ΣΠ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ: «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ, Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ;» από τον Ευάγγελο Παπαηλία

73
2025
01

 

ΣΠΥΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

«ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ, Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ;»

Εκδ. ΕΥΡΑΣΙΑ, Ιούνιος 2024, σ. 174

 

Το βιβλίο του καταξιωμένου πλέον Συνταγματολόγου κυρίου Σπύρου Βλαχόπουλου πραγματεύεται ένα από τα ζητήματα που ταλανίζουν τη δημόσια σφαίρα και δεν είναι άλλο από την πολιτική ορθότητα. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι ένα εξελισσόμενο φαινόμενο που κατά τα λεγόμενα του ιδίου «είναι δύσκολο αλλά είναι αναγκαίο να το συζητάς». Προς επίρρωση της ρήσης αυτής και παρά το γεγονός ότι όσοι την εμπνεύστηκαν είχαν αγαστές προαιρέσεις, η εξέλιξη της πολιτικής ορθότητας μέσα από τον πολιτικό και νομικό διάλογο σημαδεύτηκε με κοινωνικές έριδες και ιδεολογικό χάσμα. 

Πρόκειται, δε, για ένα ζήτημα το οποίο συχνά κατακλύζει την νομική και κοινωνική επικαιρότητα με την αυξανόμενη δυναμική του τόσο στο εξωτερικό όσο και στη χώρα μας. Η δυναμική αυτή διείγειρε το ενδιαφέρον και της νομικής επιστήμης για τον καθορισμό του περιεχομένου μιας έννοιας με χαώδεις προεκτάσεις και ασαφή «νομικά» όρια. Το «κενό» αυτό κατάφερε να διαγνώσει ο καθηγητής μου επιλέγοντας τον εξαιρετικά ευσύνοπτο και μεστό τίτλο για το έργο του «Πολιτική ορθότητα. Η σύγχρονη λογοκρισία;».

Η ύλη του έργου που παρουσιάζεται εδώ αποτελείται από τον Πρόλογό του (σ. 9-11) και διαιρείται σε έξι κεφάλαια, ενώ στο τέλος του παρατίθεται πλούσια και εκτενής ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία (σ. 151-172). 

Το πρώτο κεφάλαιο (σ. 15-22) του παρόντος πονήματος ασχολείται με την έννοια της ορθότητας και τη θέση της στη νομική επιστήμη, χωρίζεται σε δύο παραγράφους, όπου στη μεν πρώτη εξηγείται για ποιο λόγο η ορθότητα κυριαρχεί αντί της αλήθειας στη νομική επιστήμη, στη, δε, δεύτερη επιχειρηματολογείται για ποιο λόγο έχει αναχθεί ως κεντρική έννοια του δικαίου.

Με το δεύτερο κεφάλαιο (σ. 23-51) ο συγγραφέας φωτίζει τον όρο της πολιτικής ορθότητας και τα χαρακτηριστικά της. Ειδικότερα, στην πρώτη παράγραφο εκτίθενται η έννοια, η ιστορική εξέλιξη και οι προσεγγίσεις των υποστηρικτών και εχθρών της πολιτικής ορθότητας, στη δεύτερη παρατίθενται τα ιδεολογικά ερείσματά της, στην τρίτη η επίδρασή της στη χρήση της γλώσσας, ενώ στην τέταρτη εξηγείται η σχέση της με τις πολεμικές συρράξεις.

Στο τρίτο και μακροσκελέστερο κεφάλαιο (σ. 53-123), το οποίο διαιρείται σε τρεις μεγάλες παραγράφους που υποδιαιρούνται σε επιμέρους υποπαραγράφους, ο συγγραφέας αναδεικνύει τη συνταγματική διάσταση της πολιτικής ορθότητας η οποία πλέον έχει καταστεί ένα σύνθετο «συνταγματικό πρόβλημα». Ως εκ τούτου, επιλέγει να αναλύσει την διαρκή συρρίκνωση του πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων λόγω της ισχύος της πολιτικής ορθότητας, η οποία βέβαια στερείται νομικής κανονιστικότητας. Ειδικότερα, η μεν πρώτη παράγραφος αναφέρεται στην επίδραση της πολιτικής ορθότητας στην ελευθερία της έκφρασης, η δε, δεύτερη στην διείσδυσή της στον ακαδημαϊκό χώρο και στην έντασή της με την ακαδημαϊκή ελευθερία, ενώ η τρίτη στη σύγκρουσή της με την «ανεπιφύλακτη» καλλιτεχνική ελευθερία. 

