Επισκόπηση πρόσφατης Νομολογίας ΣτΕ 2024: Αποφάσεις και Τμημάτων με επιμέλεια Κωνσταντίνου Π. Σαμαρτζή
Επισκόπηση πρόσφατης Νομολογίας ΣτΕ
Επιμέλεια: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ, Δικηγόρος
ΤΜΗΜΑΤΩΝ
1802/2024 (Β΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Κ. Λαζαράκη, Σύμβουλος
Φορολογία επί εισοδήματος προερχόμενου από επιστροφή μετρητών, λόγω μείωσης μετοχικού κεφαλαίου ΑΕ. Υφίσταται υποχρέωση της φορολογικής Διοίκησης ή, σε περίπτωση αμφισβήτησης της κρίσης της, των διοικητικών δικαστηρίων να εξετάσουν τον ισχυρισμό του φορολογουμένου, ο οποίος τυγχάνει μέτοχος ΑΕ, αναφορικά με την προέλευση του, μη καλυπτόμενου από τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ποσού εμβάσματος από επιστροφή μετρητών, ύστερα από μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά την πραγματική βάση και τα προς τεκμηρίωση αυτών παρεχόμενα από τον φορολογούμενο στοιχεία ως προς την ακρίβεια και επάρκειά τους, ανεξαρτήτως τυχόν πλημμελειών κατά τη διαγραφόμενη στον νόμο διαδικασία μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου. Συνεπώς, κρίση, η οποία αρκείται στη μη ολοκλήρωση, πριν από την αποστολή του εμβάσματος, της διαγραφόμενης στον νόμο διαδικασίας μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕ δίχως να ερευνήσει την πραγματική βάση του ισχυρισμού, ότι επρόκειτο για μεταφορά χρηματικού ποσού, σε συνέχεια της εν λόγω μείωσης, από την ΑΕ προς την περιουσία του μετόχου, είναι μη νόμιμη.
1808/2024 (Β΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Κ. Κουσούλης, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδρος
Αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος για μεταβολή, στο φορολογικό μητρώο, του αντικειμένου δραστηριότητας εταιρείας. Είναι πλημμελής και μη νόμιμη η πράξη της φορολογικής Διοίκησης, που απορρίπτει αίτημα για μεταβολή του καταχωρισθέντος στο φορολογικό μητρώο αντικειμένου της δραστηριότητας του φορολογουμένου, όταν περιορίζεται στην αόριστη αναφορά ότι τα έως και σήμερα προσκομισθέντα δικαιολογητικά αναφέρονται σε αλλοδαπή εταιρεία ιδιοκτησίας ακινήτου και ότι καμία άλλη δραστηριότητα δεν μπορεί να ασκηθεί ή δηλωθεί από την εταιρεία, χωρίς να αιτιολογεί ειδικότερα την απάντησή της σε σχέση με κρίσιμα για την αξιολόγηση της αιτηθείσας μεταβολής δεδομένα. Ειδικότερα, δε, όταν η φορολογική Αρχή δεν αξιολογεί καθόλου τον ισχυρισμό της φορολογούμενης εταιρείας, ότι ασκεί στην Ελλάδα δραστηριότητες χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) χωρίς εγκατάσταση. Η έκθεση απόψεων της ΑΑΔΕ προς το δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αιτιολογία της πράξης αυτής, όταν δεν μνημονεύει συγκεκριμένα τα δικαιολογητικά που δεν προσκομίσθηκαν, ενώ ήταν, κατά τη φορολογική αρχή, αναγκαία για την ικανοποίηση του παραπάνω αιτήματος.
1815/2024 (Β΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Κ. Κουσούλης, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Χ. Νέγρης, Πάρεδρος
ΦΠΑ. Επιβολή μόνο σε πράξεις εξ επαχθούς αιτίας. Για τη διαπίστωση, αν παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών υπάγονται στον ΦΠΑ, πρέπει οι πράξεις αυτές να πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας, από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή. Πρέπει, δηλαδή, να εντάσσονται στο πλαίσιο έννομης σχέσης μεταξύ αυτού που παραδίδει τα αγαθά ή παρέχει τις υπηρεσίες και του λήπτη, κατά την οποία ανταλλάσσονται αμοιβαίως παροχές και η αμοιβή, που λαμβάνεται, συνιστά το πραγματικό αντάλλαγμα για την παράδοση ή την υπηρεσία που παρέχεται. Από την άποψη αυτή, δεν ασκεί επιρροή, αν το αντάλλαγμα λαμβάνεται άμεσα από τον λήπτη των αγαθών ή υπηρεσιών, αλλά μπορεί να λαμβάνεται και από τρίτον.
Επιδοτήσεις και ΦΠΑ. Η χορήγηση είτε ενωσιακής, είτε εθνικής επιδότησης δεν συνεπάγεται ότι οι πράξεις, για τις οποίες χορηγείται, ευρίσκονται άνευ ετέρου εκτός συστήματος ΦΠΑ ακόμη και όταν πραγματοποιούνται για την υλοποίηση ενωσιακού προγράμματος στήριξης κατ’ εφαρμογή ενωσιακής νομοθεσίας. Κρίσιμη είναι η διαπίστωση, αφ’ ενός, αν οι διενεργούμενες πράξεις έχουν ορισμένο παραλήπτη και πραγματοποιούνται έναντι ανταλλάγματος (εξ επαχθούς αιτίας) και, αφ’ ετέρου, αν η χορηγούμενη επιδότηση συνδέεται άμεσα με τον καθορισμό της αξίας της αντιπαροχής, ακόμη και αν καλύπτει το σύνολό της.
1839/2024 (Β΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Κ. Κουσούλης, Σύμβουλος, – Εισηγητής: Χ. Νέγρης, Πάρεδρος
Προθεσμία άσκησης φορολογικής προσφυγής. Σε περίπτωση κατά την οποία η τασσόμενη στη φορολογική Διοίκηση, από τον ΚΦΔ, προθεσμία (των 120 ημερών) να αποφανθεί επί ενδικοφανούς προσφυγής λήγει ημέρα αργία ή εξαιρετέα, η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται και λήγει την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ακολούθως, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής αρχίζει από την επομένη της λήξης της παραπάνω παρεκτεινομένης προθεσμίας, δηλαδή από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία τεκμαίρεται η σιωπηρή απόρριψη.
1855/2024 (Α΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Α. Καλογεροπούλου, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Χ. Κομνηνός, Πάρεδρος
Ασφάλιση στον ΟΓΑ και στον ΟΑΕΕ. Τόπος άσκησης επαγγέλματος. Για την υπαγωγή επαγγελματία ή βιοτέχνη μόνο στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΓΑ και όχι και στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ δεν αρκεί το γεγονός, ότι αυτός δηλώνει, ως τόπο άσκησης του επαγγέλματός του, κωμοπόλεις, χωριά ή οικισμούς με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων, αλλά πρέπει, επίσης, το επάγγελμά του να ασκείται πράγματι σε αυτές τις περιοχές. Η δυνατότητα υπαγωγής του επαγγελματία ή βιοτέχνη μόνο στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΓΑ, εφ’ όσον αυτός ασκεί πράγματι τη δραστηριότητά του στους ως άνω μικρούς οικισμούς, δεν αίρεται από την όλως κατ’ εξαίρεση περιστασιακή άσκηση του επαγγέλματός του εκτός των ορίων των οικισμών αυτών.
Αιτιολογία. Προκειμένου να θεμελιώνεται η κρίση των οργάνων του ΟΑΕΕ, ότι η άσκηση του επαγγέλματος του επαγγελματία ή βιοτέχνη δεν γίνεται πράγματι αποκλειστικά στους μικρούς οικισμούς, αλλά επεκτείνεται και εκτός των ορίων αυτών, ώστε να δικαιολογείται η υπαγωγή του ενδιαφερομένου και στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ, τα αρμόδια όργανα του ασφαλιστικού οργανισμού και, ακολούθως, τα διοικητικά δικαστήρια οφείλουν να παραθέτουν συγκεκριμένα στοιχεία, ιδίως φορολογικά (αποδείξεις, τιμολόγια, δελτία παροχής υπηρεσιών κ.λπ.), από τα οποία να προκύπτει ο τόπος άσκησης του επαγγέλματος του επαγγελματία ή βιοτέχνη. Δεν αποκλείεται δε να θεμελιώνεται η κρίση τους και σε μεμονωμένα στοιχεία, εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ανταποδείξει, με την προσκόμιση συγκεκριμένων αντίθετων στοιχείων, ότι η δραστηριότητά του ασκείται αποκλειστικά σε μικρούς οικισμούς.
Φυσικός δικαστής και καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Η αρχή του φυσικού δικαστή, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 Σ ως ατομικό δικαίωμα, αποτελεί θεμελιώδη δικονομική αρχή της δικαστικής οργάνωσης και της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Σύμφωνα με τη δικονομική αυτήν αρχή, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα, που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων να ασκείται από ένα δικαστήριο, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί από άλλο, εκτός αν υπάρχει αντίθετη περί τούτου νομοθετική ρύθμιση. Ως καθ’ ύλην δε αρμοδιότητα του δικαστηρίου νοείται η εξουσία του να δικάζει υποθέσεις με συγκεκριμένο αντικείμενο. Οι κανόνες, με τους οποίους καθορίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των δικαστηρίων, είναι κανόνες δημόσιας τάξης και, ως εκ τούτου, η τήρησή τους ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από τα διοικητικά δικαστήρια σε κάθε στάση της δίκης, καθώς και για πρώτη φορά στην κατ’ αναίρεση δίκη ενώπιον του ΣτΕ.
1857/2024 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Δ. Τσαρούχας, Πάρεδρος
Μέτρα υπέρ των πολύτεκνων. Το Σύνταγμα απευθύνει στον κοινό νομοθέτη έντονη υπόδειξη για τη λήψη κατάλληλων μέτρων φροντίδας υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών με βάση τις κρατούσες συνθήκες και εντός των ορίων που διαγράφουν οι άλλες συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Η λήψη των κατάλληλων αυτών μέτρων φροντίδας υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών και ο ειδικότερος τρόπος εκπλήρωσης της υποχρέωσης προστασίας τους, που απορρέει από το άρθρο 21 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στην ευχέρεια του νομοθέτη, υπό την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότερες μορφές και η έκτασή της καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη και, κατ’ εξουσιοδότησή του, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Οι σχετικές εκτιμήσεις, σταθμίσεις και επιλογές του νομοθέτη υπόκεινται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια.
Τρίτεκνες οικογένειες. Εν όψει του ότι η έννοια του «πολύτεκνου» δεν δίδεται στο Σύνταγμα, αλλά καθορίζεται από τον κοινό νομοθέτη και δηλώνει όσους έχουν τέσσερα τέκνα και άνω, ο νομοθέτης, στο πλαίσιο της παραπάνω ευχέρειάς του και σταθμίζοντας τις εκάστοτε ισχύουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, έχει τη δυνατότητα να θεσπίζει, γενικώς ή για ορισμένες μόνον έννομες σχέσεις, την ίδια μεταχείριση των τρίτεκνων με εκείνους που έχουν περισσότερα τέκνα, εφ’ όσον υπάρχει αποχρών λόγος. Τέτοιον αποχρώντα λόγο συνιστά η αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της Χώρας, στην επίλυση του οποίου συμβάλλουν ιδιαιτέρως οι τρίτεκνες οικογένειες, οι οποίες, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, είναι περισσότερες από τις πολύτεκνες.
