ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣτΕ 2024: Αποφάσεις Ολομέλειας και Τμημάτων με επιμέλεια Κωνσταντίνου Π. Σαμαρτζή
EΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣτΕ
Επιμέλεια: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ, Δικηγόρος
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ
1046/2024 – Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης Πρόεδρος, Εισηγήτρια: Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλος
Κεραίες κινητής τηλεφωνίας και περιβάλλον. Η εγκατάσταση και λειτουργία: (ι) οργανωμένων εκτάσεων υποδοχής κεραιών, (ιι) κομβικών σταθμών κινητής και ασύρματης τηλεφωνίας και (ιιι) σταθμών βάσης κινητής και ασύρματης σταθερής τηλεφωνίας, υπάγεται σε ειδικό καθεστώς αδειοδοτήσεων με σκοπό, αφ’ ενός, την προστασία του περιβάλλοντος, φυσικού, πολιτιστικού και οικιστικού, αφ’ ετέρου, την προστασία της δημόσιας υγείας προς αποφυγή τυχόν επιβλαβών επιπτώσεων από την έκθεση του κοινού σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία και, κατά τρίτον, τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς άλλες τεχνικές προδιαγραφές και παραμέτρους, συναρτώμενες π.χ. με την αποφυγή παρεμβολών σε γειτονικά δίκτυα κ.λπ.
Εκτίμηση επιπτώσεων. Ως προς την αντιμετώπιση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, το καθεστώς βάσει του οποίου γίνεται η εκτίμηση των επιπτώσεων αυτών και ο συνακόλουθος καθορισμός των ληπτέων μέτρων προστασίας, προβλέπει, σε συνάρτηση με τα οριζόμενα στη νομοθεσία κριτήρια, είτε διαδικασίες κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ για τα πάρκα κεραιών, είτε τη διαδικασία εκπόνησης και έγκρισης μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και έκδοσης απόφασης περιβαλλοντικών όρων για τα έργα που κατατάσσονται στην κατηγορία Α, υποκατηγορία Α2, όπως οι κομβικοί σταθμοί κινητής και ασύρματης τηλεφωνίας, αλλά και οι λοιποί σταθμοί βάσης κινητής και ασύρματης σταθερής τηλεφωνίας, όταν περιλαμβάνουν έργα οδοποιίας ή/και όταν χωροθετούνται σε περιοχή του δικτύου Natura 2000 και εκτός ορίων οικισμών, είτε ένα απλούστερο σύστημα περιβαλλοντικής αδειοδότησης, με τη διαδικασία υπαγωγής του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας σε πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, κατά την οικεία νομοθεσία, όταν πρόκειται για τους συνήθεις σταθμούς βάσης της κατηγορίας Β και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατάταξης αυτών, κατά παρέκκλιση, στην ανώτερη κατηγορία.
Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Διαδικασία εγκατάστασης. Οι Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις για σταθμούς βάσης κινητής και ασύρματης σταθερής τηλεφωνίας, όταν αυτοί κατατάσσονται στην κατηγορία Β, περιέχουν όρους και για την προφύλαξη από τις επιπτώσεις της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, που αποτελεί την πλέον σοβαρή συνέπεια στην υγεία. Δεν απαιτείται χωροταξικός σχεδιασμός για δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Η γενική διαδικασία για την εγκατάσταση και λειτουργία κατασκευής κεραίας, ήτοι του συστήματος κεραιών εκπομπής ή και λήψης ραδιοσημάτων, με τις κατασκευές στήριξης, τα εξαρτήματα κ.λπ, ρυθμίζεται περαιτέρω λεπτομερώς στον ν. 4635/2019, που προβλέπει, αφ’ ενός, έκδοση άδειας από την ΕΕΤΤ, κατόπιν υποβολής και ελέγχου δικαιολογητικών, στα οποία περιλαμβάνεται η περιβαλλοντική αδειοδότηση, κατά τα ανωτέρω, καθώς και μελέτη ραδιοεκπομπών προκειμένου να εκδοθεί η σχετική γνωμοδότηση της ΕΕΑΕ, και, αφ’ ετέρου, έκδοση πράξης έγκρισης δομικών κατασκευών από την αρμόδια προς τούτο υπηρεσία, μετά από υποβολή και έλεγχο των σχετικών δικαιολογητικών. Θεσπίζονται, επίσης, λεπτομερείς και αυστηρές ρυθμίσεις για τα όρια ασφαλούς έκθεσης του κοινού σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, η τήρηση των οποίων διασφαλίζεται με την υποβολή στην ΕΕΑΕ μελέτης ραδιοεκπομπών προς έγκριση και με τον έλεγχο που διενεργείται από την ΕΕΑΕ στη συνέχεια, ώστε να διαπιστώνεται η συμμόρφωση προς τις τεθείσες δεσμεύσεις.
Ειδικές κατηγορίες. Κατ’ εξαίρεση, δεν απαιτείται αδειοδότηση από την ΕΕΤΤ για ορισμένες ειδικές κατηγορίες κατασκευών κεραιών, για λόγους δημοσίου συμφέροντος όταν οι εγκαταστάσεις χαρακτηρίζονται εθνικής σημασίας, καθώς και όταν πρόκειται για κατασκευές χαμηλής περιβαλλοντικής και ηλεκτρομαγνητικής όχλησης, υπό συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις. Συνεπώς, στο ανωτέρω συνεκτικό και πλήρως καταστρωμένο στη νομοθεσία καθεστώς προβλέπονται ένα σύνολο κριτηρίων και προϋποθέσεων για την αδειοδότηση επιμέρους στοιχείων του δικτύου ασύρματης κινητής τηλεφωνίας, όπως οι κομβικοί σταθμοί και οι σταθμοί βάσης, ενσωματώνονται δε στο καθεστώς αυτό όροι και διαδικασίες για τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας από τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις, ενόψει των αρχών της πρόληψης και της προφύλαξης.
Αρχή της προφύλαξης. Η αρχή της προφύλαξης βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Δυνάμει της αρχής αυτής, όταν υπάρχει μεγάλος βαθμός επιστημονικής αβεβαιότητας σε σχέση με τους κινδύνους για την υγεία ή το περιβάλλον από την άσκηση ορισμένης δραστηριότητας, η Διοίκηση μπορεί να λαμβάνει μέτρα προστασίας χωρίς να οφείλει να αναμένει να αποδειχθεί πλήρως το υποστατό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων. Η εκτίμηση του κινδύνου δεν μπορεί, πάντως, να στηρίζεται σε αμιγώς υποθετικές αξιολογήσεις. Η αρχή της προφύλαξης προϋποθέτει μια εκτίμηση του ενδεχόμενου κινδύνου, με τον προσδιορισμό των δυνητικώς αρνητικών για την υγεία ή το περιβάλλον συνεπειών, και μια συνολική αξιολόγηση του κινδύνου, βάσει των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και πρόσφατων αποτελεσμάτων της διεθνούς έρευνας. Οσάκις αποδεικνύεται αδύνατο να προσδιορισθεί με βεβαιότητα η ύπαρξη ή η έκταση του προβαλλόμενου κινδύνου, λόγω της ανεπάρκειας των αποτελεσμάτων των μελετών, και η πιθανότητα ενός πραγματικού κινδύνου για τη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον εξακολουθεί να υφίσταται στην υποθετική εκείνη περίπτωση που ο κίνδυνος αυτός θα μπορούσε πράγματι να επέλθει, η αρχή της προφύλαξης δικαιολογεί τη λήψη αυστηρότερων μέτρων, με την επιφύλαξη ότι τα μέτρα αυτά δεν δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις, είναι αντικειμενικά και πληρούν κατά τα λοιπά τους όρους της αρχής της αναλογικότητας. Το σύστημα ρυθμίσεων της εθνικής νομοθεσίας δεν αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, ούτε στις αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης, ως ειδικότερης πτυχής της προστασίας αυτής.
■
1251/2024 – Πρόεδρος: Ε. Νίκα, Πρόεδρος, Εισηγητής: Β. Ανδρουλάκης, Σύμβουλος
Πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις. Κριτήρια. Με την § 7 του άρθρου 103 Σ κατοχυρώνονται οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τον διορισμό των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες αποτελούν ειδικότερη έκφραση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας. Οι αρχές της ισότητας και της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις αποτελούν συνταγματικό κανόνα, που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις.
Δικαστικός έλεγχος. Αρχή της ισότητας. Η παραβίαση των ως άνω συνταγματικών αρχών ελέγχεται δικαστικώς, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του Κράτους Δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου, μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων, που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια.
Αρχή της αξιοκρατίας. Η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία συνδέεται με την αρχή του Κράτους Δικαίου και το άρθρο 5 § 1 Σ, υπαγορεύει, η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται, προεχόντως, με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους. Και μπορεί μεν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει το ειδικότερο ουσιαστικό περιεχόμενο των ανωτέρω κριτηρίων, έχοντας την ευχέρεια, εφ’ όσον κατά την κρίση του εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον, ακόμη και να μεταβάλλει προϊσχύοντες κανόνες δικαίου, αδιαφόρως αν θίγονται δικαιώματα, συμφέροντα ή προσδοκίες στηριζόμενα σε αυτούς, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο απρόσωπο και αντικειμενικό.
Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας. Με το άρθρο 5 § 1 Σ κατοχυρώνεται η προσωπική και οικονομική ελευθερία, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και άσκησης ορισμένου επαγγέλματος, ως αναγκαίου στοιχείου της προσωπικότητος του ατόμου. Στην ελευθερία αυτή ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς, οι οποίοι είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί, εφ’ όσον δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό, τελούν δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του επαγγέλματος. Όταν ο θεσπιζόμενος περιορισμός αφορά την πρόσβαση στο επάγγελμα προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να είναι εμφανής και σαφώς διαγνώσιμη η αναγκαιότητα επιβολής του για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νόμο σκοπού.
Ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Εν όψει της αναγωγής της Παιδείας σε βασική αποστολή του Κράτους, θεσπίζεται η εποπτεία του τελευταίου επί των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, με συνέπεια την έντονη ρυθμιστική παρέμβαση του νομοθέτη στην οργάνωση και λειτουργία τους, καθώς και στην υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού τους. Συνεπώς, δεν παρέχεται η δυνατότητα άσκησης απλώς ιδιωτικής επιχείρησης στο πλαίσιο του άρθρου 5 Σ, αλλά δημοσίου λειτουργήματος από ιδιωτικό φορέα υποκείμενο σε κρατικό έλεγχο και εποπτεία. Για τον λόγο αυτό, τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια υποχρεούνται να τηρούν, κατά βάση, το ίδιο πρόγραμμα σπουδών για τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης και να αποβλέπουν στους ίδιους συνταγματικούς στόχους, όπως αυτοί διακηρύσσονται στην § 2 του άρθρου 16 Σ, ενώ δεν επιτρέπεται να περιορίζουν την εκπαιδευτική ύλη ή να αλλοιώνουν τους στόχους αυτούς. Η παρεχόμενη στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια εκπαίδευση είναι, σύμφωνα με τον νόμο, κατά βάση ομοίου τύπου και περιεχομένου με την παρεχόμενη από τα κρατικά. Για τον λόγο αυτόν, οι χορηγούμενοι από αυτά τίτλοι σπουδών, το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται από το Κράτος κατά τρόπο ενιαίο με τους αντίστοιχους τίτλους της δημοσίας εκπαίδευσης, είναι ισότιμοι με τους παρεχόμενους από τα δημόσια εκπαιδευτήρια, το δε υπηρεσιακό καθεστώς των υπηρετούντων εκπαιδευτικών προσεγγίζει αυτό των υπηρετούντων στη δημόσια εκπαίδευση, ενώ, εξάλλου, το διδακτικό προσωπικό των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων έχει τα ίδια προσόντα, που απαιτούνται για το προσωπικό των δημόσιων σχολείων.
Πρόσληψη εκπαιδευτικών. Υιοθετείται πάγιο σύστημα προσλήψεων εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση, το οποίο αποτελεί σύστημα μοριοδότησης προσόντων και βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στο κριτήριο της πιστοποιούσας την εμπειρία του υποψήφιου εκπαιδευτικού εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας. Ο νομοθέτης έθεσε ως κριτήριο, μεταξύ άλλων, για την επιλογή των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, την προγενέστερη εμπειρία του υποψηφίου ως αναπληρωτή στη δημόσια εκπαίδευση, κατ’ εξαίρεση δε και στην ιδιωτική. Το κριτήριο της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας αποτελεί γενικό και αντικειμενικό κριτήριο επιλογής, συνάπτεται με την ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν με επιτυχία τα εκπαιδευτικά καθήκοντά τους και συνάδει με τις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας, στο προκείμενο δε σύστημα διορισμού, το οποίο δεν βασίζεται σε γραπτή διαγωνιστική διαδικασία, αλλά σε μοριοδότηση με βάση προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια (επιλογή με βάση τη σειρά προτεραιότητας), ο νομοθέτης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προϋπηρεσία των υποψηφίων, ως στοιχείο της κτηθείσας εκπαιδευτικής εμπειρίας αυτών.
Προϋπηρεσία. Η μοριοδότηση της προϋπηρεσίας κατά βάση στη δημόσια εκπαίδευση αποτελεί, κατά το σύστημα του νόμου, σημαντικό κίνητρο προς τους ενδιαφερόμενους να διορισθούν ως εκπαιδευτικοί, ώστε, προ του διορισμού τους, να απασχοληθούν ως αναπληρωτές και, με τον τρόπο αυτό, να συνεισφέρουν στην ομαλή λειτουργία των δημόσιων σχολείων, καλύπτοντας τα κενά που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια του εκπαιδευτικού έτους στη δημόσια εκπαίδευση ή διασφαλίζοντας τη διδασκαλία μαθημάτων, των οποίων οι προβλεπόμενες ώρες διδασκαλίας δεν δικαιολογούν τον διορισμό μόνιμου εκπαιδευτικού. Για τον λόγο αυτόν (της συνεισφοράς στη δημόσια υπηρεσία της εκπαίδευσης) νομίμως ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να διαφοροποιήσει την προϋπηρεσία που έχει παρασχεθεί στη δημόσια εκπαίδευση, σε σχέση με εκείνη που έχει παρασχεθεί στην ιδιωτική. Ωστόσο, εφ’ όσον η εκπαιδευτική προϋπηρεσία γενικώς αποτελεί κριτήριο επιλογής που συνάδει με τις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας, λαμβανομένων υπ’ όψη της κατά το Σύνταγμα και τον νόμο συνάφειας της δημόσιας και ιδιωτικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και της ταυτότητας των προσόντων των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε αυτές, καθώς και της αναγνώρισης της ιδιωτικής προϋπηρεσίας, κατά τα προεκτεθέντα, σε ειδικές περιπτώσεις, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι αυτή, κατ’ αρχήν, ποιοτικά δεν διαφοροποιείται από την παρασχεθείσα σε δημόσια εκπαιδευτήρια, η καθ’ ολοκληρίαν μη μοριοδότηση της προϋπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση, με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις της απόλυσης λόγω κατάργησης της σχολικής μονάδας, τάξης ή τμήματος ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας. Και είναι μεν θεμιτό ο νομοθέτης να επιδιώκει να ενισχύσει όσους έχουν υπηρετήσει ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι στη δημόσια εκπαίδευση και, ως εκ τούτου, διαθέτουν σημαντική εμπειρία ειδικώς σε αυτήν, έχουν δε προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στο δημόσιο σχολείο, ιδίως κατά την προηγηθείσα μακρά περίοδο, κατά την οποία, λόγω σοβαρότατων δημοσιονομικών περιορισμών ήταν εξαιρετικά δυσχερής έως αδύνατη η εφαρμογή παγίου συστήματος διορισμών, και ενδεχομένως να προβλέψει ευνοϊκότερο τρόπο υπολογισμού της έναντι της παρασχεθείσας στον ιδιωτικό τομέα, πλην όμως τούτο δεν μπορεί να οδηγήσει σε κατ’ ουσίαν παντελή παραγνώριση της προϋπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση [Μειοψηφία].
