Επισκόπηση Νομολογίας ΕΔΔΑ 2024: Γ΄ ΜΕΡΟΣ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΙΙ: (με επιμέλεια και σχόλιο Βασίλη Χειρδάρη) Νομολογία κατ’ άρθρο 8 (13 αποφάσεις), άρθρο 10 (5 αποφάσεις), άρθρο 11 (1 απόφαση), αποφάσεις Α΄ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου κατ’ άρθρο 1 (5 αποφάσεις) & αποφάσεις Δ΄ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου κατ’ άρθρο 2 (1 απόφαση)
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΔΔΑ 2024
Επιμέλεια: Βασίλης Χειρδάρης
[Γ΄ ΜΕΡΟΣ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΙΙ]
Το «Νομικό Βήμα» στην προσπάθειά του να ενημερώσει το νομικό κόσμο καθιέρωσε την συνοπτική επισκόπηση των σημαντικότερων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ). Η παρούσα επισκόπηση (κατ’ άρθρο της ΕΣΔΑ) αφορά τη σημαντικότερη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για το 2024. Στο παρόν τεύχος παρουσιάζεται η ενδιαφέρουσα νομολογία του ΕΔΔΑ για τις ποινικές υποθέσεις που αφορούν τα άρθρα 8, 10, 11 της ΕΣΔΑ και άρθρα 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και 2 Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Στο επόμενο τεύχος θα παρουσιαστεί η νομολογία που αφορά διοικητικές υποθέσεις.
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ1
ΑΡΘΡΟ 8
O.G. κ.α. κατά Ελλάδας της 23.01.2024 (αριθ. προσφ. 71555/12 και 48256/13)
Δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων οροθετικών κατόπιν εισαγγελικής διάταξης και χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης στο κέντρο της Αθήνας, η αστυνομία προέβη σε συλλήψεις γυναικών προκειμένου να εξακριβώσει την ταυτότητά τους, οι οποίες, αφενός, δεν είχαν επάνω τους έγγραφα ταυτότητας και, αφετέρου, με τη συμπεριφορά τους, είχαν προκαλέσει σοβαρές υπόνοιες ως προς τη διάπραξη του αδικήματος της πορνείας χωρίς νόμιμη άδεια και χωρίς ειδικό βιβλιάριο υγείας. Μετά την σύλληψη, υποβλήθηκαν σε ιατρική εξέταση για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, τα αποτελέσματα της οποίας έδειξαν ότι κάποιες από τις γυναίκες αυτές ήταν οροθετικές.
Οι προσφεύγουσες δήλωσαν ότι υποβλήθηκαν σε εξετάσεις αίματος χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση και ότι, εν πάση περιπτώσει, ορισμένες από αυτές έπασχαν από σύνδρομο στέρησης και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να δώσουν έγκυρη συγκατάθεση.
Ο εισαγγελέας διέταξε την δημοσιοποίηση ευαίσθητων ιατρικών δεδομένων τους, ότι ήταν δηλ. θετικές στον ιό HIV (πλην μίας). Η δημοσιοποίηση έγινε αρχικά στον ιστότοπο της αστυνομίας και στη συνέχεια στα ΜΜΕ.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η επέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγουσών για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής, η οποία προκλήθηκε από την εισαγγελική διάταξη, δεν ήταν επαρκώς δικαιολογημένη υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε από 15.000-20.000 για ηθική βλάβη σε κάθε προσφεύγουσα .
Χ. κατά Ελλάδας της 13.02.2024 (αριθ. προσφ. 38588/21)
Ανεπαρκής και αναποτελεσματική έρευνα φερομένου βιασμού τουρίστριας. Καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3.
Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν διενεργήσει αποτελεσματική έρευνα σχετικά με την καταγγελία της ότι βιάστηκε από μπάρμαν ξενοδοχείου τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν ήταν 18 ετών και βρισκόταν σε διακοπές με τη μητέρα της, και ότι η ποινική διαδικασία υπολειπόταν των απαιτούμενων προτύπων. Ισχυρίστηκε ότι οι αρχές είχαν παραβιάσει το καθήκον τους να παράσχουν αποτελεσματική προστασία και να την προστατεύσουν ως θύμα βίας λόγω φύλου.
Το Δικαστήριο, χωρίς να εκφράσει γνώμη ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, διαπίστωσε ότι οι αρχές δεν είχαν εξετάσει αρκετά προσεκτικά την υπόθεση, ώστε να εκπληρώσουν σωστά τα καθήκοντά τους («θετικές υποχρεώσεις») βάσει της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 (έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας) καθώς και παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ.
Δεν επιδικάστηκε δίκαιη ικανοποίηση, καθώς το σχετικό αίτημα είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα.
Tena Arregui κατά Ισπανίας της 11.01. 2024 (αριθ. προσφ. 42541/18)
Η παρακολούθηση και δημοσιοποίηση μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μέλους πολιτικού κόμματος από το κόμμα του δεν παραβίασε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και αλληλογραφίας.
Υποκλοπή και δημοσιοποίηση ηλεκτρονικών μηνυμάτων του προσφεύγοντος. Απόρριψη της μήνυσης που υπέβαλε σε σχέση με τα γεγονότα αυτά κατά πολιτικού κόμματος, η ηγεσία του οποίου προσέλαβε ιδιωτική εταιρεία για να παρακολουθεί ένα από τα μέλη του, προκειμένου να διαπιστωθεί η αξιοπιστία του. Ο προσφεύγων ήταν μέλος του κόμματος και ηγετικό στέλεχός του.
Ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανακάλυψε η εταιρεία παρακολούθησης διέρρευσαν στα ΜΜΕ και αναφέρθηκαν στην παρακολούθηση των μηνυμάτων και στην πρόθεση ορισμένων μελών του κόμματος να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό κόμμα, αναφέροντας τον προσφεύγοντα ως ένα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Ο προσφεύγων κατέθεσε μήνυση κατά του ατόμου που διέρρευσε τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ωστόσο το εθνικό δικαστήριο απάλλαξε τον κατηγορούμενο, με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι διαπράχθηκε το αδίκημα.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η υποκλοπή και η δημοσιοποίηση των ηλεκτρονικών του μηνυμάτων και η απόρριψη της μήνυσης που είχε υποβάλει σε σχέση με τα γεγονότα αυτά συνιστούσαν παραβίαση του δικαιώματός του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και αλληλογραφίας, ιδίως του απορρήτου των ιδιωτικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο απέδωσε μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι η επέμβαση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ιδιότητάς του ως μέλους πολιτικού κόμματος, επισημαίνοντας τον ουσιαστικό ρόλο των πολιτικών κομμάτων στις δημοκρατικές κοινωνίες. Επιπλέον, υπενθύμισε ότι ο ρόλος του ποινικού δικαστηρίου, περιοριζόταν στο να διαπιστώσει αν συνέτρεχαν τα στοιχεία των φερόμενων αδικημάτων και, σε καταφατική περίπτωση, να επιβάλλει την κατάλληλη ποινική κύρωση. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τις εθνικές αρχές όσον αφορά στην αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, ούτε μπορούσε να αποφασίσει σχετικά με την ποινική ευθύνη των φερόμενων ως δραστών.
Λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους, το Δικαστήριο δεν διέκρινε ότι οι εγχώριες αρχές δεν παρείχαν επαρκή προστασία του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας του προσφεύγοντος και δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Kaczmarek κατά Πολωνίας της 22.02.2024 (αριθ. προσφ. 16974/14)
Αποκάλυψη στα ΜΜΕ τηλεφωνικής συνομιλίας και αποθήκευση προσωπικών δεδομένων σε πλαίσιο ποινικής έρευνας, χωρίς η προσφεύγουσα να είναι ύποπτη. Παραβίαση ιδιωτικής ζωής.
Η προσφεύγουσα κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ήταν σύζυγος υπουργού. Στο πλαίσιο ποινικής έρευνας για διαφθορά που αφορούσε τον σύζυγό της, δημοσιοποιήθηκαν στον τύπο τηλεφωνικές συνομιλίες της με τον σύζυγο και τον γιό της. Επίσης προσωπικά δεδομένα που περιείχαν αυτές οι συνομιλίες αποθηκεύτηκαν και διατηρήθηκαν χωρίς την συγκατάθεσή της. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής.
