ΑΠ 1136/2024
Άρειος Πάγος (Ζ΄ Τμήμα)
Αριθ. 1136/2024
Πρόεδρος: Γ. Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Γ. Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτης
Εισαγγελέας: Μ. Γκανέ, Αντεισαγγελέας
Δικηγόρος: Χ. Νικολοπούλου
Παραβίαση της αρχής της δημοσιότητας, απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα: Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την καταχώριση στα πρακτικά οποιασδήποτε δήλωσης μέχρι το πέρας της διαδικασίας, καθώς και να εγχειρίσουν σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση, εγγράφως, τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, υπό την προϋπόθεση να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση. Στην επ' ακροατηρίω διαδικασία δεν νοείται στάδιο έγγραφης διαδικασίας με την εγχείρηση - κατάθεση και μόνο, στο Γραμματέα του δικάζοντος Δικαστηρίου, εγγράφων υπομνημάτων, ώστε να τεθεί η ανάγκη προφορικής εκ νέου επανάληψής των ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι ισχυρισμοί ανακοινώνονται - διατυπώνονται, άλλως προβάλλονται, ενώπιον του Δικαστηρίου και τα έγγραφα υπομνήματα, υποστηρικτικά των προφορικών ισχυρισμών, κατατίθενται στο Δικαστήριο. Επιπρόσθετα, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη δεν ισχυρίζεται ότι στο πλαίσιο της αποκλειστικής επιμέλειας έχει απαγορευθεί με δικαστική απόφαση, στον ασκούντα το δικαίωμα της επικοινωνίας γονέα, κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας η καταγραφή της εικόνας και της φωνής του ανηλίκου τέκνου σε ηλεκτρονικά μέσα, δεν προκύπτει ότι η λήψη εικόνας και ήχου - "βιντεοσκόπηση" του ανηλίκου τέκνου ήταν παράνομη και ουδεμία χρήση παράνομου αποδεικτικού μέσου έγινε από το Δικαστήριο της ουσίας. Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι σε αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της εκ μέρους της αναιρεσείουσας τέλεσης του εγκλήματος της παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ' εξακολούθηση. Εξάλλου, οι υπόλοιπες αιτιάσεις, κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου της ανωμοτί εξέτασης, της μαρτυρικής κατάθεσης και των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων και της απολογίας της κατηγορουμένης και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της αναιρετικά ανέλεγκτης ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου, προβαλλόμενες υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, είναι απαράδεκτες. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης (Άρθρα 139, 141, 171 § 1 στοιχ. Α΄ και Δ΄, 177 § 2, 331, 510 § 1 στοιχ. Α΄, Γ΄ και Δ΄ΚΠΔ).
Η υπό κρίση αίτηση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχουσα αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους στην παραβίαση της αρχής της δημοσιότητας, σε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α΄, Γ΄ και Δ΄ ΚΠΔ) και, συνεπώς, θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των διαλαμβανομένων σ' αυτήν σχετικών λόγων.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 331 ΚΠΔ, η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά, για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140 έως 144 του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 141 § 1 εδ. α' του αυτού Κώδικα, τα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις προσθήκες ή τις διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση με εκείνες που έγιναν στην ανάκριση, όπως επίσης και τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των τεχνικών συμβούλων, τις προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Στην § 2 εδ. α' του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώριση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο, και να παραδίδουν γραπτώς σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Κατά δε την § 3 του ίδιου άρθρου, τα πρακτικά, ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ’ αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 140. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, με σαφήνεια, ότι τα συνταχθέντα πρακτικά συνεδρίασης αποτελούν το μόνο επίσημο αποδεικτικό στοιχείο για όσα έλαβαν χώρα κατά τη συνεδρίαση και ασκούν επιρροή, προκειμένου να ελεγχθούν οι ενέργειες των διαδίκων και του δικαστηρίου, καθώς και ότι αποτελούν πλήρη απόδειξη ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα, τόσο κατά τις θετικές βεβαιώσεις τους, ότι τηρήθηκε κάποια διατύπωση, όσο και ως προς την έλλειψη διατύπωσης, η τήρηση της οποίας δεν βεβαιούται σ’ αυτά, με επακόλουθο δηλώσεις, αυτοτελείς ισχυρισμοί κ.