Μονομελούς Εφετείου Αθηνών 5221/2024
Μονομελές Εφετείο Αθηνών
Αριθ. 5221/2024
Δικαστής: Α. Μακρυγεώργου, Εφέτης
Δικηγόροι: Α. Ματθαίου, Β. Βασιλάκου, Β. Κατσιαμπούρα, Α. Κίσσα, Ι. Μεγαλούδης
Το αγωγικό αίτημα για έκδοση (ορθής) βεβαίωσης από τον εργοδότη, ώστε να εισπραχθεί από τον εργαζόμενο με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ένα εφάπαξ ποσό από το Ελληνικό Δημόσιο, μετά την ιδιωτικού δικαίου καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, αφορά διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών και όχι των διοικητικών δικαστηρίων. Στη σύμβαση δανεισμού μισθωτού μόνο ο αρχικός εργοδότης δικαιούται να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού και στην καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Για τον υπολογισμό της καταβλητέας από τον αρχικό εργοδότη αποζημίωσης απολύσεως λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, και οι τυχόν πρόσθετες αμοιβές που έχουν καταβληθεί στο μισθωτό από τον δευτερογενή εργοδότη κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο και είναι συμφυείς με το αντικείμενο και τη φύση της εργασίας του εργαζομένου. Η διάσπαση (κατάτμηση) της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων και των μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου δεν απαλλάσσουν τον αρχικό εργοδότη από τη συμπερίληψη στην αποζημίωση απόλυσης των αποδοχών του μισθωτού είτε αυτές προέρχονται από τον αρχικό, είτε τον δευτερογενή εργοδότη (Άρθρα 14 Α ν. 3429/2005, 93 § 1 και 94 Σ, 1 ΚΠολΔ, ν. 1406/1983, 105 και 106 ΑΚ, ν. 3717/2008 ν. 3871/2010, 361, 648, 649, 653 ΑΚ, 3 § 2 εδ. α΄ ν. 2112/1920, 1 ν. 3198/ 1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως που κυρώθηκε με τον ν. 3248/1955, 57, 59, και 299 ΑΚ, 946 ΚΠολΔ).
[…] III. Στην ένδικη υπόθεση, η ενάγουσα και ήδη καλούσα - εκκαλούσα, με την από 14.12.2018 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκε τα εξής: Ότι, την 8.2.1989 προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οικονομολόγος, από την εταιρεία με την επωνυμία "ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ ΑΕ", μετονομασθείσα σε «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ -ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΕ» (δεύτερη εναγομένη), και από την 12.5.2004 μετακινήθηκε, λόγω δανεισμού της, στην εταιρεία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΑΕ» (πρώτη εναγομένη) όπου εργάσθηκε ως Επικεφαλής του Οικονομικού Κλάδου της. Ότι, κατά τη διάρκεια απασχόλησής της με βάση τη σύμβαση δανεισμού, η δεύτερη εναγομένη, αρχική εργοδότρια, συνέχισε να της καταβάλλει τις μηνιαίες αποδοχές της, η δε πρώτη εναγομένη της κατέβαλλε, από 12.7.2004, επίδομα θέσης ευθύνης. Ότι, αμφότερες οι ανωτέρω εναγόμενες εταιρείες τέθηκαν, από 2.10.2009, σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης δυνάμει του άρθρου 14Α του ν. 3429/2005, ειδική δε εκκαθαρίστρια ορίστηκε η τρίτη εναγομένη. Ότι, η ως άνω εκκαθαρίστρια, την 10.7. 2017 κατήγγειλε τη σύμβαση δανεισμού της και, ακολούθως, την 12.7.2017 κατήγγειλε αζημίως τη σύμβαση εργασίας της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14Α του ν. 3429/2005. Ότι, αυτή δικαιούταν, επομένως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 4 του ν. 3717/2008 εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης, και, προκειμένου να υποβάλλει τα σχετικά έγγραφα στον ΟΑΕΔ, αιτήθηκε από την εκκαθαρίστρια την έκδοση της σχετικής βεβαίωσης, η οποία, όμως, της χορήγησε βεβαίωση ανακριβή, η οποία ταυτόχρονα περιείχε και αίρεση, ήταν, δηλαδή, ασαφής. Ότι, η γενομένη την 10.7.2017, εκ μέρους της ειδικής εκκαθαρίστριας - 3ης εναγομένης, καταγγελία της σύμβασης δανεισμού της στην 1η εναγομένη, αποτέλεσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της από την εκκαθαρίστρια, ήταν καταχρηστική και είχε ως μόνο σκοπό τη συρρίκνωση των αποδοχών της, εφόσον, δια της λήξης της σύμβασης δανεισμού διακόπηκε η καταβολή του επιδόματος θέσης ευθύνης που της καταβαλλόταν από την νέα εργοδότρια εταιρεία, με συνέπεια και τη συρρίκνωση του ποσού εφάπαξ ενίσχυσης που δικαιούταν λόγω της επιγενόμενης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της. Ότι, από την ως άνω βλαπτική μεταβολή επήλθε και η παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ζήτησε η ενάγουσα, α) να καταδικαστούν οι εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες σε δήλωση βουλήσεως, και συγκεκριμένα σε έκδοση νέας βεβαίωσης εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης, σε αντικατάσταση της εκδοθείσας από 31.8.2017, χωρίς οποιαδήποτε αίρεση και με το περιεχόμενο που αναγράφεται στο αιτητικό, β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον, να της καταβάλλουν, νομιμότοκα, το ποσό των 486,60 ευρώ, που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ των νομίμων και των καταβληθεισών αποδοχών (δηλαδή, αυτές που αναλογούν στις δύο ημέρες, από 10.7.2017 έως 12.7.2007), λόγω της άκυρης καταγγελίας της σύμβασης δανεισμού και, γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον και νομιμότοκα, το ποσό των 10.000, ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της προσβολής της προσωπικότητας της, λόγω της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας της.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και αντιμολία των διαδίκων, με την …/… … … οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι, επρόκειτο περί διοικητικής διαφοράς ουσίας, επί της οποίας δεν είχε δικαιοδοσία. Κατά της απόφασης αυτής, ασκήθηκε από την ενάγουσα η υπό κρίση έφεση, η οποία συζητήθηκε την 19.10.2022.