Το Δικαστήριο επανέλαβε την πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία οι τηλεφωνικές συνομιλίες, αν και δεν αναφέρονται ρητά στην § 1 του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, καλύπτονται από την ιδιωτική ζωή. Το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι η αποκάλυψη της καταγεγραμμένης τηλεφωνικής συνομιλίας προσώπου που δεν υποβλήθηκε στην έρευνα υπερέβη το πεδίο εφαρμογής που επέτρεπε ο νόμος και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο», όπως απαιτείται από το άρθρο 8 § 2 της Σύμβασης, διαπιστώνοντας παραβίαση της διάταξης αυτής.
Όσον αφορά τις απομαγνητοφωνήσεις άλλων τηλεφωνικών συνομιλιών που είχε με τον σύζυγο και τον γιο της, το Δικαστήριο διαπίστωσε περαιτέρω ότι το υλικό δεν καταστράφηκε, αλλά αποθηκεύτηκε και συμπεριλήφθηκε στα αρχεία της έρευνας παρά τις αντιρρήσεις της προσφεύγουσας. Κατέληξε ως εκ τούτου στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη επαρκούς σαφήνειας στο νομικό πλαίσιο και η απουσία διαδικαστικών εγγυήσεων, που σχετίζονται ειδικά με την καταστροφή των επικοινωνιών της προσφεύγουσας, παραβίασαν το άρθρο 8§2 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
Škoberne κατά Σλοβενίας της 15.02.2024 (αριθ. προσφ. 19920/20)
Συστηματική και αδιάκριτη διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, για υπόθεση δωροληψίας δικαστή. Παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Δίκη κατά πρώην δικαστή και καταδίκη του το 2013 για δωροληψία. Η καταδίκη του είχε βασιστεί σε καταθέσεις δύο συγκατηγορουμένων του, οι οποίοι είχαν παραδεχθεί ότι ήταν μεσάζοντες σε δεδομένα εντοπισμού, που ελήφθησαν βάσει του καθεστώτος διατήρησης δεδομένων που ίσχυε τότε στη Σλοβενία.
Παρόλο που μόνον τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που απαιτούνται για εμπορικούς σκοπούς μπορούσαν να διατηρούνται στη Σλοβενία, στην περίπτωση καταδίκης κατηγορουμένου οι πάροχοι υπηρεσιών επικοινωνιών ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν τα δεδομένα αυτά συστηματικά και αδιακρίτως για περίοδο 14 μηνών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω διατήρηση δεν παρέμενε εντός των ορίων του αναγκαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κατά συνέπεια, η διατήρηση των δεδομένων, η πρόσβαση σε αυτά και η επεξεργασία τους στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας είχαν παραβιάσει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/δικαίωμα σε εξέταση μαρτύρων). Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαδικασία κατά του προσφεύγοντος και των συγκατηγορουμένων του διαχωρίστηκε μετά την παραδοχή της ενοχής των τελευταίων και ότι ο προσφεύγων είχε στερηθεί τη δυνατότητα να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες στο δικαστήριο κατά τη χωριστή διαδικασία που ακολουθήθηκε εναντίον του.
Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων στερήθηκε τη δυνατότητα να εξετάσει αποτελεσματικά αποδεικτικά στοιχεία, που θα ήταν σημαντικά για την υποστήριξη της υπόθεσής του. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η δίκη δεν ήταν δίκαιη.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα.
Zăicescu και Fălticineanu κατά Ρουμανίας της 23.04.2024 (αριθ. προσφ. 42917/16)
Επανάληψη διαδικασίας για υποθέσεις εγκλημάτων που συνδέονταν με το Ολοκαύτωμα. Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και διάκριση σε βάρος των επιζώντων θυμάτων.
Επανάληψη της διαδικασίας και αθώωση δύο αξιωματικών του στρατού τη δεκαετία του 1990. Οι ανωτέρω είχαν καταδικαστεί τη δεκαετία του 1950 για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας για τη συμμετοχή τους, μεταξύ άλλων εγκλημάτων, στη δίωξη των Ρουμάνων Εβραίων το 1941, ιδίως στο πογκρόμ του Iași, του οποίου ο πρώτος προσφεύγων είχε επιζήσει, και στην επιβολή γκέτο μεγάλου αριθμού Εβραίων, κάτι που συνέβη και στους δύο προσφεύγοντες.
Επικαλούμενοι τα άρθρα 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), τόσο αυτοτελώς, όσο και σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση της διακρίσεων), οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι η διεξαγωγή επανάληψης της διαδικασίας, οι αθωωτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν στη συνέχεια και η παράλειψη ενημέρωσης των ιδίων παρεμπόδισαν την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης του Ολοκαυτώματος και είχαν πλήξει την ψυχολογική τους ακεραιότητα ως επιζώντες. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι αρχές δεν έλαβαν υπόψη τους τον αντισημιτικό χαρακτήρα των εγκλημάτων, γεγονός που ισοδυναμούσε με διάκριση.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επανάληψη της διαδικασίας για εγκλήματα που συνδέονται με το Ολοκαύτωμα δεν είχε αιτιολογηθεί επαρκώς από την Κυβέρνηση και προκάλεσε αισθήματα ευαλωτότητας και ταπείνωσης σε θύματα του Ολοκαυτώματος, όπως οι προσφεύγοντες.
Κατά το ΕΔΔΑ τα κράτη που είχαν βιώσει τη ναζιστική φρίκη έχουν ιδιαίτερη ηθική ευθύνη να αποστασιοποιηθούν από τις μαζικές φρικαλεότητες των Ναζί. Η υποχρέωση αυτή διαμόρφωσε μέρος της υπό εξέταση υπόθεσης, όπου φαινόταν ότι πράξεις διάκρισης είχαν πραγματοποιηθεί από κρατικές αρχές.
Με δεδομένο ότι επρόκειτο για ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, οι αρχές θα έπρεπε να είχαν δημοσιοποιήσει τις διαδικασίες της επανάληψης της δίκης και το αποτέλεσμα αυτών. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, λόγω αυτής της παράλειψης, οι προσφεύγοντες είχαν ενημερωθεί για αυτά τυχαία, γεγονός που θα μπορούσε να τους είχε προκαλέσει την αίσθηση ότι ήταν ευάλωτοι και ταπεινωμένοι.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυβέρνηση δεν είχε παράσχει επαρκή αιτιολογία για την αναθεώρηση των ιστορικών καταδικαστικών αποφάσεων για εγκλήματα που συνδέονται με το Ολοκαύτωμα. Οι αθωωτικές αποφάσεις ως εκ τούτου ήταν «υπερβολικές» και «μη αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία», συνιστώντας παραβίαση του άρθρου 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8) σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) και επιδίκασε στους προσφεύγοντες 8.500 ευρώ για τα έξοδα.
Pietrzak και Bychawska-Siniarska κ.α. κατά Πολωνίας της 28.05.2024 (αριθ. προσφ. 72038/17 και 25237/18)
Μυστική παρακολούθηση Προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου και ΜΚΟ και διατήρηση δεδομένων χωρίς ενημέρωση και πρόβλεψη δικαστικού ελέγχου νομιμότητας. Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής.
Οι προσφεύγοντες είναι Πολωνοί υπήκοοι. Ο πρώτος προσφεύγων είναι δικηγόρος και Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Βαρσοβίας. Οι λοιποί τέσσερις είναι υπάλληλοι ή εμπειρογνώμονες ΜΚΟ. Άσκησαν προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή σχετικά με την νομοθεσία που επιτρέπει καθεστώς μυστικής παρακολούθησης που καλύπτει τόσο τον επιχειρησιακό έλεγχο όσο και τη διατήρηση δεδομένων τηλεπικοινωνιών, ταχυδρομικών και ψηφιακών επικοινωνιών («δεδομένα επικοινωνιών») για πιθανή μελλοντική χρήση από τις αρμόδιες εθνικές αρχές χωρίς να είναι ύποπτοι για κάποιο αδίκημα. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο ένδικο βοήθημα βάσει του εθνικού δικαίου, που να επιτρέπει σε πρόσωπα που πίστευαν ότι είχαν υποβληθεί σε μυστική παρακολούθηση να διαμαρτυρηθούν για το γεγονός αυτό και να ζητήσουν έλεγχο νομιμότητας.