■
ΤΜΗΜΑΤΩΝ
901/2024 (Δ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Καραμανώφ, Αντιπρόεδρος – Εισηγητής: Η. Μάζος, Σύμβουλος
Nullum crimen nulla poena sine lege και ΕΣ ΔΑ. Η «ποινή» κατά το άρθρο 7 § 1 της ΕΣΔΑ έχει αυτόνομη έννοια. Για να κριθεί αν ένα δυσμενές μέτρο συνιστά ποινή με την έννοια αυτή, εξετάζονται: α) αν το μέτρο επεβλήθη κατόπιν καταδικαστικών αποφάσεων για ποινικά αδικήματα, β) η διαδικασία που ακολουθήθηκε, γ) ο χαρακτηρισμός του μέτρου στο εθνικό δίκαιο, δ) η φύση και ο σκοπός του μέτρου και ε) η σοβαρότητα του μέτρου. Καθιερώνεται έτσι η αρχή του nullum crimen nulla poena sine lege, το ρυθμιστικό περιεχόμενο της οποίας δεν εξαντλείται στην απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος του ποινικού νόμου, αλλά θεσπίζει και την υποχρέωση τόσο το αδίκημα όσο και η επιβαλλόμενη ποινή να προβλέπονται στον νόμο, οι σχετικές διατάξεις του οποίου πρέπει να είναι προσβάσιμες και προβλέψιμες. Οι ποιοτικές αυτές απαιτήσεις πρέπει να πληρούνται ως προς τον ορισμό τόσο του αδικήματος όσο και της ποινής (nulla poena sine lege).
Προβλεψιμότητα διατάξεων. Η απαίτηση της προβλεψιμότητας πληρούται, όταν οι ενδιαφερόμενοι είναι σε θέση, με βάση την διατύπωση του νόμου και, ενδεχομένως, με τη συνδρομή της ερμηνείας από τα αρμόδια δικαστήρια, να γνωρίζουν από ποιές πράξεις ή παραλείψεις δύναται να γεννηθεί ποινική ευθύνη τους. Εν όψει, πάντως, της ανάγκης αποσαφήνισης αορίστων εννοιών και προσαρμογής στις εξελισσόμενες συνθήκες, η διάταξη του άρθρου 7 § 1 της ΕΣΔΑ δεν αποκλείει την σταδιακή διευκρίνιση, μέσω της εφαρμογής τους, των κανόνων που διέπουν την ποινική ευθύνη των εκάστοτε εμπλεκομένων προσώπων. Εξάλλου, η έκταση της προβλεψιμότητας του νόμου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το περιεχόμενο της επίδικης νομοθετικής διάταξης, τον τομέα που προορίζεται να ρυθμίσει και τον αριθμό και την ιδιότητα εκείνων στους οποίους απευθύνεται. Δεν αναιρείται η προβλεψιμότητα του νόμου, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος χρειάζεται να αναζητήσει νομικές συμβουλές για να εκτιμήσει, σε εύλογο βαθμό εν όψει των συνθηκών, τις συνέπειες μιας συγκεκριμένης πράξης. Τούτο ισχύει, ιδίως, προκειμένου περί προσώπων που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα, οι οποίοι πρέπει να επιδεικνύουν μεγάλο βαθμό επιμέλειας κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους και οι οποίοι, ως εκ τούτου, απαιτείται να είναι ιδιαιτέρως επιμελείς κατά την εκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγεται η δραστηριότητά τους.
Επιμέτρηση προστίμου. Όταν η κρίσιμη διάταξη δεν προσδιορίζει τα κριτήρια επιμέτρησης του προστίμου, η παρεχόμενη στη Διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια για τον καθορισμό του ύψους του εκάστοτε επιβαλλομένου προστίμου ασκείται σύμφωνα και με τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης των διοικουμένων, για τον προσδιορισμό δε του προστίμου λαμβάνονται υπ’ όψη η βαρύτητα της παράβασης, οι συνθήκες τέλεσής της, τα υποκειμενικά στοιχεία της συμπεριφοράς του παραβάτη και, ιδίως, το είδος και ο βαθμός της υπαιτιότητάς του, καθώς και η επιδειχθείσα εμπράκτως μεταμέλεια και η προθυμία του να άρει ή να μην επαναλάβει την παράβαση, συμμορφούμενος προς τις σχετικές υποδείξεις της αρμόδιας αρχής, ήτοι κριτήρια εύλογα, προβλέψιμα και συναφή με την τελεσθείσα παράβαση και τη συμπεριφορά του δράστη.
Πρόστιμα Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και προβλεψιμότητα. Η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπόκειται στον έλεγχο του Διοικητικού Εφετείου, επιλαμβανόμενου επί του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής ουσίας, που παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία εκ νέου επανεξέτασης της υπόθεσης και μεταρρύθμισης του επιβληθέντος προστίμου. Επομένως, τα πρόσωπα, στα οποία επιβάλλεται πρόστιμο, με τη συνδρομή εν ανάγκη των υπηρεσιών νομικού συμβούλου, δύνανται, σύμφωνα με τις σχετικές ρυθμίσεις του ελληνικού δικαίου, να προβλέψουν με επαρκή ακρίβεια την τάξη μεγέθους των προστίμων που μπορούν να επιβληθούν για συγκεκριμένη συμπεριφορά, το γεγονός δε ότι δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων το ακριβές ύψος των προστίμου, που θα επιβάλει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής «ουδεμία ποινή άνευ νόμου».
■
908/2024 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος, Εισηγητής: Χ. Κομνηνός, Πάρεδρος
Συντάξεις ΟΓΑ. Προϋποθέσεις. Για να λάβουν σύνταξη γήρατος οι ασφαλισμένοι του ΟΓΑ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι έγγαμες γυναίκες, οι οποίες απασχολούνται αυτοτελώς σε αγροτικές εργασίες, πρέπει: α) να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους, β) να έχουν απασχοληθεί, κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα, στην αγροτική οικονομία επί 25 τουλάχιστον έτη μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας τους και γ) να είναι κατ’ αρχήν μονίμως εγκατεστημένοι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους σε αγροτικές εργασίες, στον τόπο των αγροτικών ασχολιών τους, από τον οποίο συγχωρούνται μόνο προσωρινές και δικαιολογημένες απομακρύνσεις. Ως «απομάκρυνση» από τον τόπο αυτόν νοείται η μόνιμη εγκατάσταση του ασφαλισμένου είτε σε αστική περιοχή, είτε και σε άλλη αγροτική περιοχή, η οποία, όμως, απέχει τέτοια απόσταση από τον τόπο των αγροτικών ασχολιών του, ώστε, κατά κοινή πείρα, να μην είναι πλέον δυνατόν, εν όψει των κατά περίπτωση συνθηκών (όπως π.χ. καιρικών και συγκοινωνιακών συνθηκών, είδους καλλιέργειας), να θεωρηθεί ότι αυτός απασχολείται ενεργώς και, μάλιστα, κατά κύριο επάγγελμα στην αγροτική οικονομία.
Αιτιολόγηση. Η κρίση ότι η απομάκρυνση του ενδιαφερομένου από τον τόπο των αγροτικών ασχολιών του είναι προσωρινή και δικαιολογημένη, καθώς και η κρίση ότι ο ενδιαφερόμενος αντλεί τα μέσα βιοπορισμού του από την απασχόλησή του στην αγροτική οικονομία πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς από τα αρμόδια όργανα του ΟΓΑ και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, από τα διοικητικά δικαστήρια. Ειδικότερα, για να είναι αιτιολογημένη η απόφαση σχετικά με τον βιοπορισμό του ασφαλισμένου από την απασχόλησή του, κατά κύριο επάγγελμα, στην αγροτική οικονομία, πρέπει να προκύπτει - κατά το μεγαλύτερο διάστημα της επίμαχης περιόδου - το ύψος του εισοδήματος του ασφαλισμένου από την παραπάνω απασχόληση και να υπάρχει κρίση ότι το εισόδημα τούτο, εν όψει του τόπου κατοικίας του και των ειδικότερων συνθηκών σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, επαρκεί για τον βιοπορισμό του.
Έγγαμες γυναίκες. Ειδικώς όταν πρόκειται για έγγαμη γυναίκα, η οποία απασχολείται αυτοτελώς σε γεωργικές εργασίες, θεωρείται ότι αυτή πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής της στην ασφάλιση του ΟΓΑ, όταν διαπιστώνεται ότι αντλεί τον βιοπορισμό της από την απασχόλησή της αυτή, χωρίς να απαιτείται να γίνεται σύγκριση των εισοδημάτων της με το εισόδημα του συζύγου της, όταν αυτός ασκεί άλλο επάγγελμα. Εξάλλου, η 25ετής ασφάλιση και παραμονή του ενδιαφερομένου στον τόπο άσκησης του γεωργικού επαγγέλματος, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος από τον ΟΓΑ, δεν επιβάλλεται να είναι συνεχόμενη, δεδομένου ότι ο νόμος δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση.
■
915/2024 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Α. Πασιπουλαρίδου, Πάρεδρος
Πότε ασκεί παραδεκτώς αγωγή το ν.π.δ.δ. Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου μπορεί να ασκήσει αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και να επιδιώξει την είσπραξη απαίτησής του, η οποία πηγάζει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, μόνον αν η νομοθεσία, η οποία το διέπει, δεν περιέχει διατάξεις για την αναγκαστική είσπραξη των διεκδικούμενων με αγωγή απαιτήσεών του ούτε είναι εφαρμοστέες για το νομικό αυτό πρόσωπο, κατά την ίδια ή άλλη νομοθεσία, οι διατάξεις του ΚΕΔΕ. Η τήρηση της διαδικασίας του ΚΕΔΕ εκ μέρους του ΟΑΕΕ είναι υποχρεωτική και, ως εκ τούτου, ο ασφαλιστικός αυτός φορέας, ο οποίος ως ν.π.δ.δ. διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, δεν έχει ευχέρεια επιλογής άλλου τρόπου είσπραξης των απαιτήσεών του από εισφορές ή καταβληθέντα ποσά συντάξεων, που χορηγήθηκαν με απατηλά μέσα ή ψευδή δικαιολογητικά (ανεξαρτήτως δόλιας συμπεριφοράς του ασφαλισμένου), πέραν αυτού που προβλέπεται ειδικώς στη νομοθεσία που τον διέπει. Επομένως, ο ΟΑΕΕ δεν μπορεί να επιδιώξει την είσπραξη των ως άνω απαιτήσεων ασκώντας αγωγή κατά του οφειλέτη – ασφαλισμένου, η δε αγωγή αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
■
922/2024 (ΣΤ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Γ. Ζιάμος, Πάρεδρος
Επίδοσης φορολογικής πράξης. Ηλεκτρονικώς και με συστημένη επιστολή. Στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού των σχέσεων Κράτους - πολιτών, ο νομοθέτης θέλησε οι κοινοποιήσεις των πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης να γίνονται πρωτίστως ηλεκτρονικώς. Η επίσης προβλεπόμενη δυνατότητα κοινοποίησης των πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης στους φορολογουμένους με συστημένη επιστολή εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, ήτοι τον σκοπό της επίσπευσης των διαδικασιών βεβαίωσης και είσπραξης των φορολογικών και λοιπών εσόδων. Το τεκμήριο νόμιμης κοινοποίησης με ηλεκτρονικό τρόπο, όμως, έχει μαχητό χαρακτήρα και δεν έχει έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση που, από το συνταχθέν αποδεικτικό επίδοσης της ταχυδρομικής υπηρεσίας, προκύπτει ότι η πράξη της Φορολογικής Διοίκησης επιδόθηκε σε συγκεκριμένη ημερομηνία και δη μεταγενέστερη του 15θημέρου, το οποίο θεσπίζεται ως χρονικό σημείο συναγωγής του τεκμηρίου. Ομοίως, εφ’ όσον ο φορολογούμενος αμφισβητεί ότι πράγματι παρέλαβε τη συστημένη επιστολή, τότε δεν εφαρμόζεται το τεκμήριο, αλλά η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, πλέον, να αποδείξει, με κάθε πρόσφορο τρόπο, την πραγματική παραλαβή της πράξης από αυτόν ή την πλήρη γνώση του περιεχομένου της.
■
937/2024 (Ε΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου Αντιπρόεδρος, - Εισηγήτρια: Θ. Ζιάμου, Πάρεδρος
Επιβολή προστίμου και αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Και στην περίπτωση κοπής οπωροφόρων - καρποφόρων δένδρων σε περιοχή εκτός σχεδίου και εντός ΖΟΕ απαιτείται, κατ’ αρχήν, η έκδοση έγκρισης εργασιών μικρής κλίμακας. Όμως, η ερμηνεία αυτή των σχετικών διατάξεων για πρώτη φορά στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης επιβάλλει αυτές να εφαρμοστούν υπό το φως των συνταγματικών αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, η οποία, κατά τη λειτουργία της, οφείλει να διέπεται από την αρχή του non venire contra factum proprium. Οι εν λόγω αρχές δεν δικαιολογούν την επιβολή προστίμου, ενώ είχε επιτραπεί στους παραβάτες, από την Αστυνομία, βάσει εγγράφου του Δασαρχείου, η κοπή δένδρων και χωρίς την εκ των προτέρων εναντίωση της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου, ο οποίος είχε μεν ενημερωθεί για τις προθέσεις τους και για το έγγραφο του Δασαρχείου, είχε δε ερωτηθεί γραπτώς εκ των προτέρων, δεν εξέδωσε όμως σαφή απάντηση και επέτρεψε σε αυτούς να εννοήσουν ότι δεν απαιτείτο η έκδοση άδειας από την Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου.
