ΣτΕ 405/2024

73
2025
01

 

Συμβούλιο Επικρατείας

(Α΄ Τμήμα)

Αριθ. 405/2024

 

Πρόεδρος: Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος

Μέλη: Χ. Λιάκουρας, Ν. Σκαρβέλης, Σύμβουλοι, Μ. Δρίβα, Δ. Τσαρούχας, Πάρεδροι

Εισηγητής: Χ. Λιάκουρας, Σύμβουλος

Δικηγόροι: Ι. Κάντζιος, Γ. Σινάνης, ΝΣΚ

 

Αναίρεση. Αστική Ευθύνη. Νομοθέτηση. Αθλητικά Σωματεία. Η διάταξη της περ. α’ της § 5 του άρθρου 2 του ν. 3372/2005, εντασσόμενη στο πλαίσιο της οφειλόμενης κρατικής μέριμνας για τον αθλητισμό, υπαγορεύθηκε από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Με την ίδια διάταξη δεν θεσπίζεται απόσβεση των απαιτήσεων των δανειστών των λυόμενων ΠΑΕ, καθώς δεν αποκλείστηκε η ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών από το προϊόν της εκκαθάρισης, εφόσον αυτό επαρκεί, δεν παραβιάζεται το κατοχυρωμένο στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣ ΔΑ δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Εξάλλου, η αναδρομικά αντικατασταθείσα από αυτήν, διάταξη του άρθρου 37 § 2 του ν. 3259/2004, από τη διατύπωση της οποίας προκύπτει η διαδοχή των ΤΑΠ στις εν γένει υποχρεώσεις των λυόμενων ΠΑΕ, παρουσίαζε εντός του συστήματος του ν. 2725/ 1999 εξαιρετικό χαρακτήρα. Επιπροσθέτως, στο μέτρο που κατά το χρόνο ισχύος της διάταξης του άρθρου 37 § 2 του ν. 3259/2004, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε ανοιχθεί, ούτε βρισκόταν σε εξέλιξη, δίκη με διάδικο το «ΤΑΠ …» σχετικά με την εκτέλεση σε βάρος αυτού των απαιτήσεων του αναιρεσείοντος από την ομώνυμη ΠΑΕ δεν υφίσταται ούτε παρέμβαση σε εκκρεμή δίκη. Τέλος, δεν παραβιάζεται ούτε το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, δοθέντος ότι η ερειδομένη στις διατάξεις του άρθρου 37 § 2 του ν. 3259/2004, προσδοκία των δανειστών των λυόμενων ΠΑΕ να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους σε βάρος των ιδρυόμενων ΤΑΠ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εύρισκε, έως την κατάργηση της διάταξης αυτής, επαρκές έρεισμα στο εθνικό δίκαιο, ώστε να συνιστά «περιουσία» προστατευόμενη από το άρθρο 1 του ανωτέρω Πρωτοκόλλου, ενόψει του μικρού χρονικού διαστήματος ισχύος των διατάξεων αυτών (ένα περίπου έτος), του γεγονότος ότι με αυτές θεσπιζόταν εξαίρεση από τα γενικώς ισχύοντα σε περίπτωση λύσης ΠΑΕ και του ότι δεν υπήρχε νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ως προς τις διατάξεις αυτές, και ειδικότερα ως προς την συμφωνία τους προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, αλλά και ως προς την έννοιά τους όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα κρίνεται ότι από τη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 2 § 5 περ. α’ του ν. 3372/2005 δεν γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, με αποτέλεσμα να μη συντρέχει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω της εκ μέρους των οργάνων αυτού νομοθέτησης, καθώς από την οικεία αιτιολογική έκθεση προκύπτει ότι ο νομοθέτης σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 16 § 9 του Συντάγματος για την προστασία του αθλητισμού απέβλεψε, αντικαθιστώντας τις διατάξεις του άρθρου 37 § 2 του ν. 3259/2004, στην εξυπηρέτηση του γενικού δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στην αποτροπή του αθλητικού - αγωνιστικού αφανισμού των ΤΑΠ, των ερασιτεχνικών δηλαδή σωματείων που σε διαφορετική περίπτωση θα επιβαρύνονταν με τεράστια οικονομικά βάρη, προερχόμενα από δραστηριότητες άλλων νομικών προσώπων και δη επαγγελματικού χαρακτήρα, στα οποία τα εν λόγω ερασιτεχνικά σωματεία είναι αντικειμενικώς  αδύνατον  να  ανταποκριθούν (Άρθρα 2 § 5 περ. α΄ ν. 3372/2005, 37 § 2 ν. 3259/2004, 105 ΕισΝΑΚ, 6 § 1 ΕΣΔΑ,  1  ΠΠΠ  ΕΣΔΑ, 16 § 9, 17 § 1 και 20 § 1  Σ).

 

(…) 4. Επειδή, το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), όπως αυτή μεταγλωττίστηκε - αποδόθηκε στη δημοτική γλώσσα με το π.δ. 76/2022, ορίζει ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα, το οποίο θα αποφασίσει είτε ως προς αμφισβητήσεις για τα αστικής φύσης δικαιώματα και υποχρεώσεις του είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης. [...]». Στη δε § 3 του άρθρου 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/ 1997 (Α΄ 25) προβλέπεται ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και εάν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) [...] γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή.», ενώ στην § 1 του άρθρου 14 του ίδιου Συμφώνου ότι: «Όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του, καθώς και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα. [...]».