Το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι η σχετική νομοθεσία συνιστούσε από μόνη της παρέμβαση στα δικαιώματά τους βάσει του άρθρου 8. Στη συνέχεια έκρινε ότι όλες οι ελλείψεις που εντόπισε στο καθεστώς επιχειρησιακού ελέγχου οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η εθνική νομοθεσία δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις κατά της υπερβολικής παρακολούθησης και της αδικαιολόγητης παρέμβασης στην ιδιωτική ζωή. Η απουσία τέτοιων εγγυήσεων δεν αντισταθμίστηκε επαρκώς από τον ισχύοντα μηχανισμό δικαστικού ελέγχου.
Κατά το ΕΔΔΑ, το εθνικό καθεστώς επιχειρησιακού ελέγχου, στο σύνολό του, δεν ήταν σύμφωνο με τις απαιτήσεις του άρθρου 8. Επιπλέον, έκρινε ότι η εθνική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία οι πάροχοι τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών υποχρεούνται να διατηρούν δεδομένα επικοινωνιών με γενικό και αδιάκριτο τρόπο για πιθανή μελλοντική χρήση από τις αρμόδιες αρχές, ήταν ανεπαρκής για να διασφαλίσει ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγόντων για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής περιοριζόταν σε ό,τι ήταν «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Τέλος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις περί μυστικής παρακολούθησης στον Αντιτρομοκρατικό Νόμο δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 8, επισημαίνοντας ότι ούτε η μυστική παρακολούθηση ούτε η εφαρμογή της κατά την αρχική τρίμηνη περίοδο υπόκεινται σε επανεξέταση από ανεξάρτητο όργανο.
Contrada κατά Ιταλίας της 23.05.2024 (αριθ. προσφυγή 2507/19)
Υποκλοπή τηλεφωνικών επικοινωνιών μη διάδικου σε ποινική διαδικασία. Μη νομοθετική πρόβλεψη δικαστικού ελέγχου. Παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Ο προσφεύγων είχε υπηρετήσει ως ανώτερος αξιωματικός στην Αστυνομία και ως διευθυντικό στέλεχος της Πολιτικής Μυστικής Υπηρεσίας.
Καταδικάστηκε για συμμετοχή στις δραστηριότητες και σε επίτευξη των εγκληματικών στόχων μαφιόζικης οργάνωσης. Ο ανακριτής είχε δώσει εντολή για άρση τηλεφωνικού απορρήτου των συνομιλιών του για χρονικό διάστημα 40 ημερών εν αγνοία του, και κατ’ οίκον έρευνα κατά την οποία κατασχέθηκαν προσωπικά αντικείμενα, σε περίοδο που αυτός δεν είχε ακόμα θεωρηθεί ύποπτος.
Άσκησε προσφυγή για αδικαιολόγητη επέμβαση στα δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας) και την έλλειψη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου των προσβαλλόμενων πράξεων, οι οποίες είχαν διαταχθεί κατά τη διάρκεια διαδικασίας στην οποία δεν ήταν διάδικος.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι είχε εκδοθεί ένταλμα έρευνας στο σπίτι του προσφεύγοντος και θα μπορούσε να είναι θύμα παραβίασης του άρθρου 8, πλην όμως εφόσον αυτός δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, απέρριψε το σκέλος αυτό ως απαράδεκτο.
Όσον αφορά στην παρακολούθηση και απομαγνητοφώνηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών του, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το ιταλικό δίκαιο δεν παρείχε επαρκείς και αποτελεσματικές εγγυήσεις κατά της κατάχρησης σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε μέτρο παρακολούθησης, οι οποίοι, δεδομένου ότι δεν ήταν ύποπτοι ή κατηγορούμενοι για συμμετοχή σε αδίκημα, δεν είχαν καν καταστεί διάδικοι στη διαδικασία. Περαιτέρω διαπίστωσε ότι το ιταλικό δίκαιο δεν πληρούσε την απαίτηση «ποιότητας του νόμου» γιατί δεν προβλεπόταν διαδικασία μέσω της οποίας θα μπορούσαν τα άτομα αυτά να ζητήσουν αποτελεσματικό έλεγχο της νομιμότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου και να επιτύχουν την κατάλληλη επανόρθωση, ανάλογα με την περίπτωση. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η παρέμβαση αυτή δεν ήταν απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 9.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
Bersheda και Rybolovlev κατά Μονακό της 06.06.2024 (αριθ. προσφ. 36559/19 και 36570/ 19)
Μαζική και αδιάκριτη ανάκτηση από τον ανακριτή προσωπικών δεδομένων από κινητό δικηγόρου. Μη προστασία του δικηγορικού απορρήτου. Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας.
Η πρώτη προσφεύγουσα είναι δικηγόρος εγγεγραμμένη σε ελβετικό δικηγορικό σύλλογο και ο δεύτερος πελάτης της. Η πρώτη κατηγορήθηκε ότι κατέγραψε κρυφά μια συνομιλία διάρκειας 10 λεπτών με τον T.R. κατά τη διάρκεια ιδιωτικού γεύματος. Διατάχθηκε από το δικαστή η διενέργεια έρευνας. Στο πλαίσιο της υπεράσπισής της, η προσφεύγουσα παρέδωσε το κινητό της τηλέφωνο στην αστυνομία με σκοπό να εξεταστεί η επίμαχη ηχογράφηση και να αποδειχθεί η καλή της πίστη, αφού προηγουμένως διέγραψε σημαντικές ποσότητες δεδομένων που δεν είχαν καμία σχέση με τη διαδικασία παραβίασης της ιδιωτικής ζωής στα πλαίσια της επίδικης κατηγορίας.
Ο ανακριτής, που ανέλαβε τις ανακριτικές διαδικασίες, ανέθεσε σε πραγματογνώμονα να εξαχθούν τα δεδομένα από το τηλέφωνο της πρώτης προσφεύγουσας, ο οποίος και ανέκτησε όλες τις συνομιλίες, sms κλπ που δεν αφορούσαν μόνο την επίδικη συνομιλία και τον επίδικο χρόνο, αλλά και προγενέστερο πολύ μεγαλύτερο χρόνο.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η μαζική και αδιάκριτη ανάκτηση προσωπικών δεδομένων - συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν προηγουμένως διαγραφεί από την προσφεύγουσα υπερέβη την αρμοδιότητα του δικαστή, η οποία περιοριζόταν σε κατηγορίες για παραβίαση συγκεκριμένης ιδιωτικής ζωής, και δεν συνοδεύονταν από εγγυήσεις που να διασφαλίζουν το δέοντα σεβασμό της ιδιότητας και του επαγγελματικού απορρήτου της προσφεύγουσας, ως δικηγόρου.
Όσον αφορά στην προσφυγή της δικηγόρου, το δικαστήριο έκρινε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμά της σχετικά με το σεβασμό της αλληλογραφίας και της ιδιωτικής της ζωής δεν ήταν ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς και, κατά συνέπεια, δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ελλείψεις στην εφαρμογή διατάξεων που θεσπίζουν καθεστώς προστασίας των δικηγόρων και παράλειψη των δικαστικών αρχών, σύμφωνα με τους όρους της παραπομπής, να περιορίσουν το πεδίο της έρευνας, το οποίο είχε επεκταθεί με υπερβολική ευρύτητα από τον ανακριτή. Επίσης διαπίστωσε και παράλειψη ελέγχου των δικονομικών εγγυήσεων λόγω σεβασμού του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας της δικηγόρου – προσφεύγουσας (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
M.A. κ.α. κατά Γαλλίας της 25.07.2024 (αριθ. προσφ 63664/19, 64450/19, 24387/20, 24391/ 20 και 24393/20)
Ποινικοποίηση όλων των σεξουαλικών πράξεων επ΄αμοιβή στη Γαλλία, ακόμα και μεταξύ συναινούντων ενηλίκων. Μη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής.
Γαλλικός νόμος ποινικοποίησε κάθε είδους σεξουαλικών πράξεων επ΄αμοιβή. Οι προσφεύγοντες, οι οποίοι είναι 261 άνδρες και γυναίκες διαφόρων εθνικοτήτων: Αλβανοί, Αλγερινοί, Αργεντινοί, Βέλγοι, Βραζιλιάνοι, Βρετανοί, Βούλγαροι, Καμερουνέζοι, Καναδοί, Κινέζοι, Κολομβιανοί, Δομινικανοί, από Ισημερινή Γουινέα, Ισημερινοί, Ισπανοί, Γάλλοι, Νιγηριανοί, Περουβιανοί, Ρουμάνοι και από Βενεζουέλα, άσκησαν προσφυγές στο ΕΔΔΑ διαμαρτυρόμενοι ότι η ποινικοποίηση των επί πληρωμή σεξουαλικών πράξεων, ακόμη και μεταξύ συναινούντων ενηλίκων, παραβίασε την ΕΣΔΑ.
Το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να εξετάσει τις προσφυγές υπό το πρίσμα της προστασίας του άρθρου 8. Σημείωσε ότι τα προβλήματα που συνδέονται με την πορνεία εγείρουν πολύ ευαίσθητα ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα, προκαλώντας διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες, απόψεις και ότι δεν υπήρχε ακόμη γενική συναίνεση μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ή ακόμη και εντός των διαφόρων διεθνών οργανισμών που εξετάζουν το θέμα, σχετικά με τον καλύτερο τρόπο προσέγγισης της πορνείας.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι στόχοι που επιδιώκονται με το εν λόγω μέτρο, δηλαδή η διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας, η πρόληψη του εγκλήματος και η προστασία της υγείας, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών άλλων, αποτελούσαν νόμιμους στόχους κατά την έννοια του άρθρου 8.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι γαλλικές αρχές δεν είχαν υπερβεί το «περιθώριο εκτίμησής» τους θεσπίζοντας την απαγόρευση, στο βαθμό που προέκυψε από μια ισορροπία, που επιτεύχθηκε μέσω μιας δημοκρατικής διαδικασίας στην οποία είχαν ληφθεί υπόψη οι διάφορες ανησυχίες που εξέφρασαν οι προσφεύγοντες. Έτσι δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Ωστόσο, το Δικαστήριο τόνισε ότι οι εθνικές αρχές έχουν καθήκον να επανεξετάζουν συνεχώς την προσέγγιση που υιοθέτησαν, ιδίως επειδή βασιζόταν σε γενική και απόλυτη απαγόρευση των σεξουαλικών πράξεων επί πληρωμή, ώστε να είναι σε θέση να την τροποποιήσουν ανάλογα και σύμφωνα με την εξέλιξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των διεθνών προτύπων στον τομέα αυτόν, και να την προσαρμόσουν ανάλογα.
Namık Yüksel κατά Τουρκίας της 27.08. 2024 (αριθ. προσφ. 28791/10)
Κρατούμενοι πατέρας και μητέρα στην ίδια φυλακή. Συχνή επικοινωνία κρατουμένου πατέρα με το παιδί του. Μη παραβίαση της οικογενειακής ζωής.
Ο προσφεύγων και η σύζυγός του καταδικάστηκαν για συνέργεια σε τρομοκρατική οργάνωση. Τον Νοέμβριο του 2009, ο προσφεύγων κατόπιν αιτήματός του μεταφέρθηκε στο ίδιο σωφρονιστικό κατάστημα, όπου εξέτιε την ποινή της η σύζυγός του, η οποία έμενε στο ίδιο κελί με τον 4χρονο υιό τους. Ο προσφεύγων ζήτησε από τις αρχές του σωφρονιστικού καταστήματος να επικοινωνεί με το παιδί του. Το αρμόδιο συμβούλιο της φυλακής επέτρεψε να έχει μία ώρα την εβδομάδα επικοινωνία στον χώρο του επισκεπτηρίου και μαζί οι γονείς με το παιδί συνάντηση για μία ώρα κατά τη διάρκεια μηνιαίων επισκέψεων.
Ο προσφεύγων προσέφυγε στα εθνικά δικαστήρια ζητώντας να δημιουργηθεί ένα κατάλληλο περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε να συναντιέται περισσότερο με το παιδί του κατά τη διάρκεια της ημέρας και να οργανωθούν τακτικές συνεδρίες, ώστε το παιδί να έχει επαφή και με τους δύο γονείς ταυτόχρονα. Σύμφωνα με τις σωφρονιστικές διατάξεις, δεν υπήρχε πρόβλεψη για το παιδί να περνάει χρόνο με τον γονέα του. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι αυτή η νομοθετική προσέγγιση ήταν σεξιστική και δεν λάμβανε υπόψη την ψυχολογική ευημερία του παιδιού. Προσέφυγε στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της οικογενειακής του ζωής.
Το Στρασβούργο θεώρησε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή ήταν νόμιμη και στόχευε στην προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού. Το Δικαστήριο τόνισε την σημασία της προτεραιότητας του συμφέροντος του παιδιού σε υποθέσεις που αφορούν περιορισμό της γονικής επικοινωνίας. Έκρινε ότι οι Αρχές έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ του προσφεύγοντος και της οικογένειάς του.
Κατά το ΕΔΔΑ οι εγχώριες Αρχές είχαν διατηρήσει επιτυχώς μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αντίθετων συμφερόντων και ενήργησαν με βάση το συμφέρον του παιδιού, επιτρέποντας στον προσφεύγοντα να διατηρήσει τακτική επικοινωνία με την οικογένειά του. Το Δικαστήριο ομόφωνα δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Nezirić κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης της 05.11.2024 (αριθ. προσφ. 4088/21)
Ανεπαρκείς εγγυήσεις στο εθνικό δίκαιο για την προστασία του δικηγορικού απορρήτου και των δεδομένων κινητού τηλεφώνου δικηγόρου.
Αφού κατασχέθηκε το κινητό τηλέφωνο του δικηγόρου - προσφεύγοντος από το γραφείο του στο πλαίσιο ποινικής έρευνας εναντίον του, οι ανακριτικές αρχές αντέγραψαν ολόκληρο το περιεχόμενό του και το μετέφεραν και εξέτασαν σε άλλο χώρο, χωρίς την παρουσία του προσφεύγοντος και του εκπροσώπου του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
Τα δεδομένα του κινητού τηλεφώνου ανακτήθηκαν και στη συνέχεια εξετάστηκαν χωρίς δικαστική εποπτεία και με απουσία του κατηγορουμένου δικηγόρου και εκπροσώπου του δικηγορικού συλλόγου, στον οποίο ανήκε ο δικηγόρος.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου η διενέργεια στοχευμένων ερευνών δεν ήταν υποχρεωτική βάσει της εθνικής νομοθεσίας. Στην περίπτωση του προσφεύγοντος, ο εισαγγελέας είχε ζητήσει προφορικά από τους ανακριτικούς υπαλλήλους να εξετάσουν ενδελεχώς τα αντιγραφέντα περιεχόμενα του τηλεφώνου, χρησιμοποιώντας τους αριθμούς τηλεφώνου των άλλων υπόπτων ως παραμέτρους αναζήτησης. Τελικά, προσκομίστηκε από την εισαγγελία στο δικαστήριο ολόκληρο το αντιγραφέν περιεχόμενο του τηλεφώνου ως αποδεικτικό στοιχείο στη δίκη και όχι επεξεργασμένα δεδομένα, που αφορούσαν την συγκεκριμένη υπόθεση, στην οποία ο προσφεύγων ήταν κατηγορούμενος.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η εθνική νομοθεσία δεν παρείχε τις κατάλληλες διαδικαστικές εγγυήσεις για την προστασία δεδομένων που καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της αλληλογραφίας (άρθρο 8).
M.Ș.D. κατά Ρουμανίας της 03.12.2024 (αριθ. προσφ. 28935/21)
Ανεπαρκής και αναποτελεσματική αντιμετώπιση από τις αρχές της μη συναινετικής και εκδικητικής δημοσίευσης προσωπικών φωτογραφιών στο διαδίκτυο. Καταδίκη για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής.