Στο τέταρτο κεφάλαιο (σ. 125-130) παρουσιάζονται οι δύο μορφές της πολιτικής ορθότητας, ήτοι αυτή που αφορά σε ορισμένα πρόσωπα λόγω των θέσεων τους και αυτή που αφορά σε απαγορευτικές λέξεις για θέματα με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις.

Στο πέμπτο κεφάλαιο (σ. 131-135) επεξηγείται η σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ της πολιτικής ορθότητας και της ανόδου του λαϊκισμού, καθώς οι αυστηροί «κανόνες» που θέτει έχουν καταστεί εργαλείο πολιτικής ανόδου ορισμένων ομάδων συγκεκριμένου ιδεολογικού προσανατολισμού. 

Το έκτο και καταληκτικό κεφάλαιο (σ. 136-149) φέροντας τη μορφή επιλόγου διαιρείται σε δύο παραγράφους και περιέχει ορισμένες καταληκτικές παρατηρήσεις και παραδοχές γύρω από την πολιτική ορθότητα. Στη μεν πρώτη προάγεται ο σεβασμός και η φιλικότητα στο συνάνθρωπο έναντι της πολιτικής ορθότητας, στη, δε, δεύτερη ο καθηγητής καταλήγει ότι η αμοιβαία ανεκτικότητα συνιστά το κρίσιμο στοιχείο πραγμάτωσης των σκοπών, που υπηρετούσε στο παρελθόν η πολιτική ορθότητα. 

Η προσφορά του πονήματος αυτού στην επιστήμη του δικαίου είναι βαρυσήμαντη, διότι ο συγγραφέας επιχειρεί συστηματικά και με επιστημονική αρτιότητα για πρώτη φορά στην εγχώρια έννομη τάξη να προσεγγίσει με νομικά εργαλεία και να οριοθετήσει την έννοια της πολιτικής ορθότητας, η οποία, αναντίλεκτα, έχει και νομικές καταβολές. Η καινοτομία που χαρακτηρίζει το έργο αυτό έγκειται ιδίως στην ανάδειξη των συνταγματικών πτυχών τις οποίες αγγίζει ο όρος αυτός δοθέντος ότι, καίτοι δεν ενέχει ψήγμα κανονιστικότητας, αποτελεί έναν άγραφο κοινωνικό κανόνα, που συρρικνώνει το κανονιστικό πεδίο θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία της έκφρασης ή η ακαδημαϊκή ελευθερία. 

Η, δε, έρευνα του συγγραφέα τυγχάνει πολυεπίπεδη, πολυδιάστατη και πλουραλιστική αναδεικνύοντας ότι η πρόοδος της νομικής επιστήμης όχι απλώς εδράζεται, αλλά και προαπαιτεί την ώσμωση με άλλες επιστήμες. Την ανάγκη αυτή διέγνωσε ο καθηγητής μου, κύριος Βλαχόπουλος, προκειμένου να προσδιορίσει μια καταρχήν εξωνομική έννοια με τη χρήση βιβλιογραφίας και από τις λοιπές ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες έχουν ήδη προσεγγίσει την πολιτική ορθότητα ως προς την πολιτική, κοινωνική και ιστορική της διάσταση.

 

Κατά τον Γάλλο φιλόσοφο Μοντεσκιέ «Πρέπει να μελετήσει κανείς πολλά για να ξέρει λίγα». Πράγματι, ο καθηγητής μου μέσα από την ανάγνωση και τριβή με πολλά έργα και κείμενα, όπως μαρτυρούν και οι πολυάριθμες παραπομπές, κατάφερε με εύληπτο και γλαφυρό λόγο να μας αποδώσει συνοπτικά τις γνώσεις και την οπτική του γύρω από ένα ζήτημα άγνωστο και υποτιμημένο από την ίδια την επιστήμη μας. Είθε τα πολλαπλά ακαδημαϊκά, δικηγορικά και εν γένει επιστημονικά καθήκοντά του να μην αποτελέσουν τροχοπέδη στη μελλοντική συγγραφή παρόμοιων έργων, που έχουν τόσα πολλά να συνεισφέρουν στην εξέλιξη της νομικής επιστημονικής κοινότητας.

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΗΛΙΑΣ