Ν. ΝΑΚΗ: «Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 632 ΚΠολΔ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 933 ΚΠολΔ – ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΩΡΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥΣ» από το Λάμπρο Κιτσαρά
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Γ. ΝΑΚΗ
«Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 632 ΚΠολΔ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ
ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 933 ΚΠολΔ – ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΩΡΕΥΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥΣ»
Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Σειρά Δικονομικών μελετών, Δεκέμβριος 2023, σ. 253 +
Τα ζητήματα που αναφύονται από τη σωρευτική ή και τη διαδοχική απλώς άσκηση των δύο ανακοπών, καίτοι διαχρονικά και πάντοτε επίκαιρα, δεν είχαν τύχει μέχρι σήμερα αυτοτελούς μονογραφικής επεξεργασίας. Η υφιστάμενη βιβλιογραφία ασχολείται κατά βάσιν με τη σωρευτική άσκηση των ένδικων αυτών βοηθημάτων, προκειμένου να αντιμετωπίσει μεμονωμένα ζητήματα, όπως είναι λ.χ. η διαδικασία εκδίκασης των δύο ανακοπών και οι επιμέρους διαφοροποιήσεις της (βλ., ενδεικτικά, άρθρ. 933 § 5 ΚΠολΔ για την παραχρήμα απόδειξη στην ανακοπή του άρθρ. 933, την απαγόρευση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στην ανακοπή του άρθρ. 933, τον κίνδυνο σύγχυσης λόγω της εν μέρει παραδεκτής άσκησης ανακοπής ερημοδικίας και παράλληλα έφεσης κατά της ίδιας απόφασης, τη διερεύνηση της δυνατότητας συνεκδίκασης των δύο ανακοπών σε ανώτερο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο κ.λπ.).
Ο συγγραφέας προσεγγίζει με συστηματικό τρόπο τα ζητήματα που εμφανίζονται στην περίπτωση τόσο της σωρευτικής όσο και της διαδοχικής άσκησης των δύο ανακοπών, και προτείνει λύσεις σύμφωνες με την αρχή της οικονομίας της δίκης.
Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο ο σ. παραθέτει τα χαρακτηριστικά εκάστης ανακοπής, την ιστορική καταγωγή τους και τη συνταγματική τους θεμελίωσή στο άρθρ. 20 Σ. Περαιτέρω, εμβαθύνει στη σχέση των δύο ανακοπών προς τη γενική ανακοπή του άρθρ. 583, προσεγγίζει την προβληματική του αντικειμένου της δίκης τους, την τήρηση της αρχής της προδικασίας μόνο με την άσκηση πρόσθετων λόγων, καθώς και την απαγόρευση προβολής οψιγενών ισχυρισμών στην ανακοπή του άρθρ. 632. Στο ίδιο κεφάλαιο, ο σ. αναλύει την προβληματική της ύπαρξης ρήτρας για την επίλυση της διαφοράς με διαιτησία ή διαμεσολάβηση, της διάθεσης του αντικειμένου της δίκης με συμβιβασμό, την παραίτηση από το δικαίωμα, την αποδοχή (ρητή ή σιωπηρή) της ανακοπής και, τέλος, της θεμελίωσης διεθνούς δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των δύο ανακοπών.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο σ. ερευνά την προϋπόθεση του έννομου συμφέροντος για την άσκηση των δύο ανακοπών και των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης. Για τον σκοπό αυτό ο σ. εξετάζει τη φύση (τη λειτουργία) της διαταγής πληρωμής, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν αποτελεί μόνο εκτελεστό τίτλο, αλλά και δικαιοδοτική πράξη. Το κεφάλαιο κλείνει με εξέταση των δικονομικών ζητημάτων που ανακύπτουν στην περίπτωση της παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης μίας εκ των δύο ανακοπών ή αποδοχής της μίας εξ αυτών και την επίδρασή τους στη δικονομική πορεία της άλλης, τόσο εάν έχουν ασκηθεί σωρευτικά, όσο και διαδοχικά.