5. Επειδή, σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 17 του Συντάγματος «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Εξάλλου, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσης περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορεί να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους (ΟλΣτΕ 3368/2015, 16/1922). Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημόσιου συμφέροντος που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημόσιου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (ΣτΕ 16/2022, 1554/2018 επταμ., 1283-1286/2012 Ολ., 668/2012 Ολ.· πρβλ. ΕΔΔΑ αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, σκ. 46, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11. 1995, σκ. 37, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκ. 25, Adrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκ. 83). Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (ΣτΕ 16/2022, 583/2021 7μ., 2482-8/2020 7μ., 1283-1286/2012 Ολ., 668/ 2012 Ολ.· ΕΔΔΑ James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 50). Εξάλλου, από την απόλυτη απαγόρευση της αναδρομικότητας των ποινικών, ψευδοερμηνευτικών και φορολογικών νόμων που προβλέπεται στα άρθρα 7 § 1, 77 § 2 και 78 § 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4, 17 και 26 του Συντάγματος, καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 § 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΣτΕ 2484/2020 7μ., 734/2016 Ολ., 3368/2015 Ολ., Α.Π. 6/2007 Τακτική Ολ.). Μόνο δε το γεγονός ότι ένας νόμος έχει αναδρομική ισχύ δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι επέρχεται ανεπίτρεπτη προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία, υπό την αυτονόητη βεβαίως προϋπόθεση ότι η αναδρομή αυτή επιτρέπεται κατά το οικείο εσωτερικό δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να κρίνεται in concreto αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε υπόθεσης η αναδρομική εφαρμογή του νόμου μπορεί να αποτελέσει υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας, ανατρέποντας τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των διαφορετικών συμφερόντων (ΣτΕ 16/2022, 583/2021 7μ.).

6. Επειδή, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ [π.δ. 456/1984 (Α΄ 164)] ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος […]». Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας (ΣτΕ 338/2023, 2384/2021, 227/ 2021, 1963/2018). Εκ του ότι δε ο νομοθέτης, είτε με νόμο, είτε με κανονιστική διοικητική πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτον, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια όργανα αυτής ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται μόνο αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απ’ ευθείας από την επίμαχη διάταξη (ΣτΕ 338/2023, 2113/2021, 479/2018, 1650/ 2015, 4741/2014, 450/2013). Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία (ΣτΕ 338/2023, 156/2022, 2384/2021, 2885/2020). Οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς. Τέλος, κατά την έννοια της ίδιας ως άνω διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί, κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (ΣτΕ 338/2023, 156/2022, 2384/2021, 227/2021, 2511/ 2017).

 

