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να απειληθεί χρηματική ποινή 150 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης και προσωπική κράτηση λόγω της αδικοπραξίας, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου η δικαστική της δαπάνη.

 

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων και εξέδωσε την εκκαλουμένη με αριθ. 357/2024 οριστική απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκαν ως νόμω αβάσιμα τα αιτήματα α) περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής κατά το αναγνωριστικό της μέρος, β) περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λόγω μη καταβολής των αποδοχών της ενάγουσας, καθώς δεν συνιστά αδικοπραξία, γ) περί απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος που θεμελιώνεται στην αδικοπραξία, αλλά και διότι το ποσό για το οποίο ζητείται η επιβολή αυτή υπολείπεται του ελαχίστου ορίου των 30.000 ευρώ (άρθρο 1047 § 3 ΚΠολΔ) και εν συνεχεία έκανε την αγωγή εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι η ενάγουσα συνδέεται με τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 16.10.2020 και ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ήταν άκυρη, υποχρέωσε τον εναγόμενο να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 14.141,13 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα που κάθε επί μέρους κονδύλιο που το αποτελούν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και αναγνώρισε ότι της οφείλει επιπλέον το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ενώ επιπλέον διαβίβασε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών αντίγραφα της εκκαλουμένης απόφασης, της κριθείσας αγωγής, των προτάσεων των διαδίκων, της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, που κατά τον εναγόμενο είχε υπογράψει η ενάγουσα όπως και του από 24.5.2021 αποσταλέντος ενημερωτικού εγγράφου που η λογίστρια του εναγομένου είχε αποστείλει στον ΟΑΕΔ, για λογαριασμό του, και των πρακτικών της δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου της 12.12.2023, προκειμένου να διερευνηθεί η διάπραξη αξιοποίνων πράξεων (λ.χ. της κατάρτισης και χρήσης πλαστού εγγράφου και απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου). Ο ενάγων και ήδη εκκαλών παραπονείται κατά της απόφασης αυτής με την κρινόμενη έφεσή του και με τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

Αβάσιμος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος είναι ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών περί εσφαλμένης κήρυξης προσωρινώς εκτελεστής της εκκαλουμένης, αφού με την έκδοση απόφασης επί της εφέσεως είτε εξαφανίζεται η εκκαλουμένη, είτε αυτή καθίσταται τελεσίδικη και ως εκ τούτου εκτελεστή, χωρίς να αποφαίνεται επί του προσωρινώς εκτελεστού της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία ισχύει μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης (βλ. ΜΕφΑθ 1019/2024, ΜΕφΠειρ 80/2023, δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. Ε, σ. 222).)

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, σε μερικά εκ των οποίων γίνεται ρητώς μνεία κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα από την ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, τα οποία χρησιμεύουν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την από 15.11.2024 τεχνική έκθεση της γραφολόγου-πραγ­ματογνώμονα … …, την οποία επικαλείται και προσκομίζει παραδεκτώς για πρώτη φορά ο εκκαλών ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ, τις υπ’ αριθ. …, … και …/15.11.2024 ένορκες βεβαιώσεις των …. …., …. …. και …. …., ληφθείσες ενώπιον της Δικηγόρου Αθηνών Α.Π.**, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει παραδεκτώς για πρώτη φορά ο εκκαλών ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ και οι οποίες λαμβάνονται υπ' όψη, καθώς προκύπτει νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσίβλητης να παραστεί κατά τη λήψη τους (βλ. την υπ’ αριθ. …/ 11.11.