Το τρίτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση για την άσκηση των δύο ανακοπών και στη συμμετοχή τρίτων στις σχετικές δίκες. Ο σ. συγκρίνει τον κύκλο των ενεργητικά και παθητικά νομιμοποιούμενων προσώπων στις δύο περιπτώσεις, διαπιστώνοντας ότι ο κύκλος των νομιμοποιουμένων προσώπων στην ανακοπή του άρθρ. 933 είναι ευρύτερος, διότι σε αυτά συμπεριλαμβάνονται, στην μεν ενεργητική νομιμοποίηση ο τρίτος-επιτασσόμενος στην καταβολή του ποσού και ο τρίτος ενυπόθηκος κύριος και νομέας, στη δε παθητική νομιμοποίηση ο ειδικός διάδοχος της απαίτησης. Ακολούθως, εξετάζει ζητήματα απλής και αναγκαστικής ομοδικίας κατά τη σωρευτική και διαδοχική άσκηση των ανακοπών, τη δυνατότητα άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης από δεσμευμένο από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα τρίτον, καθώς και το απαράδεκτο της άσκησης κύριας παρέμβασης και παρεμπίπτουσας αγωγής στις δίκες αυτές.
Στο τέταρτο κεφάλαιο ο σ., μετά από μία σύντομη ιστορική αναφορά στις ρυθμίσεις για την καθ’ υλην αρμοδιότητα για την άσκηση εκάστης ανακοπής, αναλύει την ισχύουσα ρύθμιση για την καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους, επισημαίνει τα δικονομικά φαινόμενα προβλήματα που συχνά ανακύπτουν λόγω της άσκησης της ανακοπής του άρθρου 632 και στο πολυμελές πρωτοδικείο, ενώ αυτής του άρθρ. 933 στο μονομελές, εξετάζει δε τη δυνατότητα σωρευτικής άσκησης των δύο ανακοπών στη βάση της δωσιδικίας της συνάφειας κατ’ άρθρ. 31 § 3 ΚΠολΔ, καθώς και της παραπομπής της ανακοπής του άρθρ. 933 στο πολυμελές πρωτοδικείο, όταν αυτή στρέφεται μόνο κατά της επιταγής προς πληρωμή και δεν έχει διενεργηθεί άλλη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης.
Στο πέμπτο κεφάλαιο ο σ. εξετάζει την κατά τόπο αρμοδιότητα για την άσκηση εκάστης, με τις διακρίσεις στην περίπτωση που δεν έχουν ή έχουν διενεργηθεί άλλες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, και τα δικονομικά ζητήματα που προκύπτουν στην περίπτωση της σωρευτικής και της διαδοχικής άσκησής τους. Ο σ. προτείνει, με διεξοδική επιχειρηματολογία, τη σωρευτική άσκηση των δύο ανακοπών ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, ακόμη και εάν έχει επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του οφειλέτη, εκτός της περίπτωσης που αυτό αποτελεί την κύρια κατοικία και ευρίσκεται σε άλλη δικαστική περιφέρεια. Περαιτέρω, στην περίπτωση της διαδοχικής άσκησης των δύο ανακοπών σε διαφορετικά δικαστήρια, ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο στρεψοδικίας με την κατάτμηση της ίδιας, ουσιαστικά, διαφοράς σε διαφορετικά δικαστήρια, υπέρ της παραπομπής της ανακοπής του άρθρ. 933, ανεξάρτητα εάν έχει ασκηθεί πριν ή μετά την άσκηση της ανακοπής του άρθρ. 632, στο δικαστήριο που εκκρεμεί η ανακοπή του άρθρ. 632 λόγω συνάφειας.
Στο έκτο κεφάλαιο της μελέτης εξετάζεται η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής του άρθρ. 632, η προθεσμία και οι προϋποθέσεις άσκησης της ανακοπής του άρθρ. 633, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής του άρθρ. 933, εντοπίζεται η κοινή δικονομική φύση των προθεσμιών αυτών, καθώς επίσης οι μεταξύ τους ομοιότητες και διαφορές, και επισημαίνονται τα ζητήματα που γεννώνται από τη διαδοχική άσκηση των δύο ανακοπών στη συνηθέστερη περίπτωση της επίδοσης της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή, όπως το δεδικασμένο αλλά και η στρεψόδικη κατάτμηση της διαφοράς, προτείνεται δε η λύση της παραπομπής της ανακοπής του άρθρ. 933 στη δικάσιμο της ανακοπής του άρθρ. 632 για τη συνεκδίκασή τους λόγω συνάφειας.
Στο επόμενο κεφάλαιο ο σ. εξετάζει τη διαδικασία εκδίκασης των δύο ανακοπών, η οποία είναι αυτή των περιουσιακών διαφορών. Αναλύει όμως και ορισμένα ειδικότερα ζητήματα, όπως την εφαρμογή του άρθρ. 622 Β στις δύο ανακοπές, την προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων, την προθεσμία για τον προσδιορισμό δικασίμου και της έκδοσης οριστικής απόφασης, την επίδραση διακοπτικών γεγονότων σε περίπτωση απλής και αναγκαστικής ομοδικίας, την ερημοδικία του ανακόπτοντος και του καθ’ ου κατά τη συζήτηση εκάστης ανακοπής, καθώς και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών των διαδίκων.
