Δρ. Δ. Πηλαβάκη: Η δικαστική προσφυγή του άρθρου 79 ΓΚΠΔ Αστική και δικονομική αντιμετώπιση

73
2025
01

 

Η δικαστική προσφυγή του άρθρου 79 ΓΚΠΔ

Αστική και δικονομική αντιμετώπιση

Δρ Δήμητρας Πηλαβάκη

Δικηγόρου – Μεταδιδακτορικής ερευνήτριας 

στον τομέα ιδιωτικού δικαίου ΔΠΘ

 

Σύμφωνα με την γραμματική διατύπωση του άρθρου 79 ΓΚΠΔ[1] § 1, «με την επιφύλαξη κάθε διαθέσιμης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 77[2], έκαστο υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής εάν θεωρεί ότι τα δικαιώματά του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του που το αφορούν κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού». Με βάση την § 2 του ίδιου άρθρου «η διαδικασία κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία κινείται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έχουν εγκατάσταση. Εναλλακτικά, η εν λόγω διαδικασία μπορεί να κινηθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο το υποκείμενο των δεδομένων έχει τη συνήθη διαμονή του, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία είναι δημόσια αρχή κράτους μέλους, η οποία ενεργεί κατά την άσκηση των δημόσιων εξουσιών της».

Εν πρώτοις, για την γέννηση του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων, το υ­ποκείμενο δεδομένων πρέπει να επικαλεστεί πα­ραβίαση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τον ΓΚΠΔ[3], η οποία είναι αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν κατά παράβαση του ΓΚΠΔ. 

Εν τούτοις, μπορεί να ενεργοποιηθεί αγώγιμη αξίωση του υποκειμένου δεδομένων κατά του υπευθύνου ή του εκτελούντος την επεξεργασία, εφόσον η παραβίαση μίας διάταξης του ΓΚΠΔ οδηγήσει σε παραβίαση των δικαιωμάτων του[4]. Για παράδειγμα σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης του υπευθύνου επεξεργασίας να εφαρμόσει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου «να διασφαλίζεται το κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας έναντι των κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις, το κόστος εφαρμογής και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων»[5] και συνακόλουθα δεν είναι δυνατή η πρόσβαση του υποκειμένου δεδομένων στα προσωπικά του δεδομένα, τότε παραβιάζεται το δικαίωμα πρόσβασης του βάσει του άρθρου 15 ΓΚΠΔ. Κατά συνέπεια, μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο κατά των προσβαλλόμενων, με την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψης της στο μέλλον.

 

1. Ενεργητική νομιμοποίηση 

 

Για την άσκηση της δικαστικής προσφυγής, νομιμοποιείται ενεργητικά μόνο το ίδιο το υποκείμενο δεδομένων και για την παραβίαση δικών του δικαιωμάτων. Ο ορισμός του υποκείμενου δεδομένων συνάγεται από το άρθρο 4 § 1 περ. β΄ ΓΚΠΔ, το οποίο κάνει μνεία στην έννοια των προσωπικών δεδομένων. Για την ακρίβεια, ορίζει ως προσωπικά δεδομένα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται σ’ ένα υποκείμενο δεδομένων, ήτοι σ’ ένα φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί. Επομένως, δεν είναι δυνατή η άσκησή της από νομικά πρόσωπα[6]. Η δικαστική προσφυγή στρέφεται κατά του προσώπου που προσέβαλε ένα ή και περισσότερα από τα δικαιώματά του, με αίτημα την αξίωση άρσης της προσβολής των δικαιωμάτων του και παράλειψής της στο μέλλον. 

Η ερμηνευτική προσέγγιση της φράσης «εάν θεωρεί ότι τα δικαιώματά του ….» αποτελεί βασική προϋπόθεση για την έγερση της δικαστικής προσφυγής, ενάντια στον υπεύθυνο ή εκτελούντα την επεξεργασία. Το ρήμα «θεωρεί» στο άρθρο 79 ΓΚΠΔ δεν κάνει τίποτα άλλο από το να θεμελιώνει το έννομο συμφέρον της υπάρχουσας προσβολής και κατά την άποψή μας, ο νομοθέτης περιττολογεί. Κάθε ισχυρισμός περί νομιμοποίησης ή εννόμου συμφέροντος στηρίζεται στο τι «θεωρεί» ο ενάγων ως προσβολή στο πρόσωπό του και τι αξιώνει να παραλειφθεί στο μέλλον. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξίωση παράλειψης αποσυνδεμένη από την άρση προσβολής ήτοι  η αξίωση για παράλειψη επαπειλούμενης προσβολής δεν προκύπτει από την γραμματική ερμηνεία του άρθρου 79 ΓΚΠΔ[7].

 Τέλος, από τη γραμματική ερμηνεία του νόμου, κρίνεται απαραίτητη η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων και της παραβίασης των δικαιωμάτων που απορρέουν από τον ΓΚΠΔ, καθώς τονίζεται ειδικά από τον Ευρωπαίο νομοθέτη ότι η παραβίαση των δικαιωμάτων του είναι «αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του»[8]

 

2. Βάρος απόδειξης 

 

Kατά την διατύπωση του άρθρου 5 § 2 ΓΚΠΔ «ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη και είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1», δηλαδή την τήρηση των αρχών που διέπουν την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.

Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 5 § 1 ΓΚΠΔ προβλέπονται οι κανόνες ασφαλούς τηρήσεως της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα[9] και η παραβίασή τους, θεμελιώνει την έννοια της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, υπό το πρίσμα της παραβίασης των γενικών μέτρων υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων[10]. Aναλυτικότερα, η παρανομία στοιχειοθετείται από την παραβίαση του ενδεικτικού και μη εξαντλητικού καταλόγου, κατάλληλων μέτρων λογοδοσίας, για την τήρηση των αρχών του άρθρου 5 § 1, όπως συνέστησε η Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 στην Γνώµη 3/ 2010 σχετικά µε την αρχή της λογοδοσίας [11], τα οποία θα αποτελούν «εργαλειοθήκη» για τους υπευθύνους επεξεργασίας δεδομένων. Ενδεικτικά αναφέρονται: α) η θέσπιση εσωτερικών διαδικασιών πριν από τη δημιουργία νέων εργασιών επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, β) η χαρτογράφηση διαδικασιών, ώστε να διασφαλίζεται κατάλληλη αναγνώριση όλων των εργασιών επεξεργασίας δεδομένων, και διατήρηση καταλόγου εργασιών επεξεργασίας δεδομένων, γ) ο διορισμός υπευθύνου για την προστασία των δεδομένων και άλλων προσώπων µε ευθύνη για την προστασία των δεδομένων και δ) η εφαρμογή και επίβλεψη διαδικασιών επαλήθευσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι όλα τα μέτρα όχι µόνο υπάρχουν στα χαρτιά, αλλά εφαρμόζονται και λειτουργούν στην πράξη.

