ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΔΔΑ 2024: Α' ΜΕΡΟΣ - ΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ: (με επιμέλεια Βασίλη Χειρδάρη) Νομολογία κατ' άρθρο 6 (7 αποφάσεις), άρθρο 8 (8 αποφάσεις), άρθρο 10 (6 αποφάσεις), άρθρο 11 (2 αποφάσεις), αποφάσεις Α' Πρόσθετου Πρωτοκόλλου κατ' άρθρο 1 (4 αποφάσεις)

73
2025
01

 

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΔΔΑ 2024

 

Επιμέλεια: Βασίλης Χειρδάρης

 

[Α΄ ΜΕΡΟΣ – ΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ]

 

Το «Νομικό Βήμα» στην προσπάθειά του να ενημερώσει το νομικό κόσμο καθιέρωσε την συνοπτική και επιγραμματική επισκόπηση των σημαντικότερων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ). Η παρούσα επισκόπηση (κατ’ άρθρο της ΕΣΔΑ) αφορά τη σημαντικότερη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για το 2024. Στο παρόν τεύχος παρουσιάζεται η ενδιαφέρουσα νομολογία του ΕΔΔΑ για τις αστικές υποθέσεις. Στα επόμενα τεύχη θα παρουσιαστούν οι ποινικές, οι διοικητικού και πειθαρχικού χαρακτήρα υποθέσεις.

 


 

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ[1]

 

ΑΡΘΡΟ 6

 

  1.  Παλιούρας κ.α. κατά Ελλάδας της 10.09. 2024 (αριθ. προσφ. 51031/16 και 2 άλλες)

Το Δικαστήριο ενώ έκρινε ότι οφείλεται νομίμως αποζημίωση μόνο για 5 χρόνια, επιδίκασε αποζημίωση για 19 χρόνια. Αντιφατική αιτιολογία και αυθαίρετη απόφαση. Καταδίκη Ελλάδας για παραβίαση δίκαιης δίκης. 

Το 2015 εκδόθηκαν τρία Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής κατά των προσφευγόντων λόγω φερόμενης αυθαίρετης κατάληψης ορισμένων ακινήτων του δημοσίου. Ταυτόχρονα, εκδόθηκαν και Πρωτόκολλα αποζημίωσης για την φερόμενη αυθαίρετη χρήση αυτών των εκτάσεων για μια περίοδο 19 ετών, με συγκεκριμένα ποσά αποζημίωσης για κάθε έναν από τους προσφεύγοντες. 

Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν Ανακοπές στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, ζητώντας να ακυρωθούν ή, επικουρικά, να τροποποιηθούν τα Πρωτόκολλα αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης των κτημάτων διαχείρισης δημοσίου.

Το εγχώριο δικαστήριο έκρινε στο σκεπτικό των (ίδιων) αποφάσεών του, ότι το άρθρο 2 του ν. 388/1943 προέβλεπε ότι το Πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση ακινήτων, που βρίσκονται υπό τη διαχείριση του δημοσίου, δεν μπορούσε να περιλαμβάνει χρονικό διάστημα άνω των πέντε ετών από την ημερομηνία της πρώτης έκδοσής του. Παρέθεσε δε και σύμφωνη νομολογία του ΑΠ, ότι ήταν ανεπίτρεπτος και άκυρος ο καθορισμός αποζημίωσης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. 

Έτσι σύμφωνα με την αιτιολογία των εγχωρίων αποφάσεων δεν μπορούσε να βεβαιωθεί ποσό αποζημίωσης πέραν της πενταετίας. Όμως το εθνικό δικαστήριο, παρότι τα προσβαλλόμενα επίδικα Πρωτόκολλα ανέφεραν καταβλητέα αποζημίωση για μη νόμιμο χρονικό διάστημα 19 ετών (14 έτη πέραν του νομίμου), στην ίδια αιτιολογία των αποφάσεών του ανέφερε ότι νομίμως εκδόθηκαν τα Πρωτόκολλα αυτά και με το διατακτικό απέρριψε όλες τις Ανακοπές, επικυρώνοντας τα Πρωτόκολλα. 

Οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1), λόγω της αντιφατικής αιτιολογίας των αποφάσεων του εθνικού δικαστηρίου, που τις καθιστούσαν διφορούμενες και αυθαίρετες.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στους προσφεύγοντες 12.000 ευρώ συνολικά για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

 

  1.  Bonev κατά Βουλγαρίας της 12.03.2024 (αριθ. προσφ. 49443/17)

Παράλειψη των εθνικών δικαστηρίων να απαντήσουν σε ισχυρισμό που προεβλήθη σε αστική δίκη. Παραβίαση δίκαιης δίκης για μη επαρκή αιτιολογία.

Η D.H. όφειλε χρήματα στον προσφεύγοντα, όμως λόγω αδυναμίας καταβολής, υπέγραψε προσύμφωνο για μεταβίβαση εμπορικού περιπτέρου σ΄αυτόν αντί χρηματικής καταβολής. Όμως, αμέσως μετά την υπογραφή του προσυμφώνου η D.H. μεταβίβασε το ακίνητο στον γιο της.

Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή για καταδολίευση δανειστή και εν συνεχεία η πώληση κηρύχθηκε άκυρη, καθώς διαπιστώθηκε ότι η D.H. ενήργησε με πρόθεση να βλάψει τα συμφέροντά του. Η κύρια δίκη σχετικά με το προσύμφωνο, η οποία είχε ανασταλεί, επαναλήφθηκε στη συνέχεια, αλλά η αγωγή του προσφεύγοντος απορρίφθηκε, χωρίς να ληφθεί υπόψη η απόφαση που είχε ήδη εκδοθεί σχετικά με την ακύρωση της πώλησης, παρότι ο προσφεύγων το είχε προβάλλει ρητά.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι μολονότι δεν είναι καθήκον του να προσδιορίσει οριστικά τις συνέπειες της εν λόγω απόφασης επί της διαδικασίας σχετικά με το προσύμφωνο, είναι προφανές ότι θα μπορούσε ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος και ενάγοντος να έχει καθοριστική σημασία για τον προσδιορισμό του οριστικού χαρακτήρα του προσυμφώνου. Τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν δεόντως το ουσιώδες επιχείρημα του προσφεύγοντος και, ως εκ τούτου, δεν αιτιολόγησαν επαρκώς τις αποφάσεις τους.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 2.500 ευρώ για ηθική βλάβη.

  1.  Jann-Zwicker και Jann κατά Ελβετίας της 13.02.2024 (αριθ. προσφ. 4976/20)

Η παραγραφή των αξιώσεων για θάνατο από καρκίνο, που φέρεται ότι προκλήθηκε από έκθεση σε αμίαντο, παραβίασε τη δίκαιη δίκη 

Συγγενής των προσφευγόντων απεβίωσε το 2006 από καρκίνο του υπεζωκότα, ο οποίος φέρεται να προκλήθηκε από έκθεση σε αμίαντο την περίοδο της δεκαετίας 1960 - 1970. Ο αποβιώσας ζούσε σε σπίτι που είχε νοικιάσει από την εταιρεία Eternit AG που βρισκόταν σε άμεση γειτνίαση με ένα από τα εργοστάσιά της, όπου γινόταν επεξεργασία αμιάντου. Η ποινική διαδικασία που κινήθηκε το 2006 και οι αστικές διαδικασίες που κινήθηκαν το 2009 (πριν και μετά το θάνατό του) ήταν ανεπιτυχείς. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο έκρινε ότι οι αστικές αξιώσεις είχαν παραγραφεί.

Επικαλούμενοι το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων διήρκεσε υπερβολικά πολύ και ότι τους είχε απαγορευτεί η πρόσβαση σε δικαστήριο για να εξετάσει τις καταγγελίες τους λόγω της παραγραφής των αξιώσεών τους.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Σύμβασης, όσον αφορά την έλλειψη πρόσβασης σε δικαστήριο, λόγω της απόφασης των ελβετικών δικαστηρίων ότι η προθεσμία παραγραφής είχε παρέλθει από τη στιγμή που ο θανών είχε εκτεθεί στον αμίαντο και επομένως η αξίωση είχε παραγραφεί, και όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διότι η αναβολή του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου εν αναμονή νέας νομοθεσίας δεν ήταν αναγκαία.

Το Δικαστήριο επιδίκασε στους προσφεύγοντες από κοινού 20.800 ευρώ για ηθική βλάβη και 14.000 ευρώ για έξοδα. 

  1.  Boškoćević κατά Σερβίας της 05.03.2024 (αριθ. προσφ. 37364/10)

Απειλή απόλυσης εργαζομένου σε περίπτωση που δεν προσκόμιζε αντίγραφα της αλληλογραφίας του με το ΕΔΔΑ. Παραβίαση δικαιώματος ατομικής προσφυγής.

Ο προσφεύγων ήταν υπάλληλος εθνικού πάρκου στο Κοσσυφοπέδιο. Η σερβική κυβέρνηση εξέδωσε δύο αποφάσεις σύμφωνα με τις οποίες όλοι οι υπάλληλοί της που κατοικούσαν και εργάζονταν στο Κοσσυφοπέδιο έπρεπε να λαμβάνουν διπλάσιο μισθό, αναφερόμενο ως «επίδομα Κοσσυφοπεδίου». Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν και ο προσφεύγων. 

Λίγα χρόνια αργότερα η Κυβέρνηση τροποποίησε το επίπεδο των αποδοχών και ο προσφεύγων άσκησε αγωγή ζητώντας την καταβολή της διαφοράς μεταξύ του μισθού που έλαβε και εκείνου που θα έπρεπε να είχε λάβει. Η αγωγή του έγινε δεκτή και η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, ωστόσο οι τραπεζικοί λογαριασμοί της εργοδότριας εταιρείας δεσμεύτηκαν και έπαυσαν οι πληρωμές των υπαλλήλων. Οι εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να υπογράψουν ατομικές (αμοιβαίες) δεσμευτικές συμφωνίες, σύμφωνα με τις οποίες θα απέσυραν τις αντίστοιχες πράξεις εκτέλεσης, ενώ ο οφειλέτης θα έπρεπε να εξοφλήσει τις εκκρεμείς οφειλές άμεσα. Ο προσφεύγων κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ, καταγγέλλοντας ότι αναγκάστηκε να υπογράψει τη συμφωνία αυτήν λόγω της απελπιστικής οικονομικής του κατάστασης. Λίγο αργότερα ειδοποιήθηκε μέσω προειδοποιητικής επιστολής από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις απόλυσης λόγω της προσφυγής του στο ΕΔΔΑ και του ζητήθηκε να χορηγήσει αντίγραφα της αλληλογραφίας του με το ΕΔΔΑ. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η σερβική κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για τις πράξεις του εργοδότη του προσφεύγοντος και του διευθύνοντος συμβούλου του, δεδομένου ότι ο εργοδότης ήταν μια εταιρεία, που συστάθηκε με σκοπό την προώθηση του δημόσιου συμφέροντος, για να διατηρήσει τους φυσικούς πόρους της οροσειράς Šar και είχε ετήσιο επιχειρηματικό σχέδιο εγκεκριμένο από την Κυβέρνηση και έτσι δεν μπορούσε να θεωρηθεί «μη κυβερνητική».

Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προειδοποιητική επιστολή αποτελούσε «πίεση» και «μέσο εκφοβισμού» και, συνεπώς, διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ.

  1.  Iliria S.R.L. κατά Αλβανίας της 05.03.2024 (αριθ. προσφ. 31011/09)

Η διαδικασία αναγνώρισης διαιτητικής απόφασης διήρκεσε 17 χρόνια και 9 μήνες. Παραβίαση εύλογου χρόνου 

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1993 η Αλβανική Κυβέρνηση διατάχθηκε να καταβάλει στην προσφεύγουσα εταιρεία 8.239.000.000 ιταλικές λίρες και ετήσιο επιτόκιο 13%, οφειλή την οποία το Υπουργείο Οικονομικών δήλωσε ότι θα εξοφλήσει μετά τη λήψη δανείου από αλλοδαπές τράπεζες. Η προσφεύγουσα εταιρεία υπέβαλε αίτημα εκούσιας δικαιοδοσίας να αναγνωρίσει το Εφετείο των Τιράνων τη διαιτητική απόφαση στην αλβανική έννομη τάξη. Λίγο αργότερα δικαστικός επιμελητής διαβίβασε στο Υπουργικό Συμβούλιο τις πληροφορίες σχετικά με την οφειλή έναντι της προσφεύγουσας εταιρίας και συνέστησε στους διαδίκους να αρχίσουν διαπραγματεύσεις σχετικά με τους όρους πληρωμής, ωστόσο το Υπουργικό Συμβούλιο υπέβαλε στο Εφετείο των Τιράνων εκπρόθεσμη έφεση κατά των αρχικών αποφάσεων κήρυξης εκτελεστότητας, η οποία και έγινε δεκτή. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η διαδικασία διήρκεσε 17 χρόνια και 9 μήνες σε εννέα βαθμούς δικαιοδοσίας. Η καθυστέρηση αυτή δεν μπορούσε να αποδοθεί στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι οι καθυστερήσεις προκλήθηκαν από την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η οποία αφορούσε τον καθορισμό του ζητήματος της εκτελεστότητας της διαιτητικής απόφασης στην Αλβανία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης λόγω της μη εύλογης διάρκειας των διαδικαιών και επιδίκασε 4.800 ευρώ για ηθική βλάβη και 6.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  Tsulukidze και Rusulashvili κατά Γεωργίας της 29.08.2024 (αριθ. προσφ. 44681/21 και 17256/22)

Έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας δικαστηρίου γιατί η βοηθός του δικάσαντος δικαστή ήταν κόρη δικηγόρου ενός των διαδίκων. Παραβίαση της δίκαιης δίκης.

Οι προσφεύγοντες απασχολούνταν σε διευθυντικές θέσεις εταιρείας διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Η εταιρεία κατήγγειλε τις συμβάσεις τους. Και οι δυο τους άσκησαν χωριστές αγωγές, ζητώντας την επαναπρόσληψή τους και την επιδίκαση μισθών υπερημερίας. Η αγωγή του πρώτου απορρίφθηκε και η αγωγή του δεύτερου έγινε μερικά δεκτή επιδικάζοντάς του αποζημίωση και απορρίπτοντας το αίτημα επαναπρόσληψής του.

Οι δύο προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπου Πρόεδρος της σύνθεσης ήταν ο L.M., του οποίου η βοηθός ήταν κόρη του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσιβαλλόμενης εταιρείας και αντιδίκου των προσφευγόντων. Οι αναιρεσείοντες ζήτησαν την εξαίρεση του Προέδρου λόγω έλλειψης αντικειμενικής αμεροληψίας του. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις εξαίρεσης, με την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνύονταν η μεροληψία του. Οι απορρίψεις των αιτήσεων εκδόθηκαν από το Τριμελές Συμβούλιο του Ανώτατου Δικαστηρίου με την συμμετοχή του ιδίου προς εξαίρεση δικαστή.

Το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι το γεγονός ότι η βοηθός του δικαστή ήταν η κόρη του δικηγόρου της αντιδίκου των προσφευγόντων εταιρείας, σε συνδυασμό με την ευρεία εξουσία που παρέχεται στους δικαστικούς βοηθούς στο γεωργιανό δικαστικό σύστημα, είχε δημιουργήσει μια κατάσταση που θα μπορούσε εύλογα να εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή. Οι προσφεύγοντες δεν γνώριζαν σε ποιο βαθμό η βοηθός είχε πράγματι εμπλακεί στις υποθέσεις τους και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε διευκρινίσει τις περιστάσεις της εμπλοκής της, αδυνατώντας έτσι να διαλύσει τις αμφιβολίες τους σχετικά με την αμεροληψία του εν λόγω δικαστή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αμφιβολίες τους ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένες και ότι δεν τους είχαν παρασχεθεί επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη υπό την ειδικότερη έκφανσή της του δικαιώματος να εκδικάζεται η υπόθεση από αμερόληπτο δικαστήριο και επιδίκασε 3.600 ευρώ στον κάθε προσφεύγοντα για ικανοποίηση ηθικής βλάβης και 1.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

  1.  Orlandi κατά Ιταλίας της 12.09.2024 (αριθ. προσφ. 60894/13)

Απόρριψη αναίρεσης για έλλειψη αναγραφής σύνοψης στο αναιρετήριο. Μη επαρκώς προβλέψιμη η προϋπόθεση αυτή. Καταδίκη για πρόσβαση σε δικαστήριο. 

Ο προσφεύγων, άσκησε αγωγή κατά τρίτου ζητώντας αποζημίωση για ζημίες που ισχυρίστηκε ότι υπέστη λόγω τροχαίου ατυχήματος. Το περιφερειακό δικαστήριο του Cassino έκανε μερικά δεκτή την αγωγή του, επιδικάζοντάς του αποζημίωση για ηθική βλάβη, ενώ απέρριψε άλλες αξιώσεις. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε αργότερα από το Εφετείο της Ρώμης. Ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναίρεσης στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, προβάλλοντας τρεις λόγους αναίρεσης, μεταξύ των οποίων την ανεπαρκή αιτιολόγηση της εφετειακής απόφασης, την άρνηση επιδίκασης αποζημίωσης και την μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των νόμιμων τόκων επί της επιδικασθείσας αποζημίωσης.

