Π.Χ. Κατσαρού: Σύμβαση παροχής υπηρεσιών DPO μεταξύ δικηγόρου και δημόσιου φορέα και συνέπειες επιγενόμενης συμμετοχής του δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία. ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

73
2025
01

 

Σύμβαση παροχής υπηρεσιών DPO μεταξύ δικηγόρου και  δημόσιου φορέα και συνέπειες επιγενόμενης συμμετοχής 

του δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Παναγιώτη Χ. Κατσαρού

Δικηγόρου

 

Από το Α Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου του Δημόσιου Τομέα, τέθηκαν υπ’ όψη μας τα εξής πραγματικά περιστατικά, καθώς και τα αντίστοιχα έγγραφα, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα νομικά ερωτήματα που αναφέρονται αμέσως μετά: Με τη σχετική, υπό στοιχεία Χ, σύμβαση μεταξύ του Α και του δικηγόρου Αθηνών Β που υπογράφηκε την 12.10.2023 σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων (ν. 4412/2016 κ.λπ.) και, ειδικότερα, εν όψει του αντικειμένου της (κάτω του ορίου των 30.000 €), σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας περί απευθείας ανάθεσης, ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στο πρώτο τις υπηρεσίες του, ως Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Data Protection Officer, DPO), για διάστημα ενός (1) έτους, με αφετηρία την ως άνω ημερομηνία σύναψης της σύμβασης (12.10.2023), έναντι συνολικής αμοιβής ύψους ευρώ Ψ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, καταβλητέας σε δώδεκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις, εκάστη ύψους ευρώ Ψ/12, με χρόνο πληρωμής καθεμιάς δόσης τη λήξη του ημερολογιακού μηνός παροχής των αντιστοίχων υπηρεσιών. Η σύμβαση, στην οποία, περαιτέρω, η αξίωση αμοιβής του Α συμφωνήθηκε ανεκχώρητη, εκτελέσθηκε εκατέρωθεν χωρίς νομικά προβλήματα μέχρι το τέλος Απριλίου 2024. Από 02.05.2024 ωστόσο, οπότε εγκρίθηκε το αντίστοιχο καταστατικό από τον αρμόδιο προς τούτο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (ΔΣΑ) και εγγράφηκε η εγκριτική απόφαση στα οικεία βιβλία του ως άνω Συλλόγου, ο Β μετέχει, ως εταίρος, στη δικηγορική εταιρεία ΒΓ, που ο ίδιος συνέστησε προηγουμένως (από 19.04.2024, όπως στο ίδιο καταστατικό αναφέρεται), με συνεταίρο τον Γ, επίσης δικηγόρο Αθηνών. Στο καταστατικό της ΒΓ ουδεμία πρόβλεψη διαλαμβάνεται πάνω στο κατά πόσον αυτή υπεισέρχεται σε δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων δικηγόρων που δημιουργήθηκαν έναντι πελατών τους από την ατομική άσκηση της δικηγορίας, πριν δηλαδή οι ίδιοι συστήσουν τη συγκεκριμένη εταιρεία. Μολαταύτα, στις αρχές Ιουνίου 2024, ο Β υπέβαλε στο Α το υπό στοιχεία Ω τιμολόγιο εκδόσεως της ΒΓ που αφορά στην δόση της αμοιβής για την παροχή των υπηρεσιών του στο Α, σύμφωνα με τη σύμβαση Χ, για το μήνα Μάιο 2024, ζητώντας, το αναφερόμενο στο εν λόγω τιμολόγιο ποσό αμοιβής, ύψους ευρώ Ψ/12, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, να καταβληθεί στην εκδότρια του τιμολογίου δικηγορική εταιρεία (ΒΓ), αντί του ιδίου του Β, όπως συνέβαινε με τις προηγούμενες μηνιαίες δόσεις της αμοιβής του. Τούτων δοθέντων, ερωτηθήκαμε 1- αν το Α έχει πράγματι υποχρέωση να καταβάλει στην ΒΓ το ποσό που αναφέρεται στο τιμολόγιο Ω και, 2- γενικότερα, τι οφείλει να πράττει εφεξής το Α σε σχέση με τη σύμβαση Χ στο σύνολό της. Στα ανωτέρω ερωτήματα αρμόζει, κατά την άποψή μας, η κατωτέρω απάντηση:

 

(Α΄./-) Από το συνδυασμό των άρθρων 49 έως 56 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/ 2013, εφεξής απλώς «ΚΔικ»), προκύπτει, ότι η δικηγορική εταιρεία: 1- Αποτελεί ιδιότυπο νομικό μόρφωμα, δια του οποίου δύο ή περισσότεροι συνεταίροι δικηγόροι επιλέγουν, κατά την ελεύθερη και απόλυτη κρίση τους, να ασκούν εφεξής το δικηγορικό λειτούργημα κατ’ αποκλειστικότητα από κοινού μέσω της συγκεκριμένης δικηγορικής εταιρείας, εισφέροντας σ’ αυτήν προεχόντως το σύνολο της εργασίας τους και στερούμενοι πλήρως, για όσο διάστημα μετέχουν στην εταιρεία, την επαγγελματική τους αυτοτέλεια, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας εκάστου εταίρου να αναλαμβάνει και να εκτελεί ατομικά οποιαδήποτε εργασία[1]. Και 2- Από την ολοκλήρωση της σύστασής της, με την έγκριση του οικείου καταστατικού και την καταχώριση της εγκριτικής απόφασης στα οικεία βιβλία, υποκαθίσταται αυτοδικαίως στη θέση των εταίρων δικηγόρων στα πλαίσια όλων των άμεσα συναρτώμενων με την εφεξής άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος εννόμων σχέσεων των συνεταίρων δικηγόρων με τρίτους, συμπεριλαμβανομένων κατ’ εξοχήν των εντολέων (πελατών) τους, των οποίων εντολοδόχος, υπόχρεος σε εκτέλεση της εντολής σε όση έκταση αυτή δεν έχει μέχρι τότε αχθεί σε πέρας, καθίσταται η δικηγορική εταιρεία[2], με εξαίρεση βέβαια όσες τέτοιες έννομες σχέσεις έχουν αυστηρά προσωποπαγή χαρακτήρα[3]. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1, 2, 3, 42, 46, και 77 ΚΔικ και 713 έως 728 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ), προκύπτει, ότι επιπρόσθετα, η συμμετοχή δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία: (α) Πέραν της υπεισέλευσης της εταιρείας στη θέση του εταίρου δικηγόρου, ως εντολοδόχου, στα πλαίσια της οικείας προϋφιστάμενης σύμβασης δικηγορικής εντολής, ουδεμία αλλοίωση ή μεταβολή όρων της εν λόγω σύμβασης επιφέρει ούτε αποτελεί επί της αρχής λόγο ικανό να δικαιολογήσει λύση της ίδιας σύμβασης, με ανάκληση της σχετικής εντολής ή, εφόσον πρόκειται για σύμβαση έμμισθης εντολής, με καταγγελία αυτής από την πλευρά του εντολέα. Και (β) Δεν συνιστά εκούσια υποκατάσταση άλλου από την πλευρά του αρχικού εντολοδόχου εταίρου δικηγόρου στη θέση του (κατ’ άρθρα 715 και 716 ΑΚ)[4], ούτε μπορεί να θεωρηθεί καθαυτή ως περίπτωση μη προσήκουσας εκτέλεσης της εντολής, οπωσδήποτε όχι τουλάχιστον όταν ο εταίρος δικηγόρος, παρά τη συμμετοχή του στην εταιρεία, εξακολουθεί να εκτελεί ο ίδιος αυτοπροσώπως όσες εργασίες είχαν προηγουμένως ανατεθεί σ’ αυτόν ατομικά, ενεργώντας πλέον εξ ονόματος της εταιρείας[5]. Εκ των ανωτέρω παρέπεται, ότι, σε περίπτωση συμμετοχής του δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία, η τελευταία, καθίσταται αυτοδικαίως δικαιούχος των συμβατικών ή νόμιμων αμοιβών που αντιστοιχούν σε όσες εργασίες εξετέλεσε ο δικηγόρος μετά τη σύστασή της, ενεργώντας δηλαδή πλέον ως εταίρος στα πλαίσια αυτής, έστω και αν η σύναψη της σχετικής σύμβασης (ανάθεση της εργασίας) είχε γίνει πριν τη σύσταση της εταιρείας. Πρόκειται, ειδικότερα, για μεταβίβαση των ανωτέρω αξιώσεων με χαρακτήρα ειδικής διαδοχής που επέρχεται εκ του νόμου[6] και, συνεπώς, χωρίς προς τούτο να απαιτείται ρητή σχετική πρόβλεψη στο οικείο καταστατικό (της δικηγορικής εταιρείας) ούτε ιδιαίτερη συμβατική εκχώρηση (της απαίτησης από το δικηγόρο στη δικηγορική εταιρεία) ή άλλη εκποιητική δικαιοπραξία, με περαιτέρω αποτέλεσμα την επέλευση της εν λόγω μεταβίβασης ακόμη και αν οι ανωτέρω αμοιβές έχουν ορισθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταξύ δικηγόρου και εντολέα, ως ανεκχώρητες. Τέτοια ρητή καταστατική πρόβλεψη (περί υπεισέλευσης της εταιρείας στο δικαίωμα αμοιβής του εταίρου δικηγόρου) ή αυτοτελής εκχώρηση (της απαίτησης αμοιβής του εταίρου δικηγόρου στην εταιρεία) είναι αναγκαία για την καταβολή της δικηγορικής αμοιβής στην εταιρεία μόνο προκειμένου για αμοιβές εργασιών που ο εταίρος δικηγόρος εξετέλεσε πριν συμμετάσχει στην εταιρεία, όχι όμως και για εκείνες που εξετέλεσε μετά το εν λόγω χρονικό και θεσμικό ορόσημο[7].

