Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου 14/2022

73
2025
03
 
ΑΝΩΤΑΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
Αριθ. 14/2022

 

Πρόεδρος: Ν. Πιπιλίγκας, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Δ. Μανώλης, Δικηγόρος ΔΣΑ 
 

Οριστική παύση από το δικηγορικό λειτούργημα. Παραγραφή. Χαρακτήρας απόφασης ΑΠΣ. Βαριά περίπτωση παραπτώματος. Πειθαρχικό παράπτωμα, που διαπράχθηκε το 2017 και η παραγραφή του ανεστάλη το 2018, εφόσον η αναστολή κατά την § 3 του άρθρου 141 του Κώδικα Δικηγόρων διαρκεί τρία έτη, δεν έχει ανασταλεί τον Απρίλιο του 2022. Η ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, όταν κρίνεται ότι ο διωκόμενος δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου. Δεν απαιτείται η συνεκτίμηση προηγούμενης επιβολής ποινής προσωρινής παύσης. Η απόφαση του ΑΠΣ είναι τελεσίδικη κατά ορθή ερμηνεία του όρου «οριστική», που περιλήφθηκε στην § 5 του άρθρου 157 του Κώδικα Δικηγόρων με το άρθρο 25 του ν. 4745/2020. Συνιστά ιδιαίτερα βαριά περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος η υποβολή επανειλημμένων μηνύσεων από δικηγόρο κατά δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, διότι πλήττεται το κύρος της Δικαιοσύνης και η εύρυθμη λειτουργία των Δικαστηρίων (Άρθρα 141 §§ 1 και 3, 142 § 2 ε. γ΄ ΚΔικ).

 

(…) 2. Κατά το άρθρο 141 §§ 1 και 3 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 του ν. 4745/2020, ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος είναι τρία (3) έτη από την ημέρα που αυτό διαπράχθηκε και αναστέλλεται με την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, ο χρόνος δε της αναστολής δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια. Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών με το από …/2022 υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία το παρόντος Συμβουλίου, ως λόγο έφεσης προβάλλει παραγραφή του παραπτώματος για το οποίο καταδικάστηκε καθόσον, όπως ισχυρίζεται, «εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα έχει συντελεστεί το 2017 και έχει ανασταλεί με την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης με την με αριθμό … /2018 πράξη του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου Κρήτης, σύμφωνα με την τροποποίηση του άρθρου 141 με το άρθρο 20 του Νόμου 4745/2020, έχει υποπέσει στην τριετή παραγραφή». Με τέτοιο περιεχόμενο ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι ο χρόνος παραγραφής του προκείμενου πειθαρχικού παραπτώματος που τελέσθηκε εντός του έτους 2017, προσμετρουμένου του χρόνου της τριετούς αναστολής, δεν έχει σήμερα συμπληρωθεί.

