ΣτΕ 270/2025, με σχόλιο "α) Η "Οδύσσεια" ενός πολίτη από την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. β) Η άρνηση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά αλλοδαπού δημοσίου με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνςη. γ) το δικαίωμα αποζημιώσεως από ζημία που προήλθε από κυβερνητική πράξη", Α.Π. Αργυρός

73
2025
02

 

Συμβούλιο Επικρατείας 

(Α΄ Τμήμα)

Αριθ. 270/2025

 

Πρόεδρος: Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος

Μέλη: Τ. Κόμβου, Χ. Λιάκουρας, Ν. Σκαρβέλης, Μ.-Α. Τσακάλη, Σύμβουλοι, Χ. Χαραλαμπίδη, Χ. Κομνηνός, Πάρεδροι

Εισηγητής: Ν. Σκαρβέλης, Σύμβουλος

Δικηγόροι: Σ. Χριστοφορίδης, Π. Μίληση, ΝΣΚ

 

Κυβερνητική πράξη, θεμελίωση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου. Αστική ευθύνη δημοσίου λόγω άρνησης χορήγησης άδειας επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά αλλοδαπού Δημοσίου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης της κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔάδειας. Η άδεια επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Ιταλικού Δημοσίου για ικανοποίηση αξιώσεων των αναιρεσειόντων σε βάρος του, που είχαν επιδικαστεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις. Οι πράξεις του Υπουργού Δικαιοσύνης έχουν τον χαρακτήρα κυβερνητικής πράξης, που εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου του ΣτΕ. Σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας εξαιτίας της άρνησης αυτής, ο ζημιωθείς μπορεί να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του με αγωγή ασκούμενη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, εφόσον έχει υποστεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία. Η εφαρμογή των Κανονισμών 44/2001 ή 805/2004. Προσδιορισμός της  βλάβης που υφίσταται ο διοικούμενος. Κρισιμο νομικό ζήτημα εάν μπορεί να θεμελιωθεί αξίωση προς αποζημίωση για πρόκληση ζημίας από κυβερνητικές πράξεις με νομική βάση την § 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος και, σε καταφατική περίπτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις θεμελιώνεται τέτοια αξίωση. Αντίθετη μειοψηφία. Παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια του ΣτΕ. Η υπόθεση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση με την αριθ. 943/ 2023 ΣτΕ (Άρθρα 4 § 5, π.δ. 18/1989, 805/2004 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 66 § 2 νεότερου Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012, 923 ΚΠολΔ, 105 ΕισΝΑΚ).

 

(…) 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της …/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου *, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου κατά της …/2017 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου *. Με την πρωτόδικη αυτήν απόφαση είχε γίνει δεκτή αγωγή των αναιρεσειόντων και είχε αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς νομιμοτόκως * ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που είχαν υποστεί λόγω της σιωπηρής άρνησης χορήγησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης της κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔ άδειας επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Ιταλικού Δημοσίου για ικανοποίηση αξιώσεών τους σε βάρος του, οι οποίες τους είχαν επιδικαστεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.

(…)

6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις *, άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο, το οποίο προσδιορίζεται για κάθε αναιρεσείοντα από το χρηματικό ποσό των * ευρώ, που ζήτησαν με την αγωγή τους, η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (βλ. ΣτΕ 1415/2017). Το ποσό αυτό υπερβαίνει για κάθε αναιρεσείοντα το κατ’ άρθρο 53 § 4 του π.δ. 18/1989 όριο των 40.000 ευρώ, χωρίς να επάγεται καμία διαφορετική έννομη συνέπεια, όσον αφορά ειδικώς τον πρώτο από τους αναιρεσείοντες σύμφωνα με όσα γίνονται ερμηνευτικώς δεκτά παραπάνω, ο επιγενόμενος της άσκησης της κρινόμενης αίτησης θάνατός του και η συνέχιση της δίκης ως προς αυτόν από τις κληρονόμους του. Συνεπώς, για το παραδεκτό της κρινόμενης αίτησης απαιτείται προβολή ισχυρισμών περί αντίθεσης προς τη νομολογία ή περί ανυπαρξίας νομολογίας, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη.

7. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά λαμβανόμενα υπόψη κατ’ αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Οι αναιρεσείοντες, κληρονόμοι εξ αδιαθέτου *, άσκησαν την από * αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου 27.9.2005 κατά του Ιταλικού Δημοσίου, με την οποία ζήτησαν να οριστεί προσωρινή τιμή μονάδας των τμημάτων της κληρονομούμενης ιδιοκτησίας τους, τα οποία απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας κατ’ εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης της Θεσσαλονίκης, και να αναγνωριστούν δικαιούχοι της αποζημίωσης που θα καθοριζόταν. Ειδικότερα, με τη …/1969 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης του Γραφείου Πολεοδομίας *, η οποία κυρώθηκε με την …/1969 απόφαση του Νομάρχη *, είχε οριστεί ότι το Ιταλικό Δημόσιο, ως ωφελούμενος ιδιοκτήτης, υποχρεούνταν να αποζημιώσει τον πατέρα των αναιρεσειόντων για τμήματα ιδιοκτησίας του, επιφάνειας 9 τ.μ. και 71,20 τ.μ., που βρίσκονται *. Επί της ως άνω αίτησης εκδόθηκε η …/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου * με την οποία καθορίστηκε προσωρινώς η τιμή μονάδας αποζημίωσης των ως άνω εδαφικών τμημάτων στο ποσό των 1.140 ευρώ ανά τ.μ. και αναγνωρίστηκαν οι αναιρεσείοντες ως δικαιούχοι της αποζημίωσης *, επιβλήθηκε δε σε βάρος του Ιταλικού Δημοσίου η δικαστική δαπάνη τους, η οποία καθορίστηκε στο ποσό των * ευρώ για την παράσταση και τα έξοδα των πληρεξούσιων δικηγόρων τους και σε ποσοστό 3% επί του συνόλου της αποζημίωσης, που αντιστοιχεί σε αυτούς για τη σύνταξη της αίτησης και των προτάσεων. Στη συνέχεια, με την …/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε επί της από …/2006 αγωγής των αναιρεσειόντων, υποχρεώθηκε το Ιταλικό Δημόσιο να καταβάλει σε καθέναν από τους αναιρεσείοντες, ως αποζημίωση με βάση την ανωτέρω …/2005 δικαστική απόφαση, το ποσό των * ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και καθορίστηκαν τα δικαστικά έξοδα στο συνολικό ποσό των * ευρώ. Κατά των αποφάσεων αυτών, οι οποίες επιδόθηκαν στο Ιταλικό Δημόσιο, δεν ασκήθηκαν τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα * και εκδόθηκαν τα … και …/2008 εκτελεστά απόγραφα του Προέδρου Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου *, ενώ επίσης εκδόθηκαν από την ίδια δικαστική αρχή τα από …/2008 πιστοποιητικά ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου σύμφωνα με τις διατάξεις του 805/2004 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Εξάλλου, δεδομένου ότι δεν καταβλήθηκαν οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις μετά των οφειλόμενων τόκων και δικαστικών εξόδων, οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν την …/2008 αίτησή τους προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με την οποία ζήτησαν να τους χορηγηθεί, κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔ, άδεια, προκειμένου να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση των …/2007 και …/2005 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης επί περιουσιακών στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Ιταλικού Δημοσίου που βρίσκονται στην ημεδαπή. Επί της αίτησης αυτής δεν εκδόθηκε απόφαση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Με τη με χρονολογία κατάθεσης …/2009 αγωγή, που άσκησαν οι αναιρεσείοντες από κοινού με άλλους δικαιούχους ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου *, ισχυρίστηκαν ότι η σιωπηρή άρνηση χορήγησης σε αυτούς της άδειας επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως του ότι ως κυβερνητική πράξη εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου μη υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως, γεννά ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος περί της ισότητας των βαρών. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν ότι, λόγω της σιωπηρής άρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης να τους χορηγήσει άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης, υπέστησαν ζημία συνολικού ποσού * ευρώ ο καθένας *, η οποία πρέπει να επιρριφθεί στο κοινωνικό σύνολο, δεδομένου ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκτίμησε ότι λόγοι αναγόμενοι στη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της Χώρας επιβάλλουν τη μη χορήγηση της άδειας. Με την πρωτόδικη απόφαση (…/2017) έγινε δεκτή η αγωγή κατά το μέρος που είχε ασκηθεί από τους αναιρεσείοντες και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής το ως άνω ποσό των * ευρώ, με την αιτιολογία ότι η σιωπηρή άρνηση της χορήγησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης άδειας στους αναιρεσείοντες να επισπεύσουν την αναγκαστική εκτέλεση των …/2007 και …/2005 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελεί μεν κυβερνητική πράξη και δεν ελέγχεται ούτε ευθέως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ούτε παρεμπιπτόντως στα πλαίσια εξέτασης αγωγής αποζημίωσης, προσέβαλε τον πυρήνα του εν λόγω περιουσιακού δικαιώματος των αναιρεσειόντων και προκάλεσε ζημία σε αυτούς που συνίστατο στην αποστέρηση των ποσών (κεφαλαίου, τόκων, δικαστικών εξόδων) που τους είχαν επιδικαστεί με τις προαναφερθείσες αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, η οποία ζημία έπρεπε να ικανοποιηθεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος περί της ισότητας των πολιτών όσον αφορά τη συνεισφορά τους στα δημόσια βάρη. Κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης το Δημόσιο άσκησε έφεση. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η έφεση αυτή έγινε δεκτή, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και απερρίφθη η αγωγή των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η άρνηση της χορήγησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης άδειας για την αναγκαστική εκτέλεση των αξιώσεων των αναιρεσειόντων αποτελεί κυβερνητική πράξη που δεν υπάγεται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας ούτε είναι δυνατός ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητάς της επ’ ευκαιρία άσκησης αγωγής αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε από παράνομη πράξη του Δημοσίου (κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ). Περαιτέρω, έκρινε ότι ναι μεν, εν προκειμένω, από την άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης προκλήθηκαν δυσμενείς συνέπειες σε βάρος των περιουσιακών δικαιωμάτων των αναιρεσειόντων, η βλάβη όμως που υπέστησαν αυτοί δεν ήταν ιδιαίτερη και σπουδαία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επιβαλλόταν η αποκατάστασή της διά της εφαρμογής του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες, εφόσον οι αγωγές τους είχαν ασκηθεί πριν από τις 10.1. 2015 (σχετ. άρθρο 66 του 1215/2012 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου), μπορούσαν να προβούν, με την προβλεπόμενη διαδικασία από τις διατάξεις του 44/2001 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (άρθρα 32 και επ.), στην αναγνώριση και την εκτέλεση των προαναφερόμενων αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στο κράτος της Ιταλίας ή, άλ-λως, στην εκτέλεση των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων στην Ιταλία με βάση τους ανωτέρω εκδοθέντες από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ευρωπαϊκούς τίτλους εκτέλεσης δυνάμει της οριζόμενης διαδικασίας από τις διατάξεις του υπ’ αριθ. 805/2004 Κανονισμού του Ευρωπαϊ-κού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 «Για τη θέσπιση ευρωπαϊ-κού εκτελεστού τίτλου». Συνεπώς, κατά την κρίση πάντοτε του διοικητικού εφετείου, εφό-σον η βλάβη των αναιρεσειόντων μπορούσε να αποκατασταθεί άλλως με την εξάντληση των ως άνω προβλεπόμενων διαδικασιών, στερού-νταν του εξαιρετικού χαρακτήρα που επιβάλ-λεται για την εφαρμογή του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος και, συνεπώς, εσφαλμένως είχε επιδικαστεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές από νόμιμη ενέργεια της Διοίκησης.

8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προ-βάλλεται ότι το δικάσαν εφετείο, εκκινώντας από την εσφαλμένη αντίληψη ότι κωλύεται ακόμη και ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομι-μότητας της επίμαχης ζημιογόνου κυβερνη-τικής πράξης, έκρινε, κατά παραβίαση της διέπουσας την επίδικη έννομη σχέση διάτα-ξης του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, ότι δεν πληρούνται τα ουσιώδη ερμηνευτικά στοιχεία της σπουδαίας και ιδιαίτερης βλά-βης των αναιρεσειόντων ως προϋπόθεσης ευδοκίμησης της αξίωσής τους προς αποζη-μίωση επί τη βάσει της διάταξης αυτής. Και τούτο διότι, κατά τους αναιρεσείοντες, σε α-ντίθεση με όσα κρίθηκαν από το δικάσαν εφε-τείο, ως ιδιαίτερη βλάβη νοείται η πλήττουσα (όπως εν προκειμένω) συγκεκριμένους διοι-κουμένους, και όχι έναν ευρύ κύκλο ομοιογε-νούς κατηγορίας προσώπων, και ως σπουδαία η έχουσα υπέρμετρο χαρακτήρα, προσδιορι-ζόμενο κατά τρόπο σχετικό και όχι απόλυτο, δηλαδή μετά από σύγκριση μεταξύ του εν προκειμένω ύψους της ζημίας που υπέστησαν οι αναιρεσείοντες και του συνόλου της αντί-στοιχης δραστηριότητάς τους, ιδίως εάν ληφ-θεί υπόψη η άσχημη οικονομική τους κατά-σταση. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι κατά ε-σφαλμένη ερμηνεία της ίδιας ως άνω διάταξης του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος η αναιρε-σιβαλλόμενη απόφαση εξάρτησε τη στοιχειο-θέτηση σπουδαίας και ιδιαίτερης βλάβης ως στοιχείου θεμελίωσης της αγωγικής αξίωσης των αναιρεσειόντων από τη δυνατότητα επί-σπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ εφαρ-μογή κανόνων έτερης της εσωτερικής έννομης τάξης (του ιταλικού κράτους), θεωρώντας μά-λιστα τη δυνατότητα αυτήν ως προϋπόθεση για την επέλευση των έννομων συνεπειών της ως άνω συνταγματικής διάταξης, παρά το ότι μια τέτοια προϋπόθεση ουδόλως προκύπτει ερμηνευτικά από τη διάταξη αυτήν ως έρεισμα για την αποζημιωτική αξίωση των αναιρε-σειόντων, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι η αναγκαστική εκτέλεση στο ιταλικό κράτος διασφαλίζει με τρόπο ουσιωδώς αποτελεσματι-κό τα έννομα συμφέροντά τους. Προς θεμελίω-ση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται ότι, όσον αφορά το προκριματι-κό νομικό ζήτημα που τίθεται με τους ως άνω λόγους αναιρέσεως, δηλαδή της δυνατότητας παρεμπίπτοντος (στα πλαίσια εκδίκασης αγω-γής αποζημίωσης) ελέγχου της νομιμότητας ζημιογόνου κυβερνητικής πράξης, οι ερμηνευ-τικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης α-πόφασης αντίκεινται προς τα κριθέντα με τη 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμ-βουλίου της Επικρατείας. Όσον αφορά δε το τιθέμενο από τους ως άνω λόγους αναιρέσεως νομικό ζήτημα των προϋποθέσεων που πρέ-πει να συντρέχουν ώστε να ευδοκιμήσει α-γωγική αξίωση αποζημίωσης με νομική βάση την § 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος για ζημία προκληθείσα από την έκδοση τέτοιας πράξης και, ειδικότερα, εάν απαιτείται ως τέτοια προϋπόθεση η ύπαρξη σπουδαίας και ιδιαίτερης βλάβης του ζημιωθέντος και ποια είναι η ερμηνευτική οριοθέτηση της εν λόγω προϋπόθεσης, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το μέρος μεν που αναφέρεται σε αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμε-νης απόφασης προς τη 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρα-τείας όσον αφορά το νομικό ζήτημα της δυνα-τότητας ή μη παρεμπίπτοντος ελέγχου της νο-μιμότητας ζημιογόνου κυβερνητικής πράξης, προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού εν προκειμένω οι αναιρεσείοντες δεν αποδίδουν κάποια πα-ρανομία στη φερόμενη ως ζημιογόνο για αυ-τούς άρνηση χορήγησης άδειας επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Ιταλικού Δημοσίου ούτε η αγωγική τους αξίωση θεμε-λιώνεται στην παρανομία της άρνησης αυτής, έτσι ώστε να τίθεται ζήτημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητας της εν λόγω πράξης, αλλά η αξίωσή τους έχει ως νομικό έρεισμα τη διάταξη του άρθρου 4 § 5 του Συντάγμα-τος για ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημί-ωση από τέτοια πράξη ανεξάρτητα από τη νομιμότητά της. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η ως άνω 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κρίνει για το διαφορετικό ζήτημα της ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων της δικα-στικής εξουσίας και όχι για το τιθέμενο εν προκειμένω ζήτημα της ευθύνης προς αποζη-μίωση από κυβερνητικές πράξεις, με συνέπεια να μην μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη με τις κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμε-νης απόφασης. Κατά το μέρος όμως που με τον ως άνω ισχυρισμό προβάλλεται έλλειψη νομο-λογίας του Δικαστηρίου, ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος. Και τούτο διότι, πράγματι, για το ως άνω τιθέμενο με τους λόγους αναιρέσεως κρίσιμο εν προκειμένω νομικό ζήτημα εάν μπορεί να θεμελιωθεί αξίωση προς αποζημίω-ση για πρόκληση ζημίας από κυβερνητικές πράξεις με νομική βάση την § 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος και, σε καταφατική περί-πτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις θεμελιώνεται τέτοια αξίωση, δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη αίτηση έχει ασκηθεί παραδεκτώς από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέ-σεων του  άρθρου 53 § 3 του π.δ. 18/1989 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.