λπ., που δεν έχουν καταχωρισθεί στα πρακτικά, να θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Επίσης, (προκύπτει) ότι οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την καταχώριση στα πρακτικά οποιασδήποτε δήλωσης και την επανόρθωση κάθε παράλειψης μέχρι το πέρας της διαδικασίας, καθώς και να εγχειρίσουν σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση, εγγράφως, τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, υπό την προϋπόθεση να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση. Τούτο, άλλωστε, επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία καθιερώνεται από το προμνημονευόμενο άρθρο 331 ΚΠΔ, και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά αντιθέτως ενισχύεται, αφού η καταχώριση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά, τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής ανάπτυξής τους.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η πλημμέλεια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε την αρχή της δημοσιότητας κατά το μέρος που η συνήγορος παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας, πριν την εξέταση του πρώτου μάρτυρα, υπέβαλλε υπόμνημα προς το δικαστήριο με ισχυρισμούς, το οποίο καταχωρήθηκε στα πρακτικά, χωρίς να αναπτυχθεί προφορικώς στο ακροατήριο. Από απόσπασμα των πρακτικών προκύπτει ότι κατά την προφορική ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία, η συνήγορος του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας παρουσίασε - διατύπωσε, τους γραπτούς ισχυρισμούς του. Στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία δεν νοείται στάδιο έγγραφης διαδικασίας με την εγχείρηση - κατάθεση και μόνο, στο Γραμματέα του δικάζοντος Δικαστηρίου, εγγράφων υπομνημάτων ώστε να τεθεί η ανάγκη προφορικής εκ νέου επανάληψής των ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι ισχυρισμοί ανακοινώνονται - διατυπώνονται, άλλως προβάλλονται, ενώπιον του Δικαστηρίου και τα έγγραφα υπομνήματα, υποστηρικτικά των προφορικών ισχυρισμών, κατατίθενται στο Δικαστήριο. Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποτυπώνεται ότι οι έγγραφοι ισχυρισμοί του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν παραβιάσθηκε η αρχή της προφορικότητας. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος αναίρεσης στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Γ’ ΚΠΔ είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 177 § 2 ΚΠΔ, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, η χρησιμοποίηση δε στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και επάγεται την κατά το άρθρο 171 § 1 δ' ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ θεσπίζεται, κατ' εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της § 1 του ίδιου άρθρου, η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και επομένως δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις, όπως π.χ. μαγνητοταινία ή βιντεοσκόπηση που αποτυπώνει ιδιωτική συνομιλία ή φωτογράφηση μεταξύ του ενδιαφερομένου και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Η αξιόποινη αυτή πράξη, προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 370Α § 2 ΠΚ, η οποία (διάταξη) θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 § 1, 5 § 1, 9Α και 19 του Συντάγματος, για την προστασία και το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και ειδικότερα το δικαίωμα για πληροφοριακή αυτοδιάθεση, ως συνταγματικά προστατευόμενη αξία που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 (ανθρώπινη αξιοπρέπεια), 5 § 1 (δικαίωμα να αναπτύσσει καθένας ελεύθερα την προσωπικότητά του), 9 (κατοικία, ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), 9 Α (δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων) και 19 (απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) του Συντάγματος. Παρά δε τα αναφερόμενα στις διατάξεις των ως άνω άρθρων (370 Α' ΠΚ και 177 § 2 ΚΠΔ) και της θεσπισθείσης απολύτου απαγορεύσεως της χρήσεως ως αποδεικτικών μέσων μαγνητοταινιών ή μαγνητοφωνήσεων που αποκτήθηκαν παρανόμως, από πλευράς ποινικού δικονομικού δικαίου, η προβλεπομένη απόλυτη απαγόρευση δικονομικής αξιοποιήσεως τέτοιων αποδεικτικών μέσων, πρέπει να ελέγχεται από το επιλαμβανόμενο της εκδικάσεως της υποθέσεως ποινικό δικαστήριο, αν είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 και 25 § 1δ του Συντάγματος, που προστατεύουν το απόλυτο αγαθό της ανθρώπινης αξίας, για να μην τίθενται σε διακινδύνευση τα έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας του ατόμου, τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός της απαγόρευσης χρήσης αποδεικτικού μέσου παρανόμως κτηθέντος, που θεσπίζεται από την εν λόγω διάταξη και το άρθρο 19 § 3 του Συντάγματος, κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όχι μόνον υπέρ αλλά και εναντίον του κατηγορουμένου. Έτσι, υπό τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας (άρθρ. 25 § 1 Σ) μπορεί να συνεκτιμηθεί από το δικαστήριο ένα τέτοιο "παράνομο" αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως στοιχείο, στο οποίο ο παθών μπορεί να στηρίξει την καταγγελία του για να επιδιώξει την κατά το άρθρο 20 § 1 Σ έννομη προστασία του ή όταν αυτό αποτελεί το μόνο προτεινόμενο από τον κατηγορούμενο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό, ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 54, 59 ν. 4624/2019 σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 217, 251, 358, 362 ΚΠΔ, είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης. Ούτε όμως υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 §1 της ΕΣΔΑ και 14 §§1, 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα), συνδυαστικά με πρόκληση απόλυτης ακυρότητας, αφορώσης την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου (άρθρο 171 § 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ). Η αιτιολογία δε της προσβαλλόμενης απόφασης είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ επαρκής, ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι ως ορθώς έγινε δεκτό στην προκειμένη υπόθεση ουδεμία χρήση παράνομου αποδεικτικού μέσου έγινε από το Δικαστήριο της ουσίας. Η αναιρεσείουσα με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Γ' του ΚΠΔ), αφετέρου δε για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ) για τον λόγο ότι το Δικαστήριο αξιοποίησε αποδεικτικά παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο και ειδικότερα ότι το δικαστήριο αξιοποίησε δύο βιντεοσκοπημένες λήψεις που είχαν παραχθεί από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία και περιείχαν λήψεις της ανήλικης θυγατέρας τους, οι δε λήψεις αυτές έγιναν χωρίς την συναίνεση της αναιρεσείουσας, η οποία ασκούσε με τον υπερασπίζοντα την κατηγορία από κοινού την γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της και έχουσα την αποκλειστική επιμέλεια αυτού. Για να διαπιστωθεί ότι η καταγραφή σε ήχο και εικόνα του ανηλίκου τέκνου από τον γονέα που έχει την γονική μέριμνα, κατά το χρονικό διάστημα που ασκεί το δικαίωμα της επικοινωνίας, είναι παράνομη θα πρέπει η απαγόρευση να πηγάζει είτε από το νόμο, είτε από δικαστική απόφαση. Η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, αν και ισχυρίζεται ότι έχει την αποκλειστική επιμέλεια, δεν ισχυρίζεται ότι στο πλαίσιο της αποκλειστικής επιμέλειας έχει απαγορευθεί με δικαστική απόφαση, στον ασκούντα το δικαίωμα της επικοινωνίας γονέα, κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας η καταγραφή της εικόνας και της φωνής του ανηλίκου τέκνου σε ηλεκτρονικά μέσα. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 και 1520 ΑΚ προκύπτει ότι τέτοιου είδους απαγόρευση δεν υφίσταται. Αντίθετα προκύπτει ότι κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας ο έχων την αποκλειστική επιμέλεια πρέπει να σεβαστεί τα χρονικά όρια που τίθενται για την επικοινωνία και να μην εμποδίζει την απρόσκοπτη επικοινωνία του γονέα που ασκεί το δικαίωμα αυτό και στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η ανάπτυξη της προσωπικής επικοινωνίας γονέα - τέκνου και με τη χρήση, χρησιμοποίηση και αποτύπωση των ιδιαίτερων στιγμών επικοινωνίας σε μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας , όπως είναι οι ψηφιακές βιντεοκάμερες και ηλεκτρονικές φωτογραφικές μηχανές. Επομένως δεν προκύπτει ότι η λήψη εικόνας και ήχου - "βιντεοσκόπηση" του ανηλίκου τέκνου ήταν παράνομη. Με βάση τα ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση αφενός για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Γ' του ΚΠΔ), αφετέρου δε για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ), επικαλούμενος ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του, για την περί ενοχής της κρίση του, έγγραφα και ειδικότερα επέτρεψε την επισκόπηση και συνεκτίμηση οπτικοακουστικών ηλεκτρονικών αρχείων (βίντεο), τα οποία έπρεπε να εκτιμηθούν ως παράνομα αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον ν. 2329/ 1953 και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι, ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 § 1 στοιχ. Α' και 171 § 1 περ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Δεν είναι όμως απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν δε, εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Περαιτέρω, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι σε αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, δηλαδή της εκ μέρους της αναιρεσείουσας τέλεση του εγκλήματος της παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα, αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη για το σχηματισμό της περί των πραγμάτων κρίσης του και αιτιολογεί, με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα συντρεχόντων των λόγων της άρσης του άδικου αυτού του αδικήματος της παραβιάσεως δικαστικής αποφάσεως, που αποδίδεται στην κατηγορουμένη για τις μερικότερες πράξεις του κατηγορητηρίου για τις