Τροποποίηση μέτρων με νέα μέτρα. Δικαιολογείται, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, η εισαγωγή από τον νομοθέτη ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ, όχι μόνον των μελών των πολύτεκνων οικογενειών, αλλά και υπέρ των τρίτεκνων και των τέκνων τους, εφ’ όσον τούτο δεν οδηγεί, πάντως, στον περιορισμό ή την υποβάθμιση της παρεχόμενης στους πολύτεκνους ειδικής φροντίδας, χωρίς αποχρώντα λόγο. Ωστόσο, δεν απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη να διατηρεί αναλλοίωτα συστήματα κρατικών παροχών, ειδικότερα υπό μορφή κοινωνικών-προνοιακών χρηματικών παροχών, ως κινήτρων για την ενθάρρυνση της τεκνοποιίας ή της αφιέρωσης των γονέων, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, στην ανατροφή των τέκνων τους. Συνεπώς, ο νομοθέτης δεν κωλύεται να επιφέρει τροποποιήσεις σε υφιστάμενο κρατικό σύστημα κοινωνικών-προνοιακών χρηματικών παροχών με τη λήψη νέων μέτρων προς υλοποίηση της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα ειδικής κρατικής φροντίδας υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών, καθορίζοντας εκ νέου την έκταση και τους ειδικότερους όρους της προστασίας των οικογενειών αυτών. Καταλείπεται δε στον κοινό νομοθέτη η ευχέρεια να σταθμίζει τις εκάστοτε ισχύουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και να επεκτείνει ή να περιορίζει τα κατά την κρίση του ληπτέα μέτρα ειδικής φροντίδας των πολύτεκνων και των μελών της οικογένειάς τους. Οι σχετικές εκτιμήσεις, σταθμίσεις και επιλογές του νομοθέτη υπόκεινται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια.
Δικαστικός έλεγχος. Οι εκάστοτε νομοθετικές ρυθμίσεις, με τις οποίες υλοποιείται η ειδική φροντίδα για τους πολύτεκνους στο πλαίσιο άσκησης της δημογραφικής πολιτικής του Κράτους, ελέγχονται ως προς την τήρηση συνταγματικών διατάξεων και αρχών, όπως είναι η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της ισότητας. Επομένως, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται μεν να εισάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν, προς τις οποίες έχουν προσαρμοστεί και αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται δικαιώματα κτηθέντα με βάση τις προϊσχύσασες ρυθμίσεις, πρέπει, όμως, η εκάστοτε επιχειρούμενη νέα ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό, τα δε μέτρα που λαμβάνονται να είναι αναγκαία, πρόσφορα και ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της Χώρας.
1858/2024 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Αντιπροέδρος, – Εισηγητής: Δ. Τσαρούχας, Πάρεδρος
Νέα αποδεικτικά μέσα στην έκκλητη δίκη. Είναι νόμιμη η επίκληση και προσαγωγή το πρώτον κατ’ έφεση νέων αποδεικτικών μέσων είτε προς απόδειξη ή απόκρουση νέων πραγματικών ισχυρισμών, δηλαδή παραδεκτώς προβαλλομένων το πρώτον στην κατ’ έφεση (με επίκληση και των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το δικαιολογημένο της μη προβολής τους πρωτοδίκως), είτε προς απόδειξη ή απόκρουση πραγματικών ισχυρισμών, που είχαν προβληθεί (παραδεκτώς) πρωτοδίκως, εφ’ όσον η μη επίκληση και προσαγωγή τους στην πρωτοβάθμια δίκη κρίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιολογημένη, εν όψει σχετικών ισχυρισμών του διαδίκου που τα επικαλείται. Παραδεκτή, δηλαδή δικαιολογημένη είναι, εν πάση περιπτώσει, η επίκληση και προσαγωγή το πρώτον κατ’ έφεση «οψιγενών» αποδεικτικών μέσων.
1872/2024 (ΣΤ΄ Τμ. 7μελούς) - Πρόεδρος: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Σ.-Ε. Σταφυλά, Πάρεδρος
Οικονομική κρίση και μείωση μισθών. Περιορισμοί. Δικαστικός έλεγχος. Σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών, που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Η δυνατότητα αυτή δεν είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων. Το περιθώριο εκτίμησης, που διαθέτει ο νομοθέτης σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής, όπως είναι η ανάγκη για περικοπή και μείωση αποδοχών των υπαλλήλων του Δημοσίου, υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή, δεδομένου ότι από καμία αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται πάντως δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Ανεξαρτησία των δικαστών και σταθερότητα των αποδοχών τους. Εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης - η οποία ταυτίζεται με την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών (τακτικών δικαστών και εισαγγελικών λειτουργών) και συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της παροχής στους πολίτες αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – αποτελεί και η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείρισή τους. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η εξασφάλιση της κατ’ αρχήν σταθερότητας των αποδοχών τους και η αποφυγή, κατά το δυνατόν, της ανατροπής του μισθολογικού τους καθεστώτος με αιφνίδιες, αλλεπάλληλες ή σοβαρές μειώσεις των αποδοχών τους ή με αλλεπάλληλες μεταβολές του, που δημιουργούν ανασφάλεια. Οι δυσμενείς μεταβολές του μισθολογικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών πρέπει να δικαιολογούνται από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και να τεκμηριώνεται, με συγκεκριμένα στοιχεία, ότι η επερχόμενη δυσμενέστερη ρύθμιση είναι αναγκαία εν όψει των λόγων αυτών, μη δυναμένη να αναπληρωθεί από άλλα μέτρα.
Μισθοί δικαστών και άλλων δημοσίων λειτουργών. Σε περίπτωση που θεσπίζεται ρύθμιση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, η οποία είναι δυσμενής σε σχέση με αντίστοιχη ρύθμιση αποδοχών για άλλες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών, χωρίς η δυσμενής για τους δικαστικούς λειτουργούς ρύθμιση να δικαιολογείται από συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι να προκύπτουν σαφώς από τον ίδιο τον νόμο ή τα στοιχεία που τον συνοδεύουν και τεκμηριώνουν πλήρως την ανάγκη της δυσμενούς ρύθμισης ειδικώς για τους δικαστικούς λειτουργούς, υφίσταται παραβίαση των άρθρων 4 § 1, 26 και 88 του Συντάγματος. Στην περίπτωση αυτή, δεν εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις ως συνταγματικώς ανίσχυρες, ενώ εφαρμόζονται οι ήδη ισχύουσες διατάξεις, χωρίς αυτό να αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση της δικαστικής εξουσίας στο έργο της νομοθετικής και παραβίαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, η δικαστική προστασία, της οποίας προφανώς δικαιούνται να τύχουν και οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί, δεν θα είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Σχέση δικαστικών υπαλλήλων και δημοσίων υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι αφ’ ενός καλύπτονται από τον θεσμό της μονιμότητας και αφ’ ετέρου περιβάλλονται με ειδικές εγγυήσεις ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται ανάμειξη των οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας στις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίες πρέπει να αποφασίζονται, για την πλήρη εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, από τα προβλεπόμενα, στο άρθρο 92 Σ, υπηρεσιακά Συμβούλια.
Μισθοί δικαστικών υπαλλήλων. Το Σύνταγμα δεν κωλύει τον κοινό νομοθέτη να υπαγάγει τους δικαστικούς υπαλλήλους στο ίδιο μισθολογικό καθεστώς με τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους. Η επιβληθείσα με τη ρύθμιση του άρθρου 26 του ν. 4354/2015 αναστολή των μισθολογικών ωριμάνσεων και προαγωγών από 1.1.2016 έως 31.12.2017 δεν συνιστά μεν ονομαστική μείωση των καταβαλλομένων αποδοχών, αποτελεί όμως καθήλωσή τους στο επίπεδο που βρίσκονταν στις 31.12.2015, και συνεπάγεται, κατ’ αποτέλεσμα, μείωση των αποδοχών τους κατά την παραπάνω χρονική περίοδο. Η μείωση αυτή δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος - της αποτροπής, δηλαδή, του μη εξαλειφθέντος, πάντως, κινδύνου χρεωκοπίας της Χώρας - αφ’ ενός και της προστασίας των δικαιωμάτων των δικαστικών υπαλλήλων αφ’ ετέρου.
Δικαστικοί λειτουργοί και δικαστικοί υπάλληλοι. Οι δικαστικοί υπάλληλοι είναι μεν τα βοηθητικά όργανα, στα οποία ανατίθεται η υποστήριξη της λειτουργίας της Δικαιοσύνης και τα οποία απολαύουν συνταγματικών εγγυήσεων ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση (μονιμότητα, διαδικαστικές εγγυήσεις ως προς τις υπηρεσιακές μεταβολές), δεν τελούν όμως, από τη σκοπιά μισθολογικής ρύθμισης, υπό τις αυτές ή ουσιωδώς παρόμοιες συνθήκες με τους δικαστικούς λειτουργούς.
1878/2024 (Δ’ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Καραμανώφ, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Χ. Ευαγγελίου, Πάρεδρος
Τρόπος επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι σύμφωνη αφ’ ενός προς τις αρχές που πρέπει να τηρούνται ως προς την ποιότητα των δεδομένων και αφ’ ετέρου προς κάποια από τις βασικές αρχές της νόμιμης επεξεργασίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις αρχές ποιότητας, τα δεδομένα πρέπει, μεταξύ άλλων, να συλλέγονται για καθορισμένους και νόμιμους σκοπούς και κάθε περαιτέρω επεξεργασία τους να συμβιβάζεται με αυτούς τους σκοπούς, να μην είναι περισσότερα από όσα απαιτείται εν όψει των σκοπών επεξεργασίας, και να είναι ακριβή, υποβαλλόμενα σε ενημέρωση εφ’ όσον απαιτείται για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας. Η ευθύνη για την τήρηση των παραπάνω αρχών βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης, έναντι τόσο της εποπτικής αρχής όσο και των υποκειμένων, σχετικά με τη συμμόρφωσή του προς τις εν λόγω αρχές. Πέραν των παραπάνω, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα απαραίτητα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα ασφαλείας, για την προστασία των δεδομένων από κάθε παράνομη ή μη εξουσιοδοτημένη επεξεργασία.
Εταιρείες πληροφοριών πιστοληπτικής ικανότητας. Ειδικώς, όσον αφορά τις εταιρείες παροχής πληροφοριών πιστοληπτικής ικανότητας, ο νόμιμος σκοπός επεξεργασίας δεδομένων, που οι εταιρείες αυτές επιδιώκουν, είναι η παροχή ορθών και επίκαιρων πληροφοριών για την πιστοληπτική ικανότητα των συναλλασσομένων προς εξασφάλιση της εμπορικής πίστης, της αξιοπιστίας και ασφάλειας των συναλλαγών. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων, που οι εταιρείες αυτές συλλέγουν, καταχωρούν, διατηρούν και περαιτέρω διαβιβάζουν ή ανακοινώνουν σε τρίτους αποδέκτες, κρίνεται σε συνάρτηση προς τον σκοπό αυτό.