Το Ακυρωτικό Δικαστήριο κήρυξε την αίτηση αναίρεσης απαράδεκτη, επικαλούμενο έλλειψη συμμόρφωσης με τις διαδικαστικές απαιτήσεις. Σημείωσε ότι ο πρώτος λόγος αναίρεσης δεν περιείχε περιληπτική σύνοψη, η οποία κρίθηκε απαραίτητη για το παραδεκτό. Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος απορρίφθηκαν επίσης διότι δεν περιλάμβαναν ένα επαρκώς συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, γεγονός που οδήγησε τον προσφεύγοντα να υποστηρίξει ότι η απόρριψη βασίστηκε σε υπερβολική τυπολατρία.

Το ΕΔΔΑ αξιολόγησε την υπόθεση υπό το πρίσμα του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ενώ οι περιορισμοί στην πρόσβαση σε ανώτερο δικαστήριο είναι επιτρεπτοί, δεν πρέπει να υπονομεύουν την ουσία του δικαιώματος. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απαίτηση για μια περιληπτική σύνοψη δεν ήταν επαρκώς προβλέψιμη κατά τον χρόνο της άσκησης της αναίρεσης από τον προσφεύγοντα και, ως εκ τούτου, αποτελούσε δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικαστήριο. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 όσον αφορά την απόρριψη του πρώτου λόγου αναίρεσης.

 

ΑΡΘΡΟ 8

 

  1.  Τζιουμάκα κατά Ελλάδας της 09.04.2024 (αριθ. προσφ. 31022/20)

Η μη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που αφορούσαν την επιμέλεια ανηλίκων τέκνων παραβίασε την οικογενειακή ζωή.

Μη εκτέλεση αποφάσεων ελληνικών δικαστηρίων που χορηγούσαν στην προσφεύγουσα την επιμέλεια των δύο παιδιών της και διέτασσαν τον πατέρα τους να της τα επιστρέψει. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια κοινών διακοπών του Πάσχα στο χωριό της προσφεύγουσας, ο πατέρας, με το πρόσχημα ότι θα πήγαινε τα παιδιά σε παιδική χαρά, τα απομάκρυνε και τα πήγε στο σπίτι των γονιών του και τα κράτησε εκεί χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας. Μάλιστα, φέρεται να είχε φερθεί επιθετικά απέναντι στην προσφεύγουσα όταν προσπάθησε να πάρει πίσω τα παιδιά της και, με τη βοήθεια μελών της οικογένειάς του, την είχε εμποδίσει να τα παραλάβει, παρά τις σχετικές εγχώριες δικαστικές αποφάσεις.

Επικαλούμενη το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι η μη εκτέλεση των αποφάσεων που της ανέθεσαν την επιμέλεια, παραβίασε το δικαίωμα στην οικογενειακή της ζωή.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεν είναι καθήκον του να υποκαθιστά τις εθνικές αρχές κατά την εκτίμηση των συγκεκριμένων μέτρων, που έπρεπε να ληφθούν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές είναι, κατ' αρχήν, σε καλύτερη θέση να λάβουν τέτοιες αποφάσεις. Σημείωσε, ωστόσο, ότι τα ληφθέντα μέτρα δεν επέφεραν την επιστροφή των παιδιών στην προσφεύγουσα, ούτε οδήγησαν στην αποκατάσταση οποιουδήποτε είδους ουσιαστικής επαφής μεταξύ αυτής και των παιδιών με σκοπό την αποκατάσταση των σχέσεων. Έκρινε, συνεπώς, ότι, παραλείποντας οι εθνικές αρχές να ενεργήσουν με επιμέλεια, ευνόησαν με τη συμπεριφορά τους, την ένταξη των παιδιών στο νέο τους περιβάλλον και, ως εκ τούτου, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση μιας de facto κατάστασης αντίθετης προς το δικαίωμα της προσφεύγουσας που προστατεύεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8) και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα. 

  1.  A.K. κατά Ρωσίας της 07.05.2024 (προσ­φυγή αριθ. 49014/16)

Απόλυση γυναίκας εκπαιδευτικού για ανάρτηση φωτογραφιών στο διαδίκτυο που φιλούσε άλλες γυναίκες. Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. 

Απόλυση της προσφεύγουσας εκπαιδευτικού, από τη θέση της, λόγω φωτογραφιών της που εμφανίστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις οποίες το σχολείο είχε κρίνει ως «ανήθικες». Συγκεκριμένα, οι φωτογραφίες την έδειχναν να φιλάει άλλες γυναίκες και να υψώνει το μεσαίο της δάχτυλο στην κάμερα.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός ατόμου δεν μπορεί να απομονωθεί από τις ιδιωτικές και δημόσιες εκφράσεις του, οι οποίες είναι προστατευόμενα στοιχεία της ιδιωτικής ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8. Η ανάρτηση φωτογραφιών, που δείχνουν οικειότητα σε συντρόφους κατά τη διάρκεια ταξιδιών ή όταν βρίσκονται σε πάρτι, είναι ένα βασικό στοιχείο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η εχθρική αντίδραση του εργοδότη οφειλόταν στην έλλειψη αποδοχής του σεξουαλικού προσανατολισμού της προσφεύγουσας. Η απόλυσή της δε, αποτέλεσε κατάφωρα δυσανάλογη παρέμβαση στα δικαιώματά της με μοναδικό κριτήριο τον σεξουαλικό προσανατολισμό της. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι κανένα άλλο μέτρο, εκτός από την παραίτηση, δεν εξετάστηκε από το σχολείο στην περίπτωσή της. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής (άρθρο 8) και του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 και επιδίκασε 6.500 ευρώ για αποζημίωση, 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 6.000 ευρώ για τα έξοδα.

 

  1.  Oleg Balan κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 14.05.2024 (αριθ. προσφ. 25259/ 20)

Τα δικαστήρια δεν πέτυχαν δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης, αγνοώντας την προστασία της φήμης και της υπόληψης του προσφεύγοντος. Παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. 

Απόρριψη αγωγής αποζημίωσης, λόγω συκοφαντικής δυσφήμησης, που άσκησε ο προσφεύγων, όταν ήταν Υπουργός Εσωτερικών, κατά του αρχηγού πολιτικού κόμματος της αντιπολίτευσης για δηλώσεις που έγιναν σε έγγραφο, που δημοσιεύθηκε στην προσωπική σελίδα του τελευταίου στο Facebook. 

Συγκεκριμένα, αρχηγός κόμματος της αντιπολίτευσης, ανάρτησε έγγραφο στη σελίδα του στο Facebook, το οποίο ισχυρίστηκε ότι είχε συνταχθεί από τη Μολδαβική Υπηρεσία Ασφάλειας και Πληροφοριών και απευθυνόταν στον Πρόεδρο της Μολδαβίας. Το έγγραφο κατηγορούσε τον προσφεύγοντα, τότε Υπουργό Εσωτερικών, για εγκληματική δραστηριότητα. Παρόλο που η Υπηρεσία Ασφάλειας και Πληροφοριών δήλωσε δημοσίως ότι δεν είχε ποτέ αποστείλει τέτοιο έγγραφο και το γραφείο του Προέδρου επιβεβαίωσε ότι δεν το είχε λάβει, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος κατά του ανωτέρω, κρίνοντας ότι ο αρχηγός της αντιπολίτευσης είχε δικαίωμα στην προστασία της ελευθερίας της έκφρασης τόσο βάσει του εθνικού δικαίου όσο και βάσει της ΕΣΔΑ.

Επικαλούμενος το άρθρο 8, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η απόρριψη της αγωγής του από τα εθνικά δικαστήρια συνιστούσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αποφασίσει να εφαρμόσει το τεκμήριο της καλής πίστης, που ισχύει για τους ερευνητές δημοσιογράφους. Δεν είχε προβεί στη δική του προσεκτική ανάλυση των στοιχείων της δικογραφίας όσον αφορά την προστασία της φήμης και της υπόληψης του προσφεύγοντος. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8) και επιδίκασε στον προσ­φεύγοντα 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη. 

  1.  Boisteau κατά Πολωνίας της 27.06.2024 (αριθ. προσφ. 19561/22)

Η μεγάλη καθυστέρηση των δικαστικών διαδικασιών για τη ρύθμιση της επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί του παραβίασαν την οικογενειακή ζωή.