[….] IV .... Με το άρθρο 93 § 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους", ενώ με το άρθρο 94 ορίζεται ότι, "1. Στο Συμβούλιο της Επικράτειας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας, μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει". Το Σύνταγμα, με τις διατάξεις αυτές, οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με τη λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων, αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυόμενων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε, αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικράτειας και τα διοικητικά δικαστήρια, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς, ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 § 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις (ΑΠ 1826/2022). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) ... γ) ... Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 § 1 του Συντάγματος που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικράτειας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές οι οποίες προκύπτουν από τη διατάραξη εννόμων σχέσεων ή καταστάσεων διεπομένων από κανόνες του δημοσίου δικαίου και ειδικότερα οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και, εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993, 10/1989). Στις διαφορές αυτές υπάγονται και εκείνες που προκύπτουν από υλικές ενέργειες που τελέστηκαν σε συνάρτηση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας της και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΑΕΔ 5/1995). Αντίθετα, ιδιωτικές είναι οι διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την αμφισβήτηση περί την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης συγκεκριμένου προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα (ΑΠ 485/2008, 1485/2008, 1800/1987). Εξάλλου, σε εφαρμογή των αντιστοίχων συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 §§ 1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο ν. 1406/ 1983, με τα άρθρα 1 § 1 και 9 του οποίου, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11 Ιουνίου 1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ η § 2 του άρθρου 1 αυτού διέλαβε ενδεικτικά, όπως προκύπτει από τη λέξη "ιδίως", διάφορες κατηγορίες διοικητικών διαφορών ουσίας που υπήχθησαν στη ρύθμιση αυτή. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 § 2 εδ. η' του ν. 1406/ 1983 ορίσθηκε ότι, στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται και εκείνες που αφορούν στην ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 1 § 2 εδ. θ' του ιδίου νόμου, όπως στη συνέχεια το εδάφιο θ΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 § 3 του ν. 2721/1999, ορίσθηκε ότι, στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται και οι διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Εάν, περαιτέρω, η σχετική υποχρέωση του Δημοσίου, ΟΤΑ ή ν.π.δ.δ. αφορά σε παροχή κοινωνικού χαρακτήρα, η οποία έχει νομοθετηθεί κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος [και μάλιστα στο πλαίσιο νομοθέτησης δέσμης μέτρων κοινωνικού χαρακτήρα], οι προκύπτουσες διαφορές από τη μη καταβολή της παροχής αυτής, είτε στηρίζονται απευθείας στις διατάξεις του νόμου που την προβλέπουν, είτε αφορούν στην καταβολή αποζημίωσης από παράνομη παράλειψη των οργάνων της διοίκησης να προβούν στην έκδοση της τυχόν αναγκαίας εκτελεστής διοικητικής πράξης για την καταβολή αυτής, συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας και υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ωστόσο, οι διαφορές μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη, που συνδέονται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σε σχέση με τις περιστάσεις που συγκροτούν τις προϋποθέσεις χορήγησης της ως άνω παροχής, αποτελούν ιδιωτικές διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Και τούτο διότι, η παρέμβαση του νομοθέτη αφορά στην υποχρέωση και μόνον καταβολής της παροχής εκ μέρους της Διοίκησης -η άρνηση καταβολής της οποίας δημιουργεί, κατά τα άνω, διοικητική διαφορά ουσίας-υποχρέωση που υφίσταται εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του εργαζομένου οι προϋποθέσεις εκείνες που γεννούν το δικαίωμά του στην παροχή αυτή, κάτι που όμως ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αφού αφορά στις ιδιωτικές σχέσεις εργαζόμενου και εργοδότη (ύπαρξη σύμβασης ή σχέσης εργασίας, συνθήκες αυτής, ύψος συμβατικών ή νομίμων αποδοχών, προϋπηρεσία κ.λπ.) [ΑΠ …/….]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 678 ΑΚ "κατά τη λήξη της σύμβασης ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικά για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του". Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει τεθεί προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου εργαζομένου, προκειμένου, στη συνέχεια, ήτοι μετά τη λήξη, με οποιονδήποτε τρόπο, της εργασιακής του σχέσης, να διευκολυνθεί στην ανεύρεση εργασίας αλλού και, γενικά, να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά, σε συνδυασμό με την διατρέχουσα το εργατικό δίκαιο αρχή της εύνοιας προς τον εργαζόμενο, προκύπτει ότι η γέννηση της υποχρέωσης αυτής του εργοδότη, προς παροχή πιστοποιητικού εργασίας, δεν εξαρτάται από το κύρος της εργασιακής σύμβασης, αρκεί να υπάρχει πραγματική σχέση εργασίας, σε περίπτωση, δε, άρνησης του εργοδότη προς χορήγησή του, ο εργαζόμενος, δικαιούται να προσφύγει δικαστικά και να ζητήσει την παροχή του (ΑΠ 635/2020, 667/2012). Μετά την τελεσιδικία της απόφασης θεωρείται γενομένη η δήλωση βούλησης του εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο 949 ΚΠολΔ, και η δικαστική απόφαση υποκαθιστά το πιστοποιητικό εργασίας (ΑΠ 512/1977 ΕΕργΔ 34. 1463, ΝοΒ 1978. 180 ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, στο άρθρο 14Ατου ν. 3429/2005 (ΦΕΚ Α' 314/27.12.2005), όπως προστέθηκε με την § 2 του άρθρου 40 του ν. 3710/2008 (ΦΕΚ Α’ 216/23.10. 2008), ορίζεται ότι "1. Δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες σωρευτικά: α) αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα ή προβλήματα στη διάρθρωση της δομής των ιδίων κεφαλαίων τους ή παρουσιάζουν έκδηλη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους ή έχουν ίδια κεφάλαια, τα οποία με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό έχουν απομειωθεί τόσο, ώστε να συντρέχει νόμιμη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 48 του κ.ν. 2190/ 1920, και β) έχουν λάβει στο παρελθόν κρατικές ενισχύσεις, με αποτέλεσμα η περαιτέρω ενίσχυσή τους από το Ελληνικό Δημόσιο να αντίκειται στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, είναι δυνατόν να τεθούν υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Στην περίπτωση αυτή διορίζεται εκκαθαριστής [...]. 4. Η θέση της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση δεν αποτελεί λόγο λύσεως της εταιρείας, δεν συνεπάγεται διακοπή της λειτουργίας της και δεν επιφέρει τη λύση των πάσης φύσεως συμβάσεών της ούτε αποτελεί λόγο λύσεως αυτών [...]