■
944/2024 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Χ. Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Α. Σκούφαλος, Πάρεδρος
Ανεμογεννήτριες. Ελάχιστες αποστάσεις από μνημεία. Οι αιολικές εγκαταστάσεις πρέπει κατ’ αρχήν να τοποθετούνται σε απόσταση 7πλάσια της διαμέτρου της ανεμογεννήτριας από τις θέσεις χαρακτηρισμένων μνημείων. Στην περίπτωση κατά την οποία το γινόμενο αυτό δίδει αποτέλεσμα μικρότερο των 500 μ., οι αιολικές εγκαταστάσεις πρέπει να τοποθετούνται σε απόσταση τουλάχιστον 500 μ. από τις εν λόγω θέσεις. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών πλησίον ιστορικών τόπων. Σε κάθε περίπτωση, η προϋπόθεση για ελάχιστη απόσταση δεν ισχύει για τις ανεμογεννήτριες, των οποίων οι άτρακτοι δεν είναι ορατές από τις θέσεις αυτές. Περαιτέρω, η εν λόγω ελάχιστη απόσταση αυξάνεται σε 3.000 μ. σε περίπτωση που πρόκειται για μνημείο εγγεγραμμένο στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς ή μείζονος σημασίας μνημείο, αρχαιολογικό χώρο ή ιστορικό τόπο. Δεν προβλέπεται χαρακτηρισμός μνημείου ή τόπου ως μείζονος σημασίας κατά την έκδοση της σχετικής απόφασης χαρακτηρισμού ούτε εγγραφή σε σχετικό κατάλογο, εναπόκειται δε στη Διοίκηση να προβεί σε σχετική κρίση.
■
954/2024 (Γ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπροέδρος, Εισηγήτρια: Μ. Τριπολιτσιώτη, Σύμβουλος
Οικονομική ελευθερία. Περιορισμοί. Προκειμένου ο δικαστής να είναι σε θέση να ελέγξει, αν οι επιβαλλόμενοι στην οικονομική ελευθερία περιορισμοί αποβλέπουν στην ικανοποίηση συνταγματικώς θεμιτού σκοπού, πρέπει να προκύπτει ή να συνάγεται από την ίδια τη ρύθμιση, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σε συνδυασμό με τη διέπουσα την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος λοιπή νομοθεσία ή από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση του σχετικού νόμου ή από στοιχεία, στα οποία οι εργασίες αυτές αναφέρονται, ο σκοπός που επιδιώκεται με τους περιορισμούς αυτούς.
Προϋποθέσεις. Δημοσιογράφοι. Απασχόληση σε δεύτερη θέση. Η οικονομική ελευθερία επιδέχεται περιορισμούς με νομοθετική ρύθμιση γενικού και αντικειμενικού χαρακτήρα, εφ’ όσον οι περιορισμοί αυτοί δικαιολογούνται από σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, λαμβανομένης υπ’ όψη και της αρχής της αναλογικότητας. Στην οικονομική ελευθερία, όσον αφορά την απασχόληση σε δεύτερη θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, ο νομοθέτης θέτει περιορισμούς και όχι πλήρη απαγόρευση, με γνώμονα την πραγματική παροχή δημοσιογραφικών υπηρεσιών, καθώς και την διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δημοσιογραφικού λειτουργήματος των εργαζομένων στα δημόσια μέσα ενημέρωσης. Οι ανωτέρω σκοποί αποτελούν μείζονες σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, εν όψει των πολλαπλών λειτουργιών των ΜΜΕ στη σύγχρονη δημοκρατία (πληροφόρηση των πολιτών, έλεγχος της πολιτικής εξουσίας, διαμόρφωση κοινής γνώμης, επίδραση στην πολιτιστική καλλιέργεια). Οι τιθέμενοι περιορισμοί, οι οποίοι έχουν περιεχόμενο γενικό, αντικειμενικό και απαλλαγμένο από αδικαιολόγητες διακρίσεις, δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος, εφ’ όσον ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας κατοχής δεύτερης θέσης σε εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, και, συνεπώς, δεν αντίκεινται στο άρθρο 5 § 1 Σ ούτε στην αρχή της αναλογικότητας.
Προστασία προσωπικών δεδομένων. Τόσο από το Σύνταγμα όσο και από τις διατάξεις του ν. 2472/1997 κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ως τέτοια δεδομένα θεωρούνται όχι μόνον εκείνα που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή, αλλά και εκείνα που προορίζονται για εξωτερίκευση στη δημόσια σφαίρα, ενώ, εξάλλου, η προστασία αναφέρεται όχι μόνο στην επεξεργασία των στοιχείων αυτών από κρατικά όργανα, αλλά και από ιδιώτες. Η εν λόγω προστασία δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγόρευσης της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού και της ικανοποίησης και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα του πληροφορείν, που κατοχυρώνεται στα άρθρα 5Α και 14 § 1 Σ και το δικαίωμα της επαγγελματικής ελευθερίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 § 1.
■
983/2024 (Α΄ Τμ. 7μελούς) - Πρόεδρος: Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ι. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
Ανάκληση συνταξιοδοτικής πράξης και αναζήτηση καταβληθέντων. Σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης, σε περίπτωση ανάκλησης συνταξιοδοτικής απόφασης με βάση τις γενικές αρχές περί ανάκλησης παράνομων διοικητικών πράξεων, αποκλείεται η αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό των αχρεωστήτως καταβληθεισών περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την είσπραξή τους από τον ασφαλισμένο ή συνταξιούχο, αν ο τελευταίος τις έχει εισπράξει καλοπίστως, λόγω των απρόβλεπτων οικονομικών συνεπειών που συνεπάγεται το μέτρο αυτό σε βάρος του. Είναι, όμως, επιτρεπτή η αναζήτηση, με βάση την ίδια γενική αρχή, αν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της λήψης της παροχής και της έκδοσης της πράξης αναζήτησης είναι μικρό, εκτός αν ο παρανόμως πλην καλοπίστως εισπράξας τις παροχές επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η επιστροφή αυτών στον ασφαλιστικό φορέα θα δημιουργήσει σε βάρος του απρόβλεπτες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες.
Καλή πίστη του λήπτη. Στο πλαίσιο της παραπάνω γενικής αρχής, για τη στοιχειοθέτηση καλής πίστης στο πρόσωπο του λήπτη της συνταξιοδοτικής παροχής δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί συγκεκριμένη θετική ενέργεια των αρμοδίων ασφαλιστικών οργάνων, ικανή να του δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση, ότι δικαιούται την παροχή (όπως απαιτείται για την εφαρμογή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης), αλλά μπορεί, κατά περίπτωση, να αρκεί η παράλειψη των ασφαλιστικών οργάνων να προβούν στη διακοπή της καταβολής της παροχής μόλις εκλείψουν οι νόμιμες προϋποθέσεις χορήγησής της. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η ανυπαρξία των νομίμων προϋποθέσεων, έχουν προσκομισθεί στα αρμόδια ασφαλιστικά όργανα, τα τελευταία, όμως, παραλείπουν επί μακρόν να προβούν σε διακοπή της παροχής, καταβάλλοντας αυτήν αδιαλείπτως ωσάν ο συνταξιούχος να τη δικαιούται.
Δόλια συμπεριφορά συνταξιούχου. Η αρχή της χρηστής διοίκησης δεν εφαρμόζεται και η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών συνταξιοδοτικών παροχών επιτρέπεται, ανεξαρτήτως παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την είσπραξή τους και πρόκλησης δυσμενών οικονομικών συνεπειών σε βάρος του συνταξιούχου, αν ο τελευταίος τελεί σε δόλο κατά την είσπραξή τους. Η «δόλια συμπεριφορά» του συνταξιούχου μπορεί να εκδηλωθεί είτε με πράξη, είτε με παράλειψη. Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνεται και η εκ μέρους του παρασιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, το οποίο επάγεται, κατά τον νόμο, τη διακοπή της καταβολής των παροχών που λαμβάνει. Νοείται δε ως «παρασιώπηση» οποιαδήποτε σκόπιμη παράλειψη του συνταξιούχου - λήπτη της παροχής να ανακοινώσει στον ασφαλιστικό φορέα πραγματικό γεγονός, το οποίο επιφέρει μεταβολή ή διακοπή στη συνταξιοδότησή του. «Σκόπιμη» είναι η παράλειψη του συνταξιούχου, αν αυτός γνωρίζει ότι το γεγονός, που δεν γνωστοποιεί, επιφέρει τις ανωτέρω συνέπειες.
Γνώση από το περιεχόμενο της συνταξιοδοτικής απόφασης. Η υπαιτιότητα μπορεί να προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την κοινοποίηση της συνταξιοδοτικής απόφασης, όταν στην απόφαση αυτή περιλαμβάνεται σαφής και αναλυτική μνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν και των στοιχείων που λήφθηκαν υπ’ όψη, όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης και το ύψος της χορηγούμενης σύνταξης, καθώς και από την περιοδική ενημέρωση του συνταξιούχου (με σχετικά ενημερωτικά σημειώματα) για τις τυχόν αυξομειώσεις του ποσού της καταβαλλόμενης σύνταξης και για τα στοιχεία που, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, είναι κρίσιμα για τη διακοπή ή τη μεταβολή του ύψους της σύνταξης. Η αναζήτηση αποκλείεται, όταν ο λαβών επικαλεσθεί και αποδείξει (α) καλή πίστη και (β) οικονομική αδυναμία είτε η αναζήτηση επιχειρείται εντός μικρού χρονικού διαστήματος από την ως άνω παράλειψη γνωστοποίησης εκ μέρους του συνταξιούχου, είτε μετά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος.
Δόλος ως προς το όριο ηλικίας. Στην ειδικότερη περίπτωση, κατά την οποία το γεγονός της συμπλήρωσης συγκεκριμένου ορίου ηλικίας είναι κρίσιμο για τη συνέχιση της καταβολής συνταξιοδοτικής παροχής, για να στοιχειοθετηθεί δόλος στο πρόσωπο του συνταξιούχου, που εισπράττει την παροχή αχρεωστήτως μετά τη συμπλήρωση του θεσπισθέντος ηλικιακού ορίου, ώστε να αναζητηθούν οι παρανόμως - αχρεωστήτως καταβληθείσες συνταξιοδοτικές παροχές παρά την παρέλευση μακρού χρόνου από την είσπραξή τους και παρά την πρόκληση δυσμενών οικονομικών συνεπειών στον συνταξιούχο, απαιτείται να προκύπτει ότι ο τελευταίος γνωρίζει ότι η συμπλήρωση του συγκεκριμένου ορίου ηλικίας διακόπτει την καταβολή της παροχής και ότι, κατ’ επέκταση, παρασιωπεί το γεγονός αυτό με σκοπό να συνεχίσει να λαμβάνει παροχή που δεν δικαιούται. Επομένως, η γνώση εκ μέρους του συνταξιούχου των ειδικότερων όρων συνταξιοδότησής του αποτελεί προαπαιτούμενο και, άρα, δεν αρκεί μόνη η διαπίστωση της μη γνωστοποίησης της συμπλήρωσης του ως άνω ορίου ηλικίας. Η γνώση του συνταξιούχου μπορεί να προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την κοινοποίηση της συνταξιοδοτικής απόφασης, αν στην απόφαση αυτή αναφέρεται το σχετικό όριο ηλικίας ή η ημερομηνία λήξης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, καθώς και από χορηγούμενα σε αυτόν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων, που περιέχουν τις ανωτέρω πληροφορίες.
■
989/2024 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος, Εισηγητής: Χ. Κομνηνός, Πάρεδρος
Διαζευγμένοι πατέρες με ανήλικα παιδιά και συνταξιοδότηση. Κατά τη σαφή βούλησή του, ο νομοθέτης δεν χορήγησε τη δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης και στους - μη τελούντες σε χηρεία - διαζευγμένους πατέρες με ανήλικα παιδιά, ακόμη και αν αυτοί ασκούν την επιμέλειά τους με βάση ιδιωτικό συμφωνητικό που επικυρώθηκε με τη δικαστική απόφαση που έλυσε τον γάμο. Όπου ο νομοθέτης θέλησε οι ευεργετικές ρυθμίσεις για την πρόωρη συνταξιοδότηση ασφαλισμένων μητέρων με ανήλικα παιδιά να εφαρμόζονται εκτός από τους χήρους και στους διαζευγμένους πατέρες με ανήλικα παιδιά, το όρισε ρητά. Οι διαζευγμένοι πατέρες με ανήλικα παιδιά, ακόμη και εάν με δικαστική απόφαση τους έχει ανατεθεί η επιμέλειά τους, δεν τελούν, εν πάση περιπτώσει, υπό τις ίδιες συνθήκες με τους χήρους πατέρες με ανήλικα παιδιά. Ως εκ τούτου, η ως άνω εξαιρετική ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 4 § 1 Σ ούτε σε οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διάταξη.
■
991/2024 (Β΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Α. Σδράκα, Σύμβουλος
Δημοτικά τέλη καθαριότητας. Το ενιαίο τέλος ελέγχεται από την άποψη της ύπαρξης μιας, κατά προσέγγιση, αναλογικής σχέσης μεταξύ προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων των σχετικών δημοτικών υπηρεσιών. Για τη διενέργεια του ως άνω ελέγχου απαιτείται η κανονιστική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, που ορίζει τους συντελεστές, να αιτιολογείται επαρκώς είτε στο κείμενό της, είτε με αναφορά στα στοιχεία που την συνοδεύουν, με την παράθεση, εν όψει επικαίρων διαπιστώσεων και συγκεκριμένων στοιχείων, των προβλεπομένων εσόδων και εξόδων για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, κατά τον χρόνο στον οποίον αφορά η απόφαση.
