Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών 56/ 2025

73
2025
03
 

Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών

Αριθ. 56/2025

 

Δικαστής: Θ. Κανέλλος, Πρωτοδίκης 

Δικηγόροι: Ε. Καρύκης, Α. Στεργιόπουλος

 

Απόρριψη αιτήματος συνεπιμέλειας. Ρύθμιση της ανάκτησης της μεταξύ τέκνου και πατέρα επικοινωνίας, η οποία είχε διακοπεί από την προς τον Εισαγγελέα απεύθυνση της μητέρας κατά του πατέρα, με την κατηγορία της εκ μέρους του τέλεσης γενετήσιων πράξεων εις βάρος του ανηλίκου, μέχρι την ομόφωνη αθώωσή του. Επικοινωνία τηλεφωνική και διαδικτυακή, περιορισμένης χρονικής διάρκειας, καθώς και διά ζώσης παρουσία παιδοψυχολόγου. Το γεγονός ότι στη μεταξύ των διαδίκων σχέση καθίσταται εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δυσχερής κάθε προσπάθεια συναπόφασης και σύμπραξης οδηγεί τη συνάσκηση της επιμέλειας σε δυσλειτουργία-αδιέξοδο και, συνεπώς, αποκλείει τη δυνατότητα για ανάθεση της συνεπιμέλειας του προσώπου του τέκνου τους σε αυτούς, καθώς κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στο βέλτιστο συμφέρον του. Παράμετροι που λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον προσδιορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος» του τέκνου. Αναγκαία η εξατομικευμένη κρίση, χωρίς δέσμευση από τα κριτήρια της ΑΚ 1511. Τα οφέλη της εναλλασσόμενης κατοικίας για το τέκνο. Η επικοινωνία της ΑΚ 1520 ως δικαίωμα και υποχρέωση. Το ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου του παιδιού ως χρόνος επικοινωνίας με φυσική παρουσία πρέπει κατά κανόνα να ερμηνευθεί ως το 1/3 της εκάστοτε χρονικής περιόδου που διανύει το παιδί στη ζωή του (σχολική χρονιά, θερινές ή εορταστικές διακοπές κ.ο.κ). Η διενέργεια ΥΑΣΔ θεραπεύει το απαράδεκτο της συζήτησης από τη μη προσκόμιση της έγγραφης ενημέρωσης του άρθρου 3 § 2 του ν. 4640/2019 [Άρθρα 1511, 1513, 1514, 1520 ΑΚ, 3 § 2 ν. 4640/2019].

 

 Ι. […] Με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1514 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων γίνεται από το Δικαστήριο, ενώ ως περιπτώσεις διαφωνίας αναφέρονται ενδεικτικά («ιδίως») οι περιπτώσεις που o ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησής της ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρκεί, απλώς, η διαφωνία των γονέων, για να απονείμει ο δικαστής, κατά το υποκειμενικό περί δικαίου αίσθημα ή κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν μέχρι σήμερα στη νομολογία, την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού στον έναν γονέα. Πιο συγκεκριμένα, αν δεν συντρέξει σπουδαίος λόγος που εγκυμονεί κινδύνους για το παιδί (περίπτωση κακοποιητικού, ψυχικά διατεταγμένου ή παντελώς αδιάφορου γονέα) ή αν δεν συντρέξει πραγματική αδυναμία άσκησης της συνεπιμέλειας από τον ένα γονέα λόγω της νόμιμης μετεγκατάστασης του παιδιού σε άλλη πόλη ή χώρα, δε νοείται ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στον άλλον γονέα ή έστω κατανομή της επιμέλειας, που μόνο κατ' επίφαση θα επέτρεπε την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του παιδιού, όπως λ.χ. με την ανάθεση στον έναν γονέα μόνο των ζητημάτων υγείας του παιδιού, διότι, διαφορετικά, ο δικαστής θα υπερέβαινε τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και θα ερμήνευε ή/και θα εφάρμοζε εσφαλμένα το άρθρο 1514 (βλ. Αναστάσιο Βαλτούδη, Συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία στο νέο οικογενειακό δίκαιο, ΕλλΔνη 4, 2021. 999). Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο Δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το «βέλτιστο συμφέρον του τέκνου», που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Ο όρος «βέλτιστο συμφέρον» κατ' ουσίαν αποδίδει την προϊσχύουσα έννοια του «συμφέροντος του τέκνου» και, επομένως, δεν εισάγεται διά του νέου όρου «βέλτιστο συμφέρον» καμία διαφοροποίηση σε σχέση με το προΐσχύσαν δίκαιο ως προς την έννοια και το περιεχόμενο της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του παιδιού (βλ. αναλυτικά Λέκκα Γεώργιο. Η επιμέλεια του παιδιού κατά τον Αστικό Κώδικα, Μετά το ν. 4800/2021. Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2021, σ. 163 επ., Φουντεδάκη Κατερίνα, Το νέο δίκαιο των σχέσεων γονέων και τέκνων, Οι αλλαγές που επέφερε στον Αστικό Κώδικα ο ν. 4800/2021, σ. 24 επ.). Ως συμφέρον του τέκνου, νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικότερα, κάθε είδους συμφέρον, το οποίο αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας, παρέχονται για πρώτη φορά από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1511 § 2 ΑΚ, η απόφαση του Δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. Τα κριτήρια αυτά αναδεικνύονται από τον νομοθέτη και ισχυροποιούνται έναντι άλλων, χωρίς, ωστόσο, να δεσμεύουν το Δικαστήριο ως προς την ιεράρχηση ή την υιοθέτησή τους στο σύνολό τους. Όμως, η ενδεικτική απαρίθμηση κάποιων εκ των παραμέτρων που πρέπει να λάβει υπόψιν του το Δικαστήριο, όπως αυτές εκτίθενται κατά το νέο άρθρο 1511 του ΑΚ, προτάσσουν κυρίως τα «συμφέροντα» των γονέων και όχι των τέκνων. Πλην, όμως, το κανονιστικό νόημα της αόριστης νομικής έννοιας υπερτερεί έναντι κάθε άλλου έννομου συμφέροντος, κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, λ.χ. του συμφέροντος των γονέων, των απώτερων ανιόντων, τρίτων προσώπων που έρχονται σε κοινωνική επαφή με το παιδί (βλ. Λέκκα Γεώργιο, ό.π. σ. 63 επ.). Για παράδειγμα, η ικανότητα και η πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου είναι στοιχείο κατά βάση ξένο για το συμφέρον του παιδιού και, σε κάθε περίπτωση, δε θα πρέπει να αναδεικνύεται σε κυρίαρχο (βλ. αναλυτικά Φουντεδάκη Κατερίνα, ό.π., σ. 24 επ.). Γνώμονας για τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου είναι μόνο το συμφέρον του ανήλικου τέκνου, όπως τούτο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση χωριστά, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε υπόθεσης (ΕφΠειρ 298/2021 σε Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» Σχόλιο Ιωάννη Βαλμαντώνη στην ως άνω απόφαση σε ΕλλΔνη 4/2021. 