(Β΄./-) Τα ανωτέρω εξ άλλου: (1ον) Αφού ο νόμος δεν κάνει την παραμικρή σχετική διάκριση -ούτε άλλωστε τέτοια διάκριση παρίσταται τελολογικά υπαγορευμένη- ισχύουν τόσο στην περίπτωση* που οι παρεχόμενες από το δικηγόρο υπηρεσίες συνίστανται στην εκτέλεση εργασιών οι οποίες προϋποθέτουν αυστηρά τη δικηγορική ιδιότητα, όσων δηλαδή συναρτώνται με την διασφάλιση δικαιώματος του εντολέα έναντι πραγματικής ή δυνητικής νομικής αμφισβήτησης (δικαστική εκπροσώπηση, παροχή νομικών συμβουλών, σύνταξη γνωμοδοτήσεων, έλεγχος δημοσίων βιβλίων, επικύρωση εγγράφων κ.λπ., βλ. άρθρο 36 ΚΔικ), όσο και όταν πρόκειται απλώς για μη απαγορευμένες στο δικηγόρο εργασίες, οι οποίες ωστόσο επιτρέπεται να εκτελούνται και από άλλα πρόσωπα, μη δικηγόρους (διδασκαλία, επιστημονική έρευνα, αρθρογραφία, σύνταξη νομικών μελετών, κατάρτιση σχεδίων κανονιστικών κειμένων, άλλες νομικές απασχολήσεις, συμμετοχή σε συλλογικά όργανα, άσκηση καθηκόντων πραγματογνώμονα, εκκαθαριστή, διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων κλπ., βλ. γενικά άρθρο 8, ΚΔικ, πλην βεβαίως όσων από τις δραστηριότητες που μνημονεύει το συγκεκριμένο άρθρο συνεπάγονται την επιτρεπτή παράλληλη κτήση από το δικηγόρο ετέρας ιδιότητας δημοσίου λειτουργού ή μετακλητού υπαλλήλου, π.χ. αυτής του καθηγητή σε δημόσιο ΑΕΙ, του βουλευτή, του ειδικού συμβούλου ή συνεργάτη Υπουργού κλπ.). Και (2ον) Αποτελούν κατ’ αρχήν αναγκαστικό δίκαιο, ισχύουν δηλαδή, όχι μόνο όταν το καταστατικό της δικηγορικής εταιρείας ή η σύμβαση εντολής μεταξύ μετέπειτα εταίρου δικηγόρου και εντολέα ουδέν σχετικό προβλέπουν, αλλά ακόμη κι όταν ορίζουν κάτι διαφορετικό. Τούτο ισχύει βέβαια, με την επιφύλαξη τυχόν ρητής αντίθετης πρόβλεψης στον ίδιο το νόμο, όπως συμβαίνει προκειμένου για την είσπραξη αμοιβών του εταίρου δικηγόρου από την -εξ ορισμού αδιάφορη εν προκειμένω- συμμετοχή του σε διοικητικά συμβούλια ή από σύμβαση έμμισθης εντολής -περίπτωση που ενδιαφέρει εν προκειμένω- αφού, ειδικά στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, ο νόμος, ειδικότερα δε, το άρθρο 52 § 5 ΚΔικ, επιτρέπει κατ’ εξαίρεση να προβλεφθεί στο καταστατικό της εταιρείας, ότι δικαιούχος λήψης της αμοιβής δεν καθίσταται η εταιρεία, αλλά παραμένει ο εταίρος δικηγόρος. Σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής, υποκείμενη στο οικείο νομικό καθεστώς, όπως τούτο ορίζεται στις σχετικές διατάξεις των άρθρων 8 περ. α και 42 έως 46 ΚΔικ, δεν είναι ωστόσο οποιαδήποτε σύμβαση παροχής των υπηρεσιών του δικηγόρου έναντι πάγιας περιοδικής αμοιβής, αλλά μόνον εκείνη, στα πλαίσια της οποίας αντικείμενο παροχής του δικηγόρου αποτελεί η εκτέλεση εργασιών που, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο προσδιορισμό τους ή μη στη σύμβαση, προϋποθέτει πάντως τη δικηγορική ιδιότητα του συμβαλλόμενου δικηγόρου (εκείνων δηλαδή αποκλειστικά που εμπίπτουν το άρθρο 36 ΚΔικ, κατά τη διάκριση που γίνεται ανωτέρω υπό «1ον»)[8]. Τέλος, η παροχή υπηρεσιών DPO δεν προϋποθέτει μεν τη δικηγορική ιδιότητα, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 37 έως 39 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (EE) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 (GDPR), οι οποίες εισάγουν το θεσμό του DPO, ή σ’ εκείνες των άρθρων 6, 7 και 8 του ν. 4624/2019, που ρυθμίζουν ειδικά το ίδιο ζήτημα προκειμένου για τους δημόσιους φορείς ούτε σε οποιαδήποτε διάταξη του ΚΔικ ή άλλου νομοθετήματος, οι συγκεκριμένες εργασίες ωστόσο, όπως προσδιορίζονται στις ανωτέρω σχετικές διατάξεις, οπωσδήποτε επιτρέπονται στο δικηγόρο και είναι μάλιστα κατ’ εξοχήν συναφείς με το δικηγορικό λειτούργημα[9]. Επομένως, η σύμβαση με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών δικηγόρου ως DPO έναντι σταθερής περιοδικά καταβαλλόμενης αμοιβής δεν έχει κατ’ αρχήν, σύμφωνα με όσα σχετικά προεκτέθηκαν, χαρακτήρα έμμισθης δικηγορικής εντολής[10], συνακόλουθα δε: (α) Δεν αποτελεί εκ του νόμου σύμβαση αορίστου χρόνου κατ’ άρθρο 46 § 2 ΚΔικ ούτε υπόκειται στις περαιτέρω αναφερόμενες στην ίδια διάταξη διατυπώσεις καταγγελίας, στην περίπτωση δε που συνάπτεται από το δικηγόρο με αντισυμβαλλόμενο φορέα του Δημόσιου Τομέα, δεν προϋποθέτει, για την έγκυρη σύναψή της, την ύπαρξη αντίστοιχης κενής οργανικής θέσης ούτε την έγκριση που προβλέπεται στις εκάστοτε ισχύουσες Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), περί αναστολής των προσλήψεων στο δημόσιο τομέα (ήδη ΠΥΣ 33/2006, παραταθείσα διαδοχικά μεταγενέστερα), ούτε την τήρηση της ειδικής διοικητικής διαδικασίας επιλογής και πρόσληψης του επιλεγέντος που προβλέπεται στο άρθρο 43 § 2 ΚΔικ (και πρωτύτερα στο άρθρο 11 του ν. 1649/1986, όπως οι διατάξεις του αντικαταστάθηκαν, συμπληρώθηκαν, τροποποι­ήθηκαν κ.λπ. αργότερα)[11]· (β) Σε περίπτωση επιγενόμενης συμμετοχής του δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω άρθρου 52 § 2 ΚΔικ, περί δυνητικής εξαίρεσης από την υποκατάσταση της δικηγορικής εταιρείας στο αντίστοιχο δικαίωμα λήψης της αμοιβής επί σύμβασης έμμισθης δικηγορικής εντολής, οπότε τυχόν όρος του καταστατικού της δικηγορικής εταιρείας που, απεναντίας, προβλέπει τέτοια εξαίρεση είναι απολύτως άκυρος, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ. 