Σε περίπτωση που αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ της παραβίασης των αρχών του άρθρου 5 § 1 ΓΚΠΔ και της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας, τότε επέρχεται το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Ειδικότερα, αποδεικνύεται όταν η παραβίαση των παραπάνω αρχών διαπράττεται μέσω της επεξεργασίας δεδομένων, δηλαδή η επεξεργασία αποτελεί την πράξη παράβασης[12]

Ακολούθως, στο άρθρο 5 § 2 ΓΚΠΔ, ο Ευρωπαίος νομοθέτης θεωρεί ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας, είναι σε θέση να αποδείξει την τήρηση των αρχών που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς έχει στη διάθεσή του όλα τα απαραίτητα στοιχεία, τα οποία κατά την βούληση του νομοθέτη υποχρεούται να τα προσκομίσει. Σύμφωνα με την αρχή της λογοδοσίας[13], με την οποία υιοθετήθηκε ένα μοντέλο συμμόρφωσης[14], ο υπεύθυνος επεξεργασίας επιβαρύνεται με την υποχρέωση, αφενός να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα επιμέλειας[15] προκειμένου να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του ΓΚΠΔ, αφετέρου δε να αποδεικνύει ανά πάσα στιγμή την ανωτέρω συμμόρφωσή του[16].

Ξεκινώντας από την  τοποθέτηση του Ευρωπαίου νομοθέτη στο άρθρο 5 § 2 ΓΚΠΔ, η θεωρία δέχθηκε ότι η διάταξη εισάγει αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Έτσι μετατοπίζει το βάρος απόδειξης της νομιμότητας της επεξεργασίας και της συμμόρφωσής της προς το ΓΚΠΔ στους ίδιους τους υπευθύνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες την επεξεργασία[17]. Αυτή τη θέση της, η θεωρία την υποστήριξε λόγω της ομοιότητας της ρύθμισης του άρθρου 5 § 2 ΓΚΠΔ με τα ισχύοντα επί υποχρεώσεως λογοδοσίας. Συγκεκριμένα, παραλληλίζει τη θέση του υπευθύνου επεξεργασίας σε σχέση με τον φορέα των δεδομένων με αυτή του δοσίλογου απέναντι στον δεξίλογο βάσει του άρθρου 303 εδ. β΄ ΑΚ. 

Με βάση το άρθρο 303 εδ. α΄ ΑΚ «όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει»[18]. Ως εκ τούτου, για να υλοποιηθεί η υποχρέωση για λογοδοσία, ο υπόχρεος (δοσίλογος) της υπόθεσης οφείλει να τηρήσει δύο υποχρεώσεις, όπως αυτές προβλέπονται  στο άρθρο  303 § β΄ ΑΚ[19]. Πρώτον, πρέπει να ανακοινώσει στο δεξίλογο, ήτοι στον δικαιούχο, λογαριασμό ο οποίος είναι αναγκαίο να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων και δεύτερον να επισυνάψει στον παραπάνω λογαριασμό και τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται[20]. Η λογοδοσία, μπορεί να ζητηθεί κατ’ αρχήν οποτεδήποτε, με φραγμό τις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ και 288 ΑΚ, αλλά στις ειδικές διατάξεις υπάρχει πρόβλεψη για τον χρόνο λογοδοσίας[21]

Η άποψη της θεωρίας, περί αντιστροφής τους βάρους απόδειξης, εντοπίζεται και στις αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (εφεξής ΑΠΔΠΧ)[22], όπου ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται σύμφωνα με την αρχή της λογοδοσίας (βλ. άρθρο 5 § 2 σε συνδυασμό με άρθρα 24 και 32 ΓΚΠΔ) να επιλέξει την κατάλληλη νομική βάση εκ των αναφερόμενων στο άρθρο 6 § 1 του ΓΚΠΔ, καθώς και να είναι σε θέση να αποδείξει, στο πλαίσιο της εσωτερικής συμμόρφωσης, την τήρηση των αρχών του άρθρου 5 § 1 ΓΚΠΔ. Δηλαδή, φέρει την ευθύνη απόδειξης της συμμόρφωσης της επεξεργασίας, με τις αρχές της προστασίας προσωπικών δεδομένων και το ειδικότερο καθήκον απόδειξης ότι η εν λόγω επεξεργασία, εκτελέστηκε βάσει των ασφαλιστικών νομικών δικλείδων που θέτει ο ΓΚΠΔ.

Αλλά τίθεται το εύλογο ερώτημα κατά πόσο το άρθρο 5 § 2 ΓΚΠΔ, εισάγει αντιστροφή βάρους απόδειξης. Από την αιτιολογική έκθεση αλλά και από το ίδιο το γράμμα του ΓΚΠΔ[23], η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα είναι αρνητική. Επιπλέον, από το άρθρο 303 ΑΚ, δεν προκύπτει κάτι αντίστοιχο περί αντιστροφής του βάρους απόδειξης, ούτε στη θεωρία αλλά ούτε και στη νομολογία. Άρα η θέση της θεωρίας και της ΑΠΔΠΧ περί αντιστροφής βάρους αποδείξεως είναι δικαιοπολιτική.

Επομένως, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας, έχει στη διάθεσή του, όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν, την σύννομη ή παράνομη συμπεριφορά του, σε σχέση με την διαχείριση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ανήκουν σε τρίτα πρόσωπα, διαχειρίζεται ξένη υπόθεση[24]. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 5 § 2 ΓΚΠΔ παραπέμπει στις διατάξεις περί λογοδοσίας και πιο ειδικά στο άρθρο 303 ΑΚ[25]. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, βάσει του άρθρου 5 § 2 ΓΚΠΔ, έχει την υποχρέωση να προσκομίσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες[26], που αποδεικνύουν ότι συμμορφώνεται πλήρως με την τήρηση των αρχών που προβλέπονται κατά ρητή αναφορά στο άρθρο 5 § 1 ΓΚΠΔ. Η εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσης, εφόσον δεν υπάρχει ειδική μνεία στον ΓΚΠΔ, καθορίζεται από τις γενικές διατάξεις του άρθρου 303 ΑΚ και κατά κύριο λόγο γίνεται εγγράφως[27] με πληροφορίες οι οποίες είναι σαφώς προσδιορισμένες[28], καθώς πρόκειται για δικαιολογητικά που επισυνάπτονται και αποτελούν ιδιαίτερη μορφή πληροφόρησης και με συνοδεία επαρκών αποδείξεων[29].