. Ειδικά οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού που συνδέεται με την επιχείρηση με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου, καθώς και με συμβάσεις έμμισθης εντολής δικηγόρων ή νομικών συμβούλων, μπορούν, όλες ή μερικές από αυτές, μετά τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του Εφετείου, κατά την κρίση του εκκαθαριστή και με αποφάσεις του εκκαθαριστή λαμβανόμενες προς το συμφέρον και τις ανάγκες της εκκαθάρισης, να λύονται με καταγγελία, ή και να αναστέλλονται, αζημίως για την επιχείρηση. Στις περιπτώσεις αυτές προϋποτίθεται ότι θα υιοθετηθούν μέτρα, όπως τα όσα στο επόμενο εδάφιο αναφέρονται. Οι Υπουργοί Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών και ο εποπτεύων την επιχείρηση Υπουργός, με αποφάσεις τους οφείλουν να θεσπίζουν μέτρα κοινωνικής προστασίας, όπως ιδίως προγράμματα επιδότησης κατά της ανεργίας, παροχές για απώλεια εισοδήματος, εφάπαξ παροχές ή βοηθήματα, προγράμματα επιμόρφωσης, επανακατάρτισης και επανένταξης στην αγορά εργασίας, μεταφορά σε φορείς και υπηρεσίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, μοριοδότηση προς πρόσληψη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, υπέρ των εργαζομένων που συνδέονται με την επιχείρηση με σχέση εξαρτημένης εργασίας, καθώς και υπέρ των εμμίσθων δικηγόρων ή νομικών συμβούλων της επιχείρησης, των οποίων οι συμβάσεις λύονται ή αναστέλλονται, κατά τα ανωτέρω Ι-..]". Περαιτέρω, με το ν. 3717/2008 "Κοινωνικές Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους στις εταιρίες Ολυμπιακές Αερογραμμές ΑΕ, Ολυμπιακή Αεροπορία-Υπηρεσίες ΑΕ και Ολυμπιακή Αεροπλοΐα ΑΕ και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α' 239/ 26.11.2008), ο οποίος, κατά την αιτιολογική έκθεση, εντάσσεται στο πλαίσιο του σχεδίου αποκρατικοποίησης για την Ολυμπιακή και στόχο έχει την ενίσχυση, τη μεταβατική υποστήριξη και την εργασιακή αποκατάσταση των εργαζομένων στις προαναφερόμενες εταιρίες, θεσπίσθηκαν "κοινωνικές ρυθμίσεις" για τους εργαζομένους στις εν λόγω εταιρείες. Στο Κεφάλαιο Β' του νόμου αυτού (υπό τον τίτλο "Μέτρα κοινωνικής στήριξης") και, ειδικότερα, στο άρθρο 4 § 1 αυτού, προβλέπεται ότι στους ανήκοντες στο τακτικό και εποχικό προσωπικό των εν λόγω εταιρειών, των οποίων οι συμβάσεις λύονται ή καταγγέλλονται μετά τη θέση των εταιρειών αυτών σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 14Α του ν. 3429/2005 (όπως ισχύει), καταβάλλεται "εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης", ως αντιστάθμισμα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, της οικονομικής αδυναμίας των εταιριών αυτών να καλύψουν τις αποζημιώσεις του ανωτέρω προσωπικού τους. Με τη διάταξη του άρθρου 4 του ιδίου νόμου (3717/2008) υπό τον παράτιτλο "Εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης", όπως η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε με την προσθήκη § 5, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 49 § 4 του ν. 3871/2010 (ΦΕΚ Α 141), ορίστηκε ότι: "(1). Στους ανήκοντες στο Τακτικό και Εποχικό Προσωπικό των Σημερινών Εργοδοτών εργαζομένους, των οποίων οι συμβάσεις με την επιχείρηση λύονται ή καταγγέλλονται μετά την Κρίσιμη Ημερομηνία, καταβάλλεται εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης της επόμενης παραγράφου 2 εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης το οποίο ισούται προς: α. Το ποσό της νόμιμης αποζημίωσης που αντιστοιχεί στην καταγγελία της σχέσης έμμισθης εντολής δικηγόρων ή νομικών συμβούλων, β. Για το λοιπό Τακτικό Προσωπικό, ποσό που αντιστοιχεί στο χρόνο προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε από τους Σημερινούς Εργοδότες και τους Αρχικούς Εργοδότες, ως εξής: ... (vi) Για συμπληρωμένη προϋπηρεσία δέκα ετών, ποσό εξαπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών, (νii) Για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας πάνω από τα δέκα προστίθεται ποσό ίσο με τις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο με το ένα έκτο (1/6) αυτών, με ανώτατο όριο ποσό ίσο με είκοσι τέσσερις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών, γ) Για το Εποχικό Προσωπικό,... (2). Για την καταβολή του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να υποβάλλουν σχετική αίτηση εντός διμήνου από τη λύση ή καταγγελία της σύμβασης στην αρμόδια υπηρεσία παροχών του ΟΑΕΔ του τόπου κατοικίας τους. Με την αίτηση συνυποβάλλονται η καταγγελία ή λύση της σύμβασης και βεβαίωση από τον εκκαθαριστή περί του ύψους του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης που δικαιούται ο εργαζόμενος, όπου αναγράφεται αναλυτικά ο τρόπος υπολογισμού του ποσού αυτού και η οποία εκδίδεται εντός πέντε (5) ημερών από σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου. (3). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. (4). Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή της διάταξης του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και καταβάλλονται από τον ΟΑΕΔ μετά από τη μεταφορά των σχετικών κονδυλίων. (5). Η καταβολή του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης στους δικαιούχους του άρθρου αυτού μπορεί να γίνει εν όλω ή εν μέρει με την έκδοση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται το ύψος των ομολόγων που θα εκδοθούν, οι όροι και η διαδικασία έκδοσής τους". Με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, το εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης, προβλέφθηκε ως αντιστάθμισμα της λύσης των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αυτών από τις εργοδότιδες εταιρείες αζημίως, χωρίς, δηλαδή, την καταβολή αποζημίωσης για την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας αυτών, λόγω του καθεστώτος ειδικής εκκαθάρισης, υπό το οποίο τέθηκαν οι εν λόγω εταιρείες, και δεν συνιστά αποζημίωση απόλυσης, αλλά αφορά σε παροχή κοινωνικού χαρακτήρα που προβλέπεται από το νόμο προς εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος (μέτρα κοινωνικής προστασίας συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων), καλύπτεται από τον κρατικό Υπολογισμό και καταβάλλεται από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού". Προκειμένου, περαιτέρω, να καταστεί δυνατή η καταβολή του αναλογούντος ποσού της κοινωνικής ενίσχυσης, απαιτείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, η εκ μέρους του εργαζομένου υποβολή σχετικής αίτησης προς τον ΟΑΕΔ και η συνυποβολή, μεταξύ άλλων, και της βεβαίωσης του εκκαθαριστή περί του ύψους του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης που αυτός δικαιούται, η οποία περιλαμβάνει αναλυτικά και τον τρόπο υπολογισμού του ποσού. Η τοιαύτη βεβαίωση, αποτελεί κατ’ ουσίαν πιστοποιητικό εργασίας, εμπλουτισμένο με τις προβλεπόμενες από την οικεία διάταξη λεπτομέρειες, την οποία βεβαίωση υποχρεούται ο εργοδότης, και εν προκειμένω ο εκκαθαριστής, να εκδώσει και χορηγήσει στον εργαζόμενο, ώστε αυτός, ακολούθως, να ασκήσει τις αξιώσεις του που αφορούν στην δικαιούμενη εφάπαξ παροχή. Ως εκ τούτου, η χορήγηση ανακριβούς ή ασαφούς πιστοποιητικού, ισοδυναμούσα με άρνηση του εργοδότη για τη χορήγησή του, εγείρει αξίωση εκ του άρθρου 946 του ΚΠολΔ, ήτοι καταδίκης του εργοδότη σε δήλωση βουλήσεως και, εν προκειμένω, χορηγήσεως του ορθού και σαφούς πιστοποιητικού. Η