 

Περαιτέρω, υπάγοντας τα αναφερόμενα στην αρχή πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, προκύπτουν τα εξής[12]

(Ι/-) Από την ολοκλήρωση των νομίμων διατυπώσεων σύστασης της ΒΓ που συντελέσθηκε την 02.05.2024, η ΒΓ υποκαταστάθηκε αυτοδίκαια στη θέση του Β, ως αντισυμβαλλόμενου του Α, στα πλαίσια της σύμβασης Χ, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος λήψης της αντίστοιχης συμβατικής αμοιβής για όσες αντίστοιχες εργασίες εφεξής ο Β παρέχει στο Α, ενεργώντας πλέον στο όνομα και για λογαριασμό της ΒΓ, όπως και οι υπηρεσίες του ως DPO κατά το μήνα Μάιο 2024. Τούτο ισχύει παρά το γεγονός, ότι στο καταστατικό της ΒΓ δεν υπάρχει οποιαδήποτε σχετική πρόβλεψη, έτι περαιτέρω μάλιστα, θα ίσχυε εξ ίσου έστω και αν υπήρχε ρητή αντίθετη πρόβλεψη, δηλαδή πρόβλεψη, ότι δικαιούχος της αμοιβής παραμένει ο Β -αφού η σύμβαση Χ δεν αποτελεί σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής- και, επιπρόσθετα, δίχως να ασκεί έννομη επιρροή ο όρος της σύμβασης Χ, ότι οι εντεύθεν απορρέουσες απαιτήσεις αμοιβής του Β είναι ανεκχώρητες. Επομένως, το Α έχει υποχρέωση να καταβάλει στην ΒΓ το ποσό που αναφέρεται στο τιμολόγιο Ω.

 

(ΙΙ/-) Περαιτέρω συνέπεια της (ανωτέρω υπό «Ι») διαπίστωσης, ότι η σύμβαση Χ δεν αποτελεί σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής, αποτελεί το γεγονός, ότι αυτή έχει συναφθεί μεταξύ Α και Β έγκυρα, δίχως να ασκεί την παραμικρή επιρροή η μη τήρηση οποιασδήποτε αναγκαίας για την πρόσληψη δικηγόρων με σύμβαση έμμισθης εντολής σε φορείς του Δημοσίου Τομέα, όπως το Α, διατύπωσης ή διαδικασίας, και με διάρκεια τον αναφερόμενο στην ίδια ορισμένο χρόνο. Επομένως, η σύμβαση Χ, όπως καταρτίσθηκε, έχει πλήρη εκατέρωθεν ισχύ και δεσμευτικότητα. Τούτου δοθέντος και λαμβανομένων 

 

Αθήνα, Ιούλιος 2024

 


 

[1]. Βλ. ιδίως άρθρο 49 §§ 1 και 2 ΚΔικ, όπου ορίζεται επί λέξει, ότι: «1. Αστική Επαγγελματική Δικηγορική εταιρεία (στο εξής η «Δικηγορική Εταιρεία» ή η «Εταιρεία») επιτρέπεται να συσταθεί μόνο μεταξύ εν ενεργεία δικηγόρων (στο εξής οι «Εταίροι») με αποκλειστικό σκοπό την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών (οπουδήποτε, εντός ή εκτός Ελλάδος) και τη διανομή αποκλειστικά μεταξύ των Εταίρων (κατά τη μέθοδο, που θα συμφωνούν κατά την αδέσμευτη κρίση τους) των συνολικών κερδών, που θα προκύπτουν από τη δραστηριότητα της εταιρείας. 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 52 του Κώδικα, Εταίρος Δικηγορικής Εταιρείας απαγορεύεται να συμμετέχει σε άλλη Δικηγορική Εταιρεία ή να ασκεί ατομική δικηγορία και γενικά να ενεργεί για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πράξεις αντίθετες με τα συμφέροντα της εταιρείας. 3. … 4. … 5. … 6. … 7. … 8. …». Επίσης, άρθρο 52 § 1,  εδάφια  πρώτο και δεύτερο,  και § 2, όπου ορίζεται επί λέξει, ότι: «1. Οι Εταίροι εισφέρουν υποχρεωτικά στην Εταιρεία την εργασία τους. Συμπληρωματικά επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση των αναγκών της Εταιρείας η εισφορά σε χρήμα ή σε κινητά πράγματα και η χρήση κινητών και ακινήτων πραγμάτων. Επιτρέπεται επίσης η κτήση κυριότητας ακινήτου από την Εταιρεία για την επαγγελματική της εγκατάσταση και μόνον. …2. Οι εισφορές των Εταίρων και κάθε τι άλλο, που αποκτάται με οποιονδήποτε τρόπο στο όνομα ή για λογαριασμό της Εταιρείας, ανήκει στην Εταιρεία. .. 3. … 4. … 5. …». Η δικηγορική εταιρεία, συνεπώς, αντιδιαστέλλεται προς κάθε άλλη εταιρική μορφή του κοινού δικαίου, καθ’ όσον ουδέν άλλο συνιστά παρά συλλογική συνέχιση της ατομικής δραστηριότητας του δικηγόρου εταίρου, τόσο ως δημοσίου λειτουργού, όσο και ως επαγγελματία, μόνιμη ή πρόσκαιρη μεν, οπωσδήποτε όμως πλήρη και αποκλειστική. 