οποίες κηρύχθηκε αθώα η κατηγορουμένη, αλλά και γιατί στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το αδίκημα για άλλη μερικότερη πράξη του κατηγορητηρίου. Με τις περιεχόμενες στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αιτιολογίες, οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται με όσα περιέχονται στο διατακτικό της και αποτελούν ενιαίο σύνολο, εκτίθεται με επάρκεια γιατί το δικαστήριο της ουσίας πείστηκε για την ενοχή της κατηγορουμένης στη συγκροτούμενη από τα αναφερόμενα παραπάνω στοιχεία αξιόποινη πράξη, αφού προσδιορίζονται θετικά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν, από τα οποία προέκυψε η τέλεση της εν λόγω πράξεως. Για το σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους και ειδικότερα η κατάθεση του εγκαλούντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, η απολογία της, και από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και κατέληξε στην εν μέρει καταδικαστική του κρίση χωρίς να είναι απαραίτητο να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτεί τη συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή του ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, ενώ από το σύνολο του περιεχομένου της απόφασης αυτής καθίσταται βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους, όπως αναφέρονται κατ' είδος στην αρχή του σκεπτικού της. Εξάλλου, για τη βεβαιότητα ότι, παρά τα αντίθετα αβασίμως υποστηριζόμενα στην αίτηση αναίρεσης, δεν αγνοήθηκαν τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, αρκεί ότι αυτά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αναφέρονται κατά το είδος και την κατηγορία τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερου προσδιορισμού τους και μνείας του τί προέκυψε από αυτά, το δε γεγονός ότι δεν έγινε δεκτό το περιεχόμενό τους ή ότι το Δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε μείζονα αποδεικτική βαρύτητα σε άλλα στοιχεία, που προέκυψαν από τις αποδείξεις, δεν σημαίνει ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα και αγνόησε ή δεν συνεκτίμησε τα υπόλοιπα, σαφώς δε συνάγεται ότι τα έλαβε υπόψη του στο σύνολό τους, αφού δεν εξαίρεσε κανένα, καταλήγοντας κυριαρχικά στην καταδικαστική του κρίση, ενώ περαιτέρω αναφέρεται ακόμη η άρνηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης να συμμορφωθεί σε απόφαση με την οποίαν είχε ρυθμισθεί με κάθε λεπτομέρεια η επικοινωνία του εγκαλούντος με το προαναφερθέν ανήλικο τέκνο του, ο τρόπος, οι προφάσεις και τα μέσα που χρησιμοποίησε η κατηγορουμένη για να παρεμποδίσει αυτή την επικοινωνία, ο χρόνος τέλεσης του εν λόγω αδικήματος ταυτιζόμενος απόλυτα με τον χρόνο ισχύος της σχετικής ως άνω δικαστικής αποφάσεως και επί πλέον, ο δόλος της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, ο οποίος προκύπτει από την εκ μέρους της γνώση της σχετικής υποχρέωσής της, να φροντίζει δηλαδή να παραλαμβάνει κάθε φορά ο εγκαλών το ανήλικο τέκνο του, ώστε να επιτυγχάνεται με τον τρόπον αυτόν η επικοινωνία μαζί του, αλλά και την θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών πραγμάτωσης του εν λόγω αδικήματος, ενώ στην περί της ενοχής αιτιολογία περιλαμβάνεται και η απάντηση επί του προαναφερθέντος ισχυρισμού της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας περί άρσης του καταλογισμού της, που όμως στην πραγματικότητα συνιστά άρνηση της κατηγορίας και όχι αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίον πάντως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του και τον αξιολόγησε, ακολούθως τον απέρριψε, δεχόμενο ότι δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη ήταν στην οικία της και ότι παρεπομένως η ανήλικη αρνήθηκε να ακολουθήσει τον πολιτικώς ενάγοντα, η άρνηση της οποίας συνέχεται άμεσα με τους προβληθέντες αυτοτελούς ισχυρισμούς περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης και του καταλογισμού και ότι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν ως ουσία αβάσιμοι. Εξάλλου, οι υπόλοιπες αιτιάσεις, κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου της ανωμοτί εξέτασης, της μαρτυρικής κατάθεσης και των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων και της απολογίας της κατηγορουμένης και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της αναιρετικά ανέλεγκτης ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου, προβαλλόμενες υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, είναι απαράδεκτες. Επομένως όλοι οι προαναφερθέντες αναιρετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Κατ' ακολουθίαν των προαναφερθέντων, πρέπει να απορριφθεί η ως άνω κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ πρέπει ακόμη να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 § 1 ΚΠΔ), όπως αμέσως παρακάτω στο διατακτικό αυτής της απόφασης ορίζεται ειδικότερα.