1188 επ.). H σύμφωνη με το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις ερμηνεία της διάταξης, ιδίως σύμφωνα με το Διεθνές Σύμφωνο Προστασίας των Δικαιωμάτων του παιδιού, πρέπει να οδηγεί τον εφαρμοστή του δικαίου στην εξατομικευμένη κρίση χωρίς δέσμευση από τα κριτήρια του άρθρου 1511 ΑΚ, τα οποία πρέπει να θεωρηθούν ενδεικτικά, καθώς μπορεί να μην έχουν σχέση με το κρινόμενο από το Δικαστήριο θέμα και άλλοτε να οδηγούν σε λύσεις αντίθετες προς το συμφέρον του παιδιού (βλ. Φουντεδάκη Κατερίνα, ό.π., σ. 24 επ.). Η εξατομικευμένη κρίση γίνεται δεκτό ότι συνιστά και εφαρμογή της επιταγής του άρθρου 2 § 1 του Συντάγματος, η οποία αποκλείει τη στερεότυπη αντιμετώπιση ως προς την αξιολόγηση ατόμων και προσωπικών σχέσεων (βλ. αντί πολλών Στ. Κουτσουμπίνα, H συνταγματική θέση του ανηλίκου, σ. 139). Έτσι, κρίσιμα προς τούτο στοιχεία, όπως έχουν υιοθετηθεί μέχρι σήμερα από τη νομολογία και τη θεωρία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και (τυχόν) αδελφούς του, ενώ μεγάλης σημασίας είναι και η κατά το δυνατόν μικρότερη διατάραξη του μέχρι τούδε τρόπου ζωής του παιδιού, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο ψυχικός και συναισθηματικός κόσμος του, δεδομένου ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, έχει ήδη κλονίσει την ψυχική ισορροπία και την αίσθηση ασφάλειας του τέκνου. Η μικρή ηλικία του ανήλικου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο, κατά νόμο, στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου, αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους, λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές, παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την πρώιμη νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται υπεροχή στη μητέρα, ενώ, για το μεταγενέστερο χρόνο, αναγνωρίζεται o σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού ωριμότητάς του, εφόσον αυτή είναι προϊόν ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου. Πρέπει, εξάλλου, να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το βέλτιστο συμφέρον του. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής, το συμφέρον του ανηλίκου μπορεί να επιβάλει να συμβιώνει τόσο με τη μητέρα του όσο και με τον πατέρα του και, ακολούθως, εφόσον έτσι προκαλείται η μικρότερη δυνατή διατάραξη του τρόπου ζωής του, να ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας αυτού από κοινού στη μητέρα και τον πατέρα του, δηλαδή, να γίνεται χρονική (ή εναλλασσόμενη) κατανομή αυτής ανάμεσα στους δύο γονείς, ενώ και η γονική μέριμνα να ανήκει από κοινού και στους δύο, οι οποίοι θα οφείλουν να φροντίζουν για την ομαλή ανάπτυξη και το καλό του τέκνου τους από κοινού. Η έλλειψη δε συνεργασίας των γονέων δεν πρέπει να συνιστά εμπόδιο επιλογής της χρονικής κατανομής της επιμέλειας. Επίσης, η τυχόν εξάρτηση της χρονικά κατανεμημένης γονικής μέριμνας ή επιμέλειας από τη διάθεση συνεργασίας των γονέων αποδυναμώνει τη συγκεκριμένη λύση, διότι αφήνει τη δυνατότητα στο γονέα που είναι περισσότερο συναισθηματικά δεμένος με τα παιδιά, να τα επηρεάσει σε βάρος του άλλου γονέα και να επιτύχει, μέσω της άρνησής του να συνεργαστεί για μια τέτοια λύση, το μείζον, ήτοι να ασκεί αυτός αποκλειστικά τη γονική μέριμνα ή επιμέλεια των τέκνων, περιθωριοποιώντας τον άλλο γονέα. Για το σκοπό αυτό, λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα και υπευθυνότητα κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων. Διάκριση πρέπει να γίνεται μεταξύ της χρονικής κατανομής της άσκησης της επιμέλειας μεταξύ των γονέων και της εναλλασσόμενης διαμονής (κατοικίας) του τέκνου. H πρώτη συνιστά μορφή κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας με περιοδικότητα και συνεπάγεται ότι το παιδί έχει εναλλασσόμενη κατοικία στον τόπο κατοικίας του γονέα του, o οποίος, στο πλαίσιο αυτό, ασκεί μόνος του, κάθε φορά, τις πράξεις επιμέλειας του παιδιού για όλα τα θέματα, με εξαίρεση εκείνα που αφορούν στον πυρήνα, κατ' άρθρο 1519 § 1 του AK. Αντιθέτως, η εναλλασσόμενη διαμονή μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο αυτοτελώς, χωρίς την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας, οπότε οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του παιδιού (συνεπιμέλεια) (ΑΠ 535/2022, ΑΠ 1186/ 2021, ΑΠ 1135/2020, ΑΠ 358/2019 δημοσιευμένες άπασες στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr). Περαιτέρω, στον διεθνή χώρο, υποστηρίζεται σθεναρά ότι με την εναλλασσόμενη κατοικία κατοχυρώνεται μία καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στους γονείς, στην φροντίδα και ανατροφή των τέκνων, προσφέροντας στον ανήλικο την δυνατότητα να διαβιεί στην καθημερινή του ζωή, τόσο με τον πατέρα όσο και με την μητέρα. Το παιδί έχει δύο (2) λειτουργικά σπίτια, την πατρική και μητρική του κατοικία. Ενθαρρύνεται, έτσι, η ισόρροπη επαφή του παιδιού και με τους δύο γονείς. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι η κοινωνία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, αναφορικά με την ισότητα των φύλων, ενώ η έννοια της οικογένειας έχει ομοίως μεταβληθεί, αναφορικά με τους ρόλους των ατόμων σ' αυτήν, καθόσον και η σχέση των πατέρων με τα τέκνα τους δεν είναι η ίδια με αυτήν που επικρατούσε παλαιότερα. Επισημαίνεται ότι από τις νεότερες ιατρικές και ψυχολογικές έρευνες δεν προκύπτει κανένα αρνητικό αποτέλεσμα από την κοινή ανατροφή που μοιράζεται ισομερώς μεταξύ δύο (2) σπιτιών. Αντίθετα, η ύπαρξη της διπλής κατοικίας θεωρείται ευεργετική και απαραίτητη για την προστασία της ισόρροπης ανάπτυξης του παιδιού. Τα παιδιά που ζουν εναλλάξ και με τους δύο (2) γονείς, με ίση κατανομή του χρόνου, ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από την ζωή τους από εκείνα που υπάγονται σε άλλη ρύθμιση, για χωρισμένες οικογένειες (Bjamasson/Arnars­son (2011), Joint physical custody and commu­nication with parents. Α cross - national study of children in 36 western countries. Journal of Comparative Family Studies. 