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών … …), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών διατηρεί ατομική επιχείρηση (σχολή οδηγών) στα Νέα Παλάτια Ωρωπού και ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2020 είχαν γίνει επαφές μεταξύ αυτού και της συνδεόμενης με τον ίδιο με φιλική σχέση οικογένειας της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, προκειμένου η τελευταία να προσληφθεί ως υπάλληλος γραφείου στην επιχείρησή του. Η ενάγουσα μάλιστα εν όψει αυτής της προοπτικής, αποχώρησε οικειοθελώς στις 15.10.2020 από την τότε εργασία της ως εργαζόμενη σε φούρνο της περιοχής, χωρίς όμως να έχει οριστικοποιηθεί ως τότε η συμφωνία για την άμεση πρόσληψή της από τον εναγόμενο και χωρίς ο τελευταίος να την έχει πιέσει προς τούτο. Και αυτό ήταν απολύτως εύλογο, από το γεγονός ότι εκείνη την χρονική περίοδο, η αγορά εργασίας είχε πληγεί καίρια από τα μέτρα που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, τα οποία περιλάμβαναν υποχρεωτική αναστολή λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων και ήταν σαφές ότι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να ληφθούν εκ νέου, όπως και πράγματι έγινε από τις 6.11.2020. Επομένως με δεδομένο ότι ήταν πολύ πιθανό η επιχείρηση να μην μπορέσει να λειτουργήσει, ο εναγόμενος δεν είχε κανέναν λόγο να πιέσει την ενάγουσα να αφήσει άμεσα την εργασία της προκειμένου να προσληφθεί στην επιχείρησή του, αφού ο ίδιος δεν θα είχε έσοδα. Τα ανωτέρω βεβαιώνουν πειστικά και οι καταθέτοντες στις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από τον εκκαλούντα, οι οποίοι είναι η τωρινή γραμματέας της σχολής οδηγών και φιλικά πρόσωπα του εκκαλούντος. Αντιθέτως, η ενάγουσα ήταν αυτή η οποία πίεζε τον εναγόμενο να την προσλάβει, όπως αποδεικνύεται και από τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντάλλασσε μαζί του και προσκομίζονται σε εκτύπωση. Ο εναγόμενος όμως πάντα επιφυλασσόταν να την προσλάβει όταν θα αρθούν τα μέτρα για την καταπολέμηση της πανδημίας, και ως τότε απλώς εκείνη πήγε κάποιες ώρες στη σχολή οδηγών για την επίδειξη σε εκείνη του τρόπου εργασίας και για κάποιες μικροδουλειές, για τις οποίες μάλιστα πληρώθηκε και το ποσό των 50 ευρώ, χωρίς βεβαίως να απασχοληθεί ως γραμματέας, αφού η επιχείρηση δεν λειτουργούσε. Επομένως δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η ενάγουσα είχε προσληφθεί ήδη από τις 16.10.2020 στην επιχείρηση του εναγομένου. Εξάλλου, αν πράγματι είχε προσληφθεί, τότε θα είχε αναλάβει τα καθήκοντά της τουλάχιστον κατά το διάστημα από 16.10.2020 έως 6.11.2020, οπότε και λήφθηκαν τα νέα μέτρα για τον κορωνοϊό, αλλά από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε κάτι τέτοιο, αντιθέτως προκύπτει ότι πάντα ο εναγόμενος ήταν επιφυλακτικός ως προς την άμεση πρόσληψη της ενάγουσας. Αντίθετα και συνεπώς εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και διέγνωσε κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων ότι η ενάγουσα είχε προσληφθεί από τις 16.10.2020, και μάλιστα ότι παρείχε εργασία αδιαλείπτως έως τις 6.5.2021, επιδικάζοντάς της δεδουλευμένες αποδοχές ύψους 4.277, 37 ευρώ. Όμως εάν έκρινε ορθά, θα έπρεπε να διαγνώσει ότι ο εναγόμενος ουδέποτε προσέλαβε την ενάγουσα πριν τις 6.5.2021 και η παρουσία της στη σχολή οδηγών για λίγες ώρες αφορούσε μικροδουλειές και την επίδειξη σε αυτήν του τρόπου εργασίας, ώστε να είναι έτοιμη όταν θα προσλαμβανόταν πραγματικά. Επομένως είναι βάσιμος ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι υπήρχε πρόσληψη στις 16.10.2020 και παροχή εργασίας της ενάγουσας έως και τις 6.5.2021 και πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό και αφού κρατηθεί κατά το σκέλος αυτό η αγωγή, να απορριφθεί το αίτημα ως κατ' ουσίαν αβάσιμο.