Δ. Αθ. Λιούρδη: Ηλεκτρονικά έγγραφα και ηλεκτρονικές υπογραφές: Εννοιολογική προσέγγιση και αποδεικτική ισχύς

73
2025
03
 
Ηλεκτρονικά έγγραφα και ηλεκτρονικές υπογραφές: 
Εννοιολογική προσέγγιση και αποδεικτική ισχύς 
Δημητρίου Αθ. Λιούρδη
Δικηγόρου, LLM, MSc

Ι. Εισαγωγή 

Η εξέλιξη των ηλεκτρονικών εγγράφων και των ηλεκτρονικών υπογραφών συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας και την ανάγκη για αξιόπιστη και ασφαλή ηλεκτρονική επικοινωνία. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 η ανάπτυξη των πρώτων υπολογιστικών συστημάτων και δικτύων δημιούργησε τις βάσεις (αλλά και την αναγκαιότητα) για την ηλεκτρονική διαχείριση εγγράφων. Σταδιακά, οι οργανισμοί άρχισαν να μετατρέπουν τα φυσικά έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή για να διευκολύνουν την αποθήκευση και την ανάκτηση δεδομένων. Έπειτα, η ανάγκη για επαλήθευση της ταυτότητας και της ακεραιότητας των ηλεκτρονικών εγγράφων1 οδήγησε στην ανάπτυξη των πρώτων μεθόδων ηλεκτρονικών υπογραφών, οι οποίες βασίζονταν σε αλγορίθμους κρυπτογράφησης. Οι μέθοδοι αυτές, όπως η κρυπτογραφία δημοσίου κλειδιού (Public Key Infrastructure - PKI), αποτέλεσαν τη βάση για τις πρώτες μορφές ψηφιακής υπογραφής. Η ιδέα βασίστηκε στη χρήση ενός ζεύγους κρυπτογραφικών κλειδιών (δημόσιο και ιδιωτικό κλειδί) για την ασφαλή ταυτοποίηση και επικύρωση της ταυτότητας του υπογράφοντος, εξασφαλίζοντας ότι μόνο ο κάτοχος του ιδιωτικού κλειδιού θα μπορούσε να δημιουργήσει μία μοναδική, μη αλλοιώσιμη υπογραφή2. Με την ανάπτυξη των προσωπικών υπολογιστών και την ευρεία χρήση του διαδικτύου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ανάγκη για ασφαλή ηλεκτρονική ταυτοποίηση έγινε πιο επιτακτική. Οι ψηφιακές υπογραφές άρχισαν να χρησιμοποιούνται σε διάφορες συναλλαγές, κυρίως στον τραπεζικό και στο δημόσιο τομέα. Η υιοθέτηση της ψηφιακής υπογραφής συνοδεύτηκε από τη δημιουργία των πρώτων ηλεκτρονικών εγγράφων, όπου η ηλεκτρονική υπογραφή είχε την ίδια αποδεικτική ισχύ με την ιδιόχειρη. Η ανάγκη για ασφαλή και τυποποιημένη ηλεκτρονική επικοινωνία οδήγησε στην ανάπτυξη διεθνών προτύπων, όπως το X.509, που καθόρισε τις προδιαγραφές για τα ψηφιακά πιστοποιητικά και τις υπογραφές. Η αυξανόμενη χρήση των ηλεκτρονικών υπογραφών στις επιχειρήσεις και τη δημόσια διοίκηση δημιούργησε την ανάγκη για νομική αναγνώριση, με ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών διεθνώς, όπως η Digital Signature Act (1995) της Πολιτείας Utah των Η.Π.Α., και ο Πρότυπος Νόμος της UNCITRAL (17-12-1996) από την Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Αντίστοιχη πρωτοβουλία στην Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε χώρα το έτος 1999, με την εισαγωγή της Οδηγίας 1999/93/ΕΚ, η οποία θέσπισε το νομικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές και τις συναφείς υπηρεσίες πιστοποίησης, με σκοπό την ενθάρρυνση της χρήσης νέων τεχνολογιών και του διαδικτύου στη διεθνή ηλεκτρονική επικοινωνία και το εμπόριο, τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας προϊόντων ηλεκτρονικής υπογραφής και υπηρεσιών πιστοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την εμπέδωση της εσωτερικής αγοράς στην ΕΕ3.

 

ΙΙ. Η Οδηγία 1999/93/ΕΚ και η ενσωμάτωσή της στο εθνικό δίκαιο

Βασικός σκοπός της Οδηγίας 1999/93/ΕΚ σχετικά με «το κοινοτικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές» ήταν η διασφάλιση της νομικής αναγνώρισης των ηλεκτρονικών υπογραφών στα κράτη μέλη, η καθιέρωση κοινών προτύπων για την έκδοση πιστοποιητικών και υπηρεσιών εμπιστοσύνης, καθώς και η αποτροπή της δημιουργίας εμποδίων στο διασυνοριακό ηλεκτρονικό εμπόριο.

Η Οδηγία ενσωματώθηκε με αυτούσια μεταφορά των διατάξεών της στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 150/2001 και με την υπ’ αριθ. 248/71 απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) της 15.3. 2002, με την οποία θεσπίστηκε και ο Κανονισμός Παροχής Υπηρεσιών Πιστοποίησης Ηλεκτρονικής Υπογραφής, επιτυγχάνοντας πλήρη συμμόρφωση προς τις επιταγές της4

Πιο συγκεκριμένα το π.δ. 150/2001 όρισε ως «ηλεκτρονική υπογραφή» τα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή, τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα και τα οποία χρησιμεύουν ως μέθοδος απόδειξης της γνησιότητας. Συνακόλουθα αναγνωρίσθηκαν νομοθετικά οι τεχνολογίες ηλεκτρονικής υπογραφής (με τον ορισμό τριών επιπέδων ασφαλείας: της απλής ηλεκτρονικής υπογραφής, της προηγμένης υπογραφής του άρθρου 2 § 2 και της προηγμένης υπογραφής που πληροί κάποιες πρόσθετες προδιαγραφές ασφαλείας, κατ’ άρθρο 3 § 1), καθορίστηκαν οι έννομες συνέπειές τους5 και ρυθμίστηκε το κρίσιμο θέμα της παροχής υπηρεσιών πιστοποίησης ηλεκτρονικών υπογραφών, με τον ορισμό της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων ως αρμόδιας αρχής για την εποπτεία των εγκαταστημένων στην Ελλάδα Παρόχων Υπηρεσιών Πιστοποίησης η­λεκτρονικής υπογραφής. Επιπρόσθετα, με την έναρξη ισχύος του π.δ. 150/2001, κατά ρητή πρόβλεψη, δεν θίχτηκαν διατάξεις που επέβαλλαν τη χρήση ορισμένου τύπου, ούτε διατάξεις για την αποδεικτική ή άλλη χρήση εγγράφων ή διατάξεις με τις οποίες απαγορευόταν να διακινούνται και να καθίστανται γνωστά, έγγραφα. Να επισημανθεί ότι τόσο η Οδηγία όσο και το π.δ. 150/2001 δεν είχαν συμπεριλάβει στις διατάξεις τους συγκεκριμένο ορισμό του ηλεκτρονικού εγγράφου.

 

ΙΙΙ. Ο Κανονισμός (ΕΕ) 910/2014 και η Εναρμόνιση στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Η ανάγκη για πιο ενοποιημένη και αξιόπιστη χρήση των ηλεκτρονικών εγγράφων και υπογραφών στην Ευρώπη οδήγησε στην υιοθέτηση του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014, γνωστού ως eIDAS (Electronic Identification, Authentica­tion and Trust Services). Ο eIDAS, ενισχύοντας και αναπτύσσοντας το κεκτημένο της Οδηγίας6, εισήγαγε ένα κοινό νομικό πλαίσιο για την ηλεκ­τρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, διασφαλίζοντας την τεχνική διαλειτουργικότητα και τη νομική ισχύ των ηλεκτρονικών υπογραφών και εγγράφων. 

Το αντικείμενο των ρυθμίσεων του Κανονισμού είναι ευρύτερο της Οδηγίας, με την έννοια ότι δεν περιορίστηκε στη ρύθμιση των ηλεκτρονικών υπογραφών αλλά θέσπισε, επιπλέον, κανόνες για τη διασυνοριακή αναγνώριση των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης εν γένει, καθώς και ειδικό νομικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές σφραγίδες, τις ηλεκτρονικές χρονοσφραγίδες, τα ηλεκτρονικά έγγραφα, τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης και τις υπηρεσίες πιστοποιητικών για την επαλήθευση της ταυτότητας ιστότοπων. Στόχος του Κανονισμού είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές συναλλαγές μεταξύ πολιτών, επιχειρήσεων και δημόσιων φορέων, προσφέροντας μια συνεκτική προσέγγιση σε όλη την Ευρώπη για τη νομική αναγνώριση των ηλεκτρονικών εγγράφων, υπογραφών, σφραγίδων και άλλων συναφών υπηρεσιών7.

Ενώ η Οδηγία 1999/93/ΕΚ περιλάμβανε, στο άρθρο 2, 13 ορισμούς, το άρθρο 13 του Κανονισμού περιλαμβάνει 41 ορισμούς εννοιών. Ορισμένοι εξ αυτών έχουν μεταφερθεί ως είχαν και στην Οδηγία, ενώ άλλοι συμπληρώνονται ή εισάγονται το πρώτον με τον Κανονισμό.