Επιμερισμός. Το συνολικό ποσό της δαπάνης των δημοτικών υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, για την κάλυψη των οποίων επιβάλλεται το ως άνω τέλος, επιμερίζεται μεταξύ των υπόχρεων όχι μετά από βεβαίωση, ως προς καθέναν από αυτούς, του βαθμού της χρήσης των παρεχομένων υπηρεσιών, αλλά με έμμεσο τρόπο, με βάση, προκειμένου περί στεγασμένων χώρων, την επιφάνεια του εξυπηρετούμενου ακινήτου σε συνδυασμό με συντελεστή, ο οποίος καθορίζεται με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου αναλόγως, κατ’ αρχήν, με τη χρήση των εξυπηρετούμενων ακινήτων. Περαιτέρω, παρέχεται η δυνατότητα προσδιορισμού μειωμένου εμβαδού για την πέραν των 1.000 τετραγωνικών μέτρων επιφάνεια και επιβάλλεται ελαττωμένος συντελεστής για το πέραν των 6.000 τετραγωνικών μέτρων εμβαδόν. Η ρύθμιση αυτή δεν παραβιάζει τις αρχές της ανταποδοτικότητας και της ίσης μεταχείρισης.
Κριτήρια και ειδικοί συντελεστές. Η υποχρέωση καταβολής του τέλους ούτε την πραγματική χρησιμοποίηση της υπηρεσίας στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέτει, κατ’ ανάγκην, ούτε την ακριβή αντιστοιχία μεταξύ ύψους τέλους και κόστους παρεχόμενης υπηρεσίας, αφού αρκεί απλώς η δυνατότητα (ετοιμότητα) παροχής της υπηρεσίας και η κατ’ αρχήν κάλυψη των δαπανών από το τέλος που καταβάλλουν οι χρήστες. Εξάλλου, το εν λόγω τέλος, ως ανταποδοτικό, πρέπει να επιμερίζεται μεταξύ των υπόχρεων αναλόγως του βαθμού χρήσης των παρεχόμενων υπηρεσιών. Προς τούτο, τα τετραγωνικά μέτρα της επιφάνειας του χώρου, τον οποίο κάθε υπόχρεος καταλαμβάνει, πολλαπλασιάζονται επί τον συντελεστή που ορίζει, με απόφαση, το οικείο Συμβούλιο.
Είδη συντελεστών. Προβλέπεται ο ορισμός τριών γενικών συντελεστών (για κατοικίες, για κοινωφελείς, μη κερδοσκοπικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς καθώς και για ακίνητα “πάσης φύσης οικονομικής δραστηριότητας”) και περισσότερων ειδικών συντελεστών για συγκεκριμένες κατηγορίες ακινήτων. Η διεύρυνση αυτή, που στοχεύει σε μια κατά το δυνατόν ισομερή επιβάρυνση των υποχρέων, ώστε να υπάρχει δικαιότερη κατανομή των τελών μεταξύ τους, υποχρεώνει τα Δημοτικά Συμβούλια να ασκούν την ως άνω κανονιστική αρμοδιότητα σύμφωνα με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ανταποδοτικότητας και με τρόπο που να είναι εφικτός ο σχετικός έλεγχος από τον ακυρωτικό δικαστή. Οι ειδικοί συντελεστές λειτουργούν ως διαβαθμίσεις των γενικών συντελεστών, για συγκεκριμένες κατηγορίες ακινήτων, ο δε καθορισμός τους πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, λόγω της επιφάνειας, της χρήσης ή της γεωγραφικής ζώνης, στην οποία βρίσκονται, ή άλλων ιδιαίτερων αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους. Ιδιαίτερης σημασίας κριτήριο, το οποίο οφείλει να λαμβάνεται υπ’ όψη και για τους γενικούς και για τους ειδικούς συντελεστές, είναι ο βαθμός, κατά τον οποίο τα ακίνητα εκτιμάται ότι θα επιβαρύνουν τις παρεχόμενες από τον οικείο Δήμο ανταποδοτικές υπηρεσίες.
■
993/2024 (A΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Χ. Κομνηνός, Πάρεδρος
Επανάληψη διαδικασίας μετά από απόφαση του ΕΔΔΑ. Προϋποθέσεις. Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας χωρεί (μόνον) σε σχέση με δικαστική απόφαση του ΣτΕ, η οποία κρίθηκε με (οριστική) απόφαση του ΕΔΔΑ, ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση διάταξης της ΕΣΔΑ. Προϋποθέσεις βασιμότητας της αίτησης είναι: α) Η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση διάταξης της ΕΣΔΑ να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το σκεπτικό και το διατακτικό της, απορριπτικής της αίτησης αναίρεσης, απόφασης του ΣτΕ, ώστε η άρση της εν λόγω παράβασης και των συνεπειών της να μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ολικής ή μερικής εξαφάνισης της προσβαλλόμενης απόφασης του ΣτΕ και, περαιτέρω, μέσω της νέας κρίσης και αποδοχής (εν όλω ή εν μέρει) της αίτησης αναίρεσης, β) Η συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ δεν συνεπάγεται παραβίαση κανόνα του Συντάγματος, το οποίο ναι μεν υπερισχύει της ΕΣΔΑ, αλλά, πάντως, πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του εφικτού, κατά τρόπο «φιλικό» προς την ΕΣΔΑ, όπως αυτή ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από το ΕΔΔΑ, γ) η συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ δεν οδηγεί σε παραβίαση άλλης υποχρέωσης της Χώρας από το Διεθνές Δίκαιο, ιδίως δε από το Ενωσιακό Δίκαιο, δ) η συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ δεν προσκρούει, λαμβανομένων υπ’ όψη και των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, σε κάποιον άλλο επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, η εξυπηρέτηση του οποίου, σταθμιζόμενη με την ανάγκη εκτέλεσης της απόφασης του ΕΔΔΑ, βάσει της αρχής της δίκαιης ισορροπίας, κρίνεται ότι υπερέχει, ε) η απόφαση του ΕΔΔΑ, που αποδίδει στο ΣτΕ παράβαση μιας ή περισσότερων διατάξεων της ΕΣΔΑ, δεν είναι εμφανώς ελλιπής, ασαφής ή αυθαίρετη ως προς τη νόμιμη ή την πραγματική της βάση, σύμφωνα με τα κριτήρια που προκύπτουν από τη νομολογία του ίδιου του ΕΔΔΑ, αλλά και του ΔΕΕ, τη θεμελιώδη αρχή της επικουρικότητας, διαδικαστικής και ουσιαστικής, του ελέγχου του ΕΔΔΑ, καθώς και τη συναφή υποχρέωσή του για επαρκή αιτιολόγηση των αποφάσεών του, με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση της ΕΣΔΑ από κράτος-μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, στ) Η διαπίστωση των επίμαχων παραβάσεων από το ΕΔΔΑ δεν κλονίζεται από οψιγενή στοιχεία, που απορρέουν είτε από απόφαση του ίδιου του ΕΔΔΑ, είτε από απόφαση του ΔΕΕ είτε, τέλος, από απόφαση ανώτατου δικαστηρίου της Χώρας, με την οποία γίνεται ερμηνεία ή εφαρμογή του εθνικού δικαίου ικανή να θεμελιώσει το συμπέρασμα ότι, με βάση το νεότερο αυτό νομολογιακό δεδομένο, το ΕΔΔΑ δεν θα ενέμενε στην κρίση του περί της αποδοθείσας στο ΣτΕ παράβασής της, ζ) δεν έχει μεσολαβήσει πράξη κρατικού οργάνου, με την οποία να θεραπεύεται κατ’ ουσίαν η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση και να αίρονται τα δυσμενή για τον αιτούντα αποτελέσματά της, κατά τρόπον ώστε η επιδιωκόμενη από τον αιτούντα επανάληψη της διαδικασίας και εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης του ΣτΕ να παρίσταται αλυσιτελής για την προστασία των προσβληθέντων δικαιωμάτων του.
Προστασία της περιουσίας από την ΕΣΔΑ. Αν και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ εφαρμόζεται μόνον επί της ήδη υφιστάμενης περιουσίας και δεν εγγυάται το δικαίωμα απόκτησης, σε ορισμένες περιπτώσεις, η «θεμιτή προσδοκία» απόκτησης περιουσιακής αξίας δύναται, επίσης, να τυγχάνει της προστασίας του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Έτσι, όταν το περιουσιακό συμφέρον αφορά απαίτηση, δύναται να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος διαθέτει θεμιτή προσδοκία, εάν ένα τέτοιο συμφέρον θεμελιώνεται επαρκώς στο εσωτερικό δίκαιο, π.χ. όταν η ύπαρξή του επιβεβαιώνεται από μία εμπεριστατωμένη νομολογία των δικαστηρίων. Επίσης, προκειμένου να θεωρηθεί συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ η στέρηση της περιουσίας, απαιτείται: α) να προβλέπεται στον νόμο, β) να πραγματοποιείται χάριν της εξυπηρέτησης ενός θεμιτού σκοπού γενικού συμφέροντος και γ) να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Η αναδρομική εφαρμογή νόμου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί ένα πρόσωπο περιουσιακό του αγαθό, μπορεί να συνιστά επέμβαση ικανή να διαταράξει τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να τηρείται μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος αφ’ ενός, και της προστασίας του δικαιώματός του στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας, αφ’ ετέρου.
■
1012/2024 (Α΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
Εργοδοτική εισφορά για την εμπορία πετρελαιοειδών. Χαρακτήρας. Η εισφορά ποσοστού 1‰ επί του ετήσιου κύκλου εργασιών από εμπορία κάθε είδους πετρελαιοειδών προϊόντων των εταιρειών πετρελαιοειδών, των οποίων το προσωπικό υπάγεται στην επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΠΕΠ και προηγουμένως υπαγόταν στην επικουρική ασφάλιση του ΤΕΑΠΕΠ, μετέπειτα Τομέα ΤΕΑΠΕΠ του ΤΕΑΙΤ (ν.π.δ.δ.), έχει χαρακτήρα κοινωνικοασφαλιστικής εργοδοτικής εισφοράς. Η θέσπιση εισφοράς υπέρ ΤΕΑΠΕΠ, μετέπειτα Τομέα ΤΕΑΠΕΠ του ΤΕΑΙΤ και, στη συνέχεια, υπέρ του ΕΤΕΑΠΕΠ, οιονεί καθολικού διαδόχου του τελευταίου, απέβλεψε στη διατήρηση της βιωσιμότητας αρχικώς του ΤΕΑΠΕΠ και, στη συνέχεια, του ΕΤΕΑΠΕΠ, ώστε να ικανοποιούνται οι θαλπόμενοι από τους ως άνω ασφαλιστικούς φορείς συνταγματικής τάξης σκοποί κοινωνικής ασφάλισης και έτσι, αφ’ ενός μεν να διασφαλίζονται οι ικανοποιητικοί όροι διαβίωσης των εργαζομένων των ανωτέρω εργοδοτριών επιχειρήσεων, αφ’ ετέρου δε να εξυπηρετείται και το συμφέρον των εργοδοτών, υπό την έννοια ότι οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις τους είναι προστατευμένοι από την επέλευση των καλυπτόμενων από το Ταμείο αυτό ασφαλιστικών κινδύνων. Και ναι μεν η ασφαλιστική εισφορά συνδέεται κατά κανόνα με τις καταβαλλόμενες στους εργαζομένους αποδοχές, δεν απαγορεύεται, όμως, από συνταγματική ή άλλη, αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξη, να θεωρείται ως ασφαλιστική εισφορά ένα οικονομικό βάρος, που δεν υπολογίζεται επί των αποδοχών των εργαζομένων.
■
1017/2024 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Α. Πασιπουλαρίδου, Πάρεδρος
Απόφαση ποινικού δικαστηρίου και αποζημιωτική αγωγή. Το διοικητικό δικαστήριο, που κρίνει αν υπάρχει ή όχι αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. για παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνου του με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, δεν δεσμεύεται από απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία το ως άνω φυσικό πρόσωπο (όργανο του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ.) έχει κριθεί αθώο ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αντίστοιχου με την παράνομη πράξη ή παράλειψη για την οποία αποδίδεται ευθύνη στο Δημόσιο ή το ν.π.δ.δ. Υποχρεούται, όμως, να εκτιμήσει την αθωωτική αυτή απόφαση, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Τούτο αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας. Οι διατάξεις περί δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετακλήτως αποφαινόμενα να μη γίνει κατηγορία βουλεύματα ναι μεν έχουν πεδίο εφαρμογής, από την άποψη του κατά χρόνον εφαρμοστέου δικαίου, στις υποθέσεις που συζητήθηκαν ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου μετά την 22.12.2016, όμως δεν εφαρμόζονται στις δίκες, που ανοίγονται με άσκηση αγωγής αποζημίωσης με βάση τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ.
■
1019/2024 (Δ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ο. Νικολαράκου, Σύμβουλος
Σύμβαση παραχώρησης υπηρεσίας. Έννοια. Σύμβαση, με την οποία ανατίθεται η παροχή ή διαχείριση συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας, χαρακτηρίζεται ως σύμβαση παραχώρησης υπηρεσίας, όταν το αντάλλαγμα για τον ανάδοχο συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης της παρεχόμενης υπηρεσίας, είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με την καταβολή αμοιβής, ούτως ώστε ο παραχωρησιούχος να φέρει τον σχετικό με την εκμετάλλευση της παρεχομένης υπηρεσίας κίνδυνο. Η ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου από τον παραχωρησιούχο συνιστά ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης και ο κίνδυνος είναι μείζων, όταν ο παραχωρησιούχος, όχι μόνο δεν λαμβάνει αμοιβή από την αναθέτουσα αρχή, αλλά καταβάλλει και τίμημα για την απόκτηση και διατήρηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης των παραχωρουμένων υπηρεσιών.
Αντικείμενο. Με τη σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών ανατίθεται στον παραχωρησιούχο η παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών, οι οποίες υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις (μεταξύ άλλων, ως προς το περιεχόμενο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών), οι οποίες καθορίζονται από την αναθέτουσα αρχή, ενώ, κατά τα λοιπά, ο παραχωρησιούχος έχει, στο πλαίσιο της σύμβασης, ορισμένη οικονομική ελευθερία ως προς τον προσδιορισμό των όρων εκμετάλλευσης της υπηρεσίας. Αποδέκτες δε των υπηρεσιών, για την παροχή των οποίων δεσμεύεται ο παραχωρησιούχος, είναι τρίτοι, μη μετέχοντες στην συμβατική σχέση.
Μεταβίβαση πλειοψηφίας μετοχών παραχωρησιούχου. Συνέπειες. Μεταβολή της φύσης της παραχωρησιούχου εταιρείας, η οποία επέρχεται με τη μεταβίβαση του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της σε ιδιώτη, συνιστά ουσιώδη τροποποίηση της εν λόγω σύμβασης, δεδομένου ότι, με τον τρόπο αυτόν, επιτρέπεται η είσοδος ιδιωτών στο κεφάλαιο της παραχωρησιούχου εταιρείας. Σε περίπτωση δε τέτοιας ουσιώδους τροποποίησης της σύμβασης παραχώρησης, απαιτείται η τήρηση νέας διαδικασίας ανάθεσης για την τροποποιημένη σύμβαση, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου, που ισχύουν κατά τον χρόνο της τροποποίησης, ακόμη και αν η αρχική σύμβαση συνήφθη πριν από τη θέσπιση των διατάξεων αυτών.