παραπάνω διαφορά, η οποία δεν αφορά καθαυτή στην κοινωνική παροχή -η αξίωση της οποίας, κατά την κρατούσα άποψη, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων- αλλά τα προγενέστερα στάδια που αφορούν στην πλήρωση των προϋποθέσεων για την διεκδίκησή της, δεν αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας, αλλά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όπως κάθε άλλη ιδιωτικού δικαίου διαφορά (ΑΠ 113/2024, εκδοθείσα στο πλαίσιο της κρινόμενης υπόθεσης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, & δημ. σε ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα - ενάγουσα προσβάλλει την κρίση της εκκαλουμένης, περί αναρμοδιότητας του δικάσαντος Δικαστηρίου (και κατ’ ορθή εκτίμηση του ισχυρισμού, περί έλλειψης δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), ως ουσιαστικά εσφαλμένη, εφόσον η αγωγή της αφορά, αφενός, σε αξιώσεις της από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας της, αφετέρου, στην έκδοση, εκ μέρους των εργοδοτών της και δη της εκκαθαρίστριας αυτών, ορθής βεβαίωσης για την είσπραξη του εφάπαξ ποσού του άρθρου 4 του ν. 3717/2008, και όχι σε αξίωση καταβολής από τον ΟΑΕΔ του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης. Από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, δε, και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην αμέσως πιο πάνω νομική σκέψη, προκύπτει ότι, ο λόγος αυτός της έφεσης είναι βάσιμος, καθότι, η αγωγή, με το περιεχόμενο και τα αιτήματα που προπαρατέθηκαν (υπό II), υπάγεται πράγματι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, εφόσον πρόκειται, κυρίως, για καταδίκη σε δήλωση βούλησης για την έκδοση ορθής βεβαίωσης (με παρεμπίπτον ζήτημα την αναγνώριση των δύο πρώτων εναγομένων ως εργοδοτών της ενάγουσας, βαρυνόμενων με την υποχρέωση έκδοσης της επίδικης βεβαίωσης, δια της 3ης εναγομένης), η οποία αποτελεί μεν προϋπόθεση για την είσπραξη της ως άνω κοινωνικής παροχής, αλλά δεν αφορά άμεσα σε έγερση της αξίωσης για την καταβολή καθεαυτή από το Ελλ. Δημόσιο ή από το βαρυνόμενο με την υποχρέωση καταβολής νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, η ένδικη υπόθεση αφορά σε διαφορά μεταξύ της εργαζόμενης ενάγουσας και των επικαλούμενων ως εργοδοτών της (κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα), που συνδέονται, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σε σχέση με τις περιστάσεις που συγκροτούν τις προϋποθέσεις χορήγησης της ως άνω παροχής, και ως εκ τούτου, αποτελεί ιδιωτική διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα και απέρριψε την αγωγή, αρνούμενο τη δικαιοδοσία του επ' αυτής, έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και, ειδικότερα, των παραπάνω διατάξεων. Κατά συνέπεια, ο 1ος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί η αγωγή της εκκαλούσας, εξεταζόμενη από νομική και ουσιαστική άποψη. Είναι, δε, αυτή (η αγωγή) ορισμένη ως προς όλα τα κεφάλαια της, (σχετικά με τα κεφάλαια που αναφέρονται στις οφειλόμενες αποδοχές και τη χρηματική ικανοποίηση, τούτο έχει κριθεί αμετάκλητα, με την ΑΠ 113/2024), και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 59, 288, 299, 361, 648, 653, 655, 678, 932 ΑΚ, 1 § 5, 4 § 1 Ν. 3717/2008, 68, 70, 949 ΚΠολΔ. Συνεπώς, στη συνέχεια, θα εξεταστεί η ουσιαστική της βασιμότητα.
V. Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 ΑΚ, 3 § 2 εδ. α΄ του ν. 2112/1920,1 του ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με τον ν. 3248/1955, ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός, τα επιδόματα και κάθε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή που χορηγείται στο μισθωτό, κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα, νόμιμο ή συμβατικό, της προσφερόμενης εργασίας (Ολ ΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 16/2011). Έτσι, εφόσον παρέχονται μόνιμα και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες, η πρόσθετη αμοιβή για παροχή πρόσθετης εργασίας, το αντίτιμο τροφής και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου (ΟλΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 16/ 2011, ΑΠ 141/2022, ΑΠ 52/2017, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 648 και 651 ΑΚ προκύπτει ότι, είναι νόμιμη η συμφωνία, με την οποία ο εργοδότης, που έχει στην διάθεσή του τις υπηρεσίες του μισθωτού, παραχωρεί με την συναίνεση του τελευταίου (που μπορεί να δοθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ρητό ή σιωπηρό, προς τον αρχικό ή μεταγενέστερο εργοδότη), τις υπηρεσίες αυτού σε άλλο πρόσωπο (δανεισμός μισθωτού), στο οποίο παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του, καθόσον η σχέση αυτή στηρίζεται στην βούληση και των τριών μερών. Στην περίπτωση αυτή του δανεισμού, δεν λύεται η σύμβαση εργασίας και ο αρχικός εργοδότης δεν αποβάλλει την ιδιότητα του εργοδότη, ενώ ο τρίτος που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του δανειζομένου μισθωτού αποκτά την ιδιότητα του (δευτερογενούς) εργοδότη, επέρχεται δηλ. διάσπαση (κατάτμηση) της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων. Για την έννοια του δανεισμού δεν έχει σημασία η βραχυχρόνια ή μακροχρόνια απομάκρυνση (παραχώρηση) του εργαζομένου από τον αρχικό εργοδότη του, με τον οποίο δεν αποκόπτεται ο ενοχικός δεσμός. Κατά συνέπεια, ο αρχικός εργοδότης εξακολουθεί να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και δη, εκτός από αντίθετη συμφωνία, για την καταβολή του μισθού και των άλλων παροχών που τον βαρύνουν, ενώ ο δευτερογενής εργοδότης που χρησιμοποιεί τον μισθωτό ασκεί κατά την διάρκεια της παραχώρησης το διευθυντικό δικαίωμα με τους περιορισμούς και το περιεχόμενο που θα το ασκούσε ο αρχικός εργοδότης (ΑΠ 755/2020, ΑΠ 1006/2017, ΑΠ 800/2014, ΑΠ 1116/ 2011). Υποχρεώσεις και δικαιώματα, όμως, που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση εργασίας, αλλά ανακύπτουν κατά τη διάρκεια του δανεισμού, υφίστανται μόνον έναντι του δευτερογενούς εργοδότη και του μισθωτού, εκτός εάν υπάρχει ειδική συμφωνία για το αντίθετο (ΑΠ 755/2020, ΑΠ 902/2017, ΑΠ 884/2017 σχετ. ΑΠ 1160/2015). Δεδομένου, δε, ότι η σύμβαση δανεισμού δεν λύει τη συμβατική σχέση μεταξύ του αρχικού εργοδότη και του μισθωτού, μόνο ο αρχικός εργοδότης δικαιούται να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού (ΑΠ 884/2017, ΑΠ 1160/2015, ΑΠ 1157/ 2009, ΑΠ 229/1990) και, συνακόλουθα, υποχρεούται στην καταβολή της οφελομένης κατά νόμο αποζημίωσης. Για τον υπολογισμό της καταβλητέας από τον αρχικό εργοδότη αποζημίωσης θα ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, και οι τυχόν πρόσθετες αμοιβές που έχουν καταβληθεί στο μισθωτό από τον δευτερογενή εργοδότη κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο και είναι συμφυείς με το αντικείμενο και τη φύση της εργασίας του εργαζομένου, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο δανεισμός αφορά μετακίνηση του εργαζομένου στο πλαίσιο συνεργασίας επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου και προς εξυπηρέτηση κοινών οικονομικών συμφερόντων (ενδο-ομιλικές μετακινήσεις εργαζομένων) ή σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις... (ΑΠ 141/2022 ΝΟΜΟΣ).