Πιο συγκεκριμένα ο Κανονισμός καθιέρωσε την έννοια των «υπηρεσιών εμπιστοσύνης» (trust services), με σκοπό να διασφαλίσει τη φερεγγυότητα των παρόχων που διαχειρίζονται τις ηλεκτρονικές υπογραφές, τις σφραγίδες και τα πιστοποιητικά. Σύμφωνα με το άρθρο 3.16 του Κανονισμού, υπηρεσία εμπιστοσύνης είναι «η ηλεκτρονική υπηρεσία, συνήθως παρεχόμενη έναντι αμοιβής, η οποία συνίσταται στη δημιουργία, εξακρίβωση και επικύρωση ηλεκτρονικών υπογραφών, ηλεκτρονικών σφραγίδων ή ηλεκτρονικών χρονοσφραγίδων, ηλεκτρονικών υπηρεσιών συστημένης παράδοσης και πιστοποιητικών που σχετίζονται με τις υπηρεσίες αυτές»8

Επιπρόσθετα, ο Κανονισμός eIDAS αφενός καθιέρωσε τη διαβάθμιση των ηλεκτρονικών υπογραφών σε απλή, προηγμένη, και εγκεκριμένη, αφετέρου δε έθεσε τα κριτήρια για την α­ποδοχή τους ως αποδεικτικά στοιχεία9

Πιο ειδικά, σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται στην περ. 10 του άρθρου 3 του Κανονισμού 910/2014 ως «(απλή) ηλεκτρονική υπογραφή» (Simple Electronic Signature - SES) ορίζονται τα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά (δηλ. μαθηματικά) με άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή και τα οποία χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για να υπογράψει». Η απλή ηλεκ­τρονική υπογραφή δεν απαιτεί, κατά τον Κανονισμό, κανενός είδους επαλήθευση ταυτότητας από τον υπογράφοντα και η δημιουργία εμπιστοσύνης σε αυτές τις υπογραφές αποτελεί ευθύνη του ατόμου που αποδέχεται το έγγραφο, αποτελεί δε τον απλούστερο και πιο διαδεδομένο τύπο ηλεκτρονικών υπογραφών.

Περαιτέρω, προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή (Advanced Electronic Signature - AES), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 26 του Κανονισμού είναι η ηλεκτρονική υπογραφή που συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα και είναι ικανή να τον ταυτοποιεί. Επιπλέον, δε, δημιουργείται με δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής τα οποία ο υπογράφων μπορεί, με υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης, να χρησιμοποιεί υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο, και συνδέεται με τα δεδομένα που έχουν υπογραφεί σε σχέση με αυτήν κατά τρόπο, ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση των εν λόγω δεδομένων. Σε αντίθεση με την απλή έκδοση, οι προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές απαιτούν ένα επίπεδο επαλήθευσης ταυτότητας. Βασίζονται σε πιστοποιητικά, που προσδιορίζουν μοναδικά τον υπογράφοντα του ηλεκτρονικού εγγράφου. Συχνά διαβιβάζονται μέσω μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας παράδοσης που μπορεί να παρέχει ίχνη ελέγχου και άλλους τύπους αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τα διαβιβαζόμενα δεδομένα. Αυτές οι υπογραφές είναι τυπικά πιστοποιημένες από μια Αρχή Πιστοποιητικών (CA)10.

Ακολούθως, ως εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή (Qualified Electronic Signature - QES), ορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 περ. 12 και 25 επ. του Κανονισμού, η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη11 δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και η οποία βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής. Με τις ίδιες διατάξεις αναγνωρίζεται στην εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή που δημιουργείται από Εγκεκριμένη Διάταξη Δημιουργίας Ηλεκτρονικής Υπογραφής (ΕΔΔΗΥ), νομική ισχύς ισοδύναμη της ιδιόχειρης υπογραφής. Η εν λόγω δε διαφοροποίηση, όσον αφορά στην αποδεικτική ισχύ, βασίζεται στο εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής, που εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης (Qua­lified TSP).

Τέλος, για πρώτη φορά σε ενωσιακό επίπεδο ορίζεται (άρθρο 3 περ. 35) ως ηλεκτρονικό έγγραφο: «Κάθε περιεχόμενο που αποθηκεύεται σε ηλεκτρονική μορφή, ιδίως κείμενο ή ήχος ή οπτική εικόνα». Αυτός ο ορισμός είναι αρκετά ευρύς, καλύπτοντας κάθε τύπο περιεχομένου που μπορεί να αποθηκευτεί και να διανεμηθεί μέσω ηλεκτρονικών μέσων, ανεξαρτήτως μορφής. Με δεδομένα τα παραπάνω η εννοιολογική προσέγγιση των Ηλεκτρονικών Εγγράφων κρίνεται κατ’ αρχάς απαραίτητη.

 

IV. Εννοιολογική προσέγγιση των Ηλεκτρονικών Εγγράφων

Ως εξ αρχής αναφέρθηκε, η τεχνολογική εξέλιξη και οι σύγχρονες μέθοδοι ηλεκτρονικής διακίνησης πληροφοριών επέδρασαν δραστικά στην έννοια και στη λειτουργία του εγγράφου τόσο ως τύπου, δηλαδή ως μέσου εξωτερίκευσης της δήλωσης βούλησης, όσο και ως μέσου απόδειξης. Τόσο η Οδηγία 1999/93/ΕΚ όσο και το π.δ. 150/2001 δεν είχαν αποδώσει συγκεκριμένο ορισμό στην έννοια του «ηλεκτρονικού εγγράφου» θεωρώντας, πιθανόν, ότι αυτά δεν αφίστανται των παραδοσιακής μορφής εγγράφων12, και ότι ευχερώς υπάγονται στην έννοια των τελευταίων (ότι, δηλαδή, τα βασικά εννοιολογικά στοιχεία, όπως η ύπαρξη υλικού φορέα και η μόνιμη αποτύπωση της δήλωσης σε αυτόν, είναι κοινά)13

Στον ΚΠολΔ δεν υπάρχει πλέον14 σαφής ορισμός, αλλά έχει επικρατήσει στη θεωρία και στη νομολογία ότι «έγγραφα αποτελούν τα ανθρώπινα έργα με τα οποία αποτυπώνεται η μνήμη παρωχημένων γεγονότων διά της γραφής (ιδιόχειρης, ή δια γραφομηχανής ή του τύπου) υπό τις προϋποθέσεις και διατυπώσεις του νόμου»15. Σύμφωνα με έναν άλλο, πιο απλοποιημένο ορισμό: «ως έγγραφο, υπό δικονομική έννοια, θεωρείται κάθε αποτύπωση σκέψεως μέσω της γραφής»16

Με άλλα λόγια, βασικά χαρακτηριστικά του κύρους του «παραδοσιακού» εγγράφου, αποτελούν, αφενός, η υλική ενσωμάτωση, μέσω της γραφής, της δήλωσης βούλησης του συντάκτη (με την αποτύπωσή της είτε χειρόγραφα, είτε με τεχνικά μέσα σε χαρτί που μπορεί να αρχειοθετηθεί, ώστε να είναι οποτεδήποτε προσβάσιμο), αφετέρου δε η ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του, η οποία αποσκοπεί να καταστήσει ισχυρή και απρόσβλητη μία μονομερή δήλωση ενός προσώπου ή μια συμφωνία μεταξύ δύο συμβαλλομένων μερών, δεσμεύοντας αυτά ως προς την τήρηση των συμφωνηθέντων17. Μάλιστα, σύμφωνα και με τη βούληση του νομοθέτη, η υπογραφή του εκδότη πρέπει να είναι ιδιόχειρη, διαφορετικά, σε περίπτωση αδυναμίας υπογραφής, το σημάδι που τίθεται αντί της ιδιόχειρης υπογραφής πρέπει να είναι επικυρωμένο από συμβολαιογράφο ή από άλλη δημόσια αρχή και να βεβαιώνεται η αδυναμία υπογραφής (άρθρο 443 ΚΠολΔ). 

Από τη χρονική στιγμή της ένταξης των ηλεκτρονικών μέσων στις ανθρώπινες συναλλαγές, η νομική θεωρία είχε προσπαθήσει αρκετές φορές, ελλείψει νομοθετικού και νομολογιακού ορισμού, να αποτυπώσει με σαφήνεια και πληρότητα την έννοια του ηλεκτρονικού εγγράφου ως μέσου εξωτερίκευσης της δήλωσης βούλησης, όσο και ως μέσου απόδειξης. Ο καθηγητής Στέλιος Κουσούλης18 έθεσε τις βάσεις για την έρευνα στον τομέα των ηλεκτρονικών εγγράφων, τα πορίσματα του οποίου εφάρμοσε και η νομολογία. Σύμφωνα με αυτόν, ως ηλεκτρονικό έγγραφο «νοείται το σύνολο των δεδομένων τα οποία, αφού εγγραφούν στο μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ, και γίνουν αντικείμενο ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα, αποτυπώνονται εν συνεχεία, με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή». Η συγκεκριμένη διατύπωση αποτέλεσε την κρατούσα άποψη στη θεωρία, σχετικά με τον ορισμό του ηλεκτρονικού εγγράφου, αλλά και στη νομολογία των δικαστηρίων μας19 εμμένοντας στο βασικό στοιχείο της υλικής ενσωμάτωσης (και όχι τόσο στην περιεχόμενη «πληροφορία»).