Συνοψίζοντας, το άρθρο 5 § 2 ΓΚΠΔ, όπως και το άρθρο 303 ΑΚ, δεν κάνει λόγο για κατανομή βάρους αποδείξεως. Απλώς επιβάλλει καθήκον πληροφόρησης. Για την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, χρειάζεται νέα προσθήκη στο άρθρο 5 § 2 ΓΚΠΔ και δεν πρέπει να γίνει δεκτή η θέση θεωρίας και ΑΠΔΠΧ περί αντιστροφής βάρους αποδείξεως.

Από το άρθρο 79 § 1 ΓΚΠΔ συνάγεται η γνήσια αντικειμενική ευθύνη του υπευθύνου ή του εκτελούντος την επεξεργασία, καθώς δεν χρειάζεται επίκληση του στοιχείου της υπαιτιότητας εκ μέρους του υποκειμένου δεδομένων απλά μετατίθεται με βάση την θεμελιωμένη αρχή της λογοδοσίας, στον εναγόμενο υπεύθυνο ή εκτελούντα την επεξεργασία, το βάρος απόδειξης της εφαρμογής των διατάξεων του ΓΚΠΔ[30].

 

3. H δικονομική μεταχείριση της αρχής της λογοδοσίας του ΓΚΠΔ

 

Η εκτέλεση των διατάξεων που πηγάζουν από το άρθρο 5 § 2 ΓΚΠΔ, γίνεται με βάση τα άρθρα 473 επ. ΚΠολΔ, όπου περιλαμβάνονται δύο στάδια. Σε πρώτο στάδιο, εφόσον ασκηθεί αγωγή με αίτημα την λογοδοσία βάσει του άρθρου 473 ΚΠολΔ[31], εκ μέρους των προσώπων στα οποία ανήκουν τα δεδομένα που διαχειρίζεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατόπιν έγερσης ζητήματος νομιμότητας της διαχείρισής τους, ερευνάται από το δικαστήριο η υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας προς λογοδοσία και σε θετική περίπτωση, υποχρεούται να προσκομίσει στο δικαστήριο πληροφορίες που να αποδεικνύουν την συνεπή τήρηση των αρχών που προβλέπονται από το άρθρο 5 § 1 ΓΚΠΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 474 ΚΠολΔ, η απόφαση που διατάζει λογοδοσία ή παράδοση καταλόγου των στοιχείων ομάδας αντικειμένων ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός ή ο κατάλογος πρέπει να κατατεθεί με τα δικαιολογητικά στη γραμματεία του δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 477 § 1 ΚΠολΔ, αν δεν κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που όρισε η απόφαση, ο λογαριασμός ή ο κατάλογος, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας ή την υποβολή του καταλόγου. Κατά αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 473, 474 και 477 § 1 ΚΠολΔ, αφού αναγνωρισθεί η ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου δεδομένων για την παροχή πληροφοριών, εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας, σχετικά με την νομιμότητα της διαχείρισης των δεδομένων του και η υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας των δεδομένων προς λογοδοσία[32], το δικαστήριο με έκδοση μη οριστικής απόφασης, διατάσσει λογοδοσία και ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία είναι απαραίτητο να κατατεθούν στη γραμματεία του Δικαστηρίου, σαφείς και ορισμένες πληροφορίες, με επαρκείς λεπτομέρειες για όλο το χρονικό διάστημα της διαχειρίσεως των εν λόγω δεδομένων από πλευράς του υπευθύνου επεξεργασίας[33]. Αυτό γίνεται για να έχει την δυνατότητα το υποκείμενο δεδομένων να ελέγξει τις παρεχόμενες πληροφορίες με σκοπό την έγκριση ή την αμφισβήτησή τους αλλά και να μπορεί το δικαστήριο να διεξάγει έρευνα, διατάζοντας αποδείξεις όπου απαιτείται σε βάρος των διαδίκων[34]. Εάν παρέλθει η οριζόμενη προθεσμία και δεν κατατεθούν οι ζητηθείσες πληροφορίες, δηλαδή δεν συμμορφωθεί προς τις επιταγές της εκδοθείσας απόφασης, αυτή γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας προς λογοδοσία[35].

Ειδικότερα, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας, δεν επιδείξει συμμόρφωση σε σχέση με την υποχρέωσή του προς λογοδοσία και δεν προσ­κομίσει τις ζητηθείσες πληροφορίες, οι οποίες και αποδεικνύουν την τήρηση από πλευράς του κάποιων από τα μέτρα που ορίζονται στην Γνώμη 3/2010 σχετικά µε την αρχή της λογοδοσίας, τότε η απόφαση που εκδόθηκε εις βάρος του, σχετικά με την υποχρέωσή του για λογοδοσία, γίνεται οριστική.

Το δεύτερο στάδιο ακολουθεί εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας συμμορφωθεί προς την μη οριστική απόφαση και καταθέσει όλες τις ζητούμενες πληροφορίες[36]. Τότε η διεξαγόμενη δίκη επέρχεται στο δεύτερο στάδιο κατά το άρθρο 475 ΚΠολΔ με τον έλεγχο των πληροφοριών που παρασχέθηκαν εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας. Η παροχή των εν λόγω πληροφοριών γίνεται με κατάθεση στη γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου και αφού συνταχθεί γι’ αυτήν σχετική έκθεση, τίθεται στον φάκελο της δικογραφίας[37]. Κατόπιν διεξαγωγής αποδείξεων, εκ μέρους του δικαστηρίου, εφόσον προκύψει ζήτημα αμφισβήτησης[38] εκδίδεται οριστική απόφαση για την παροχή τυχόν επιπλέον πληροφοριών και περατώνεται η διαδικασία[39].

 

4. Εφαρμογή του άρθρου 946 ΚΠολΔ στην αρχή της λογοδοσίας του ΓΚΠΔ

 

Εφόσον συντρέχει περίπτωση άρνησης συμμόρφωσης και τελεσιδικήσει η απόφαση, τότε για τη συμμόρφωση θα ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 946 ΚΠολΔ[40].

Αρχικά, βάσει του άρθρου 946 ΚΠολΔ «αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη, το δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την εκτελέσει τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως σε χρηματική ποινή έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ υπέρ του δανειστή και σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος»[41].