Η προσφεύγουσα διατηρούσε σχέση με τον V.C.A το 2016. Μετά από λίγους μήνες χώρισαν. Η προσφεύγουσα ήταν τότε 18 ετών. Μετά τον χωρισμό τους ο πρώην σύντροφός της, που ήταν 20 ετών, έστειλε προσωπικές φωτογραφίες της σε μέλη της οικογένειάς της και σε φίλους του αδελφού της. Επίσης δημοσίευσε τις φωτογραφίες αυτές και τα προσωπικά της στοιχεία, σε ιστοσελίδες συνοδών, με αποτέλεσμα να λαμβάνει κλήσεις από άτομα που ζητούσαν σεξουαλικές υπηρεσίες.
Η προσφεύγουσα κατήγγειλε αμέσως στις αρχές τις ενέργειες του V.C.A., αλλά η ποινική έρευνα και οι σχετικές διαδικασίες παρέμειναν σε εκκρεμότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα, έως ότου τέθηκε μέρος των αδικημάτων στο αρχείο και παραγράφηκε το αδίκημα της πλαστογραφίας μέσω υπολογιστή.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εγχώριο νομικό πλαίσιο ήταν ανεπαρκές, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να προστατεύσει την προσφεύγουσα από τη διαδικτυακή βία και ότι η έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς της ήταν αναποτελεσματική, λόγω των υπερβολικών καθυστερήσεων, και της συμπεριφοράς των αρχών, οι οποίες επέρριψαν μέρος της ευθύνης σ’ αυτήν, συμβάλλοντας έτσι στην «επαναθυματοποίησή» της, λόγω και της ρητής άρνησης της εισαγγελίας να συμμορφωθεί με απόφαση του δικαστηρίου για συνέχιση της υπόθεσης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8) και επιδίκασε 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη, 700 ευρώ για αποζημίωση και τα έξοδα.
ΑΡΘΡΟ 10
Allée κατά Γαλλίας της 18.01.2024 (αριθ. προσφ. 20725/20)
Ποινική καταδίκη κατηγορουμένης για συκοφαντική δυσφήμηση μετά από καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση προϊσταμένου της. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.
Η προσφεύγουσα καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή 500 ευρώ για συκοφαντική δυσφήμηση μετά τις καταγγελίες της εναντίον αντιπροέδρου θρησκευτικού σωματείου, στο οποίο εργαζόταν, για παρενόχληση και σεξουαλική επίθεση. Οι καταγγελίες είχαν σταλεί μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε έξι άτομα.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε την ανάγκη, βάσει του άρθρου 10, να παρέχεται κατάλληλη προστασία στα άτομα που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ψυχολογική ή σεξουαλική παρενόχληση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να προσαρμόσουν την έννοια της επαρκούς πραγματικής βάσης και των κριτηρίων για την αξιολόγηση της καλής πίστης στις περιστάσεις της υπόθεσης είχε μεταθέσει υπέρμετρο βάρος απόδειξης στην κατηγορουμένη, απαιτώντας από αυτήν να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τις πράξεις που είχε καταγγείλει. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το e-mail, το οποίο είχε αποσταλεί από την προσφεύγουσα σε έξι άτομα, εκ των οποίων μόνο το ένα ήταν εξωτερικός συνεργάτης και δεν γνώριζε τα αναφερόμενα γεγονότα, είχε μόνο μικρό αντίκτυπο στην φήμη του καταγγελθέντος.
Τέλος, μολονότι η χρηματική ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα σοβαρή, υπήρξε ωστόσο καταδικαστική ποινή σε βάρος της από ποινικό δικαστήριο. Από τη φύση της, μια τέτοια καταδίκη έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, το οποίο θα μπορούσε να αποθαρρύνει από την καταγγελία σοβαρών πράξεων όπως αυτές, που ισοδυναμούν με ψυχολογική ή σεξουαλική παρενόχληση ή ακόμη και με σεξουαλική επίθεση.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού, και έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10) και επιδίκασε 8.500 ευρώ για αποζημίωση και ηθική βλάβη και 4.250 ευρώ για έξοδα.
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή είναι σημαντική, χρήσιμη και προστατευτική για τα φερόμενα θύματα ψυχολογικών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων στο εργασιακό περιβάλλον και γενικότερα, για άτομα που καταγγέλλουν παρενοχλήσεις που δεν είναι εύκολη εκ των πράγματων η απόδειξή τους. Ουσιαστικά η απόφαση αυτή διευκολύνει τα θύματα στις καταγγελίες τους και δυσκολεύει την επί πλέον θυματοποίησή τους μέσω της υποβολής και μηνύσεων σε βάρος τους.
Ramadan κατά Γαλλίας της 01.02.2024 (αριθ. προσφ. 23443/23)
Καταδίκη του φερόμενου ως βιαστή για δημοσιοποίηση του ονόματος φερομένου θύματος σεξουαλικής κακοποίησης από τον ίδιο σε βιβλίο που εξέδωσε. Μη παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.
Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για βιασμό εναντίον της Χ. Μετά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας και ενώ η Χ. είχε ασκήσει το δικαίωμά της για υποστήριξη της κατηγορίας, ανέφερε το όνομα της – φερόμενης ως θύμα - σε δελτίο τύπου με το οποίο ανήγγειλε την επικείμενη δημοσίευση του βιβλίου του με τίτλο «Devoir de verité» («Καθήκον αλήθειας») σε τηλεοπτική συνέντευξη. Καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση για τη διάδοση τέτοιων πληροφοριών σε χρηματική ποινή 1.000 ευρώ. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν συγκεκριμενοποιήσει την έννοια του «θύματος» για τους σκοπούς του νόμου περί ελευθερίας του Τύπου και είχαν επιβεβαιώσει ότι μόνο η γραπτή συγκατάθεση από το πρόσωπο που συμμετείχε στη διαδικασία ως θύμα για την υποστήριξη της κατηγορίας, θα μπορούσε να απαλλάξει τον προσφεύγοντα από την ποινική ευθύνη του, βάσει του νόμου, εφ’ όσον παραιτείτο από το καθήκον μυστικότητας και επέτρεπε την αποκάλυψη της ταυτότητάς της. Διαπίστωσε ότι τα δικαστήρια είχαν λάβει υπόψη τη συμπεριφορά του θύματος, το οποίο είχε αισθανθεί την ανάγκη να συζητήσει τα γεγονότα και, με τον τρόπο αυτό, είχε από μόνη της αποκαλύψει πληροφορίες που θα επέτρεπαν την ταυτοποίησή της.
Κατά την αξιολόγησή τους, τα εθνικά δικαστήρια είχαν σταθμίσει και εξισορροπήσει το δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελεύθερη έκφραση στα πλαίσια της δημόσιας υπεράσπισής του, ενόψει των σοβαρών και στιγματιστικών κατηγοριών εναντίον του. Τέλος, το Δικαστήριο επεσήμανε το μικρό χρηματικό ποσό (1000 ευρώ) που είχε καταδικασθεί να καταβάλει ο προσφεύγων με την αμετάκλητη απόφαση. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους, η αμφισβητούμενη παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης του προσφεύγοντος ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο.
Το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη.
Almeida Arroja κατά Πορτογαλίας της 19.03.2024 (αριθ. προσφ. 47238/19)
Το ύψος της ποινικής καταδίκης για συκοφαντική δυσφήμηση κατά δικηγόρου και δικηγορικής εταιρείας λόγω σχολιασμών σε τηλεοπτική εκπομπή ήταν δυσανάλογο. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.
Ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος, πολιτικού σχολιαστή καθημερινής ειδησεογραφικής εκπομπής ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού, για συκοφαντική δυσφήμηση και προσβολή νομικού προσώπου λόγω σχολίων που έκανε για δικηγορική εταιρεία και για τον επικεφαλής της δικηγόρο σε τηλεοπτική εκπομπή που συμμετείχε. Ο προσφεύγων με τις δηλώσεις του είχε υπονοήσει, ότι μια γνωμοδότηση που δόθηκε σε ένα δημόσιο νοσοκομείο από τη δικηγορική εταιρεία, της οποίας ο επικεφαλής δικηγόρος έτυχε να είναι γνωστός πολιτικός και μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είχε υποκινηθεί από πολιτικά κίνητρα.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η καταδίκη του παραβίασε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι οι επίμαχες δηλώσεις αποτελούσαν αξιολογικές κρίσεις όταν εξετάστηκαν στο πλαίσιο του συνολικού πλαισίου της ευρείας κριτικής του προσφεύγοντος για τους δεσμούς μεταξύ πολιτικής και δημόσιας διοίκησης.
Στην περίπτωση αυτή, η καταδίκη ήταν προδήλως δυσανάλογη. Η αμετάκλητη καταδίκη του από τα ποινικά δικαστήρια σε αποζημιώσεις 5.000 ευρώ στη δικηγορική εταιρεία C. και 10.000 ευρώ στον P.R. ήταν δυσανάλογες, καθώς το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχθεί ότι η βλάβη της φήμης δικαιολογούσε τόσο υψηλές αποζημιώσεις. Τέτοιες δικαστικές αποφάσεις ήταν ικανές να έχουν «αποτρεπτική επίδραση» στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης.
Κατά το Δικαστήριο τα εθνικά δικαστήρια δεν στάθμισαν τα διακυβευόμενα δικαιώματα σύμφωνα με την νομολογία του. Η παρέμβαση στα δικαιώματα του προσφεύγοντος δεν υποστηριζόταν από σχετική και επαρκή αιτιολογία και είχε δοθεί δυσανάλογα μεγάλη βαρύτητα στη φήμη του δικηγόρου και της δικηγορικής εταιρείας. Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια υπερέβησαν τη διακριτική τους ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης»), κατά παράβαση του άρθρου 10.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα.
DIAS DOS SANTOS FERREIRA DA COSTA CABRAL κατά Πορτογαλίας της 30.04. 2024 (αριθ. προσφ. 25282/18)
Καταδίκη δημοσιογράφου για παραβίαση του απορρήτου της ανάκρισης για άρθρο, που αφορούσε διαφθορά πολιτικών προσώπων. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.
Η προσφεύγουσα είναι δημοσιογράφος και εργάζεται στην ημερήσια εφημερίδα Público. Δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με υπόθεση διαφθοράς υψηλού επιπέδου και κατάχρησης εξουσίας, στην οποία πρώην ανώτερα στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών, καθώς και υψηλόβαθμα πολιτικά πρόσωπα, φέρεται να συμμετείχαν σε παράνομες επιχειρήσεις για τον έλεγχο ενός μεγάλου πορτογαλικού ομίλου ΜΜΕ, καθώς και για το γεγονός ότι κατασχέθηκαν υπολογιστές των δύο υπόπτων στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας.
Ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της δημοσιογράφου και καταδικάστηκε σε πρόστιμο περίπου 1000 ευρώ για αποκάλυψη πληροφοριών, που καλύπτονταν από το απόρρητο της ανάκρισης.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι με την ποινική καταδίκη υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης της δημοσιογράφου. Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι το αντικείμενο του επίμαχου άρθρου ήταν ζήτημα υψίστου δημοσίου ενδιαφέροντος. Επίσης, σημείωσε ότι οι εθνικές αρχές δεν απέδειξαν πώς, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η αποκάλυψη από την προσφεύγουσα των επίμαχων πληροφοριών, δηλαδή για την έρευνα και την κατάσχεση των υπολογιστών, επηρέασε αρνητικά τη δικαστική διαδικασία. Τέλος, έκρινε ότι ακόμη και ο ήπιος χαρακτήρας του προστίμου που επιβλήθηκε μπορούσε να έχει σοβαρή επίπτωση στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10) και επιδίκασε 1.000 ευρώ για αποζημίωση και τα έξοδα.
Lefebvre κατά Γαλλίας της 29.08.24 (αριθ. προσφ. 12767/21)
Καταδίκη δημοτικού συμβούλου σε αποζημίωση ενός ευρώ για δυσφήμιση εταιρείας μέσω ανάρτησης στο Facebook. Μη παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.
Ο προσφεύγων είναι δημοτικός σύμβουλος και πρόεδρος της αντιπολίτευσης στο δημοτικό συμβούλιο του Noisy-le-Sec. Ανάρτησε σχόλιο στον τοίχο του λογαριασμού του στο Facebook, με αφορμή ένοπλη επίθεση κατά άλλου δημοτικού συμβούλου, αναφερόμενος σε «μαφιόζικες υπερβολές».
Η δημοσίευση του προσφεύγοντος σχετικά με την ένοπλη επίθεση κατά του δημοτικού συμβούλου M.G., στην οποία εξέφρασε την ελπίδα του πως η έρευνα θα αποκαλύψει τους υπεύθυνους και τους «κοινωνικούς ιδιοκτήτες» που εμπλέκονται, προκάλεσε την αντίδραση της εταιρείας SAEM, που είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του 30% των κοινωνικών κατοικιών στο δήμο και η οποία στην συνέχεια τον μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμιση θεωρώντας ότι είχε στοχοποιηθεί.
Το Ποινικό Δικαστήριο του Παρισιού απάλλαξε τον προσφεύγοντα, εκτιμώντας ότι οι δηλώσεις του δεν αναφέρονταν άμεσα στην SAEM. Η εταιρεία άσκησε έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης. Το Εφετείο, με απόφαση που κατέστη αμετάκλητη, έκρινε ότι το σχόλιο του προσφεύγοντος αποτελούσε συκοφαντική δυσφήμιση και τον καταδίκασε να καταβάλει αποζημίωση ενός ευρώ για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της SAEM. Το δικαστήριο διέταξε και την αφαίρεση του επίμαχου σχολίου.
Ο προσφεύγων προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, υποστηρίζοντας ότι η καταδίκη του παραβίασε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος για συκοφαντική δυσφήμιση σε αποζημίωση ενός ευρώ συνιστούσε παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία προστατεύεται από το άρθρο 10. Όμως, αναγνώρισε ότι η παρέμβαση αυτή ήταν προβλεπόμενη από τον νόμο και αποσκοπούσε στην προστασία της φήμης και των δικαιωμάτων τρίτων, γεγονός το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 10 § 2 θεωρείται θεμιτός σκοπός, που δικαιολογεί περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.
Το Δικαστήριο αξιολόγησε την αναγκαιότητα της παρέμβασης και τις περιστάσεις της υπόθεσης, τονίζοντας ότι η ανάρτηση του προσφεύγοντος δεν στηρίζονταν σε επαρκή πραγματική βάση και δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις, ώστε να θεωρηθεί αντίστοιχη ή ισοδύναμη με πολιτικό λόγο. Οι κατηγορίες κατά της SAEM για συμμετοχή σε «μαφιόζικες υπερβολές» κρίθηκαν ως δηλώσεις γεγονότων, που δεν είχαν αποδεικτική βάση.
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε να καταβάλει το συμβολικό ποσό του ενός ευρώ ως αποζημίωση και τα δικαστικά έξοδα, γεγονός που το Δικαστήριο θεώρησε ως μη δυσανάλογο.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10).
ΑΡΘΡΟ 11
Kotov κατά Ρωσίας της 26.11.2024 (αριθ. προσφ. 49282/19 και 50346/19)
Η ποινική καταδίκη και τα διοικητικά πρόστιμα για συμμετοχή σε ειρηνικές διαδηλώσεις παραβίασαν το δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι.
Ο προσφεύγων συμμετείχε σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας πολιτικού χαρακτήρα στη Μόσχα και απηύθυνε διαδικτυακές προσκλήσεις προς τους πολίτες να συμμετάσχουν σε αυτές τις διαδηλώσεις. Στη συνέχεια καταδικάστηκε από τα ποινικά δικαστήρια σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, αλλά και σε διοικητικά πρόστιμα για την συμμετοχή του σε «μη εγκεκριμένες δημόσιες εκδηλώσεις» και για τις παραπάνω διαδικτυακές του προσκλήσεις.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ποινική καταδίκη που του επιβλήθηκε ήταν απολύτως δυσανάλογη, και ότι είχε τιμωρηθεί για πράξεις, όπως το να φωνάζει αντικυβερνητικά συνθήματα, που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ.