[2]. Βλ. ιδίως άρθρο 55 § 1, εδάφιο πρώτο, ΚΔικ, όπου ορίζεται επί λέξει, ότι: «1. Οι έγγραφες εντολές των εντολέων - πελατών λογίζεται ότι παρέχονται προς την Εταιρεία ακόμα και αν αυτές απευθύνονται προς Εταίρο ή συνεργάτη της Εταιρείας…. 2. … 3. …». Η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται σε εντολές πελατών αδιακρίτως, χωρίς δηλαδή να ορίζει, ότι πρόκειται μόνο για όσες δόθηκαν μετά τη σύσταση της εταιρείας, στοιχείο που υποδηλώνει, πως καλύπτει εξ ίσου και εκείνες που απευθύνθηκαν σε εταίρο πρωτύτερα, χωρίς πάντως να έχουν ολοκληρωτικά εκτελεσθεί μέχρι τη σύσταση. Διαφορετική ερμηνεία άλλωστε θα σήμαινε, ότι ο δικηγόρος, εκ μόνης της συμμετοχής του σε δικηγορική εταιρεία, είτε περιέρχεται σε υπαίτια αδυναμία εκπλήρωσης της οριζόμενης στη σύμβαση εντολής παροχής του, ένεκα της απαγόρευσης περαιτέρω άσκησης ατομικής δικηγορίας που η συμμετοχή αυτή συνεπάγεται, είτε παύει εφεξής να δεσμεύεται από την εν λόγω σύμβαση και δικαιούται να αποστεί εντεύθεν μονομερώς, με ό,τι δυσμενές τούτο θα σήμαινε για τον εντολέα, πράγμα κατ’ αμφότερα άτοπο, αφού η συμμετοχή του δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία είναι, κατά τις σχετικές διατάξεις, ελεύθερη και αυτόβουλη (βλ. και αμέσως προηγούμενη υποσημείωση 1, πρβλ. άλλωστε όσα εκεί αναφέρονται ειδικά ως προς το ζήτημα της συνέχισης της ατομικής δικηγορίας μέσω της συμμετοχής σε δικηγορική εταιρεία). Άστοχη βέβαια είναι η αναφορά της συγκεκριμένης ευθύς ανωτέρω διάταξης σε «έγγραφες» εντολές, αφού η δικηγορική εντολή, σε αντίθεση με τη συμφωνία περί δικηγορικής αμοιβής, που, υπό τον ισχύοντα Κώδικα, υπόκειται πλέον σε συστατικό έγγραφο τύπο (βλ. άρθρο 58 § 1 ΚΔικ), εξακολουθεί να αποτελεί άτυπη σύμβαση, ουδείς δε εμφανής λόγος διαφοροποίησης μεταξύ έγγραφης και μη εντολής συντρέχει εν προκειμένω. Την υποστηριζόμενη στο κυρίως κείμενο θέση, ότι η εταιρεία υποκαθίσταται εφεξής στη θέση του εταίρου δικηγόρου έναντι του εντολέα, υιοθέτησαν άλλωστε ήδη, ορθά εφαρμόζοντας το προγενέστερο, αλλά πάντως όμοιο κατά τη σχετική ρύθμιση, νομικό πλαίσιο (εκείνο του ν.δ. 3026/1954, ως προς των Κώδικα Δικηγόρων, και π.δ. 518/1989 και π.δ. 81/2005, ειδικά ως προς τις δικηγορικές εταιρείες, όπου δεν υπήρχε ωστόσο καν διάταξη αντίστοιχη με εκείνη του ως άνω άρθρου 55 § 1 ΚΔικ), οι ΑΠ 1079/2021 και ΑΠ 1082/2021, αμφότερες εις ΤΝΠ-ΔΣΑ και μάλιστα επί σύμβασης έμμισθης εντολής, αντλώντας επιχείρημα από τη φύση της δικηγορικής εταιρείας (βλ. ήδη υποσημείωση 1).Αντίθετα ωστόσο έκρινε η ΑΠ 302/2012 ΤΝΠ-ΔΣΑ επίσης, που πάντως αποκρούει τη θέση, ότι μεταξύ δικηγόρου και εταιρείας ιδρύεται σχέση «καθολικής» διαδοχής ή εκχώρησης. Η ΑΠ 308/2017 ΤΝΠ-ΔΣΑ θεμελιώνει την κρίση της περί της εν λόγω υποκατάστασης σε σχετικό όρο του καταστατικού της δικηγορικής εταιρείας –χωρίς ωστόσο να προβληματίζεται ιδιαίτερα με το συγκεκριμένο ζήτημα, αφού η συντέλεση της εν λόγω υποκατάστασης δεν ήταν καθαυτή επίδικη στη συγκεκριμένη υπόθεση- κρίση πάντως, κατά την άποψή μας, εσφαλμένη, αφού η μεταβολή των υποκειμένων μιας ολόκληρης σύμβασης, όπως αυτή της δικηγορικής εντολής, μπορεί μεν να επέλθει εκ του νόμου, όχι όμως με δήλωση της βούλησης του ενός μόνο μέρους, δηλαδή του δικηγόρου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο καταστατικό της εταιρείας και μάλιστα απευθυνόμενη προς τρίτους, δηλαδή χωρίς την αποδοχή του αντισυμβαλλόμενου εντολέα, αφού τούτο προσκρούει ευθέως στις σχετικές διατάξεις των άρθρων 167, 193 και 361 ΑΚ. Η ίδια τάση εκδηλώνεται νομολογιακά και αλλού, πλην και πάλι χωρίς ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού στις συγκεκριμένες δίκες δεν έχει αμφισβητηθεί δικονομικά η αναφερόμενη στο καταστατικό υποκατάσταση καθαυτή, βλ. π.χ. ΜΠρΑθ-Αμ 341/2008 ΤΝΠ-ΔΣΑ. Πιο κοντά στην νομική δογματική ορθότητα βρίσκεται έτσι η ΜΕφΑθ 681/2024 ΤΝΠ-Νόμος (και ΤΝΠ-ΔΣΑ), που θεμελιώνει τέτοια υποκατάσταση –μη αμφισβητούμενη πάντοτε- όχι απλώς στο καταστατικό της δικηγορικής εταιρείας, αλλά και σε σχετική τριμερή σύμβαση, μεταξύ δικηγόρου, εντολέα και εταιρείας που επακολούθησε. Αναγκαίο, τέλος, είναι να γίνει εδώ η διάκριση ανάμεσα στην υποκατάσταση της εταιρείας στη θέση του δικηγόρου έναντι του εντολέα εν όλω και σ’ εκείνη που αφορά μόνο σε συγκεκριμένες απαιτήσεις αμοιβής, έχει δηλαδή χαρακτήρα εκχώρησης, περί ης θα γίνει ιδιαίτερος λόγος στη συνέχεια (στο κυρίως κείμενο και την υποσημείωση 7). 