■
1025/2024 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Π. Καρλή, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Θ. Ζιάμου, Πάρεδρος
Αίτημα ανάκλησης διοικητικής πράξης και αίτηση ακύρωσης. Πράξη με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή πράξη της δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, παρά μόνον εάν εκδοθεί μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, η οποία στηρίζεται σε εκτίμηση νέων στοιχείων. Ομοίως, η σιωπηρή απόρριψη εκ μέρους της Διοίκησης αιτήματος ανάκλησης διοικητικής πράξης δεν συνιστά, κατ’ αρχήν, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και δεν υπόκειται, ως εκ τούτου, σε αίτηση ακύρωσης.
Αίτημα επανεξέτασης προηγουμένων διοικητικών πράξεων. Όταν ζητείται από τη Διοίκηση να επανεξετάσει προηγούμενες πράξεις της, αποφαινόμενη ειδικώς επί των νομικών ζητημάτων, η σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα, δηλώνουσα εμμονή της Διοίκησης στις μέχρι τούδε εκπεφρασμένες θέσεις. Αίτημα, με το οποίο ζητείται από τη Διοίκηση να προβεί, αφ’ ενός, σε επεξήγηση του νομικού καθεστώτος που διέπει ακίνητο του αιτούντος, λαμβάνοντας θέση ως προς τα νομικά ζητήματα της εκ προοιμίου εξαίρεσής του από την αναδάσωση και από το πεδίο εφαρμογής της δασικής νομοθεσίας λόγω της συμπερίληψής του σε οικισμό προϋφιστάμενο του έτους 1923 και παρά την έλλειψη εγκεκριμένης πολεοδομικής μελέτης, λαμβανομένων υπ’ όψη και των λόγων κήρυξης της αναδάσωσης, αφ’ ετέρου δε στην ανάκληση των διοικητικών πράξεων κήρυξης αναδάσωσης, κατόπιν της διακρίβωσης αν υφίσταται πράγματι, στην περιοχή που κηρύσσεται αναδασωτέα οικισμός προϋφιστάμενος του 1923 και αν το επίμαχο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού, δεν υποχρεώνει τη Διοίκηση να επανέλθει στα ζητήματα αυτά εκφέροντας νέα κρίση, η δε σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να εξετάσει το σχετικό αίτημα δεν φέρει εκτελεστό χαρακτήρα και απαραδέκτως προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης.
■
1045/2024 (Β΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Φ. Γιαννακού, Σύμβουλος
Οροφοκτησία και δικαίωμα του υψούν. Επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, η οποία αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Περαιτέρω, επί οικοδομής, που έχει υπαχθεί στο καθεστώς οριζόντιας ιδιοκτησίας, μπορεί είτε από την αρχή, με τη συστατική πράξη της οροφοκτησίας, είτε και με νεώτερη συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών, η οποία υπόκειται σε συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγραφή, να συσταθεί οροφοκτησία, με την παραχώρηση σε έναν ή σε περισσότερους συνιδιοκτήτες του δικαιώματος επέκτασης της οικοδομής προς τα άνω, με την προσθήκη μέλλοντος να ανεγερθεί ορόφου επί δώματος (ταράτσας) υπάρχουσας οικοδομής («δικαίωμα υψούν»), παραλλήλως δε μπορεί να προβλεφθεί και η παραχώρηση ποσοστών συγκυριότητας στο οικόπεδο υπέρ του μέλλοντος ορόφου. Μέχρι να κατασκευαστεί ο νέος όροφος, το δώμα (ταράτσα) ανήκει, κατά συγκυριότητα και χρήση, σε όλους από κοινού τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων, ενώ, μετά την ανέγερσή του, ο νέος όροφος περιέρχεται στον δικαιούχο της επέκτασης κατ’ αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή και με το ανάλογο ποσοστό αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και των λοιπών κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών της οικοδομής.
Φόρος κληρονομίας επί του δικαιώματος στο υψούν. Σε περίπτωση μεταβίβασης αιτία θανάτου του δικαιώματος υψούν, ο υπόχρεος σε φόρο αναγράφει στη φορολογική δήλωση την αντικειμενικώς προσδιοριζόμενη αξία του δικαιώματος υψούν. Εάν, όμως, θεωρεί την προκαθορισμένη αξία μεγαλύτερη από την αγοραία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας. Σε περίπτωση δε που δεν καταστεί δυνατόν να τηρήσει ο φορολογούμενος την ειδική διαδικασία (με την ειδική προσφυγή) που προβλέπεται στην § 4 της ενότητας Β του άρθρου 10 του ΚΦΔ, πρέπει να ασκήσει την κατ’ άρθρο 63 § 1 του ΚΦΔ ενδικοφανή προσφυγή κατά της πράξης προσδιορισμού του φόρου. Με την προσφυγή αυτή, ο φορολογούμενος δεν αρκεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κανονιστικής ρύθμισης, αλλά πρέπει να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς, ότι η εφαρμοσθείσα κανονιστική ρύθμιση οδηγεί σε καθορισμό αξίας του κληρονομιαίου δικαιώματος, που είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία αξία του, συνοδευόμενους και από έγγραφα, καθώς και να διατυπώσει συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος, στο οποίο πρέπει να καθοριστεί η αγοραία αξία.
Υπολογισμός φορολογητέας αξίας. Σε περίπτωση μεταβίβασης αιτία θανάτου πρέπει (μεταξύ άλλων) να λαμβάνονται υπ’ όψη, για τον υπολογισμό της φορολογητέας αξίας του δικαιώματος του υψούν, τα αντιστοιχούντα χιλιοστά αναγκαστικής συνιδιοκτησίας επί του εδάφους, όπως προσδιορίζονται στην υφιστάμενη, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, πράξη οριζόντιας ιδιοκτησίας. Τούτο ισχύει ακόμη και όταν η σχετική αναγραφή δεν αντιστοιχεί στην αναλογία μεταξύ του εμβαδού των προβλεπομένων ορόφων και της έκτασης του οικοπέδου (ανακρίβεια η οποία, λόγω της φύσης του δικαιώματος υψούν ως δικαιώματος προσδοκίας, δεν συνιστά, πάντως, πλημμέλεια της πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας). Δηλαδή, στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπ’ όψη, για τον καθορισμό της φορολογητέας αξίας του δικαιώματος υψούν, τα χιλιοστά αναγκαστικής συνιδιοκτησίας όπως αυτά ενδέχεται να προσδιοριστούν μεταγενεστέρως (προς αποκατάσταση της ανακρίβειας / πραγματικής αναλογίας, η οποία θα προκύψει) είτε με νέα πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, κατόπιν συμφωνίας των συνιδιοκτητών είτε, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ τους, με δικαστική απόφαση. Κατά τον υπολογισμό της πραγματικής / φορολογητέας αξίας του εν λόγω δικαιώματος πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη όχι μόνον οι ειδικές πολεοδομικές διατάξεις, που τυχόν δεσμεύουν το συγκεκριμένο ακίνητο, εάν σύμφωνα με αυτές δεν επιτρέπεται, εν όψει της κατάστασης του υπάρχοντος κτίσματος, η ανέγερση των επιπλέον ορόφων σε αυτό (π.χ. διότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το υφιστάμενο κτίσμα δεν πληροί τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις στατικής επάρκειας, που επιτρέπουν την ανέγερση επιπλέον ορόφων).
Υπέρβαση της πραγματικής αξίας. Εάν ο υπόχρεος σε φόρο κληρονόμος προβάλλει ότι, λόγω των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και των ειδικών συνθηκών του συγκεκριμένου ακινήτου, η προσδιορισθείσα βάσει του Φύλλου Υπολογισμού του Ε3 φορολογητέα αξία του δικαιώματος υψούν υπερβαίνει ουσιωδώς την πραγματική αξία του κατά τον κρίσιμο χρόνο επαγωγής της κληρονομίας, η φορολογική αρχή και το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο οφείλουν να εξετάσουν εάν συντρέχουν, πράγματι, οι προβαλλόμενοι λόγοι που απομειώνουν την, υπολογισθείσα βάσει του εντύπου αυτού, αξία και, αφού τους εκτιμήσουν, να προσδιορίσουν την πραγματική αξία του κληρονομηθέντος δικαιώματος υψούν, όπως αυτή αποτιμάται κατά τον κρίσιμο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου [Μειοψηφία].
■
1047/2024 (ΣΤ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: M. Παπαδοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Φ. Γιαννακού, Σύμβουλος
Φαρμακευτικοί Σύλλογοι και Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος. Οι φαρμακευτικοί σύλλογοι έχουν ως νόμιμο σκοπό την προσπάθεια προς προαγωγή των επαγγελματικών συμφερόντων των φαρμακοποιών - μελών τους. Περαιτέρω, οι εν λόγω σύλλογοι αποτελούν μέλη του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, σε περίπτωση δε σύναψης Συλλογικής Σύμβασης μεταξύ του αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα και του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, οι όροι της δεσμεύουν αυτοδικαίως όλους τους φαρμακοποιούς που διατηρούν φαρμακείο και είναι εγγεγραμμένοι στον οικείο φαρμακευτικό σύλλογο.
■
1063/2024 (ΣΤ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Μ. Γκάνα, Πάρεδρος
Εκτέλεση αλλοδαπού τίτλου είσπραξης. Ανακοπή. Η περιγραφόμενη στα άρθρα 86 επ. του ν. 1402/1983 διαδικασία, η οποία εκκινεί με την έκδοση πράξης αναγνώρισης ως εκτελεστού στην ημεδαπή τίτλου είσπραξης εκδοθέντος σε άλλο κράτος - μέλος της Ε.Ε., εντάσσεται στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Συνεπώς, η αρμοδιότητα των οργάνων του κράτους της αρμόδιας αρχής εξαντλείται στην, κατ’ εφαρμογή της εσωτερικής διαδικασίας είσπραξης δημοσίων εσόδων, είσπραξη του ποσού επί τη βάσει των, μη ελεγκτών παρεμπιπτόντως, εγγράφων της αιτούσας αρχής. Η εκδιδόμενη απόφαση περί κήρυξης τίτλου αλλοδαπής αρχής εκτελεστού στην ελληνική επικράτεια συνιστά ταμειακή βεβαίωση του επίδικου εσόδου, η οποία υπόκειται σε ανακοπή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου. Στο πλαίσιο αυτό, τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται υποθέσεων, στις οποίες αμφισβητείται η εκ μέρους της αρμόδιας αρχής αναγνώριση και αποδοχή του αρχικού τίτλου, η οποία αποτελεί την εναρκτήρια πράξη της διαδικασίας εκτέλεσης του τίτλου στο κράτος διαμονής του οφειλέτη, ελέγχουν μόνον ζητήματα αναγόμενα στη νομιμότητα των λαμβανόμενων από τα όργανα του εν λόγω κράτους μέτρων εκτέλεσης. Αντιθέτως, δεν εξετάζουν αιτιάσεις κατά της νομιμότητας των εγγράφων της αιτούσας αρχής, με τα οποία ζητήθηκε η είσπραξη της απαίτησης, ούτε, άλλωστε, τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την έκδοση του τίτλου είσπραξης ή της απαίτησης, η εξέταση των οποίων ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων του κράτους της αιτούσας αρχής.
Διοικητική εκτέλεση. Εφαρμοστέες διατάξεις. Μέχρι την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (17.7.1999), για την είσπραξη τόσο των ιδιωτικού όσο και των δημοσίου δικαίου απαιτήσεων του Δημοσίου εφαρμοστέος ήταν ο ΚΕΔΕ, τόσο ως προς τη διαδικασία είσπραξης των εν λόγω απαιτήσεων (έκδοση και κοινοποίηση πράξεων) όσο και ως προς τη δικαστική αμφισβήτηση των πράξεων που εκδίδονταν στο πλαίσιό της (ένδικο βοήθημα, αρμόδιο δικαστήριο, προθεσμία κ.λπ.). Μετά την έναρξη ισχύος του ΚΔιοικΔικ, για το μεν πρώτο στάδιο (της διαδικασίας) εξακολούθησε να εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ, για το στάδιο, όμως, της Δικονομίας γίνεται πλέον διάκριση: για τις διαφορές που αναφύονται από τις δημοσίου δικαίου απαιτήσεις εφαρμοστέος είναι ο ΚΔιοικΔικ, ενώ για τις ιδιωτικού δικαίου απαιτήσεις εφαρμοστέος είναι ο ΚΕΔΕ.
■
1068/2024 (ΣΤ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Μ. Παπαδοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Α. Σούκη, Πάρεδρος
Rebate φαρμάκων. Χαρακτήρας του μέτρου. Με την επιβληθείσα στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, κατόχους των αδειών κυκλοφορίας (ΚΑΚ) των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, προκειμένου για κάθε συνταγογραφούμενο από ιατρό φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα, το τίμημα του οποίου καλύπτεται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, υποχρέωση επιστροφής στους εν λόγω φορείς ποσού ανερχόμενου σε ποσοστό (3%) επί της λιανικής τιμής των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων (rebate), επιδιώκεται η μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Η υποχρέωση αυτή συνίσταται σε περιορισμό χρηματικών απαιτήσεων, που απορρέουν από εξωνοσοκομειακές πωλήσεις φαρμάκων προς χρήση των ασφαλισμένων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (ΦΚΑ) και όχι σε επιβολή φόρου ή κοινωνικής εισφοράς ως πόρου των ΦΚΑ.
Συνταγματικότητα του μέτρου. Σκοπός του προαναφερθέντος μέτρου είναι ο περιορισμός της δημόσιας εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης, προκειμένου να τεθεί φραγμός στην ανεξέλεγκτη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων και να αποτραπεί η κατάρρευση του συστήματος δημόσιας υγείας. Το μέτρο της «επιστροφής» συμβάλλει στη βελτίωση των οικονομικών στοιχείων των ΦΚΑ και, εντεύθεν, στη διατήρηση του αντίστοιχου – σημαντικού - κύκλου εργασιών των δραστηριοποιούμενων στον χώρο αυτόν επιχειρήσεων, χωρίς να επιβαρύνει τις λοιπές επιχειρηματικές δραστηριότητές τους στην αγορά του φαρμάκου. Η πρόβλεψη του μέτρου της «επιστροφής» δεν περιορίζει υπέρμετρα την επιχειρηματική ελευθερία των φαρμακευτικών επιχειρήσεων και δεν παραβιάζει την οικονομική και επιχειρηματική τους ελευθερία.