42, σ. 871-890, Bauserman (2002), Child adjustment in joint custody versus sole-custody arrangements: a meta-analytic review. Journal of Family Psychology. 16, σ. 91-102]. Την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας (shared residence) και μετά την διάσταση εισηγείται και το Συμβούλιο της Ευρώπης, με το υπ' αριθ. 2079/ 2.10.2015 ψήφισμά του, με το οποίο προσκαλεί τα κράτη - μέλη να την εισαγάγουν στην νομοθεσία τους, αποκλείοντας την εφαρμογή της σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης του παιδιού και αδιαφορίας, που δημιουργούν κινδύνους, για την σωματική και ψυχική υγεία του τέκνου. Αυτό το ψήφισμα στηρίχθηκε σε μετά - ανάλυση πολυάριθμων διεθνών μελετών [Nielsen (2014), Shared physical custody: Sum­mary of 40 studies on outcomes for children, Journal of Divorce & Remarriage, 55. 613-635], που κατέδειξαν τα οφέλη από την εναλλασσόμενη κατοικία και τις αρνητικές επιπτώσεις που προέρχονται από την αποκλειστική επιμέλεια, στην οποία ο χρόνος συναναστροφής του παιδιού με τον λιγότερο ευνοημένο γονέα είναι κάτω του 33%. Περαιτέρω, ο χωρισμός δεν είναι καθ' αυτός δείκτης της έλλειψης γονικής ικανότητας και η υπαιτιότητα του ενός ή του άλλου γονέα για το διαζύγιο ή την διακοπή της συμβίωσης δεν ασκεί επιρροή στην άσκηση της γονικής μέριμνας. H καταλληλότητα του ενός γονέα να αναλάβει την άσκηση της επιμέλειας δεν αποτελεί ταυτόχρονα και ένδειξη ακαταλληλότητας του άλλου (Μιχαλακάκου. Η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, κατά την νομολογία 2015, σ. 40). Αμφότεροι, κατά τεκμήριο, είναι ικανοί στον γονεϊκό ρόλο και το ανήλικο έχει το δικαίωμα να διατηρεί μια ισορροπημένη σχέση και με τους δύο γονείς. Ιδανική λύση είναι η διατήρηση της συμμετοχής και η ενεργητική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή του παιδιού, γιατί το τελευταίο δεν χρειάζεται μόνο τον καλύτερο από αυτούς (Δεμερτζής. H ουσιαστική και δικονομική αναγκαία μεταρρύθμιση της επιμέλειας, Δ 2003. 140 επ., ΕΑ 504/2019 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 1511 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1512 - 1514 του ΑΚ, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας ανήλικου τέκνου σε έναν από τους εν διαστάσει ευρισκόμενους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσης το συμφέρον και μόνον του ανήλικου τέκνου, χωρίς να επιδρά αυτοτελώς στην λήψη της απόφασής του κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, όπως είναι το φύλο, η γλώσσα, η θρησκεία, η κοινωνική προέλευση, η περιουσιακή κατάσταση κ.λπ., όπως προαναφέρθηκε.

ΙΙ. Με το άρθρο 1520 του ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του ν. 4800/2021 (ΦΕΚ Α' 81/21.05.2021), προβλέπεται ότι o γονέας, με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Με την ως άνω ρύθμιση, δηλώνεται πανηγυρικά ότι η επικοινωνία συνιστά δικαίωμα και παράλληλα και υποχρέωση του δικαιούχου γονέα. Η ως άνω αναφορά του νόμου σε υποχρέωση ερμηνεύεται ως αναγνώριση του λειτουργικού χαρακτήρα του δικαιώματος της επικοινωνίας, έχει συμβολικό και κατευθυντήριο ρόλο για τους γονείς και δεν εισάγει αγώγιμη αξίωση για εξαναγκασμό του γονέα σε επικοινωνία (βλ. Φουντεδάκη, Το νέο δίκαιο των σχέσεων γονέων και παιδιών, έκδοση 2021, σ. 84 - 85). Για την εφαρμογή του άρθρου 1520 του ΑΚ, σημασία έχει μόνο το γεγονός ότι o γονέας μένει χωριστά από το τέκνο, ανεξάρτητα από το αν ασκεί από κοινού με τον άλλο γονέα την επιμέλεια. Επίσης, προβλέπεται, ως ειδική υποχρέωση του γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο, η διευκόλυνση και η προώθηση της επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα, η οποία νοείται ως η εμφύσηση στο παιδί καλών αισθημάτων για τον άλλο γονέα και η καλή συνεργασία, προκειμένου να καθοριστούν οι πρακτικές λεπτομέρειες της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας. Επισημαίνεται ότι η επικοινωνία περιλαμβάνει τόσο τη φυσική παρουσία και επαφή του γονέα με το τέκνο όσο και τη διαμονή του τέκνου στην οικία του. Καθίσταται, έτσι, σαφές ότι η επικοινωνία δεν περιλαμβάνει μόνο τη διαμονή του παιδιού στην οικία του γονέα, αλλά και άλλες μορφές επαφής, με φυσική παρουσία (λ.χ. o γονέας δειπνεί με το παιδί ή το συνοδεύει σε δραστηριότητες) ή όχι (λ.χ. βιντεοκλήση, απλή τηλεφωνική επικοινωνία). Σύμφωνα δε με το εδ. γ' της § 1 του νέου άρθρου 1520 του ΑΚ «χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου». Με την ως άνω ρύθμιση, επιχειρείται η οριοθέτηση ενός ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με το γονέα που δεν διαμένει, το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και της ψυχικής υγείας του ανήλικου (Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω τροποποιητικού για το νέο άρθρο 1520 ΑΚ). O υπολογισμός του ενός τρίτου (1/3) του χρόνου του συνολικού χρόνου του παιδιού πρέπει κατά κανόνα να ερμηνευτεί ως το ένα τρίτο (1/3) της εκάστοτε χρονικής περιόδου που διανύει το παιδί στη ζωή του (σχολική χρονιά, θερινές ή εορταστικές διακοπές κ.ο.κ.) χωρίς να ενδιαφέρει ο στενός εννοιοκρατικός και μαθηματικός υπολογισμός του 1/3 εκ του συνόλου των ημερών ενός έτους (βλ. Βαλτούδη, Συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία στο νέο οικογενειακό δίκαιο, ΕλλΔνη 2021. 1007). H επικοινωνία χωρίς φυσική παρουσία δεν προσμετράται για τον υπολογισμό του 1/3, όπως ρητά προβλέπεται στο γ' εδάφιο της § 1. Εξάλλου, σαφώς ο πραγματικός χρόνος επικοινωνίας δεν είναι δυνατό να «τεκμαίρεται», γιατί δεν συνιστά ένα δυσαπόδεικτο πραγματικό γεγονός, το οποίο συνάγεται από τη συνδρομή κάποιου άλλου γεγονότος. Το «τεκμήριο» της § 1 του άρθρου 1520 του ΑΚ, αφορά το συμφέρον του παιδιού και ο νόμος τεκμαίρει ότι το συμφέρον του παιδιού, καταρχήν, επιβάλλει να περνά αυτό τουλάχιστον το 1/3 του χρόνου του με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει συνήθως. Το τεκμήριο είναι μαχητό και ανατρέπεται, αν αποδειχθεί ότι το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας (όπως λ.