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος στις 5.5.2021 αποφάσισε να αναγγείλει στην αρμόδια αρχή την πρόσληψη της ενάγουσας, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μικτές μηνιαίες αποδοχές 624 ευρώ και ωράριο 38,40 ωρών εβδομαδιαίως. Ωστόσο, στις 10.5. 2021, η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι είναι έγκυος, ενημερώνοντας στις 13.5.2021, τον εργοδότη της (καθώς ήδη από τις 12.5.2021 είχε στα χέρια της ιατρική γνωμάτευση που το πιστοποιούσε από το Γενικό Νοσοκομείο «ΕΛΕΝΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ»). Ο εναγόμενος αντέδρασε αρνητικά στην εξέλιξη αυτή, πλην όμως η ενάγουσα τον διαβεβαίωσε ότι θα εξακολουθήσει να εργάζεται για όσο καιρό θα το επέτρεπε η κατάστασή της. Όμως στις 28.5.2021, η ενάγουσα πραγματοποίησε τον πρώτο υπέρηχο και διαπιστώθηκε πρόβλημα στον πλακούντα, με αποτέλεσμα να καθίσταται επαπειλούμενη η εγκυμοσύνη και να πρέπει να παραμείνει κλινήρης για ένα διάστημα. Η ενάγουσα ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι από 31.5.2021 που θα επισκεπτόταν ξανά το γιατρό της, υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να βγει σε αναρρωτική άδεια, με την προϋπόθεση της χορήγησης ιατρικής γνωμάτευσης. Όμως τότε ο εναγόμενος της ανακοίνωσε για πρώτη φορά ότι ούτως ή άλλως η σύμβασή της είναι ορισμένου χρόνου και λήγει στις 31.5.2021, με την ενάγουσα έκπληκτη να αντιδρά έντονα και τον εναγόμενο να της ανταπαντά ότι έχει υπογράψει σύμβαση ορισμένου χρόνου και δεν το θυμάται. Ένεκα της ταραχής της και της κατάστασής της, η ενάγουσα ένιωσε αδιαθεσία και αποχώρησε, παραμένοντας στο σπίτι της για ανάπαυση τις επόμενες δύο ημέρες. Ο εναγόμενος επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί της, ζητώντας της να περάσει από τη σχολή για να εξοφληθεί για τις ημέρες εργασίας της, και εκεί της επέδειξε ένα έγγραφο, με ημερομηνία 13.5.2021, το οποίο φέρεται να έχει την υπογραφή της ενάγουσας και στο οποίο αναφέρεται ότι οι διάδικοι είχαν καταρτίσει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από 6.5.2021 με λήξη στις 31.5.2021. Δέον να αναφερθεί ότι δύο εβδομάδες νωρίτερα, ο εναγόμενος είχε χορηγήσει στην ενάγουσα βεβαίωση, όπου αναγνώριζε ότι η τελευταία εργαζόταν στην επιχείρησή του από τις 6.5.2021, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται αν επρόκειτο για αορίστου ή ορισμένου χρόνου σύμβαση. Το συγκεκριμένο όμως έγγραφο με ημερομηνία 13.5.2021 περί σύμβασης ορισμένου χρόνου, είναι κατασκευασμένο από τον εναγόμενο, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο επιχείρησε να αποφύγει τις υποχρεώσεις του απέναντι στην εργαζομένη του που είχε περιέλθει σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Η ενάγουσα δεν θα είχε κανένα λόγο να υπογράψει στις 13.5.2021 σύμβαση ορισμένου χρόνου, έστω και «προς διόρθωση» του επικαλούμενου από τον εναγόμενο σφάλματος ότι είχε αναγγελθεί εκ παραδρομής από την λογίστριά του σύμβαση αορίστου χρόνου, και να απεμπολήσει έτσι τα δικαιώματά της, μάλιστα δε, αυτήν την ημερομηνία είχε επισκεφθεί τον εναγόμενο για να του ανακοινώσει την εγκυμοσύνη της και θα ήταν πέραν πάσης λογικής να υπογράψει ένα τέτοιο έγγραφο. Ο δε ισχυρισμός του εναγομένου, ότι ο σκοπός του ήταν να προσλάβει «δοκιμαστικά» την ενάγουσα, δεν αντέχει σε καμία λογική, καθώς ο ίδιος είχε ήδη επιδείξει τον τρόπο εργασίας στην ενάγουσα πριν την πρόσληψή της και προφανώς για να αναγγείλει την πρόσληψή της, είχε ήδη πεισθεί για την επάρκειά της να ανταποκριθεί στην εργασία αυτή. Εξάλλου, είναι πέραν πάσης εργασιακής συνήθειας και πραγματικότητας να συνάπτεται σύμβαση για 25 ημέρες, έστω και σε δοκιμαστικό επίπεδο, χωρίς να υφίσταται κάποιος ειδικός λόγος, και μάλιστα κατά σύμπτωση ο χρόνος της υποτιθέμενης σύμβασης ορισμένου χρόνου να