VI. Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν ενώπιον του πρωτοβάθμιου, αλλά και του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, έστω και για πρώτη φορά (άρθρο 529 § 1α' ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 395, 591 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δε γίνεται ειδική για καθένα μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα και όλα, ανεξαιρέτως, συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 139/2024, ΑΠ 383/ 2023 Nomos), καθώς και από τις ένορκες επ' ακροατηρίω καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και από τις ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς …/12.2.2019 & …/1.10.2019, που προσκομίζονται από την ενάγουσα - εκκαλούσα και έχουν ληφθεί νόμιμα (άρθρα 422-423 ΚΠολΔ), και την 3.204/30.9.2019 που προσκομίζεται από την 2α εναγομένη - εφεσίβλητη και έχει, επίσης, ληφθεί νόμιμα, καθώς επίσης, από τα πασίγνωστα γεγονότα και τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 ΚΠοΔ), αλλά και από την εκτίμηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών, από τους οποίους μπορεί να συναχθούν ομολογίες ή αρνήσεις (άρθρο 261 εδ. τελ. ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κρίσιμα για την υπόθεση, πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, την 8.2.1989, προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, (τότε υπό την επωνυμία ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ Α.Ε.), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αορίστου χρόνου, για να απασχοληθεί ως διοικητικό προσωπικό με την ειδικότητα της οικονομολόγου. Ύστερα από διαδοχικές αναθέσεις καθηκόντων, εξελίχθηκε, το Σεπτέμβριο του 1998, στη θέση της Διευθύντριας Μελετών, Προϋπολογισμού και Στατιστικής. Την 15.7.2004, καταρτίστηκε μία τριμερής σύμβαση, τιτλοφορούμενη ως «παροχής υπηρεσιών», μεταξύ των: 1) της εργοδότριας της ενάγουσας, δηλαδή, της 2ης εναγομένης (καλούμενης στο συμβατικό κείμενο ως η ΠΑΡΟΧΟΣ), 2) της 1ης εναγομένης (καλούμενης στο συμβατικό κείμενο ως η ΕΤΑΙΡΕΙΑ), και 3) της ενάγουσας, από κοινού με άλλους έξι εργαζομένους, (στη σύμβαση ως οι «ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ»), δυνάμει της οποίας, η ήδη 2η εναγομένη, (ως «ΠΑΡΟΧΟΣ») συμφώνησε να παρέχει στην ήδη 1η εναγομένη («ΕΤΑΙΡΕΙΑ»)» εξειδικευμένες υπηρεσίες διεύθυνσης & διοίκησης, στους αναφερόμενους κλάδους. Για την εκτέλεση της συμβατικής αυτής παροχής, η 2η εναγόμενη («ΠΑΡΟΧΟΣ») θα διέθετε τις υπηρεσίες των αναφερομένων εκεί επτά υπαλλήλων της, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, στην 1η εναγομένη («ΕΤΑΙΡΕΙΑ»). Ειδικότερα, συμφωνήθηκε να τοποθετηθεί η ενάγουσα Επικεφαλής του Οικονομικού Κλάδου της 1ης εναγομένης. Στο άρθρο 1, με τίτλο «Αντικείμενο», της πιο πάνω σύμβασης, ορίστηκε ότι, οι «ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ», μετά τη λήξη της συμφωνίας στο σύνολό της ή μερικώς και για οποιονδήποτε λόγο ή αιτία, επανέρχονται αυτοδίκαια στις θέσεις που κατείχαν πριν από την κατάρτιση της σύμβασης στον «ΠΑΡΟΧΟ» (2η εναγομένη), με το βαθμό, τις ιδιότητες και τις ειδικότητες που κατείχαν και, σε περίπτωση όπου έχουν καταληφθεί από άλλους συναδέλφους τους ή έχουν τυχόν καταργηθεί, συστήνονται και δημιουργούνται νέες προσωποπαγείς θέσεις, τις οποίες καταλαμβάνουν και τις οποίες διατηρούν μέχρι την έξοδό τους από την «ΠΑΡΟΧΟ» καθ' οιονδήποτε τρόπο. Στο άρθρο 2, με τίτλο «Αμοιβή», ορίστηκε ότι, «...οι πάσης φύσεως αποδοχές και οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις των μισθωτών θα βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο την ΕΤΑΙΡΕΙΑ (1η εναγομένη). Οι ασφαλιστικές εισφορές θα καταβάλλονται αρχικά από τον ΠΑΡΟΧΟ (2η εναγομένη) και εν συνεχεία θα αποδίδονται σ’ αυτόν από την ΕΤΑΙΡΕΙΑ, με διαδικασία που θα καθοριστεί μεταξύ των μερών ... Επιπλέον αυτών ο ΠΑΡΟΧΟΣ θα λαμβάνει ως μηνιαία αμοιβή - προμήθεια ποσοστό 2,5% επί του συνολικού ως άνω καταβαλλόμενου στους ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ποσού… … Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ για τα ως άνω ποσά και μόνο δεν θα έχει καμία οικονομική υποχρέωση έναντι των παραπάνω στελεχών, κάθε δε σχετική οικονομική υποχρέωση και ενδεικτικά μισθοί, ασφαλιστικές παροχές κ.λπ. που αφορά τα πιο πάνω ποσά βαρύνει αποκλειστικά τον ΠΑΡΟΧΟ και ο τελευταίος καμιά σχετική αξίωση δεν έχει έναντι της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ. Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές των ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ θα καταβάλλονται σε αυτούς από τον ΠΑΡΟΧΟ, όπως προσδιορίστηκε πιο πάνω και δεν μπορεί να είναι λιγότερες από αυτές που καταβάλλονται ήδη σε αυτούς με βάση την ατομική αυτών σύμβαση, τις ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που έχουν καταρτιστεί μεταξύ του πρωτοβάθμιου συνδικαλιστικού τους φορέα ή της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης Ο.Σ.Π.Α. και του ΠΑΡΟΧΟΥ και εν γένει των πρακτικών συμφωνίας του τελευταίου και των προεκτεθέντων συνδικαλιστικών οργανώσεων ή με διαιτητικές αποφάσεις, προσαυξημένες όμως με το επίδομα που θα ελάμβαναν εάν κατείχαν την αντίστοιχη θέση που αναλαμβάνουν με την παρούσα, στον ΠΑΡΟΧΟ. Με βάση τις δια της παρούσας καθοριζόμενες αποδοχές αυτές θα παρακρατούνται από τον ΠΑΡΟΧΟ, όπως μέχρι σήμερα, οι αναλογούσες συνεισφορές των πιο πάνω ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ προς όλα τα ασφαλιστικά ταμεία όπως ΙΚΑ, ΤΕΑΠΑΕ, ΚΕΑΠΟΑ, συνδικαλιστικούς φορείς κ.