1901/2024 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Χ. Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Ζ. Θεοδωρικάκου, Πάρεδρος
Ανεμογεννήτριες. Απόσταση από μνημεία. Οι αιολικές εγκαταστάσεις πρέπει, κατ’ αρχήν, να τοποθετούνται σε απόσταση 7πλάσια της διαμέτρου της ανεμογεννήτριας από τις θέσεις χαρακτηρισμένων μνημείων. Σ περίπτωση που το γινόμενο αυτό δίδει αποτέλεσμα μικρότερο των 500 μ., οι αιολικές εγκαταστάσεις πρέπει να τοποθετούνται σε απόσταση τουλάχιστον 500 μ. από τις εν λόγω θέσεις. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν και για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών πλησίον ιστορικών τόπων. Σε κάθε περίπτωση, η προϋπόθεση για ελάχιστη απόσταση δεν ισχύει για τις ανεμογεννήτριες, των οποίων οι άτρακτοι δεν είναι ορατές από τις θέσεις αυτές.
Μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς ή μείζονος σημασίας. Η παραπάνω ελάχιστη απόσταση αυξάνεται σε 3.000 μ. σε περίπτωση που πρόκειται για μνημείο εγγεγραμμένο στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς ή μείζονος σημασίας μνημείο, αρχαιολογικό χώρο ή ιστορικό τόπο. Δεν προβλέπεται χαρακτηρισμός μνημείου ή τόπου ως μείζονος σημασίας κατά την έκδοση της σχετικής απόφασης χαρακτηρισμού ούτε εγγραφή σε σχετικό κατάλογο, εναπόκειται δε στη Διοίκηση να προβεί σε εξειδικευμένη κάθε φορά κρίση, περί του εάν ο εν λόγω ιστορικός τόπος είναι μείζονος σημασίας, καθ’ όσον, σε αντίθεση με τον κατάλογο μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, δεν υπάρχει αντίστοιχος κατάλογος μνημείων ή τόπων μείζονος σημασίας ούτε προβλέπεται εκ των προτέρων σχετικός χαρακτηρισμός.
1915/2024 (Γ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Β. Γκέρτσος, Πάρεδρος
Παύση Προέδρου Επιμελητηρίου. Σε περίπτωση που Πρόεδρος του Επιμελητηρίου δεν αναδειχθεί απ’ ευθείας από τα μέλη του Επιμελητηρίου, κατά τις διεξαγόμενες εκλογές, για τον λόγο ότι ουδείς συνδυασμός συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, αλλά εκλεγεί από το ΔΣ, το εν λόγω όργανο δύναται, με νεώτερη απόφασή του, να τον παύσει από τη θέση του Προέδρου λόγω μεταβολής των συνθηκών, όπως είναι η περίπτωση που αυτός απώλεσε μεταγενέστερα την εμπιστοσύνη του οργάνου αυτού, και να εκλέξει νέο Πρόεδρο. Η παύση μέλους του ΔΣ από τη θέση του Προέδρου του Επιμελητηρίου συνεπιφέρει και την απώλεια της ιδιότητάς του ως Προέδρου της Διοικητικής Επιτροπής, θέση την οποία, αυτοδικαίως, κατέχει ο εκλεγείς Πρόεδρος.
1979/2024 (Γ’ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Β. Γκέρτσος, Πάρεδρος
Συγκρότηση πειθαρχικών οργάνων. Τα ζητήματα, που άπτονται της αρμοδιότητας, σύστασης, συγκρότησης και σύνθεσης των Πειθαρχικών Συμβουλίων που ασκούν πειθαρχική εξουσία στους δημοσίους υπαλλήλους, πρέπει να διέπονται, για λόγους ασφάλειας δικαίου, χρηστής διοίκησης και διασφάλισης της αρχής της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, από σαφείς, προβλέψιμους και προκαθορισμένους κανόνες δικαίου, δεν επιτρέπεται δε να εφαρμόζονται σε αυτά αναλόγως διατάξεις, που ρυθμίζουν τη συγκρότηση άλλων πειθαρχικών συμβουλίων.
Μη νόμιμη συγκρότηση. Κάλυψη της παρανομίας. Κανονιστική απόφαση, που κείται εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε, κατά το μέρος που προβλέπει ότι στα Πειθαρχικά Συμβούλια συμμετέχουν δύο αιρετά μέλη, εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών, με τους αναπληρωτές τους, ενώ η εξουσιοδοτική διάταξη προβλέπει ότι τα Πειθαρχικά Συμβούλια των εκπαιδευτικών συγκροτούνται με 3μελή σύνθεση χωρίς τη συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών, είναι μη νόμιμη. Ωστόσο, η παραπάνω πλημμέλεια δεν ασκεί εν τέλει επιρροή στη νομιμότητα της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όταν, κατά την κρίσιμη συνεδρίασή του, η απόφαση εκδόθηκε υπό 3μελή σύνθεση λόγω απουσίας των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών.
Νέα νομολογιακή ερμηνεία διατάξεων. Συνέπειες. Όταν η ερμηνεία, που δίδεται για πρώτη φορά με δικαστική απόφαση, δεν είναι αυτονόητη για τη Διοίκηση και συνεπάγεται ευρύτερες συνέπειες για τη νομιμότητα της συγκρότησης του συνόλου των Πειθαρχικών Συμβουλίων των εκπαιδευτικών της Χώρας, από τα οποία - έκτοτε και μέχρι σήμερα - έχουν εκδοθεί πληθώρα πειθαρχικών αποφάσεων με 5μελή, και όχι 3μελή σύνθεση, εν όψει και της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλά και της συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος, που συνίστανται στη διαφύλαξη του κύρους και της αξιόπιστης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας και, μάλιστα, στον ευαίσθητο τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα των πράξεων συγκρότησης των πειθαρχικών συμβουλίων των εκπαιδευτικών (επί εκκρεμών ή μη υποθέσεων) που έχουν εκδοθεί μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης.
1980/2024 (Γ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Γ. Τσιμέκας, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Γ. Μελισσαρίδης, Πάρεδρος
Αμεροληψία διοικητικών οργάνων. Τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Τα διοικητικά όργανα και, ειδικότερα, τα μέλη των συλλογικών οργάνων της Διοίκησης δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης, όταν έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση με τους ενδιαφερόμενους. Για τη στοιχειοθέτηση της ιδιάζουσας σχέσης ή του ιδιαίτερου δεσμού μέλους του συλλογικού οργάνου προς κρινόμενο υποψήφιο δεν αρκεί οποιαδήποτε προσωπική ή επαγγελματική σχέση, αλλά σχέση τέτοια που, εν όψει των συντρεχουσών περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, να είναι πρόσφορη να δημιουργήσει εύλογες υπόνοιες, ότι το μέλος του οργάνου έχει ήδη σχηματισμένη και, συνεπώς, προκατειλημμένη γνώμη για τον υποψήφιο, τον οποίο πρόκειται να κρίνει.
1992/2024 (Α΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ.-Α. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Π. Μπραΐμη, Σύμβουλος
Κοινωνική ασφάλιση. Συνταγματική κατοχύρωση. Η κοινωνική ασφάλιση αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση των εργαζομένων, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του εργαζόμενου πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων ασφαλιστικών κινδύνων (όπως είναι το γήρας, ο θάνατος, το εργατικό ατύχημα, η αναπηρία, η επαγγελματική ή μη ασθένεια, η ανεργία), με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της Χώρας, την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσης, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητάς τους χάριν και των μελλοντικών γενεών, καθώς και τη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερου σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου τους.
Ανταποδοτικότητα εισφορών και παροχών. Μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης εκδηλώνεται η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών, επιτρέπονται δε π.χ. η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή σύνταξης επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση σύνταξης παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος. Με βάση τα παραπάνω, δικαιολογείται ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της κοινωνικής ασφάλισης, ήτοι η υποχρεωτική υπαγωγή σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης (κύριας ή επικουρικής) και η υποχρεωτική καταβολή εισφορών και, εντεύθεν, η ανάθεση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης στο Κράτος ή σε ν.π.δ.δ.
Κοινωνική ασφάλιση και αρχή της ισότητας. Η αρχή της ισότητας δεσμεύει τον νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Η αρχή της ισότητας επιβάλλει στον νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, να δρα μέσα στα όριά της, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων, που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, τη διαφορετική μεταχείριση ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων. Ο κοινός νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δεν κωλύονται να μεταβάλουν για το μέλλον και επί το δυσμενέστερον ακόμη το σύστημα υπαγωγής στην ασφάλιση κατηγοριών ασφαλισμένων. Ο χρόνος αποτελεί παράγοντα αρκούντως αντικειμενικό, που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ασφαλισμένων σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής.
Κοινωνική ασφάλιση και επαγγελματική ελευθερία. Στο Σύνταγμα κατοχυρώνεται η προσωπική και οικονομική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα. Ειδικότερη εκδήλωση της ελευθερίας αυτής αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και άσκησης ορισμένου επαγγέλματος, καθώς και η ελευθερία άσκησης εμπορίου και επιχειρηματικής δραστηριότητας εν γένει. Στην ελευθερία αυτή μπορεί ο νόμος να επιβάλλει περιορισμούς, οι οποίοι πρέπει να ορίζονται γενικώς, κατά τρόπο αντικειμενικό και να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, να τελούν δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης δραστηριότητας. Εν όψει της αρχής της αναλογικότητας, οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση με αυτόν.
Δικαίωμα στην περιουσία. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσης», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφ’ όσον υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του.
Περιορισμοί στο δικαίωμα στην περιουσία. Η επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών και του ασφαλιστικού συστήματος, γενικότερα. Η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος, που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος, υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη προς αυτόν.
Οικονομική κρίση και λήψη έκτακτων μέτρων. Με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης, στην οποία περιήλθε η εθνική Οικονομία στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της Οικονομίας και χρεωκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών στις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές.
Επαναφορά στην παράλληλη ασφάλιση. Στο παραπάνω πλαίσιο, εκτός από τα μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών, ο νομοθέτης επιχείρησε τον ριζικό μετασχηματισμό του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος με τον ν. 3863/2010. Η κατάργηση, με τον νόμο αυτό, των εξαιρέσεων και η επαναφορά στον κανόνα της υποχρεωτικής παράλληλης ασφάλισης για τους ασφαλισμένους, που είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση πριν από την 1.1.1993, θεωρήθηκε, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, επιβεβλημένη για λόγους ίσης μεταχείρισης μεταξύ όλων των ασφαλισμένων, που είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση πριν την παραπάνω ημερομηνία και απαραίτητη, μαζί με τις λοιπές ρυθμίσεις του ν. 3863/2010, για τη θεμελίωση ενός νέου, βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος. Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος και είναι συνταγματικά ανεκτή.