Στο όγδοο κεφάλαιο εξετάζονται από τον σ. οι λόγοι των δύο ανακοπών σε συνδυασμό προς το αντικείμενο της δίκης τους, οι οποίοι (λόγοι) δύναται μεν να είναι κοινοί, όταν όμως προβάλλονται στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρ. 933 υπόκειται στους περιορισμούς του δεδικασμένου και του αποκλεισμού κατ’ άρθρ. 330 & 933 § 4, της παραχρήμα απόδειξης (άρθρ. 933 § 5) και της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι (άρθρ. 935). Εξετάζεται επίσης το δικονομικό πλαίσιο της άσκησης πρόσθετων λόγων στις δύο ανακοπές τόσο στη σωρευτική όσο και στη διαδοχική άσκησή τους. Στο κεφάλαιο αυτό αναλύεται επίσης η αρχή του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρ. 933 και η εφαρμογή της ή μη στην περίπτωση της διαδοχικής άσκησης των ανακοπών των άρθρ. 632 & 933, όπου ο συγγραφέας λαμβάνει τη θέση ότι η εκ του άρθρ. 933 § 5 υποχρέωση παράθεσης όλων των λόγων ανακοπής, δεν συντρέχει όταν εξετάζεται το δικόγραφο της ανακοπής του άρθρ. 933 σε σχέση με αυτό της ανακοπής του άρθρ. 632, αλλά ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να προβάλλει με την ανακοπή του άρθρου 933 λόγους που στρέφονται κατά της απαίτησης και της διαταγής πληρωμής, ακόμη και εάν είχαν γεννηθεί κατά τον χρόνο συζήτησης της ανακοπής του άρθρ. 632. Στο ίδιο κεφάλαιο, εξετάζονται ειδικότεροι λόγοι των δύο ανακοπών, όπως η ένσταση συμψηφισμού, η οποία όταν προτείνεται ως λόγος ανακοπής του άρθρ. 933 (κυρίως ως οψιγενής ισχυρισμός), πρέπει να αποδεικνύεται μόνο από έγγραφα ή ομολογία. Αναλύεται επίσης η υποχρέωση του βέβαιου και εκκαθαρισμένου της απαίτησης ως λόγος της ανακοπής του άρθρ. 632 και ως αντίστοιχος λόγος της ανακοπής του άρθρ. 933. Έτι περαιτέρω, ο συγγραφέας τάσσεται υπέρ της συμπλήρωσης της παραγραφής της απαίτησης εν επιδικία κατά τη δικαστική διαδρομή της ανακοπής του άρθρ. 632 και την παραδεκτή προβολή της ένστασης αυτής στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρ. 933. Τέλος, ο συγγραφέας προβαίνει σε διάκριση των περιπτώσεων καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και τη διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, προβαίνοντας σε αντίστοιχη υπαγωγή τους ως λόγους της ανακοπής του άρθρ. 632 και αντίστοιχα του άρθρ. 933.
Το ένατο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην εξέταση του ενδεχομένου δημιουργίας εκκρεμοδικίας από τη διαδοχική άσκηση των δύο ανακοπών. Ο συγγραφέας λαμβάνει αρνητική θέση και προτείνει την κατ’ άρθρ. 249 αναστολή εκδίκασης της ασκηθείσας μεταγενεστέρως ανακοπής.
Στο ενδέκατο κεφάλαιο εξετάζονται τα ζητήματα που ανακύπτουν από την έκδοση οριστικής απόφασης σε κάθε ανακοπή. Εν συνεχεία, στο επόμενο κεφάλαιο εξετάζονται ζητήματα ερημοδικίας, και ακολούθως, στα κεφάλαια 13-15 εξετάζονται τα ζητήματα που αναφύονται κατά την άσκηση ενδίκων μέσων. Η μελέτη κλείνει με εκτενή συμπεράσματα.
Συνολικά, πρόκειται για μία πολύ αξιόλογη μελέτη από έναν ήδη έμπειρο δικηγόρο της πράξης, η οποία καλύπτει όλα τα κρίσιμα δικονομικά ζητήματα, που ανακύπτουν από τη σωρευτική και διαδοχική άσκηση των δύο ανακοπών, και διαλέγεται με κριτικό πνεύμα και επιστημονικό θάρρος με την επιστήμη και τη νομολογία.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΙΤΣΑΡΑΣ
Καθηγητής Αστικού & Δικονομικού Δικαίου ΔΠΘ