[3]. Στη βάση αυτή, από την ανωτέρω υποκατάσταση της δικηγορικής εταιρείας στις έννομες σχέσεις του εταίρου δικηγόρου που αφορούν στη μέλλουσα άσκηση της δικηγορίας του εξαιρούνται κατ’ εξοχήν, ένεκα της ιδιάζουσας φύσης τους, οι δεοντολογικές υποχρεώσεις, που βαρύνουν εξ ίσου την εταιρεία και το δικηγόρο εταίρο, καθώς και οι συναρτώμενες με την παραβίασή τους πειθαρχικές ευθύνες, οι οποίες, λόγω του αυστηρά προσωποπαγούς χαρακτήρα τους (άρθρο 140 § 1 ΚΔικ), βαρύνουν πάντοτε το δικηγόρο εταίρο αποκλειστικά, ακόμη και αν η παράβαση έχει συντελεσθεί από την εταιρεία, δια των υπαλλήλων της, έτσι και ΣτΕ 461/2024, ΤΝΠ-Νόμος, σκέψεις 19 και 20, ΣτΕ 2143/2022 ΤΝΠ-Νόμος, σκέψη 7.

[4]. Η εφαρμογή των άρθρων 715 και 716 ΑΚ, προϋποθέτει, κατά τη ρητή αντίστοιχη διατύπωση του νόμου (άρθρο 715 ΑΚ), υποκατάσταση τρίτου προσώπου στην εκτέλεση της εντολής από τον εντολοδόχο με βάση την ιδιωτική βούληση. Ανάλογα ισχύουν άλλωστε και προκειμένου για τα άρθρα 317 και 318 ΑΚ (των οποίων οι ΑΚ 715-716 αποτελούν αποτύπωμα στα πλαίσια της ειδικής ρύθμισης της σύμβασης εντολής), όπου ο νόμος αναφέρεται σε εκπλήρωση της παροχής από τρίτο. Οι περιπτώσεις αυτές ωστόσο διαφέρουν ουσιωδώς, κατά το πραγματικό μέρος, από την εδώ εξεταζόμενη, αφού δια της συμμετοχής του δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία επέρχεται απεναντίας υποκατάσταση της τελευταίας στη θέση του πρώτου, αφενός μεν, όχι με βάση την ιδιωτική βούληση, αφετέρου δε, όχι μόνο ως προς την εκπλήρωση – εκτέλεση, αλλά υποκατάσταση  εκ του νόμου και κατά στο σύνολο της ενοχής. Παρέλκει άλλωστε ίσως η υπενθύμιση, ότι η μεταβίβαση έννομης σχέσης στο σύνολό της, με κοινή βούληση όλων των πλευρών ή εκ του νόμου, αποτελεί νομικό φαινόμενο πλήρως διακριτό από την εκχώρηση απαίτησης, βλ. ενδεικτικά Γ. Γεωργιάδη εις Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, Ι, σ. 925-926 με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία, πρβλ. και Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2004, σ. 1451 κ. επ., που αντιμετωπίζει τη μεταβίβαση έννομης σχέσης ως κράμα εκχώρησης και σωρευτικής αναδοχής χρέους. Από άλλη οπτική, με μια τέτοια υπεισέλευση της δικηγορικής εταιρείας στη θέση του δικηγόρου εταίρου στα πλαίσια προϋφιστάμενης σύμβασης εντολής, η εταιρεία καθίσταται εφεξής η ίδια οφειλέτιδα έναντι του εντολέα, παύοντας να είναι τρίτη, όταν εκπληρώνει – εκτελεί λοιπόν, καταβάλλει ίδιο (δικό της) χρέος και όχι χρέος του εταίρου δικηγόρου αντί εκείνου. Πρόσθετο, τέλος, επιχείρημα κατά της εφαρμογής των άρθρων 715 – 716 ΑΚ εν προκειμένω θα μπορούσε να αντλήσει κανείς από την ίδια τη φύση της συμμετοχής του δικηγόρου σε δικηγορική εταιρεία, ως ιδιαίτερου δικαιώματος που ιδρύει υπέρ αυτού ο ΚΔικ, δηλαδή ο ίδιος ο νόμος, και τούτο μάλιστα, κατά τρόπο, αφενός μεν, ειδικό (βλ. άρθρο 166 ΚΔικ, όπου ο ίδιος κώδικας ορίζεται ως απόλυτη lex specialis), αφετέρου δε, απεριόριστο (πρβλ. άρθρο 49 §§ 1 και 2 ΚΔικ, ήδη υποσημείωση 1, για το γεγονός, ότι ο μοναδικός τιθέμενος σχετικός περιορισμός είναι πως ο δικηγόρος επιτρέπεται να μετέχει σε μια και μοναδική δικηγορική εταιρεία).

[5]. Δογματικά συνεπές, με βάση όση προεκτέθηκαν, περί υπεισέλευσης της δικηγορικής εταιρείας στη θέση του εταίρου δικηγόρου στα πλαίσια προϋφιστάμενης σύμβασης εντολής, σε συνδυασμό με τον ελευθέριο χαρακτήρα της δικηγορίας που καθιστά την άσκησή της μορφή ανεξάρτητης εργασίας, θα ήταν ίσως να υποστηριχθεί, ότι η εταιρεία, ως εντολοδόχος, δεν έχει καν υποχρέωση να διασφαλίσει την εφεξής εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας από τον ίδιο τον αρχικά εντολοδόχο και ήδη εταίρο δικηγόρο, αλλά μπορεί να την εκτελέσει και δι’ άλλου δικηγόρου, εταίρου ή συνεργάτη της, τούτο δε μάλιστα, ακόμη και χωρίς την έγκριση του εντολέα. Η προσέγγιση αυτή ωστόσο θα προσέκρουε στον χαρακτήρα της δικηγορικής εντολής ως σχέσης ιδιαίτερης προσωπικής εμπιστοσύνης (AΠ 810/ 2003 ΧρΙδΔ 2004.908, ΑΠ 217/1983 ΕΕργΔ 42. 719, βλ. ήδη ρητά άρθρο 3 § 1 ΚΔ), στοιχείο το οποίο άλλωστε επιτείνεται όταν η εντολή αυτή είναι έμμισθη (ΟλΑΠ 21/2004 ΝοΒ 2005. 66, ΑΠ 1636/2012 ΧρΙδΔ 2013. 278, αναλόγως και ΕφΑθ 3749/1983 ΑρχΝ 34. 362), άγεται δε σε κορύφωση προκειμένου για τον έμμισθο δικηγόρο που έχει ορισθεί επικεφαλής της νομικής υπηρεσίας ή νομικός σύμβουλος του εντολέα (ΑΠ 540/2017 ΤΝΠ–ΔΣΑ). Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης, από θεωρητική τουλάχιστον άποψη, το ερώτημα, ποια είναι η νομική θέση του εταίρου δικηγόρου που εκτελεί εργασίες ανατεθειμένες στη δικηγορική εταιρεία, όπου μετέχει, ιδίως όταν πρόκειται για εργασίες οι οποίες, μέχρι τη συμμετοχή του εταιρεία, είχαν ανατεθεί στον ίδιο. Ορθό, εν όψει της ιδιάζουσας φύσης της δικηγορίας, κατ’ επέκταση δε, και της δικηγορικής εταιρείας (βλ. ήδη υποσημείωση 1), είναι, κατά την άποψη μας, να θεωρηθεί πως πρόκειται για ειδική μορφή εκπλήρωσης μέσω τρίτου και όχι για κοινή περίπτωση βοηθού εκπληρώσεως.