 Όπως διακρίνεται, η διάταξη του άρθρου 946 ΚΠολΔ ρυθμίζει την περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης «επί αξιώσεως η οποία συνίσταται στην επιχείρησης πράξης που χαρακτηρίζεται ως αναντικατάστατη[42]». Αναντικατάστατη πράξη θεωρείται αυτή που η εκτέλεσή της από τρίτο δεν θα έχει το ίδιο νομικό ή οικονομικό αποτέλεσμα από τον δανειστή εξαιτίας της απαίτησης ορισμένων ιδιοτήτων ή ικανοτήτων τις οποίες μόνο ο οφειλέτης διαθέτει[43]. Κάτι τέτοιο θεωρούμε ότι συντρέχει στην περίπτωση του άρθρου 303 ΑΚ, αφού είναι κρίσιμο το συμφέρον του δανειστή να επιχειρηθεί υλική πράξη από τον συγκεκριμένο οφειλέτη, εφόσον όπως προαναφέρεται στο ως άνω άρθρο, διαχειρίζεται ο ίδιος την ξένη υπόθεση[44], και κατά παρόμοια εφαρμογή στην περίπτωση λογοδοσίας του άρθρου 5 § 2 ΓΚΠΔ για την υποχρέωση λογοδοσίας εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας. 

Η παροχή των πληροφοριών ως υλική πράξη αποκλειστικά από τον υπεύθυνο επεξεργασίας προς το υποκείμενο δεδομένων κρίνεται επιτακτική, καθώς μόνο ο ίδιος είναι σε θέση να τις παράσχει εφόσον βάσει του άρθρου 4 § 7 του ΓΚΠΔ, ο υπεύθυνος επεξεργασίας καθορίζει τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, είναι ο αρμόδιος της διαχείρισής τους, συνήθως μέσω της χρήσης πληροφοριακών συστημάτων, όπου και εκτελείται η επεξεργασία τους, και ταυτόχρονα υπόχρεος προς λογοδοσία.

Σε σχέση με το αντικείμενο της εκτέλεσης, το παραπάνω άρθρο θέτει ως πρώτη προϋπόθεση την υποχρέωση προς υλική πράξη, η οποία δεν είναι δυνατόν να γίνει από τρίτο πρόσωπο. Η προαναφερόμενη υποχρέωση δύναται να πηγάζει και από την περίπτωση της λογοδοσίας του άρθρου 5 § 2 ΓΚΠΔ, καθώς η συνδρομή της εν λόγω προϋπόθεσης καθορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, αλλά και από τη φύση τη πράξης και κρίνεται από το δικαστήριο[45]. Επιπλέον η πράξη πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά από τη θέληση του οφειλέτη. Η εξάρτησή της αποκλειστικά από την αυτοπρόσωπη ενέργεια του οφειλέτη αποτελεί ζήτημα που καθορίζεται επίσης από το ουσιαστικό δίκαιο[46] και πιο συγκεκριμένα από την ειδική  διάταξη  του άρθρου 5 § 2 ΓΚΠΔ. 

 Παράδειγμα εφαρμογής του άρθρου 946 ΚΠολΔ, σχετικά με την υποχρέωση του υπευθύνου προς λογοδοσία για παροχή πληροφοριών, αποτελεί η περίπτωση της άρνησης του εργοδότη και υπευθύνου επεξεργασίας να ικανοποιήσει το αίτημα του εργαζόμενού του, ο οποίος ζητά τη χορήγηση πληροφοριών, ασκώντας το δικαίωμα ενημέρωσης του κατ’ άρθρο 12 ΓΚΠΔ για τη νόμιμη βάση επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του κατ’ άρθρο 5 ΓΚΠΔ[47]. Τα δεδομένα αυτά συλλέγονται από κλειστό σύστημα βιντεοεπιτήρησης το οποίο βρίσκεται εγκατεστημένο στους διάδρομους του χώρου της εργασίας του για τον σκοπό προστασίας αγαθών[48]. Εάν, ο εργοδότης, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, δεν επιδείξει συμμόρφωση κατόπιν έκδοσης καταψηφιστικής απόφασης εις βάρος του, με περιεχόμενο την υποχρέωσή του προς λογοδοσία, δηλαδή προς παροχή πληροφοριών για την νόμιμη βάση της επεξεργασίας των δεδομένων του, τότε με την τελεσιδικία της απόφασης, αυτή εκτελείται κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ με την συνακόλουθη προδικασία και κύρια δια­δικασία της έμμεσης εκτέλεσης, που θα αναφερθεί παρακάτω για την χρηματική ποινή και την προσωρινή κράτηση. 

Αναλυτικότερα, η καταδίκη σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση χωρεί αυτεπαγγέλτως, υποχρεωτικώς και αθροιστικώς[49]. Αμφότερα τα μέσα, αποτελούν μέσα της έμμεσης εκτέλεσης δικαστικής απόφασης για τον εξαναγκασμό του καθ’ ου η εκτέλεση υπευθύνου επεξεργασίας στην αυτούσια ικανοποίηση του δανειστή, δηλαδή στην επιχείρηση της πράξης, τα οποία χωρούν με την ίδια την αρχική απόφαση[50].

Στην περίπτωση της χρηματικής ποινής, αφού η καταψηφιστική απόφαση καταστεί τίτλος εκτελεστός κατά άρθρο 904 ΚΠολΔ, τηρείται η σχετική προδικασία για την έναρξη της κύριας διαδικασίας της έμμεσης εκτέλεσης του άρθρου 946 KΠολΔ. Ο δικαιούχος της απαίτησης, ήτοι ο εργαζόμενος, υπέρ του οποίου έχουν διαταχθεί τα μέτρα καταναγκασμού, μπορεί να λάβει απόγραφο του εκτελεστού τίτλου της καταψηφιστικής απόφασης και να κοινοποιήσει βάσει αυτού επιταγή προς εκτέλεση της πράξης (άρθρ 924 ΚΠολΔ) προς τον καθ’ ου η εκτέλεση-εργοδότη, ο οποίος πρέπει εντός του τριημέρου που εισάγει το άρθρο 926 § 1 ΚΠολΔ να προβεί εκούσια στην επιχείρηση της πράξης, δηλαδή στην παροχή των ειδικών πληροφοριών που προαναφέρθηκαν παραπάνω. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία που θέτει το ως άνω άρθρο τότε κινείται η κύρια διαδικασία με την κοινοποίηση εκ νέου νέας επιταγής για την πληρωμή της χρηματικής ποινής. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας που τίθεται στο ως άνω άρθρο, θα συνεχίσει την εκτέλεση με βάση το άρθρ. 951 § 1 ΚΠολΔ, ήτοι με την διαδικασία της κατάσχεσης της περιουσίας του καθ’ ου η εκτέλεση-εργοδότη[51], έτσι ώστε να τον αναγκάσει στην επιχείρηση της πράξης, δηλαδή στη συμμόρφωσή του με το περιεχόμενο της απόφασης[52].