λπ., ώστε να διασφαλίζονται πλήρως τα εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα των ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ. Όταν με οποιονδήποτε τρόπο ο ΠΑΡΟΧΟΣ παύσει να παρέχει τις υπηρεσίες του στην ΕΤΑΙΡΕΙΑ μέσω των ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ, είτε συνολικά, είτε μερικώς και οι ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ παύσουν να ασκούν τα καθήκοντα για τα οποία λαμβάνουν υψηλότερες αμοιβές, θα λαμβάνουν αποδοχές του βαθμού που έφεραν σύμφωνα με το μισθολόγιο που ίσχυε για τους υπαλλήλους της ΠΑΡΟΧΟΥ πριν την κατάρτιση της συμφωνίας, όπως αυτό θα έχει στο μεταξύ διαμορφωθεί μέσω των πρακτικών συμφωνίας, συλλογικών συμβάσεων και διαιτητικών αποφάσεων που τυχόν ήθελαν συναφθεί κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της παρούσας (σύμβασης). Δύναται να συμφωνηθεί μεταξύ της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ και των ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ προσαύξηση του μηνιαίου μισθού η οποία θα βαρύνει εξολοκλήρου την ΕΤΑΙΡΕΙΑ, για όσο χρονικό διάστημα ισχύει η παρούσα (σύμβαση) και για την οποία ουδεμία υποχρέωση βαρύνει τον ΠΑΡΟΧΟ, εκτός από την υποχρέωση της καταβολής των αναλογούντων σε αυτή εργοδοτικών εισφορών, οι οποίες αναγνωρίζεται και συμφωνείται ρητά ότι θα βαρύνουν την ίδια και για το λόγο αυτόν θα γίνεται αντίστοιχη χρέωση από την ΕΤΑΙΡΕΙΑ προς τον ΠΑΡΟΧΟ». Στο άρθρο 3, με τίτλο «Διάρκεια», ορίστηκε ότι η διάρκεια της ως άνω σύμβασης είναι ετήσια με δυνατότητα παράτασης, στη λήξη της, με κοινή έγγραφη συμφωνία των μερών. Σε εκτέλεση και εφαρμογή των συμβατικών αυτών όρων, η ενάγουσα τοποθετήθηκε ως επικεφαλής του Οικονομικού Κλάδου της 1ης εναγομένης (δηλ. της καλούμενης ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, στην ως άνω τριμερή σύμβαση), και με το …/12.7.2004 Πρακτικό του Δ.Σ. της 1ης εναγομένης αποφασίστηκε η «προσαύξηση του μισθού» της κατά το ποσό των 5.500 ευρώ μικτά, το οποίο, σύμφωνα με την ίδια απόφαση του Δ.Σ., θα καταβαλλόταν απευθείας από την ίδια (την 1η εναγομένη), στην ενάγουσα, και αμέσως από την ανάληψη των καθηκόντων της. Στη συνέχεια, η ως άνω «σύμβαση παροχής υπηρεσιών» παρατάθηκε διαδοχικά με αντίστοιχες έγγραφες συμβάσεις, με τελευταία την από 28-1-2009 σύμβαση, με την οποία, αφενός παρατάθηκε η αρχική σύμβαση για αόριστο χρόνο (μόνο για την ενάγουσα και άλλον έναν υπάλληλο, καθόσον για τους λοιπούς είχε καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας τους), αφετέρου ορίστηκε ότι, εκτός από την αόριστη διάρκεια, όλοι οι άλλοι όροι θα ίσχυαν όπως στην αρχική σύμβαση. Από τα έως το σημείο αυτό αποδειχθέντα, συνάγεται σαφώς ότι, με την από 15.7.2004 τριμερή σύμβαση «παροχής υπηρεσιών», (όπως τροποποιήθηκε, ως προς τη διάρκειά της με τις επόμενες και έως και την από 28.1.2009 τροποποιητική, με την οποία συνομολογήθηκε η παράταση της αορίστως), καταρτίστηκε μεταξύ των εκεί συμβαλλομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι ήδη διάδικοι με τις προαναφερθείσες ιδιότητες, σύμβαση γνήσιου δανεισμού εργαζομένων κατά την έννοια που αναφέρεται στη νομική σκέψη (υπό V). Ειδικότερα, η αρχική εργοδότρια της ενάγουσας ήταν η 2η εναγομένη, η οποία παρέμενε ως τέτοια (εργοδότρια) αλλά και δανείστρια των υπηρεσιών της μισθωτής της, συνεχίζοντας, μάλιστα, να καταβάλλει και τις βασικές μηνιαίες αποδοχές της (ανερχόμενες, την 1.10.2008, σε 3.257,27 €), τις ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, η 1η εναγομένη, ως η τρίτη, που αποδεχόταν και χρησιμοποιούσε την εργασία της δανειζόμενης μισθωτής (ενάγουσας), ασκούσε το διευθυντικό δικαίωμα και ήταν υπόχρεη για την καταβολή της συμφωνηθείσας προσαύξησης των αποδοχών της εργαζόμενης, (5.500 ευρώ), λόγω των αυξημένων καθηκόντων που της ανέθεσε, και έτσι, απέκτησε την ιδιότητα του δευτερογενούς εργοδότη. Επήλθε, δηλαδή, διάσπαση (κατάτμηση) της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων ως άνω (βλ. & νομική σκέψη, υπό V). Περαιτέρω, με το ν. 3717/2008 (ΦΕΚ Α' 239/26.11.2008, «Κοινωνικές ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους στις εταιρείες "Ολυμπιακές Αερογραμμές Α.Ε.", "Ολυμπιακή Αεροπορία - Υπηρεσίες Α.Ε." και "Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε." και άλλες διατάξεις»), και ενόψει του ότι οι επιχειρήσεις του ομίλου της Ολυμπιακής, όπως οι εναγόμενες, επρόκειτο να τεθούν υπό ειδική εκκαθάριση, θεσπίστηκαν διάφορα μέτρα κοινωνικού αντισταθμίσματος, αντί της καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, όπως το «εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης» του άρθρου 4 του ν. 3717/2008, Σύμφωνα με την § 1 του άρθρου αυτού, «Στους ανήκοντες στο Τακτικό και Εποχικό Προσωπικό των Σημερινών Εργοδοτών εργαζομένους, των οποίων οι συμβάσεις με την επιχείρηση λύονται ή καταγγέλλονται μετά την Κρίσιμη Ημερομηνία, καταβάλλεται εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης της επόμενης παραγράφου 2 εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης το οποίο ισούται προς: α. Το ποσό της νόμιμης αποζημίωσης που αντιστοιχεί στην καταγγελία της σχέσης έμμισθης εντολής δικηγόρων ή νομικών συμβούλων, β. Για το λοιπό Τακτικό Προσωπικό, ποσό που αντιστοιχεί στο χρόνο προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε από τους Σημερινούς Εργοδότες και τους Αρχικούς Εργοδότες, ως εξής: (i) ….(ii) …. (iii) …. (iv) …. (ν) .... (vi) Για συμπληρωμένη προϋπηρεσία δέκα ετών, ποσό εξαπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών.