3. Από το άρθρο 142 § 2 εδ. γ’ του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει, που ορίζει ότι «η ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν και ο βαθμός υπαιτιότητάς του διωκομένου μαρτυρούν ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου ή θίγει σοβαρά το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος. Τέτοιες περιπτώσεις συντρέχουν αν ο διωκόμενος α)….β)….γ) «έχει τιμωρηθεί ήδη με ποινή προσωρινής παύσης τουλάχιστον έξι (6) μηνών, την τελευταία τριετία για άλλη, χρονικά προγενέστερη, πράξη», προκύπτει ότι η ποινής της οριστικής παύσης δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη προηγούμενη, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, καταδίκη του πειθαρχικά διωκομένου σε προσωρινή παύση τουλάχιστον έξι (6) μηνών εντός της τελευταίας τριετίας, αλλά αρκεί το παράπτωμα, όπως προβλέπει η εισαγωγή της § 2 του παραπάνω άρθρου 142 του Κώδικα Δικηγόρων, να συνιστά ιδιαίτερα βαριά περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος, όταν δηλαδή οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το παράπτωμα διαπράχθηκε και ο βαθμός υπαιτιότητας του διωκομένου δικηγόρου μαρτυρούν ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου ή το παράπτωμα θίγει σοβαρά το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος. Επομένως ο εκτιμώμενος ως λόγος έφεση, που προέβαλε ο εκκαλών με την με αριθ. πρωτ. …/2022 «ΔΗΛΩΣΗ» και το από /2022 υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων ότι μετά την κατάργηση του εδαφίου γ’ της § 2 του άρθρου 142 του Κώδικα Δικηγόρων με το άρθρο 58 του ν. 4745/2020 (ΦΕΚ Α 214/6.11.2020), η επιβληθείσα για το λόγο αυτό πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης με την εκκαλουμένη απόφαση δεν έχει πλέον νόμιμο έρεισμα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον κατά τα αμέσως κατωτέρω εκτιθέμενα το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο έκρινε πειθαρχικά ελεγκτέο τον εκκαλούντα δικηγόρο λόγω συνδρομής βαρέος πειθαρχικού παραπτώματος και επέβαλε για το λόγο αυτό την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης συνεκτιμώντας απλώς για την επιβολή της και τις προηγούμενες τελεσίδικες καταδίκες του για άλλα πειθαρχικά παραπτώματα στις εκεί επιβληθείσες ποινές προσωρινής παύσης των τεσσάρων (4) και έξι (6) μηνών αντίστοιχα, δυνάμει των με αριθ. … /2020 και … /2020 αποφάσεων του παρόντος Συμβουλίου. Συνακόλουθα αλυσιτελώς προβάλλεται από τον εκκαλούντα ο ισχυρισμός ότι κατά το χρόνο λήψης της εκκαλουμένης απόφασης στις 6 Μαρτίου 2020, δεν του είχαν εισέτι κοινοποιηθεί οι ως άνω με αριθ. .. και … /2020 αποφάσεις του παρόντος Συμβουλίου, με συνέπεια να μην έχουν επέλθει τα έννομα αυτών αποτελέσματα και επομένως δεν μπορούσαν να ληφθούν σε βάρος του υπόψη, τα οποία επήλθαν από την κοινοποίησή τους σε αυτόν στις 22 Ιουνίου 2020.

Περαιτέρω, με τον εκτιμώμενο, ως λόγο έφεσης, ισχυρισμό που προέβαλε ο εκκαλών με την αριθ. πρωτ. … / 2022 «ΔΗΛΩΣΗ» του και με το με αριθ. πρωτ. … /2022 υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, σε συνάρτηση και με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσής του, προβάλλει ότι δυνάμει του άρθρου 25 του ν. 4745/2020, με το οποίο τροποποιήθηκε η § 5 του άρθρου 157 του Κώδικα Δικηγόρων, και του άρθρου 94 του νόμου αυτού (4745/20), τα οποία ορίζουν αντίστοιχα: «Με την επιφύλαξη του άρθρου 158 η απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι οριστική…. Υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως και σε αίτηση αναστολής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» και «Τα άρθρα 20, 21, 23, 24 και 25 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ενώπιον του πειθαρχικών συμβουλίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας ….», οι /2018 και /2019 αποφάσεις του πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων Περιφερείας Ανατολικής Κρήτης, που κατέστησαν τελεσίδικες με τις … /2020 και … /2020 αντίστοιχες αποφάσεις του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, και στις οποίες, κατ’ αυτόν(εκκαλούντα), στηρίχθηκε το ως άνω πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο για να επιβάλλει σ’ αυτόν την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, κατέστησαν αναδρομικά μη τελεσίδικες, μη εκτελεστές και άκυρες. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος πρώτον, διότι το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, όπως προκύπτει από τις αιτιολογίες του επί της ποινής (φράση: «έλαβε επίσης υπόψη», σ. 8), δεν επέβαλε στον εκκαλούντα δικηγόρο την ποινή της οριστικής παύσης, στηριζόμενο και μόνο στο γεγονός ότι αυτός την τελευταία τριετία είχε ήδη τιμωρηθεί σε ποινή προσωρινής παύσης έξι (6) μηνών, αλλά στην ύπαρξη στην προκειμένη περίπτωση βαρέος παραπτώματος το οποίο, εν όψει και των συνθηκών τελέσεώς του, μαρτυροί ότι ο εγκαλούμενος δεν έχει συναίσθηση των υποχρεώσεών του ως δικηγόρου, όπως και ότι το παράπτωμα αυτό θίγει το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος. Δεύτερον, διότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, εφόσον εκδίδονται επί ασκουμένων εφέσεων κατά των πρωτοβαθμίων πειθαρχικών συμβουλίων, δεν μπορεί να είναι οριστικές, κατά την αδόκιμη περί τούτου έκφραση της τροποποιητικής ως άνω διάταξης του άρθρου 25 του ν. 4745/20, αλλά τελεσίδικες σύμφωνα με τα καθολικώς ισχύοντα σε κάθε Δικονομία και σε όλους τους δικονομικού χαρακτήρα νόμος, κάθε δικαίου. Συνεπώς εδώ η αληθής έννοια η οποία πρέπει να αποδοθεί στην παραπάνω διάταξη είναι η τελεσιδικία, όπως άλλωστε αυτό σαφώς προκύπτει και από το άρθρο 146 αριθ. 1β’ του Κώδικα Δικηγόρων το οποίο ορίζει ότι το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων «δικάζει τα πειθαρχικά παραπτώματα των δικηγόρων σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό». Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τη φύση της προβλεπομένης αίτησης ακύρωσης (και όχι προσφυγής ουσίας) στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η οποία ως γνωστόν δεν κρίνει την ουσία της υπόθεσης. Τέλος αβάσιμος και απορριπτέος κρίνεται ο τρίτος λόγος της έφεσης, κατά τον οποίο η εν λόγω υπόθεση έπρεπε να τεθεί στο αρχείο, καθότι κατά παράβαση της § 2 του άρθρου 152 του Κώδικα Δικηγόρων ο εκκαλών δεν παρέστη τόσο κατά την προκαταρκτική εξέταση, ούτε κατά την πρωτοβάθμια πειθαρχική διαδικασία και δεν έδωσε γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις επί της αποδιδομένης σε αυτόν πράξεως, καθόσον ο εκκαλών δεν επικαλείται, ούτε άλλωστε αποδεικνύεται ότι αυτός δεν εκλήθη προς παροχή γραπτών ή προφορικών εξηγήσεων τόσο κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, όσο και κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού Συμβουλίου διαδικασία.

4. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρο 1, 5 εδ. β, 35 § 1, 41 περ. α, 140 § 1 και § 2 περ. γ’ του ν. 4194/2013 ΦΕΚ Α’ 218 «ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ» και των άρθρων 1,5,7 περ. ε’ και θ’, 28 εδ. 4, 30 εδ. 1 και 3 του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος, σαφώς προκύπτει ότι το δικηγορικό επάγγελμα έχει το χαρακτήρα δημοσίου λειτουργήματος που συνδέεται, ως εκ της φύσεώς του, με την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και, για το λόγο αυτόν υπόκειται σε καθεστώς ρυθμίσεων, οι οποίες αποβλέπουν στην ευπρεπή άσκηση αυτού, ώστε να διαφυλάσσεται το κύρος του, αλλά και το κύρος της δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό, οι δικηγόροι οφείλουν να ασκούν ευόρκως το λειτούργημά τους, να εκτελούν ευσυνειδήτως και επιμελώς τις εντολές που τους έχουν ανατεθεί και να επιδεικνύουν αξιοπρεπή συμπεριφορά, η οποία πρέπει να είναι σύμφωνη με τις παραδόσεις του δικηγορικού σώματος, ενώ υποχρεούνται περαιτέρω να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, τους εσωτερικούς κανονισμούς των δικηγορικών συλλόγων, των οποίων είναι μέλη, και τις λοιπές αποφάσεις των οργάνων της διοικήσεώς τους (ΣτΕ 325/2018, 1087/2014). Περαιτέρω, δε, ότι οι δικηγόροι οφείλουν να σέβονται τους λειτουργούς της δικαιοσύνης και να απέχουν από ενέργειες και συμπεριφορές που θίγουν το κύρος αυτής αλλά και του δικηγορικού λειτουργήματος. Ενόψει των προεκτεθέντων η επίδειξη αναξιοπρεπούς ή απρεπούς συμπεριφοράς από δικηγόρο που λαμβάνει χώρα κατά την άσκηση των δικηγορικών του υπηρεσιών ή εξ αφορμής αυτών, δηλαδή συμπεριφοράς μη συμβατής με την δεοντολογία του δικηγορικού επαγγέλματος, αλλά κατά παράβαση των καθηκόντων και υποχρεώσεων που επιβάλλονται στο δικηγόρο από τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και από τον Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα που τιμωρείται κατά τα άρθρα 140 και 142 του ν. 4193/2013.