9. Επειδή, το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνει-σφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βά-ρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», έχει ανα-γάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε παράλληλα και διάταξη, στην οποία θεμελιώ-νεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκα-λούν ζημία, παράνομες ή νόμιμες. Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βα-ρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργά-νων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν εί-ναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέρο-ντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία (ΟλΣτΕ 1400/2022, 1360-1361/2021 Ολ., 905/2022 7μ., 622/2021).

10. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ, άρ-θρου μόνου του π.δ. 503/1985, Α΄ 182) ορίζε-ται ότι: «Αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδα-πού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προη-γουμένη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης». Εξάλλου, με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δε-κεμβρίου 2000 (ΕΕ L 12/16.1.2001) -ο οποίος, κατ’ άρθρο 66 § 2 του νεότερου Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012, συνεχίζει να διέπει τις αποφάσεις που εκδίδο-νται σε αγωγές που ασκήθηκαν, τα δημόσια έγγραφα που εκδόθηκαν ή καταγράφηκαν και τους δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίθη-καν ή συνήφθησαν πριν από την 10η Ιανουα-ρίου 2015- ορίστηκαν, εκτός των άλλων, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την ανα-γνώριση και την εκτέλεση σε άλλο κράτος μέ-λος αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υπο-θέσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 32 του εν λόγω Κανονισμού «Ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντα κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διατα-γή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δι-καστικής δαπάνης από το γραμματέα», σύμ-φωνα με την § 1 του άρθρου 33 «Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδι-κασία» και σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 38 «Αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελε-στές σε κράτος μέλος εκτελούνται σε άλλο κρά-τος μέλος, αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου». Στο άρθρο 34 του εν λόγω κανονισμού ορίζονται οι αποφά-σεις που δεν αναγνωρίζονται και στα άρθρα 39 επ. καθορίζεται η διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας, ενώ η διαδικασία της αναγκα-στικής εκτέλεσης αυτής καθ’ εαυτή δεν ρυθμί-ζεται από τον εν λόγω κανονισμό, αλλά ακο-λουθεί τους κανόνες του δικονομικού δικαίου του κράτους μέλους της εκτέλεσης. Εξάλλου, με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμ-βουλίου της 21ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 143/30.4.2004) προβλέφθηκε η «θέσπιση ευ-ρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβη-τούμενες αξιώσεις, προκειμένου να εξασφαλι-στεί, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, η ε-λεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων, των δι-καστικών συμβιβασμών και των δημόσιων εγ-γράφων σε όλα τα κράτη μέλη, χωρίς να πρέ-πει να ακολουθείται στο κράτος μέλος της ε-κτέλεσης ενδιάμεση διαδικασία πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση» (άρθρο 1). Στον εν λόγω κανονισμό ορίζεται, μεταξύ άλ-λων, ότι «Απόφαση η οποία έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος στο κράτος μέλος προέλευσης, αναγνωρίζεται και εκτελεί-ται σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται να κηρυχθεί εκτελεστή και χωρίς να είναι δυ-νατή η προσβολή της αναγνώρισής της» (άρ-θρο 5), ότι «Το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού ε-κτελεστού τίτλου, κατόπιν αιτήσεως προς το δικαστήριο προέλευσης: α) διορθώνεται όταν, λόγω τυπικού σφάλματος, υπάρχει απόκλιση μεταξύ της απόφασης και του πιστοποιητικού, β) ανακαλείται, όταν χορηγήθηκε προφανώς εσφαλμένα με βάση τις απαιτήσεις που καθο-ρίζονται στον παρόντα κανονισμό» (άρθρο 10 § 1) και ότι «η έκδοση πιστοποιητικού ευρω-παϊκού εκτελεστού τίτλου δεν υπόκειται σε κα-νένα ένδικο μέσο» (άρθρο 10 § 4). Τέλος, στο Κεφάλαιο IV του εν λόγω κανονισμού (άρθρα 20-23) και υπό τον τίτλο «Εκτέλεση» καθορί-ζεται, εκτός των άλλων, η διαδικασία της εκτέ-λεσης του ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου και ορίζεται, ειδικότερα, στην § 1 του άρθρου 20 ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, οι διαδικασίες εκτέλεσης διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Η απόφαση που έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος εκτελείται υπό τους ιδίους όρους με την απόφαση που εκ-δόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης».

11. Επειδή, αποκλειστικός σκοπός της θέ-σπισης της προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 923 ΚΠολΔ είναι, κατά την προφανή έννοιά της, να παρασχεθεί στον Υπουργό Δι-καιοσύνης η εξουσία εκτίμησης της σκοπιμό-τητας της επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αλλοδαπού Δημοσίου με κριτήριο τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η λήψη των μέ-τρων αυτών στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το εν λόγω κράτος. Ειδικότερα, με το σύστημα που εισάγεται με το άρθρο 923 ΚΠολΔ παρεμ-βάλλεται διοικητική διαδικασία, κατατείνου-σα στην, εξαρτώμενη από τη σχετική κρίση του Υπουργού Δικαιοσύνης, πλήρωση ειδικώς προβλεπόμενης προϋπόθεσης παραδεκτού υ-ποβαλλόμενης αίτησης για την επιχείρηση μί-ας δικαστικής ενέργειας προς διασφάλιση της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προ-στασίας στα πλαίσια της επίλυσης μίας διαφο-ράς ιδιωτικού δικαίου. Μολονότι δε η σχετική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης εκδίδε-ται επ’ ευκαιρία της δικαστικής επίλυσης διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, δεν πρόκειται για πράξη σχετική με την επίλυση της ως άνω διαφοράς, δεδομένου ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν έχει, περαιτέρω, αρμοδιό-τητα, επί τη βάσει του ανωτέρω άρθρου του ΚΠολΔ, να ελέγξει τη συνδρομή των γενικώς τασσόμενων από τον νόμο προϋποθέσεων για τη χορήγηση της άδειας ή την απόρριψη της αίτησης επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλε-σης. Η αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύ-νης περιορίζεται, κατά την έννοια της διάτα-ξης αυτής, αποκλειστικώς στην εκτίμηση της σκοπιμότητας, ως προς τη χορήγηση της ά-δειας προς επίσπευση της εν λόγω αναγκαστι-κής εκτέλεσης, από την πλευρά της μη διατά-ραξης των ομαλών σχέσεων της Χώρας με το εμπλεκόμενο αλλοδαπό Κράτος. Συνεπώς, η αρμοδιότητα αυτή ούτε ανάγεται, καθ’ ο-ποιονδήποτε τρόπο, στην άσκηση δικαιοδοτι-κού έργου, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέ-εται με την άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Περαιτέρω, η κατά την ενάσκηση της ως άνω αρμοδιότητας εκδιδόμενη πράξη δεν αφορά στην επίλυση διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, από την προσ¬βολή δε αυτής προκαλείται κατ’ αρ-χήν διαφορά διοικητικού δικαίου (ΟλΣτΕ 22/2007, 3669/ 2006 Ολ.). Εξάλλου, κατά τον σκοπό της θέσπισης της ανωτέρω διάταξης του ΚΠολΔ, η επέμβαση του Υπουργού Δικαιοσύ-νης στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλε-σης σε βάρος αλλοδαπού Δημοσίου με την έκ-δοση σχετικής άδειας περιορίζεται αποκλει-στικά και μόνο στην εκ μέρους του στάθμιση της σκοπιμότητας της επίσπευσης της αναγκα-στικής εκτέλεσης από την πλευρά της μη δια-τάραξης ή της εξυπηρέτησης των καλών σχέ-σεων της Χώρας με την οικεία αλλοδαπή Πολι-τεία. Συνεπώς, οι πράξεις με τις οποίες, κατ’ επίκληση της εν λόγω διάταξης, ενεργείται στάθμιση των επιπτώσεων στις διεθνείς σχέ-σεις της Χώρας από τον Υπουργό Δικαιοσύ-νης, ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και, ως εκ τούτου, έχουν τον χαρα-κτήρα κυβερνητικής πράξης κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 § 5 του π.δ. 18/1989, που εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγ-χου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τούτο δε διότι με τις πράξεις αυτές δεν ασκούνται εν στενή εννοία διοικητικές αρμοδιότητες, αλλά αντιμετωπίζονται από τα ανώτατα όργανα του Κράτους πολιτικής φύσης ζητήματα, αναγό-μενα στη διαχείριση προβλημάτων ύψιστης σημασίας για τη Χώρα. Επομένως, από την φύση τους, οι πράξεις αυτές δεν μπορούν να υπάγονται στον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι άλλως ο έλεγχος αυτός θα υπεισερχόταν ανεπίτρεπτα στο πεδίο αμιγώς πολιτικών εκτιμήσεων, που εκφεύγει από το πεδίο του ασκούμενου από το Συμβούλιο της Επικρατείας ελέγχου. Η κατά τα ανωτέρω δε μη υπαγωγή των κυβερ-νητικών πράξεων σε δικαστικό έλεγχο, που αφορά σε ελάχιστες κατηγορίες πράξεων, προσδιοριζόμενες, άλλωστε, εκάστοτε από το ίδιο το δικαστήριο, δεν τελεί υπό την αρνητι-κή προϋπόθεση της έλλειψης αντανακλαστι-κών συνεπειών από την εφαρμογή των πράξε-ων αυτών στην άσκηση ατομικών δικαιωμά-των. Οι πράξεις αυτές μπορούν να έχουν, όπως κάθε πράξη, επίπτωση σε συν-ταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δι-καιώματα ή σε πολιτικά δικαιώματα. Η κατά τα ανωτέρω, όμως, μη υπαγωγή τους σε δικα-στικό έλεγχο υπαγορεύεται και δικαιολογείται μόνο από την προπεριγραφείσα φύση τους, δεν συναρτάται δε με τις τυχόν επιπτώσεις και συνέπειές τους και δεν συνδέεται με την βαρύ-τητα καθεμιάς από αυτές. Εξάλλου, η μη υπα-γωγή των πράξεων αυτών σε ευθύ ακυρωτι-κό έλεγχο ούτε συνεπάγεται την αποδέσμευ-ση του οργάνου που τις εκδίδει από την υπο-χρέωση τήρησης των οικείων συνταγματι-κών διατάξεων, ούτε αποκλείει την ανόρθω-ση ενδεχόμενων δυσμενών επιπτώσεών τους σε ιδιώτες κατά τρόπους και διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη. Έχει απλώς την έννοια ότι, για τους προεκτεθέντες λόγους, οι πράξεις αυτές δεν υπόκεινται στον συγκεκριμένο έλεγχο (ΟλΣτΕ 22/ 2007, 3669/ 2006 Ολ.).

12. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστή-ριο, σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας εξαιτί-ας της κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔ άρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης να παράσχει άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης κατά αλλοδαπού Δημοσίου, ενόψει του ότι δεν προβλέπεται η αποκατάσταση της ζημίας αυτής από ειδική διάταξη νόμου, ο ζημιωθείς έχει τη δυνατό-τητα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζη-μίας του με αγωγή ασκούμενη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος υπό τις ει-δικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στην 9η σκέψη, δηλαδή να έχει υποστεί βλά-βη ιδιαίτερη, με την έννοια ότι προκαλείται μόνο σε αυτόν και όχι στο σύνολο ή σε ευρύ-τερη κατηγορία πολιτών, και σπουδαία, δη-λαδή σε τέτοιο βαθμό που να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δη-μόσιου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η ως άνω διάταξη του άρθρου 923 ΚΠολΔ και ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των δυ-σμενών επιπτώσεων, που μπορεί να έχει η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος αλλο-δαπού Δημοσίου, στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το κατά περίπτωση κράτος. Η σπουδαιότητα δε της βλάβης προσδιορίζεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και των επιπτώσε-ων που προκαλούνται στον συγκεκριμένο διοικούμενο από την άρνηση χορήγησης της αιτηθείσας από αυτόν άδειας αναγκαστικής εκτέλεσης. Δεν συνιστά δε σε κάθε περίπτωση τέτοια βλάβη το συνολικό ποσό της αξίωσης για την αναγκαστική εκτέλεση της οποίας δεν παρέχεται η αιτηθείσα άδεια, αφού η άρνηση χορήγησης της άδειας δεν συνεπάγεται άνευ άλλου την οριστική απώλεια της δυνατότητας του διοικουμένου να ικανοποιηθεί με άλλον τρόπο. Έτσι, σε περίπτωση που η ικανοποίη-ση της συγκεκριμένης αξίωσης μπορεί να ε-πιδιωχθεί με εκτέλεση της απόφασης σε αλ-λοδαπό κράτος με βάση τους υφιστάμενους σχετικώς διεθνείς κανόνες και, στην ειδικό-τερη περίπτωση που πρόκειται για κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αναγνώ-ριση και κήρυξη εκτελεστής της απόφασης στο κράτος αυτό κατ’ εφαρμογή των διατά-ξεων του Κανονισμού 44/2001 ή με έκδοση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου κατ’ εφαρμο-γή των διατάξεων του Κανονισμού 805/2004, η βλάβη που υφίσταται ο διοικούμενος από την άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια δεν προσδιο-ρίζεται από το συνολικό ύψος της αξίωσής του, εάν η εν λόγω αξίωση, η οποία εξακο-λουθεί να υφίσταται, μπορεί με τον τρόπο αυτόν να ικανοποιηθεί, αλλά προσδιορίζεται από το επί πλέον κόστος που συνεπάγεται σε μια τέτοια περίπτωση για τον διοικούμενο η προσφυγή στην αλλοδαπή έννομη τάξη για την ικανοποίησή του, όταν η βλάβη αυτή, ε-νόψει των ακολουθητέων στο αλλοδαπό κρά-τος διαδικασιών εκτέλεσης (που είναι εφαρ-μοστέες ελλείψει σχετικών ρυθμίσεων στους ως άνω κανονισμούς) και του κόστους αυ-τών, καθώς επίσης και του απαιτούμενου προς ολοκλήρωσή τους χρόνου, υπερβαίνει τα κατά το Σύνταγμα ανεκτά όρια ζημίας που μπορεί να αξιωθούν από τον συγκεκριμένο διοικούμενο, με συνέπεια να τίθεται ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας από την επίρριψη του συνόλου της βλάβης αυτής στον εν λόγω διοικούμενο, προς εξυπηρέτηση του σκοπού δημόσιου συμφέροντος που επιδιώκεται με την άρνηση χορήγησης της αιτηθείσας από αυτόν άδειας. Περαιτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση για τη γέννηση αποζημιωτικής αξίωσης του διοικου-μένου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για την αποκατάσταση της προκληθείσας από την άρ-νηση χορήγησης της αιτηθείσας άδειας ζημίας αποτελεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μετα-ξύ της άρνησης αυτής και της προκληθείσας ζημίας, ο οποίος δεν υφίσταται, εκτός των άλ-λων, σε περίπτωση που, ενόψει της τυχόν έλ-λειψης στην ημεδαπή επαρκών περιουσιακών στοιχείων του αλλοδαπού Δημοσίου υποκείμε-νων σε αναγκαστική εκτέλεση, δεν θα μπορού-σε να εκτελεστεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση ακόμα και αν χορηγούνταν η αιτηθείσα άδεια. Σε κάθε δε περίπτωση, για να κριθεί βάσιμη η σχετική αξίωση του ζημιωθέντος, φέρει αυτός το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει την προκληθείσα ζημία του και το ύψος αυτής, καθώς και τη συνδρομή των λοιπών προϋπο-θέσεων γέννησης της αποζημιωτικής αξίωσής του έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Μειο-ψήφησε η Σύμβουλος Τ. Κόμβου, η οποία διατύπωσε την εξής γνώμη: Από την άρνηση (ρητή ή σιωπηρή) του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει σε δικαιούχο χρηματικής απαι-τήσεως με βάση απόφαση ελληνικού δικαστη-ρίου, η οποία, κατόπιν αιτήσεώς του, έχει πι-στοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλί-ου της 21ης Απριλίου 2004, την κατά το άρ-θρο 923 του ΚΠολΔ άδεια επισπεύσεως ανα-γκαστικής εκτελέσεως κατά αλλοδαπού δημο-σίου - κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ιδιωτική περιουσία του στην Ελλάδα δεν γεννάται ζημία που να δικαιολογεί απο-ζημίωση με βάση το άρθρο 4 § 5 του Συντάγ-ματος, δηλαδή ζημία ειδική/ιδιαίτερη και ε-ξαιρετική, η οποία επιβαρύνει μόνον τον ως άνω δικαιούχο χρηματικής απαιτήσεως και αι-τούντα την άδεια αυτή έναντι των λοιπών δι-καιούχων χρηματικών απαιτήσεων για τις ο-ποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ελληνικών δι-καστηρίων, που ομοίως έχουν πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκοί εκτελεστοί τίτλοι κατ’ εφαρμογή του ως άνω Κανονισμού. Και τούτο πέραν του ότι η άρνηση χορηγήσεως της άδειας αυτής δεν αποτελεί γενικό μέτρο, το οποίο καθιστά ιδιαιτέρως επαχθή τη θέση του συγκεκριμένου δικαιούχου έναντι των λοιπών δικαιούχων που ευρίσκονται υπό ίδιες συνθήκες (έχουν επιτύχει την έκδοση αποφάσεως ελληνικού δικαστηρίου που αφορά αξίωσή τους κατά αλλοδαπού -νομικού ή φυσικού- προσώπου και η οποία έ-χει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος).

13. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμ-φωνα με τα προεκτεθέντα, η κρίση της αναι-ρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του Δημοσίου κατά της πρωτόδι-κης απόφασης (που είχε δεχθεί ότι η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης προκάλεσε στους αναιρεσείοντες ζημία που συνίσταται στην αποστέρηση των ποσών κεφαλαίου, τόκων και δικαστικών εξόδων που τους επιδικάστηκαν) με το σκεπτικό ότι οι αναιρεσείοντες υπέστη-σαν μεν βλάβη, πλην όμως αυτή δεν είναι ι-διαίτερη και σπουδαία εκ μόνου του ότι οι α-ναιρεσείοντες δύνανται να προβούν, με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του 44/2001 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 διαδικασία, στην ανα-γνώριση και την εκτέλεση στο κράτος της Ιτα-λίας των αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτο-δικείου * για τις οποίες ζητήθηκε η ένδικη ά-δεια, ή άλλως στην εκτέλεση των εν λόγω δι-καστικών αποφάσεων στην Ιταλία με βάση τους σχετικώς εκδοθέντες από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ευρωπαϊκούς τίτλους εκτέλεσης δυνάμει της οριζόμενης από τις διατάξεις του 805/2004 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοι-νοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Α-πριλίου 2004 διαδικασίας, δεν είναι νόμιμη. Ενόψει δε αυτού, θα έπρεπε η κρινόμενη αίτη-ση να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προ-σβαλλόμενη απόφαση. Κατά την κατά τα α-νωτέρω, όμως, μειοψηφήσασα γνώμη, στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αγωγή έχει ως βάση το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος και με αυτήν, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του δικογράφου της, διώκεται η αναγνώριση της υποχρεώσεως του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση σε καθέναν από τους αναιρεσείοντες ορισμένο χρηματικό ποσό ανερχόμενο στο επιδικαθέν υπέρ εκάστου εξ αυτών με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ποσό αποζημιώσεως λόγω ρυ-μοτομίας, με το νόμιμο τόκο και τα δικαστικά έξοδα, για την εκτέλεση δε των δικαστικών αυ-τών αποφάσεων οι αναιρεσείοντες αφενός ζή-τησαν τη χορήγηση της κατά το άρθρο 923 του ΚΠολΔ άδειας επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ιταλικού Δημοσίου για την ιδιωτική περιουσία του στην Ελλάδα και αφετέρου επέτυχαν την πιστοποίηση των ως άνω δικαστικών αποφάσεων επί των μη αμφι-σβητούμενων αξιώσεών τους ως ευρωπαϊκών εκτελεστών τίτλων. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, η σιωπηρή άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει την άδεια αυτή δεν μπορεί να προξενήσει στους αναιρεσείοντες ζημία ειδι-κή/ιδιαίτερη και εξαιρετική, την οποία μόνον αυτοί υφίστανται και έτσι αυτοί θα επιβαρύ-νονται πέραν της συμμετοχής τους στα δημό-σια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Συνε-πώς, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η ένδικη αγωγή ήταν απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη λό-γω μη συνδρομής της προϋποθέσεως της ειδι-κής/ιδιαίτερης ζημίας που απαιτείται για τη θεμελίωση της ευθύνης του Δημοσίου προς α-ποζημίωση με βάση το άρθρο 4 § 5 του Συ-ντάγματος. Ορθώς, επομένως, το διοικητικό εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση (που είχε δεχθεί την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και είχε επιδικάσει υπέρ των αναιρεσειόντων απο-ζημίωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος) και, ακολούθως, απέρριψε την αγωγή αυτή ως αβάσιμη, η δε κρινόμενη αίτη-ση αναιρέσεως θα έπρεπε, κατά τη μειοψηφού-σα γνώμη, να απορριφθεί ως αβάσιμη.

14. Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας των τιθέμενων με την υπό κρίση αίτηση ζητημά-των, που συναρτώνται με το αν μπορεί να επι-διωχθεί δικαστικώς αξίωση προς αποζημίωση κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ επίκληση της διάταξης της § 5 του άρθρου 4 του Συ-ντάγματος από την άρνηση του Υπουργού Δι-καιοσύνης να χορηγήσει την κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔ άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης απόφα-σης κατά αλλοδαπού Δημοσίου και, σε κατα-φατική περίπτωση, με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιδιωχθεί η αξίωση αυτή ι-δίως στις περιπτώσεις που υφίσταται δυνατό-τητα εκτέλεσης της απόφασης στο κατά περί-πτωση αλλοδαπό κράτος, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολο-μέλεια του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της § 5 του άρθρου 14 του π.δ. 18/1989, ορίζει δε ως εισηγητή ενώπιον της Ολομέλειας τον Σύμβουλο *.

Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.

Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια και ορίζει εισηγητή τον Σύμβουλο *


 


ΣΧΟΛΙΟ

α) Η «Oδύσσεια» ενός πολίτη από την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. β) Η άρνηση αναγκαστικής εκτέλεσης  κατά αλλοδαπού δημοσίου με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. γ) Το δικαίωμα αποζημιώσεως  από ζημία που προήλθε από κυβερνητική πράξη

 

«Σε μια Δημοκρατία ουδείς μπορεί να είναι ανέλεγ­κτος»

 

Εισαγωγικά: α.- Στις 3 Σεπτεμβρίου 2019, το Γ´ Πολιτικό Τμήμα του ιταλικού Αρείου Πάγου εξέδωσε την 21995/2019 απόφαση, με την οποία απέρριψε οριστικά την προσφυγή της ημικρατικής εταιρείας των γερμανικών σιδηρόδρομων «Deutsche Bahn AG» κατά της αγωγής των θυμάτων του μαρτυρικού Διστόμου. Τα θύματα της μαζικής θηριωδίας του Διστόμου έχουν επιτύχει την αμετάκλητη επιδίκαση επανόρθωσης (Πολυμελές Πρωτ/κείο Λιβαδειάς 137/1997 και Ολομέλεια ΑΠ 11/2000) για τα εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξαν οι δυνάμεις του Γ’ Ράιχ τον Ιούνιο του 1944[1].Μετά την υπ’ αριθ. 159/2023 Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας, το ζήτημα της εκτέλεσης της απόφασης του Διστόμου εντός της ιταλικής επικράτειας φαίνεται πλέον να έχει εμποδισθεί δικαστικά ή, στην καλύτερη περίπτωση, φαίνεται η τελική έκβαση να παρουσιάζεται εξαιρετικά αβέβαιη.Ακολούθως ζητήθηκε να δοθεί άδεια από τον Έλληνα υπουργό Δικαιοσύνης για την εν Ελλάδι εκτέλεση της υπ’ αριθ. 137/25-9-1997 αμετάκλητης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς. Η Ελλάδα, «απεστέρησε» το δικαιώμα αποζημιώσεως, μέσω της διάταξης του άρθρου 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), που απαγορεύει την αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού Δημοσίου χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης[2]

Εχει κριθεί παγίως (Βλ. ΣτΕ 22/2007, ΟλΣτΕ1209/ 2014) «η επέμβαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος αλλοδαπού δημοσίου, με τη χορήγηση σχετικής αδείας, περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνο στην εκ μέρους του στάθμιση της σκοπιμότητας της επισπεύσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως από της πλευράς της μη διαταράξεως ή της εξυπηρετήσεως των καλών σχέσεων της Χώρας με την οικεία αλλοδαπή Πολιτεία. Συνεπώς, οι πράξεις, με τις οποίες, κατ’ επίκληση της εν λόγω διατάξεως, ενεργείται, όπως αξιούται από τη διάταξη αυτή, στάθμιση των επιπτώσεων στις διεθνείς σχέσεις της Χώρας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και, ως εκ τούτου, έχουν τον χαρακτήρα κυβερνητικών πράξεων, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 45 § 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), που δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας». Στην απόφαση 22/2007 της Ολομέλειας, η μειοψηφία έκρινε πως η διάταξη 923 ΚΠολΔ προσ­κρούει στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στην έννοια του κράτους δικαίου. Μάλιστα θεώρησε πως η αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου, δεν θίγει την κυριαρχία του κράτους αυτού, γιατί δεν αφορά σε πραξεις με τις οποίες ασκείται κυριαρχική εξουσία (acta jure imperii). 

Έχομε την άποψη ότι οι πράξεις που αφορούν στην αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου αποτελούν μια ξεχωρίστη κατηγορία κυβερνητικών πράξεων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Στην περίπτωση αυτή,το Ελληνικό Δημόσιο με την άρνηση του Υπουργού προβαίνει σε προστασία των  συμφερόντων ενός τρίτου κράτους και η διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ δεν   εφαρμόζεται προς όφελος της δημόσιας τάξης. Η άρνηση χορήγησης της άδειας εκτέλεσης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης δημιουργεί μια ιδιότυπη ασυλία εκτέλεσης και εκ του αποτελέσματος αίρει την ευθύνη προς αποζημίωση του τρίτου κράτους που απορρέει, είτε από έννομη σχέση που ανέπτυξε αυτό με τους διοικουμένους, είτε από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του. Στην περίπτωση αυτή, το      Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος (ΣτΕ) 1501/2014: «διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται»[3]. Άλλωστε: «Το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου». (ΣτΕ 2527/2019) 

β.- Η σχολιαζομένη απόφαση είναι ιδιαίτερης σημασίας για το ζήτημα της αστικής ευθύνης του κράτους από ζημία που προκληθηκε από Κυβερνητική πράξη: 

Όπως προκύπτει από την σχολιαζομένη με τη …/1969 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης του Γραφείου Πολεοδομίας *, η οποία κυρώθηκε με την …/ 1969 απόφαση του Νομάρχη *, είχε οριστεί ότι το Ιταλικό Δημόσιο, ως ωφελούμενος ιδιοκτήτης, υποχρεούνταν να αποζημιώσει τον πατέρα των αναιρεσειόντων για τμήματα ιδιοκτησίας του, επιφάνειας 9 τ.μ. και 71,20 τ.μ.

Ο ενδιαφερόμενος προσέφυγε στο δικαστήριο την *.9.2005 (εν τω μεταξύ απεβίωσε) και η υπόθεση ήχθη στο ΣτΕ με το 2018 (είχε εκδοθεί στο μεταξύ η 943/2023 παραπεμπτική απόφαση) τελικά η υπόθεση συζητήθηκε σε επταμελή σύνθεση τον Φεβρουάριο 2024, η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 2025 και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του δικαστηρίου, μετά 19 έτη από της ενάρξεως της δίκης,ενώ είχε στερηθεί χωρίς αποζημίωση της ιδιοκτησίας του από το 1969 και ο Υπουργός Δικαιοσύνης με επίκληση το άρθρο 923 ΚΠολΔ του στέρησε και το δικαίωμα αποζημιώσεως από το αλλοδαπό Δημόσιο ( πρόκειται για τεκμαιρομένη σιωπηρή απόρριψη αίτησης προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με την οποία ζητείται η χορήγηση της κατ΄άρθρο 923 ΚΠολΔ άδειας για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αλλοδαπού Δημοσίου).