Στην δε περίπτωση της προσωρινής κράτησης ως μέτρο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης εφαρμόζεται το 1047 ΚΠολΔ, χωρίς την ανάγκη συνδρομής των όρων του επιτρεπτού της προσωπικής κράτησης, όπως αναφέρονται στο παραπάνω άρθρο και ιδίως της § 1, που κάνει αναφορά στην έκδοση αποφάσεως που να επιτρέπει την προσωπική κράτηση, καθώς βάσει του άρθρ. 946 § 1 ΚΠολΔ, υπάρχει ήδη δικαστική απόφαση που δίνει την άδεια της προσωπικής κράτησης[53]. Η συγκεκριμένη ερμηνεία περί μη έκδοσης δεύτερης απόφασης που να επιβάλλει την προσωρινή κράτηση συνάγεται από την έλλειψη τέτοιας πρόβλεψης στο ίδιο το άρθρο 946 ΚΠολΔ, αλλά και από την αντίθετη ρύθμιση του άρθρου 947 ΚΠολΔ[54]. Και σ’ αυτή την περίπτωση ακολουθείται η προδικασία και η κύρια διαδικασία που προαναλύθηκε για την πληρωμή της χρηματικής ποινής και ειδικότερα με την επίδοση του απογράφου του εκτελεστού τίτλου της δικαστικής απόφασης και εν συνεχεία με την παρέλευση της τριήμερης προθεσμίας του άρθρου 926 ΚΠολΔ, με την εκ νέου επίδοση για την επιβολή της προσωπικής κράτησης[55].

 Εφόσον ο οφειλέτης-εργοδότης προβάλλει τον ισχυρισμό περί εκπλήρωσης της πράξης που του επιβλήθηκε να ενεργήσει βάσει του άρθρου 946 § 1 ΚΠολΔ έχει δικαίωμα υποβολής αντιρρήσεων, ασκώντας την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ[56]. Η συμμόρφωση του οφειλέτη και η επιχείρηση της πράξης, μπορεί να συμβεί και κατά την διάρκεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, όποτε και ακύρως συνεχίζεται τυχόν διαδικασία πλειστηριασμού η οποία είχε δρομολογηθεί από τον επισπεύδοντα δανειστή-εργαζόμενο, κατόπιν επιβληθείσας κατάσχεσης εις βάρος του οφειλέτη-εργοδότη για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων του πρώτου[57].

Επισημαίνεται ότι η χρηματική ποινή και η προσωπική κράτηση, όπως προβλέπονται στο άρθρο 946 ΚΠολΔ, δεν έχουν το χαρακτήρα αποζημιώσεως ή ποινής του ποινικού δικαίου αλλά συνιστούν μέσα έμμεσης εκτέλεσης, δηλαδή κυρώσεις δικονομικής φύσεως που είναι απαραίτητες για την κάμψη της άρνησης του οφειλέτη και έχουν ως στόχο να «εκβιάσουν ορισμένη θετική συμπεριφορά», έτσι ώστε να εκπληρώσει την υποχρέωση του υπέρ του δανειστή του.[58]. Έτσι, εάν ο οφειλέτης εκούσια προβεί στην επιχείρηση της πράξης, μετά την έναρξη της διαδικασίας έμμεσης εκτέλεσης και την πάροδο της σχετικής προθεσμίας  του άρθρου 946 § 1 ΚΠολΔ δεν δύναται ο δανειστής να επιδιώξει την είσπραξη της χρηματικής ποινής ή την προσωπική του κράτηση, όπως προαναφέρθηκε[59].

Εντούτοις, η εφαρμογή του άρθρου 946 § 1 ΚΠολΔ δεν έχει ισχύ σε περίπτωση έκδοσης απόφασης από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς όπως προκύπτει με σαφήνεια από το άρθρο 946 § 1 ΚΠολΔ (« … το δικαστήριο καταδικάζει ...») και οι άλλοι εκτελεστοί τίτλοι του άρθρου 904 § 2 ΚΠολΔ δεν μπορούν να στηρίξουν την έμμεση εκτέλεση[60].

 

5. Δωσιδικία 

 

Μέσω της γραμματικής διατύπωσης του άρθρου 79 § 2 ΓΚΠΔ, αναγνωρίζεται στο υποκείμενο δεδομένων το δικαίωμα επιλογής των δικαστηρίων ενώπιον των οποίων θα ασκήσει τη δικαστική του προσφυγή. Ειδικότερα, ορίζονται δύο επιλογές, η μία είναι η προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο οποίο διαθέτει ο καθ’ ου η προσφυγή εγκατάσταση[61] και η δεύτερη ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο οποίο το υποκείμενο των δεδομένων έχει τη συνήθη διαμονή του[62].

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να γίνει αναφορά στην αιτιολογική σκέψη 147 του ΓΚΠΔ, η οποία διευκρινίζει ότι ο ΓΚΠΔ περιέχει «ειδικούς κανόνες δικαιοδοσίας, ιδίως όσον αφορά διαδικασίες με τις οποίες ασκείται δικαστική προσφυγή, μεταξύ άλλων για αποζημίωση, κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος επεξεργασία και οι γενικοί κανόνες δικαιοδοσίας, όπως οι προβλεπόμενοι στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1215/ 2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[63] δεν θα πρέπει να θίγουν την εφαρμογή αυτών των ειδικών κανόνων». Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 79 § 2 ΓΚΠΔ ως ειδικότερες υπερτερούν έναντι της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Κανονισμού Βρυξέλλες I.

 

6. Αρμοδιότητα 

Παρότι το άρθρο 79 § 2 ΓΚΠΔ κάνει αναφορά στην διεθνή δικαιοδοσία, οι δικονομικές διατάξεις για την κατά τόπο αρμοδιότητα συμπεριλαμβάνονται και στο άρθρο 40 ν. 4624/ 2019[64], ο οποίος και παρέχει συμπληρωματικές ρυθμίσεις ως εφαρμοστικός εθνικός νόμος του ΓΚΠΔ. Με βάση την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 40 ν. 4624/2019 για την εφαρμογή του ΓΚΠΔ, είναι απαραίτητη η θέσπιση και συμπληρωματικών ρυθμίσεων για την κατά τόπο αρμοδιότητα των εθνικών (πολιτικών) δικαστηρίων. Συνακόλουθα, απαιτείται η δημιουργία μιας ειδικής δωσιδικίας της εγκατάστασης του υπεύθυνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία, καθώς δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί η δωσιδικία εθνικού (πολιτικού) δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ ούτε με βάση τη συνήθη διαμονή του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία στην Ελλάδα, αφού κατά το άρθρο 79 § 2 του ΓΚΠΔ, απαιτείται ο εναγόμενος να έχει την εγκατάστασή του στην Ελλάδα. Η πρόβλεψη ειδικής δωσιδικίας εγκατάστασης του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία είναι αναγκαία για τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες δεν θα συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της δωσιδικίας της περιουσίας (άρθρο 40 ΚΠολΔ), λόγω έλλειψης περιουσίας στην ημεδαπή, της δωσιδικίας της αδικοπραξίας (άρθρο 35 ΚΠολΔ) λόγω του ότι μία αδικοπραξία μπορεί να μην επιδρά στο εσωτερικό της χώρας. Επομένως, για την κάλυψη των παραπάνω περιπτώσεων δωσιδικίας δημιουργείται σωρευτικά μια ειδική δωσιδικία του τόπου της συνήθους διαμονής του υποκειμένου των δεδομένων[65]

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την γραμματική διατύπωση του άρθρου 40 § 1 περ. α΄ ν. 4624/ 2019 «οι αγωγές του υποκειμένου των δεδομένων κατά του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία λόγω παραβίασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων εντός του πεδίου εφαρμογής του ΓΚΠΔ ή των δικαιωμάτων του υποκειμένου που περιέχονται σε αυτόν εισάγονται στο πολιτικό δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έχει την εγκατάστασή του». Ως δεύτερη εναλακτική λύση, βάσει του άρθρου 40 § 1 περ. β΄ ν. 4624/2019 προτείνεται η εν λόγω διαδικασία να κινηθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο «το υποκείμενο των δεδομένων έχει τη συνήθη διαμονή του, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία είναι δημόσια αρχή κράτους μέλους η οποία ενεργεί κατά την άσκηση των δημόσιων εξουσιών της[66]». 

Σχετικά με την καθ’ ύλην αρμοδιότητα των δικαστηρίων, κατόπιν έλλειψης ειδικής ρύθμισης στο άρθρο 40 ν. 4624/2019, εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ.

Ανακεφαλαιώνοντας, η δικαστική προσφυγή που προβλέπεται από το άρθρο 79 ΓΚΠΔ, συμ­πληρώνεται από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού εφαρμοστικού νόμου 4624/2019 και των γενικών άρθρων του ΑΚ και ΚΠολΔ για την πλήρη προστασία του υποκειμένου δεδομένων. 

 

 


 

[1]. Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, διαθέσιμο στη διεύθυνση https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A32016R0679. Εφεξής ΓΚΠΔ.

[2]. Σύμφωνα με Κ. Κόμνιο σε Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων, 2020, σ. 66, «η δυνατότητα παράλληλης άσκησης της καταγγελίας του άρθρου 77 ΓΚΠΔ ενώπιον της εποπτικής αρχής και της δικαστικής προσφυγής του άρθρου 79 ΓΚΠΔ δύναται να προκαλέσει σημαντικά πρακτικά προβλήματα. Και τούτο διότι, έστω και αν δεν έχουν το ίδιο αντικείμενο, οι δύο διαδικασίες μπορεί να καταλήξουν σε αντιφατικά ή αλληλοσυγκρουόμενα αποτελέσματα, ενώ, εκ των πραγμάτων, διπλασιάζονται και οι διαδικαστικοί κίνδυνοι για τους καθ’ ων».

[3]. Η προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου δεδομένων, θεμελιώνεται στο άρθρο 1 § 2 ΓΚΠΔ, όπου αναφέρεται ότι «ο ΓΚΠΔ προστατεύει θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των φυσικών προσώπων και ειδικότερα το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Πρόκειται για το δικαίωμα ενημέρωσης (άρθρ. 13,14 ΓΚΠΔ), πρόσβασης (άρθρ. 15 ΓΚΠΔ), διόρθωσης (άρθρ. 16 ΓΚΠΔ), διαγραφής (άρθρ.17 ΓΚΠΔ), περιορισμού της επεξεργασίας (άρθρ. 18 ΓΚΠΔ), φορητότητας (άρθρ. 20 ΓΚΠΔ) και εναντίωσης (άρθρ. 21 ΓΚΠΔ).

[4]. Κ. Κόμνιος σε Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων, 2020, σ. 54.

[5]. Βλ. άρθρ. 32 § 1 ΓΚΠΔ.

[6]. Αιτολ. σκέψη 14 ΓΚΠΔ, Ι. Ιγγλεζάκης, Δίκαιο Πληροφορικής, 2024, σ. 488.

[7]. Αντίθετα Κ. Κόμνιος σε Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων, 2020, σ. 55, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «αναμένεται ότι το δικαίωμα εκ του άρθρου 79 § 1 ΓΚΠΔ θα ασκείται συχνά με έγερση αγωγής προς παράλειψη της εικαζόμενης παράνομης επεξεργασίας, η οποία συνεπάγεται παραβίαση των δικαιωμάτων του υποκειμένου που απορρέουν από τον Κανονισμό, όπως, επί παραδείγματι, επί επεξεργασίας χωρίς ή χωρίς επαρκή νομική βάση (άρθρο 6 ΓΚΠΔ).Το αντικείμενο της προκείμενης δίκης περιορίζεται στην εικαζόμενη παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που αφορούν το ίδιο το υποκείμενο ως αποτέλεσμα της οποίας παραβιάζονται τα δικαιώματα του υποκειμένου, που απορρέουν από τον Κανονισμό. Επίσης, στην σ. 54-55 επισημαίνει ότι «όπως με σαφήνεια συνάγεται από τη φράση «εάν θεωρεί», για την άσκηση της αγωγής του άρθρου 79 § 1 ΓΚΠΔ αρκεί η εικαζόμενη παραβίαση και, κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαία η πραγματική παραβίαση των δικαιωμάτων του υποκειμένου. Το δικαίωμα προσφυγής γεννάται ήδη από τη στιγμή που η επίμαχη παραβίαση μπορεί να προβληθεί με εύλογο τρόπο».

[8]. Βλ. Κ. Κόμνιο σε Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων, 2020, σ. 58, ο οποίος επισημαίνει ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια όταν «είτε το δικαίωμα δεν μπορεί να γεννηθεί χωρίς επεξεργασία δεδομένων, είτε όταν η παραβίαση του δικαιώματος διαπράττεται μέσω της επεξεργασίας δεδομένων, δηλαδή η επεξεργασία αποτελεί την πράξη παράβασης».

[9]. Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 ΓΚΠΔ: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα: α) υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων («νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια»), β) συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς· η περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς δεν θεωρείται ασύμβατη με τους αρχικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 § 1 («περιορισμός του σκοπού»), γ) είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία («ελαχιστοποίηση των δεδομένων»), δ) είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας («ακρίβεια»), ε) διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να αποθηκεύονται για μεγαλύτερα διαστήματα, εφόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, σύμφωνα με το άρθρο 89 § 1 και εφόσον εφαρμόζονται τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που απαιτεί ο παρών κανονισμός για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων («περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης»), στ) υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων («ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα»).