Στην προκειμένη υπόθεση, από τα έγγραφα που περιέχονται στο φάκελο της υπόθεσης, την από … / 2022 «ΔΗΛΩΣΗ» και το από … /2022 υπόμνημα του εγκαλουμένου, καθώς και από τις εξηγήσεις τις οποίες αυτός έδωσε ενώπιον του Συμβουλίου, ληφθέντων πάντων τούτων ανεξαιρέτως υπόψη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο εγκαλούμενος δικηγόρος Ε. Π. , μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου, (…) , εντός του χρονικού διαστήματος από …/ 2017 έως ….. 2018 υπέβαλε κατά των υπηρετούντων στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ηρακλείου εισαγγελικών λειτουργών τις παρακάτω μηνύσεις και μηνυτήρια αναφορά: 1) Ενώπιον της Προϊσταμένης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, με την αριθ. ΑΒΜ … μηνυτήρια αναφορά, κατά της Αντεισαγγελέως Θ.Μ., 2) Ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, την με αριθ. ΑΒΜ … μήνυση (έγκληση) κατά της Αντεισαγγελέως Μ.Κ. και 3) Ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, την με αριθ. ΑΒΜ … μήνυση κατά του Αντεισαγγελέως Μ.Α.Κ. 

Με την εν λόγω μηνυτήρια αναφορά και μηνύσεις του ο εγκαλούμενος δικηγόρος ζητούσε την ποινική και πειθαρχική δίωξη των παραπάνω εισαγγελικών λειτουργών, κατηγορώντας αυτούς ευθέως και χωρίς κάποια τεκμηρίωση ότι τέλεσαν τα ποινικά αδικήματα: α) της παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ), β) της απάτης (άρθρο 386 ΠΚ), γ) της πλαστογραφίας (άρθρο 216 ΠΚ) και δ) της δωροδοκίας (άρθρο 236 ΠΚ).

Τις μηνύσεις αυτές, όσο και το περιεχόμενό τους, ο εγκαλούμενος δικηγόρος δεν αρνήθηκε κατά την ενώπιον του Συμβουλίου τούτου εξέτασή του. Οι ως άνω μηνυτήρια αναφορά και μηνύσεις αρχειοθετήθηκαν ως ανεπίδεκτες δικαστικής εκτίμησης με τις (…) Διατάξεις του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λασιθίου. Συνεπώς ο πέμπτος λόγος έφεσης ότι οι υποβληθείσες μηνύσεις είναι νόμιμες και βάσιμες πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι αλλεπάλληλες αυτές μηνύσεις του εγκαλουμένου δικηγόρου, πέραν του ότι θίγουν σοβαρά το κύρος της δικαιοσύνης, λόγω και του μεγάλου αριθμού τους, είχαν ως αρνητική συνέπεια να δημιουργούνται προσκόμματα στην εύρυθμη λειτουργία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου, αφού οι μηνυθέντες εισαγγελικοί λειτουργοί υπέβαλαν δήλωση αποχής από τις ποινικές υποθέσεις που χειρίζεται ο εγκαλούμενος δικηγόρος.

Η συμπεριφορά αυτή του εγκαλουμένου προσβάλλει και θίγει βαρύτατα όχι μόνον τους εισαγγελικούς λειτουργούς της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου, με το να κατηγορεί αυτούς ο εγκαλούμενος με αυθαίρετες, αόριστες, ανυπόστατες και με ατιμωτικού χαρακτήρα βαριές κατηγορίες, αλλά, ως ελέχθη, και το κύρος της Δικαιοσύνης. Θίγει συνάμα και το κύρος του δικηγορικού σώματος, το οποίο ως είναι συλλείτουργο της Δικαιοσύνης εμφανίζεται με την συμπεριφορά αυτή του εγκαλουμένου να μην τιμά και να μην σέβεται του δικαστικούς εν γένει λειτουργούς. Κατά ταύτα η συμπεριφορά αυτή του εγκαλουμένου είναι έντονα αναξιοπρεπής για δικηγόρο, ως ευθέως αντίθετη προς τις προεκτεθείσες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος.