2008/2024 (Α΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Α. Καλογεροπούλου, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Α. Ζιαμπάρας, Πάρεδρος
Ερημοδικία αιτούντος και νομιμοποίηση. Στην περίπτωση που ο αιτών δεν παραστεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δια πληρεξουσίου δικηγόρου, η έγκριση της άσκησης του υπογραφομένου μόνον από δικηγόρο ενδίκου μέσου και των πράξεων της προδικασίας μπορεί να γίνει όχι μόνο με δήλωση του αιτούντος αυτοπροσώπως στο ακροατήριο, αλλά και με την προσκομιδή, μέχρι τη συζήτηση, συμβολαιογραφικού εγγράφου με το οποίο παρέχεται ειδική πληρεξουσιότητα προς παράσταση κατά τη συζήτηση σε δικηγόρο άλλον από τον υπογράφοντα το δικόγραφο. Και τούτο, διότι η παροχή εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου, ειδικής πληρεξουσιότητας, έστω και προς δικηγόρο άλλον από τον υπογράφοντα τούτο, συνιστά έγκριση από τον αιτούντα τόσο της άσκησης του ενδίκου τούτου μέσου, για το οποίο παρέχεται η πληρεξουσιότητα, όσο και των σχετικών πράξεων της προδικασίας.
2027/2024 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Π. Ευστρατίου, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Π.-Α. Παπαδημήτρη, Πάρεδρος
Οριζόντια ιδιοκτησία. Κοινόχρηστα μέρη. Επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή (διηρημένη) κυριότητα επί ορόφου οικοδομής ή διαμερίσματος ορόφου, παρεπομένως δε αναγκαστική, αυτοδικαίως κτώμενη, συγκυριότητα, κατ` ανάλογη μερίδα, επί των μερών του όλου ακινήτου, των χρησιμευόντων στην κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται το έδαφος, οι αυλές, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, η πιλοτή, η είσοδος της πολυκατοικίας, οι φωταγωγοί, οι αεραγωγοί, οι κλίμακες (σκάλες), οι τοίχοι που άπτονται κοινόχρηστων μερών, η πρασιά, ο κήπος, η πρόσοψη - εξωτερική εμφάνιση της πολυκατοικίας, οι κοινόχρηστες εγκαταστάσεις φωτισμού και ύδρευσης, το λεβητοστάσιο κ.λπ., καθώς και κάθε άλλο πράγμα που χρησιμεύει στην κοινή των ιδιοκτητών χρήση.
Ορισμός και χρήση των κοινοχρήστων μερών. Ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών γίνεται είτε με τη συστατική δικαιοπραξία της οροφοκτησίας, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τον ν. 3741/2029 ή και από τις αναγκαστικού δικαίου πολεοδομικές. Στην περίπτωση του ν. 3741/1929, κριτήριο, για τον χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινόκτητου και κοινόχρηστου, είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ειδική συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών (συμβολαιογραφικά καταρτιζόμενη και υποκείμενη σε μεταγραφή) για τον τρόπο χρήσης των κοινόχρηστων και κοινόκτητων μερών της οικοδομής (κανονισμός), καθένας από τους διαμερισματούχους έχει όλα τα δικαιώματα που ανήκουν στον κύριο, εφ’ όσον όμως η άσκηση αυτών δεν παραβλάπτει τη χρήση των άλλων ιδιοκτητών ή δεν μειώνει την ασφάλεια αυτών ή του οικοδομήματος.
Αποκλειστική χρήση κοινοχρήστων. Είναι επιτρεπτή με ειδική, μεταξύ των συνιδιοκτητών του εδάφους, συμφωνία, η οποία καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζεται στα βιβλία μεταγραφών, να παραχωρηθεί αποκλειστικά σε κάποιους από τους συνιδιοκτήτες ή και σε έναν από αυτούς δικαίωμα χρήσης σε κάποιο από τα κοινά μέρη, οπότε η χρήση αυτού δεν ανήκει σε όλους από κοινού τους συνιδιοκτήτες του εδάφους. Όμως, στην περίπτωση μιας τέτοιας συμφωνίας, το παρεχόμενο στον ιδιοκτήτη δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του κοινοχρήστου πράγματος δεν περιέχει και εξουσία άρσης του προβλεπόμενου προορισμού αυτού.
Αυθαίρετη κατασκευή σε κοινόχρηστο χώρο. Νομιμοποίηση. Επί αυθαιρέτων κατασκευών ή αλλαγών χρήσης επί κοινοχρήστου χώρου ακινήτου, στο οποίο έχει συσταθεί οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, μπορεί ο συνιδιοκτήτης, στον οποίο έχει παραχωρηθεί η αποκλειστική χρήση του κοινόχρηστου αυτού χώρου, με ειδική συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών, η οποία έχει καταρτισθεί συμβολαιογραφικώς και μεταγραφεί, να ζητήσει την υπαγωγή των αυθαιρέτων κατασκευών ή αλλαγών χρήσης στις διατάξεις του ν. 4178/2013, μετά από απόφαση της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών, λαμβανόμενη σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της οροφοκτησίας, άλλως με απλή πλειοψηφία.
Νομιμοποίηση από τον επικαρπωτή ή τον μισθωτή. Την υπαγωγή στις παραπάνω διατάξεις μπορεί να ζητήσει, με τη συναίνεση του ψιλού κυρίου, και ο επικαρπωτής. Αν ο επικαρπωτής έχει εκμισθώσει την ιδιοκτησία αυτή, ο μισθωτής έχει το δικαίωμα να ζητήσει την υπαγωγή των αυθαιρέτων κατασκευών στον ν. 4178/2013, εφ’ όσον αφ’ ενός μεν με τη μισθωτική σύμβαση έχει συμφωνηθεί ότι έχει το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση οικοδομικής άδειας και αφ’ ετέρου ληφθεί απόφαση της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών, παρέχουσα τη συναίνεσή της για την υπαγωγή αυτή. Επομένως, αν η πλειοψηφία των συνιδιοκτητών δεν λάβει απόφαση, ο μισθωτής δεν νομιμοποιείται να ζητήσει την υπαγωγή των ευρισκομένων σε κοινόχρηστο χώρο του ακινήτου αυθαιρέτων κατασκευών στον ν. 4178/ 2013 και δεν αρκεί το γεγονός ότι, με βάση τη μισθωτική σύμβαση μεταξύ αυτού και του επικαρπωτή, έχει ενδεχομένως το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση οικοδομικής άδειας, που να αφορά το μίσθιο.
2028/2024 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Χ. Ντουχάνης, Σύμβουλος, – Εισηγητής: Δ. Πυργάκης, Πάρεδρος
Κατ’ εξαίρεση έλεγχος τεχνικών εργασιών από δημοτικά όργανα. Κατά γενικό κανόνα, απαιτείται άδεια δόμησης για την εκτέλεση τεχνικών εργασιών και την υλοποίηση κατασκευών. Όμως, η κατ’ εξαίρεση ανάθεση αρμοδιοτήτων ελέγχου των κατασκευών δικτύων υποδομής και εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, από πολεοδομική άποψη, στα Δημοτικά Συμβούλια, τις τεχνικές υπηρεσίες των Δήμων και στα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής, κατά τον λόγο των αρμοδιοτήτων τους, αποτελούν αναγκαία και πρόσφορα μέσα για την ικανοποίηση των σκοπών του ΝΟΚ. Περαιτέρω, η έγκριση του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις υπέργειων κατασκευών και εγκαταστάσεων τηλεφωνικών θαλάμων και μονάδων οπτικού δικτύου, ενώ στη διάθεση των παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών τίθεται και Πληροφοριακό Σύστημα, που διευκολύνει τη δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής των σχετικών μελετών στα αρμόδια όργανα, γεγονός που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθιστά τη διαδικασία λιγότερο επαχθή και χρονοβόρα. Συνεπώς, δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας.
2058/2024 (Γ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Β. Ανδρουλάκης, Σύμβουλος
Τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτονομία και αυτοτέλεια. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την τοπική αυτοδιοίκηση α΄ και β΄ βαθμού ως οργανωτικό σχήμα της δημόσιας Διοίκησης, με αρμοδιότητα τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, υπέρ των οποίων συντρέχει σχετικό τεκμήριο αρμοδιότητας ή την άσκηση κρατικών αρμοδιοτήτων, που κατ’ εξαίρεση τους έχουν ανατεθεί. Δεν καθιερώνεται, όμως, αυτονομία υπέρ των ΟΤΑ, δηλαδή εξουσία αυτοτελούς θέσπισης κανόνων δικαίου, αλλά, στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αυτοδιοίκησης, οι ΟΤΑ έχουν εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις για τα θέματα της αρμοδιότητάς τους με δικά τους όργανα, εντός, όμως, του πλαισίου που θέτουν οι γενικοί κανόνες, οι οποίοι διέπουν την οργάνωση και λειτουργία τους. Εξάλλου, ο συνταγματικός νομοθέτης αναγνωρίζει τη διοικητική αυτοτέλεια των ΟΤΑ, αποκλείοντας τον έλεγχο σκοπιμότητας των πράξεων των οργάνων τους και εγγυάται την οικονομική τους αυτοτέλεια. Η διοικητική, όμως, αυτοτέλεια δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να αποφασίζουν οι ίδιοι οι ΟΤΑ για τον τρόπο οργάνωσής τους, ως δημοσίων υπηρεσιών.
Κατάργηση ν.π.δ.δ. και υπαγωγή τους στους Δήμους. Οι ρυθμίσεις του ν. 5056/2023, με τις οποίες ο νομοθέτης εχώρησε στην αναδιάρθρωση της δομής και οργάνωσης των ΟΤΑ, με την αυτοδίκαιη κατάργηση ή λύση όλων των ν.π.δ.δ. και των κοινωφελών επιχειρήσεων των Δήμων και την ανάληψη των αρμοδιοτήτων, που ασκούσαν, από τους οικείους Δήμους, δεν είναι αντίθετες προς το άρθρο 102 του Συντάγματος. Κατ’ εξαίρεση, παρέχεται η δυνατότητα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, της διατήρησης νομικών προσώπων με απόφαση του Υπουργού των Εσωτερικών, εφ’ όσον πληρούνται οι όροι που θέτει ο νόμος. Η σχετική Υπουργική Απόφαση, η οποία είναι προϊόν εξατομικευμένης και ειδικής κρίσης, έχει τον χαρακτήρα ατομικής διοικητικής πράξης, εφ’ όσον εκδίδεται κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενδιαφερόμενου Δήμου.
2061/2024 (Γ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλος, – Εισηγήτρια: Α. Ρωξάνα, Σύμβουλος
Παραίτηση δημοσίου υπαλλήλου. Η εκ μέρους δημοσίου υπαλλήλου υποβολή παραίτησης επάγεται τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, είτε από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της πράξης αποδοχής της παραίτησης, εφ’ όσον η κοινοποίηση λάβει χώρα εντός 2μήνου από την υποβολή της παραίτησης, είτε μετά την πάροδο της 2μηνης αυτής προθεσμίας, εφ’ όσον η Διοίκηση δεν ήθελε χωρήσει στην αποδοχή της παραίτησης ή η κοινοποίηση ήθελε καθυστερήσει πέραν του 2μήνου από την υποβολή της παραίτησης.