7. Επειδή, στην § 1 του άρθρου 110 «Οργάνωση σωματείων σε ΠΑΕ» του ν. 2725/1999 «Ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις.» (Α΄ 121), όπως αυτή ίσχυε πριν την θέσπιση των κρίσιμων εν προκειμένω διατάξεων των ν. 3259/2004 (Α΄ 149) και 3372/ 2005 (Α΄ 187), ορίζονταν τα εξής: «Αθλητικά σωματεία τα οποία, κατά τους κανονισμούς των ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων, προβιβάζονται στη Γ’ εθνική κατηγορία ή, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, στην κατώτερη κατηγορία πρωταθλήματος επαγγελματικού ποδοσφαίρου, οφείλουν να συστήσουν ΠΑΕ το αργότερο δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από την έναρξη του οικείου πρωταθλήματος, αλλιώς αποβάλλονται από αυτό. [...]». Ακολούθως, με την § 2 του άρθρου 37 του προαναφερθέντος ν. 3259/2004 η ανωτέρω § 1 του άρθρου 110 του ν. 2725/1999 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Όσον αφορά τη λειτουργία της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας ισχύουν τα ακόλουθα: Οι ανερχόμενες ποδοσφαιρικές ομάδες από τη Δ’ στη Γ’ Εθνική Κατηγορία για την αγωνιστική περίοδο 2004 - 2005 και εφεξής δύνανται να επιλέγουν τη μορφή της Ποδοσφαιρικής Ανώνυμης Εταιρείας ή του ΤΑΠ το αργότερο δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από την έναρξη του οικείου πρωταθλήματος, αλλιώς αποβάλλονται από αυτό. […] Οι ΠΑΕ που δικαιούνται συμμετοχής στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας δύνανται, μετά από σχετική απόφαση των μετόχων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1920, να αποφασίσουν τη λύση τους και με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μελών του Ιδρυτικού Σωματείου να αντικατασταθούν από Τμήματα Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΤΑΠ), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2725/ 1999, και τα οποία υποκαθιστούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τις ΠΑΕ. […] Τα ΤΑΠ διέπονται από τους κανονισμούς που ισχύουν για όλες τις ομάδες Α’, Β’ και Γ’ Εθνικής Κατηγορίας». Επιπροσθέτως, με την § 3 του ίδιου ως άνω άρθρου τροποποιήθηκε η § 1 του άρθρου 112 «Πρωταθλήματα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου» του ν. 2725/1999 με την απάλειψη της αναφοράς στη Γ’ Εθνική Κατηγορία και αναδιατυπώθηκε αυτή ως ακολούθως: «Τα κατ’ έτος διεξαγόμενα πρωταθλήματα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου είναι: α) το πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής Κατηγορίας και β) το πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής Κατηγορίας». Εν συνεχεία με τη διάταξη της περ. α’ της § 5 του άρθρου 2 του ν. 3372/2005 η § 1 του άρθρου 110 του ν. 2725/1999 αντικαταστάθηκε εκ νέου από το χρόνο έναρξης της προεκτεθείσας διάταξης του άρθρου 37 § 2 του ν. 3259/2004 (από τη δημοσίευση δηλαδή του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 41 § 2 αυτού, η οποία έλαβε χώρα στις 4.8.2004), ως ακολούθως: «Οι ανερχόμενες από τη Δ’ στη Γ’ Εθνική Κατηγορία ποδοσφαιρικές ομάδες για την αγωνιστική περίοδο 2004 - 2005 και εφεξής δύνανται να επιλέγουν τη μορφή της ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας (ΠΑΕ) ή του Τμήματος Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΤΑΠ), με την οποία θα μετέχουν στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας. Οι ανωτέρω ομάδες οφείλουν να συστήσουν ΠΑΕ ή ΤΑΠ το αργότερο δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από την έναρξη του οικείου πρωταθλήματος, άλλως αποβάλλονται από αυτό. […] Οι ΠΑΕ που δικαιούνται συμμετοχής στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας, δύνανται μετά από σχετική απόφαση των μετόχων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, να αποφασίσουν τη λύση τους και με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μελών του ιδρυτικού αθλητικού σωματείου να αντικατασταθούν από τα Τμήματα Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΤΑΠ), ιδρυόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και τα οποία υποκαθιστούν τις αντίστοιχες ΠΑΕ μόνο στα αγωνιστικά τους δικαιώματα και υποχρεώσεις. […] Τα ΤΑΠ διέπονται από τους κανονισμούς που ισχύουν για όλες τις ομάδες Α’, Β’ και Γ’ Εθνικής Κατηγορίας». Ταυτόχρονα δε με την εισαγωγή της ανωτέρω ρύθμισης με την § 3 του ίδιου άρθρου 2 του ν. 3372/2005 ορίστηκε ότι: «Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού οι διατάξεις των άρθρων 44, 45, 46, 46α, όπως αυτά ισχύουν, του ν. 1892/ 1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» δεν εφαρμόζονται επί αθλητικών ανωνύμων εταιρειών, πλην των περιπτώσεων εκκρεμών, ενώπιον των δικαστηρίων, σχετικών αιτήσεων περί υπαγωγής στις ως άνω διατάξεις.». Εξάλλου, στο άρθρο 59 «Καθορισμός κλάδων άθλησης για αθλητές με αμοιβή» του ν. 2725/1999, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3057/2002 (Α 239), ορίζεται ότι: «1. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας, μπορεί να καθορίζεται ο κλάδος άθλησης και οι κατηγορίες των αγώνων πρωταθλημάτων του, στη διεξαγωγή των οποίων επιτρέπεται η συμμετοχή αθλητών με αμοιβή. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται και οι τυχόν ειδικότεροι όροι ίδρυσης και λειτουργίας ΤΑΑ και ΑΑΕ στο συγκεκριμένο κλάδο. 2. Για την έκδοση της πιο πάνω απόφασης λαμβάνονται υπόψη κυρίως τα οικονομικά στοιχεία βιωσιμότητας του κλάδου άθλησης, ο βαθμός και οι δυνατότητες ανάπτυξής του». Με το δε άρθρο 60 προβλέφθηκε η ίδρυση και λειτουργία των Τμημάτων Αμειβόμενων Αθλητών (ΤΑΑ). Περαιτέρω, το άρθρο 64 «Σύσταση - Νομική μορφή αθλητικής ανώνυμης εταιρείας» ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Σύσταση αθλητικής ανώνυμης εταιρείας επιτρέπεται μόνο με τη μετατροπή του ΤΑΑ. Σε περίπτωση μη υπάρξεως ΤΑΑ, λόγω λειτουργίας στο οικείο άθλημα ανωνύμων αθλητικών εταιρειών, επιτρέπεται η σύσταση ΑΑΕ με τη μετατροπή του τμήματος ερασιτεχνών αθλητών του αθλητικού σωματείου. 2. Η εταιρεία που συνιστάται υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αθλητικού σωματείου που προκύπτουν κατά περίπτωση από τη δραστηριότητα του ΤΑΑ ή του τμήματος ερασιτεχνών αθλητών. Κατά τα λοιπά δεν επηρεάζεται η μορφή και η λειτουργία του αθλητικού σωματείου, το οποίο διατηρεί τα υπόλοιπα αθλητικά του τμήματα, συμπεριλαμβανομένου και του αντίστοιχου ερασιτεχνικού τμήματος. 3. [...]», ενώ το άρθρο 65 «Σκοπός αθλητικών ανωνύμων εταιρειών» ότι: «1. Σκοπός της ΑΑΕ που ιδρύεται είναι η δημιουργία, η οργάνωση και η διοίκηση επαγγελματικής αθλητικής ομάδας, η οργάνωση επίσημων ή φιλικών αθλητικών αγώνων επαγγελματικού χαρακτήρα της ομάδας αυτής και η συμμετοχή της σε κάθε είδους αγώνες, η οργάνωση εκδηλώσεων που αφορούν το άθλημα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τους ισχύοντες εκάστοτε κανονισμούς, τους σκοπούς και τις αποφάσεις του οικείου επαγγελματικού συνδέσμου και της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας, καθώς και η εν γένει διαχείριση οποιωνδήποτε θεμάτων αφορούν τη δραστηριότητα αυτή. 2. [...]». Ακολούθως, στο άρθρο 73 «Υποκατάσταση των εταιρειών στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα των αθλητικών σωματείων» ορίζονται τα εξής: «1. Κάθε εταιρεία με την ίδρυσή της, και χωρίς άλλη οποιαδήποτε διατύπωση, υποκαθίσταται σε όλα τα ενοχικά δικαιώματα, καθώς και τις ενοχικές υποχρεώσεις, του ιδρυτικού αθλητικού σωματείου, οι οποίες είτε είχαν αναληφθεί, είτε δημιουργήθηκαν από τη δραστηριότητα του ΤΑΑ ή από άλλο έγγραφο και προκύπτουν από τα επίσημα βιβλία του αθλητικού σωματείου ή ΤΑΑ προς το Δημόσιο, κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και προς οποιονδήποτε τρίτο. Δεν περιλαμβάνονται στην υποκατάσταση οι ενοχικές υποχρεώσεις που αφορούν τη δημιουργία αθλητικών εγκαταστάσεων. 2. Εκκρεμείς δίκες στα προαναφερόμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις συνεχίζονται επ’ ονόματι της εταιρείας, η οποία νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά, χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή της δίκης. 3. ...». Περαιτέρω, στο άρθρο 108 «Έννοια όρων» του ως άνω νόμου ορίζεται η έννοια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου ως εξής: «1. Επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι το διεξαγόμενο με ομάδες ποδοσφαιρικών ανωνύμων εταιρειών (ΠAE). 2. Οι ΠAE είναι αθλητικές ανώνυμες εταιρείες. 3. Επαγγελματίας ποδοσφαιριστής είναι εκείνος που συνδέεται με ΠAE με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για παροχή αθλητικών υπηρεσιών και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και της εργατικής νομοθεσίας. 4. Στα επαγγελματικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου συμμετέχουν μόνο ομάδες ΠAE», ενώ στο άρθρο 111 «Υποβιβασμός ΠΑΕ από τη Γ’ εθνική κατηγορία - Διαδικασία εκκαθάρισης», όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, προβλεπόταν ότι: «1. ΠAE που υποβιβάζονται από τη Γ΄ εθνική κατηγορία ή, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, στην κατώτερη κατηγορία πρωταθλήματος επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην οικεία κατηγορία του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, διαλύονται και τίθενται σε εκκαθάριση κατά τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες, […] 2. Τη θέση της εταιρείας που υποβιβάζεται στην κατηγορία του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, καταλαμβάνει αυτοδικαίως το ιδρυτικό της αθλητικό σωματείο. Αν το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο έχει περιέλθει σε αδράνεια ή έχει διαλυθεί, για την επαναλειτουργία του ή την επανασύστασή του, προς το σκοπό της υποκατάστασης από αυτό της υπό εκκαθάριση εταιρείας, απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης των μελών του που ήταν γραμμένα κατά το χρόνο περιέλευσης σε αδράνεια ή διάλυσής του, μέσα σε ένα (1) μήνα από τον υποβιβασμό της Π.A.E., κατά τη διαδικασία της § 3 του άρθρου 64 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζομένης. Το αθλητικό σωματείο σε καμία περίπτωση δεν αναλαμβάνει τις τυχόν ενοχικές ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας που τέθηκε σε εκκαθάριση. 3. [...]». Τέλος, με τη διάταξη της § 13 του άρθρου 86 του ν. 3606/2007 (Α΄ 195) ρυθμίστηκαν ειδικά οι απαιτήσεις των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών κατά των ΠΑΕ ΑΡΗΣ και Π.Α.Σ. ΓΙΑΝΝΕΝΑ.