Το 2014, ο προσφεύγων βρισκόταν σε ανεπίσημη σχέση με Πολωνή υπήκοο (Ι.Β.) που έμεινε έγκυος. Το ζευγάρι ζούσε στη Γαλλία. Τον Απρίλιο του 2015, χωρίς να ενημερώσει τον προσφεύγοντα, η Ι.Β. έφυγε για την Πολωνία, όπου γέννησε τον γιο τους τον επόμενο μήνα. Στο ληξιαρχείο, η Ι.Β. δεν δήλωσε ότι ο προσφεύγων ήταν ο πατέρας. Ωστόσο, το 2016, εκ μέρους του παιδιού, η Ι.Β. ζήτησε από το δικαστήριο να διαπιστωθεί η πατρότητα του προσφεύγοντος, την οποία τελικά το Περιφερειακό Δικαστήριο αναγνώρισε. 

Κατόπιν αυτών, ο προσφεύγων έκανε αίτηση για δικαστική ρύθμιση των ζητημάτων επικοινωνίας με το παιδί του. Όλες οι αιτήσεις και οι διαδικασίες που έκανε ο προσφεύγων δεν είχαν ρυθμιστεί έως τις 28 Οκτωβρίου 2021. Το εθνικό δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση σε τελευταίο βαθμό έκρινε ότι η υπόθεση ήταν πραγματικά περίπλοκη και ότι οι διάδικοι (ιδιαίτερα η μητέρα του παιδιού) συνέβαλαν στην μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας υποβάλλοντας πολυάριθμες αιτήσεις. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της αρχικής αίτησης για ασφαλιστικά μέτρα και της πρώτης απόφασης ήταν εξαιρετικά μεγάλος, καθώς χρειάστηκαν οι εθνικές αρχές πάνω από ένα έτος και πέντε μήνες για να εξασφαλίσουν την αρχική επικοινωνία του προσφεύγοντος με το παιδί, γεγονός που είχε αρνητικό αντίκτυπο στον δεσμό που θα αναπτυσσόταν μεταξύ τους. 

Κατά το ΕΔΔΑ, οι γονείς βρίσκονταν σε έντονη σύγκρουση και η συνολική διάρκεια της διαδικασίας αποδόθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, στις δικές τους ενέργειες. Ωστόσο, έκρινε ότι η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ χωρισμένων γονέων δεν συνιστούσε από μόνη της λόγο απαλλαγής των αρχών από τις θετικές τους υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 8.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της οικογενειακής ζωής και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 6.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  D.H. κ.α. κατά Σουηδίας της 25.07.2024 (αριθ. προσφ. 34210/2019)

Η απόρριψη οικογενειακής επανένωσης επειδή η πρόσφυγας μητέρα δεν μπορούσε να διατρέφει τα παιδιά της δεν παραβίασε το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής.

Απόρριψη αιτήματος οικογενειακής επανένωσης μητέρας - πρόσφυγα και των δύο τέκνων της, που δεν εκπλήρωσαν την προϋπόθεση δυνατότητας διατροφής και υπέβαλαν εκπρόθεσμη αίτηση εκτός της τρίμηνης περιόδου εξαίρεσης. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι επιτεύχθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων που διακυβεύονταν και δεν διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής.

  1.  L.B. κατά Σλοβακίας 12.09.2024 (αριθ. προσφ. 5541/22)

Μη εκτέλεση αποφάσεων για επικοινωνία πατέρα με ανήλικο τέκνο. Τα δικαστήρια οφείλουν να επιδεικνύουν εξαιρετική επιμέλεια στις υποθέσεις που αφορούν παιδιά. Παραβίαση της οικογενειακής ζωής

Η πρώην σύζυγος του προσφεύγοντος υπέβαλε αίτηση για ρύθμιση της άσκησης γονικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων όσον αφορά τον γιο τους. Το περιφερειακό δικαστήριο εξέδωσε διάφορες προσωρινές διαταγές, που επέτρεψαν αρχικά στον προσφεύγοντα να έχει τακτική επικοινωνία με τον γιο του. Η εκτέλεση των εν λόγω διαταγών έγινε με καθυστερήσεις και επιπλοκές, οι οποίες επιδεινώθηκαν ιδιαίτερα από την πανδημία COVID-19, η οποία οδήγησε στο κλείσιμο του κέντρου ,όπου επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία.

Στη συνέχεια εκδόθηκαν διάφορες δικαστικές αποφάσεις για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του, αλλά η συμμόρφωση ήταν ελλιπής. Οι αναφορές από το Κέντρο υπέδειξαν ότι οι προγραμματισμένες επικοινωνίες συχνά δεν πραγματοποιούνταν, κυρίως λόγω των ενεργειών της μητέρας, γεγονός που ώθησε τον προσφεύγοντα να καταγγείλει την αδυναμία εκτέλεσης των εν λόγω αποφάσεων. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές του για να εκτελεστούν οι αποφάσεις, τα δικαστήρια δεν έλαβαν σημαντικά μέτρα για να διασφαλίσουν την εκτέλεσή τους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν παρατεταμένες περίοδοι κατά τις οποίες ο προσφεύγων δεν μπορούσε να έχει ουσιαστική επαφή με τον γιο του.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σλοβακίας απέρριψε τις προσφυγές του προσφεύγοντος σχετικά με τις καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, καθιστώντας αναποτελεσματικές τις προσπάθειες του προσφεύγοντος. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι σλοβακικές αρχές δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκηση των γονικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 8. Το Δικαστήριο υπογράμμισε την ανάγκη για εξαιρετική επιμέλεια σε υποθέσεις που αφορούν παιδιά, ιδίως όταν οι παρατεταμένες καθυστερήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε de facto κατάργηση του δικαιώματος επικοινωνίας.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 ΕΣΔΑ και επιδίκασε 9.000 ευρώ για ικανοποίηση ηθικής βλάβης.

  1.  Ζαβρίδου κατά Κύπρου της 08.10.2024 (αριθ. προσφ. 14680/22)

Συστηματική μη εκτέλεση απόφασης για απόδοση της επιμέλειας των παιδιών στη μητέρα, εξαιτίας άρνησης του πατέρα. Παραβίαση της οικογενειακής ζωής.

Η προσφεύγουσα έχει δύο παιδιά από το γάμο της. Αφού το ζευγάρι χώρισε το 2018, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε προσωρινή διαταγή επιμέλειας στις 6 Ιουλίου 2018, επιτρέποντας και στους δύο γονείς δικαιώματα επικοινωνίας με τα παιδιά. Η εν λόγω διαταγή τροποποιήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2018, επιβάλλοντας να διαμένουν τα παιδιά με τη μητέρα και να της τα επιστρέφει ο πατέρας. Ωστόσο, ο πατέρας δεν συμμορφώθηκε με τις διαταγές του δικαστηρίου, με αποτέλεσμα η μητέρα να προσπαθεί επανειλημμένα να υλοποιηθεί η εκτέλεση της απόφασης από τις αρχές.

Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι οι κυπριακές αρχές αντέδρασαν ανεπαρκώς. Παρά την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, οι απαντήσεις των αρχών είτε καθυστερούσαν, είτε εξαρτιόνταν υπερβολικά από τη συνεργασία του πατέρα, την οποία αυτός συστηματικά παρεμπόδιζε. Η διερεύνηση πιθανών αδικημάτων απαγωγής των παιδιών σε βάρος του πατέρα χαρακτηρίστηκε επίσης ως μη επείγουσα, επιδεινώνοντας περαιτέρω την αγωνία της μητέρας και οδηγώντας στην αποξένωση των παιδιών της από αυτήν.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία της έγκαιρης παρέμβασης των κρατικών αρχών σε υποθέσεις που αφορούν οικογενειακές σχέσεις, ιδίως όταν εμπλέκονται παιδιά. Τόνισε ότι απαιτείται εξαιρετική επιμέλεια για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των γονέων και των παιδιών, σημειώνοντας ότι η παρατεταμένη περίοδος μη εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων ουσιαστικά απέκλεισε τη μητέρα από την άσκηση του δικαιώματος επιμέλειας.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8), τονίζοντας τις θετικές υποχρεώσεις του κράτους να διασφαλίζει την επιβολή του δικαιώματος επιμέλειας και την ανάγκη έγκαιρης παρέμβασης των αρχών.

Το Δικαστήριο επιδίκασε 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη της προσφεύγουσας.

  1.  Χ. κ.α. κατά Σλοβενίας της 19.12.2024 (αριθ. προσφ. 27746/22 και 28291/22)

Βίαιη απομάκρυνση των παιδιών από την μητέρα μέσω δικαστικού επιμελητή για να παραδοθούν στον πατέρα. Παραβίαση της οικογενειακής ζωής. 

Η υπόθεση αφορούσε τις αποφάσεις επιμέλειας και επικοινωνίας μετά τον χωρισμό της Χ. με τον πατέρα των παιδιών της το 2018. Η αντιδικία μεταξύ πατέρα και μητέρας ήταν έντονη και στα περισσότερα δικαστήρια εκδικάστηκαν από συγκεκριμένη δικαστή.