■
1084/2024 (Γ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Γ. Τσιμέκας, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Σ. Καρύδα, Πάρεδρος
Νεότερος νόμος και επέμβαση του νομοθέτη σε ακυρωτική δίκη. Στην περίπτωση που διάταξη τυπικού νόμου επηρεάζει το αντικείμενο της δίκης και τίθεται ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 § 2 του π.δ. 18/1989, το δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αυτό χωρίς, κατ’ αρχήν, να ερευνά τη συνταγματικότητα του περιεχομένου της νεώτερης ρύθμισης. Η συμφωνία ή μη της τελευταίας αυτής διάταξης προς τα άρθρα 4 § 1, 20 § 1, 26 και 95 § 1 εδ. α΄ Σ εξετάζεται μόνον ως προς το ζήτημα, εάν με τον νεώτερο νόμο ο νομοθέτης επεμβαίνει προς ρύθμιση, υπέρ της διαδίκου διοικητικής αρχής, μιας διαφοράς που είναι ήδη εκκρεμής ενώπιον του δικαστηρίου, είτε κυρώνοντας, είτε καταργώντας, αναδρομικώς ή μη, την πράξη, της οποίας ζητείται η ακύρωση.
Ασφάλεια δικαίου και σαφήνεια των νομοθετικών διατάξεων. Χρόνος παραγραφής οικονομικής επιβάρυνσης. Η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του Κράτους Δικαίου και θεμελιώνεται, ιδίως, στις διατάξεις των άρθρων 2 § 1 και 25 § 1 εδ. α΄ Σ και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει σαφήνεια και προβλέψιμη εφαρμογή των θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων. Η ως άνω θεμελιώδης αρχή πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που δύνανται να επιφέρουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους διοικούμενους, όπως είναι, μεταξύ άλλων και οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή επιβαρύνσεων, απαιτεί δε, ειδικότερα, η κατάσταση του διοικουμένου, όσον αφορά τον έλεγχο της εκ μέρους του τήρησης των κανόνων της οικείας νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω. Συνεπώς, στη οικεία νομοθεσία περί επιβολής της εισφοράς απαιτείται η πρόβλεψη προθεσμίας παραγραφής, η οποία, για τη διασφάλιση της λειτουργίας της ως άνω αρχής, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων, η διάρκειά της να είναι προβλέψιμη από το διοικούμενο, μετά δε τη λήξη της να μην είναι πλέον δυνατή η επιβολή σε βάρος του διοικουμένου ούτε της σχετικής οικονομικής επιβάρυνσης, ούτε οιασδήποτε σχετικής κύρωσης.
Εύλογος χρόνος παραγραφής. Η προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων για καταβολή εισφοράς πρέπει να είναι εύλογη, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας. Για να είναι δε εύλογη η διάρκεια της προθεσμίας πρέπει να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών και του συνακόλουθου πολλαπλασιασμού των νομικών υποχρεώσεων των διοικουμένων, που απαιτούν, κατ’ αρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεών τους. Ειδικότερα, απαιτείται να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, εγγύς του χρόνου κτήσης του εισοδήματος των υπόχρεων που συνδέεται με τον υπολογισμό της επίδικης εισφοράς, και σε τακτό και σχετικώς σύντομο χρόνο γνώση των υποχρεώσεών τους, ώστε οι υπόχρεοι να μην αιφνιδιάζονται, αλλά να δύνανται να προγραμματίζουν, κατά το μέτρο του δυνατού, με ασφάλεια την επαγγελματική τους δραστηριότητα προς όφελος και της Εθνικής Οικονομίας. Η διαμόρφωση δε της προθεσμίας παραγραφής υπό τους ανωτέρω όρους, που αποτελούν και εκδήλωση της ειρηνευτικής λειτουργίας του δικαίου, συμβάλλει στην καλλιέργεια της αναγκαίας σε ένα Κράτος Δικαίου σχέσης εμπιστοσύνης των διοικούμενων προς τη Διοίκηση.
■
1105/2024 (Δ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Καραμανώφ, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Χ. Ευαγγελίου, Πάρεδρος
Διαφήμιση και συνταγματικές ελευθερίες. Ειδική εκδήλωση της συνταγματικής προστασίας της οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί η ελευθερία των διαφημίσεων, καθώς η δημοσιοποίηση, σε μία περισσότερο ή λιγότερο ευρεία κλίμακα, της προσφοράς συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την επιτυχή προώθησή τους στην αγορά και, συνακόλουθα, για την ανάπτυξη της δραστηριότητας αυτής, αλλά και της δραστηριότητας των φορέων της διαφήμισης. Η προστασία όμως τόσο της ελευθερίας αυτής, όσο και της ελευθερίας της έκφρασης, βασική εκδήλωση της οποίας αποτελεί το δικαίωμα του πληροφορείν, καθώς και του κατοχυρούμενου πλέον στο άρθρο 5Α § 1 Σ δικαιώματος του καθενός να ενημερώνεται τακτικά, ελεύθερα και από κάθε διαθέσιμη πηγή για κάθε θέμα που τον ενδιαφέρει, δεν παρακωλύει τον νομοθέτη ή και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να θεσπίζει, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, περιορισμούς, που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή παρίστανται αναγκαίοι για την προστασία των δικαιωμάτων ή ελευθεριών τρίτων.
Τηλεοπτική διαφήμιση φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Οι περιορισμοί, που τίθενται για τη διαφήμιση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση θεμιτών κατά το Σύνταγμα σκοπών δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η προστασία της υγείας των πολιτών και του περιβάλλοντος. Το σύνολο των απαγορεύσεων και των περιορισμών στο περιεχόμενο και τον τρόπο μετάδοσης διαφημίσεων φυτοπροστατευτικών προϊόντων μέσω τηλεόρασης, ενός μέσου με μεγάλη εμβέλεια, δεν μπορούν να θεωρηθούν μη πρόσφοροι και δη καταδήλως, για την επίτευξη των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
■
1110/2024 (Δ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Α. Κοντοπόδη, Πάρεδρος
Κυκλοφοριακές ρυθμίσεις σε οδικό δίκτυο. Για τη θέσπιση κυκλοφοριακών ρυθμίσεων στο οδικό δίκτυο της αρμοδιότητας Δήμου απαιτείται απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής του Δήμου, μόνον αν έχει προηγηθεί σχετική μελέτη εκπονηθείσα από ή για λογαριασμό της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου, στην οποία πρέπει να στηρίζονται οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις. Οι αποφάσεις των Δημοτικών Συμβουλίων, οι οποίες αφορούν τη θέσπιση κυκλοφοριακών ρυθμίσεων κατά την ως άνω έννοια, υποβάλλονται προς έγκριση στον Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
■
1111/2024 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος, Εισηγητής: Χ. Κομνηνός, Πάρεδρος
Αναδρομική υπαγωγή σε ασφαλιστικό φορέα. Η έναρξη της ασφαλιστικής σχέσης δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρονικό σημείο μεγαλύτερο της 5ετίας από τότε που ο ΟΑΕΕ έλαβε, με οποιονδήποτε τρόπο, γνώση της ασφαλιστέας δραστηριότητας και των ιδιαιτέρων συνθηκών άσκησης αυτής. Τούτο δε, ακόμη και εάν, για την ίδια αυτή δραστηριότητα, είχε κατά το παρελθόν χορηγηθεί στον ασφαλισμένο εξαίρεση ή βεβαίωση περί μη υπαγωγής του στην υποχρεωτική ασφάλιση του Οργανισμού.
■
1118/2024 (Γ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Δ. Μακρής, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Μ. Τριπολιτσιώτη, Σύμβουλος
Κατ’ εξαίρεση άσκηση αίτησης αναίρεσης ή έφεσης. Κατά απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου ως αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ, χωρεί ενώπιον του ΣτΕ αναίρεση (αν πρόκειται για διαφορά ουσίας) ή έφεση (αν πρόκειται για ακυρωτική διαφορά), κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη. Πρέπει, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει κατ’ αρχήν ρητή και απερίφραστη κρίση ως προς την αντισυνταγματικότητα της εφαρμοσθείσας διάταξης ή την αντίθεσή της προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου, όχι όμως και όταν το διοικητικό δικαστήριο έχει ρητώς κρίνει, ταυτοχρόνως, ότι η εν λόγω πράξη στερείται νομοθετικού ερείσματος, διότι, πάντως, η πλημμέλεια της υπέρβασης της νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν αντανακλά στο κύρος του εξουσιοδοτικού νόμου.
Διορισμός στο Δημόσιο και αξιοκρατία. Ο διορισμός αλλά και η εξέλιξη σε θέσεις του Δημοσίου πρέπει να γίνεται με κριτήρια, που αφ’ ενός συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των υποψηφίων, αφ’ ετέρου αξιολογούνται με αντικειμενικό σύστημα που παρέχει εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης, η οποία μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά. Τα κριτήρια αυτά, εξάλλου, αλλά και ο τρόπος αξιολόγησής τους πρέπει να αντιστοιχούν στα καθήκοντα των υπό πλήρωση δημόσιων θέσεων, ο δε καθορισμός τους επαφίεται στον νομοθέτη.
Αναβαθμολόγηση υποψηφίων. Ο νομοθέτης μπορεί να θεσπίσει σύστημα αναβαθμολόγησης των γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων, προς τον σκοπό, ειδικότερα, της διασφάλισης αξιοκρατικότερου τρόπου επιλογής των ικανότερων υποψηφίων και θέτοντας, ως αντικειμενικές προϋποθέσεις υπαγωγής στο σύστημα αυτό της αναβαθμολόγησης, αφ’ ενός την άσκηση της αίτησης αναβαθμολόγησης μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, αφ’ ετέρου τη συγκέντρωση από τον υποψήφιο ενός συγκεκριμένου ποσοστού επί της συνολικής βαθμολογίας στα εξεταζόμενα μαθήματα. Ποσοστό καθοριζόμενο στο ύψος του 40% της συνολικής βαθμολογίας είναι εύλογο και κατάλληλο για την εξασφάλιση του ανωτέρω επιδιωκόμενου σκοπού, δεδομένου ότι κινείται λίγο χαμηλότερα από τη βάση (50%) της βαθμολογίας, με την συγκέντρωση της οποίας ο υποψήφιος θεωρείται επιτυχών. Δεν καθιστά πλημμελές το εν λόγω σύστημα αναβαθμολόγησης το γεγονός, ότι είναι δυνατή και η πλήρης ανατροπή της αρχικής βαθμολογίας και της αρχικής σειράς κατάταξης, εφ’ όσον τηρούνται οι προαναφερθείσες συνταγματικές αρχές.
■
1145/2024 (Β΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Ν. Νικολάκης, Πάρεδρος
Πετρελαιοειδή. Ευθύνη αποθηκευτή από τη διαχείριση υπό καθεστώς αναστολής καταβολής φόρου. Προκειμένου περί πετρελαιοειδών προϊόντων, που τελούν υπό καθεστώς αναστολής καταβολής φόρου σε φορολογική αποθήκη εγκεκριμένου αποθηκευτή, ο τελευταίος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για την καταβολή των φόρων με τους οποίους βαρύνονται τα εν λόγω προϊόντα. Προκειμένου να δοθεί στον εγκεκριμένο αποθηκευτή άδεια να διαχειρίζεται τα προϊόντα αυτά υπό καθεστώς αναστολής εγγυώμενος την καλή λειτουργία του όλου συστήματος, ο αποθηκευτής αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο της μη καταβολής των φόρων που αναλογούν στα εν λόγω προϊόντα, όταν αυτά εξέρχονται από το καθεστώς της αναστολής και, γεννώνται, ως εκ τούτου, οι σχετικές φορολογικές αξιώσεις. Στην περίπτωση αυτή, η ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή είναι αντικειμενική, υφίσταται δηλαδή ανεξάρτητα εάν συντρέχει πταίσμα του για την τυχόν αντικανονική έξοδο από το καθεστώς αναστολής. Η ευθύνη αυτή είναι ανεξάρτητη από την εκ παραλλήλου τυχόν στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της λαθρεμπορίας.
Καταλογισμός. Εφ’ όσον η αντικανονική έξοδος από το καθεστώς φορολογικής αποθήκης συνδέεται με διάπραξη απλών, κατά την κρίση της τελωνειακής αρχής, τελωνειακών παραβάσεων αποδιδόμενων στον εγκεκριμένο αποθηκευτή, νομίμως ο εγκεκριμένος αποθηκευτής καταλογίζεται ως κυρίως υπόχρεος, εν όψει της αντικειμενικής του ευθύνης, με το σύνολο του διαφυγόντος φόρου. Επιπλέον, για τις ίδιες απλές τελωνειακές παραβάσεις νομίμως επιβάλλεται σε βάρος του και το σχετικό πρόστιμο και, μάλιστα, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
Ευθύνη νομικού προσώπου. Ο καταλογισμός του νομικού προσώπου-εγκεκριμένου αποθηκευτή με πρόστιμο για τέλεση απλής τελωνειακής παράβασης, συνισταμένης στη μη ορθή τήρηση των βιβλίων της φορολογικής αποθήκης, καθώς και με τους τυχόν διαφυγόντες, συνεπεία της παράβασης αυτής, δασμούς και φόρους λόγω της αντικανονικής εξόδου των προϊόντων από το καθεστώς φορολογικής αποθήκης, κατ’ αρχήν αποκλείει, εν όψει της αρχής της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων, τον καταλογισμό των νόμιμων εκπροσώπων του για την ίδια αιτία.
■
1157/2024 (Δ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ο. Νικολαράκου, Πάρεδρος
Υπαγωγή σε καθεστώς ενίσχυσης. Ατομικές επιχειρήσεις. Όλοι οι τύποι μικρών, πολύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αποτελούν επιχειρήσεις επιλέξιμες προς ενίσχυση, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία των επιχειρήσεων σχετικά με τον αριθμό των απασχολουμένων και το χρηματοοικονομικό μέγεθος δεν υπερβαίνουν τα όρια, που τάσσονται για τον χαρακτηρισμό τους ως ΜΜΕ. Περαιτέρω, κάθε επιχείρηση δικαιούται να υποβάλει μία μόνο πρόταση, σε περίπτωση δε υποβολής περισσοτέρων προτάσεων από τον ίδιο φορέα, όλες οι προτάσεις απορρίπτονται. Η επιχείρηση νοείται υπό τη λειτουργική έννοια, ως οντότητα, δηλαδή, που αναπτύσσει οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως της ειδικότερης νομικής μορφής και του τρόπου χρηματοδότησής της. Ειδικώς στην περίπτωση των ατομικών επιχειρήσεων, σε περίπτωση κατά την οποία τα φυσικά πρόσωπα που συνιστούν τους φορείς των επιχειρήσεων αυτών τελούν μεταξύ τους σε σχέση εξάρτησης ή σε άλλη σχέση, βάσει της οποίας ενεργούν από κοινού ως ομάδα προσώπων, συντονιζόμενα προκειμένου να διαμορφώσουν την εμπορική δράση των οικείων επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται στην οικεία αγορά κατά τρόπο μη αυτοτελή, αλλά προσανατολισμένο στην επίτευξη ενιαίων οικονομικών αποτελεσμάτων, οι εν λόγω ατομικές επιχειρήσεις αποτελούν ενιαία επιχείρηση και, συνεπώς, δεν δικαιούνται να υποβάλουν περισσότερες αυτοτελείς προτάσεις για την υπαγωγή τους στο πρόγραμμα ενίσχυσης.