Παραίτηση μετά από ποινική δίωξη. Συνέπειες. Η υποβολή από τον υπάλληλο παραίτησης δεν επάγεται καμία συνέπεια στην υπηρεσιακή κατάστασή του ούτε δημιουργεί υποχρέωση της Διοίκησης, εάν γίνει μετά την κίνηση ποινικής δίωξης και ενόσω εκκρεμεί η ποινική δίκη, για τα προβλεπόμενα στην οικεία διάταξη πλημμελήματα ή για κακούργημα ή αν γίνει μετά την έναρξη της πειθαρχικής δίωξης και ενόσω εκκρεμεί η πειθαρχική δίκη ενώπιον Πειθαρχικού Συμβουλίου για παράπτωμα που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, ή εάν, μετά την υποβολή της παραίτησης εντός 2 μηνών και πριν αυτή γίνει αποδεκτή, αρχίσει τέτοια ποινική δίκη ή ασκηθεί τέτοια πειθαρχική δίωξη ενώπιον Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Πειθαρχική δίωξη και νέα αίτηση παραίτησης. Σε περίπτωση που εμπόδιο για την ανάπτυξη των εννόμων συνεπειών της παραίτησης αποτελεί η ακολούθως ασκηθείσα πειθαρχική δίωξη για τα προβλεπόμενα αδικήματα, ο υπάλληλος δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση παραίτησης, εφ’ όσον η σχετική πειθαρχική υπόθεση δεν εκδικασθεί σε πρώτο βαθμό μέσα σε 6 μήνες. Μετά δε την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας 2 μηνών από την υποβολή της τελευταίας παραίτησης, θεωρείται ότι αυτή έγινε αυτοδικαίως αποδεκτή και δεν είναι δυνατή πλέον πειθαρχική διαδικασία εναντίον του.
Απόσπαση υπαλλήλου και πειθαρχική διαδικασία. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος υπηρετεί σε άλλη υπηρεσία από αυτή της οργανικής του θέσης, αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί κατά τον χρόνο τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος, εφ’ όσον το πειθαρχικό παράπτωμα σχετίζεται με την άσκηση των καθηκόντων του στην υπηρεσία αυτή. Συνεπώς, σε περίπτωση απόσπασης υπαλλήλου, αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος για τη δίωξη παραπτωμάτων, που τελούνται κατά τον χρόνο της απόσπασης και συνδέονται με τα ασκούμενα κατά την απόσπαση καθήκοντα, είναι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας της απόσπασης, ανεξαρτήτως αν, κατά τον χρόνο άσκησης της πειθαρχικής δίωξης, έχει λήξει ή όχι η απόσπαση του υπαλλήλου.
2064/2024 (Γ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Μ. Τριπολιτσιώτη, Σύμβουλος
Διαγωνισμός από το ΑΣΕΠ. Προκήρυξη. Το ΑΣΕΠ δεσμεύεται από τους όρους της προκήρυξης του διαγωνισμού, τους οποίους δεν μπορεί να τροποποιήσει, ούτε να διορθώσει μετά τη δημοσίευση της προκήρυξης, δεδομένου ότι αυτό θα αντέκειτο στις αρχές τις ισότητας των διαγωνιζομένων και της διαφάνειας, οι οποίες διέπουν τους δημόσιους διαγωνισμούς. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, καθώς και τις αρχές της σαφήνειας και της χρηστής διοίκησης, όλοι οι όροι και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής του διαγωνισμού πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και κατά τρόπον αναμφήριστο στην προκήρυξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε όλους τους υποψήφιους να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενό τους.
Ορισμός κλάδων και ειδικοτήτων. Ο καθορισμός κλάδων και ειδικοτήτων στην προκήρυξη του πρώτου σταδίου του γραπτού διαγωνισμού, βάσει του οποίου υποβάλλονται οι αιτήσεις των υποψηφίων και εκδίδονται οι πίνακες επιτυχόντων, είναι δεσμευτικός για τη Διοίκηση κατά την έκδοση της προκήρυξης του δεύτερου σταδίου. Εφ’ όσον ο κύκλος των υποψηφίων ανά κλάδο/ειδικότητα οριστικοποιείται στο πρώτο στάδιο, κατά το στάδιο αυτό πρέπει να καθορίζονται οι κλάδοι/ειδικότητες, για τους οποίους θα εκδοθούν μεταγενέστερα προκηρύξεις πλήρωσης θέσεων δεύτερου σταδίου, δεν είναι δε επιτρεπτή η προσθήκη, κατά το δεύτερο στάδιο, νέων κλάδων/ειδικοτήτων, για τους οποίους οι ενδιαφερόμενοι δεν προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν στον γραπτό διαγωνισμό.
2087/2024 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Χριστοφορίδου, Σύμβουλος, – Εισηγήτρια: Α. Αθανασοπούλου, Πάρεδρος
Ανεξάρτητες Αρχές. Επιλογή των οργάνων τους. Τα μέλη των συνταγματικώς κατοχυρωμένων Ανεξαρτήτων Αρχών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, πρέπει να έχουν ανάλογα με την αποστολή τους προσόντα και επιλέγονται από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με ομόφωνη απόφαση ή, τουλάχιστον, με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών του οργάνου αυτού, ορίζονται δε με ορισμένη θητεία.
Λήξη της θητείας. Είναι μεν ανεκτή η συνέχιση της λειτουργίας των εν λόγω Αρχών μετά τη λήξη της θητείας των μελών τους και μέχρι την επιλογή των νέων, μόνον όμως για εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις. Η ρύθμιση του άρθρου 55 § 10 του ν. 4339/2015 δεν έχει την έννοια ότι στέργει στη διακοπή της λειτουργίας των Ανεξάρτητων Αρχών με μόνη τη λήξη της αρχικής θητείας των μελών τους ή έστω μετά την πάροδο 6μήνου από αυτήν, αλλά στην αυτοδίκαιη αποχώρηση μόνον όσων μελών η θητεία, συνυπολογιζομένου και του, κατά τις περιστάσεις, ευλόγου χρονικού διαστήματος, είχε λήξει και στηριζόταν σε νομοθετικές παρατάσεις.
2107/2024 (Δ’ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Ι. Παπαγιάννης, Πάρεδρος
Δημόσιοι διαγωνισμοί. Ένδικο βοήθημα κατά πράξης αρχής διαφορετικής από την αναθέτουσα. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 372 § 1 του ν. 4412/2016 αίτηση αναστολής και ακύρωσης δύναται να ασκηθεί παραδεκτώς από όποιον έχει έννομο συμφέρον μόνο κατά απόφασης της ΕΑΔΗΣΥ επί προδικαστικής προσφυγής οικονομικού φορέα, που στρέφεται κατά πράξης ή παράλειψης της αναθέτουσας αρχής, η οποία αφορά την ανάθεση σύμβασης ή εντάσσεται στη διαδικασία της ανάθεσης, ως συνέπεια της συμμετοχής του οικονομικού φορέα σε αυτήν. Οι σχετικές πράξεις ή παραλείψεις της αναθέτουσας αρχής λογίζονται ως συμπροσβαλλόμενες. Με το ίδιο ένδικο βοήθημα μπορεί, επίσης, να προσβάλλονται πράξεις με τις οποίες ασκείται επιτρεπτός κατά τον νόμο ο έλεγχος νομιμότητας στις παραπάνω πράξεις ή παραλείψεις της αναθέτουσας αρχής. Αντιθέτως, πράξεις ή παραλείψεις άλλων αρχών, διαφορετικών από την αναθέτουσα αρχή, ασχέτως της συνάφειάς τους με πράξεις ή παραλείψεις της τελευταίας, δεν είναι επιτρεπτό να προσβληθούν με το παραπάνω ένδικο βοήθημα, υπόκεινται δε, εφ' όσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, σε δικαστικό έλεγχο με την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων, που προβλέπονται γι' αυτές κατά περίπτωση.
2109/2024 (Δ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδρος
Κτηματογράφηση. Ιδιοκτησιακές διαφορές. Με τη διαδικασία της κτηματογράφησης αποτυπώνεται απλώς και καταγράφεται η υφισταμένη κατάσταση των ακινήτων και των επ’ αυτών δικαιωμάτων, με βάση τις δηλώσεις των ενδιαφερομένων και τις πληροφορίες που έχουν συλλεγεί, χωρίς πάντως να κρίνεται, με την αποτύπωση και την καταγραφή αυτή, το ζήτημα του ιδιοκτήτη των περί ων πρόκειται ακινήτων. Η διαδικασία, δηλαδή, αυτή δεν υποκαθιστά τη δικαστική επίλυση των ιδιοκτησιακών διαφορών επί των ακινήτων της υπό κτηματογράφηση περιοχής. Οι αμφισβητήσεις σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εν λόγω ακινήτων, οι οποίες ανακύπτουν κατά την κτηματογράφηση ή μετά την περαίωση αυτής, υπάγονται, ως αφορώσες την αναγνώριση ιδιωτικών δικαιωμάτων, στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
Κτηματολόγιο και βιβλία μεταγραφών. Διαφορές. Το σύστημα του Κτηματολογίου δεν αποτελεί απλώς σύστημα δημοσιότητας σχετικά με τα εγγραπτέα δικαιώματα σε ακίνητα, όπως είναι το σύστημα των βιβλίων μεταγραφών, αλλά, επιπλέον, και σύστημα διασφάλισης της δημόσιας πίστης. Ειδικότερα, ενώ υπό το σύστημα του βιβλίου μεταγραφών ο συναλλασσόμενος, που συναλλάχθηκε με βάση τις εγγραφές στα βιβλία μεταγραφών, δεν προστατεύεται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, υπό το σύστημα του Κτηματολογίου οι κτηματολογικές εγγραφές παράγουν δημόσια πίστη, υπό την έννοια ότι, κατά κανόνα, ο καλόπιστος τρίτος προστατεύεται για την κτήση εμπράγματου δικαιώματος ακόμη και αν η κτηματολογική εγγραφή ήταν αναληθής ή ανακριβής.
Διόρθωση εγγραφών. Στο πλαίσιο της διασφάλισης της δημόσιας πίστης και της ακρίβειας των κτηματολογικών εγγραφών ο ν. 2664/1998 προβλέπει σύστημα δικαστικής και διοικητικής (εξωδικαστικής) διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών, με κριτήριο την φύση της κτηματολογικής εγγραφής, δηλαδή, αναλόγως, αν πρόκειται για διαφορές περί του κύρους ή του φορέα του εγγραπτέου δικαιώματος, ή για τυπικές ανακρίβειες κτηματολογικών εγγραφών που δεν συνάπτονται με ιδιοκτησιακές αμφισβητήσεις. Ειδικότερα, η δικαστική διαδικασία διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών, με έγερση αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, προβλέπεται όταν αμφισβητείται η ακρίβεια κτηματολογικής εγγραφής ή όταν αμφισβητείται δικαίωμα που αναγράφεται στα κτηματολογικά φύλλα.
Διοικητική διαδικασία διόρθωσης. Η διοικητική διαδικασία διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών προτάχθηκε από τον νομοθέτη ως απλούστερη και ταχύτερη διαδικασία διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών στις περιπτώσεις τυπικών ανακριβειών, οι οποίες προκύπτουν κατά τρόπο αναμφισβήτητο με αντιπαραβολή με δημόσια έγγραφα, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, δεν αναφύεται διαφορά περί το εγγραπτέο δικαίωμα και, ως εκ τούτου, ανάγκη συμμετοχής και προστασίας τρίτων. Πρόκειται, κατ’ αρχήν, για τις περιπτώσεις διόρθωσης «πρόδηλων» σφαλμάτων στις κτηματολογικές εγγραφές, οι οποίες αφορούν τόσο τις πρώτες ή και τις μεταγενέστερες εγγραφές. Αρμόδιο διοικητικό όργανο είναι ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείο ή το ΔΣ του Φορέα, η αρμοδιότητα του οποίου οριοθετείται από την διαπίστωση και διόρθωση της τυπικής ανακρίβειας, χωρίς εμπλοκή σε ζητήματα επίλυσης ιδιοκτησιακών αμφισβητήσεων, όπου δηλαδή δεν εμπλέκεται ιδιοκτησιακή αμφισβήτηση.