Πλέον από τα σημαντικότερα εννοιολογικά γνωρίσματα και αξιολογήσεις της «Κοινωνίας της Πληροφορίας», και κατ’ επέκταση των συναφών κλάδων του δικαίου που ρυθμίζουν τα θέματα αυτά, αποτελεί η «απο-ϋλοποίηση» η οποία εμφανίζεται, κατ’ αρχήν, ως απεγχάρτωση, δηλ. ως απεξάρτηση των αντίστοιχων δηλώσεων από τα παραδοσιακά υλικά μέσα επικοινωνίας και συναλλαγών20. Η θεωρία της επιστήμης της Πληροφορικής δέχεται, ως γενική αρχή, ότι «η πληροφορία είναι πληροφορία, όχι ύλη ή ενέργεια», με άλλα λόγια η αξία της πληροφορίας βρίσκεται, όχι στον φορέα της, αλλά στην ίδια την πληροφορία, και όπως τα υλικά αγαθά έχουν οικονομική αξία, και ως εκ τούτου ανάγκη για έννομη προστασία, ανάλογη αξία αποκτά και η ψηφιακή πληροφορία21. Στο πλαίσιο αυτό ο παλαιότερος, ήδη τριακονταετίας, ορισμός του ηλεκτρονικού εγγράφου (ως σύνολο δεδομένων που έχουν εγγραφεί στο μαγνητικό δίσκο υπολογιστή και μπορούν να αποτυπωθούν με τρόπο αναγνώσιμο στην οθόνη του υπολογιστή και να εκτυπωθούν) έπρεπε να διευρυνθεί και να τοποθετηθεί στο σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον, με δεδομένη την ευρεία διάδοση τεχνολογιών αιχμής, όπως το cloud computing αλλά και των τεχνολογιών κατανεμημένου καθολικού DLT, όπως το blockchain, που επιτρέπουν την απομακρυσμένη διάθεση υπολογιστικών πόρων μέσω του διαδικτύου, λ.χ. servers, apps, αλλά και την απόδοση στις εν λόγω τεχνολογίες χαρακτηριστικών υπηρεσιών -«as a Service». 

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το ηλεκτρονικό έγγραφο έχει προσδιοριστεί νομικά, για πρώτη φορά σε ενωσιακό επίπεδο, με το άρθρο 3 αριθ. 35 του Κανονισμού eIDAS, ως «οποιοδήποτε περιεχόμενο έχει αποθηκευτεί σε ηλεκτρονική μορφή και ειδικότερα ως κείμενο ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή», ενώ αντίστοιχη διατύπωση περιέχεται και στις διατάξεις του άρθρου 2 αριθ. 38 του ν. 4727/2020 για την ψηφιακή διακυβέρνηση, τον οποίο θα εξετάσουμε αμέσως παρακάτω. 

Με βάση τον παραπάνω ορισμό του Κανονισμού τα κύρια χαρακτηριστικά του «ηλεκτρονικού εγγράφου» θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής: α) ένα ηλεκτρονικό έγγραφο πρέπει να υπάρχει σε ηλεκτρονική μορφή, δηλαδή να έχει δημιουργηθεί, αποθηκευτεί ή/και διανεμηθεί μέσω ψηφιακών συστημάτων22, β) αναγνωρίζεται ρητώς νομική ισχύς (χωρίς όμως να απαιτείται συγκεκριμένο περιεχόμενο που να αναφέρεται σε έννομες συνέπειες ή να προορίζεται ή να είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονότα που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες)23, και γ) με βάση τον παραπάνω ορισμό, σε αντίθεση με την αποθήκευση του περιεχομένου, η ηλεκτρονική υπογραφή δεν αποτελεί στοιχείο του πραγματικού του ηλεκτρονικού εγγράφου. 

Επιπρόσθετα με τον ως άνω ορισμό ο Κανονισμός επιβάλλει ρητά την υποστήριξη πολλαπλών μορφών για τα ηλεκτρονικά έγγραφα καθώς αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν διάφορες μορφές περιεχομένου, όπως κείμενα, εικόνες, ήχους, και βίντεο (λ.χ., ιστοσελίδες24, αρχεία pdf, jpg κλπ., μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αρχεία πολυμέσων, κ.α.). Η πολυμορφία αυτή επιτρέπει την ευρεία χρήση των ηλεκτρονικών εγγράφων σε διάφορα πλαίσια, όπως στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη (αποδεικτικές διαδικασίες, κ.α.), αλλά και στην εκπαίδευση και τις επιχειρήσεις (ηλεκτρονικό εμπόριο, διαδικασίες κατοχύρωσης πνευματικής ιδιοκτησίας, κ.λπ.). 

Ωστόσο, τα ηλεκτρονικά έγγραφα παρουσιάζουν μια σειρά από μειονεκτήματα, όπως ότι στερούνται της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή τους και μπορούν να υποστούν μετατροπές, αλλοιώσεις ή διαγραφές που είναι αδύνατον να εντοπισθούν, αλλά και ότι δεν διαθέτουν την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη τους που είναι απαραίτητη στα έγγραφα, όπου ο τύπος είναι συστατικός. Επί πλέον, όταν διακινούνται μέσω ανοικτών δικτύων, όπως είναι το διαδίκτυο, υπάρχει κίνδυνος να υποκλαπούν αυτά από τρίτους και να αλλοιωθεί ή τροποποιηθεί το περιεχόμενό τους.

Για να θεωρείται αξιόπιστο, ένα ηλεκτρονικό έγγραφο πρέπει να συνοδεύεται από μηχανισμούς που, αφενός, ταυτοποιούν τον εκδότη του και, αφετέρου, διασφαλίζουν την αυθεντικότητα των δεδομένων, την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητά τους. Οι σκοποί αυτοί επιτυγχάνονται μέσω της χρήσης ηλεκτρονικών υπογραφών και άλλων υπηρεσιών εμπιστοσύνης (Trust Services). 

 

V. Εννοιολογική και λειτουργική προσέγγιση των Ηλεκτρονικών Υπογραφών

Ως γνωστόν η χρήση της ιδιόχειρης υπογραφής εξατομικεύει στο μέγιστο βαθμό τον εκδότη ενός εγγράφου, μέσω της παρατήρησης, δηλαδή με τη μέθοδο της άμεσης απόδειξης, από ειδικούς πραγματογνώμονες (γραφολόγους), του γραφικού χαρακτήρα της υπογραφής, από τον οποίο και εξάγεται ασφαλές συμπέρασμα για τον εκδότη του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σε κάθε πρόσωπο αντιστοιχεί ένας μοναδικός και προσωπικός γραφικός χαρακτήρας, συνεπώς, καθίσταται δυσχερής η απομίμηση της ιδιόχειρης υπογραφής από τρίτα πρόσωπα και κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται το αναλλοίωτο του εγγράφου25. Συνακόλουθα, η ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη καθορίζει την αποδεικτική ισχύ του εγγράφου (ΑΚ 160 § 1 σε συνδυασμό με ΚΠολΔ 443), ενώ η γνησιότητα της υπογραφής αποδεικνύει και τη γνησιότητα του περιεχομένου του εγγράφου (ΚΠολΔ 457 § 3).

Η χρήση από το νομοθέτη της έννοιας της «υπογραφής» και στο περιβάλλον του διαδικτύου πηγάζει από την ανάγκη αναγνώρισης μιας ηλεκτρονικής μεθόδου ως νομικά έγκυρης και ισότιμης με τη χειρόγραφη μέθοδο παραγωγής υπογραφής, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τις επιγραμμικές συναλλαγές, και συγκεκριμένα όπου, κατ’ άρθρο 160 ΑΚ, το έγγραφο ως συστατικό στοιχείο της δικαιοπραξίας πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του, αλλά και σε διαδικασίες απόδειξης (όπου δηλ. κατ’ άρθρο 443 ΚΠολΔ, η αποδεικτική δύναμη του εγγράφου καθορίζεται από την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του). 

Όπως ήδη αναφέρθηκε, στο άρθρο 3 περ. 10 του Κανονισμού eIDAS ορίζεται ότι ως ηλεκτρονική υπογραφή νοούνται τα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή, τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή και τα οποία χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για να υπογράψει26. Ο συγκεκριμένος ορισμός, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να αποβλέπει στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τη διακρίβωση της γνησιότητας (λ.χ. στο κρυπτογραφημένο αποτύπωμα της δήλωσης που δημιουργείται με τη βοήθεια του ιδιωτικού κλειδιού) και όχι στη διαδικασία καθεαυτή, στην ουσία δεν αποκλίνει από αυτά που γίνονται δεκτά στη θεωρία που κάνει λόγο για «υπηρεσίες ηλεκτρονικής υπογραφής», εννοώντας προφανώς υπηρεσίες τεκμηρίωσης27. Ο όρος «ηλεκτρονική υπογραφή» χρησιμοποιείται ειδικότερα τόσο από το νομοθέτη όσο και από τη θεωρία άλλοτε υπό ευρεία έννοια, δηλαδή ως μέθοδος τεκμηρίωσης, και άλλοτε υπό στενή έννοια, δηλαδή ως ηλεκτρονικά δεδομένα που συντελούν στην τεκμηρίωση.

Η πιο σύνθετη και ασφαλής μέθοδος ηλεκ­τρονικής υπογραφής είναι η ασύμμετρη κρυπτογραφία με τη μέθοδο RSA, ή «ψηφιακή υπογραφή». Ο όρος είναι τεχνικός και υποδηλώνει τη συγκεκριμένη μέθοδο ασύμμετρης κρυπτογράφησης των ηλεκτρονικών δεδομένων με τη χρήση δημόσιου κλειδιού κατά τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η γνησιότητά τους. 

 

Η αυθεντικότητα της ψηφιακής υπογραφής βασίζεται στη χρήση ενός «κλειδιού», ενός μαθηματικού αλγόριθμου, η χρήση του οποίου εξασφαλίζει το μη αναγνωρίσιμο από τρίτους και χρησιμοποιείται στην κρυπτογράφηση και την αποκρυπτογράφηση. Η εξέλιξη οδήγησε στη χρησιμοποίηση δύο κλειδιών, ενός ιδιωτικού και ενός δημοσίου (ασύμμετρο κρυπτογραφικό σύστημα – asymmetric or public key crypto­system). Το ιδιωτικό κλειδί (private key) χρησιμοποιείται για το σφράγισμα του ηλεκτρονικού μηνύματος και είναι απόρρητο, ενώ το δημόσιο κλειδί (public key) αντιστοιχεί στο πρώτο, χρησιμοποιείται για την αποσφράγιση του μηνύματος και δεν είναι απόρρητο. Επομένως, το πρώτο κλειδί το γνωρίζει μόνο ο αποστολέας και μόνο αυτός μπορεί να επέμβει στο κείμενο, ενώ το δεύτερο το γνωστοποιεί σε κάθε συναλλασσόμενο με αυτόν για να μπορεί να αποκρυπτογραφεί –«διαβάζει» τα μηνύματα του πρώτου28. Στην ηλεκτρονική υπογραφή ακολουθείται το σύστημα της ασύμμετρης κρυπτογράφησης και ηλεκτρονική υπογραφή είναι μια «κλειδωμένη» σύντμηση ενός ηλεκτρονικού κειμένου η οποία προσφέρει εγγύηση της αυθεντικότητας και της μη αλλοίωσής του29. Οι ηλεκτρονικές υπογραφές που παράγονται με χρήση κρυπτογραφικών μεθόδων, δεν προσθέτουν κάτι στο ίδιο το έγγραφο ούτε προκαλούν κάποιου είδους αλλοίωση στο φορέα του (ενώ ανάλογα με την παραμετροποίηση του χρήστη μπορεί να είναι ορατές κατά την εκτύπωση, ή και μη ορατές). 

 

Ο έλεγχος εγκυρότητας (από τον παραλήπτη) ενός ηλεκτρονικού εγγράφου που φέρει Εγκεκριμένη Ηλεκτρονική Υπογραφή γίνεται μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας, με τη χρήση κατάλληλου λογισμικού, με σκοπό τη διασφάλιση της αυθεντικότητας του υπογράφοντος και της ακεραιότητας του εγγράφου (άρθρο 32 του Κανονισμού). Αρχικά, επαληθεύεται αν η υπογραφή εκδόθηκε από αναγνωρισμένο Πάροχο Υπηρεσιών Εμπιστοσύνης (QTSP) μέσω της EU Trusted List. Στη συνέχεια, ελέγχεται η γνησιότητα της υπογραφής με τη χρήση κατάλληλων λογισμικών (όπως το Adobe Acrobat ή την Υπηρεσία Επαλήθευσης της ΕΕ), επιβεβαιώνοντας ότι το πιστοποιητικό είναι έγκυρο και δεν έχει ανακληθεί. Παράλληλα, εξετάζεται η ακεραιότητα του εγγράφου – αν έχει τροποποιηθεί μετά την υπογραφή, η υπογραφή καθίσταται μη έγκυρη. Τέλος, επαληθεύεται η ταυτότητα του υπογράφοντος, διασταυρώνοντας τα στοιχεία του και το αν η υπογραφή δημιουργήθηκε μέσω ασφαλούς συσκευής (QSCD). Αν όλα τα κριτήρια πληρούνται, το έγγραφο θεωρείται αυθεντικό και νομικά έγκυρο, η δε ηλεκτρονική υπογραφή έχει ισχύ χειρόγραφης υπογραφής30. Όλη αυτή η διαδικασία επαλήθευσης θα πρέπει ασφαλώς (και είναι δυνατόν) να γίνεται μόνον ηλεκτρονικά. 

Η πλήρης εξομοίωση της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής (QES) με την ιδιόχειρη οφείλεται στην ικανότητά της να λειτουργήσει ως υποκατάστατό της, αφού επιτελεί επιτυχώς: α) τη λειτουργία προσδιορισμού της ταυτότητας του εκδότη, δεδομένου ότι τα κλειδιά κρυπτογράφησης και αποκρυπτογράφησης παρέχονται από έγκριτες υπηρεσίες πιστοποίησης σε συγκεκριμένα πρόσωπα, με τα οποία συνδέονται συμ­βατικά, β) τη λειτουργία επιβεβαίωσης της ακεραιότητας του ηλεκτρονικού εγγράφου˙ μέσω της διαδικασίας επαλήθευσης της ηλεκτρονικής υπογραφής διαπιστώνεται η όποια αλλοίωση του περιεχομένου του31, γ) την αποδεικτική λειτουργία, στο βαθμό που με τη βοήθεια του πιστοποιητικού τεκμαίρεται ότι η δήλωση βουλήσεως προέρχεται από τον υπογράφοντα, δ) την εγγυητική λειτουργία, καθώς ο αποστολέας του ηλεκτρονικού εγγράφου, με την ψηφιακή του υπογραφή αναλαμβάνει την ευθύνη για τη γνησιότητα και την ακρίβεια του περιεχομένου του εγγράφου και ε) την εμπιστευτική λειτουργία, με την έννοια ότι το μήνυμα θα διαβαστεί μόνο από τον προοριζόμενο λήπτη32

Ο Κανονισμός eIDAS αν και αναγνωρίζει ως έγκυρες και τις λοιπές μορφές ηλεκτρονικών υπογραφών (άρθρο 25 § 1) δεν προσδίδει σε αυτές την ίδια ισχύ με τις «ψηφιακές». Η απλή ηλεκτρονική υπογραφή (SES) είναι οποιαδήποτε ηλεκτρονικά παραγόμενη ένδειξη ταυτοποίησης που χρησιμοποιείται για την επαλήθευση της προέλευσης ενός εγγράφου ή μιας επικοινωνίας. Πρόκειται για την πιο βασική μορφή ηλεκτρονικής υπογραφής, και συνηθέστερη στις σύγχρονες συναλλαγές μέσω διαδικτύου, και δεν παρέχει ιδιαίτερα αυξημένη ασφάλεια, καθώς δεν υπάρχει εξασφάλιση της ταυτότητας του υπογράφοντος ούτε προστασία από αλλοίωση του εγγράφου μετά την υπογραφή. Απλή ηλεκ­τρονική υπογραφή συνιστά λ.χ. η χρήση συνθηματικών προσωπικών κωδικών αναγνώρισης (password, PIN) και η ιδιόχειρη υπογραφή σε επιφάνεια καταγραφής (tablet) με τη χρήση γραφίδας (π.χ. ν. 5045/2023). Επίσης, δύναται να συνίσταται στην αναγραφή (πληκτρολόγηση) του ονόματος του αποστολέα σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ή στην προσθήκη μιας ψηφιοποιημένης εικόνας (scanned image) μιας χειρόγραφης υπογραφής33 ή ακόμα και ένα σύμβολο/σήμα που προσθέτει κάποιος σε ένα ψηφιακό έγγραφο. Σε αντίθεση με τις προηγμένες και εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές, η απλή μπορεί να δημιουργηθεί εύκολα χωρίς την ανάγκη ειδικών εργαλείων. 

Άλλες υπηρεσίες εμπιστοσύνης είναι η Ηλεκτρονική σφραγίδα (electronic seal), η Ηλεκ­τρονική χρονοσφραγίδα (electronic time­stamp), η Ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης (electronic registered service), το Πιστοποιητικό γνησιότητας διαδικτυακού τόπου (certifi­cate for website authentication), η Εγκεκριμένη υπηρεσία επικύρωσης (validation) εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών και σφραγίδων, και η Εγκεκριμένη υπηρεσία διαφύλαξης (pre­servation) ηλεκτρονικών εγγράφων που φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα.

 

V. Κατηγοριοποίηση ηλεκτρονικών εγγράφων με βάση τις διατάξεις του ν. 4727/2020

 

Με το ν. 4727/202034 ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία 2016/2102/ΕΕ για την προσβασιμότητα των ιστότοπων και των εφαρμογών για φορητές συσκευές των οργανισμών του δημόσιου τομέα, η Οδηγία 2019/1024/ΕΕ για τα ανοικτά δεδομένα και την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα και η Οδηγία 2018/1972/ΕΕ για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών. Ειδικότερα, εισήχθησαν νέες ρυθμίσεις (κυρίως για την «ψηφιακή διακυβέρνηση» στο δημόσιο τομέα και για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), ενώ παράλληλα επαναλήφθηκαν και κωδικοποιήθηκαν ισχύουσες διατάξεις, κυρίως δε οι διατάξεις του Κανονισμού eIDAS για τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης35

Πιο συγκεκριμένα, ο ν. 4727/2020 καθορίζει ρητώς τις διαδικασίες έκδοσης, διακίνησης, πρωτοκόλλησης και αρχειοθέτησης των ηλεκ­τρονικών εγγράφων, καθώς και το κύρος και την αποδεικτική ισχύ αυτών (και των εκτυπώσεών τους), είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Μάλιστα, με τις διατάξεις των άρθρων 14 § 4, 15 § 2 και 27 § 3 τονίζεται ότι είτε πρόκειται για τα πρωτότυπα, είτε για αντίγραφα, αυτά οφείλεται να γίνονται «υποχρεωτικά» αποδεκτά από τις δημόσιες υπηρεσίες, εφόσον βεβαίως τηρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Κατά τη θεωρία, εν προκειμένω, ανακύπτει ζήτημα αντίθεσης των διατάξεων αυτών με το άρθρο 5 του Συντάγματος, καθώς η «υποχρεωτικότητα» αυτή οδηγεί, ενδεχομένως, σε απίσχναση και της δυνατότητας του λήπτη να αρνηθεί την αποδοχή τους, γεγονός που δημιουργεί κινδύνους ως προς το κύρος συμβάσεων ή εν γένει δηλώσεων βούλησης, οι οποίες εμπεριέχονται στα συγκεκριμένα ηλεκτρονικά έγγραφα36.

Ακολούθως, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4727/2020 τα ηλεκτρονικά έγγραφα κατηγοριοποιούνται σε δύο ομάδες, τα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα (άρθρα 13 και 14) και τα η­λεκτρονικά ιδιωτικά έγγραφα (άρθρο 15). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 13 § 2, τα ηλεκτρονικά ή ψηφιακά δημόσια έγγραφα παράγονται, είτε πλήρως αυτοματοποιημένα μέσω ειδικού πληροφοριακού συστήματος37 που συνθέτει κατάλληλα στοιχεία δεδομένων, είτε μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής γραφείου, είτε μέσω ψηφιοποίησης έντυπου εγγράφου. Έτερη κατηγοριοποίηση αφορά στις μορφές έκδοσης των η­λεκτρονικών δημόσιων εγγράφων τα οποία εκδίδονται: α) ως πρωτότυπα ηλεκτρονικά έγγραφα της § 3, β) ως ηλεκτρονικά ακριβή αντίγραφα της § 4, και γ) ως ψηφιοποιημένα ηλεκτρονικά αντίγραφα της § 538

Άξιες προσοχής, επίσης, είναι οι διατάξεις του ν. 4727/2020, που αφορούν στις εκτυπώσεις (print out) των ιδιωτικών και δημοσίων ηλεκ­τρονικών εγγράφων (πρωτοτύπων και αντιγράφων). Συγκεκριμένα, ως προς τη νομική φύση του εκτυπώματος είχαν διατυπωθεί τρεις απόψεις: α) ότι αποτελεί αντίγραφο39 του πρωτότυπου ηλεκτρονικού εγγράφου που βρίσκεται στη μνήμη του Η/Υ στον οποίο δημιουργήθηκε, β) ότι είναι πρωτότυπο έγγραφο40, όπως και οι μαγνητικές καταχωρήσεις, αφού τα ηλεκτρονικά δεδομένα καθίστανται αναγνώσιμα για πρώτη φορά μετά το μετασχηματισμό τους και γ) ότι το εκτύπωμα θα μπορούσε να θεωρηθεί, κατά κάποιον τρόπο, ως μετάφραση του νοήματος του ηλεκτρονικού εγγράφου από τη γλώσσα της πληροφορικής στην νεοελληνική γλώσσα41.

Πλέον με τις διατάξεις των άρθρων 14 § 4 και 15 § 2 η εκτύπωση θεωρείται αντίγραφο των ηλεκτρονικών εγγράφων, η οποία μάλιστα θα πρέπει να φέρει επικύρωση από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή ΚΕΠ ή δικηγόρο42. Όμως, επειδή η διαδικασία ελέγχου ηλεκτρονικών υπογραφών με αναγνωρισμένο πιστοποιητικό γίνεται μόνο με χρήση κατάλληλου λογισμικού για τη χρήση του οποίου απαιτούνται τεχνικές γνώσεις, ο πλήρης και νομικά έγκυρος έλεγχος δεν δύναται να γίνει από δικηγόρο (ή υπάλληλο ΚΕΠ κλπ.), ως απλή επικύρωση αντιγράφου, κατ’ άρθρο 36 του ν. 4194/2013, αλλά απαιτείται, κατά την άποψή μας, η διεξαγωγή τεχνικής πραγματογνωμοσύνης από πρόσωπο με εξειδικευμένες γνώσεις43, αφού μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να βεβαιωθεί ενώπιον των δικαστηρίων η γνησιότητα της προέλευσης και η ακεραιότητα του περιεχομένου ενός εγγράφου, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό eIDAS.

Επιπλέον, η απαίτηση του άρθρου 15 § 2, σύμφωνα με την οποία η επικύρωση πραγματοποιείται «μέσω της διαπίστωσης της ταύτισης του περιεχομένου του εκτυπωμένου εγγράφου με το ηλεκτρονικό ιδιωτικό έγγραφο», συνηγορεί υπέρ της απόδοσης μεγαλύτερης σημασίας στην περιεχόμενη πληροφορία (ψηφιακά δεδομένα) παρά στη μορφή του εγγράφου ή στον υλικό του φορέα44

Συμπερασματικά, ο ν. 4727/2020 α) εισήγαγε ένα ολοκληρωμένο και δεσμευτικό πλαίσιο για τα ηλεκτρονικά έγγραφα στην Ελλάδα, με κύριες ρυθμίσεις που αφορούν το κύρος, την αποδοχή, τη διακίνηση και την αποδεικτική ισχύ τους, β) καθιέρωσε μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης (άρθρο 27) μια, καταρχάς, ασφαλή διαδικασία εξ αποστάσεως συναλλαγής των πολιτών με φορείς του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα για την έκδοση ηλεκτρονικών εγγράφων μέσα από φερέγγυα κανάλια χρήσης ατομικών διαπιστευτηρίων ασφαλείας, με τη χρήση κωδικών taxisnet και κωδικών ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), γ) απέδωσε στα ψηφιοποιημένα έγγραφα δικονομική ισχύ ακριβούς αντιγράφου (παρά την ανομοιότητα ανάμεσα στο πρωτότυπο έντυπο έγγραφο και το ψηφιοποιημένο αντίγραφο), με προφανή σκοπιμότητα τη διευκόλυνση των συναλλαγών45, και δ) τέλος, επιχειρήθηκε η ρύθμιση και δικονομικών ζητημάτων σχετικά με τα ηλεκτρονικά έγγραφα (ιδιωτικά και δημόσια) και ειδικότερα ζητήματα αποδεικτικής τους ισχύος. 

 

VII. Αποδεικτική ισχύς των Ηλεκτρονικών Εγγράφων

 

Η αποδεικτική ισχύς των ηλεκτρονικών εγγράφων καθορίζεται με βάση το είδος της ηλεκτρονικής υπογραφής που φέρουν (εγκεκριμένη, προηγμένη και απλή ηλεκτρονική υπογραφή). Ενώ σε μια τέταρτη κατηγορία αποδεικτικής διαβάθμισης εντάσσονται τα έγγραφα που δεν φέρουν κανενός είδους ηλεκτρονική υπογραφή.

Οι διατάξεις των άρθρων 3 περ. 12 και 25 επ. του Κανονισμού eIDAS εξομοιώνουν την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή με την ιδιόχειρη επιτρέποντας, με τον τρόπο αυτό, την ευθεία εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 160 ΑΚ και 443 και 445 ΚΠολΔ, οι οποίες ρυθμίζουν το ιδιωτικό έγγραφο ως συστατικό τύπο της δήλωσης βούλησης στο Αστικό Δίκαιο, είτε αυτός έχει ορισθεί από τα μέρη, είτε από το νόμο, και ως μέσο απόδειξης στην Πολιτική Δικονομία. Ήδη όμως από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 25, ορίζεται ότι η νομική ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής ή το παραδεκτό της ως αποδεικτικού στοιχείου δεν απορρίπτεται από μόνο το λόγο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου46.

Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής είναι προφανής η επιδίωξη του ενωσιακού νομοθέτη να αποφευχθεί η συναγωγή επιχειρήματος εξ αντιδιαστολής από τη ρύθμιση της § 1 του οικείου άρθρου, που θα κατέληγε σε άρνηση οποιονδήποτε εννόμων αποτελεσμάτων στην ηλεκτρονική υπογραφή, που δεν πληροί τις οριζόμενες προδιαγραφές (δηλ. την απλή και την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή). Αντίθετα ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε να αφήσει ελεύθερα τα κράτη μέλη να επιλέξουν τις έννομες συνέπειες αυτού του είδους της ηλεκτρονικής υπογραφής σε ηλεκτρονικά έγγραφα, αναγνωρίζοντας ότι παρέχει μειωμένη ασφάλεια ως προς τη διαπίστωση της γνησιότητας των εγγράφων αυτών.

Στην ελληνική έννομη τάξη, από άποψη ουσιαστικού δικαίου γίνεται δεκτό, κατά την κρατούσα στη νομική θεωρία άποψη, ότι η ηλεκτρονική υπογραφή που δεν πληροί τις απαιτούμενες προδιαγραφές δεν καλύπτει σε σχέση με τα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή με τα οποία συνδέεται (ηλεκτρονικό έγγραφο) τις απαιτήσεις που θέτει το άρθρο 160 ΑΚ, το οποίο δεν εφαρμόζεται αναλόγως. Κατά συνέπεια η χρήση της σε ηλεκτρονικά έγγραφα που περιλαμβάνουν δικαιοπραξίες για τις οποίες απαιτείται ως νόμιμος συστατικός τύπος αυτός του ιδιωτικού εγγράφου (π.χ. εγγύηση, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ) θα ισοδυναμεί με έλλειψη κύρους του ιδιωτικού εγγράφου και συνεπώς έλλειψη κύρους της δικαιοπραξίας, η οποία θα κρίνεται άκυρη κατ’ άρθρο 160 § 1 και 159 § 1 ΑΚ47. Συν­ακόλουθα, για τις λοιπές συμβάσεις που δεν προβλέπεται συστατικός νόμιμος τύπος, λόγω της αρχής του ατύπου των δικαιοπραξιών, είναι έγκυρη η ηλεκτρονική κατάρτισή τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις προφορικές συμφωνίες.

Αντιθέτως, στο δικονομικό πεδίο για την αποδεικτική ισχύ των μη αναβαθμισμένων ηλεκ­τρονικών υπογραφών έχουν διατυπωθεί τρεις απόψεις48: α) κατά την άποψη που ακολουθείται παγίως από τα δικαστήρια της ουσίας, στα συγκεκριμένα έγγραφα αναγνωρίζεται η πλήρης αποδεικτική ισχύς των άρθρων 443, 444 και 445 ΚΠολΔ (ότι ως μηχανική απεικόνιση εμπίπτει στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου με αποδεικτική δύναμη εις βάρος του εκδότη49), β) κατ’ άλλη άποψη, τα ηλεκτρονικά έγγραφα που συνοδεύονται από απλές μορφές ηλεκτρονικής υπογραφής αναπτύσσουν την αποδεικτική ισχύ του άρθρου 448 § 2 ΚΠολΔ (απόδειξη πραγματικών γεγονότων) και γ) κατά την πλέον αυστηρή άποψη, το ηλεκτρονικό έγγραφο το οποίο συνοδεύεται από την απλή ηλεκτρονική υπογραφή εκπίπτει σε μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο50, το οποίο συνεκτιμάται με τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 270 § 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ. 

Πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 16 § 1 του ν. 4727/2020 «ηλεκτρονικό έγγραφο που φέρει απλή ή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του εκδότη του αποτελεί μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια του άρθρου 444 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στην περίπτωση του άρθρου 160 του Αστικού Κώδικα και του άρθρου 443 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας απαιτείται εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα». Ενώ κατά την § 2 του ιδίου άρθρου «ηλεκτρονικά έγγραφα με απλή ή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή εκτιμώνται ελεύθερα ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις». Επίσης, με το άρθρο 101 § 1 του ν. 4727/2020 το ηλεκτρονικό δημόσιο έγγραφο εντάσσεται στην έννοια και αποδεικτική εμβέλεια των δημοσίων εγγράφων κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ, ενώ όμοια ρύθμιση εισάγεται και στο άρθρο 171 § 1 του ΚΔιοικΔικ (πρβλ. και άρθρο 102 § 1 του ν. 4727/2020).

Συνακόλουθα, με δεδομένο ότι μόνο η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή εξομοιώνεται με την ιδιόχειρη, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν είναι πλέον εφικτή η έκδοση διαταγής πληρωμής η οποία ερείδεται σε ιδιωτικά έγγραφα που δεν φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, αλλά φέρουν απλή ή προηγμένη ηλεκ­τρονική υπογραφή (όπως έγγραφα που απεικονίζουν τραπεζικές συναλλαγές μέσω πληροφοριακών συστημάτων ή έγγραφα από μεταξύ ιδιωτών ηλεκτρονική αλληλογραφία με αποστολή e-mail51). 

Τέλος, όσον αφορά στα ηλεκτρονικά έγγραφα που δεν φέρουν κανενός είδους ηλεκτρονική υπογραφή52, θα πρέπει να γίνει δεκτό53 ότι η απόδειξη της γνησιότητάς τους καθίσταται δυνατή, καταρχήν, με τη βοήθεια των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την εφαρμογή της μεθόδου της έμμεσης δια τεκμηρίων απόδειξης (άρθρο 336 § 3 ΚΠολΔ).

 

VIIΙ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Η επιλογή του Ευρωπαίου νομοθέτη να επιλέξει τη μορφή του Κανονισμού (ενός δεσμευτικού νομοθετήματος με αυξημένη νομοθετική ισχύ) για τη ρύθμιση των θεμάτων που προαναφέρθηκαν, καταδεικνύει την πρόθεση να υιοθετηθούν ευέλικτες, ομοιόμορφες και ασφαλείς λύσεις, που θα βοηθήσουν στην ενσωμάτωση και αξιοποίηση των σχετικών υπηρεσιών εμπιστοσύνης και στην άρση των φραγμών στις επιγραμμικές συναλλαγές μεταξύ των χρηστών.

Η ελληνική νομολογία δείχνει να περιορίζεται αποκλειστικά στη λειτουργία των απλών ηλεκτρονικών υπογραφών ως διαπιστεύσεων της ταυτότητας του συντάκτη του ηλεκτρονικού εγγράφου μη λαμβάνοντας υπόψη τις υπόλοιπες τρεις λειτουργίες που πρέπει να επιτελούν οι ηλεκτρονικές υπογραφές. Με τον τρόπο αυτό ωστόσο ελλοχεύει ο κίνδυνος ανασφάλειας στις ηλεκτρονικές συναλλαγές και συνδιαλλαγές. Η διασταλτική ερμηνεία που εφαρμόζουν τα ελληνικά δικαστήρια αναφορικά με τις απλές ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν παρέχει τις δέουσες εγγυήσεις στις οποίες αποσκοπούσε το π.δ. 150/ 2001 και πλέον ο Κανονισμός eIDAS για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Με δεδομένες πλέον τις αλλαγές που έχει εισάγει ο ν. 4727/2020, θα πρέπει να επιδειχθεί από όλους τους εφαρμοστές του δικαίου η μέγιστη πρόνοια, ώστε η αξιοποίηση των περιθωρίων που επιτρέπει το άρθρο 26 του Κανονισμού για την κρίση των εθνικών δικαστηρίων, να μην καταλήξει σε καταστρατήγηση των διατάξεων, που έχουν ταχθεί για την καθιέρωση ενός ενιαίου και ασφαλούς περιβάλλοντος διαδικτυακής αλληλεπίδρασης. 


1. Για λόγους πληρέστερης κατανόησης της παρούσας θεματικής θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην επιστήμη της Πληροφορικής η Ασφάλεια Πληροφοριακών Συστημάτων στηρίζεται σε τρεις βασικές αρχές: Εμπιστευτικότητα – Ακεραιότητα – Διαθεσιμότητα. Συγκεκριμένα: α) η εμπιστευτικότητα (Confidentiality) σημαίνει ότι ευαίσθητες πληροφορίες δεν θα πρέπει να αποκαλύπτονται σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα, β) η ακεραιότητα (Integrity) αναφέρεται στη διατήρηση των δεδομένων ενός πληροφοριακού συστήματος σε μια γνωστή κατάσταση χωρίς ανεπιθύμητες τροποποιήσεις, αφαιρέσεις ή προσθήκες από μη εξουσιοδοτημένα άτομα, καθώς και την αποτροπή της πρόσβασης ή χρήσης των υπολογιστών και δικτύων του συστήματος από άτομα χωρίς άδεια και γ) η διαθεσιμότητα (Avai­la­bility) των δεδομένων και των υπολογιστικών πόρων είναι η εξασφάλιση ότι οι υπολογιστές, τα δίκτυα και τα δεδομένα θα είναι στη διάθεση των χρηστών όποτε απαιτείται η χρήση τους.

2. Choudhury, S (Ed.). Public Key Infrastructure Implementation and Design. New York: D. M&T Books, 2002, σ. 11.

3. Βεβαίως, είχαν προηγηθεί αντίστοιχου περιεχομένου νομοθετικές πρωτοβουλίες εθνικού επιπέδου (Ιταλία, Γερμανία, κ.α.), από τις οποίες αντλήθηκαν στοιχεία που ακολούθως αποτυπώθηκαν στην Οδηγία. Στην Ελλάδα η πρώτη νομοθετική πρόβλεψη για την ψηφιακή υπογραφή (η οποία ταυτιζόταν εννοιολογικά με την «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή» της Οδηγίας) είχε γίνει ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2672/1998, όπου παρέχεται μία αρχική, αλλά περιορισμένη, αναγνώριση των ψηφιακών υπογραφών σε διαδικασίες του δημόσιου τομέα.

4. Ιγγλεζάκης Ι., Οι νομικές ρυθμίσεις για τις ψηφιακές υπογραφές: Η Οδηγία 1999/93/ΕΚ και οι εθνικές νομοθεσίες, ΕπισκΕμπΔικ 2000. 619-638, και Λιναρίτης Ι., Η νομοθετική ρύθμιση των ηλεκτρονικών υπογραφών μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 99/93 της ΕΕ στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 150/2001, ΔΕΕ 3/2002. 257 επ.

5. Κυρίως με τη διάταξη του άρθρου 3 § 1, σύμφωνα με την οποία: «Η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που βασίζεται σε αναγνωρισμένο πιστοποιητικό και δημιουργείται από ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφής επέχει θέση ιδιόχειρης υπογραφής τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο δικονομικό δίκαιο».

6. Dumortier J., Regulation (EU) No 910/2014 on Electronic Identification and Trust Services for Electronic Transactions in the Internal Market (eIDAS Re­gulation), προσβάσιμο σε: https://papers.ssrn.com/ sol3/papers.cfm?abstract_id=2855484, όπου αναφέρονται τα σημεία που είχε αποτύχει η Οδηγία και τα αντίστοιχα που διόρθωσε ο Κανονισμός.

7. Βλ. αιτιολ. σκέψεις Κανονισμού 1 έως 12. Και Βαρβέρης Α., Το «ηλεκτρονικό έγγραφο» στο ευρωπαϊκό δίκαιο και η σημασία της ηλεκτρονικής υπογραφής, ΔιΜΜΕ τεύχος 4/2016. 512 επ. 

8. Εγγύτερη ανάλυση για την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες διασφάλισης εμπιστοσύνης˙ βλ. Κόμνιος Κ., Το νέο ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο για την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης, ΕφΑΔΠολΔ 6/2017. 498 επ. 

9. Η διαβάθμιση των ηλεκτρονικών υπογραφών, αφενός συμβάλλει στην ευκολία χρήσης τους (κυρίως δε όσον αφορά στην ασφάλεια), αφετέρου όμως πιθανόν να απομειώνει την εμπιστοσύνη που θα έπρεπε να αναδεικνύει.

10. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και οι κωδικοί εισόδου σε κλειστά δίκτυα με προεγγεγραμμένους χρήστες, που ελέγχονται από δημόσιες αρχές, στις οποίες περιλαμβάνονται λ.χ. οι φορολογικές αρχές, τα δικαστήρια, κ.α.

11. Επισημαίνεται ότι με την έννοια «διάταξη» αποδίδεται η αγγλική λέξη «device», δηλ. ο τεχνικός – ηλεκτρονικός συνδυασμός υλικού (hardware) και λογισμικού (software), βάσει του οποίου δημιουργείται η ηλεκτρονική υπογραφή.

12. Κάθε ερμηνευτική προσπάθεια εξομοίωσης του ηλεκτρονικού εγγράφου με το κλασικό έγγραφο, αν και καλόπιστη, προδίδει την αδυναμία κατανόησης των ιδιαιτεροτήτων της ηλεκτρονικής επικοινωνίας και του διαδικτύου. Όμως, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κύριο μέλημα του νομοθέτη αποτέλεσε, και συνεχίζει να αποτελεί, η απόδοση στο «ηλεκτρονικό έγγραφο» ισοδύναμης νομικής και αποδεικτικής δύναμης με εκείνη που αποδίδεται στο έγχαρτο έγγραφο, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε εννοιολογική διαφοροποίηση, όπως η υιοθέτηση λ.χ. του όρου «ηλεκτρονικά αρχεία», να είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σύγχυσης στους χρήστες και να αποτελούσε εμπόδιο στους σκοπούς του νόμου.

13. Χριστοδούλου Κ., Ηλεκτρονικά έγγραφα και ηλεκτρονική δικαιοπραξία, έκδοση Β, σ. 57-58.

14. Στο άρθρο 384 ΠολΔ τα έγγραφα ορίζονταν, κατά ένα πολύ ευρύ ορισμό, «ως τα υλικά αντικείμενα, που περιέχουν απομνημόνευση (παρωχημένων) γεγονότων, εννοιών ή και πραγματικών καταστάσεων».

15. Ράμμος Γ., Εγχειρίδιο αστικού δικονομικού δικαίου τόμος Β΄, 1980, σ. 882 επ.

16. Νίκας Ν., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Γ’ έκδοση, 2018, σ. 487.

17. Γέσιου - Φαλτσή Π., Δίκαιο αποδείξεως, 3η έκδοση, 1986, σ. 279.

18. Κουσούλης Στ., Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, εκδ. Αντ. Σάκκουλα (1992), σ. 138 επ.

19. Ενδεικτικά ΜΠρΑθ 1327/2001 ΔΕΕ 2001. 377 επ., ΜΠρΑθ 1963/2004 ΔιΜΕΕ 2004. 25‐27, ΜΠρΑθ 6304/ 2004 Αρμ 2005. 239. Διατυπώθηκε δε και μια δεύτερη, μη κρατούσα, άποψη, η οποία απαιτούσε λιγότερα εννοιολογικά στοιχεία. Ως ηλεκτρονικό έγγραφο, κατά την άποψη αυτή, «θα μπορούσε να νοηθεί, με βάση την κοινή πείρα, κάθε έγγραφο το οποίο έχει ως ειδοποιό χαρακτηριστικό το ότι δημιουργείται με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής τεχνολογίας». Βλ. Χριστοδούλου Κ., ό.π. σ. 3 επ.

20. Για την έννοια της αποϋλοποίησης και τα εννοιολογικά γνωρίσματα του ηλεκτρονικού δικαίου εν γένει βλ. ex multis Χριστοδούλου Κ., Επιτομή Ηλεκ­τρονικού Αστικού Δικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα (2013), σ. 3 επ. 

21. Παρά το γεγονός ότι διατυπώθηκαν κατά καιρούς διάφοροι ορισμοί της έννοιας της πληροφορίας, από νομικούς και μη, δεν υπάρχει κάποια εννοιολογική απόδοση, που να θεωρείται ως γενικώς αποδεκτή. Στον χώρο του δικαίου κατ’ αναλογία, η πληροφορία, όποτε αποτελεί αντικείμενο δικαστικής προστασίας, ταυτίζεται εννοιολογικά άλλοτε με το περιεχόμενο του μηνύματος που αποτελεί και άλλοτε με τη μορφή του, με αποτέλεσμα να μην προστατεύεται ποτέ ως σύνολο, αλλά άλλοτε ως «περιεχόμενο» (δίκαιο αθέμιτου ανταγωνισμού, δίκαιο εφευρέσεων) και άλλοτε ως «μορφή» (δίκαιο διανοητικής ιδιοκτησίας). Για τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της πληροφορίας βλ. ειδικότερα Συνοδικού Τ., Η νομική προστασία των βάσεων δεδομένων, εκδ. Σάκκουλα (2004) σ. 54 επ.

22. Κατά την άποψή μας ο ως άνω ευρύς ορισμός δεν απαιτεί πλέον την «εγγραφή» των δεδομένων στον μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ, ούτε την εκτύπωση του περιεχομένου του, όπως αξιώνεται από τον, πλέον, αδικαιολόγητα στενό και τεχνικώς ξεπερασμένο ορισμό του ηλεκτρονικού εγγράφου, που είχε γίνει δεκτός από τη θεωρία. Απαραίτητο στοιχείο όμως συνεχίζει να αποτελεί η δυνατότητα απεικόνισης του εγγράφου, με χρήση κατάλληλου λογισμικού, κατά τρόπο αναγνώσιμο στην οθόνη του Η/Υ.

23. Η συγκεκριμένη προϋπόθεση είχε συμπεριληφθεί στον ορισμό του ηλεκτρονικού εγγράφου σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3979/2011, αλλά και στο άρθρο 444 § 2 ΚΠολΔ.

24. Βλ. Καραδημητρίου Κ., Η ηλεκτρονική υπογραφή ως μέσο ασφάλειας των συναλλαγών στο ηλεκτρονικό εμπόριο, 2008, σ. 9, και αντίθετη άποψη σε Χριστοδούλου Κ., Επιτομή Ηλεκτρονικού Αστικού Δικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα (2013), σ. 63.

25. Πηλαβάκη Δ., Δικονομικά ζητήματα από την εξομοίωση της προηγμένης και εγκεκριμένης υπογραφής με την ιδιόχειρη κατά το π.δ. 150/2001 και Κανονισμό 910/2014, ΝοΒ 2019. 983 επ. με περαιτέρω παραπομπές. 

26. Βάσει του ορισμού, η ηλεκτρονική υπογραφή είναι έννοια γένους που περιλαμβάνει κάθε είδους υπογραφής, από τις πιο απλές (π.χ. τη χρήση προσωπικού κωδικού αναγνώρισης PIN) μέχρι και τις πιο σύνθετες, όπως αυτή της ασύμμετρης κρυπτογραφίας με τη μέθοδο RSA (της γνωστής και ως «ψηφιακής υπογραφής»).

27. Στην ελληνική νομική θεωρία η ηλεκτρονική υπογραφή νοείται ως μία μέθοδος τεκμηρίωσης με ηλεκ­τρονικά μέσα, που χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες μηχανικές απεικονίσεις με σκοπό να διασφαλίσει αφενός τη γνησιότητα και ακρίβεια της δήλωσης βούλησης και αφετέρου τα στοιχεία του προσώπου που προβαίνει στην δήλωση αυτή. Ενδεικτικά Γεωργιάδης Γ., Η σύναψη συμβάσεως μέσω του διαδικτύου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα (2003), σ. 166 επ. με περαιτέρω παραπομπές.

28. Προκειμένου μάλιστα να εξασφαλιστεί ότι το εκάστοτε ιδιωτικό κλειδί χρησιμοποιείται από τον πραγματικό δικαιούχο του, μπορούν να υιοθετηθούν και πρόσθετα μέτρα ασφαλείας, που αφορούν κυρίως στη χρήση τεχνικών μεθόδων αναγνώρισης της ταυτότητάς του μέσω μυστικών κωδικών αριθμών (PIN) ή βιομετρικών συσκευών αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων ή της ίριδας των ματιών.

29. Το σύστημα της ασυμμετρικής ή ασύμμετρης κρυπτογραφίας (υποδομή δημόσιου κλειδιού – Public Key Infrastructure) αναγνωρίζεται διεθνώς ως το πλέον ασφαλές και πρακτικό σύστημα διασφάλισης της εμπιστευτικότητας, αυθεντικότητας και ακεραιότητας των ηλεκτρονικών εγγράφων. Κι’ αυτό διότι εκτός από την κρυπτογράφηση των κειμένων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την πιστοποίηση της ταυτότητας του εκδότη τους και της ακεραιότητας του περιεχομένου τους.

30. Η προσθήκη Εγκεκριμένης Χρονοσήμανσης στο ηλεκτρονικό έγγραφο παρέχει ένα επιπλέον χαρακτηριστικό ασφαλείας, καθώς έχει υψηλότερο επίπεδο διασφάλισης της χρονικής στιγμής ύπαρξης του εγγράφου και της υπογραφής.

31. Σε περίπτωση τροποποίησης του ηλεκτρονικού εγγράφου, όσο ασήμαντη και αν είναι αυτή, η ηλεκτρονική υπογραφή παραβιάζεται και εμφανίζεται ως άκυρη όταν ελεγχθεί η επαλήθευσή της με κατάλληλα τεχνικά μέσα (π.χ. λογισμικό DSS, Adobe Acrobat). 

32. Βλ. Καραδημητρίου Κ., ό.π. σ. 133 και Ιγγλεζάκης Ι., Οι νομικές ρυθμίσεις για τις ψηφιακές υπογραφές. Η Οδηγία 1999/93/ΕΚ και οι εθνικές νομοθεσίες, ΕπισκΕμπΔικ (2000). 624. 

33. Σημειώνεται ότι η δια μηχανικού μέσου αποτύπωση της υπογραφής δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την ιδιόχειρη (εκτός των ανωνύμων τίτλων) (160 και 163 ΑΚ). Πρβλ. ΣτΕ 3279/2004, ΤΝΠ Νόμος και ΕφΑθ 2174/2004, Δνη 2006. 619.

34. Σινανιώτη – Μαρούδη Α., ν. 4727/2020 «Κώδικας Ψηφιακής Διακυβέρνησης – Κώδικας Ηλεκ­τρονικών Επικοινωνιών», ΝοΒ 2021 (69). 457-466.

35. Για πρώτη φορά το ρυθμιστέο πεδίο ενός νόμου προσεγγίζεται με βάση τα ηλεκτρονικά έγγραφα (βλ. κεφάλαιο Δ – Γενικές διατάξεις για τα ηλεκτρονικά έγγραφα) και όχι με βάση τις σχετικές υπηρεσίες εμπιστοσύνης (ηλεκτρονικές υπογραφές, ηλεκτρονικές σφραγίδες, κλπ.), αλλαγή που αποτελεί από μόνη της σημαντική καινοτομία του ν. 4727/2020.

36. Εγγύτερη ανάλυση σε: Κόντης Γ., Ηλεκτρονικό έγγραφο και πανδημική κρίση, ΕφΑΔΠολΔ 10/2021. 1141 και 1142.

37. Να σημειωθεί ότι τα εν λόγω πληροφοριακά συστήματα (όπως λ.χ. το TAXISnet και το myAADE) φέρουν το χαρακτήρα κλειστών δικτύων, καθώς πρόκειται για συστήματα που παρέχουν πρόσβαση μόνο σε εξουσιοδοτημένους χρήστες, όπως φορολογούμενους, επιχειρήσεις και αρμόδιους φορείς, μέσω πιστοποιημένων κωδικών πρόσβασης.

38. Η διαφοροποίηση των ηλεκτρονικών εγγράφων (με έμφαση στα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα) σε όσα παράγονται κατά πρωτότυπο τρόπο και σε όσα παράγονται ως ψηφιοποιημένα αντίγραφα έγχαρτων εγγράφων, με τη χρήση τεχνολογιών σάρωσης εγγράφων (scanning), αποτελεί σημαντική καινοτομία του ν. 4727/2020. Επίσης σημαντική είναι και η διάκριση ανάμεσα σε πρωτότυπα ηλεκτρονικά έγγραφα (πρωτοτύπως εκδιδόμενα) και σε ηλεκτρονικά ακριβή αντίγραφα (μεταγενεστέρως παραγόμενα). 

39. Άποψη που ακολουθούσε η νομολογία. ΜΠρΑθ 1327/2001, ΔΕΕ 2001. 377, ΑΠ 1628/2003, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 32/2011, ΕΠολΔ 2011. 757.

40. ΑΠ 35/2011, ΕφΑΔ 2011. 455, με παρατηρήσεις Ηλιακόπουλου, ΑΠ 570/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρ Λαμ 102/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛ 15/2017 ΤΝΠ Νόμος, όπου αναφέρει ότι «Για την αποδεικτική ισχύ των αποσπασμάτων που εξάγονται απευθείας εκ των μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων τράπεζας αρκεί να θεωρείται το γνήσιο της εκτύπωσης από τον διενεργήσαντα αυτή εξουσιοδοτημένο υπάλληλο της Τράπεζας και δεν απαιτείται η επικύρωσή τους από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο σε αντίθεση με την περίπτωση που είναι φωτοτυπικά αντίγραφα αυτών». 

41. Χριστοδούλου Κ. Ηλεκτρονικά έγγραφα και ηλεκτρονική δικαιοπραξία, σ. 73.

42. Πλέον τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα εμπορικών βιβλίων τραπεζών, με τα οποία διώκεται η έκδοση διαταγής πληρωμής, δεν αρκεί να φέρουν βεβαίωση του αρμόδιου υπαλλήλου, όπως γινόταν δεκτό, αλλά τη βεβαίωση του δικηγόρου που τα προσκομίζει ότι είναι ακριβή αντίγραφα εκ των πρωτοτύπων που τηρεί η τράπεζα.

43. Βλ. άρθρο 48 του ν. 4961/2022.

44. Ειδικά για τη διαδικασία επικύρωσης έχει δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4651/08.10.2021) η υπ’ αριθ. 32256ΕΕ2021 Κοινή Υπουργική Απόφαση «Διαδικασία επικύρωσης της εκτύπωσης ηλεκτρονικών δημόσιων και ηλεκτρονικών ιδιωτικών εγγράφων και νομική ισχύς».

45. Με την καθιέρωση της «υποχρεωτικότητας» καταδεικνύεται, ενδεχομένως, η βούληση του νομοθέτη να μην απορρίπτονται τα συγκεκριμένα έγγραφα ακριβώς λόγω του ηλεκτρονικού τρόπου παραγωγής τους και του γεγονότος ότι δεν φέρουν την εγκεκριμένη ηλεκ­τρονική υπογραφή του εκδότη τους, η οποία είναι και η μόνη που εξομοιώνεται με την ιδιόχειρη κατά τον Κανονισμό eIDAS.

46. Η πρόταξη των συγκεκριμένων διατάξεων στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 25 θεωρούμε ότι είναι ενδεικτική της σημασίας που αποδίδει ο νομοθέτης και στις λοιπές μορφές των ηλεκτρονικών υπογραφών.

47. Να σημειωθεί ότι στο άρθρο 8 του π.δ. 131/2003 (ηλεκτρονικό εμπόριο κ.λπ.) προβλέπεται η μόνη εξαίρεση από την ηλεκτρονική κατάρτιση τυπικών δικαιοπραξιών για τις συμβάσεις που: α) θεμελιώνουν ή μεταβιβάζουν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, β) απαιτούν την εκ του νόμου προσφυγή σε δικαστήρια, δημόσιες αρχές ή επαγγέλματα, που ασκούν δημόσια εξουσία, γ) εμπίπτουν στο οικογενειακό ή κληρονομικό δίκαιο. 

48. Κατηφόρης Ν., παρατηρήσεις στην ΔΠλΜΠρ Αθ 1932/2011, ΕΠολΔ 2011. 487, με περαιτέρω παραπομπές. 

49 Βλ. ΜΠρΑθ 1932/2011, ΜΠρΑθ 6302/2004, ΜΠρΑθ 1963/2004 δημ. όλες στην ΤΝΠ Νόμος.

50. Ο Άρειος Πάγος με την απόφαση ΑΠ 405/2008 δεν αποδέχθηκε την ως άνω θέση των δικαστηρίων της ουσίας και υπήγαγε τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Η θέση αυτή είναι συνεπέστερη προς τη δικονομική εξομοίωση της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής με την ιδιόχειρη στην οποία προβαίνει ο ενωσιακός νομοθέτης. Επισημαίνεται πάντως ότι ακόμα και μετά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως του Αρείου Πάγου τα δικαστήρια της ουσίας επέμειναν στην θέση τους περί εξομοίωσης της διεύθυνσης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με την ιδιόχειρη υπογραφή και του μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με τα παραδοσιακά έγγραφα. Βλ. ΑΠ 405/2008 ΕΠολΔ 2008. 657 επ. με παρατηρήσεις Κόντη Γ. 

51. Φούρκας Β., Αυστηρή δι’ εγγράφων απόδειξη και ηλεκτρονικά έγγραφα, προσβάσιμο σε https:// antimolia.gr/v-fourkas-afstiri-di-engrafon-apodeixi-kai -ilektronika-engrafa/, Νίκας Ν., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, δ΄ έκδοση, σ. 665, και Ζούλοβιτς Μ. – Χούσου Κ., Ηλεκτρονικά τιμολόγια και δικαστηριακή πρακτική στην ειδική διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, ΔΕΕ 4/2014. 303 επ.

52. Σημειώνεται ότι μέσω ιστοσελίδων που παρέχουν υπηρεσίες ανωνυμοποίησης οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να αποστείλουν μηνύματα χωρίς να κάνουν εμφανή τη διεύθυνση e-mail του αποστολέα. 

53. Βλ. συναφώς ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723 επ. και Βαρβέρη Α., Το «ηλεκτρονικό έγγραφο» στο ευρωπαϊκό δίκαιο και η σημασία της ηλεκτρονικής υπογραφής, ΔιΜΜΕ τεύχος 4/2026. 516. Πρβλ. Κολοτούρος Π., Αποδεικτική δύναμη των ηλεκτρονικών εγγράφων στη ναυτιλία, ΝοΒ 2007. 2027, ο οποίος αναφέρει ότι το έγγραφο χωρίς ηλεκτρονική υπογραφή δεν παύει να αποτελεί μηχανική απεικόνιση και ως τέτοια να αναπτύσσει την αποδεικτική δύναμη του άρθρου 448 του ΚΠολΔ.