Τα εθνικά δικαστήρια αρχικά έδωσαν την επιμέλεια των τριών παιδιών στην προσφεύγουσα μητέρα τους Χ., όμως στη συνέχεια χορηγήθηκε στον πατέρα τους Υ. η προσωρινή τους επιμέλεια το 2019, όταν διαπιστώθηκε ότι η Χ. προσπαθούσε να τα αποξενώσει από αυτόν. Ο υιός, 8 ετών, και οι δίδυμες αδελφές του, ηλικίας 6 ετών, αναγκάστηκαν με τη βία να απομακρυνθούν από την μητέρα τους με δικαστικό επιμελητή, μετά από επιχείρηση που διήρκεσε 4 ώρες ενώπιον γειτόνων, αστυνομίας και κοινωνικών λειτουργών. Τα παιδιά σύρθηκαν σε ένα αυτοκίνητο, όπου τα περίμενε ο πατέρας τους. Η υπόθεση προσέλκυσε σημαντική προσοχή από τα ΜΜΕ. Στη συνέχεια για μεγάλο χρονικό διάστημα έμεναν μέσω προσωρινών διαταγών με τον πατέρα τους, από το σπίτι του οποίου συχνά το «έσκαγαν» και τελικά στο τέλος του 2023 παραδόθηκαν στην μητέρα τους. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Πρόεδρος του περιφερειακού δικαστηρίου, ανέθετε τις επίδικες υποθέσεις σε συγκεκριμένη δικαστή, κατά παράβαση αντικειμενικών προκαθορισμένων κριτηρίων, έχοντας παρακάμψει το σαφές σκοπό του νόμου - δηλαδή, να διασφαλίσει την τυχαιότητα στην ανάθεση των υποθέσεων. Επίσης, έκρινε ότι δύο προσωρινές διαταγές και μια απόφαση που απαγόρευε την επικοινωνία των παιδιών με τη μητέρα τους δεν είχαν αιτιολογηθεί και ότι η μεταξύ τους απομάκρυνση δεν είχε υποστηριχθεί από ειδική και επαρκή αιτιολο­γία. Το Στρασβούργο έκρινε επίσης ότι η παράλειψη των εθνικών δικαστηρίων να διασφαλίσουν την ορθή εκπροσώπηση των συμφερόντων των παιδιών κατά τη διάρκεια των διαδικασιών επικοινωνίας και επιμέλειας ισοδυναμούσε, από μόνη της, με παραβίαση του δικαιώματός τους για σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής.

Κατά το Δικαστήριο η απομάκρυνση των παιδιών με δικαστικό επιμελητή ήταν τραυματική γι’ αυτά και θα έπρεπε το εθνικό δικαστήριο να έχει καταφύγει σε λιγότερο αυστηρά - και πιο κατάλληλα - μέτρα. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η αιτιολογία για την προσωρινή διαταγή απομάκρυνσης ήταν ανεπαρκής και παραβίασε τα δικαιώματα των παιδιών, σύμφωνα με το άρθρο 8.

Πλέον αυτού το ΕΔΔΑ διαπίστωσε επί πλέον παραβιάσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1), όσον αφορά το δικαίωμα της Χ. να δικαστεί από δικαστήριο που νομίμως λειτουργεί (επειδή εκδικάστηκαν οι υποθέσεις από μία συγκεκριμένη δικαστή) και του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8) τόσο των προσφευγόντων παιδιών, για τις προσωρινές διαταγές απομάκρυνσης και μη επικοινωνίας με τη μητέρα τους, καθώς και για την μη εκπροσώπησή τους στις διαδικασίες, όσο και της προσφεύγουσας Χ. επειδή δεν της επετράπη η επικοινωνία με τα παιδιά της.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 7.000 ευρώ στη μητέρα και 20.000 ευρώ από κοινού στα τρία παιδιά για ηθική βλάβη και 9.500 για έξοδα.

 

ΑΡΘΡΟ 10

 

  1.  Θ. κατά Ελλάδας της 07.05.2024 (αριθ. προσφ. 28345/2016)

Τηλεοπτική μετάδοση μαρτυρικών καταθέσεων και υποκλαπέντων συνομιλιών, που λήφθηκαν παράνομα. Υπέρβαση των ορίων της υπεύθυνης δημοσιογραφίας. Μη παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

Ο προσφεύγων δημοσιογράφος, σε τηλεοπτική εκπομπή σχετική με τους στημένους ποδοσφαιρικούς αγώνες, αποκάλυψε μαρτυρικές καταθέσεις από ποινική διαδικασία που βρίσκονταν σε εξέλιξη και ουδέποτε αποκάλυψε την πηγή των παρανόμως υποκλαπέντων αποδεικτικών στοιχείων. Μετά από ασκηθείσα αγωγή καταδικάστηκε από τα δικαστήρια σε καταβολή αποζημίωσης 10.000 ευρώ. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων διέδωσε παράνομα τις μαρτυρικές καταθέσεις από εκκρεμούσα ποινική δικογραφία, γνωρίζοντας ότι είχαν ληφθεί με παράνομο τρόπο. Στόχευε σε μια συγκλονιστική αποκάλυψη του υποτιθέμενου ρόλου του Αντιπροέδρου της ΕΠΟ και Προέδρου ποδοσφαιρικής ομάδας σε στημένους αγώνες και το περιεχόμενο των εκπομπών καλούσε τους θεατές να καταλήξουν σε ένα προκαθορισμένο συμπέρασμα σχετικά με την ενοχή του. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο προσφεύγων υπερέβη τα όρια της υπεύθυνης δημοσιογραφίας. Επομένως, η παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ως «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια του άρθρου 10 § 2 της ΕΣΔΑ και οι ελληνικές αρχές ενήργησαν εντός του περιθωρίου εκτίμησής τους για την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων που διακυβεύονταν. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης του προσφεύγοντος (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

  1.  Dede κατά Tουρκίας της 20.02.2024 (αριθ. προσφ. 48340/20)

Απόλυση τραπεζικού υπαλλήλου για αποστολή επικριτικού email σε βάρος ανωτέρου στελέχους της τράπεζας. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης. 

Απόλυση υπαλλήλου επειδή έστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στο προσωπικό τoυ τμήματος ανθρώπινου δυναμικού της τράπεζας επικρίνοντας τις μεθόδους διαχείρισης ενός ανώτερου στελέχους. Η εργοδότρια τράπεζα έκρινε ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα είχε προκαλέσει ενόχληση, η οποία είχε διαταράξει την ειρήνη και την τάξη στο χώρο εργασίας. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν αμετάκλητα ότι, μολονότι οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο ηλεκτρονικό μήνυμα του προσφεύγοντος δεν περιείχαν προσβολές ή απειλές, είχαν εντούτοις υπερβεί τα όρια της αποδεκτής κριτικής.

Επικαλούμενος το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η απόφαση περί απόλυσής του παραβίασε την ελευθερία της έκφρασης. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια - στα οποία ο προσφεύγων είχε ασκήσει αγωγή για παράνομη απόλυση για λόγους ελευθερίας της έκφρασης - δεν είχαν προβεί σε επαρκώς λεπτομερή εξέταση του περιεχομένου του εν λόγω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο οποίο ο προσφεύγων είχε επικρίνει υποτιθέμενες ελλείψεις της διοίκησης της τράπεζας. Ειδικότερα, δεν είχαν επιχειρήσει να διαπιστώσουν αν το μήνυμα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είχε δημιουργήσει οχλήσεις στον εργασιακό χώρο ή είχε αρνητικό αντίκτυπο στην εργοδότρια τράπεζα.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι επικρίσεις που περιείχε το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αφορούσαν την εργοδότρια και ότι είχε αποσταλεί εσωτερικά σε μια μικρή ομάδα παραληπτών. Σημείωσε περαιτέρω ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν επικυρώσει την απόφαση της τράπεζας να επιβάλει τη βαρύτερη δυνατή κύρωση στον εργαζόμενο, χωρίς να εξετάσουν το ενδεχόμενο εφαρμογής ελαφρύτερης ποινής. Διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές δεν απέδειξαν πειστικά ότι - κατά την απόρριψη του ισχυρισμού του προσφεύγοντος περί παράνομης απόλυσης - είχε τηρηθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασής του και του δικαιώματος της εργοδότριας εταιρείας να προστατεύσει τα νόμιμα συμφέροντά της.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 ΕΣΔΑ) και επιδίκασε 2.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  Maria Somogyi κατά Ουγγαρίας της 16.05.2024 (αριθ. προσφ. 15076/17)

Καταδίκη σε αποζημίωση για προσβολή προσωπικότητας δήμου για ανάρτηση στο Facebook, που αφορούσε διαμαρτυρία για πώληση δημοτικού ακινήτου σε ιδιώτη. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.