■
1166/2024 (Β΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Γ. Φλίγγου, Πάρεδρος
Ναυτικοί πράκτορες. Ευθύνη. Οι υποχρεώσεις του ναυτικού πράκτορα περιορίζονται στην έκδοση εισιτηρίων επιβατών ή/και αποδείξεων μεταφοράς οχημάτων, στην τήρηση των διατάξεων που αφορούν την ασφάλιση των επιβατών και οχημάτων κατά τη μεταφορά τους με τα πλοία, όπως επίσης και των διατάξεων που αφορούν την είσπραξη και απόδοση των υπέρ τρίτων επιβαρύνσεων (ΦΠΑ, λιμενικά τέλη κ.λπ.) και στην τήρηση και υποβολή στις Αρχές κάθε στοιχείου, που αφορά θέμα ρυθμιζόμενο από το π.δ. 229/1995. Σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων του ναυτικού πράκτορα, προβλέπεται η (προσωρινή) ανάκληση της άδειας άσκησης επαγγέλματος.
Μη ευθύνη για τα πρακτορευόμενα πλοία. Με εξαίρεση την υποχρέωση έκδοσης εισιτηρίων επιβατών και αποδείξεις μεταφοράς οχημάτων εντός της μεταφορικής ικανότητας του πλοίου, οι αρμοδιότητες του ναυτικού πράκτορα δεν σχετίζονται με το εν γένει αξιόπλοο του πρακτορευόμενου πλοίου και δεν περιλαμβάνεται στα υπόχρεα πρόσωπα για την ανέλκυση ή με άλλο τρόπο εξουδετέρωση των επικίνδυνων για την ναυσιπλοΐα ή/ και το περιβάλλον κ.λπ. ναυαγίων. Εξάλλου, την ευθύνη της οικονομικής εκμετάλλευσης και διαχείρισης του εκάστοτε πρακτορευόμενου πλοίου δεν έχουν οι ναυτικοί πράκτορες, αλλά οι πλοιοκτήτες ή/και εφοπλιστές, που αντλούν και τα ανάλογα οικονομικά οφέλη, και ευλόγως προβλέπεται από την οικεία νομοθεσία, όπως και στην περίπτωση ναυαγίου, την υποχρέωση ανέλκυσης και απομάκρυνσης αυτού και, για όσο χρονικό διάστημα δεν το πράττουν, την επιβάρυνση με δικαιώματα ναυαγίων.
■
1181/2024 (ΣΤ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Μ. Γκάνα, Πάρεδρος
Νομιμοποίηση ΕΦΚΑ για πρώην ασφαλιστικά ταμεία. Μετά από τη σύσταση του ΕΦΚΑ, οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις (από 1.1.2006 και εντεύθεν) όλων των φορέων, που είχαν υπαχθεί στον ΕΟΠΥΥ, μεταφέρθηκαν στον νέο ενιαίο φορέα, εκτός από αυτές του πρώην ΟΠΑΔ, του πρώην ΤΑΥΤΕΚΩ και του πρώην Οίκου Ναύτου, οι οποίες εξακολούθησαν να βαρύνουν τον ΕΟΠΥΥ, για λόγους αναγόμενους στην καλύτερη οργάνωση και διαχείριση των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων των εξαιρούμενων αυτών φορέων.
■
1190/2024 (Ε΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Μ. Ντουχάνης, Σύμβουλος
Επεμβάσεις πλησίον μνημείου. Έγκριση από τον Υπουργό Πολιτισμού. Για τις επεμβάσεις πλησίον μνημείου ισχύει ο κανόνας του επιτρεπτού τους μόνο κατόπιν έγκρισης του Υπουργού Πολιτισμού, μετά από γνωμοδότηση του αρμόδιου Συμβουλίου και, προκειμένου περί μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, του ΚΑΣ. Ειδικά για τις οικοδομικές εργασίες, η έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται, αν η απόσταση από το ακίνητο μνημείο - στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και το άμεσο περιβάλλον του - ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια, ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτό και τον περιβάλλοντα χώρο του.
Προστασία της θέασης του μνημείου. Δεδομένου ότι προστατευόμενο στοιχείο του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων συνιστά και η ανεμπόδιστη θέαση αυτών, αλλά και ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, η οποία τελεί σε άμεση οπτική επαφή με τα μνημεία και είναι αναγκαία για την ανάδειξή τους, πρέπει περαιτέρω να ερευνάται, αν η απόσταση του έργου από το μνημείο ή η σχέση του με αυτό, εν όψει των μορφολογικών του στοιχείων, είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζεται η αναλλοίωτη έποψη του μνημείου και η ακεραιότητα του αναγκαίου, για την ανάδειξή του σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα, περιβάλλοντος χώρου. Ο Υπουργός Πολιτισμού, προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση (άδεια) εκτέλεσης έργου πλησίον μνημείων, αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεσή του στα μνημεία.
Αιτιολογία έγκρισης. Η αιτιολογία της χορηγούμενης έγκρισης (άδειας) ελέγχεται ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, πρέπει δε, για να είναι πλήρης, να περιέχει: α) περιγραφή των μνημείων, β) περιγραφή του προς εκτέλεση έργου και γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των μνημείων. Ο Υπουργός Πολιτισμού, σε περίπτωση που η εκτέλεση του έργου και, συγκεκριμένα, η ανέγερση οικοδομής έχει δυσμενείς συνέπειες στο προστατευόμενο μνημείο, δύναται είτε να απαγορεύσει το έργο ή τη δραστηριότητα είτε, εφ’ όσον οι δυσμενείς επιπτώσεις μπορούν να εξουδετερωθούν με την επιβολή συγκεκριμένων όρων, να επιβάλλει, πάντοτε με γνώμονα την αποτελεσματικότερη προστασία του μνημείου, τους κατάλληλους όρους και περιορισμούς στη δόμηση, περιλαμβανομένου και του περιορισμού του ανώτατου ύψους και του αριθμού των ορόφων, που προβλέπονται είτε από τις γενικές διατάξεις, είτε από τυχόν ειδικές διατάξεις, που έχουν θεσπιστεί για την προστασία αρχαιολογικού χώρου.
■
1196/2024 (Β΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Π. Κιούσης, Πάρεδρος
Αναίρεση απόφασης εκδοθείσας επί πλειόνων καταλογιστικών πράξεων. Σε περίπτωση που ενδικοφανής προσφυγή κατά περισσότερων καταλογιστικών πράξεων της φορολογικής αρχής απορρίπτεται με μία απόφαση της φορολογικής Διοίκησης, η απόφαση αυτή αναλύεται σε τόσες απορριπτικές πράξεις όσες και οι προσβληθείσες με την ενδικοφανή προσφυγή, για τις ανάγκες υπολογισμού του ποσού της αναιρετικής διαφοράς. Όταν δε με μία προσφυγή προσβάλλεται η ρητή ή σιωπηρή απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής κατά περισσότερων πράξεων, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, αναλύεται σε τόσες απορριπτικές πράξεις όσες και οι προσβληθείσες με την ενδικοφανή προσφυγή, και το διοικητικό δικαστήριο εκδίδει μία απόφαση επ’ αυτής, ως ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας λαμβάνεται, κατ’ αρχήν, το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πράξη χωριστά.
■
1206/2024 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδρος
Ηλεκτρονική ατομική διοικητική πράξη. Το ζήτημα που ανακύπτει, κατ’ αρχήν, σε περίπτωση αμφισβήτησης ατομικής διοικητικής πράξης, εκδιδόμενης εν όλω ή εν μέρει βάσει ηλεκτρονικής αυτοματοποιημένης διαδικασίας, δεν συνάπτεται με την τεχνολογική αρτιότητα του οικείου λογισμικού ή του υλικού εξοπλισμού που χρησιμοποιήθηκε στη σχετική διαδικασία, αλλά με την εν γένει νομιμότητα της διοικητικής πράξης, δηλαδή, με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των νομίμων προϋποθέσεων του κανόνα δικαίου που διέπει την έκδοσή της.
Αιτιολογία. Η υποχρέωση της Διοίκησης να αιτιολογεί τις ατομικές αποφάσεις της αποτελεί συστατικό στοιχείο του Κράτους Δικαίου, συναπτόμενη με τις αρχές της διαφάνειας και της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, αλλά και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά γενικό δε κανόνα η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά τον νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. Σε περίπτωση αμφισβήτησης της νομιμότητας ατομικής διοικητικής πράξης εκδοθείσας εν όλω ή εν μέρει βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, πρέπει να προκύπτουν, από την εκδιδόμενη επί της σχετικής ένστασης απόφαση, τόσο τα κρίσιμα στάδια των μαθηματικών υπολογισμών, στους οποίους προέβη η Αρχή, όσο και τα πραγματικά στοιχεία (μεταβλητές) που ελήφθησαν συναφώς υπ’ όψη, ώστε αφ’ ενός μεν ο διοικούμενος να είναι σε θέση να διαπιστώσει, εάν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από τους οικείους κανόνες δικαίου προϋποθέσεις εξέτασής της, αφ’ ετέρου δε ο δικαστής να είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικώς τον σχετικό δικαστικό έλεγχο.
■
1220/2024 (Β’ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Φ. Γιαννακού, Σύμβουλος
Διεθνείς Συνθήκες και νομικό σύστημα της Ε.Ε. Μία (επενδυτική) Διεθνής Συμφωνία του Ελληνικού Δημοσίου δεν επιτρέπεται να θίγει το σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων, που καθιερώνει το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και, συνακόλουθα, την αυτονομία του νομικού συστήματος της Ε.Ε. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια και στο ΔΕΕ να εγγυώνται την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών-μελών. Ακρογωνιαίο λίθο του διαμορφωμένου κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιοδοτικού συστήματος αποτελεί η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία, καθιερώνοντας τον διάλογο σε επίπεδο δικαιοδοτικών οργάνων μεταξύ του ΔΕΕ και των δικαστηρίων των κρατών-μελών, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ενότητας της ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, καθιστώντας, κατά τον τρόπο αυτό, δυνατή τη διασφάλιση της συνοχής του, της πλήρους αποτελεσματικότητάς του και της αυτονομίας του, καθώς και, εν τέλει, του ιδιάζοντος χαρακτήρα του δικαίου που θεσπίζουν οι Συνθήκες.
Εξουσία διαιτητικού δικαστηρίου. Οι διαφορές, που ανακύπτουν στο πλαίσιο της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας του Λιβάνου, για την προώθηση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων, ενδέχεται να αφορούν την ερμηνεία ή/και την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ. Το διαιτητικό δικαστήριο που καλείται να αποφανθεί επί ενδεχόμενης παραβίασης των διατάξεων της Ελληνολιβανέζικης Συμφωνίας, οφείλει να λάβει υπ’ όψη το ισχύον ελληνικό δίκαιο και να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης και τις διατάξεις, που αφορούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και η αρχή της αναλογικότητας.
Υποβολή προδικαστικού ερωτήματος. Το ως άνω διαιτητικό δικαστήριο δεν συνιστά στοιχείο του δικαιοδοτικού συστήματος της Ελληνικής Δημοκρατίας, με συνέπεια να μην μπορεί να θεωρηθεί, κατά την έννοια του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, δικαστήριο κράτους-μέλους και να μην μπορεί να υποβάλλει (παραδεκτώς) προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ. Συνεπώς, η υποβολή ενώπιον του ως άνω διαιτητικού δικαστηρίου μιας διαφοράς, η οποία ανακύπτει μεταξύ ενός κράτους-μέλους (του Ελληνικού Δημοσίου) και μιας εταιρείας, που εδρεύει σε έτερο κράτος-μέλος και στην οποία τίθενται ζητήματα ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, θα ήταν ικανή να θέσει εν αμφιβόλω τη διατήρηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα του δικαίου της Ένωσης, η οποία διασφαλίζεται μέσω της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν θα ήταν συμβατή με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών-μελών, θα έθιγε την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και θα ήταν αντίθετη στα άρθρα 267 και 344 της ΣΛΕΕ. Οι σχετικές διαιτητικές αποφάσεις εκδίδονται καθ’ υπέρβαση των νομίμων ορίων της δικαιοδοσίας του εν λόγω διαιτητικού οργάνου και δεν δεσμεύουν, κατά το μέρος αυτό, τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία επιλαμβάνονται αρμοδίως των διαφορών αυτών.
Φόρος επί ακινήτων εξωχώριων εταιρειών. Η επιβολή του ειδικού φόρου επί των ακινήτων εξωχώριων εταιριών δεν υπερβαίνει τα όρια της κατά το Σύνταγμα ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώνει εκάστοτε το φορολογικό σύστημα και να καθορίζει τον ενδεδειγμένο τρόπο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων και φορολογικών στοιχείων ούτε ως προς τον προσδιορισμό του κύκλου των (τελικώς πράγματι) βαρυνομένων προσώπων, ο οποίος δεν παρίσταται αυθαίρετος, ούτε ως προς τον καθορισμό της βάσης της φορολογικής επιβάρυνσης, δηλαδή το αντικείμενο του φόρου και το ύψος του. Η πρόσθετη προϋπόθεση της ύπαρξης σύμβασης διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής με την τρίτη (εκτός Ε.Ε.) χώρα, στην οποία εδρεύουν οι συμμετέχουσες στην κυρίως υπόχρεη στον φόρο εταιρείες (παρένθετες), αναγόμενη στην ελεγξιμότητα της παρεχόμενης πληροφορίας/δηλώσεων των υποχρέων, συνιστά ουσιώδες κριτήριο απαλλαγής από τον φόρο και δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας ούτε στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων [Μειοψηφία].