χ. όταν o δικαιούχος της επικοινωνίας ζητεί μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, όταν υπάρχουν λόγοι που αφορούν τις συνθήκες διαβίωσης του τέκνου και τη διατάραξη της καθημερινότητας αυτού). Υποστηρίζεται, λοιπόν, σχετικώς ότι οι λόγοι που αφορούν το συμφέρον του τέκνου και επιβάλλουν την επιβολή μεγαλύτερου ή μικρότερου χρόνου επικοινωνίας, θα μπορούν να εξειδικεύονται μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας και να λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι πρόκειται στην ουσία για εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του τέκνου, η οποία ως τέτοια μπορεί και πρέπει να εξειδικευτεί μέσω των αποδείξεων και με εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας (βλ. Παντελίδου, Οι αλλαγές του ν. 4800/2021 στη γονική μέριμνα και στο δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο εκτός γάμου, ΕλλΔνη 2021. 979 - 980). Εν τέλει, αυτό που εν προκειμένω πρέπει να προσδιοριστεί από το δικαστήριο είναι o προσήκων χρόνος επικοινωνίας, που ικανοποιεί το δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία και το συμφέρον του ανήλικου. Ακολούθως, σύμφωνα με το 1520 εδ. δ' του ΑΚ, αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας, με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων. Επισημαίνεται ότι η αναφορά της ΑΚ 1520 εδ. δ' στον περιορισμό της επικοινωνίας μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους ακαταλληλότητας του γονέα και με ειδική διαδικασία διαπίστωσης της τελευταίας δεν αναφέρεται στον περιορισμό της επικοινωνίας σε χρόνο μικρότερο του 1/3, γιατί αυτός o περιορισμός ρυθμίζεται από το άρθρο 1520 § 1 εδ. γ' και § 3 εδ. β' που ΑΚ (βλ. ΜΠρΘ 13599/2024 δημοσιευμένη σε sakkoulas-online.gr, ΜΠρΘεσσ 317/2022 και 10024/2022, αμφότερες δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

ΙΙΙ. […] Με αυτό το περιεχόμενο και τα ανωτέρω αιτήματα, η κρινομένη αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 17 αρ. 2 και 39Α ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 591, 592 § 3 α και β, 593 έως 602, 610 έως 613 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του N. 4335/2015) και είναι ορισμένη, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις της εναγομένης, περιέχουσα άπαντα τα αξιούμενα από τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ στοιχεία του ορισμένου της και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στις ανωτέρω υπό στοιχ. Ι και ΙΙ μείζονες σκέψεις της παρούσης, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 1520 ΑΚ, 219, 613 και 950 § 1 και 2 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης της εκδοθησομένης αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο, και εντεύθεν απορριπτέο, ως προς τη διάταξη αυτής περί ανάθεσης της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου, διότι η σχετική διάταξη είναι διαπλαστική και συνεπώς δεν εκτελείται (ΕφΑθ 628/2003. Ελλ Δνη 2004. 470). Αντιθέτως, στην περίπτωση της ανάθεσης (συν)επιμέλειας διεκδικεί πεδίο εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 950 § 1 ΚΠολΔ περί απόδοσης ή παράδοσης τέκνου, η οποία έχει καταψηφιστικό χαρακτήρα και περιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε απόφαση με την οποία ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου ανηλίκου τέκνου σε ένα γονέα. Περαιτέρω, η απόφαση που ρυθμίζει την προσωπική επικοινωνία είναι ομοίως διαπλαστική και ως τέτοια δεν κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή (ΜΠΑθ 204/2017 σε Ελλ Δνη 2017. 874, ΜΠρΠατ 753/2015 σε ΕφΑΔ 2015. 779, Κ. Παπαδοπούλος, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τ. B' 2003, σ. 324), αλλά το απαγγελλόμενο με την απόφαση διαπλαστικό αποτέλεσμα επέρχεται από και διά της τελεσιδικίας της απόφασης και εκτελείται έμμεσα, δυνάμει του άρθρου 950 § 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1631/2018 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ήτοι το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 950 § 2 του ΚΠολΔ, απειλεί και αυτεπάγγελτα κατά του άλλου γονέα, για την περίπτωση που ήθελε παρεμποδίσει την τοιαύτη επικοινωνία ή παραβιάσει τους περί αυτήν τεθέντες υπό του Δικαστηρίου όρους, προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή (βλ. ΜΠΑθ 204/2017 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). […] Περαιτέρω, για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής, προσκομίζεται νομίμως μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα δια των εγγράφων προτάσεών του, το από 21.3.2024 πρακτικό περάτωσης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, ως επιτάσσει το άρθρο 7 § 4 του ν. 4640/2019, υπογεγραμμένο από τον διαμεσολαβητή … και όλους τους συμμετέχοντες. Από τα προσκομιζόμενα δε έγγραφα των διαδίκων, συνάγεται ότι η διαμεσολάβηση που επιτάσσει το άρθρο 6 του ν. 4640/2019 υπήρξε εν προκειμένω ανεπιτυχής. Επισημαίνεται ότι, ναι μεν δεν προσκομίζεται η προβλεπόμενη, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής, έγγραφη ενημέρωση του άρθρου 3 § 2 του ν. 4640/2019 από τον πληρεξούσιο δικηγόρο προς τον ενάγοντα εντολέα του, πλην όμως, o σκοπός του νομοθέτη, ήτοι η ενημέρωση των διαδίκων για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης, επιτεύχθηκε, εν προκειμένω, μέσω της διενέργειας της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, με αποτέλεσμα να θεραπεύεται, κατ' αυτόν τον τρόπο, το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής. Τέλος, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, το παρόν Δικαστήριο προσπάθησε να επιλύσει συμβιβαστικά τη μεταξύ των διαδίκων διαφορά, ύστερα από ακρόασή τους, πλην όμως δεν επιτεύχθηκε συμβιβασμός (άρθρο 611 ΚΠολΔ). Σημειώνεται δε, ότι στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, το Δικαστήριο πραγματοποίησε επικοινωνία με το τέκνο των διαδίκων την 22α Μαρτίου 2024 στο Κτίριο του Πρωτοδικείου Πατρών (άρθρο 1511 § 4 ΑΚ και 612 ΚΠολΔ).