(vii) Για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας πάνω από τα δέκα προστίθεται ποσό ίσο με τις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών, με ανώτατο όριο ποσό ίσο με είκοσι τέσσερις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών....», και σύμφωνα με την § 2: «2. Για την καταβολή του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να υποβάλουν σχετική αίτηση εντός διμήνου από τη λύση ή καταγγελία της σύμβασης στην αρμόδια υπηρεσία παροχών του Ο.Α.Ε.Δ. του τόπου κατοικίας τους. Με την αίτηση συνυποβάλλονται η καταγγελία ή λύση της σύμβασης και βεβαίωση από τον εκκαθαριστή περί του ύψους του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης που δικαιούται ο εργαζόμενος, όπου αναγράφεται αναλυτικά ο τρόπος υπολογισμού του ποσού αυτού και η οποία εκδίδεται εντός πέντε (5) ημερών από σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου». Σύμφωνα δε, με τους ορισμούς του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, «1. "Σημερινοί Εργοδότες": οι εταιρείες ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ Α.Ε, ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ - ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Α.Ε. και ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε., "GALILEO HELLAS Α.Ε.". 2. "Αρχικοί Εργοδότες": οι εταιρείες ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ Α.Ε, ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε, ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ Α.Ε, ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ Α.Ε, OLYMPIC CATERING Α.Ε, GALILEO HELLAS Α.Ε, OLYMPIC AIR CRUISES LTD (London - United Kingdom), OLYNET INC (New York City, United States of America) και CONSOLIDATED TRAVEL LTD (Sydney, Australia). 3. "Τακτικό προσωπικό": το με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσωπικό των Σημερινών Εργοδοτών, καθώς και οι με συμβάσεις έμμισθης εντολής δικηγόροι ή νομικοί σύμβουλοι των Σημερινών Εργοδοτών.... 5. "Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές": το ποσό που ισούται με το βασικό μηνιαίο μισθό και τα τακτικά μηνιαία επιδόματα τα οποία καταβάλλονται σε κάθε εργαζόμενο και τα οποία ισχύουν με βάση συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή εξομοιούμενες με συλλογικές συμβάσεις εργασίας διαιτητικές αποφάσεις την 1.10.2008, προσαυξημένο κατά 2,5%. Στα επιδόματα αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού. Για τους δόκιμους υπαλλήλους που περιλαμβάνονται στον ορισμό του Τακτικού Προσωπικού αντί της 1.10.2008 λαμβάνεται η 1.3.2009.... 7. "Κρίσιμη Ημερομηνία": η ημερομηνία δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης με την οποία καθεμία από τις Εταιρείες που είναι Σημερινοί Εργοδότες τίθεται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 14Α του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α’), που προστέθηκε με το άρθρο 40 του ν. 3710/2008 (ΦΕΚ 216 Α’), όπως ισχύει». Ενόψει όλων αυτών, η ενάγουσα, η οποία απασχολούταν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, με καθεστώς δανεισμού εργαζομένου, υπέβαλε την …/…-…-… αίτησή της, προς τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της αρχικής εργοδότριάς της (2ης εναγομένης) και στον Πρόεδρο και Δ/Σ της δευτερογενούς εργοδότριάς της - αποδέκτριας των υπηρεσιών της (1ης εναγομένης), ζητώντας να εγκριθεί η καταβολή του συνόλου των αποδοχών της από μία εταιρεία, έτσι ώστε η διαπιστωτική πράξη που θα εκδιδόταν με βάση το άρθρο 4 § 2 εδ. τελ του ανωτέρω νόμου, (δηλ. η ήδη επίδικη βεβαίωση), σχετικά με ης αποδοχές της, να εκδοθεί από μία από τις δύο εταιρείες (σύμφωνα με την εν λόγω αίτηση, από οποιαδήποτε από τις δύο, δηλαδή, είτε από την 1η, είτε από τη 2η εναγομένη), προκειμένου να αποφεύγονταν πιθανά προβλήματα που θα σχετίζονταν με το γεγονός ότι το συνολικό ποσό των αποδοχών της καταβάλλονταν από δύο εταιρείες. Η αίτηση αυτή της ενάγουσας έγινε δεκτή και, από το Σεπτέμβριο του 2009 και εφεξής, η καταβολή του συνόλου των αποδοχών της γινόταν από την 1η εναγομένη, υπονοώντας αποδοχή των διοικήσεων των εναγομένων ότι, στο μελλοντικό υπολογισμό του εν λόγω εφάπαξ ποσού για την ενάγουσα, θα έπρεπε να υπολογιστεί το σύνολο των αποδοχών, ως τακτικών, που λάμβανε το Σεπτέμβριο του 2009, δηλ. τόσο το ποσό που κατέβαλλε η 2η όσο και η προσαύξηση που κατέβαλλε η πρώτη.
΄Ενα μήνα αργότερα, την 2.10.2009, οι δύο πρώτες εναγόμενες εταιρείες τέθηκαν σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, με τις αποφάσεις …./…. και …./…. του Εφετείου Αθηνών, με εκκαθαρίστρια αρχικά την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Α.Ε.» και στη συνέχεια με την 3η εναγομένη, λόγω συγχώνευσης δια απορροφήσεως της πρώτης από την τελευταία. Μετά τη θέση των δύο εναγομένων εταιρειών σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, δεν μεταβλήθηκε η εργασιακή κατάσταση των υπαλλήλων που παρέμειναν για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης και το σύνολο των εργαζομένων συνέχισε να ασκεί τα ίδια καθήκοντα. Η ενάγουσα παρέμεινε απασχολούμενη δυνάμει της σύμβασης δανεισμού (επιγραφόμενης ως «σύμβασης παροχής υπηρεσιών»), στην 1η εναγομένη, μέχρι την 10.7.2017, οπότε η τελευταία κατήγγειλε την τριμερή αυτή σύμβαση. Την μεθεπόμενη ημέρα, δηλαδή, την 12.7.2017, κατήγγειλε και η 2η εναγομένη (δια της 3ης εναγομένης, ως Ειδικής Εκκαθαρίστριας και νόμιμα εκπροσωπούσας αυτήν) την ατομική σύμβαση εργασίας της ενάγουσας. Στη συνέχεια, η 3η εναγομένη, ως Ειδική Εκκαθαρίστρια των δύο πρώτων εναγομένων, εξέδωσε την από 31-8-2017 «Βεβαίωση τακτικών μηνιαίων Αποδοχών» για τον «Υπολογισμό του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης» που δικαιούταν η ενάγουσα, χωρίς, ωστόσο, να υπολογίσει κατ’ αρχήν σε αυτές (τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές) την "προσαύξηση του μηνιαίου μισθού" της, από 5.500 ευρώ, που είχε αποφασιστεί και καθοριστεί με την … απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 2ης εναγομένης στην από 12.7.2004 συνεδρίασή του. Η παράλειψη αυτή της 3ης εναγομένης, να συμπεριλάβει στην επίδικη βεβαίωση και στον με βάση αυτή υπολογισμό του εφάπαξ ποσού του άρθρου 4 § 1 ν. 3717/08, το μέρος των αποδοχών της ενάγουσας από 5.500 ευρώ, δεν είναι σύννομη, καθότι, το ποσό αυτό αποτελεί μέρος των «τακτικών μηνιαίων αποδοχών» της κατά την έννοια του άρθρου 1 § 5 του ίδιου ως άνω νόμου. Και τούτο διότι: α) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 § 5 ν. 3717/08, στον ορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών εμπίπτει το ποσό που ισούται με το βασικό μισθό και τα τακτικά μηνιαία επιδόματα τα οποία καταβάλλονται σε κάθε εργαζόμενο και τα οποία ισχύουν με βάση συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή, εξομοιούμενες με ΣΣΕ, διαιτητικές αποφάσεις την 1.10.2008. Η ενάγουσα, την 1.10. 