Επίσης, όσον αφορά στις διοικητικές καταδίκες του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει καμία αιτιολογία για την βιαιότητα των διαδηλώσεων, δεν ανέλυσαν την συμπεριφορά του προσφεύγοντος κατά τη διάρκειά τους και δεν αιτιολόγησαν γιατί έπρεπε να τιμωρηθεί για τις διαδικτυακές προσκλήσεις που απηύθυνε για συμμετοχή σε ειρηνική διαδήλωση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 10 (ελευθερία της έκφρασης) και 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι) όσον αφορά στις διοικητικές καταδίκες, παραβίαση του άρθρου 11 όσον αφορά στην ποινική του καταδίκη, και παραβιάσεις των άρθρων 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 8 (δικαίωμα σεβασμού ιδιωτικής ζωής) της Σύμβασης, καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα στην περιουσία).
Το Δικαστήριο επιδίκασε 9.750 ευρώ για ηθική βλάβη και 18.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ
ΑΡΘΡΟ 1
Gration Treyd, TOV κατά Ουκρανίας της 22.02.2024 (αριθ. προσφ. 9166/14)
Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων εταιρείας κατά τη διάρκεια ποινικής έρευνας. Παραβίαση δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας.
Δέσμευση περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας από τις διωκτικές αρχές για περίπου οκτώ μήνες. Η προσφεύγουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, που εξειδικεύεται στην κατασκευή CD-ROM.
Κατόπιν έρευνας στις εγκαταστάσεις της στο πλαίσιο ποινικής έρευνας σχετικά με εικαζόμενη παραγωγή και πώληση πλαστών CD-ROM, κατασχέθηκαν διάφορα στοιχεία εξοπλισμού της και ο ανακριτής εξέδωσε διάταξη, σύμφωνα με την οποία όλα τα κατασχεθέντα αποτελούσαν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία και έπρεπε να αποθηκευτούν σε αστυνομικό τμήμα. Επικαλούμενη διατάξεις του ΚΠΔ, η προσφεύγουσα ζήτησε από το εθνικό δικαστήριο την επιστροφή των κατασχεθέντων, τα οποία θεωρούσε απαραίτητα για την λειτουργία της επιχείρησής της. Όλες οι προσπάθειες της προσφεύγουσας να προσβάλει τη διαταγή κατάσχεσης ή να την άρει ήταν ανεπιτυχείς. Μερικούς μήνες αργότερα, η έρευνα διεκόπη λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων περί τέλεσης ποινικού αδικήματος, η διαταγή κατάσχεσης ήρθη και η προσφεύγουσα εταιρία έλαβε πίσω τα περιουσιακά της στοιχεία.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν απαγορεύει την κατάσχεση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, αρκεί η κατάσχεση αυτή να είναι σύμφωνη με τα δικαιώματα που απορρέουν από την εν λόγω διάταξη. Επιπλέον, τόνισε ότι, αν και παραδέχθηκε ότι η περιουσία της εταιρείας είχε «δεσμευθεί προσωρινά» μετά την έρευνα στις εγκαταστάσεις της, η Κυβέρνηση δεν σχολίασε την αποτυχία των εισαγγελικών αρχών να συμμορφωθούν με τις ισχύουσες διασφαλίσεις βάσει του ΚΠΔ.
Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ενδείξεις αυθαιρεσίας σε σχέση με την παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρείας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος αυτού (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Mandev κ.α. κατά Βουλγαρίας της 21.05. 2024 (αριθ. προσφ. 57002/11, 61872/11, 46024/12, 6430/13 και 67333/13)
Υπέρογκο παράβολο για αίτηση άρσης κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων. Σύνδεση ύψους παραβόλου με μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα. Παραβίαση δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας.
Οι προσφεύγοντες κατέβαλαν μεταξύ 2008 και 2012 μεγάλα παράβολα που κυμαίνονταν από 3.450 ευρώ μέχρι 16.580 ευρώ για να μπορέσουν να καταθέσουν αιτήσεις κατά των αποφάσεων κατάσχεσης που είχαν επιβληθεί στα περιουσιακά τους στοιχεία, με την αιτιολογία ότι αυτά προήλθαν από εγκληματικές δραστηριότητες.
Κατά την περίοδο αυτή το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα στη Βουλγαρία κυμαινόταν μεταξύ 1.917 και 2.322 ευρώ. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές τα ποσά των παραβόλων υπερέβαιναν σημαντικά το εθνικό ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα, φθάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις σε πολλαπλάσια επίπεδα. Οι προσφεύγοντες δε, υποχρεώθηκαν να καταβάλουν μεγάλα χρηματικά ποσά για παράβολα, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι θα μπορούσαν να υποβάλουν τις αιτήσεις τους και να έχουν πλήρη πρόσβαση σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και επιδίκασε αποζημιώσεις από 2.500 έως 14.500 ευρώ, ηθική βλάβη 3.000 και 4.000 ευρώ και τα έξοδα.
Melandri κατά San Marino της 12.09.2024 (αριθ. προσφ. 25189/21)
Η δήμευση περιουσιακών στοιχείων που αποτρέπει την περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητα και προέρχεται από παράνομη προέλευση κεφαλαίων δεν παραβιάζει το δικαίωμα στην περιουσία.
Ο προσφεύγων, προέβη σε ύποπτες τραπεζικές συναλλαγές σε τράπεζα του Αγίου Μαρίνου, καταθέτοντας περίπου 5.000.000 ευρώ σε μετρητά και επιταγές. Οι ενέργειες αυτές αποτέλεσαν μέρος μιας ευρύτερης έρευνας για το οργανωμένο έγκλημα και την οικονομική απάτη στην Ιταλία, που είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή του σε δίκη στον Άγιο Μαρίνο για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες το 2013. Μετά από προληπτική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής αξίας περίπου 6,8 εκατ. ευρώ, το πρωτόδικο δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα, σε 4,5 χρόνια φυλακή και διέταξε τη δήμευση των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων του. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε.
Ο προσφεύγων προσέφυγε στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, επικαλούμενος μη ενημέρωσή του για τις κατηγορίες και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου για τη δήμευση των περιουσιακών του στοιχείων.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί λεπτομερώς για τη φύση των κατηγοριών εναντίον του, και ότι του είχε παρασχεθεί η δυνατότητα να προετοιμάσει επαρκώς την υπεράσπισή του. Επισήμανε ότι το κατηγορητήριο περιείχε συγκεκριμένες λεπτομέρειες σχετικά με τις συναλλαγές και τα συναφή βασικά αδικήματα. Το Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή για παραβίαση του άρθρου 6 προδήλως αβάσιμη.
Όσον αφορά στη δήμευση των περιουσιακών του στοιχείων, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι το μέτρο ήταν παράνομο και δυσανάλογο, ιδίως επειδή είχε αθωωθεί για τη δεύτερη κατηγορία. Το Δικαστήριο έκρινε τη δήμευση νόμιμη, καθώς θεωρήθηκε ότι απέτρεπε περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητα, καθώς και ότι δικαιολογείτο εξ αιτίας της παράνομης προέλευσης των κεφαλαίων. Το Δικαστήριο τόνισε ότι ο προσφεύγων δεν είχε αποδείξει ότι τα κατασχεθέντα κεφάλαια είχαν νόμιμη προέλευση και υπογράμμισε τις δικονομικές εγγυήσεις που παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Yaylali κατά Σερβίας της 17.09.2024 (αριθ. προσφ. 15887/15)
Μη δηλωθέντα προσωπικά χρυσά βραχιόλια στο τελωνείο. Υποχρεωτική κατάσχεση και ποινική καταδίκη. Δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας.
Ο προσφεύγων, ταξίδευε από Ολλανδία προς Τουρκία όταν τον σταμάτησαν για τελωνειακό έλεγχο στο συνοριακό πέρασμα Batrovci στη Σερβία. Κατά την διάρκεια του ελέγχου, βρέθηκαν οχτώ μεταχειρισμένα χρυσά βραχιόλια, τα οποία δεν είχε δηλώσει. Οι τελωνειακές αρχές τα κατάσχεσαν και ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του, με την κατηγορία της μη συμμόρφωσης στους τελωνειακούς κανονισμούς της Σερβίας.