IV. […] αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο του Δήμου … την 1η Απριλίου του έτους 2011. Από τον ανωτέρω γάμο τους, απέκτησαν ένα (1) άρρεν τέκνο, τον ... ... του ..., ο οποίος γεννήθηκε την …. και είναι μαθητής της Α' Τάξης του Γυμνασίου (βλ. …). Oι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων δεν ήταν αρμονικές κατά την έγγαμο συμβίωσή τους, με αποτέλεσμα, κατόπιν δικαστικών μεταξύ τους αγώνων, να οδηγηθούν τελικά αυτοί στη λύση του γάμου τους. Πλέον ειδικότερα, δυνάμει της με αριθμό …/2017 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, δικάσαντος κατά την εκουσία δικαιοδοσία (συναινετικά διαζύγια), η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη (βλ. την προσκομιζόμενη με αριθμό …/2017 έκθεση παραίτησης από ένδικα μέσα), κηρύχθηκε λυμένος ο τελεσθείς κατά τα ανωτέρω την 1.4.2011 νόμιμος πολιτικός γάμος των διαδίκων. Με την ίδια ως άνω απόφαση, επικυρώθηκε και η από 23.2.2017 έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, με την οποία ρυθμίστηκε, μεταξύ άλλων, η επιμέλεια και η επικοινωνία, αναφορικά με τον ανήλικο υιό τους, ... ... . Συγκεκριμένα, δια της προδιαληφθείσης αποφάσεως, ορίσθηκε ότι η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων θα ασκείται αποκλειστικά από την εναγόμενη μητέρα του ότι το ίδιο θα διαμένει με αυτήν στην οικία της στην πόλη της Πάτρας, επί της οδού … αριθ. … ή σε οποιαδήποτε μετέπειτα αυτής κατοικία. Το δε δικαίωμα επικοινωνίας του ώδε ενάγοντος με το ανήλικο του ..., ορίσθηκε ως εξής: […]. Περαιτέρω, αποδείχθηκε πως ο ανήλικος υιός των διαδίκων ... ..., γεννηθείς στις …-7-2011, ηλικίας σήμερα, κατά την προκειμένη συζήτηση, περίπου δεκατριών (13) ετών, δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και διαμένει ήδη από την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων του, κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2013, με την εναγομένη μητέρα του, σε οικία στην πόλη της Πάτρας, επί της οδού … με αριθ. … . Στην ως άνω κατοικία, ο ανήλικος έχει προσαρμοστεί, ζώντας μια άνετη ζωή και εισπράττοντας την αγάπη, στοργή και θαλπωρή, όχι μόνο της μητέρας του, αλλά και των έτερων προσώπων που τον περιβάλλουν εκ της οικογένειας της μητρικής γραμμής και με δεδομένο ότι η εναγόμενη έχει συνάψει και έτερο γάμο. H εναγόμενη έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή του τέκνου της, το οποίο φροντίζει αυτοπρόσωπα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτό, έχοντας στην προσπάθειά της αυτή τη διαρκή και ουσιαστική συμπαράσταση της μητέρας της και του νυν συζύγου της. Αμφότεροι οι διάδικοι, εξάλλου, ως γονείς, τρέφουν συναισθήματα βαθείας αγάπης και στοργής για το τέκνο τους. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, είναι πρόδηλο ότι, παρά τα συναισθήματα αγάπης και αφοσίωσης προς το τέκνο τους και παρά τις συγκροτημένες προσωπικότητες και την κοινωνική τους πείρα, οι διάδικοι δεν κατάφεραν να διαχειριστούν με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και μέτρο τη μεταξύ τους συγκρουσιακή σχέση, τον χωρισμό και τη μετάβαση της οικογένειάς τους στις νέες συνθήκες. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι διάδικοι γονείς δεν κατάφεραν και μέχρι σήμερα δεν καταφέρνουν, υπό το συναισθηματικό βάρος των περιστάσεων, να υπερβούν την εκατέρωθεν καχυποψία και να συνεννοούνται με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και ειλικρίνεια, σε σχέση με τα αφορώντα το τέκνο τους θέματα και το γεγονός ότι η μεταξύ των γονέων διαπροσωπική σχέση έχει αποδομηθεί πλήρως και διαπνέεται από έντονη αντιπαλότητα, εξακολουθώντας και κατά τον χρόνο της συζήτησης να είναι συγκρουσιακή, αποκλείουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, οποιαδήποτε δυνατότητα για ανάθεση της συνεπιμέλειας του προσώπου του τέκνου τους σε αυτούς. Ειδικότερα, η ευτυχής λειτουργία της συνεπιμέλειας προσώπου ανηλίκου τέκνου και από τους δύο γονείς του, σε όλες τις επιμέρους πτυχές της επιμέλειας, προϋποθέτει ένα ελάχιστο επίπεδο αλληλοκατανόησης στις σχέσεις των γονέων, οι οποίοι έχουν αποφασίσει συνειδητά να παραμερίσουν τις προσωπικές τους διαφορές και είναι σε θέση να συνεργασθούν για τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος που θα ευνοήσει την απρόσκοπτη βιοτική και ψυχολογική ανάπτυξη του τέκνου τους, έτσι ώστε η παράλληλη ύπαρξη δυο (2) κέντρων ζωής του παιδιού να μην αναστατώνει και απορρυθμίζει τη ζωή του ούτε να δημιουργεί σε αυτό έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας. Επομένως, η επιλογή να συνεχίσουν οι γονείς να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του τέκνου τους προκρίνεται, όταν οι τελευταίοι εμφανίζονται πρόθυμοι να επικοινωνούν μεταξύ τους αρμονικά και να συνεργάζονται, προκειμένου να λάβουν από κοινού τις αποφάσεις που αφορούν στο πρόσωπό του (ΜΕφΛ 479/2021 ΤΝΠ ΔΣΑ). Τέτοια πρόθεση ουδόλως αποδείχθηκε στην κρινόμενη βιοτική περίσταση, με αποτέλεσμα να καθίσταται εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δυσχερής κάθε προσπάθεια συναπόφασης και σύμπραξης, οδηγώντας τη συνάσκηση της επιμέλειας σε δυσλειτουργία και, άρα, αναπόφευκτα σε αδιέξοδο (βλ. και τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη της παρούσας). Εξάλλου, ο ίδιος ο ανήλικος ... ..., έχει ένα σταθερό περιβάλλον στην πόλη της Πάτρας, όπου διαμένει με την μητέρα του και η οποία έχει την αποκλειστική αυτού επιμέλεια, δυνάμει της προδιαληφθείσης αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι επικυρώθηκε η σχετική συμφωνία των διαδίκων, επομένως και ο ίδιος ο ενάγων, κατά το χρονικό εκείνο διάστημα, συμφώνησε να αναλάβει την επιμέλεια του ανήλικου ... η εναγόμενη μητέρα του. Προσέτι, ο ανήλικος υιός των διαδίκων τυγχάνει μαθητής Γυμνασίου και παρουσιάζει ενδιαφέρον για τις αθλητικές δραστηριότητες, καθόσον ασχολείται με την καλαθοσφαίριση (μπάσκετ). Επίσης, έχει ένα σταθερό και ήρεμο περιβάλλον στην Πάτρα, οπότε η οιαδήποτε κατανομή του χρόνου του μεταξύ της Πάτρας και του Άργους, όπου κατοικεί ο ενάγων πατέρας του, θα δημιουργούσε σε αυτόν αναστάτωση και θα οδηγούσε σε σύγχυση και διατάραξη της καθημερινότητας του. Τούτο δεν αναιρείται εκ του γεγονότος ότι ο πατέρας του ανηλίκου διαμένει σε δική του οικία στο Άργος, έχοντας διαμορφώσει κατάλληλα αυτή, προκειμένου να παράσχει μια άνετη διαβίωση στον υιό του. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι o ίδιος δεν έχει σταθερό υποστηρικτικό περιβάλλον ικανό να τον συνδράμει στην καθημερινή περιποίηση και φροντίδα ενός εφήβου της ηλικίας του υιού του. Υπό τις ως άνω παραδοχές, τυχόν ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου από κοινού στους ενάγοντες γονείς θα οδηγούσε πρακτικά σε αδυναμία λήψης υπεύθυνων και σταθερών αποφάσεων για το πρόσωπό του και, εν τέλει, θα προσέκρουε στο βέλτιστο συμφέρον του, όπως αυτό υπαγορεύεται από τις βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του. Κατόπιν αυτού και λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την αυξημένη λόγω της ηλικίας του ανήλικου ανάγκη για κατοχύρωση της συναισθηματικής μονιμότητας και της συνέχειας στη φροντίδα του, που επιτυγχάνεται μέσω της σταθερότητας του βασικού προσώπου φροντίδας και της σαφήνειας των ρόλων, των σχέσεων και των χώρων, το γεγονός ότι ο ανήλικος από το έτος 2013 διαμένει αποκλειστικά με τη μητέρα του, έχοντας προσαρμοστεί πλήρως στις υφιστάμενες συνθήκες ζωής του, το γεγονός ότι o πατέρας διαμένει μόνος του σε οικία στο Άργος, χωρίς να έχει αντίστοιχο υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, καθόσον η αδελφή του, όπως η ίδια κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, διαμένει στο Ναύπλιο με την οικογένειά της και την μητέρα αυτής και του ενάγοντος, η οποία είναι υπερήλικη, αλλά και την αυτοπρόσωπη γνώμη του ... ..., ο οποίος ανέφερε, στην κατ' ιδίαν επικοινωνία του με τον Δικάσαντα, δείχνοντας ένα φροντισμένο, εξαιρετικά ευγενικό, έξυπνο και ισορροπημένο παιδί, με εξαιρετική χωροχρονική αντίληψη και πολύ καλή χρήση του λόγου, πως περνάει καλά με τη μητέρα του, πως έχει προσαρμοσθεί στο σχολείο του και στις εξωσχολικές του δραστηριότητες, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι στην ένδικη περίπτωση, η άσκηση της συνεπιμέλειας και από τους δύο (2) γονείς δεν είναι δυνατή. Η παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 1513 εδ. α' ΑΚ (με τον οποίο καθιερώνεται ως νόμιμο σύστημα η κοινή γονική μέριμνα) επιβάλλεται εν προκειμένω από το συμφέρον του ανηλίκου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη αυτού σε ανεξάρτητη, υπεύθυνη και ισορροπημένη προσωπικότητα. Το συμφέρον του ανηλίκου είναι κομβικής σημασίας, αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της επιμέλειας, αλλά και τον πυρήνα για τον προσδιορισμό της άσκησής της. Σε κάθε περίπτωση δε, ουδείς εμποδίζει τους διαδίκους γονείς να επανακαθορίσουν στο μέλλον τη συμπεριφορά τους και, χωρίς δικαστική παρέμβαση, να συνεργαστούν αμφότεροι με ψυχραιμία και ωριμότητα, για την από κοινού άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου υιού τους, ..., στο βέλτιστο συμφέρον του οποίου θα πρέπει να κατατείνουν όλες τους οι προσπάθειες. Επομένως, το σχετικό περί συνεπιμέλειας αίτημα της αγωγής θα πρέπει να απορριφθεί. Ο δε ενάγων, όπως κατέθεσε και ο ίδιος και η μάρτυς αδελφή του, κατά την ένορκη κατάθεσή της ενώπιον του Δικαστηρίου, τρέφει αισθήματα αγάπης για τον υιό του και αισθάνεται έντονα την απουσία αυτού από τη ζωή του, καθόσον, έχει να επικοινωνήσει μαζί του ήδη από το Πάσχα του έτους 2019. Πρόκειται δε για μια αρνητική εξέλιξη, καθόσον ο πατέρας διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στην ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού του, η δε στέρησή του, δεν αντικαθίσταται ούτε αναπληρώνεται από κανένα άλλο πρόσωπο του οικογενειακού ή κοινωνικού περιβάλλοντος και αναπόδραστα οδηγεί σε επιβάρυνση του ψυχισμού του και δυσλειτουργική ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, εξαιτίας της έριδας των γονέων και ώδε αντιδίκων, που είχε ξεκινήσει ήδη από την αρχή της εγγάμου συμβιώσεώς τους, αυτοί ενεπλάκησαν σε δικαστικούς αγώνες, ως προαναφέρθηκε, με κατάληξη, αναφορικά με τη λύση του γάμου τους και τη ρύθμιση των ζητημάτων της επιμέλειας και της επικοινωνίας του ανήλικου υιού τους, την προδιαληφθείσα με αριθμό …/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Κατά την επικοινωνία όμως του ενάγοντος με τον ανήλικο υιό του, ως είχε ρυθμιστεί, το Πάσχα του έτους 2019, και δη μετά την επιστροφή του τέκνου από την οικία του πατέρα του στο Άργος, o ανήλικος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την μετάβασή του σ' αυτήν. Πλέον ειδικότερα, η μητέρα του ανηλίκου παρατήρησε ότι αυτός ήταν θλιμμένος, αρνητικός και αγχωμένος. Ισχυρίσθηκε δε ότι, σε σχετική με τον ανήλικο υιό της συζήτηση, της εξέφρασε τα αρνητικά του συναισθήματα για τον πατέρα του και ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην οικία του (πατέρα). Ερωτηθείς δε σχετικά, εξέθεσε στην μητέρα του ότι o ενάγων προέβη σε συμπεριφορές κατά αυτού, που προσέβαλαν την γενετήσια αξιοπρέπειά του. Κατόπιν τούτων, η εναγομένη, θορυβημένη, απευθύνθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Ανηλίκων Πατρών, με την με αριθμό … αίτησή της. Ακολούθως, σε βάρος του ενάγοντος, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος, (…), ο ενάγων παραπέμφθηκε να δικαστεί ως υπαίτιος των αδικημάτων της κατάχρησης ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα (12) έτη σε γενετήσια πράξη κατ' εξακολούθηση και της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών κατ’ εξακολούθηση. Κατόπιν δε εκδίκασης της υποθέσεως υπό το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κορίνθου, ο ενάγων κρίθηκε ομόφωνα αθώος, (…). Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο της προδιαληφθείσης ποινικής διαδικασίας, δυνάμει της με αριθμό …/29.7.2020 διάταξης της Ανακρίτριας του Τμήματος Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, είχε επιβληθεί στον ώδε ενάγοντα, ο όρος της απαγόρευσης της προσωπικής επαφής αυτού με τον ανήλικο υιό του ..., έως την οριστική εκδίκαση της εναντίον του κατηγορίας. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε βέβαια, από την προς τον Εισαγγελέα απεύθυνση της εναγομένης και έως την αθώωση του ενάγοντος από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κορίνθου, ακριβώς λόγω της εμπλοκής του στην προδιαληφθείσα ποινική διαδικασία και της διατάξεως της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, η επικοινωνία τους ήτο αδύνατη. Μετά δε την προαναφερθείσα απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κορίνθου, ο ενάγων προσπάθησε να έλθει σε επικοινωνία με τον ανήλικο ... τηλεφωνικά, πλην όμως, ο τελευταίος εξέφρασε αρνητισμό προς τούτο και δεν θέλησε περαιτέρω επικοινωνία με τον πατέρα του. Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός της ήδη μακρόχρονης μη επικοινωνίας αυτών και της εμπλοκής του ενάγοντος στην ποινική υπόθεση, που είχε ως αποτέλεσμα την αθώωσή του για τις αποδιδόμενες σε αυτόν κατηγορίες. Οι δε προηγούμενες συνθήκες δεν θα πρέπει να οδηγήσουν, όμως, σε άνευ ετέρου αποκλεισμό του δικαιώματος της επικοινωνίας του ενάγοντος με τον ανήλικο υιό του, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το αληθινό και βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου, επιβάλλει να επανασυνδεθεί αυτός ψυχικά με τον πατέρα του, αφού σημαντικό ρόλο για την ισόρροπη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και την ψυχοσυναισθηματική του ολοκλήρωση διαδραματίζει η παρουσία αμφοτέρων των γονέων του στη ζωή του, έκαστος των οποίων δημιουργεί διαφορετικές συνεισφορές. Επιβάλλεται, συνεπώς, να ενισχυθεί o ψυχικός δεσμός μεταξύ του πατέρα και του τέκνου και να συσφιχθούν οι μεταξύ τους σχέσεις, με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου, όπως αυτό καθορίζεται από τις βιοτικές και ψυχικές ανάγκες, την ηλικία του, τη χιλιομετρική απόσταση μεταξύ του τόπου κατοικίας του και του τόπου κατοικίας του πατέρα του και το πρόγραμμα του ανηλίκου. Στην προκειμένη περίπτωση βέβαια, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι ο ανήλικος ... έχει αποξενωθεί πλήρως από τον πατέρα του, o οποίος καταβάλλει μεν προσπάθειες προς τούτο, πλην όμως, όπως και o ίδιος o ανήλικος εξέφρασε, δεν υφίσταται μεταξύ τους ουδεμία σχέση και ψυχικός δεσμός. Ως εκ τούτου, καθίσταται αναγκαία η ανάκτηση της επικοινωνίας του πατέρα με το ανήλικο τέκνο του, προκειμένου σταδιακά να καλλιεργηθούν και να αναπτυχθούν εκ νέου τα αμοιβαία μεταξύ τους αισθήματα στοργής και αγάπης, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη της ψυχικής του ισορροπίας. Παρίσταται, όμως, αναγκαία, για την προστασία του συμφέροντος του τέκνου, η επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα, η οποία πρέπει αφενός να έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια, ώστε να αναπτύξει ο ανήλικος προοδευτικά την αναγκαία ψυχική επαφή και τα αισθήματα ασφάλειας και εμπιστοσύνης προς τον πατέρα του, αφετέρου να διενεργείται από ειδικό, o οποίος θα κατευθύνει και θα συντονίζει την επικοινωνία αυτή. Μάλιστα, το Δικαστήριο, κατά την επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ως αναφέρθηκε, διαπίστωσε ότι αυτό παρουσιάζεται αρνητικό ως προς την επικοινωνία με τον πατέρα του, δεδομένου και του χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει από την τελευταία τους δια ζώσης επικοινωνία, ενώ διαφαίνεται ότι είναι στενά συναισθηματικά συνδεδεμένο με την εναγόμενη μητέρα του. Εξ αυτών, συνάγεται η αδήριτη ανάγκη του ανηλίκου για συναισθηματική ασφάλεια και ενθάρρυνση, ενώ απαιτείται χρόνος εξοικείωσης, προκειμένου να καμφθεί η άρνησή του και να καταφέρει να εμπιστευθεί τον πατέρα του και, κατόπιν, να συνεργασθεί μαζί του με μεγαλύτερη προθυμία. Επομένως, θα πρέπει να γίνει, με την επικοινωνία του ενάγοντος με το τέκνο του με την παρουσία παιδοψυχολόγου, ώστε σταδιακά να εξομαλυνθεί η σχέση τους. Έτσι, θα μπορέσει να αναπτυχθεί και να διατηρηθεί o ψυχικός δεσμός μεταξύ τους, θα ικανοποιηθούν τα αισθήματα αγάπης, συμπάθειας, στοργής και ενδιαφέροντος μεταξύ τους και θα έχει τη δυνατότητα ο πατέρας άμεσης γνώσης της ανάπτυξης και γενικά της παρακολούθησης όλης της πορείας του τέκνου του. Το τέκνο πρέπει να προσαρμοστεί και στο περιβάλλον του πατέρα του, ώστε να επικοινωνεί το ίδιο μαζί του και χωρίς να έχει ανάγκη ειδικών ψυχικής υγείας, γεγονός που δημιουργεί απόσταση με το γονέα, αφού δε μπορεί να εκφράσει ελεύθερα αυτά που νιώθει (φόβο, χαρά, απορία, αγωνία κ.λπ.). Επομένως, επιβάλλεται κατά τον παρόντα χρόνο περιορισμένη μεν, αλλά τακτική επικοινωνία, χωρίς δυνατότητα διανυκτέρευσης του ανήλικου με τον πατέρα του, μέχρι να καταστεί σαφές και κατά τρόπο αναμφισβήτητο το πραγματικό ενδιαφέρον αυτού και, παράλληλα, να υπάρξει μια σταδιακή προσέγγιση του τελευταίου με τον υιό του για τη σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων και την ενδυνάμωση του συγγενικού τους δεσμού. Εξάλλου και ο ίδιος ο ενάγων, εξεταζόμενος ενώπιον του Δικαστηρίου (ιδ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου), ανέφερε ότι το μόνο που επιθυμεί είναι να είναι ο υιός του καλά ψυχολογικά και είναι διατεθειμένος να τον προσεγγίσει με τον πιο ομαλό για τον ίδιο τρόπο. Επομένως, η ανωτέρω επικοινωνία, παρουσία ειδικού ψυχικής υγείας, κρίνεται επαρκής για να επιτευχθεί τούτο, εφόσον και o ίδιος o ενάγων επιθυμεί το καλύτερο για τον υιό του, γνωρίζοντας ότι η επαναπροσέγγιση, μετά και το τελευταίο περιστατικό που ήρθε σε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, θα είναι δυσχερής. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις προεκτεθείσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις, με οδηγό και γνώμονα πάντοτε το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου ..., κρίνει ότι η επικοινωνία του ενάγοντος με το τέκνο του και για ένα (1) έτος από τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως, θα πρέπει να γίνεται ως εξής: α) Κάθε πρώτο (1ο) και τρίτο (3ο) Σάββατο εκάστου μηνός, επί δύο (2) ώρες, με την παρουσία παιδοψυχολόγου (που τυχόν παρακολουθεί ήδη το ανήλικο τέκνο, άλλως παιδοψυχολόγου της επιλογής του ενάγοντος - πατέρα), στον επαγγελματικό χώρο του/της παιδοψυχολόγου στην πόλη της Πάτρας, με σταθερό πρόγραμμα που θα καθορίσει ο ίδιος ή η ίδια, τα δε έξοδα κάθε συνεδρίας, θα επιβαρύνουν τον ενάγοντα πατέρα, καθώς επίσης β) με τηλεφωνική επικοινωνία ή με δυνατότητα βιντεοκλήσης μέσω διαδικτυακών εφαρμογών (λ.χ. messenger, Viber, Skype, Whats App, Facetime κλπ.) ή μέσων κοινωνικής δικτύωσης, δύο (2) φορές την εβδομάδα, σε ώρες που επιτρέπουν οι σχολικές ή εξωσχολικές του δραστηριότητες και για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) λεπτών τη φορά. H παράδοση του τέκνου για επικοινωνία, θα γίνεται στον επαγγελματικό χώρο του/της παιδοψυχολόγου στην Πάτρα, από την μητέρα του ανηλίκου και, ομοίως, η παραλαβή θα γίνεται από τον επαγγελματικό χώρο του/της παιδοψυχολόγου από την εναγόμενη - μητέρα. Ο τρόπος αυτός της επικοινωνίας θα συντελέσει στη δημιουργία σχέσης οικειότητας και πατρικού δεσμού μεταξύ του ανήλικου τέκνου και του ενάγοντα πατέρα του, ενώ παράλληλα, η τηλεφωνική ή διαδικτυακή επικοινωνία του μαζί του, με ήχο και εικόνα, θα καλλιεργήσει την εξοικείωση και την αίσθηση της παρουσίας του (της φωνής και της εικόνας του) στη ζωή του και την αμοιβαία συναισθηματική του εκδήλωση σε τακτική βάση. Η εναγομένη μητέρα του ανήλικου, αλλά και ο ενάγων, θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να διευκολύνουν την απρόσκοπτη και ομαλή διαμόρφωση της σχέσης τους με τον ανήλικο, μέσα στα ανωτέρω τεθέντα πλαίσια. Αμφότεροι δε οι διάδικοι, οφείλουν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στη δημιουργία και τη διατήρηση ομαλής σχέσης και ψυχικού δεσμού του τέκνου τους και με τους δύο (2) γονείς, και εντός αυτού του πλαισίου, αυτονόητο είναι ότι οφείλουν να συνεργάζονται, να τηρούν την υποχρέωση ενημέρωσης του άλλου γονέα και να σέβονται τα δικαιώματά του, χωρίς να επεμβαίνουν στην καθημερινότητα του τέκνου, ενώ επισημαίνεται ότι η άσκηση αρνητικής επίδρασης σε βάρος του έτερου γονέα, η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η δημιουργία προσκομμάτων στην επικοινωνία ή την άσκηση της επιμέλειας και γενικά η μη συμμόρφωση με τις νόμιμες υποχρεώσεις τους και τις αποφάσεις των δικαστηρίων αποτελεί κακή άσκηση της επιμέλειας και δύναται να οδηγήσει στην αφαίρεσή της, κατ’ άρθρο 1532 ΑΚ. Στο πλαίσιο δε αυτό, οι γονείς πρέπει να αποφεύγουν κάθε ενέργεια που δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό συμφέρον του ανήλικου τέκνου τους και να μεριμνούν, ώστε αυτό να παραμείνει αλώβητο, εκτός του πεδίου των προσωπικών τους εντάσεων και αντιπαραθέσεων και κυρίως να συνεργάζονται για την ανάπτυξη του τέκνου τους σε υγιή και ολοκληρωμένη προσωπικότητα, στόχος στον οποίο πρέπει να αποβλέπει ο γονικός τους ρόλος. Ο παραπάνω περιγραφόμενος τρόπος επικοινωνίας του πατέρα με τον ανήλικο υιό του, με τους περιορισμούς που τίθενται ανωτέρω, κρίνεται στο παρόν στάδιο ο απολύτως ενδεδειγμένος και σύμφωνος προς το συμφέρον του ανήλικου. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο ανήλικος έχει ανάγκη από την παρουσία και την αγάπη αμφοτέρων των γονέων του και από την παρουσία και του πατέρα, με τον οποίο πρέπει να επανακτήσει τους ψυχικούς δεσμούς. Προς την κατεύθυνση αυτή, πρέπει να κινηθούν αμφότεροι οι γονείς - διάδικοι, με την εναγομένη να φροντίσει για την ομαλή και σταδιακή έναρξη και ανάπτυξη των σχέσεων πατέρα - υιού. Ο δε ενάγων θα πρέπει να κατανοήσει ότι η επικοινωνία με τον υιό του δεν αποτελεί μόνο δικαίωμα που του χορηγεί o νόμος, αλλά και υποχρέωσή του, σεβόμενος πρωτίστως και τις επιθυμίες του τέκνου του και έχοντας κατά νου ότι, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν ανωτέρω, έχει απολέσει την εμπιστοσύνη του και να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να κατανοήσει τις ανάγκες και την καθημερινότητα που ο ανήλικος βιώνει όλα τα έτη, κατά τα οποία έχει απωλέσει την επικοινωνία με αυτόν, χωρίς επ' ουδενί να τίθεται σε κίνδυνο η ψυχική ισορροπία του ανηλίκου ... . Η ρύθμιση της επικοινωνίας που το Δικαστήριο προκρίνει ως προσφορότερη, αναφορικά με τον τρόπο που θα διενεργείται αυτή και για τη διάρκειά της, δίδει μια κατευθυντήρια γραμμή προς την καλύτερη επίτευξή της. H υλοποίησή της, όμως, εξαρτάται αποκλειστικά από την βούληση και τις προσπάθειες των γονέων του ανήλικου, με γνώμονα πάντοτε το βέλτιστο συμφέρον αυτού. Τούτων λεχθέντων, θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη και ως ουσιαστικά βάσιμη η υπό κρισιολόγηση αγωγή και να ρυθμιστεί το δικαίωμα της επικοινωνίας του ενάγοντος με το τέκνο του, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσης, με την αντίστοιχη υποχρέωση της εναγομένης να ανέχεται την επικοινωνία με τον προαναφερόμενο τρόπο, να απειληθεί σε βάρος της προσωπική κράτηση ενός (1) μήνα και χρηματική ποινή διακοσίων (200,00) ευρώ, για κάθε παραβίαση της απόφασης, ως προς τη διάταξή της για την επικοινωνία του τέκνου της με τον ενάγοντα (άρθρα 950 § 2, 947 § 1 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

Χ.Κ.