[6]. Έτσι κατ’ αποτέλεσμα οι ΑΠ 1079/2021 και ΑΠ 1082/2021 ό.π. (υποσημείωση 2, ένθα και  αναφορά στην αντίθετη ΑΠ 302/2012), οι οποίες, ειδικότερα, αναίρεσαν αποφάσεις ουσίας που είχαν απορρίψει, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, ισάριθμες αγωγές δικηγορικής εταιρείας με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης για την καταγγελία σύμβασης έμμισθης εντολής μεταξύ εναγόμενου εντολέα και δικηγόρου εταίρου, συναφθείσα πριν τη σύσταση της εταιρείας. Ωστόσο, το όλο ζήτημα δεν έχει τύχει μέχρι στιγμής συστηματικής νομολογιακής, πολλώ δε μάλλον θεωρητικής, επεξεργασίας (βλ. και υποσημείωση 7).

[7]. Η υποστηριζόμενη στο κυρίως κείμενο θέση, ότι η εκχώρηση με  σχετική  πρόβλεψη  στο  καταστατικό  της

δικηγορικής εταιρείας ή με αυτοτελή δικαιοπραξία αποτελεί προϋπόθεση, προκειμένου να καταστεί η εν λόγω εταιρεία δικαιούχος των  απαιτήσεων  αμοιβής  του εταίρου δικηγόρου για εργασίες που αυτός εξετέλεσε ατομικά πριν τη συμμετοχή του, γίνεται δεκτή από την ΑΠ 476/2023 ΤΝΠ-Νόμος και ΤΝΠ-ΔΣΑ, εμμέσως τουλάχιστον (με την κρίση, ότι εκχώρηση τέτοιων απαιτήσεων, ικανή να θεμελιώσει την ενεργητική νομιμοποίηση σχετικής αγωγής της εταιρείας, συνιστά οπωσδήποτε ο σχετικός όρος του καταστατικού). Προσφυώς, η ΜΕφΑθ 681/2024 ό.π. (υποσημείωση 2) που επίσης αντιμετώπισε όψεις του ίδιου ζητήματος, ναι μεν αναφέρεται, κατά την ανάπτυξη της μείζονος πρότασής της, στις διατάξεις περί εκχώρησης, πλην στην ελάσσονα αφήνει ασαφές το κατά πόσον πράγματι προβαίνει σε υπαγωγή όσων πραγματικών περιστατικών δέχεται ως αληθή στις συγκεκριμένες διατάξεις. Και τούτο διότι, προκειμένου εν τέλει να επιδικάσει υπέρ της (δεύτερης) ενάγουσας δικηγορικής εταιρείας την αντιστοίχως επίδικη απαίτηση (αποζημίωση καταγγελίας σύμβασης έμμισθης εντολής) που γεννήθηκε κατά το χρόνο συμμετοχής της εταίρου δικηγόρου στην εταιρεία αυτή, περιορίζεται να εξιστορήσει, ότι είχε ήδη προηγηθεί ρητή μνεία, τόσο στο καταστατικό της εν λόγω εταιρείας, όσο και σε σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, περί εφεξής υπεισέλευσης της δικηγορικής εταιρείας στη θέση της εταίρου δικηγόρου στα πλαίσια της αντίστοιχης αρχικής σύμβασης εντολής (που κρίθηκε, με την ίδια απόφαση, ως έμμισθη), χωρίς άλλη ειδικότερη εξήγηση, μια τέτοια ωστόσο συμβατική υποκατάσταση καθιστά την εταιρεία δικαιούχο της αντίστοιχης απαίτησης ιδίω δικαίω (πρωτογενώς) και όχι κατόπιν εκχώρησης (παράγωγα, πρβλ. όσα αναφέρονται και πάλι στην υποσημείωση 4 για τη διάκριση μεταξύ μεταβίβασης έννομης σχέσης και εκχώρησης). Έτσι, η συγκεκριμένη εφετειακή απόφαση δεν απαντά διόλου ούτε στο πρόβλημα αν, ελλείψει σχετικής συμφωνίας κλπ., θα επήρχετο όμοια υποκατάσταση αυτοδίκαια. Επίσης, με την ίδια απόφαση, αμοιβές, ειδικότερα δε, επιδόματα δώρων εορτών και αδείας, που είχαν καταστεί δεδουλευμένες και ληξιπρόθεσμες πριν τη συμμετοχή της εταίρου δικηγόρου στην εταιρεία επιδικάσθηκαν υπέρ της πρώτης, καθώς, στην αντίστοιχη έκταση, η αγωγή είχε ασκηθεί απ’ αυτήν ατομικά (ως πρώτη ενάγουσα), οπότε δεν χρειάσθηκε να κριθεί κατά πόσον, ειδικά ως προς τα ποσά αυτά, θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα εκχώρησης στην εταιρεία. Η ΑΠ 308/2017 ό.π. (υποσημείωση 2 και πάλι) εξ άλλου, μολονότι έκρινε περίπτωση υποκατάστασης δικηγορικής εταιρείας σε αξιώσεις αμοιβής εταίρου δικηγόρου, και μάλιστα από σύμβαση έμμισθης εντολής, δεν ασχολήθηκε διόλου με το ζήτημα, αν μια τέτοια υποκατάσταση συντελείται αυτοδίκαια ή ως αποτέλεσμα συμβατικής εκχώρησης, αφού τούτο δεν κατέστη επίδικο, αρκούμενη, χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό, στην παραδοχή, ότι η υποκατάσταση προβλεπόταν στο καταστατικό της δικηγορικής εταιρείας, ούτε με εκείνο της τύχης των ήδη γεγενημένων κατά τη σύσταση της εταιρείας αξιώσεων αμοιβής του εταίρου δικηγόρου, καθώς η σχετική αγωγή είχε και πάλι ασκηθεί, στην αντίστοιχη έκταση, από τον ίδιο το εταίρο δικηγόρο ατομικά (οπότε δεν τέθηκε ζήτημα εκχώρησης). Ομοίως έκρινε και η ΜΠρΑθ -Αμ 341/2008 ό.π. (υποσημείωση 2 πάντοτε), στα πλαίσια της οποίας μάλιστα οι αξιώσεις αμοιβής του δικηγόρου από εργασίες σε συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εξ ολοκλήρου ληξιπρόθεσμες κατά τη σύσταση της μοναδικής ενάγουσας εταιρείας. Τέλος, επί του με α/π 123/2024 ad hoc γνωμοδοτικού περιεχομένου εγγράφου του ΔΣΑ, βλ. αναλυτικά κατωτέρω, στην υποσημείωση 12.