Απορριπτέος κρίνεται ο τέταρτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών δικηγόρος παραπονείται ότι απαραδέκτως, κατά την § 4 του άρθρου 139 του Κώδικα Δικηγόρων, ασκήθηκε σε βάρος του η ένδικη πειθαρχική δίωξη κατόπιν της με αριθ. …/2018 αναφοράς του διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ηρακλείου αφορώσας την από αυτόν (εκκαλούντα) υποβολή τριών μηνύσεων σε βάρος τριών Αντεισαγγελέων Πρωτοδικών, καθότι ήδη είχε υποβληθεί σε βάρος του η με αριθ. …./2018 αναφορά της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, αφορώσα την εκ μέρους του υποβολή οκτώ μηνύσεων σε βάρος δικαστικών λειτουργών, κατόπιν της οποίας κινήθηκε σε βάρος του πειθαρχική διαδικασία και κατά συνέπεια επρόκειτο κατ’ ουσία για τέλεση του ίδιου πειθαρχικού παραπτώματος για το οποίο απαραδέκτως διώχθηκε για δεύτερη φορά. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι η κινηθείσα πειθαρχική διαδικασία κατόπιν της με αριθ. ……/2018 αναφοράς του διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ηρακλείου αφορά διαφορετικό πειθαρχικό παράπτωμα σε σχέση με εκείνο που αφορά η με αριθ. ……./2018 αναφορά της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, τελεσθέν κατά προσώπων με διαφορετική ιδιότητα (δικαστές – εισαγγελείς) σε βάρος των οποίων υποβλήθηκαν διαφορετικές μηνύσεις από τον εκκαλούντα, είναι δε αδιάφορο το ότι τα ως άνω πειθαρχικά παραπτώματα ως υπαίτιες και καταλογιστές πράξεις αυτού έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της αυτής αντιμετώπισης που επιδεικνύει ο εκκαλών σε παράγοντες της δίκης σε σχέση με συγκεκριμένες υποθέσεις.

Κατ’ ακουλουθίαν ο εγκαλούμενος κατέστη πειθαρχικά ελεγκτέος, όπως και το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο έκρινε.

Περαιτέρω το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη του ότι το ως άνω παράπτωμα, για το οποίο κρίθηκε ελεγκτέος ο εγκαλούμενος δικηγόρος, συνιστά ιδιαίτερα βαριά περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος, το οποίο, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε, όπως και ο βαθμός υπαιτιότητας του εγκαλουμένου, ήτοι ο δόλος αυτού να πλήξει την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, μαρτυρούν ότι αυτός όχι μόνον δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου, αλλά και ότι θίγει σοβαρά το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος. Ακόμη δε ότι ο εγκαλούμενος δικηγόρος δυνάμει των με αριθ. …/ 2018 και …/2019 αποφάσεων του πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων Περιφερείας Ανατολικής Κρήτης, που κατέστησαν, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, τελεσίδικες με τις με αριθ. .../2020 και …/2020 αποφάσεις του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, έχει ήδη καταδικαστεί σε ποινή προσωρινής παύσης τεσσάρων (4) μηνών και έξι (6) μηνών αντίστοιχα, για πειθαρχικά παραπτώματα που έχουν τελεσθεί εντός του έτους 2017, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου τελέσεως αυτού για το οποίο καταδικάστηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, κρίνει ότι η πειθαρχική ποινή η οποία, μετά ταύτα, πρέπει να επιβληθεί στον κηρυχθέντα πειθαρχικά ένοχο (ελεγκτέο) δικηγόρο Ε.Π. είναι αυτής της οριστικής παύσης από την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, ποινή η οποία είναι ανάλογη τόσο προς την βαρύτητα του παραπτώματος για το οποίο αυτός κρίθηκε ελεγκτέος, όσο και προς την προσωπικότητά του. Μετά όλα τα ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν στο σύνολό της.Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από ../2020 έφεση του Ε.Π. του…, δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου (…), κατά της ../2020 αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων Περιφέρειας Εφετείου Ανατολικής Κρήτης (…).

Γ.Σ.Γ