8. Επειδή, με τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 37 του ν. 3259/ 2004 ο νομοθέτης προέβη σε αναδιάρθρωση των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων, τροποποιώντας την § 1 του άρθρου 112 του ν. 2725/1999 και ορίζοντας ότι επαγγελματικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου είναι εκείνα της Α’ και της Β’ Εθνικής Κατηγορίας, περαιτέρω δε, στο πλαίσιο της ανωτέρω αναδιάρθρωσης προέβλεψε ότι οι ομάδες που δικαιούνται να συμμετέχουν στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας, το οποίο μέχρι τότε ήταν επαγγελματικό, διεξαγόμενο από ομάδες υπό τη νομική μορφή της ΠΑΕ, δύνανται να προχωρήσουν με απόφαση των μετόχων στη λύση των υφιστάμενων ΠΑΕ, οι οποίες αντικαθίστανται, κατόπιν σχετικής απόφασης του ιδρυτικού σωματείου, από ΤΑΠ, τα οποία υποκαθιστούν τις λυόμενες ΠΑΕ στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Συναφώς προβλέφθηκε ότι απόκειται στην ευχέρεια των ομάδων που ανέρχονται από την Δ’ στη Γ’ Εθνική να επιλέξουν είτε τη μορφή της ΠΑΕ, είτε εκείνη του ΤΑΠ. Η εν λόγω ρύθμιση υπαγορεύθηκε, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης της συγκεκριμένης διάταξης, από την οικονομική δυσχέρεια, στην οποία είχαν περιπέσει οι ΠΑΕ της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας, και αποσκοπούσε, μέσω της μετατροπής της μέχρι πρότινος επαγγελματικής Γ’ Εθνικής Κατηγορίας σε μία ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ του επαγγελματικού και ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, στην εξυγίανση των οικονομικών των ομάδων και στην εξασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Ακολούθως, θεσπίστηκε η διάταξη της § 5 του άρθρου 2 του ν. 3372/2005 με ισχύ από τη δημοσίευση του ν. 3259/2004, με την οποία επαναλήφθηκε η προεκτεθείσα ρύθμιση του τελευταίου αυτού νόμου, με τη διαφοροποίηση ότι τα συνιστώμενα, στη θέση των λυόμενων ΠΑΕ, ΤΑΠ υποκαθιστούν αυτές μόνο στα αγωνιστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις τους. Η ανωτέρω ρύθμιση, σύμφωνα με την οικεία αιτιολογική έκθεση, αποσκοπούσε να απαλλάξει τα ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία από τα τεράστια οικονομικά βάρη που προέρχονταν από τις ΠΑΕ, οι οποίες αποτελούσαν διαφορετικά νομικά πρόσωπα επαγγελματικού χαρακτήρα, στα εν λόγω δε χρέη τα ερασιτεχνικά σωματεία ήταν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, αδύνατον να ανταποκριθούν, με αποτέλεσμα να απειλούνται με οικονομικό και αγωνιστικό αφανισμό.