Διοικητική και δικαστική διαδικασία. Η παραπάνω διοικητική διαδικασία διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών δεν είναι αποκλειστική σε σχέση με τη δικαστική ούτε ενδικοφανής (αναγκαία προδικασία σε σχέση με τη δικαστική), σε περίπτωση δε ρητής ή σιωπηρής απόρριψης αίτησης διόρθωσης προδήλου σφάλματος από το αρμόδιο διοικητικό όργανο (Προϊστάμενο Κτηματολογικού Γραφείου ή ΔΣ Φορέα) επιλαμβάνονται τα πολιτικά δικαστήρια, κατόπιν άσκησης από τον αιτούντα σχετικής προσφυγής στον κτηματολογικό δικαστή.
Διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων. Ειδικότερη περίπτωση διοικητικής διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής, όπου ακολουθείται η διαδικασία πρόδηλου σφάλματος, προβλέπεται στις περιπτώσεις αιτήσεων διόρθωσης αρχικής ή επόμενης εγγραφής, όταν η διόρθωση αφορά τα γεωμετρικά στοιχεία του ακινήτου (θέση, όρια, εμβαδό, πλευρικές διαστάσεις). Στην περίπτωση όμως αυτήν, επιβάλλεται η κοινοποίηση της αίτησης διόρθωσης στους δικαιούχους όμορων ακινήτων, τα δικαιώματα των οποίων επηρεάζονται από την αποδοχή της σχετικής αίτησης, προκειμένου να υποβάλουν τις έγγραφες απόψεις τους. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης διόρθωσης, οι θιγόμενοι όμοροι δικαιούχοι έχουν δικαίωμα να προσφύγουν κατά της απόφασης διόρθωσης στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο (Κτηματολογικό Δικαστή).
Προσβολή ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Αρμόδιο δικαστήριο. Η επίλυση όλων, ανεξαιρέτως, των διαφορών που ανακύπτουν λόγω προβαλλόμενης προσβολής ιδιοκτησιακού δικαιώματος επί ακινήτου εξαιτίας πράξεων των αρμοδίων οργάνων του Κτηματολογίου σε σχέση με κτηματολογικές εγγραφές – ανεξαρτήτως αν αυτές αφορούν την πρώτη εγγραφή ή τις επιγενόμενες εγγραφές ή τις εγγραφές, που συντελούνται κατόπιν διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής με τη διαδικασία του πρόδηλου σφάλματος ή με τη διαδικασία διόρθωσης γεωμετρικών στοιχείων ακινήτου – ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Τούτο ισχύει και για την περίπτωση της αμφισβήτησης της νομιμότητας πράξης διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής, κατόπιν πράξης του αρμόδιου οργάνου του Κτηματολογίου, από τρίτον ο οποίος ισχυρίζεται ότι με την εν λόγω διόρθωση επήλθε προσβολή ιδιοκτησιακού δικαιώματός του σε όμορο ακίνητο.
2125/2024 (Α’ Τμ.) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
Αποζημίωση λόγω παραβίασης ενωσιακού δικαίου. Προϋποθέσεις. Η ευθύνη των κρατών-μελών για αποζημίωση, για κάθε περίπτωση παράβασης του ενωσιακού δικαίου, ανεξαρτήτως της εθνικής αρχής που διέπραξε την παράβαση και φέρει, κατά το εσωτερικό δίκαιο του κράτους-μέλους, το βάρος της αποκατάστασης της προκληθείσας ζημίας, τελεί υπό τις εξής τρεις προϋποθέσεις: α) ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, β) η παράβαση του κανόνα αυτού να είναι κατάφωρη και γ) να υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράβασης και της ζημίας που υπέστησαν οι ιδιώτες. Οι προϋποθέσεις αυτές εξετάζονται από τα εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που παρέχει το ΔΕΕ.
Κατάφωρη παράβαση κανόνα ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα όσον αφορά την παραπάνω δεύτερη (σωρευτικώς απαιτούμενη) προϋπόθεση, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ η ύπαρξη αυτής προϋποθέτει πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, εκ μέρους του κράτους-μέλους, των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, τα στοιχεία δε που πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπ’ όψη είναι, μεταξύ άλλων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζόμενου κανόνα, καθώς και το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης που καταλείπει ο κανόνας αυτός στις εθνικές αρχές. Σε περίπτωση που κράτος-μέλος δεν αντιμετωπίζει κανονιστικής φύσης επιλογές και διαθέτει αισθητά μειωμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτίμησης, ακόμη και απλή παραβίαση του ενωσιακού δικαίου μπορεί να αρκεί προς διαπίστωση της ύπαρξης κατάφωρης παράβασης. Συνεκτιμώνται, επίσης, ο ηθελημένος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσας παράβασης ή της προκληθείσης ζημίας, το συγγνωστό ή ασύγγνωστο ενδεχομένης νομικής πλάνης, το γεγονός ότι η στάση ενός οργάνου της ΕΕ μπορεί να συνετέλεσε στην παράλειψη, καθώς και η θέσπιση ή η διατήρηση αντιθέτων προς το ενωσιακό δίκαιο εθνικών μέτρων ή πρακτικών. Σε κάθε περίπτωση, η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου είναι κατάφωρη, όταν έχει τελεστεί κατά προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ.
Χαρακτήρας αποζημίωσης. Στην παραπάνω περίπτωση το κράτος υποχρεούται να αποκαταστήσει τις συνέπειες της προκληθείσας ζημίας στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί αστικής ευθύνης. Ελλείψει σχετικής ρύθμισης του δικαίου της Ένωσης, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους-μέλους εναπόκειται ο καθορισμός των αρμοδίων δικαστηρίων και η θέσπιση δικονομικών κανόνων άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να θέτουν προϋποθέσεις, τόσο ουσιαστικές όσο και τυπικές (δικονομικές), λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που ισχύουν για παρόμοιες απαιτήσεις κατά το εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) ή τέτοιες που καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την αποζημίωση (αρχή της αποτελεσματικότητας).
Εφαρμογή ευνοϊκότερων διατάξεων. Το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει τη δυνατότητα θεμελίωσης της ευθύνης του κράτους (για παραβιάσεις ενωσιακών κανόνων δικαίου) υπό λιγότερο περιοριστικές - σε σχέση με εκείνες που έχει θέσει το ΔΕΕ - προϋποθέσεις βάσει του εθνικού δικαίου, οπότε η ευθύνη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι θεμελιώνεται, όχι βάσει το δικαίου της Ένωσης, αλλά βάσει του εθνικού δικαίου. Συνεπώς, ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση ιδιώτη για ζημία προκληθείσα εξαιτίας παράβασης του ενωσιακού δικαίου από διοικητικό όργανο θεμελιώνεται, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, πρόσθετες δε προϋποθέσεις, όπως το κατάφωρο της παράβασης, θα αποτελούσαν απαγορευμένη κατά το ενωσιακό δίκαιο, δυσμενή διάκριση, αντίθετη προς τις απορρέουσες από την αρχή της ισοδυναμίας απαιτήσεις.
Αποζημίωση για μη εμπρόθεσμη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΣΗΘΥΑ. Μετά την παρέλευση άπρακτης της οριζόμενης στο άρθρο 8 του ν. 3468/ 2006 (15θήμερης ή 20ήμερης) προθεσμίας από την ολοκλήρωση του ελέγχου εντός ευλόγου χρόνου (εντός 6μήνου) από την υποβολή της αίτησης για χορήγηση της άδειας λειτουργίας για μονάδα ΣΗΘΥΑ και για μονάδα που λειτουργεί εν μέρει ως ΣΗΘΥΑ, συντελείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων του Δημοσίου, που έγκειται στη μη έκδοση, κατά δεσμία αρμοδιότητα, της άδειας λειτουργίας μέσα στην προθεσμία αυτή. Στοιχειοθετείται δε ευθύνη του Δημοσίου για την αποκατάσταση της ζημίας, που προκαλείται σε τρίτο [θετική ζημία, αποθετική ζημία (απώλεια εσόδων/διαφυγόν κέρδος) ηθική βλάβη] συνεπεία της συντέλεσης της παραπάνω παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και της παράνομης κατάστασης, που δημιουργήθηκε από αυτήν [Μειοψηφία].
2132/2024 (Γ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Ε. Κουλεντιανού, Πάρεδρος
Κρίσεις Πυροσβεστικού Σώματος. Ένδικα βοηθήματα. Ένδικο βοήθημα, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Ανώτατου Συμβουλίου Κρίσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, με την οποία ο αιτών κρίθηκε ως ευδοκίμως τερματίσας τη σταδιοδρομία του λόγω συμπλήρωσης 35ετούς συντάξιμης υπηρεσίας και μη ικανοποιητικής υπηρεσιακής απόδοσης και, συνεπεία της κρίσης αυτής, απολύθηκε από το Πυροσβεστικό Σώμα, έχει τον χαρακτήρα προσφυγής ουσίας. Περαιτέρω, ένδικο βοήθημα, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του προεδρικού διατάγματος περί αποστρατείας του αιτούντος, έχει τον χαρακτήρα αίτησης ακύρωσης, η εκδίκαση της οποίας ανήκει στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Ωστόσο, ως εκ του παρακολουθηματικού χαρακτήρα του εν λόγω Διατάγματος προς την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, η αίτηση ακύρωσης συνεκδικάζεται με την προαναφερθείσα προσφυγή.
2133/2024 (Γ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Γ. Τσιμέκας, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Β. Ανδρουλάκης, Σύμβουλος
Διαφορετικά αρμόδια δικαστήρια. Αδιάσπαστο της διαφοράς. Σύμφωνα και με την αρχή του φυσικού δικαστή, που επιβάλλει τον καθορισμό του αρμοδίου εκάστοτε δικαστηρίου κατά γενικές και αφηρημένες κατηγορίες, ασυνδέτως προς τις δικαζόμενες υποθέσεις ή τα πρόσωπα των διαδίκων, σε περίπτωση που μια υπόθεση οδηγείται σε διάσπαση, με παράλληλη εκδίκασή της από δύο διαφορετικά δικαστήρια, ένα ανώτερο και ένα κατώτερο, τότε θα πρέπει η διαφορά να εκδικασθεί ενιαία από το ανώτερο δικαστήριο. Επομένως, όταν ασκηθεί προσφυγή από τον τιμωρηθέντα υπάλληλο κατά της απόφασης του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών του ΕΣΥ, η εκδίκαση της οποίας υπάγεται, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου, καθώς και προσφυγή από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και ήδη Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, κατά της αυτής απόφασης του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών του ΕΣΥ, ενώπιον του ΣτΕ, τότε αρμόδιο δικαστήριο κατά τον νόμο για να κρίνει την υπόθεση, στο σύνολό της, καθίσταται το ΣτΕ.