2008, ελάμβανε το ποσό των 5.500 ευρώ, με βάση απόφαση του νομίμου συλλογικού οργάνου εκπροσώπησης της 1ης εναγομένης, στην οποία παρείχε την εργασία της, ενώ η ίδια αυτή απόφαση ονομάζει τη μισθολογική αυτή παροχή ως «προσαύξηση του μηνιαίου μισθού», η οποία προσομοιάζει απολύτως με τα προβλεπόμενα από τις οικείες ΣΣΕ «επίδομα θέσης» (ποσοτικό) και «επίδομα αυξημένης ευθύνης» (40%), τα οποία, σύμφωνα με την από 10.11.2009 διαπιστωτική πράξη της Ειδικής Εκκαθαρίστριας «περιλαμβάνονταν για τους σκοπούς της § 5 του άρθρου 1 του ν. 3717/2008 στις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές» (βλ. ότι η εν λόγω Διαπιστωτική Πράξη έχει εγκριθεί με την …../… από 12.11.2009 Απόφαση του Υπουργού Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων), β) Το ως άνω ποσό, καταβαλλόταν στην ενάγουσα, όχι μόνο κατά την 1.10.2008, αλλά από τον Ιούλιο του 2004 και για δεκατρία (13) χρόνια, σταθερά και μόνιμα, ως αντάλλαγμα, συμβατικό και νόμιμο, της προσφερόμενης εργασίας της, μέχρι τη λήξη της εργασιακής της σχέσης. Σημειωτέον ότι, η ημέρα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο καταγγελιών των επίδικων συμβάσεων, δηλαδή, η 11η Ιουλίου 2017 (μεταξύ της από 10.7.2017 καταγγελίας της τριμερούς σύμβασης δανεισμού και της από 12.7.2017 καταγγελίας της ατομικής σύμβασης εργασίας της ενάγουσας), δεν δύναται, -υπό το φως των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών-, να θεωρηθεί ότι διέκοψε την καταβολή του ποσού πριν από τη λήξη της εργασιακής σχέσης της ενάγουσας με τις εναγόμενες, δεδομένου, μάλιστα ότι, κατά την ημέρα αυτή (11η.7.2017), κανένας εκ μέρους της 2ης εναγομένης δεν δέχθηκε τις υπηρεσίες της ενάγουσας, η δε θέση που κατείχε πριν από το δανεισμό της στην 1η εναγομένη, είχε καταργηθεί, γ) Ακόμη, στο άρθρο 2 της από 15.7.2004 τριμερούς σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, στην αρχή της τελευταίας παραγράφου, προβλέπεται ότι «δύναται να συμφωνηθεί μεταξύ της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ και των ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ προσαύξηση του μηνιαίου μισθού, η οποία θα βαρύνει εξολοκλήρου την ΕΤΑΙΡΕΙΑ...», ενώ, στην προηγούμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές των ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ θα καταβάλλονται σε αυτούς … … προσαυξημένες όμως με το επίδομα που θα ελάμβαναν εάν κατείχαν την αντίστοιχη θέση που αναλαμβάνουν με την παρούσα στον ΠΑΡΟΧΟ». Συνομολογήθηκε, δηλαδή, ρητά, μεταξύ των μερών, ότι, τυχόν συμφωνηθείσα μισθολογική προσαύξηση, μεταξύ του δανειζόμενου υπαλλήλου και της αποδεχόμενης την εργασία του, 1ης εναγομένης, θα θεωρείται ως υπαγόμενη στην έννοια του «μισθού» του εργαζομένου, άλλως στις «τακτικές μηνιαίες αποδοχές» του, ανεξάρτητα από τον υπόχρεο καταβολής της. Επομένως, ο ισχυρισμός της 2ης εναγομένης ότι, η προσαύξηση («επιμίσθιο», όπως την ονομάζει) που χορηγούταν στην ενάγουσα δεν αποτελεί μέρος των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της ενάγουσας διότι δεν της καταβαλλόταν από την ίδια που ήταν η εργοδότριά της, είναι απορριπτέος, ως στηριζόμενος στη λανθασμένη προϋπόθεση ότι, η επίμαχη μισθολογική προσαύξηση υπάγεται στην έννοια των τακτικών αποδοχών ή όχι, με κριτήριο που απορρέει από τον υπόχρεο καταβολής της. Εξάλλου, η ίδια λανθασμένη προϋπόθεση έχει τεθεί και ως αίρεση στην επίδικη, από 31.8.2017 βεβαίωση, όπου, στο τέλος αυτής, παρατίθεται επικουρικός υπολογισμός του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης, με βάση τη μισθολογική προσαύξηση των 5.500 ευρώ, υπό τον όρο ότι: «...εάν τυχόν ήθελε κριθεί από δικαστική απόφαση ότι εργοδότρια της εργαζομένης ήταν η εταιρεία με την επωνυμία ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ Α.Ε., στην οποία η εργαζομένη παρείχε υπηρεσίες δυνάμει της από 15.7.2004 τριμερούς σύμβασης παροχής υπηρεσιών - δανεισμού, οι τακτικές αποδοχές της εργαζομένης και το εφάπαξ ποσά κοινωνικής ενίσχυσης διαμορφώνονται …». Ενώ, ορθότερος θα ήταν ο όρος «εάν ήθελε κριθεί... ότι η μισθολογική παροχή από την εταιρεία με την επωνυμία ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΑΡΕΟΓΡΑΜΜΕΣ ΑΕ στην οποία ..., περιλαμβάνεται στην έννοια των τακτικών μηνιαίων αποδοχών ...», αφού το κρίσιμο (ήτοι με έννομη συνέπεια) και αμφισβητούμενο ζήτημα εν προκειμένω ήταν αυτό (δηλαδή, επί τη βάσει ποιου συνολικού ποσού, ως τακτικών μηνιαίων αποδοχών, θα γινόταν ο υπολογισμός της εφάπαξ παροχής), και όχι σε ποια από τις εναγόμενες ανήκε ο τίτλος του αποκλειστικού εργοδότη της ενάγουσας. Η εργασιακή σχέση μεταξύ των διαδίκων αποδείχθηκε ότι ήταν αυτή που προπεριγράφηκε, δηλαδή, η τριμερής σχέση με βάση τη σύμβαση δανεισμού εργαζομένου, όπως, άλλωστε, έχει γίνει δεκτό τελεσίδικα και με την …/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ της ενάγουσας και της ήδη 1πς εναγομένης (όχι, όμως, και της 2ης εναγομένης, η οποία δεν ήταν διάδικος στη δίκη εκείνη και, συνεπώς, δεν παράγει δεδικασμένο υπέρ αυτής). Η παραδεκτά προβληθείσα από τη 2η εναγομένη ένσταση δεδικασμένου, με βάση την απόφαση αυτή, είναι, για τους λόγους αυτούς, απορριπτέα [….].
Επομένως, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, και δη ως προς το πρώτο της αίτημα, και να καταδικαστεί η 3η εναγομένη εταιρεία, ως Ειδική Εκκαθαρίστρια των δύο πρώτων, οι οποίες παραδεκτά ενάγονται, νομιμοποιούμενες παθητικά, ως οι συμβατικά σχετιζόμενες με την ενάγουσα, καθώς η 3η από αυτές εκπροσωπεί, και μόνο, τις δύο πρώτες, να χορηγήσει στην ενάγουσα τη βεβαίωση του άρθρου 4 § 2 εδ. β' ν. 3717/2008, στην οποία θα αναγράφεται αναλυτικά ο τρόπος υπολογισμού του ποσού του ίδιου αυτού άρθρου (4) § 1 β. περ. (vi) & (νii), στον οποίο (υπολογισμό) θα λαμβάνονται υπόψη και θα περιλαμβάνονται οι μηνιαίες αποδοχές που λάμβανε η ενάγουσα την 1.10.2008, τόσο από την 2η εναγομένη, συνολικού ποσού 3.257,27 ευρώ, όσο και από την 1η εναγομένη, συνολικού ποσού 5.500 ευρώ, έτσι ώστε η προσαύξηση του άρθρου 1 § 5 του ίδιου ως άνω νόμου (2,5%) να υπολογιστεί επί του γενικού συνόλου των άνω ποσών (3.257,27 + 5.500) 8.757,27 ευρώ, θεωρουμένου αυτού του τελευταίου ποσού ως του ορθού για τους σκοπούς του ορισμού του ίδιου ως άνω άρθρου 1 § 5 ν. 3717/2008, δηλαδή, των «τακτικών μηνιαίων αποδοχών» της ενάγουσας. Τέλος, πρέπει η 3η εναγομένη να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή, 150 ευρώ, υπέρ της ενάγουσας, για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της με τη διάταξη της παρούσας, δεκτού γενομένου του σχετικού νόμιμου (κατ’ ορθή εκτίμησή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 946 ΚΠολΔ) αιτήματος της τελευταίας […].
Ε.Γ.