9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσείων προσελήφθη την 1η.1. 2002 από την «ΠΑΕ …» ως λογιστής με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Στις 29.2.2004 ειδοποιήθηκε από την εργοδότρια ΠΑΕ να σταματήσει να προσέρχεται στην εργασία του, χωρίς, ωστόσο, να του καταβληθούν οι οφειλόμενοι δεδουλευμένοι μισθοί και η προβλεπόμενη για την καταγγελία της σύμβασής του αποζημίωση. Κατόπιν αυτού και αφού μεσολάβησαν διαμαρτυρίες και οχλήσεις εκ μέρους του αναιρεσείοντος, αυτός προσέφυγε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, ασκώντας αγωγή, επί της οποίας δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. …/2005 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου που του επιδίκασε το ποσό των 57.615,93 ευρώ, πλέον δικαστικών εξόδων ύψους 1.250 ευρώ. Κατά της εν λόγω απόφασης η «ΠΑΕ …» άσκησε την από 3.2.2006 έφεση, κατά την εκδίκαση της οποίας δεν παραστάθηκε, ακολούθως δε η έφεση αυτή απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. …/ 2007 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, η οποία επιδίκασε σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του εδώ αναιρεσείοντος, ποσού 250 ευρώ. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης δεν ασκήθηκε οποιοδήποτε ένδικο μέσο, με αποτέλεσμα να καταστεί αμετάκλητη, η δε απαίτηση του αναιρεσείοντος ανήλθε συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων τόκων, συνολικού ύψους 39.793,80 ευρώ, στο ποσό των 97.409,73 ευρώ. Εν τω μεταξύ τον Ιούνιο του έτους 2004, στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου 2003 - 2004 του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου της Β’ Εθνικής Κατηγορίας, η «ΠΑΕ …» υποβιβάστηκε στη Γ’ Εθνική Κατηγορία, λόγω υπέρογκων χρεών προς αθλητές, προπονητές, εργαζόμενους, Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, ενώ, όπως υποστήριξε με την αγωγή του ο αναιρεσείων, στερείτο οποιουδήποτε κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου και βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία εξόφλησης των ανωτέρω χρεών της. Ακολούθησε η δημοσίευση του ν. 3259/2004, με το άρθρο 37 του οποίου δόθηκε η δυνατότητα λύσης, κατά τις διατάξεις του ν. 2190/1920, των ΠΑΕ που ανήκαν στη Γ’ Κατηγορία με σχετική απόφαση των μετόχων τους και αντικατάστασής τους από ΤΑΠ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2725/1999, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των ιδρυτικών σωματείων, τα οποία υποκαθίστανται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ΠΑΕ που λύονται. Κατόπιν αυτού η Γενική Συνέλευση των μετόχων της «ΠΑΕ …» στις 25.8.2004 αποφάσισε, προκειμένου να μη διαλυθεί η ποδοσφαιρική ομάδα και να συνεχίσει να αγωνίζεται στο πρωτάθλημα, τη λύση της ΠΑΕ, τη θέση της σε εκκαθάριση και τον ορισμό εκκαθαριστών, η δε Γενική Συνέλευση των μελών του ιδρυτικού σωματείου «Π… …» αποφάσισε στις 27.8.2004 την ίδρυση ΤΑΠ με την επωνυμία «ΤΑΠ …», με έδρα …, το οποίο υποκατέστησε τη λυθείσα ΠΑΕ. Με τη συγκεκριμένη νομική μορφή η εν λόγω ποδοσφαιρική ομάδα έλαβε μέρος στο πρωτάθλημα της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας τις επόμενες δύο αγωνιστικές περιόδους (2004 - 2005 και 2005 - 2006). Ακολούθως, στις 2.8.2005 δημοσιεύθηκε, με αναδρομική ισχύ από 4.8.2004, η διάταξη του άρθρου 2 § 5 περ. α’ του ν. 3372/2005, με την οποία προβλέφθηκε, ομοίως, η δυνατότητα λύσης των ΠΑΕ της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας και αντικατάστασής τους από ΤΑΠ, τα οποία, ωστόσο, υποκαθιστούν τις ΠΑΕ μόνο ως προς τα αγωνιστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών. Κατά το χρόνο, άλλωστε, θέσπισης της ανωτέρω αναδρομικής ρύθμισης η απαίτηση του αναιρεσείοντος κατά της «ΠΑΕ …» δεν είχε καταστεί τελεσίδικη, καθώς είχε μεν στις 28.2.2005 δημοσιευθεί υπ’ αριθ. …/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, εκκρεμούσε, ωστόσο, η κατ’ έφεση δίκη. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 86 § 13 του ν. 3606/2007 ορίστηκε ότι οι απαιτήσεις των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών, ημεδαπών και αλλοδαπών, κατά της λυθείσας και τεθείσας υπό εκκαθάριση «ΠΑΕ …», οι οποίες προέκυπταν είτε από τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, είτε από τελεσίδικες αποφάσεις των επιτροπών επίλυσης οικονομικών διαφορών της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) ή της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών (ΕΠΑΕ), θα ικανοποιούνταν έως του ποσού των 664.153 ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ). Κατόπιν αυτού ο αναιρεσείων κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού την από 12.12.2007 αίτηση, με την οποία ζητούσε να του καταβληθεί το επιδικασθέν με την υπ’ αριθ. …/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων ποσό που το αναιρεσίβλητο είχε, όπως υποστήριξε, στερήσει τη δυνατότητα να εισπράξει με την νομοθέτηση των ανωτέρω διατάξεων, άλλως να υπαχθεί και ο ίδιος στις ρυθμίσεις του ν. 3606/2007, με δε το υπ’ αριθ. …/15.1.2008 έγγραφό του ο ως άνω Γενικός Γραμματέας απάντησε στον αναιρεσείοντα ότι το αίτημά του δεν μπορεί να γίνει δεκτό, με την αιτιολογία ότι η ρύθμιση της § 13 του άρθρου 86 του ν. 3606/ 2007 αφορούσε αποκλειστικά απαιτήσεις ποδοσφαιριστών και για συγκεκριμένο μόνο ποσό. Ακολούθως, ο αναιρεσείων άσκησε την από 12.4.2010 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία προέβαλε ότι το αναιρεσίβλητο αρχικά με τη διάταξη του άρθρου 37 § 2 του ν. 3259/2004 επέτρεψε νομοθετικά στις υπερχρεωμένες ΠΑΕ να συμμετέχουν στο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα, αφού μεταβληθούν σε μία καινούρια νομική προσωπικότητα (ΤΑΠ), η οποία υπεισερχόταν σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις (μεταξύ των οποίων και οι ενοχικές αξιώσεις, όπως η δική του) των ΠΑΕ. Με τον τρόπο αυτό όλοι οι δανειστές των πρώην ΠΑΕ και ήδη ΤΑΠ θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις αξιώσεις τους (και μέσω των προβλεπόμενων από τον ΚΠολΔ διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης) από τα έσοδα των ΤΑΠ, όπως τα έσοδα από εισιτήρια αγώνων, επιχορηγήσεις ΟΠΑΠ, διαφημίσεις κλπ., δεδομένου ότι τα ΤΑΠ εξακολουθούσαν να ασκούν ενεργή εμπορική και αγωνιστική δραστηριότητα και να έχουν έσοδα, σε αντίθεση με τις χρεωκοπημένες ΠΑΕ, των οποίων η εμπορική δραστηριότητα έπαυσε δια παντός, με αποτέλεσμα να στερούνται πλήρως εσόδων και κινητής ή ακίνητης περιουσίας. Περαιτέρω, ενόσω ο αναιρεσείων ανέμενε την τελεσιδικία της παραπάνω απαίτησής του κατά της «ΠΑΕ …», προκειμένου να εκτελέσει αυτήν κατά της περιουσίας του «ΤΑΠ …», το αναιρεσίβλητο, όλως αιφνιδιαστικά, με τη διάταξη του άρθρου 2 § 5 περ. α΄ του ν. 3372/2005, στην οποία προσέδωσε και αναδρομική ισχύ από 4.8.2004, κατάργησε την προηγούμενη ευεργετική για τους δανειστές των χρεωκοπημένων ΠΑΕ διάταξη περί υπεισέλευσης των ΤΑΠ σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των ΠΑΕ και προέβλεψε με ρητή νομοθετική διάταξη ότι τα ΤΑΠ υπεισέρχονται μόνο στα αγωνιστικά δικαιώματα και τις αγωνιστικές υποχρεώσεις και, συνεπώς, όχι στις ενοχικές υποχρεώσεις, όπως η δική του. Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, το αναιρεσίβλητο ουσιαστικά «χάρισε» τα χρέη αυτών των ΠΑΕ, που ανέλαβαν τα ΤΑΠ, στα οποία περιλαμβάνονταν όχι μόνο οι απαιτήσεις του Δημοσίου ή των διαφόρων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν.π.δ.δ.) αλλά και απαιτήσεις ιδιωτών. Κατά τούτο και με δεδομένο ότι η «ΠΑΕ …» στερείτο οποιουδήποτε κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου και δεν είχε πλέον έσοδα, δοθέντος ότι σταμάτησε την αγωνιστική δραστηριότητά της, η οποία θα της επέφερε έσοδα, δεν είχε κανένα νόημα να ξεκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της, αφού εκ των προτέρων θα ήταν αναποτελεσματική και χωρίς κανένα αντίκρισμα. Συνεπώς, όπως προέβαλε, το αναιρεσίβλητο με την παραπάνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 2 § 5 περ. α΄ του ν. 3372/2005, του στέρησε παντελώς τη δυνατότητα να εκτελέσει σε βάρος του «ΤΑΠ Π… …», ήτοι του καθολικού διαδόχου της «ΠΑΕ Π… …», την ως άνω απαίτησή του, κατά παράβαση των άρθρων 20 § 1, 94 § 4 και 95 του Συντάγματος, αλλά και του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και των άρθρων 2 § 3 περ. γ΄ και 14 § 1 του ΔΣΑΠΔ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Επομένως, σύμφωνα με όσα ο αναιρεσείων προέβαλε, γεννήθηκε ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, η οποία συνίστατο στην καταβολή εκ μέρους του του ποσού της βέβαιης, εκκαθαρισμένης και αμέσως απαιτητής απαίτησής του εις βάρος της «ΠΑΕ …», όπως αυτή έχει κριθεί τελεσιδίκως με την υπ’ αριθ. …/2005 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων και, ως εκ τούτου, ο αναιρεσείων ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει: α) το ποσό των 57.615,93 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους δεδουλευμένους μισθούς του, πλέον δώρων Χρι­στουγέννων και Πάσχα αλλά και επιδόματος αδείας και ισολογισμού, β) το ποσό των 38.043,80 ευρώ, που αντιστοιχεί στους τόκους υπερημερίας μέχρι και τις 12.4.2010, οπότε και άσκησε την αγωγή, γ) το ποσό των 1.750 ευρώ της δικαστικής δαπάνης δύο βαθμών δικαιοδοσίας, ήτοι συνολικά το ποσό των 97.409,73 ευρώ και δ) το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη από τις ανωτέρω παράνομες ενέργειες του αναιρεσίβλητου. Με την υπ’ αριθ. …/2019 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών η ανωτέρω αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο αναιρεσείων άσκησε έφεση επαναλαμβάνοντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς του. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αφού παρέθεσε στη μείζονα σκέψη του δικανικού του συλλογισμού τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ και του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, επανέλαβε την πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση δύναται να γεννηθεί και από τη νομοθέτηση ή την παράλειψη νομοθέτησης εκ μέρους των αρμόδιων οργάνων, εφόσον από την εν λόγω νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθέτησης προκύπτει αντίθεση προς υπέρτερους κανόνες δικαίου, ακολούθως δε, καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 4 § 1, 20 § 1 και 26 του Συντάγματος, δέχθηκε ότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται μεν να μεταβάλλει, ακόμη και αναδρομικά, τις ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου, η ευχέρειά του αυτή, ωστόσο, δεν δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την κύρωση πράξης, για τη νομιμότητα της οποίας υφίσταται εκκρεμής δίκη, την προσβολή του δεδικασμένου, την απόσβεση απαιτήσεων, για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις ή εκκρεμούν δίκες ενώπιον του Αναιρετικού Δικαστηρίου, ή την κατάργηση εκκρεμών δικών. Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, δεν απαγορεύει, ομοίως, τη θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου, πλην όμως, σε περίπτωση που η αναδρομική ρύθμιση αφορά ζήτημα, για το οποίο υφίσταται εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ., η θέσπιση αυτής δεν πρέπει να επηρεάζει προς όφελος του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. την έκβαση της δίκης και να αναιρεί την ουσία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ενώ η ρύθμιση αυτή απαιτείται να υπαγορεύεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και ο θεσπιζόμενος περιορισμός να τελεί σε εύλογη σχέση αναλογικότητας προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό. Ακολούθως, κρίθηκε ότι από τη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 2 § 5 περ. α’ του ν. 3372/2005 δεν γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, με αποτέλεσμα να μη συντρέχει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω της εκ μέρους των οργάνων αυτού νομοθέτησης, καθώς από την οικεία αιτιολογική έκθεση προκύπτει ότι ο νομοθέτης σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 16 § 9 του Συντάγματος για την προστασία του αθλητισμού απέβλεψε, αντικαθιστώντας τις διατάξεις του άρθρου 37 § 2 του ν. 3259/2004, στην εξυπηρέτηση του γενικού δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην αποτροπή του αθλητικού - αγωνιστικού αφανισμού των ΤΑΠ, των ερασιτεχνικών δηλαδή σωματείων, που σε διαφορετική περίπτωση θα επιβαρύνονταν με τεράστια οικονομικά βάρη, προερχόμενα από δραστηριότητες άλλων νομικών προσώπων και δη επαγγελματικού χαρακτήρα, στα οποία τα εν λόγω ερασιτεχνικά σωματεία είναι αντικειμενικώς αδύνατον να ανταποκριθούν. Περαιτέρω δε, έγινε δεκτό, ότι η αδυναμία του αναιρεσείοντος να εκτελέσει εις βάρος του «ΤΑΠ …» την υπ’ αριθ. …/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, που επικυρώθηκε τελεσιδίκως με την …/2007 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, δεν επήλθε ευθέως και άμεσα από τη θέσπιση των διατάξεων του ν. 3372/ 2005, όπως απαιτείται για την κατάφαση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου σε περίπτωση θέσπισης ρυθμίσεων που αντίκεινται σε κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, καθώς από τις διατάξεις αυτές ουδόλως περιορίζεται ή καταργείται το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του με τη μεσολάβηση δικαστικής κρίσης στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, το οποίο αυτός ουδέποτε άσκησε εναντίον της «ΠΑΕ …», όπως αυτή υποκαταστάθηκε από το «ΤΑΠ …», όπως και ο ίδιος συνομολόγησε, τη συνταγματικότητα δε των επίμαχων διατάξεων θα έκρινε, σε κάθε περίπτωση, ο φυσικός δικαστής της εκτέλεσης, οπότε οποιαδήποτε βλάβη του αναιρεσείοντος θα προκαλείτο από τη συγκεκριμένη δικαστική κρίση. Με το ανωτέρω σκεπτικό το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι το αγωγικό αίτημα του αναιρεσείοντος παρίστατο αβάσιμο και απέρριψε στο σύνολό της την έφεση αυτού.