 Στη συνέχεια η σχολιαζομένη αναβάλλει ν’ αποφανθεί και παραπέμπει στη Ολομέλεια ΣτΕ προκειμένου να κρίνει: «αν μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς αξίωση προς αποζημίωση κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ επίκληση της διάταξης της § 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος από την άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει την κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔ άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης απόφασης κατά αλλοδαπού Δημοσίου και, σε καταφατική περίπτωση, με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιδιωχθεί η αξίωση αυτή, ιδίως στις περιπτώσεις που υφίσταται δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης στο κατά περίπτωση αλλοδαπό κράτος, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου».

Ειδικότερα:

Στο άρθρο 923 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «Αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης».

1. Στο ελληνικό δίκαιο, η αξίωση του πολίτη προς παροχή έννομης προστασίας, προστατεύεται σε συνταγματικό επίπεδο, μέσω του άρθρου 20 § Ι του Συντάγματος, το οποίο  εγγυάται όχι μόνον τη δικαστική διάγνωση και την προσωρινή προστασία του κρίσιμου ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά και την υλοποίηση των σχετικών δικαστικών επιταγών μέσω της αναγκαστικής εκτελέσεως (βλ. ΟλΑΠ 19/2001 και την ΟλΑΠ 21/2001).

Η διάταξη του άρθρου 923 ΚΠολΔ[4] αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος: α) δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρο 20 § 1 Σ και β) σε δίκαιη δίκη κατ’ άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ γ)στην περιουσία κατ’ άρθρο 1 § 1 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.  Όμως νομολογιακά έχει κριθεί ότι η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει άδεια κατάσχεσης ακινήτων αλλοδαπού δημοσίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποτελεί θεμιτό, κατά το δημόσιο διεθνές δίκαιο, και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας περιορισμό των δικαιωμάτων σε δίκαιη δίκη και προστασίας της περιουσίας που κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, από το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (ΟλΣτΕ 3669/2006 Δ 2007. 904, ΟλΣτΕ 22/2007 ΕΔΚΑ 2007. 231, ΟλΑΠ 36/ 2002 ΕλλΔνη 2002. 1027, ομοίως ΟλΑΠ 37/2002, ΕΔΔΑ, απόφαση της 12.12.2002, αριθ. προσφ. 59021/00 (Καλογεροπούλου κ.λπ. κατά Ελλάδας), είναι δε κυβερνητική πράξη. Οι κυβερνητικές πράξεις δεν υπάγονται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας διότι, δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις δεκτικές δικαστικού ελέγχου.

Είναι σε κάθε περίπτωση δυνατή η αποζημιώση, ανεξάρτητα ακόμη και αν δεν υπάγονται και δεν είναι δυνατός ο ακυρωτικός έλεγχος των κυβερνητικών πράξεων, όπως άλλωστε θέτει η μειοψηφία της 22/2007 αποφάσεως του ΣτΕ: «Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών είναι δυνατόν να υποστεί ζημία από την άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να του χορηγήσει άδεια για την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος του Ιρακινού Δημοσίου προς εξασφάλιση απαίτησής του, που έχει διαγνωσθεί δικαστικά με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Η πιο πάνω όμως άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης σκοπεί στη θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, αφορά στις σχέσεις της Χώρας με το Ιράκ. Κατά συνέπεια, η ζημία που προκαλείται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο». Ο ισχυρισμός περί ύπαρξης αποζημιωτικής ευθύνης του κράτους ερειδόμενης στην διάταξη της § 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, οδηγείται απο την σχολιαζομένη σε επίλυση του ανωτέρω νομικού ζητήματος, από την Ολομέλεια του ΣτΕ.

2. Η νομολογία (ΣτΕ και ΕΔΔΑ) σχετικά με Κυβερνητική Πράξη: 

Οι Πράξεις εκείνες που έχουν κυβερνητικό χαρακτήρα, δεν υποκείνται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 § 5 του π.δ. 18/1989. «Η κατά τα ανωτέρω δε μη υπαγωγή των κυβερνητικών πράξεων σε δικαστικό έλεγχο, που αφορά σε ελάχιστες κατηγορίες πράξεων, προσδιοριζόμενες, άλλωστε, εκάστοτε από το ίδιο το δικαστήριο, δεν τελεί υπό την αρνητική προϋπόθεση της ελλείψεως αντανακλαστικών συνεπειών από την εφαρμογή των πράξεων αυτών στην άσκηση ατομικών δικαιωμάτων. Οι πράξεις αυτές μπορούν να έχουν, όπως κάθε πράξη, επίπτωση σε συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα ή σε πολιτικά δικαιώματα. Η μη υπαγωγή τους σε δικαστικό έλεγχο υπαγορεύεται και δικαιολογείται μόνον από τη φύση τους, δεν συναρτάται δε με τις τυχόν επιπτώσεις και συνέπειές τους και δεν συνδέεται με την βαρύτητα καθεμιάς απ’ αυτές»[5]. Το ζήτημα που τέθηκε κατά πόσον η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης του άρθρου 923 ΚΠολΔ αποτελεί κυβερνητική πράξη και αν είναι προσβλητή με Αίτηση Ακυρώσεως, επιλύθηκε με την 22/2007 απόφαση της Ο­λομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο απέρριψε σχετική αίτηση ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει την άδεια επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του αλλοδαπού Δημοσίου αποτελεί κυβερνητική πράξη[6], που εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου[7]. Κυβερνητική πράξη είναι η πράξη οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας που ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας (ΣτΕ484/1978, 1397/ 2000, 1395/2004). Επίσης έκρινε το Δικαστήριο, ότι σύμφωνα με τον σκοπό της θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 923 ΚΠολΔ, η επέμβαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος αλλοδαπού Δημοσίου, με την έκδοση εκ μέρους του σχετικής αδείας, περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εκ μέρους του στάθμιση της σκοπιμότητας της επισπεύσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως από της πλευράς της μη διαταράξεως ή της εξυπηρετήσεως των καλών σχέσεων της Χώρας με την οικεία αλλοδαπή Πολιτεία. 

Ακολούθως, μετά προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), υποστηρίχθηκε ότι έλαβε χώρα παραβίαση του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, λόγω της ασυλίας που απολάμβανε το αλλοδαπό  Δημόσιο ως προς την εκτέλεση των εις βάρος του δικαστικών αποφάσεων, καθώς και του δικαιώματός του στην απόλαυση της περιουσίας του, αφού δεν είχε καταστεί δυνατό να επιτύχει την καταβολή των επιδικασθέντων από τα πολιτικά δικαστήρια ποσών, ενώ προέβαλε και παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. 