[10]. Για διευρυμένη έννοια παρανομίας Βλ. Μ. Σταθόπουλο «Γενικό Ενοχικό Δίκαιο», (2018), σ. 293, αριθ. 71, όπου αναφέρει ότι «ο παράνομος χαρακτήρας μιας πράξης υπάρχει και όταν ο δράστης παραβίασε τη γενικά απαιτούμενη από κάθε κοινωνό υποχρέωση να τηρεί την επιμέλεια που μπορεί να δείχνει ένας μέσος λογικός άνθρωπος, στο μέτρο που η επιμέλεια αυτή υπαγορεύεται από τις γενικές ρήτρες του ΑΚ και άσχετα από το αν η συμπεριφορά του δράστη συνιστά παραβίαση ειδικού απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου (οπότε δεν θα χρειαζόταν φυσικά ιδιαίτερη θεμελίωση της παρανομίας)».

[11]. Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 για την προστασία των ∆εδομένων, Γνώμη 3/2010 σχετικά µε την αρχή της λογοδοσίας, WP 173, 13 Ιουλίου 2010, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://ec.europa. eu/justice/article-29/documentation/opinion-recom­mendation/ files/2010/wp173_el.pdf, σ. 13.

[12]. Βλ. αντίστοιχα Κ. Κόμνιο σε Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων, 2020, σ. 55.

[13]. Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, 2017, σ. 91-95. Γ. Ζέκο, Διαδίκτυο & τεχνητή νοημοσύνη στο ελληνικό δίκαιο, 2022, σ. 236.

[14]. Bλ. ΑΠΔΠΧ 25/2023, 36/2021, 44/19, και 26/2019, σκέψη 8. 

[15]. Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 για την προστασία των Δεδομένων, Γνώμη 3/2010 σχετικά µε την αρχή της λογοδοσίας και αναφορά της σε ΑΠΔΠΧ 44/ 2019. 

[16]. ΑΠΔΠΧ 60/2021 (Ολομέλεια), 18/2020, 26/2019, 68/2018.

[17]. Βλ. Λ. Μήτρου, Η αρχή της Λογοδοσίας σε υποχρεώσεις του υπεύθυνου επεξεργασίας [Γ. Γιαννόπουλος, Λ. Μήτρου, Γ. Τσόλιας] σε ΓΚΠΔ, Νομική διάσταση και πρακτική εφαρμογή, 2021, σ. 265 επ.

[18]. Αναλυτικά Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο- Γενικό μέρος, 2007, σ. 219-221.

[19]. Το άρθρο 303 ΑΚ δημιουργεί ενοχή (ενοχή από τον νόμο) ανάμεσα σ’ αυτόν που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη υπόθεση και στον κύριο της υπόθεσης αυτής. Ειδικότερα, ο πρώτος (δοσίλογος) υποχρεούται να λογοδοτήσει στον δεύτερο (δεξίλογο). Βλ. αναλυτικά Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, σ. 828-829. 

[20]. Π. Φίλιος, Ενοχικό δίκαιο - Γενικό μέρος, 2011, σ. 85. 

[21]. Ν. Παπαντωνίου, «Η καλή πίστις εις το αστικόν δίκαιον», 1997, σ. 204.

[22]. ΑΠΔΠΧ 23/2023, 66/2022, 18/2020, 43/2019, 67/2018.

[23]. Βλ. αιτ. σκέψη 80, 85 και άρθρο 5 § 2 ΓΚΠΔ, όπου και γίνεται σχετική αναφορά στην λογοδοσία.

[24]. ΑΠ 707/2020 με σχόλιο: Α. Πανταζόπουλος, ΕλλΔνη (6/2021). 1165.

[25]. Το άρθρο 303 ΑΚ θέτει γενικό κανόνα που καλύπτει κάθε περίπτωση διαχείρισης ξένης υπόθεσης, σε οποιαδήποτε αιτία και αν στηρίζεται η διαχείριση, π.χ. σε δικαιοπραξία ή στον νόμο ή σε αυτόκλητη ενέργεια του διαχειριστή, Αναλυτικά Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, σ. 828-829 και σε δικονομικό πεδίο Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1986, σ. 368-370.

[26]. Βλ. αντίστοιχα με άρθρο 303 ΑΚ, Α. Κουτσουράδη, Η ροή πληροφοριών στις αστικές έννομες σχέσεις, σ. 439 επ.

[27]. Α. Κουτσουράδης, Η ροή πληροφοριών στις αστικές έννομες σχέσεις, 1998, σ. 487.

[28]. Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, σ. 831 και επιπλέον παραπομπή 98 για σχετική νομολογιακή αντιμετώπιση.

[29]. Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο- Γενικό μέρος, 2007, σ. 222-223.

[30]. Εφόσον δεν διευκρινίζεται, εφαρμόζεται αντίστοιχα η περίπτωση της ευθύνης του άρθρου 82 ΓΚΠΔ σχετικά με την αξίωση αποζημίωσης, βλ. αναλυτικά Δ. Πηλαβάκη, Τα προβλήματα διαπίστωσης της γνησιότητας της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής και η ευθύνη των παρόχων των υπηρεσιών της, Η αστική ευθύνη τους βάσει του ΓΚΠΔ, (GDPR), 2021, σ. 115 επ.

[31]. Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμ. 1, 2000, σ. 837. ΑΠ 977/1997 Ελλ Δνη (1/1998). 109- 110.

[32]. Βλ. αντίστοιχα ΑΠ 42/1999, ΕΕΝ (2000). 37. ΕφΘ 185/1998, ΕλλΔνη (6/1998). 1389-1390. 

[33]. Ι. Δεληκωστόπουλος, Η αναζήτηση της αλήθειας στην πολιτική δίκη, 2016, σ. 230. ΑΠ 707/2020 Α1 Τμ. - σχόλιο: Α. Πανταζόπουλος, ΕλλΔνη (6/2021).  1165-1670. ΑΠ 1122/2006,ΤΝΠ Νόμος. ΕφΘ 1550/2012, ΕπΠολΔ (6/2013). 808-810. ΑΠ 934/1995 ΝοΒ (1997). 1106.

[34]. Ι. Κατράς, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Νομολογία, 2023, σ. 668.

[35]. Βλ. Ι. Κατράς, «Αγωγές, Αιτήσεις και Ενστάσεις Ενοχικού Δικαίου Αστικού Κώδικα», 2018, σ. 274-277. ΑΠ 707/2020, ΕφΑθ 2041/2021 ΤΝΠ Νόμος. ΕφΘ 1550/2012, ΕΠολΔ, (6/2013). 808-810. ΕφΑθ 8553/2004, ΕλλΔνη (1/2006) , σ.  258- 259.