(…).

11. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι μη νομίμως έγινε δεκτό από το δικάσαν δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της θέσπισης της διάταξης του άρθρου 2 § 5 περ. α’ του ν. 3372/2005, η οποία, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 20 § 1, 94 § 4 και 95 του Συντάγματος, του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και των άρθρων 2 § 3 περ. γ΄ και 14 § 1 του ΔΣΑΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, και της βλάβης που, κατά τους ισχυρισμούς, υπέστη από την αδυναμία επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του «ΤΑΠ …», ως διαδόχου της ομώνυμης ΠΑΕ, για την είσπραξη της δικαστικά επιδικασθείσας απαίτησής του έναντι της τελευταίας αυτής. Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως αμφισβητείται η συμφωνία της επίμαχης διάταξης του άρθρου 2 § 5 περ. α’ του ν. 3372/2005 προς τις προαναφερθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, Προς θεμελίωση του παραδεκτού του προεκτεθέντος λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι ως προς το ζήτημα της θεμελίωσης της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω της θέσπισης διατάξεων που αντίκεινται σε υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες δικαίου και προκαλούν ευθέως ζημία στο διοικούμενο, καθώς και ως προς το ζήτημα των προϋποθέσεων της κατάφασης του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην εν λόγω ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη και την επελθούσα ζημία, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση προς τις υπ’ αριθ. 4731/2014, 168/2010, 3089/2009, 1038/2006 και 1141/1999 και τις υπ’ αριθ. 1147/2005, 465/2004, 3069/2004, 2727/ 2003, 1221/2002, 979/2000, 1893-4/2000, 2739/ 2000, 4776/1997, 1693/1998 και 2763/1993 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντίστοιχα. Καθό δε μέρος με τον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως αμφισβητείται η συμφωνία της επίμαχης διάταξης του άρθρου 2 § 5 περ. α’ του ν. 3372/2005 προς τις προαναφερθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι σε σχέση με το ζήτημα της ερμηνείας της εν λόγω  διάταξης  του άρθρου 2 § 5 περ. α’ του ν. 3372/2005 δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ως προς το ζήτημα της στοιχειοθέτησης της ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ άρθρον 105 ΕισΝΑΚ, από τη νομοθέτηση ή την παράλειψη νομοθέτησης των αρμόδιων οργάνων σε περίπτωση που γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, δεν υφίσταται ουδεμία αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης προς τις υπ’ αριθ. 4731/2014, 168/2010, 3089/2009, 1038/2006 και 1141/1999 αποφάσεις που επικαλείται ο αναιρεσείων, δοθέντος ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο επαναλαμβάνει, με παραπομπή στη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις απαιτούμενες για την κατάφαση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από την εκ μέρους των οργάνων του νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθέτησης προϋποθέσεις, όπως ακριβώς και οι ανωτέρω αποφάσεις του Δικαστηρίου, προς τις οποίες προβάλλεται ότι έρχεται σε αντίθεση η αναιρεσιβαλλόμενη. Περαιτέρω, ουδεμία αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης στοιχειοθετείται και προς τις 1147/ 2005, 465/2004, 3069/2004, 2727/2003, 1221/ 2002, 979/2000, 1893-4/2000, 2739/2000, 4776/ 1997, 1693/1998 και 2763/1993 αποφάσεις του Δικαστηρίου, τις οποίες, επίσης επικαλείται ο αναιρεσείων, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές δεν αφορούν περιπτώσεις πρόκλησης ζημίας εκ μέρους του Δημοσίου από τη θέσπιση νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων, ενώ τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ουδεμία συνάφεια παρουσιάζουν με την κρινόμενη υπόθεση. Όμως, καθό μέρος με τον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως αμφισβητείται η συμφωνία της επίμαχης διάταξης του άρθρου 2 § 5 περ. α’ του ν. 3372/ 2005 προς τις προαναφερθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί έλλειψης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας προβάλλεται βασίμως διότι πράγματι δεν υφίσταται νομολογία ως προς το εν λόγω ζήτημα και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται, κατά τούτο παραδεκτώς, και πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, στην ουσία του.