Η προσφεύγουσα αναδημοσίευσε ανάρτηση τρίτου, που κατηγορούσε το δήμο σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας του και των δημoσίων πόρων. Η ανάρτηση καλούσε τους δημότες να συμμετάσχουν σε διαδήλωση, για το λόγο ότι ο δήμος είχε πουλήσει σε έναν τοπικό επιχειρηματία ένα δημοτικό κτίριο πολιτιστικής κληρονομιάς σε χαμηλότερη τιμή από την τιμή της αγοράς. 

Ο δήμος και ένα δημοτικό γραφείο άσκησαν αγωγή κατά της προσφεύγουσας για προσβολή της προσωπικότητάς τους. Τα εγχώρια δικαστήρια την καταδίκασαν σε μικρά ποσά για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης των εναγόντων, καθώς και σε υποχρέωση ανάρτησης στο Facebook ότι τα αναγραφέντα στην αναδημοσιευθείσα ανάρτηση ήταν ψευδή.

Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η απόφαση των εθνικών δικαστηρίων να της επιδικάσουν αποζημίωση για την κοινοποίηση μιας ανάρτησης τρίτου στο Facebook παραβίασε την ελευθερία της έκφρασης.

Κατά το ΕΔΔΑ η επίμαχη πώληση του ακινήτου του δήμου αφορούσε τη διαχείριση δημοτικής περιουσίας και την χρήση δημοσίων πόρων. Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από την αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων ότι ο δήμος με την αγωγή αποζημίωσής του είχε συμφέρον να προστατεύσει την εμπορική του πράξη και την οικονομική του βιωσιμότητα, είτε προς όφελος των εργαζομένων, είτε «για το ευρύτερο οικονομικό καλό», που θα δικαιολογούσε νομική προστασία. Δεν ήταν ανταγωνιστική επιχείρηση στην αγορά ακινήτων που επιδίωκε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του, προσελκύοντας πελάτες, δεδομένου ότι υποτίθεται εξυπηρετούσε το κοινό και χρηματοδοτούνταν από τους φορολογούμενους.

Tο Δικαστήριο έκρινε ότι η αστική διαδικασία για συκοφαντική δυσφήμιση που άσκησε ο δήμος κατά της προσφεύγουσας δεν επιδίωκε κανέναν από τους θεμιτούς σκοπούς, που απαριθμούνται στην § 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10) και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 402 ευρώ για αποζημίωση, 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.820 ευρώ για έξοδα. 

  1. Boronyák κατά Ουγγαρίας της 20.06.2024 (αριθ. προσφ. 4110/20)

Επιβολή προστίμου σε ηθοποιό επειδή αποκάλυψε εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με τους όρους της σύμβασής του. Δεν παραβιάστηκε η ελευθερία της έκφρασης.

Σύμφωνα με τη ρήτρα μη αποκάλυψης που περιλαμβανόταν στη σύμβαση, ο προσφεύγων ηθοποιός συμφώνησε να μην αποκαλύψει εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες που καλύπτονται από τη συμφωνία. Ο προσφεύγων θα έπρεπε να καταβάλει πρόστιμο εάν παραβίαζε την υποχρέωση εμπιστευτικότητας, εκτός εάν η εταιρεία παραγωγής είχε συμφωνήσει με την αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών. Λόγω του μειωμένου ενδιαφέροντος για την τηλεοπτική σειρά, η παραγωγή της έληξε και η εταιρεία παραγωγής κατήγγειλε τη σύμβαση του προσφεύγοντος. Λίγο αργότερα το Atlatszo.hu, μια ερευνητική διαδικτυακή πύλη που ειδικεύεται στη δημοσίευση πληροφοριών δημόσιου ενδιαφέροντος, άσκησε αγωγή κατά της MTVA, ζητώντας πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με το κόστος παραγωγής της τηλεοπτικής σειράς και γνωστοποίηση διαφόρων εγγράφων που αφορούν τη λήξη της παραγωγής και δημοσίευσε επίσης ένα άρθρο, βασισμένο στη συνέντευξη που έδωσε ο προσφεύγων, σχετικά με τη μη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσής του.

Η εταιρεία παραγωγής ζήτησε από τον προσφεύγοντα να καταβάλει πρόστιμο για την παράβαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας, όμως αυτός αρνήθηκε. Η εταιρεία άσκησε αγωγή. Ο προσφεύγων ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή με το επιχείρημα ότι οι πληροφορίες που είχε αποκαλύψει ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος. Ωστόσο η εταιρεία δικαιώθηκε με το σκεπτικό ότι η ρήτρα εμπιστευτικότητας δέσμευε τον προσφεύγοντα ακόμη και μετά τη λήξη της σύμβασής του.

Το Δικαστήριο επισήμανε τη σχετική βαρύτητα του δημοσίου συμφέροντος στις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν στην παρούσα υπόθεση, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν αφορούσαν ούτε παράνομες πράξεις, ούτε κατακριτέες πρακτικές, αλλά απλώς τους επιμέρους όρους της σύμβασης του προσφεύγοντος. Επίσης, δεδομένου του μεγάλου αριθμού ατόμων που εμπλέκονταν, του υψηλού κόστους και του σημαντικού χρόνου και εργασίας που επενδύθηκε για την παραγωγή της σειράς, η εταιρεία είχε θεμελιώδες συμφέρον να διατηρήσει εμπιστευτικές τις επιχειρηματικές πληροφορίες. Το Δικαστήριο δεν βρήκε κανένα λόγο να κρίνει διαφορετικά και δέχτηκε ότι η εμπιστευτικότητα ήταν, γενικά, απαραίτητη για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης του άρθρου 10 της Σύμβασης.

  1.  Hrachya Harutyunyan κατά Αρμενίας της 27.08.24 (αριθ. προσφ. 15028/16)

Η ελευθερία της έκφρασης προστατεύει και τους πληροφοριοδότες που αποκαλύπτουν διαφθορά. 

Ο προσφεύγων, διετέλεσε επικεφαλής του Τμήματος Ασφάλειας και Διοίκησης της εταιρείας Ηλεκτρικών Δικτύων της Αρμενίας (ENA). Η εταιρεία δημοσίευσε ανακοίνωση με τίτλο «Ας καταπολεμήσουμε μαζί τη διαφθορά» στην ιστοσελίδα της, στην ενότητα «Καταπολέμηση της διαφθοράς», καλώντας οποιονδήποτε έχει πληροφορίες σχετικά με πρακτικές διαφθοράς στην εταιρεία να τις αναφέρει χρησιμοποιώντας ειδική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η εταιρεία εγγυήθηκε ότι όλες οι αναφορές θα παρέμεναν ανώνυμες και εμπιστευτικές. Στα πλαίσια αυτά ο προσφεύγων κατήγγειλε πρώην συνάδελφό του για διαφθορά, συγκεκριμένα για υπεξαίρεση και κατάχρηση εξουσίας, μέσω της ειδικής διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η καταγγελία όμως διαβιβάστηκε στον καταγγελλόμενο V.B., γεγονός που οδήγησε σε μήνυση κατά του προσφεύγοντος για συκοφαντική δυσφήμιση.

Τα εθνικά δικαστήρια εκτίμησαν ότι η αναφορά στην ΕΝΑ που έγινε από τον προσφεύγοντα αποτελούσε δυσφήμιση και τον καταδίκασαν να απολογηθεί δημοσίως και να καταβάλει αποζημίωση 3.500 ευρώ. Τα ασκηθέντα ένδικα μέσα του προσφεύγοντος ήταν ανεπιτυχή, με αποτέλεσμα την κατάσχεση της περιουσίας του για καταβολή της αποζημίωσης. Ο προσφεύγων στη συνέχεια προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, υποστηρίζοντας παραβίαση του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης (άρθρο 10).

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις κατά του προσφεύγοντος συνιστούσαν παρέμβαση της δημόσιας αρχής στην ελευθερία της έκφρασης. Σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν αντιμετωπίσει την υπόθεση ως τυπική υπόθεση δυσφήμισης αντί να την εξετάσουν υπό το πρίσμα της προστασίας των πληροφοριοδοτών. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η προστασία των πληροφοριοδοτών θα πρέπει να εκτείνεται πέραν της διάρκειας της απασχόλησης, ιδίως όταν οι αποκαλύψεις αφορούν θέματα δημοσίου συμφέροντος. Υπογράμμισε επίσης ότι η αναφορά του προσφεύγοντος βασίστηκε σε πληροφορίες που αποκτήθηκαν μέσω προνομιακής πρόσβασης κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του και ότι είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει τον εσωτερικό μηχανισμό αναφοράς, όπως τον ενθάρρυνε η ENA.

Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον η παρέμβαση ήταν δικαιολογημένη, το Δικαστήριο αξιολόγησε διάφορα κριτήρια: τους διαθέσιμους διαύλους για την αποκάλυψη της αλήθειας, το δημόσιο συμφέρον για τις πληροφορίες που αναφέρθηκαν, τη γνησιότητα των πληροφοριών, την ζημία του εργοδότη, την καλή πίστη του καταγγέλλοντος και τη σοβαρότητα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν επαρκώς τον χαρακτήρα του δημόσιου συμφέροντος της αναφοράς του προσφεύγοντος, η οποία αφορούσε σοβαρές καταγγελίες κατά ανώτερου υπαλλήλου σε βασικό πάροχο δημόσιας υπηρεσίας κοινής ωφέλειας.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη, επιφυλάχθηκε δε για το αίτημα της αποζημίωσης σε μεταγενέστερη απόφασή του.

  1.  Associated Newspapers Limited κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.11.2024 (αριθ. προσφ. 37398/21)

Επιδίκαση σε εταιρεία ΜΜΕ καταβολής μεγάλων «αμοιβών επιτυχίας» στους δικηγόρους των εναγόντων για δημοσιευθέντα άρθρα. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης. 

Η Associated Newspapers Limited, εκδότης της Daily Mail και της Mail on Sunday, υποχρεώθηκε να καταβάλει εκτεταμένα έξοδα στους ενάγοντες, οι οποίοι είχαν ασκήσει αγωγή για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και/ή για δυσφήμηση μετά από άρθρα που είχε δημοσιεύσει σε έντυπη μορφή ή διαδικτυακά το 2017 και το 2019. Δεδομένου ότι ένας από τους ενάγοντες είχε συνάψει συμφωνία αμοιβής υπό όρους (CFA) με τον δικηγόρο του, και αμφότεροι είχαν συνάψει ασφάλιση «after-the-event» (μετά το συμβάν) (ATE), η Associated Newspapers Limited ήταν υπεύθυνη όχι μόνο για τα βασικά τους έξοδα, αλλά και τις προσαυξήσεις επί της αμοιβής, συμπεριλαμβανομένης της «αμοιβής επιτυχίας» στην CFA, και για τα ασφάλιστρα ATE.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης), όσον αφορά τις «αμοιβές επιτυχίας» που έπρεπε να καταβάλει η εκδοτική εταιρεία, και καμία παραβίαση του άρθρου 10 όσον αφορά την υποχρέωση της εταιρείας να καλύψει τα «μετά το γεγονός» (ATE) ασφάλιστρα, που είχαν συνάψει οι ενάγοντες.

Η πρώτη σειρά διαδικασιών είχε ασκηθεί από τον A.S., έναν Λίβυο επιχειρηματία, μετά από έκδοση της MailOnline, όπου είχε κατονομαστεί ως ύποπτος για την τρομοκρατική επίθεση του 2017 στο Manchester Arena. Η δεύτερη είχε ασκηθεί από την E.H., τον κλινικό ψυχολόγο που κατονομάστηκε από τη Mail on Sunday και τη MailOnline στο πλαίσιο της αστυνομικής έρευνας για την ιστορική σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, γνωστή ως «Επιχείρηση Midland».

Κατά την εξέταση του κατά πόσον η ευθύνη των ηττηθέντων ΜΜΕ για τα πρόσθετα αυτά έξοδα ήταν συμβατή με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να του επιτρέπουν να αποκλίνει από τα συμπεράσματά του στην απόφασή του, MGN Limited κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου, στο πλαίσιο του ίδιου άρθρου, είχε κρίνει ότι το καθεστώς CFA ήταν δυσανάλογο σε σχέση με το αρχικό στόχο της διασφάλισης της ευρύτερης δυνατής πρόσβασης του κοινού σε νομικές υπηρεσίες για αστικές διαφορές, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν δικηγόρο. Σε εκείνη την περίπτωση, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς CFA υπερέβαινε ακόμη και την ευρεία διακριτική ευχέρεια, που παραχωρήθηκε για τέτοια θέματα. 

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υποχρέωση της Associated Newspapers Limi­ted να καταβάλει σημαντικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών επιτυχίας στον A.S., ήταν δυσανάλογη.

 

ΑΡΘΡΟ 11

 

  1.  Kaya κατά Τουρκίας (προσφ. αριθ. 51194/ 19) και Feza Almaz κ.α. κατά Τουρκίας (προσφ. αριθ. 55789/19 και 3 άλλες) της 12.12.2024

Οι στάσεις εργασίας για πολιτικούς λόγους και όχι για εργασιακά θέματα δεν προστατεύονται από το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας.

Οι προσφεύγοντες και στις δύο προσφυγές είναι εργαζόμενοι. Τους επιβλήθηκαν πειθαρχικές κυρώσεις για τη συμμετοχή τους σε μονοήμερες στάσεις εργασίας που είχε προκηρύξει το συνδικάτο τους.

Στην κα Kaya, δασκάλα σε δημόσιο σχολείο, επιβλήθηκε πρόστιμο επειδή συμμετείχε σε μονοήμερη στάση εργασίας, για να διαμαρτυρηθεί κατά της απαγόρευσης κυκλοφορίας που είχε επιβληθεί σε ορισμένες πόλεις της ΝΑ Τουρκίας. Στους άλλους προσφεύγοντες, που είναι δημοτικοί υπάλληλοι, επιβλήθηκαν πειθαρχικές κυρώσεις (προειδοποιήσεις ή επιπλήξεις) επειδή δεν προσήλθαν στην εργασία τους, ως ένδειξη διαμαρτυρίας κατά των «ενεργειών της κυβέρνησης» κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων στο Gezi Park της Κωνσταντινούπολης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις συνθήκες των υποθέσεων αυτών, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να επικαλεστούν παραβίαση του δικαιώματος της συνδικαλιστικής ελευθερίας που προστατεύεται από το άρθρο 11, δεδομένου ότι οι κυρώσεις που τους επιβλήθηκαν αφορούσαν εργατική δράση, που είχε οργανωθεί από το συνδικάτο τους, η οποία δεν είχε ως σκοπό την υπεράσπιση των δικών τους επαγγελματικών τους συμφερόντων και απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες.

  1.  Association of People of Silesian Nationality κατά Πολωνίας της 14.03.2024 (αριθ. προσφ. 22415/22)

Διάλυση σωματείου γιατί στην επωνυμία του περιείχε μη αναγνωρισμένη εθνικότητα. Παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι.

Το προσφεύγον, Association of Peopleof Silesian Nationality, είναι ένα σωματείο, το οποίο εγγράφηκε το 2011 και τέθηκε υπό εκκαθάριση το 2016. 

Η Σιλεσία είναι μια ιστορική περιοχή, που βρίσκεται σήμερα στη ΝΔ Πολωνία. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 σχεδόν μισό εκατομμύριο άνθρωποι δήλωσαν ότι έχουν πολωνική και «σιλεσιανή» εθνικότητα. Τα εθνικά δικαστήρια διέταξαν τη διάλυση του σωματείου το 2015. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι το όνομα του σωματείου, το οποίο κατά την άποψή του συνδεόταν με ανύπαρκτο έθνος, ήταν παραπλανητικό για το κοινό.

Επικαλούμενο το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ (ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι), το προσφεύγον σωματείο κατήγγειλε ότι η απόφαση για τη διάλυσή του ήταν αυθαίρετη. 

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εθνικές αρχές δεν απέδειξαν ότι το όνομα του προσφεύγοντος σωματείου και η διατύπωση των δύο διατάξεων του καταστατικού του που αναφέρονται στην «εθνικότητα της Σιλεσίας» θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για τη δημόσια τάξη. Ούτε αποδείχθηκε ότι οι περιορισμοί που εφαρμόστηκαν στην υπόθεση, δηλαδή η διάλυση του σωματείου, επιδίωκαν μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη». 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11 της Σύμβασης).

 

 

ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

 

ΑΡΘΡΟ 1

 

  1.  Nikolay Kostadinov κατά Βουλγαρίας της 02.04.2024 (αριθ. προσφ. 21743/15)

Υπολογισμός δίκαιης ικανοποίησης λόγω παράλειψης του κράτους να προστατεύσει δόλια εξαγορά της εταιρείας του προσφεύγοντος από τρίτους ιδιώτες

Καταπάτηση «περιουσιακών στοιχείων» του προσφεύγοντος, από τρίτους που πήραν δολίως τον έλεγχο της εταιρείας του και τα περιουσιακά στοιχεία της. Το βασικό ζήτημα στην απόφαση αυτή ήταν η δίκαιη ικανοποίηση, που έπρεπε να χορηγηθεί μετά την κύρια απόφαση του ΕΔΔΑ της 08.11.2022.

Στην ανωτέρω κύρια απόφαση το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ποινική έρευνα για την απάτη ήταν αναποτελεσματική και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας). Δεδομένου ότι το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 41 (δίκαιη ικανοποίηση) της Σύμβασης δεν ήταν έτοιμο για απόφαση, το Δικαστήριο επιφυλάχτηκε για μελλοντική εξέταση. 

Το Δικαστήριο τελικά επιδίκασε στον προσφεύγοντα 80.000 ευρώ για αποζημίωση, 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 600 ευρώ για τα έξοδα. 

  1.  Wiegandová κατά Τσεχίας της 11.01.2024 (αριθ. προσφ. 51391/19)

Η ex lege επιβάρυνση διαμερίσματος με επικαρπία υπέρ στεγαστικού συνεταιρισμού δεν παραβίασε το δικαίωμα προστασίας της ιδιοκτησίας

Επιβάρυνση διαμερίσματος ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας δυνάμει μιας ex lege εμπράγματης δικαιοπραξίας (επικαρπίας) σε ακίνητο βάσει νομοθετικής ρύθμισης υπέρ στεγαστικού συνεταιρισμού. Το διαμέρισμα κατασκευάστηκε από το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς. 

Η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή για τη λήξη ή μείωση της επικαρπίας επί του συνεταιριστικού διαμερίσματος, του οποίου είχε την κυριότητα. Οι λόγοι της αγωγής της περιλάμβαναν την πάροδο του χρόνου από την ολοκλήρωση του διαμερίσματος και το γεγονός ότι τα μέλη του συνεταιρισμού δεν χρησιμοποιούσαν το διαμέρισμα και δεν συνεισέφεραν στις πληρωμές για τις υπηρεσίες. Η αγωγή της απορρίφθηκε αμετάκλητα. 

Επικαλούμενη το άρθρο 1 του ΠΠΠ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι, όσον αφορά το διαμέρισμα που εξακολουθούσε να έχει στην ιδιοκτησία της, έπρεπε να υπομείνει μια κατάσταση όπου, λόγω της ex lege επικαρπίας που επιβάρυνε το δικαίωμα κυριότητάς της χωρίς χρονικό περιορισμό και χωρίς αποζημίωση, περιορίστηκε η χρήση του ακινήτου της, στο οποίο η ίδια διατηρούσε μόνον την κυριότητα.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχθηκε ότι πράγματι υπήρξε επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας της. Έκρινε όμως ότι η επέμβαση αυτή εξυπηρετούσε όχι μόνο τα συμφέροντα του στεγαστικού συνεταιρισμού, στον οποίο παραχωρήθηκε η επικαρπία, αλλά και γενικότερα του κοινωνικού συνόλου. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επωμιστεί από την επικαρπία ατομικό και υπερβολικό βάρος λόγω της επιβάρυνσης του διαμερίσματος, που παρέμενε στην κυριότητά της. 

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας του άρθρου 1 ΠΠΠ.

  1.  Jella κ.α. κατά Αλβανίας της 05.03.2024 (αριθ. προσφ. 7564/07)

Η εκτέλεση απόφασης αναγνώρισης ιδιοκτησίας παραβίασε το δικαίωμα προστασίας της ιδιοκτησίας. 

Παραβίαση του δικαιώματος των προσφευγόντων στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας τους σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης λόγω της μη εκτέλεσης των εγχώριων αποφάσεων. 

Τα οικόπεδα των προσφευγόντων κρατικοποιήθηκαν από το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς, μετά την πτώση του οποίου αυτοί ζήτησαν την επιστροφή της ιδιοκτησίας τους. Λίγο αργότερα, ο τίτλος ιδιοκτησίας τους επί των οικοπέδων αναγνωρίστηκε και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής των επιδίκων ακινήτων, ωστόσο μέχρι την έκδοση της απόφασης του ΕΔΔΑ η απόφαση δεν έχει εκτελεστεί. Μετά από αιτήσεις και αγωγές τους, η υπόθεση παρέμεινε εκκρεμής και η νέα αίτησή τους για εγγραφή της ιδιοκτησίας τους στο Κτηματολόγιο απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι το σχέδιο ιδιοκτησίας δεν καθόριζε σαφώς τα όρια του οικοπέδου τους. Μερικά χρόνια αργότερα αναγνωρίστηκαν δικαιώματα ιδιοκτησίας υπέρ άλλων ιδιωτών επί του οικοπέδου των προσφευγόντων, οι οποίοι τα αμφισβήτησαν. 

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες, μη συνεργαζόμενοι με το κτηματολόγιο και μη τηρώντας τις σχετικές διαδικασίες, παρεμπόδισαν την εφαρμογή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους. Το Δικαστήριο δεν βρήκε πειστικό το επιχείρημα αυτό, λαμβανομένου υπόψη ότι η κύρια αιτία της μη εκτέλεσης ήταν η απουσία οριοθέτησης του περιουσιακού στοιχείου στην αρχική απόφαση της Επιτροπής Αποκατάστασης και Αποζημίωσης Περιουσίας. Oι προσφεύγοντες κίνησαν διάφορες διαδικασίες κατά τρίτων ή δημόσιων αρχών για την προστασία και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους. Παρά τις προσπάθειες αυτές, η απόφαση δεν είχε εκτελεστεί μέχρι την έκδοση της απόφασης του ΕΔΔΑ. 

Δεδομένου ότι οι εθνικές αρχές άφησαν τους προσφεύγοντες σε κατάσταση αβεβαιότητας για πολλά χρόνια, αυτοί υπέστησαν δυσανάλογη και υπερβολική επιβάρυνση. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 ΠΠΠ) και επιδίκασε στους προσφεύγοντες 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  SCI Le Chateau du Francport κατά Γαλλίας της 13.06.2024 (αριθ. προσφ. 3269/18)

Καταστροφή περιουσίας κατά τον χρόνο της κατάσχεσης χωρίς καταβολή αποζημίωσης. Παραβίαση σεβασμού της ιδιοκτησίας.

Η περιουσία της προσφεύγουσας εταιρείας, ένα κάστρο, κατασχέθηκε στο πλαίσιο δικαστικής έρευνας για εικαζόμενα αδικήματα. Αποδόθηκε στην εταιρεία τέσσερα χρόνια αργότερα ερειπωμένο. Η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή για αποζημίωση λόγω αστικής ευθύνης του δημοσίου, η οποία απορρίφθηκε με αμετάκλητη απόφαση γιατί δεν αποδείχθηκε ότι οι φθορές που υπέστη το κάστρο τελούσαν σε αιτιώδη συνάφεια με πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της διοίκησης. Άσκησε προσφυγή για παραβία-ση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.


Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παράλειψη εκ μέρους της διοίκησης, να προβεί σε πλήρη απογραφή κατά τη στιγμή της τοποθέτησης των σφραγίδων στο κάστρο και η πλήρης παράλειψη να ενεργήσει σχετικά με τις διάφορες κοινοποιήσεις που επέδιδε η προσφεύγουσα εταιρεία, η οποία είχε στερηθεί την πρόσβαση σ΄ αυτό σε όλη τη διάρκεια της κατάσχεσης, εμπόδισε την προσφεύγουσα να αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράλειψης νόμιμης ενέργειας της δημόσιας διοίκησης και της ζημιάς που υπέστη η περιουσία της. Επομένως, το βάρος της απόδειξης, σχετικά με τη ζημία των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων, έφεραν οι δημόσιες αρχές που ήταν επιφορτισμένες με την απονομή της δικαιοσύνης – οι οποίες ήταν υπεύθυνες για τη διατήρηση του κάστρου σε όλη τη διάρκεια της κατάσχεσης – και όχι η προσφεύγουσα. Η επιφόρτιση της εταιρείας με την υποχρέωση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που δεν είχε στη διάθεσή της ήταν υπερβολικό βάρος ασυμβίβαστο με την τήρηση του άρθρου 1 του ΠΠΠ. Τα εθνικά δικαστήρια που εξέτασαν την αξίωση της προσφεύγουσας εταιρείας δεν είχαν λάβει υπόψη την ευθύνη των δημόσιων αρχών, που είναι επιφορτισμένες με την απονομή της δικαιοσύνης, ούτε της παρείχαν αποκατάσταση για τη ζημία που υπέστη ως συνέπεια της πλημμελούς συντήρησης των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε 19.000 ευρώ για έξοδα και επιφυλάχτηκε για επιδίκαση αποζημίωσης. 


 ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΕΙΡΔΑΡΗΣ

[email protected]


[1] Βλ. πιο αναπτυγμένη παρουσίαση των παρουσιαζομένων αποφάσεων στα ελληνικά στο www.echrca­se­law.com