■
1228/2024 (Α΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Ν. Σκαρβέλης, Σύμβουλος
Νομοθετική εξουσιοδότηση. Προϋποθέσεις. Η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται, κατ’ αρχήν, προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή, αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδότησης. Επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
Ειδικότερα θέματα. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα, τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό (ορισμένο όμως) πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση, προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Η ουσιαστική ρύθμιση μπορεί να υπάρχει τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων, σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Διαφορά των ειδικότερων θεμάτων από τα λεπτομερειακά και τεχνικά θέματα. Η ως άνω περίπτωση αντιδιαστέλλεται τόσο από το «λεπτομερειακό» θέμα, το οποίο αφορά τη θέσπιση όλως δευτερευουσών και επουσιωδών ρυθμίσεων, όσο και από το «τεχνικό», για τη ρύθμιση του οποίου γίνεται ευρεία χρήση επιστημονικής και εν γένει τεχνικής φύσης κριτηρίων και μεθόδων, για τα οποία είναι αναγκαία η σύμπραξη ειδικών τεχνικών οργάνων, οργάνων δηλαδή που διαθέτουν εξειδικευμένη επιστημονική ή τεχνική υπό ευρεία έννοια κατάρτιση. Για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια (ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου) τις περαιτέρω αρχές και κατευθύνσεις, στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών.
Μη υποχρέωση αιτιολόγησης. Η θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν συνιστά εφαρμογή κανόνα δικαίου σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση, αλλά θέση γενικού και απρόσωπου κανόνα δικαίου και αποτελεί, κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο, νομοθέτηση. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται αιτιολογία εκ μέρους της Διοίκησης για την επιλογή συγκεκριμένης κανονιστικής ρύθμισης ως βέλτιστης. Συνεπώς, η κανονιστική πράξη ελέγχεται μόνον από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης βάσει της οποίας εκδίδεται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδότησης.
■
1243/2024 (Β΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Κ. Κουσούλης, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Γ. Φλίγγου, Πάρεδρος
Φορολογική διαφορά. Προσφυγή και αίτηση ακύρωσης. Φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ή φορολογική κύρωση, είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο με συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη με φορολογητέα ύλη ατομικώς ορισμένη, η οποία αμφισβητείται εν όλω ή εν μέρει με την προσφυγή. Δεν υπόκεινται, αντιθέτως, σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές πράξεις, που σχετίζονται μεν με την καθ’ όλου εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας αλλά δεν συνδέονται προς συγκεκριμένο φορολογικό βάρος, ατομικώς καθ’ υποκείμενο και αντικείμενο προσδιοριζόμενο. Η διαφορά που γεννάται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας πράξης μεταβολής των καταχωρισμένων στο Φορολογικό Μητρώο στοιχείων, αποβλέπουσα στην τακτοποίηση της κατάστασης του φορολογουμένου και μη συναπτόμενη με σχετική ατομική φορολογική υποχρέωσή του, είναι ακυρωτική. Τέτοιο χαρακτήρα έχει και η διαφορά, που αφορά απόρριψη αιτήματος για διόρθωση της καταχωρισθείσης ιδιότητας του αιτούντος στο Μητρώο ως νομίμου εκπροσώπου αλλοδαπής εταιρείας, καθ’ όσον η εν λόγω απόρριψη δεν συνάπτεται στενώς και αναγκαίως με σχετική ατομική φορολογική υποχρέωση του αιτούντος, αλλά αφορά την τακτοποίηση της κατάστασής του ως φορολογουμένου.
■
1256/2024 (Δ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδρος
Δημόσιοι διαγωνισμοί. Δάνεια, εμπειρία και υπεργολαβία. Αναγνωρίζεται το δικαίωμα κάθε οικονομικού φορέα, με σκοπό το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ευρύτερο δυνατό ανταγωνισμό, να επικαλείται τις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της φύσης των δεσμών του με αυτούς, εφ’ όσον αποδεικνύεται στην αναθέτουσα αρχή ότι ο υποψήφιος ή προσφέρων θα έχει όντως στη διάθεσή του τους πόρους των εν λόγω φορέων, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της σύμβασης. Ως εκ τούτου, η υπεργολαβία αποτελεί απλώς έναν από τους τρόπους, με τους οποίους ένας οικονομικός φορέας μπορεί να στηριχθεί στις ικανότητες άλλων φορέων και δεν μπορεί να του επιβληθεί από την αναθέτουσα αρχή.
Περιορισμοί. Ο προσφέρων, καίτοι είναι ελεύθερος να συνάπτει δεσμούς με τους φορείς, στις δυνατότητες των οποίων στηρίζεται και να επιλέγει τη νομική φύση των δεσμών αυτών, εν τούτοις οφείλει να αποδεικνύει ότι όντως έχει στη διάθεσή του τους πόρους των συγκεκριμένων φορέων, που δεν του ανήκουν και είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της συγκεκριμένης σύμβασης. Συνεπώς, ο προσφέρων δεν μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων με σκοπό την αμιγώς τυπική πλήρωση προϋποθέσεων, που απαιτούνται από την αναθέτουσα αρχή. Συνακόλουθα, ο προσφέρων μπορεί να επικαλείται τις ικανότητες τρίτου φορέα μόνον εάν ο τρίτος φορέας έχει άμεση και προσωπική συμμετοχή στην εκτέλεση της σύμβασης. Ο περιορισμός αυτός θεσπίζεται με απόφαση της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα, η οποία ενσωματώνεται στους σχετικούς όρους της διακήρυξης.
Πιστοποιητικά ISO από υπεργολάβο. Η προσκόμιση πιστοποιητικών ISO για τους υπεργολάβους, με τους οποίους ο υποψήφιος οικονομικός φορέας δηλώνει ότι θα συνεργασθεί, δεν θεσπίζεται ως γενική υποχρέωση, αλλά στο μέτρο που απαιτείται ειδικώς από τη διακήρυξη για την προσήκουσα εκτέλεση των τμημάτων της σύμβασης, που αυτοί (υπεργολάβοι) πρόκειται να εκτελέσουν.
Προσκόμιση ΕΕΕΣ για τον υπεργολάβο. Για να επέλθει αποκλεισμός υποψήφιου οικονομικού φορέα πρέπει να μην έχουν προσκομισθεί ΕΕΕΣ για τους υπεργολάβους, που έχουν δηλωθεί ότι έχουν αναλάβει να εκτελέσουν τμήματα του υπό ανάθεση έργου, που υπερβαίνουν το ποσοστό του 30% της συνολικής αξίας της σύμβασης (δεδομένου ότι, στην περίπτωση που το εν λόγω ποσοστό δεν υπερβαίνει το 30%, δεν απαιτείται η συμπλήρωση και προσκόμιση ξεχωριστού ΕΕΕΣ για κάθε υπεργολάβο). Και τούτο, διότι, στην περίπτωση αυτήν (εάν δηλαδή δεν προσκομισθούν ΕΕΕΣ για τους υπεργολάβους), δεν είναι δυνατός ο υποχρεωτικός έλεγχος από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα περί του εάν συντρέχουν ή όχι λόγοι αποκλεισμού στο πρόσωπο των προτεινόμενων υπεργολάβων.
■
1261/2024 (ΣΤ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Μ. Παπαδοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Γ. Ανδριοπούλου, Σύμβουλος
Ανακοπή κατά διοικητικής εκτέλεσης. Προθεσμία έφεσης. Για την εκδίκαση των διαφορών αναγκαστικής εκτέλεσης, σε βάρος του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., καταψηφιστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ, οι οποίες δεν προβλέπουν ειδικώς την προθεσμία εντός της οποίας ασκείται η εν λόγω έφεση. Ως προς τούτο, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του ΚΔιοικ Δικ, που διέπουν την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας και, ειδικότερα, το άρθρο 226 § 2 του ΚΔιοικΔικ, που ορίζει συντετμημένη προθεσμία 30 ημερών για την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων εκδιδομένων επί ανακοπών στο πλαίσιο της εκδίκασης διαφορών διοικητικής εκτέλεσης κατά τον ΚΕ ΔΕ.
■
1271/2024 (Δ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλος
Δημόσιες συμβάσεις. ΕΑΔΗΣΥ. Αρμοδιότητα εξέτασης λόγων αναγομένων σε παραβίαση του ενωσιακού δικαίου. Η ΕΑΔΗΣΥ έχει αρμοδιότητα να εξετάσει την τυχόν αντίθεση της προσβαλλόμενης με την προδικαστική προσφυγή διοικητικής πράξης προς τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου, ακόμη και όταν οι πληττόμενοι όροι της διοικητικής πράξης επαναλαμβάνουν διατάξεις τυπικού νόμου, εφ’ όσον με την προδικαστική προσφυγή προβάλλεται ότι οι διατάξεις της διοικητικής πράξης και οι ταυτόσημες του τυπικού νόμου είναι αντίθετες προς το ενωσιακό δίκαιο. Συνεπώς, ορθώς η ΕΑΔΗΣΥ εξετάζει αιτίαση, ότι συγκεκριμένος όρος της διακήρυξης, που επαναλαμβάνει τις διατάξεις του ν. 3669/2008, είναι αντίθετος προς το ενωσιακό δίκαιο και, ειδικότερα, προς διατάξεις της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ και προς τις γενικές αρχές που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις, όπως η απαγόρευση διακρίσεων και οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, της ελεύθερης ανάπτυξης του ανταγωνισμού και της αναλογικότητας και δεν υπερβαίνει, στην περίπτωση αυτή, την κατά το Σύνταγμα και τον νόμο αρμοδιότητά της.
■
1274/2024 (Δ’ Τμ.) – Προεδρεύων: Ε. Αντωνόπουλος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Κ. Κονιδιτσιώτου, Σύμβουλος
Καθυστερημένη επιβολή κύρωσης. Συνέπειες. Η αρχή της χρηστής διοίκησης και της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει στη Διοίκηση να ασκεί επικαίρως, ήτοι εντός ευλόγου χρόνου, τις αρμοδιότητές της. Απόφαση περί επιβολής προστίμου λόγω παράβασης της νομοθεσίας σχετικά με το απόρρητο των επικοινωνιών που εκδόθηκε 8 έτη από τη γνώση της ΑΔΑΕ σχετικά με την τέλεση της αποδιδόμενης παράβασης, ενώ η διερεύνησή της από την Αρχή δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσχέρειες κατά το πραγματικό ή το νομικό της μέρος, υπερέβη τον αναγκαίο για την ολοκλήρωσή της εύλογο χρόνο και είναι ακυρωτέα.
■
1295/2024 (Ε΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Χ. Παπανικολάου, Σύμβουλος
Δόμηση εκτός σχεδίου. Πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο. Κατά την έννοια των περιοριστικών της δόμησης σε γήπεδα εκτός σχεδίου διατάξεων, όταν αυτές δεν περιελάμβαναν ως προϋπόθεση αρτιότητας των γηπέδων άνω των 4.000 τ.μ. το πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο, όσο και μετά την τροποποίησή τους, που προέβλεψε ρητώς το πρόσωπο, η κατ’ εξαίρεση επιτρεπόμενη στις περιοχές αυτές δόμηση τελεί υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται, πάντως, ο βασικός κανόνας της πολεοδομικής νομοθεσίας, κατά τον οποίο δομήσιμα είναι τα γήπεδα που έχουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο νομίμως υφιστάμενο, μη προκύψαντα από ιδιωτική βούληση.
Διότι, άλλως, θα καθίστατο δυνατή η δόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές υπό όρους ευνοϊκότερους, από την ανωτέρω άποψη, ακόμη και εκείνων που ισχύουν στις εντός σχεδίου περιοχές. Η προϋπόθεση του προσώπου σε κοινόχρηστο χώρο, ως βασικός κανόνας της πολεοδομικής νομοθεσίας, έχει αναγνωριστεί, εξάλλου, και σε περιπτώσεις ειδικών πολεοδομικών καθεστώτων.
Πρόσωπο γηπέδου σε οδό. Ένα γήπεδο θεωρείται ότι έχει πρόσωπο, δηλαδή κοινό όριο, σε οδό που το καθιστά οικοδομήσιμο, όταν η οδός αυτή, ανεξαρτήτως εάν είναι εθνική, επαρχιακή, δημοτική ή κοινοτική, υφίσταται νομίμως και, περαιτέρω, είναι ήδη διανοιγμένη, κατά τέτοιο, μάλιστα, τρόπο ώστε να είναι προσπελάσιμη και να εξασφαλίζει πράγματι επικοινωνία με το γήπεδο. Τούτο δεν ισχύει για τις «αγροτικές» οδούς, εφ’ όσον οι οδοί αυτές, κοινόχρηστες ή ιδιωτικές, δεν καθιστούν οικοδομήσιμα τα γήπεδα. Ο ως άνω βασικός κανόνας της πολεοδομικής νομοθεσίας περί προσώπου ισχύει και για τα γήπεδα, που προορίζονται για την ανέγερση τουριστικών εγκαταστάσεων.
■
1299/2024 (Δ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ο. Νικολαράκου, Πάρεδρος
Αίτημα για πρόσβαση σε έγγραφα. Ένδικο βοήθημα. Η υποβολή από τον διοικούμενο, που έχει εύλογο ενδιαφέρον, αιτήματος προς τη Διοίκηση να λάβει γνώση διοικητικών εγγράφων, συνιστά άσκηση δικαιώματος που αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα και τον νόμο. Σε περίπτωση, επομένως, που θεμελιώνεται τέτοιο εύλογο ενδιαφέρον του διοικουμένου, με την άπρακτη πάροδο 20 ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης προς τη διοικητική Αρχή στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, προσβλητή με αίτηση ακύρωσης.
Εύλογο ενδιαφέρον. Ως ενδιαφερόμενος για την πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα νοείται όχι μόνον αυτός που θεμελιώνει συγκεκριμένο έννομο συμφέρον, αλλά και οποιοσδήποτε μπορεί, ως εκ της ιδιότητάς του, να επικαλεσθεί εύλογο ενδιαφέρον για την υποβολή σχετικού αιτήματος. Εύλογο ενδιαφέρον είναι εκείνο, που προκύπτει, κατά τρόπο αντικειμενικό, από την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης προσωπικής έννομης σχέσης, συνδεόμενης με το υποβαλλόμενο αίτημα ή με το περιεχόμενο των διοικητικών στοιχείων, στα οποία ζητείται η πρόσβαση. Σε κάθε περίπτωση, θεμελιώνεται το δικαίωμα πρόσβασης του διοικουμένου σε διοικητικά έγγραφα, η γνώση του περιεχομένου των οποίων συνδέεται με τη δυνατότητά του να επιδιώξει την αποτελεσματική υπεράσπιση των συμφερόντων του και, μάλιστα, ενώπιον των δικαστηρίων.