Πειθαρχική δίωξη υπαλλήλου. Παραπεμπτήριο έγγραφο. Τα αρμόδια Πειθαρχικά Συμβούλια δεν επιτρέπεται να προβούν σε πειθαρχική τιμωρία υπαλλήλου, χωρίς την έκδοση και αποστολή σε αυτόν παραπεμπτηρίου εγγράφου, ούτε να εξετάσουν πειθαρχική υπόθεση για αδίκημα που δεν περιλαμβάνεται στο έγγραφο αυτό. Στο παραπεμπτήριο έγγραφο πρέπει να μνημονεύονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο διώκεται ο υπάλληλος, και να προσδιορίζονται αυτά κατά τόπο και κατά χρόνο, καθώς και να αναφέρονται τα στοιχεία, από τα οποία πιθανολογείται η ενοχή του, η περιγραφή των οποίων αποτελεί ουσιώδες περιεχόμενο του παραπεμπτηρίου εγγράφου, με συνέπεια η παράλειψή της να καθιστά άκυρο το παραπεμπτήριο και μη νόμιμη την ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου διαδικασία. Η περιγραφή των στοιχείων, που προαναφέρθηκαν, μπορεί να γίνει και με την αναφορά στο παραπεμπτήριο άλλου εγγράφου, με την προϋπόθεση, πάντως, ότι το τελευταίο κοινοποιείται στον υπάλληλο μαζί με το παραπεμπτήριο ή προκύπτει ότι περιήλθε σε πλήρη γνώση του εγκαίρως.
Κλήση σε απολογία. Για την επιβολή πειθαρχικής ποινής απαιτείται να έχει προηγουμένως κληθεί, νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε απολογία ο υπάλληλος, σε βάρος του οποίου έχει κινηθεί η πειθαρχική διαδικασία. Πριν από την απολογία, ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να λάβει γνώση του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης και να ζητήσει εύλογη προθεσμία για την υποβολή εγγράφων στοιχείων. Η κλήση του υπαλλήλου σε απολογία συνιστά ουσιώδη τύπο της πειθαρχικής διαδικασίας, επιβάλλεται δε να τηρείται ακόμη και όταν ο υπάλληλος είχε εξετασθεί ή απολογηθεί σε προγενέστερο στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας. Η μη τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου καθιστά μη νόμιμη την πειθαρχική απόφαση, εκτός εάν ο διωκόμενος υποβάλει, παρά ταύτα, αυτοβούλως την απολογία του, χωρίς να παραπονεθεί για τη μη κλήση του, ή παραστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και δεν παραπονεθεί για τη μη κλήση του σε απολογία.
Περιεχόμενο κλήσης σε απολογία. Στην κλήση σε απολογία πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν το παράπτωμα, για το οποίο κατηγορείται ο υπάλληλος. Η ακριβής περιγραφή των πραγματικών περιστατικών αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, που σκοπό έχει να παράσχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να αποκρούσει την κατηγορία που τον βαρύνει, η πλημμελής δε τήρηση του τύπου αυτού ή η παράλειψή του συνεπάγεται την ακυρότητα όλης της εν συνεχεία πειθαρχικής διαδικασίας, εκτός αν ο πειθαρχικώς διωκόμενος παραστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και απολογηθεί χωρίς σχετική επιφύλαξη ή αν υποβάλει έγγραφη ανεπιφύλακτη απολογία στο Συμβούλιο. Η περιγραφή των στοιχείων αυτών μπορεί να γίνει και με αναφορά άλλου εγγράφου στην κλήση σε απολογία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό κοινοποιείται μαζί με την κλήση σε απολογία ή προκύπτει ότι περιήλθε σε πλήρη γνώση του διωκομένου εγκαίρως.
Πότε δεν διενεργείται ανάκριση ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Όταν το αποδεικτικό υλικό, το οποίο είχε συγκεντρωθεί, προ της ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου παραπομπής του διωκομένου υπαλλήλου, με οποιαδήποτε ποινική ή ένορκη διοικητική διαδικασία, είναι, κατά την ουσιαστική κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, επαρκές για τη στοιχειοθέτηση του πειθαρχικού παραπτώματος, είναι κατ’ εξαίρεση δυνατή η μη διενέργεια ανάκρισης ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η αξιολόγηση, άλλωστε, του αποδεικτικού υλικού και η κρίση περί επάρκειας ή μη αυτού και περί ανάγκης ή μη διενέργειας ανάκρισης (ή συμπλήρωσης αυτής) ανήκει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, τελικώς δε στο ΣτΕ, το οποίο, δικάζοντας κατ’ ουσίαν, δύναται να διατάξει ακόμη και τη διενέργεια συμπληρωματικής ανάκρισης.
Σύνθεση συλλογικού οργάνου. Σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, για τη νόμιμη σύνθεση συλλογικού οργάνου της Διοίκησης δεν αρκεί η παρουσία στη συνεδρίαση των μελών που αποτελούν τη νόμιμη απαρτία, αλλά απαιτείται να εξασφαλίζεται η δυνατότητα συμμετοχής όλων των τακτικών μελών, καθώς και των αναπληρωματικών τους, για την περίπτωση κωλύματος των πρώτων, με την έγκαιρη και έγγραφη πρόσκλησή τους, η οποία πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία προγενέστερα της συνεδρίασης.
Κοινοποίηση της πρόσκλησης των μελών σε συνεδρίαση. Η πρόσκληση μπορεί να γίνεται είτε με κοινοποίηση, με απόδειξη παραλαβής αντιγράφου της ημερήσιας διάταξης, είτε με τηλεφώνημα, τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφ’ όσον το γεγονός τούτο αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία φέρει χρονολογία, και την υπογραφή του προσώπου που έκανε την πρόσκληση. Η τήρηση του τύπου αυτού δεν απαιτείται μόνον όταν η ημέρα συνεδρίασης ορίσθηκε σε προγενέστερη συνεδρίαση, στην οποία μετείχαν όλα τα τακτικά μέλη, ή όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε τακτές και εκ των προτέρων καθορισμένες ημερομηνίες, αποδεδειγμένα γνωστές σε όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου, καθώς και όταν υπάρχει αντικειμενική αδυναμία προσέλευσης του μέλους στη συνεδρίαση, γνωστή εκ των προτέρων, ή όταν το μέλος έχει δηλώσει εγγράφως πριν από τη συνεδρίαση κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν. Αν δεν έχει τηρηθεί ο τύπος αυτός και το συλλογικό όργανο συνεδριάσει χωρίς τη συμμετοχή τακτικού μέλους, η σχετική απόφαση είναι μη νόμιμη λόγω κακής σύνθεσης, είναι δε αδιάφορο το ότι τυχόν παρέστη το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος.
Υπαλληλική προσφυγή. Εξουσία του ΣτΕ. Το ΣτΕ, κατά την εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής, εξετάζει την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία, ήτοι προβαίνει σε ιδία διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο, ως πειθαρχικών παραπτωμάτων και στην υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, ακολούθως δε εκφέρει δική του ουσιαστική κρίση σχετικά με την τέλεση των πειθαρχικών παραπτωμάτων και τη σοβαρότητά τους εν όψει και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκαν, καθώς και σχετικά με την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής κατ’ εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης, λαμβάνοντας υπ’ όψη την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του.
Πειθαρχικό παράπτωμα. Προϋποθέσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του πειθαρχικού παραπτώματος απαιτείται να συντρέξουν αφ’ ενός οι αντικειμενικές προϋποθέσεις παράβασης του υπαλληλικού καθήκοντος με συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του υπαλλήλου, αφ’ ετέρου οι υποκειμενικές προϋποθέσεις, δηλαδή η παράβαση να οφείλεται είτε σε πρόθεση του υπαλλήλου (δόλος), είτε σε μη επίδειξη εκ μέρους του της απαιτούμενης, ανάλογα με τις περιστάσεις, επιμέλειας (αμέλεια). Η υπαιτιότητα του υπαλλήλου δεν συντρέχει εάν, κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώματος, εστερείτο της ικανότητας προς καταλογισμό, πράγμα που συμβαίνει και όταν ο υπάλληλος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, έπασχε από ψυχική νόσο, η οποία τον καθιστούσε ανίκανο να αντιληφθεί τον παραβατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς του. Στην περίπτωση αυτή, δεν επιτρέπεται η πειθαρχική δίωξή του, τυχόν δε αρξαμένη παύει και κινείται η διαδικασία περί έρευνας της συνδρομής των προϋποθέσεων απόλυσης λόγω πνευματικής ανικανότητας.
2137/2024 (Α΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Τ. Κόμβου, Σύμβουλος
Πιλοτική δίκη. Η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από τακτικό διοικητικό δικαστήριο στο ΣτΕ προϋποθέτει ότι το διοικητικό δικαστήριο, ως αρμόδιο, κατ’ αρχήν, επί της συγκεκριμένης διαφοράς, έχει ασκήσει πράγματι την αρμοδιότητά του και έχει διαγνώσει ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση οριστικής απόφασης. Το ζήτημα που τίθεται πρέπει από τη φύση του να έχει γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσει σημαντικό αριθμό διαφορών, με κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Το διοικητικό δικαστήριο, που υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα, πρέπει στην απόφασή του να παραθέτει και να τεκμηριώνει τους λόγους, για τους οποίους το ζήτημα, που ανέκυψε στην αχθείσα ενώπιόν του διαφορά και αποτελεί το αντικείμενο του ερωτήματος, είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Επίσης, πρέπει να παραθέτει τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τις κρίσιμες διατάξεις και να τεκμηριώνει ότι το ζήτημα είναι κρίσιμο και λυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς. Αλλιώς, το υποβληθέν ερώτημα είναι απαράδεκτο και το ΣτΕ δεν το απαντά. Δεν απαιτείται, όμως, το διοικητικό δικαστήριο να λαμβάνει και, μάλιστα, αιτιολογημένα, θέση επί του νομικού ζητήματος που τίθεται.
Αναζήτηση αχρεώστητων παροχών από ασφαλιστικό φορέα. Αποκλείεται η αναζήτηση των παροχών, που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως λόγω της εφαρμογής της αρχής της χρηστής διοίκησης, όταν η οικονομική θυσία, στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξαιτίας της επιστροφής (απόδοσής) τους, θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του. Τούτο, όμως, μόνον εφ’ όσον αγνοούσε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η παροχή, που έλαβε, ήταν αχρεώστητη ή παράνομη και, συνεπώς, επιστρεπτέα.
Κακοπιστία του λήπτη της παροχής. Αν υπάρχει είτε γνώση, είτε υπαίτια άγνοια του λήπτη (αν δηλαδή αυτός όφειλε να προβλέψει την έλλειψη ή το ενδεχόμενο της έλλειψης της αιτίας), ο λήπτης δεν μπορεί να θεωρηθεί καλής πίστης. Και ναι μεν ο λήπτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να είναι καλόπιστος με την έννοια ότι και μετά την εκπλήρωση της υποχρέωσής του να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστικό φορέα οποιαδήποτε μεταβολή, που επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης παροχής ή το δικαίωμα λήψης της παροχής, πιστεύει ότι λαμβάνει την παροχή με νόμιμη αιτία, όμως και μετά τη γνωστοποίηση της μεταβολής ο λήπτης οφείλει τουλάχιστον να αμφιβάλλει ως προς τη συνέχιση της καταβολής της παροχής, ιδίως με την έννοια ότι η καταβολή της παροχής δεν είναι οριστική.