Το εθνικό δικαστήριο έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο για εκ προθέσεως παράλειψη δήλωσης των βραχιολιών και του επέβαλε πρόστιμο, διατάσσοντας και την υποχρεωτική κατάσχεσή τους. Ο προσφεύγων αμφισβήτησε την κατάσχεση, υποστηρίζοντας ότι ήταν αντισυνταγματική και παραβίασε τα δικαιώματά του σύμφωνα τόσο με το εθνικό δίκαιο, όσο και με την ΕΣΔΑ. Υποστήριξε ότι η κατάσχεση ήταν δυσανάλογη, καθώς τα βραχιόλια είχαν αποκτηθεί νόμιμα και δεν είχε προκληθεί ζημία στο κράτος. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την καταδικαστική απόφαση, ενισχύοντας τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της κατάσχεσης σύμφωνα με το σερβικό δίκαιο.
Κατά το ΕΔΔΑ οποιαδήποτε στέρηση της ιδιοκτησίας πρέπει όχι μόνο να είναι νόμιμη, αλλά και να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, και να δικαιολογείται από νόμιμο σκοπό.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, ενώ η κατάσχεση στηριζόταν στο σερβικό δίκαιο, έπρεπε επίσης να πληροί τα κριτήρια της προσβασιμότητας, της ακρίβειας και της προβλεψιμότητας. Επισημάνθηκε η απουσία σαφών κανονισμών σχετικά με τη δήλωση των προσωπικών χρυσών αντικειμένων, γεγονός που υποδήλωνε ότι ο προσφεύγων ενδέχετο να μην ενημερώθηκε επαρκώς σχετικά με τις απαιτήσεις. Επιπλέον, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η κατάσχεση αποτέλεσε «ατομικό και υπερβολικό βάρος» για τον προσφεύγοντα, σταθμίζοντας το δημόσιο συμφέρον έναντι των δικαιωμάτων του.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της κατάσχεσης στέρησε από τον προσφεύγοντα κάθε εύλογη ευκαιρία να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το μέτρο και ότι η φύση του αδικήματος δεν δικαιολογούσε μια τόσο αυστηρή ποινή. Τα κατασχεθέντα βραχιόλια είχαν αποκτηθεί νομίμως και δεν υπήρχε καμία ένδειξη εμπλοκής σε παράνομες δραστηριότητες. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσχεση αποτελούσε δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών του.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 7.620 ευρώ για αποζημίωση και 1.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Amerisoc Center S.R.L. κατά Λουξεμβούργου της 17.10.2024 (αριθ. προσφ. 50527/20)
Η αδυναμία αποτελεσματικής αμφισβήτησης της δέσμευσης τραπεζικού λογαριασμού παραβίασε το δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας.
Κατόπιν αιτήματος διεθνούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που υπέβαλαν οι Περουβιανές αρχές στο πλαίσιο ποινικής έρευνας για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, οι αρχές του Λουξεμβούργου κατάσχεσαν για τουλάχιστον έξι (6) χρόνια, τα περιουσιακά στοιχεία της προσφεύγουσας εταιρείας, που έδρευε στην Κόστα Ρίκα. Συγκεκριμένα δεσμεύθηκε ο τραπεζικός λογαριασμός της σε τράπεζα του Λουξεμβούργου, ποσού 2.605. 589 δολάρια ΗΠΑ.
Η προσφεύγουσα δεν ενημερώθηκε από την τράπεζα για την ανωτέρω κατάσχεση, ώστε να προβεί σε παρατηρήσεις – αντιρρήσεις εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 10 ημερών.
Η προσφεύγουσα ζήτησε, ανεπιτυχώς, να της επιστραφούν τα περιουσιακά της στοιχεία.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές του Λουξεμβούργου δεν είχαν αξιολογήσει την αναλογικότητα του μέτρου, το οποίο, λόγω της φύσης και του πεδίου εφαρμογής του, φαινόταν, εκ πρώτης όψεως, σημαντικό και σκληρό και το οποίο, εξάλλου, διαρκούσε επί έξι έτη. Ήταν καθήκον των εθνικών δικαστηρίων να βεβαιωθούν ότι η δέσμευση των κεφαλαίων της προσφεύγουσας δεν θα της προκαλούσε μεγαλύτερη ζημία από εκείνη που αναπόφευκτα προέκυπτε από τα μέτρα αυτά. Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου το πεδίο εφαρμογής του ελέγχου των εθνικών δικαστηρίων ήταν υπερβολικά στενό για να ικανοποιήσει την απαίτηση της επιδίωξης «δίκαιης ισορροπίας» που εμπεριέχεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύθηκε από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν είχε εξεταστεί ούτε από τις Περουβιανές αρχές.
Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει στην προσφεύγουσα μια εύλογη ευκαιρία να εκθέσει την υπόθεσή της μέσα από μια διαθέσιμη διαδικασία.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελλόμενη κατάσχεση συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της, το οποίο, ελλείψει ένδικου μέσου για την προσβολή του μέτρου αυτού κατά τρόπο αποτελεσματικό, ήταν δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας), κρίνοντας ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα και επιδίκασε 11.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ
ΑΡΘΡΟ 2
Gangemi κατά Ιταλίας της 26.09.2024 (αριθ. προσφ. 59233/17)
Τα επιβληθέντα προληπτικά μέτρα αστυνομικής επιτήρησης δεν στηρίζονταν σε σαφή και προβλέψιμο νομοθετικό πλαίσιο. Παραβίαση της ΕΣΔΑ.
Στις 5 Μαρτίου 2013, ο εισαγγελέας του περιφερειακού δικαστηρίου Latina ζήτησε να επιβληθεί στον προσφεύγοντα το προληπτικό μέτρο της ειδικής αστυνομικής επιτήρησης για περίοδο τριών ετών και υποχρέωση διαμονής εντός του Δήμου Aprilia.
Στις 29 Μαΐου 2014 το περιφερειακό δικαστήριο κήρυξε τον προσφεύγοντα κοινωνικά επικίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 (α) και (β) του διατάγματος με αριθ. 159/2011) ως πρόσωπο το οποίο, βάσει πραγματικών στοιχείων, μπορούσε να θεωρηθεί ως συνήθης παραβάτης, ο οποίος βιοποριζόταν κατά κύριο λόγο από έσοδα που προέρχονταν από διάπραξη εγκλημάτων.
Το εγχώριο δικαστήριο επέβαλε σε βάρος του προσφεύγοντος το προληπτικό μέτρο που ζήτησε ο εισαγγελέας και συγκεκριμένα τις ακόλουθες υποχρεώσεις για περίοδο τριών ετών: να βρει σταθερή εργασία, να διάγει έντιμο και νομοταγή βίο, να μην δημιουργεί υποψίες, να μην εγκαταλείπει την κατοικία του χωρίς να το αναφέρει στην αρμόδια αστυνομική αρχή, να μην συναναστρέφεται πρόσωπα με επιβαρυμένο ποινικό μητρώο, να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο φορές την εβδομάδα κλπ. Το μέτρο κατέστη αμετάκλητο.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά σε άτομα στα οποία εφαρμόζεται η ειδική αστυνομική επιτήρηση έπασχε από έλλειψη σαφήνειας και προβλεψιμότητας και δεν υποδείκνυε με ακριβή τρόπο το πεδίο ή τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, που διέθεταν τα εθνικά δικαστήρια. Επομένως, δεν ήταν διατυπωμένο με επαρκή ακρίβεια ώστε να παρέχει προστασία από αυθαίρετες παρεμβάσεις, να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να ρυθμίσει την συμπεριφορά του και να προβλέ-
ψει σε αρκετά ασφαλή βαθμό την επιβολή προληπτικών μέτρων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΕΙΡΔΑΡΗΣ
1 Βλ. μεγαλύτερη ανάπτυξη των παρουσιαζόμενων αποφάσεων βλ. σε www.echrcaselaw.com