λήγει την ημέρα που η ενάγουσα θα ξεκινούσε την αναρρωτική της άδεια. Περαιτέρω, ο εναγόμενος επικαλείται σφάλμα της λογίστριάς του όσον αφορά την αναγγελία της πρόσληψης της ενάγουσας με σύμβαση αορίστου χρόνου, την οποία μάλιστα (λογίστρια), όπως αναφέρει, «επέπληξε». Επίσης και αυτός ο ισχυρισμός δεν κρίνεται πειστικός και ως εκ τούτου είναι αβάσιμος, καθώς η αναγγελία της πρόσληψης στην σχετική ηλεκτρονική πλατφόρμα δεν γίνεται απλώς με την επιλογή σε ένα «κουτάκι» όπως αναφέρει αβάσιμα ο εναγόμενος, αλλά αναφέρονται και άλλα στοιχεία, όπως το ωράριο και οι αποδοχές, με συνέπεια να μην μπορεί να υπάρξει «σφάλμα». Αντίθετα, η πρόθεση του εναγομένου ήταν να προσλάβει την ενάγουσα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως και έπραξε κανονικά, και η προσπάθειά του μετά να αποφύγει τις υποχρεώσεις του έγινε αφού έλαβε γνώση της εγκυμοσύνης, αποστέλλοντας στις 24.5.2021 ενημερωτικό έγγραφο στον ΟΑΕΔ. Η προσπάθεια αυτή δηλαδή της «διόρθωσης» δεν γίνεται σε ανύποπτο χρόνο, ήτοι μεταξύ 6 και 13 Μαΐου, οπότε και η σύμβαση ήταν αναρτημένη και ο εναγόμενος δεν γνώριζε ακόμη την εγκυμοσύνη, αλλά μεταγενέστερα εμφάνισε αυτό το έγγραφο με ημερομηνία 13.5.2021 και προσπάθησε να αλλάξει το χαρακτήρα της σύμβασης στις 24.5.2021. Επομένως αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η σύμβαση εργασίας που συνήφθη ήταν εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ουδέποτε η ενάγουσα συναίνεσε ή υπέγραψε έγγραφο για σύμβαση ορισμένου χρόνου. Τα αναφερόμενα στην από 15.11.2024 «βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης» της γραφολόγου … … ουδόλως οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή έχει τεθεί από την ενάγουσα, παρά μόνο γενικώς γίνεται αναφορά ότι η υπογραφή που υπάρχει στο έγγραφο «χαράσσεται με αντίστοιχη ποιότητα χάραξης, ταχύτητα, ρυθμό/αυτοματισμό που χαράσσονται και οι δειγματικές υπογραφές» και μάλιστα έχοντας ελέγξει μόνο δύο (2) αναμφισβήτητες αληθινές υπογραφές της. Μάλιστα και στην ίδια την έκθεσή της, η γραφολόγος αναφέρει ότι για ασφαλέστερα συμπεράσματα θα πρέπει να προσκομισθεί επιπλέον δειγματικό υλικό. Περαιτέρω, ούτε από τις προσκομισθείσες το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ένορκες βεβαιώσεις προκύπτει κάτι διαφορετικό, καθώς και οι τρεις καταθέτοντες δεν έχουν ιδία γνώση του ζητήματος της υπογραφής του εγγράφου της σύμβασης ορισμένου χρόνου. Κατ’ ακολουθίαν η σύμβαση της ενάγουσας, έχουσα το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ουδέποτε καταγγέλθηκε νομίμως αφού δεν περιβλήθηκε το νόμιμο έγγραφο τύπο, δεν καταβλήθηκε αποζημίωση και επιπλέον η εργαζομένη βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης, γεγονός που καθιστά άκυρη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας κατ’ άρθρο 36 του ν. 3996/2011, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 του ν. 4808/2021, και εξακολούθησε η σύμβαση να ισχύει. Εν όψει τούτων, της οφείλονται μισθοί υπερημερίας για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2021 ύψους (624 ευρώ x 2 μήνες =) 1.248 ευρώ. Επιπλέον της οφείλονται μισθοί υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από Αύγουστο 2021 έως και Ιούλιο 2022, το ποσό των (624 ευρώ x 12 μήνες =) 7.488 ευρώ, καθώς και για υπόλοιπο επιδόματος Χριστουγέννων 2021 το ποσό των (624 ευρώ - 74,48 που της κατέβαλε κατά την άκυρη απόλυσή της ο εναγόμενος =) 549,52 ευρώ και το ποσό των (624 ευρώ : 2 =) 312 ευρώ για δώρο Πάσχα 2022 και ποσό [(624 ευρώ : 2 - 45.76 ευρώ που έλαβε =) 266,24 ευρώ για επίδομα αδείας 2021 και συνολικά το ποσό των (1.248 + 7.488 + 549,52 + 312 + 266,24 =) 9.863,76 ευρώ. Εκτός αυτού όμως, η ενάγουσα υπέστη και ηθική βλάβη από την τελεσθείσα σε βάρος της αδικοπραξία, ένεκα της κατάρτισης και χρήσης, κατά τα ανωτέρω, της ψευδούς σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, την οποία εκείνη ουδέποτε υπέγραψε. Εξαιτίας αυτού, η ενάγουσα υπέστη παράνομη προσβολή στην τιμή και την υπόληψή της και εντεύθεν στην προσωπικότητά της με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ, για την αποκατάσταση της οποίας είναι επιδικαστέα χρηματική ικανοποίηση. Με βάση τη βαρύτητα και τις συνθήκες της προσβολής της ενάγουσας, την ένταση του δόλου του εναγομένου και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, καθώς η ενάγουσα είναι μία νέα γυναίκα 29 ετών, έγγαμη και μητέρα ήδη ενός τέκνου νηπιακής ηλικίας και από την άλλη ο εναγόμενος έχει ατομική επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων και σχολή οδηγών, για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, η οποία προκλήθηκε λόγω της προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο, σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας, βάσει των ανωτέρω προσδιοριστικών στοιχείων.

Κατά τον ίδιο τρόπο και συνεπώς ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και έκρινε ότι η ενάγουσα ουδέποτε υπέγραψε το έγγραφο της σύμβασης ορισμένου χρόνου και ότι αυτό ήταν κατασκευασμένο από τον εναγόμενο, διαβιβάζοντας μάλιστα στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αντίγραφα της πρωτόδικης απόφασης και των εγγράφων της δικογραφίας προκειμένου να διερευνηθεί η διάπραξη αξιόποινων πράξεων και δη η κατάρτιση και χρήση πλαστού εγγράφου και η απόπειρα απάτης ενώπιον Δικαστηρίου. Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκρινε γνήσια την υπογραφή της ενάγουσας στο εν λόγω έγγραφο, είναι αβάσιμος. Σημειωτέον ότι ο εκκαλών δεν προσβάλλει με λόγο έφεσης την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την ορθότητα του υπολογισμού του ύψους των κονδυλίων, που επιδικάσθηκαν.

Κατ’ ακολουθίαν η έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και για την ενότητα του εκτελεστού τίτλου να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της (πλην της διάταξης περί διαβίβασης των εγγράφων στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών), τόσο ως προς τις διατάξεις της που κρίθηκαν εξαφανιστέες, όσο και ως προς τις λοιπές (ΜΕφΑθ 57/2024, δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 779/1984 ΕλλΔνη 26. 642), καθώς επίσης και κατά τη διάταξη της περί δικαστικής δαπάνης, προκειμένου να γίνει επανακαθορισμός της και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και εκδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο στην ουσία της (άρθρ. 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και αφού απορριφθεί ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, α) να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα συνδέεται με τον εναγόμενο με σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από τις 6.5.2021, β) να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη η από 31.5.2021 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας, βάσει της σύμβασής της, με την απειλή χρηματικής ποινής 100 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης και προσωπικής κράτησης τριών (3) μηνών για κάθε παραβίαση της απόφασης (όπως εξάλλου κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν προσβλήθηκε η κρίση αυτή με λόγο έφεσης), δ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 9.863,76 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που κάθε επί μέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έως την πλήρη εξόφληση και ε) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα επιπλέον το ποσό των 3.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας-εφεσίβλητης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου-εκκαλούντος, κατά το μέτρο και την έκταση της ήττας του τελευταίου και κατ’ αποδοχήν του σχετικού αιτήματος, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ).

Ε.Γ.