[36]. ΑΠ 1122/2006, ΤΝΠ Νόμος. ΑΠ 402/1996 Ελλ Δνη (2/1998). 360-361, ΕφΘ 185/1998, ΕλλΔνη (6/1998). 1389-1390.

[37]. Βλ. 475 § 1 ΚΠολΔ. ΕφΘ 25/1991 Αρμ (1991). 168. ΠΠρΘ 33410/1997, Αρμ (1998). 480.

[38]. Βλ. 475 § 2 ΚΠολΔ. ΑΠ 402/1996, ΕλλΔνη (2/ 1998). 360-361. ΠΠρΘ 4707/2018 ΤΝΠ Νόμος.

[39]. ΠΠρΑθ 1641/2015 ΤΝΠ Νόμος. 

[40]. Αντίστοιχα με άρθρ. 303 ΑΚ, Απ. Γεωργιάδης, «Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα», Τόμος Ι, 2010, άρθρ. 303, σ. 101, αριθ. 12. Κ. Κεραμεύς, Αστικό δικονομικό δίκαιο, 1986, σ. 370. ΑΠ 42/1999 ΕΕΝ (2000). 37. ΑΠ 934/1995 ΤΝΠ Νόμος. 

[41]. Βλ. αναλυτικά Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ -Αναγκαστική εκτέλεση, 2021, άρθρ. 946, σ. 305-309.

[42]. Ι. Τέντες, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2019, σ. 155. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, τόμ. 2α, 2018, σ. 60.

[43]. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο αναγκαστικής εκτελέσεως, 2022, σ. 383-385.

[44]. Βλ. Ν. Νίκα, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙ, 2024, σ. 48-49 αριθ. 16, όπου υπογραμμίζει ότι «θα πρέπει να θεωρηθεί επιτρεπτή η εφαρμογή του άρθρου 946 όταν για νομικούς ή πραγματικούς λόγους είναι αδύνατη η αποσύνδεση των εννόμων συνεπειών της οφειλόμενης … οιωνεί δήλωσης βουλήσεως από τη φυσική επιχείρηση της.. Αυτό συμβαίνει … με τις αξιώσεις … λογοδοσίας». 

[45]. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, τόμ. 2α, Ειδικό Μέρος, 2018, σ. 62. Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, τομ. 2, 1979, σ. 616.

[46]. Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙ, 2024, σ. 51.

[47]. Βλ. άρθρ. 13 § 1 περ. γ΄ ΓΚΠΔ.

[48]. Βλ. Οδηγία 1/2011 σχετικά με την χρήση συστηµάτων βιντεοεπιτήρησης για την προστασία προσώπων και αγαθών, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.dpa.gr/sites/default/files/2020-01/O­DIGIA_CCTV_FINAL_1_2011.PDF και Ομάδα εργασίας του άρθρου 29, Γνώμη 2/2017 σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων στην εργασία, WP 249, 8 Ιουνίου 2017.

[49]. Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2021, άρθρ. 946, σ. 306-307. Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, τομ. 2, 1979, σ. 615.

[50]. Αναλυτικά Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, τόμ. 2α, 2018, σ. 60, όπου τονίζει ότι «… η ανάγκη εκδόσεως και περαιτέρω μελλοντικών αποφάσεων για τη βεβαίωση της κάθε μελλοντικής αρνήσεως της υποχρεώσεως για την επιχείρηση αναντικατάστατης υλικής πράξης δεν συμβιβάζεται με το σκοπό του άρθρου 946 § 1 που επιδιώκει να εγκαθιδρύσει άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο αναγκαστικής εκτελέσεως». Την ίδια σε παραπ. 103, σ. 60 για την διαφορετική άποψη Κ. Μπέη σε Δ (35/2004). 1020 επ. ΑΠ 966/2009 ΤΝΠ Νόμος. ΑΠ 15/2000, ΝοΒ (2004). 1415.

[51]. Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2021, άρθρ 946, σ. 308. Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, τομ. 2, 1979, σ. 619. ΑΠ 193/2014, ΝοΒ (2014). 1644-1645. 

[52]. Βλ. Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, τομ. 2, 1979, σ. 621, όπου υπογραμμίζει ότι «η χρηματική ποινή, τυχόν καταβληθείσα εκουσίως δεν επιστρέφεται, εάν ο οφειλέτης, εξαναγκασθείς δια προσωπικής κρατήσεως προβή εις την εκτέλεσιν της πράξεως».

[53]. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο αναγκαστικής εκτελέσεως, 2022, σ. 411 επ.

[54]. Λ-Μ. Πίψου, Αναγκαστική εκτέλεση για παράλειψη ή ανοχή πράξεως,1992, σ. 475. ΟλΑΠ 2/1995, ΕλλΔνη (3/1995). 583-5. ΑΠ 255/ 2005 ΕλλΔνη (5/2006). 1403-5. ΑΠ 1167/1999. ΕφΑθ 8860/2006 ΕλλΔνη, (3/2007). 886-887.

[55]. Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2024, σ. 48-49. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο αναγκαστικής εκτελέσεως, 2022, σ. 386.

[56]. Ι. Τέντες. Αναγκαστική Εκτέλεση,2019, σ. 160. 

[57]. Βλ. Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, τομ. 2, 1979, σ. 620.

[58]. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, τόμ. 2α, Ειδικό Μέρος, 2018, σ. 64-65.

[59]. Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2024, σ. 63.

[60]. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, τόμ. 2α, Ειδικό Μέρος,2018, σ. 62.

[61]. Για έννοια εγκατάστασης βλ. αιτ. σκέψη 22 ΓΚΠΔ, όπου δίνεται ένας ευρύτερος ορισμός της και ειδικότερα ορίζεται ότι «η εγκατάσταση προϋποθέτει την ουσιαστική και πραγματική άσκηση δραστηριότητας μέσω σταθερών ρυθμίσεων. Από αυτή την άποψη, ο νομικός τύπος των ρυθμίσεων αυτών, είτε πρόκειται για παράρτημα, είτε για θυγατρική με νομική προσωπικότητα, δεν είναι καθοριστικής σημασίας». 

[62]. Για έννοια συνήθους διαμονής, βλ. ό.π. σ. 71-74.

[63]. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, διαθέσιμος στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/ ALL/?uri=CELEX%3A32012R1215.

[64]. N. 4624/2019, ΦΕΚ 137/Α/29.8.2019, «Αρχή Προ­στασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα ε­φαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις».

[65]. Βλ. αιτ. έκθεση ν. 4624/2019, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.hellenicparlia ment. gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/O­DHGIA.pdf

[66]. Άρθρ. 40 § 2 ν. 4624/2019.