Καθυστέρηση αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί να είναι οι νομικοί κανόνες σαφείς, επακριβείς και προβλέψιμοι ως προς το αποτέλεσμά τους και ερμηνεύεται συσταλτικά. Και ναι μεν η αρχή αυτή εμποδίζει τα όργανα του ασφαλιστικού φορέα να καθυστερούν επ’ αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, ωστόσο, η καθυστέρηση του ασφαλιστικού φορέα να επιδιώξει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών δεν συνεπάγεται ότι η πράξη αναζήτησης/επιστροφής είναι παράνομη ούτε συνιστά νόμιμο λόγο αποκλεισμού της αναζήτησης των παροχών αυτών, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Αχρεωστήτως καταβληθέντα και αρχή προστασίας της εμπιστοσύνης. Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που απορρέει από την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και εφαρμόζεται συνδυαστικά με αυτήν, αφορά κάθε πρόσωπο που μπορεί να έχει βάσιμες προσδοκίες επειδή έλαβε ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις από τα αρμόδια όργανα του ασφαλιστικού φορέα, ότι δεν θα αναζητηθούν οι αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθείσες παροχές. Επομένως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η χορήγηση της παροχής δημιούργησε σε αυτόν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η παροχή αυτή δεν θα αναζητηθεί. Ομοίως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να ισχυρισθεί, ότι είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, ότι η χορήγηση της παροχής ήταν νόμιμη και, συνεπώς, δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να αποκλείσει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών, η αδράνεια του ασφαλιστικού φορέα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Βάρος απόδειξης. Ο ασφαλιστικός φορέας φέρει το βάρος της απόδειξης της ύπαρξης των πραγματικών περιστατικών, που στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις της αξίωσης αναζήτησης των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών, δηλαδή πρέπει να αποδείξει το θετικό γεγονός της καταβολής των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών και το αχρεώστητο ή παράνομο αυτής και, γενικότερα, την ανυπαρξία της νόμιμης αιτίας. Ο ασφαλισμένος/συνταξιούχος, για να απαλλαγεί από την υποχρέωση επιστροφής των παροχών που του καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει σωρευτικά: α) την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν την καλή πίστη του και β) τις σοβαρές δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις, καθώς και την έκταση των επιπτώσεων αυτών στην αξιοπρεπή διαβίωσή του σε περίπτωση επιστροφής των παροχών. Ο ασφαλιστικός φορέας μπορεί να αντιτάξει κακοπιστία του λήπτη, οπότε βαρύνεται με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών από τα οποία αυτή προκύπτει [Μειοψηφία].
2142/2024 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Χ. Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Α. Σκούφαλος, Πάρεδρος
Δόμηση εκτός σχεδίου. Γήπεδα με πρόσωπο σε οδό. Η κατ’ εξαίρεση επιτρεπόμενη στις εκτός σχεδίου περιοχές δόμηση τελεί υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται, πάντως, ο βασικός κανόνας της πολεοδομικής νομοθεσίας, κατά τον οποίο δομήσιμα είναι τα γήπεδα που έχουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο νομίμως υφιστάμενο, μη προκύψαντα από ιδιωτική βούληση (διότι, άλλως, θα καθίστατο δυνατή η δόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές υπό όρους ευνοϊκότερους ακόμη και εκείνων που ισχύουν στις εντός σχεδίου). Ένα γήπεδο θεωρείται ότι έχει πρόσωπο, δηλαδή κοινό όριο, σε οδό που το καθιστά, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, οικοδομήσιμο, όταν η οδός αυτή, ανεξαρτήτως εάν είναι εθνική, επαρχιακή, δημοτική ή κοινοτική, υφίσταται νομίμως και, περαιτέρω, είναι ήδη διανοιγμένη, κατά τέτοιο, μάλιστα, τρόπο ώστε να είναι προσπελάσιμη και να εξασφαλίζει πράγματι επικοινωνία με το γήπεδο. Τούτο δεν ισχύει για τις αγροτικές οδούς, εφ’ όσον αυτές, κοινόχρηστες ή ιδιωτικές, δεν καθιστούν οικοδομήσιμα τα γήπεδα.
Δημοτικές ή κοινοτικές οδοί. Η αναγνώριση με διοικητική πράξη δημοτικών ή κοινοτικών οδών, που συνδέουν οικισμούς, ως μοναδικών ή κυριότερων συνιστά άσκηση αρμοδιότητας οιονεί πολεοδομικού σχεδιασμού. Τούτο συμβαίνει όχι μόνο στη συνήθη περίπτωση, κατά την οποία η εν λόγω αναγνώριση ενεργοποιεί την εφαρμογή των διατάξεων, που προβλέπουν κατά παρέκκλιση αρτιότητες γηπέδων εκτός σχεδίου και ορίων οικισμών, οπότε η επιτρεπόμενη λόγω της αναγνώρισης οδού δόμηση μπορεί να είναι πυκνή, αλλά και στην περίπτωση που η αναγνώριση έχει ως συνέπεια να καθίστανται δομήσιμα γήπεδα άρτια κατά τον κανόνα. Είναι αδιάφορο αν η κατά τον κανόνα αρτιότητα των γηπέδων, που θα αποκτήσουν πρόσωπο στην αναγνωρισμένη οδό, θα είναι η συνήθης αρτιότητα των 4 στρεμμάτων ή άλλη μεγαλύτερη, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η εκτός σχεδίου περιοχή έχει ενταχθεί σε ΖΟΕ.
2151/2024 (Β΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Γ. Φλίγγου, Πάρεδρος
Φορολογικές διαφορές. Παράβολο έφεσης. Σε περίπτωση επίκλησης και προσκόμισης από τον εκκαλούντα διπλότυπων είσπραξης ΔΟΥ περί καταβολής ποσοστού του οφειλόμενου φόρου, που αφορά υπόθεση αγόμενη με έφεση ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το Διοικητικό Εφετείο οφείλει, στο πλαίσιο του ελέγχου συνδρομής της προϋπόθεσης παραδεκτού της έφεσης (καταβολή του 50% του οφειλόμενου σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση κύριου φόρου), α) είτε να τηρήσει τη διαδικασία του άρθρου 139Α του ΚΔιοικΔικ, β) είτε να εκδώσει σχετική προδικαστική απόφαση, για να προσκομισθεί σημείωμα της φορολογικής αρχής, το οποίο να βεβαιώνει αφ’ ενός τον οφειλόμενο, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριο φόρο και αφ’ ετέρου την καταβολή του οριζομένου ποσοστού (50% κατά τον κρίσιμο χρόνο). Συνεπώς, εφ’ όσον ο αναιρεσείων προσκόμισε και επικαλέστηκε με υπόμνημα διπλότυπα είσπραξης ΔΟΥ περί καταβολής ποσοστού του ένδικου φόρου, η άνευ ετέρου απόρριψη της έφεσής του ως απαράδεκτης δεν είναι νόμιμη.
2163/2024 (Β΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, – Εισηγητής: Ν. Νικολάκης, Πάρεδρος
Φορολογικές διαφορές. Παραγραφή. Διαχρονικό δίκαιο. Οι περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 36 του ΚΦΔ δεν εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, σε χρήσεις προγενέστερες του χρόνου έναρξης ισχύος του. Ωστόσο, αυτό ισχύει μόνο για ζητήματα παραγραφής που ήδη ρυθμίζονταν στον ν. 2238/1994 και ρυθμίζονται εκ νέου στον ΚΦΔ. Αντιθέτως, επί ζητημάτων παραγραφής που ρυθμίζονται το πρώτον στον ΚΦΔ, ως συνέπεια της ισχύος των νέων κανόνων που εισάγει, εφαρμόζονται οι ειδικές ως προς αυτά διατάξεις και επί προγενέστερων της έναρξης ισχύος του χρήσεων, εφ’ όσον σε αυτές τυγχάνουν εφαρμογής οι νέοι κανόνες.
Άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής. Παρέκταση παραγραφής. Στις παραπάνω περιπτώσεις υπάγεται και εκείνη των κανόνων περί ενδικοφανούς προσφυγής κατ’ άρθρο 63 του ΚΦΔ, οι οποίοι, ως διαδικαστικοί, εφαρμόζονται σε κάθε πράξη προσδιορισμού φόρου που εκδίδεται μετά την έναρξη ισχύος του, ανεξαρτήτως χρήσης την οποία αφορά. Συνεπώς, η προβλεπόμενη ετήσια παρέκταση της παραγραφής σε περίπτωση ακύρωσης της πράξης προσδιορισμού φόρου κατ’ αποδοχή ενδικοφανούς προσφυγής εφαρμόζεται και στην περίπτωση, που οι ακυρωθείσες καταλογιστικές πράξεις αφορούν φορολογικές αξιώσεις του Δημοσίου προγενέστερες μεν της έναρξης ισχύος του ΚΦΔ, πλην αναγόμενες στις χρήσεις 2013 και 2012 και όχι πέραν αυτών [Μειοψηφίες].
2225/2024 (Β΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Κ. Κουσούλης, Αντιπρόεδρος, – Εισηγήτρια: Α. Χαϊδά, Πάρεδρος
Τέλος καθαριότητας και φωτισμού. Κοινόχρηστοι χώροι. Το ενιαίο τέλος καθαριότητας και φωτισμού έχει ανταποδοτικό (και όχι φορολογικό) χαρακτήρα και επιβάλλεται για παρεχόμενες από τους Δήμους υπηρεσίες (ιδίως, καθαριότητας των οδών, πλατειών και κοινοχρήστων εν γένει χώρων, περισυλλογής, αποκομιδής και διάθεσης απορριμμάτων και φωτισμού των κοινοχρήστων χώρων). Δεν νοείται επιβολή του τέλους αυτού στους ίδιους τους κοινοχρήστους χώρους, στην εξασφάλιση της καθαριότητας και του φωτισμού των οποίων αποβλέπει. Ως χρήση ακινήτου, η οποία επάγεται υποχρέωση καταβολής του παραπάνω τέλους, νοείται η χρήση των ιδιωτικών ακινήτων, τα οποία εξυπηρετούνται από τις παρεχόμενες από τους Δήμους υπηρεσίες καθαριότητας και φωτισμού των κοινοχρήστων χώρων και δεν περιλαμβάνεται σε αυτήν η χρήση των κοινοχρήστων χώρων (οδών, πλατειών κ.λπ.) είτε πρόκειται για τη συνήθη χρήση, είτε για ειδική ή αυξημένη χρήση αυτών, εκτός αν αυτή ασκείται κατά τρόπο προσομοιάζοντα προς τη συνήθη χρήση ή εκμετάλλευση ιδιωτικών ακινήτων.
Τέλη σε υποσταθμούς της ΔΕΗ. Εν όψει όσων παραπάνω αναφέρθηκαν, τέλος καθαριότητας και φωτισμού δεν μπορεί να επιβληθεί για το καταλαμβάνον κοινοχρήστους χώρους εναέριο και υπόγειο δίκτυο της ΔΕΗ, στο οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι υπόγειοι υποσταθμοί, στους οποίους είναι εγκατεστημένος ηλεκτρολογικός εξοπλισμός για τη μετατροπή και, στη συνέχεια, τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας στους κατοίκους του οικείου Δήμου, διότι η χρήση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσομοιάζει προς τη συνήθη ή επαγγελματική χρήση ιδιωτικού ακινήτου.