12. Επειδή, ενόψει του ότι, εκ των πραγμάτων, το ποδόσφαιρο, από το οποίο μάλιστα το κράτος αντλεί σημαντικά έσοδα προς όφελος του αθλητισμού, ο οποίος τελεί κατά το άρθρο 16 § 9 του Συντάγματος υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του, εξελίχθηκε σε άθλημα έντονου κρατικού ενδιαφέροντος (ΣτΕ 2944/ 1980 7μ., 1596/2004), η διάταξη της περ. α’  της § 5 του άρθρου 2 του ν. 3372/2005, μη υπαγόμενη σε κάποια από τις συνταγματικές απαγορεύσεις νομοθετικής αναδρομής εντασσόμενη στο πλαίσιο της ανωτέρω οφειλόμενης κρατικής μέριμνας για τον αθλητισμό, υπαγορεύθηκε από λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενους στην ανάγκη εξασφάλισης της οικονομικής και αγωνιστικής επιβίωσης των ποδοσφαιρικών ομάδων της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας, της ομαλής διεξαγωγής του οικείου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου και στην εν γένει ορθολογική οργάνωση του ερασιτεχνικού και επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Περαιτέρω, δεδομένου ότι με την ίδια διάταξη δεν θεσπίζεται απόσβεση των απαιτήσεων των δανειστών των λυόμενων ΠΑΕ, καθώς δεν αποκλείστηκε η ικανοποίησή των απαιτήσεων αυτών από το προϊόν της εκκαθάρισης, εφόσον αυτό επαρκεί, δεν παραβιάζεται το κατοχυρωμένο στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα δικαστικής προστασίας, το οποίο περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικαστήριο, αλλά και το δικαίωμα κάθε προσώπου να επιτύχει την εκτέλεση της απόφασης, που θα εκδοθεί κατ’ αποδοχή ασκούμενου από αυτό ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ 235/2021), διότι, όπως δέχεται το ΕΔΔΑ, το κράτος δεν ευθύνεται για την αδυναμία εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας των ιδιωτών οφειλετών [αποφάσεις ΕΔΔΑ της 14ης Σεπτεμβρίου 2017 Bozza κατά Ιταλίας (17739/ 09) σκ. 44, της 21ης Απριλίου 2009 Gerstbrein κατά Σλοβακίας (17252/04) σκ. 17, καθώς και αποφάσεις επί του παραδεκτού Fikrat Pashayev κατά Αζερμπαϊτζάν (28461/19) σκ. 11, Clavdia Bejenar κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας (45460/13) σκ. 8], ούτε, άλλωστε, υποχρεούτο εξαρχής από οποιαδήποτε υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη να προβλέψει με σχετική ρύθμιση την υποκατάσταση των ιδρυόμενων ΤΑΠ στο σύνολο των υποχρεώσεων των λυόμενων Π.Α.Ε ή να ανεύρει για τους δανειστές των ΠΑΕ άλλο αξιόχρεο νομικό πρόσωπο, σε βάρος του οποίου θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους. Εξάλλου, η αναδρομικά αντικατασταθείσα από αυτήν, διάταξη του άρθρου 37 § 2 του ν. 3259/2004, από τη διατύπωση της οποίας προκύπτει η διαδοχή των ΤΑΠ στις εν γένει υποχρεώσεις των λυόμενων ΠΑΕ, παρουσίαζε εντός του συστήματος του ν. 2725/ 1999 εξαιρετικό χαρακτήρα, καθώς στο άρθρο 111 του νόμου αυτού ρητώς ορίζεται ότι σε περίπτωση λύσης ΠΑΕ λόγω υποβιβασμού σε ερασιτεχνική κατηγορία το ιδρυτικό σωματείο σε καμία περίπτωση δεν αναλαμβάνει τις τυχόν ενοχικές ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας που τέθηκε σε εκκαθάριση, ενώ, αντιθέτως, σε περίπτωση που αθλητικό σωματείο προβιβάζεται σε επαγγελματική κατηγορία η ιδρυόμενη αθλητική ανώνυμη εταιρεία υποκαθίσταται σε όλα τα ενοχικά δικαιώματα, καθώς και τις ενοχικές υποχρεώσεις, του ιδρυτικού αθλητικού σωματείου, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 73 του ίδιου νόμου. Επιπροσθέτως, στο μέτρο που κατά το χρόνο ισχύος της διάταξης του άρθρου 37 § 2 του ν. 3259/2004, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε ανοιχθεί, ούτε βρισκόταν σε εξέλιξη, δίκη με διάδικο το «ΤΑΠ …» σχετικά με την εκτέλεση σε βάρος αυτού των απαιτήσεων του αναιρεσείοντος από την ομώνυμη ΠΑΕ δεν υφίσταται ούτε παρέμβαση σε εκκρεμή δίκη. Τέλος, δεν παραβιάζεται ούτε το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, δοθέντος ότι η ερειδομένη στις διατάξεις του άρθρου 37 § 2 του ν. 3259/2004, προσδοκία των δανειστών των λυόμενων ΠΑΕ να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους σε βάρος των ιδρυόμενων ΤΑΠ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εύρισκε, έως την κατάργηση της διάταξης αυτής, επαρκές έρεισμα στο εθνικό δίκαιο, ώστε να συνιστά «περιουσία» προστατευόμενη από το άρθρο 1 του ανωτέρω Πρωτοκόλλου, ενόψει του μικρού χρονικού διαστήματος ισχύος των διατάξεων αυτών (ένα περίπου έτος), του γεγονότος ότι με αυτές θεσπιζόταν εξαίρεση από τα γενικώς ισχύοντα σε περίπτωση λύσης ΠΑΕ και του ότι δεν υπήρχε νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ως προς τις διατάξεις αυτές, και ειδικότερα ως προς την συμφωνία τους προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, αλλά και ως προς την έννοιά τους όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους (πρβλ. ΣτΕ 3368/2015). Υπό τα ανωτέρω δεδο

(…).

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.