[8]. Παγία νομολογία, ενδεικτικά ΟλΑΠ 29/1995, ΑΠ 1103/2021, ΑΠ 1321/2017, ΑΠ 79/2016, ΑΠ 956/2003, ΑΠ 41/1988, ομοίως από δικονομική άποψη, για το ότι δηλαδή, κατά την ειδική διαδικασία των αμοιβών, δικάζονται μόνο αγωγές δικηγόρων για την έμμισθη παροχή αμιγώς δικηγορικών εργασιών ΑΠ 953/2001, όλες εις ΤΝΠ – Νόμος, βλ. και ΜΕφΑθ 6611/2022, ΜΕφΑθ 3389/2022, ΜΕφΑθ 1936/2022, όλες ΤΝΠ-Νόμος, ΜΕφ Αθ 1574/2021, ΜΕφΑθ 5563/2020, αμφότερες αδημ.). Η θέση αυτή βρίσκει άλλωστε σήμερα σαφές έρεισμα στη σχετική γραμματική διατύπωση του άρθρου 42, εδάφιο πρώτο, ΚΔικ.

[9]. Βλ. ιδίως άρθρο 37 §§ 5 και 6 GDRP, όπου επί λέξει ορίζεται, ότι: «1. … 2. … 3. … 4. …. 5.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων διορίζεται βάσει επαγγελματικών προσόντων και ιδίως βάσει της εμπειρογνωσίας που διαθέτει στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών περί προστασίας δεδομένων, καθώς και βάσει της ικανότητας εκπλήρωσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 39. 6. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων μπορεί να είναι μέλος του προσωπικού του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία ή να ασκεί τα καθήκοντά του βάσει σύμβασης παροχής υπηρεσιών. 7. …» (αναλόγως και άρθρο 6 §§ 3 και 4 ν. 4624/2019). Προσφυώς και άρθρο 38 § 1 και 3: «1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία διασφαλίζουν ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων συμμετέχει, δεόντως και εγκαίρως, σε όλα τα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 2. … 3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία διασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων δεν λαμβάνει εντολές για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων. Δεν απολύεται ούτε υφίσταται κυρώσεις από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία επειδή επιτέλεσε τα καθήκοντά του. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων λογοδοτεί απευθείας στο ανώτατο διοικητικό επίπεδο του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία. 4. … 5. … 6. …» (αναλόγως και άρθρο 7 §§ 3 και 4 ν. 4624/ 2019). Επίσης, βλ. αναλυτική περιγραφή καθηκόντων του DPO στα άρθρα 39 GDRP και 8 ν. 4624/2019. Πρόκειται, επομένως, για ανεξάρτητο τακτικό συνεργάτη του εκτελούντος την επεξεργασία των δεδομένων ή του υπεύθυνου της επεξεργασίας αυτής, συνεργάτη ο οποίος έχει κατάλληλη νομική κατάρτιση και είναι επιφορτισμένος κυρίως με την παροχή συμβουλών, οδηγιών και κατευθύνσεων σε θέματα προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και με τη συνεργασία με την αρμόδια εποπτική αρχή, με σκοπό τη διασφάλιση της προστασίας ετούτης. Η νομική θέση του DPO, συνεπώς, παρουσιάζει μεν, ως ένα βαθμό, ομοιότητα με εκείνη του «νομικού συμβούλου», διαφέρει όμως από δύο τουλάχιστον θεμελιώδεις απόψεις: (α) Κατ’ αρχάς, ήδη επί της αρχής, καθ’ ο μέρος η πρόσληψη ως DPO δεν προϋποθέτει τη δικηγορική ιδιότητα· απεναντίας, ως νομικός σύμβουλος, στο νομικό μας σύστημα νοείται παγίως ο δικηγόρος ο οποίος είναι αποκλειστικά επιφορτισμένος, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του, με την παροχή νομικών συμβουλών ή γνωμοδοτήσεων που μπορεί μάλιστα να αφορούν ακόμη και στο δικαστικό χειρισμό υποθέσεων από άλλους δικηγόρους, ενδεικτικά ΑΠ 1619/2011 Αρμ 2012. 859, ΑΠ 223/2007 ΤΝΠ–Νόμος, ΑΠ 229/2004 ΕΔΚΑ 1005.862, ΑΠ 509/1998 ΕλλΔνη 1999. 596, ΑΠ 1202/1995 ΤΝΠ-ΔΣΑ, ΑΠ 1837/1987 ΕΕΝ 1989. 12, ΑΠ 414/1986 ΝοΒ 1988. 307, ΕφΘ 1535/2006 Αρμ 2005. 1352, ΕφΑθ 9600/ 1991 ΕΕργΔ 1992. 685, διάκριση μάλιστα που εξακολουθεί να βρίσκει και νομοθετικό έρεισμα, βλ. π.χ. άρθρο 43 § 2 ΚΔικ (ενώ, υπό τον προηγούμενο ΚΔικ, ήτοι το πάλαι ποτέ ν.δ. 3026/1954, βλ. άρθρο 92Α, όπως αυτό ίσχυε προ της τελικής αντικατάστασής του με την υποπαράγραφο ΙΓ.1 της υποπερίπτωσης 8Β του άρθρου πρώτου ν. 4093/2012, είχε και μισθολογικό αντίκτυπο)· και (β) Περαιτέρω, ως προς το γεγονός, ότι η παροχή συμβουλών που συνιστά το κύριο αντικείμενο της απασχόλησης του DPO, ακόμη και στο βαθμό που αφορά σε θέματα κατ’ εξοχήν νομικά, δεν γίνεται επί της αρχής με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του αποδέκτη των αντιστοίχων υπηρεσιών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του νομικού συμβούλου -του κατ’ εξοχήν δηλαδή συνηγόρου του εντολέα, έστω και με εξωδικαστικά, αλλά πάντως επιτελικά, καθήκοντα- αλλά προς εξυπηρέτηση άλλων σκοπών που προδιαγράφει η σχετική νομοθεσία, προεχόντως για την προστασία των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, γενικότερα δε, υπέρ της αντικειμενικής νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος.  

[10]. Το επίμαχο συμβατικό μόρφωμα (σύμβαση παροχής υπηρεσιών DPO από δικηγόρο έναντι περιοδικά καταβαλλόμενης αμοιβής) θα μπορούσε ωστόσο, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να χαρακτηρισθεί ως σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής. Κριτήριο ενός τέτοιου χαρακτηρισμού αποτελεί κατά πόσον, στις εργασίες που ανατίθενται στο συμβαλλόμενο δικηγόρο, περιλαμβάνονται, παράλληλα με τα καθαυτά καθήκοντα DPO, και εργασίες που προϋποθέτουν τη δικηγορική ιδιότητα και εξυπηρετούν την προστασία των υπό στενή έννοια δικαιωμάτων και συμφερόντων του αντισυμβαλλομένου (εντολέα, πρβλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση 9), όπως η παροχή νομικών συμβουλών ή η δικαστική ή εξώδικη νομική εκπροσώπηση του τελευταίου, ιδίως σε υποθέσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πράγμα άλλωστε σύνηθες στην πράξη, οπωσδήποτε δε επιτρεπτό, σύμφωνα με τη σχετική ρητή πρόβλεψη του άρθρου 38 § 6 GDPR, στο μέτρο βέβαια που η ανάθεση τέτοιων ιδιαίτερων καθηκόντων στον DPO δεν εγείρει ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων, κατά τα περαιτέρω προβλεπόμενα στην ίδια διάταξη. Τέτοια πάντως (πρόσθετα) καθήκοντα, ικανά να οδηγήσουν στο χαρακτηρισμό της σύμβασης παροχής υπηρεσιών DPO, ως σύμβασης έμμισθης εντολής, δεν έχουν ανατεθεί στην περίπτωση που αντιμετωπίζει η παρούσα γνωμοδότηση. 

[11]. Προκειμένου για τις αντίστοιχες ακυρότητες πρόσληψης εμμίσθου δικηγόρου σε δημόσιους φορείς βλ. ενδεικτικά: (α) Επί της ακυρότητας λόγω έλλειψης κενής οργανικής θέσης, ΜΕφΘ 494/2016 ΤΝΠ–Νόμος, ΜΕφΠειρ 126/2014 ΤΝΠ–Νόμος, ομοίως άλλωστε είχε κρίνει, ως προς το ίδιο ζήτημα, και η αντίστοιχη πρωτόδικη ΜΠρΠειρ 1890/2011 αδημ., (αφορούν όλες διάφορα ν.π.ι.δ.), ΕλΣυν (Τμ-Ι, πράξη) 266/2010 αδημ., ΕλΣυν (Τμ-Ι, πράξη) 79/2009 ΤΝΠ-ΔΣΑ (αφορούν διάφορα ν.π.δ.δ.), ΕφΑθ 8155/1992 ΕλΔνη 93.169 και Ελ Συν (Τμ-Ι, πράξη) 77/2009 ΤΝΠ–ΔΣΑ (αφορούν Δήμους), καθώς και ΣτΕ 3668/1990 ΕλλΔνη 1993. 673 (αφορά στο Δημόσιο καθαυτό εξαιρετικά), πρβλ. και ΑΠ 526/2004 Ελλ Δνη 2006. 464, για την περίπτωση αναγκαστικής τοποθέτησης δικηγόρου (σε ν.π.δ.δ.)· (β) Επί της ακυρότητας λόγω παράλειψης τήρησης της διαδικασίας των ΠΥΣ περί αναστολής προσλήψεων, ΑΠ 70/2003 ΧρΙδΔ 2003. 453, ΜΠρΡοδ (Ασφ) 4447/2007 ΤΝΠ–Νόμος (αμφότερες υπό το κράτος της ΠΥΣ 236/1994, όμοιας εν πολλοίς με την ΠΥΣ 33/2005), ΜΠρΠειρ 81/2015 ΤΝΠ–ΔΣΑ, ομοίως ΓνΝΣΚ 337/ 2014, πρβλ. και ΑΠ 17/2013 ΤΝΠ-ΔΣΑ, που έκρινε μεν το ίδιο επί της αρχής, αλλά αποφάνθηκε, ότι τέτοια έγκριση δεν ήταν αναγκαία στην κριθείσα περίπτωση, αφού επρόκειτο για μεταφορά νομίμως προσληφθέντος δικηγόρου σε άλλο φορέα κι όχι για εξ υπαρχής πρόσληψή του· και (γ) Επί της ακυρότητας λόγω μη τήρησης της διαδικασίας επιλογής ΑΠ 960/2009 ΤΝΠ–ΔΣΑ, ΑΠ 188/2009 ΧρΙδΔ 2009. 720, ΜΕφΑθ 1389/2014 ΤΝΠ–ΔΣΑ, ΕφΑθ 2159/2006 ΕλλΔνη 2007. 263, ΕφΑθ 5020/ 2004 αδήμ., ΕφΑθ 10109/1998 ΝοΒ 1999. 1147, ΜΠρΘ 4648/2015 ΤΝΠ–Νόμος, ωσαύτως και ΓνΝΣΚ 77/2017, ομοίως μάλιστα και τις ΜΕφΠειρ 126/2014, ΜΕφΘ 494/2016, ΕφΑθ 8155/1992, όλες ό.π.  

[12]. Σημειώνεται εδώ, ότι, μετά από σχετικό ερώτημα που υπέβαλε ο Β, εκδόθηκε από το ΔΣΑ, κατατέθηκε στο Α (προς ενίσχυση του αιτήματος του Β, περί καταβολής της επίμαχης αμοιβής στην ΒΓ αντί για τον ίδιο) και τέθηκε υπ’ όψη μας (από το Α, μαζί με τα λοιπά έγγραφα της υπόθεσης), το με α/π 123/2024 γνωμοδοτικού περιεχομένου έγγραφο του Συλλόγου, το οποίο εξέτασε το ίδιο ακριβώς ζήτημα που εξετάζει και η παρούσα, καταλήγοντας –έστω και συνοπτικότερα- σε όμοιο εν πολλοίς συμπέρασμα. Ειδικότερα, ο ΔΣΑ αναφέρει στο συγκεκριμένο έγγραφο, κατά το ουσιώδες μέρος του, τα εξής, σε αυτούσια παράθεση: «Σε απάντηση του με αριθ. πρωτ. … ερωτήματός σας, ως εταίρου κατά 65% και διαχειριστή της δικηγορικής εταιρείας …, εκθέτουμε ότι ακόμη και αν δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας, περί συνέχισης της παροχής από τη νεοσύστατη εταιρεία νομικών υπηρεσιών προς διάφορους εντολείς των δικηγόρων – ιδρυτών της, εκτιμούμε ότι είναι δυνατή η αυτοδίκαιη συνέχιση της συνεργασίας με πρώην ατομικούς πελάτες των δικηγόρων, οι οποίοι δεν ασκούν πλέον ατομική δικηγορία. Η εισφορά πελατών στο νομικό πρόσωπο της εταιρείας μπορεί να γίνει με σχετική ομόφωνη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των εταίρων, ή ακόμα μέσω εκχώρησης (ΑΚ 158) ρητής, αν από την υποκείμενη σχέση προβλέπεται τύπος (ΑΠ 335/1999 ΕλλΔνη 1999. 1327, ΑΠ 902/1994 ΑρχΝ 1994) ή ακόμη μέσω άτυπης και προφορικής εκχώρησης (ΑΠ 836/1994, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) των αξιώσεων αμοιβής έναντι ατομικών πελατών, οι οποίοι καθίστανται εφεξής πελάτες της εταιρείας και τιμολογούνται από αυτήν.». Η θέση αυτή ωστόσο, έτσι όπως διατυπώνεται, ενέχει την εξής αστοχία: Ενώ αρχικά ορθά κάνει λόγο για αυτοδίκαιη συνέχιση της εκτέλεσης της εντολής από την εταιρεία, δηλαδή για de iure υποκατάσταση της εταιρείας στη θέση του εταίρου δικηγόρου έναντι του πελάτη -όπως ακριβώς υποστηρίζεται στην παρούσα- στη συνέχεια συμπλέκει εσφαλμένα με το όλο ζήτημα την «εισφορά πελατών» στην εταιρεία είτε με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων της, είτε με εκχώρηση σ’ αυτήν των αξιώσεων αμοιβής των εταίρων, παραβλέποντας, προεχόντως, ότι σε αμφότερες τις δύο τελευταίες περιπτώσεις (απόφαση συνέλευσης και εκχώρηση αμοιβών) πρόκειται για υποκατάσταση που επέρχεται ως αποτέλεσμα δικαιοπραξίας και όχι πάντως αυτοδίκαια.