Το ΕΔΔΑ, με την από 16.4.2009 απόφασή του(Προσφυγή αριθ. 28803/07), έκρινε πως η υπόθεση παρουσίαζε κοινά χαρακτηριστικά με την υπόθεση Καλογεροπούλου και λοιποί κατά Ελλάδας και Γερμανίας της 12.12.2002  και Βλαστός κατά Ελλάδας, αριθμός προσφυγής 28803/07)  και, για το λόγο αυτό, διατύπωσε την ίδια κρίση που είχε διατυπώσει και στην απόφαση αυτή, καταλήγοντας στην απόρριψη των προβληθέντων ισχυρισμών. Ειδικότερα, έκρινε πως ο επιβληθείς περιορισμός στο δικαίωμα του αναιρεσείοντος να έχει πρόσβαση σε δικαστήριο, με την αδυναμία απευθείας ελέγχου και ενδεχομένως ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως του Υπουργού Δικαιοσύνης εξαιτίας του χαρακτηρισμού της ως κυβερνητικής, επιδίωκε θεμιτό σκοπό (τήρηση του διεθνούς δικαίου) και ήταν ανάλογος προς τον σκοπό αυτό, διότι τα μέτρα που έλαβε η Ελλάδα αντανακλούσαν αναγνωρισμένους κανόνες διεθνούς δικαίου σχετικά με την ασυλία των κρατών. Επίσης, επί της εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου και ιδίως στο επίπεδο της αναλογικότητας, υπογράμμισε ότι δεν θα πρέπει να ζητείται από την ελληνική κυβέρνηση να υπερβεί, αντίθετα προς τη βούλησή της, την αρχή της ασυλίας των κρατών και να διακινδυνεύσει να διαταράξει τις καλές διεθνείς σχέσεις της, προκειμένου να επιτρέψει στον αναιρεσείοντα να επιτύχει την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε μετά το πέρας μιας αστικής διαδικασίας (σκ. 35). 

Τέλος, έκρινε ότι η μεγάλη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (άνω των επτά ετών) συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στον αναιρεσείοντα αποζημίωση εις βάρος του ελληνικού κράτους. 

3. Η αποζημίωση από ζημία που προήλθε από κυβερνητική πράξη: α. Με την απόφαση ΣτΕ 943/2023 (παραπεμπτική εφ’ ης εξεδόθη  η σχολιαζομένη αναγνωρίστηκε, για πρώτη φορά, ότι «σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας εξαιτίας [κυβερνητικής] πράξης, ενόψει του ότι δεν προβλέπεται η αποκατάσταση της ζημίας αυτής από ειδική διάταξη νόμου, ο ζημιωθείς έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του με αγωγή ασκούμενη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις … να έχει υποστεί βλάβη ιδιαίτερη, με την έννοια ότι προκαλείται μόνο σε αυτόν και όχι στο σύνολο ή σε ευρύτερη κατηγορία πολιτών, και σπουδαία, δηλαδή σε τέτοιο βαθμό που υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, … ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των δυσμενών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το κατά περίπτωση κράτος». 

Β. Η σχολιαζομένη αναφέρει: «σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας εξαιτίας της κατ’ άρθρο 923 ΚΠολΔ άρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης να παράσχει άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης κατά αλλοδαπού Δημοσίου, ενόψει του ότι δεν προβλέπεται η αποκατάσταση της ζημίας αυτής από ειδική διάταξη νόμου, ο ζημιωθείς έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του με αγωγή ασκούμενη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στην 9η σκέψη, δηλαδή να έχει υποστεί βλάβη ιδιαίτερη, με την έννοια ότι προκαλείται μόνο σε αυτόν και όχι στο σύνολο ή σε ευρύτερη κατηγορία πολιτών, και σπουδαία, δηλαδή σε τέτοιο βαθμό που να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η ως άνω διάταξη του άρθρου 923 ΚΠολΔ και ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των δυσμενών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού Δημοσίου στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το κατά περίπτωση κράτος».

γ. Η ΟλΣτΕ 1501/2014 αποτελεί τη ρητή αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του, ακόμη και των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, όχι μόνο παράνομες, όπως ρητώς προβλέπει η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αλλά και νόμιμες[8]. Ο συνταγματικός κανόνας της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών, που αποτυπώνεται στο άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος, αποτελεί και το συνταγματικό έρεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου (άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ) από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του  (βλ. ΣτΕ 2852/2012, 48/2016, 980/2002).

Η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών  επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη, ή όταν είναι μεν νόμιμη, αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία (ΣτΕ 48/2016).

Το Σύνταγμα ορίζει, στο μεν άρθρο 4 § 5, ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο  δε άρθρο  25 §§ 1 και 4 ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. ... Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκ-πλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».

Έχομε την άποψη ότι: α) Το ΣτΕ( βλ.ΣτΕ 3669/2006) δεχεται παγίως ότι: «… από την φύση τους οι πράξεις αυτές (η απόφαση του Υπουργού του αρθρου 932ΚΠολΔ) δεν μπορούν να υπάγονται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι άλλως ο έλεγχος αυτός θα υπεισήρχετο ανεπίτρεπτα σε πεδίο αμιγώς πολιτικών εκτιμήσεων, που εκφεύγει από το πεδίο του ασκουμένου από το Συμβούλιο Επικρατείας ακυρωτικού ελέγχου». 

β) Κατά την πάγια ερμηνεία του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος (ΣτΕ 1501/2014) η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη, αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα κατά το Σύνταγμα ανεκτά όρια προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία (βλ. ΣτΕ 622/2021).

Γ) Στην προδικαστική απόφαση ΣτΕ 943/2023 (εφ ης η σχολιαζομένη),το δικαστήριο έκρινε: «σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας εξαιτίας της αρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης δηλ. κυβερνητικης «πράξης,ενόψει του ότι δεν προβλέπεται η αποκατάσταση της ζημίας αυτής από ειδική διάταξη νόμου, ο ζημιωθείς έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του με αγωγή ασκούμενη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις …. να έχει υποστεί βλάβη ιδιαίτερη, με την έννοια ότι προκαλείται μόνο σε αυτόν και όχι στο σύνολο ή σε ευρύτερη κατηγορία πολιτών, και σπουδαία, δηλαδή σε τέτοιο βαθμό που υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, … ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των δυσμενών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το κατά περίπτωση κράτος». 

Δ) Εν προκειμένω, κρίνεται ότι  στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου για τις ζημίες που προκαλούν κυβερνητικές πράξεις, έστω και αν αυτές δεν υπόκεινται σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο, ανακύπτει όμως το ερώτημα αν η αγωγή αποζημίωσης ισοδυναμεί, ως προς το επίπεδο της παρεχόμενης έννομης προστασίας, με την αίτηση ακύρωσης (βλ. ΟλΣτΕ 704/2018, 190/2022,21/2025) και έτσι το ζήτημα που θέτει η σχολιαζομένη (βλ. ανωτέρω) θα λάβει οριστική απάντηση από την Ολομέλεια του ΣτΕ.

Ε) Ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι πάγια νομολογια δεχεται ότι οι κυβερνητικές πράξεις δεν υπάγονται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας,διότι δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις δεκτικές δικαστικού ελέγχου, εν τούτοις κρίσιμο είναι το ζήτημα της συμμόρφωσης των κυβερνητικών πράξεων με το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η σχολιαζομένη με την παραπομπή της υποθέσεως στην Ολομέλια του ΣτΕ, ελπίζουμε να οδηγήσει στην θεμελίωση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου και την ανόρθωση της ζημίας προερχόμενης από κυβερνητική πράξη, κατ’ επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματοςκαι οι δικαιούμενοι να μπορούν να ζητήσουν την αποκατάσταση της ζημίας.

 

Επίλογος

 

Στην προκειμένη περίπτωση παρουσιαζεται  μια υπόθεση προφανούς παραβιάσεως του ατομικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία, που κατοχυρώνεται από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 17[9] και από το άρθρο 17 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και από το άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων  της  Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κανείς στην μακρά αυτή διαδικασία δεν αμφισβήτησε, ότι ο ιδιοκτήτης δικαιούται της αποζημιώσεως για την στερηθείσα, υπέρ του ξένου κράτους, ιδιοκτησία του, και μάλιστα από το μακρυνό 1969! Ομως η μακρόσυρτη δικαστική διαδικασία οδηγεί στην βεβαιότητα ότι η υπόθεση θα απασχολεί την δικαιοσύνη, σε ένα ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, για πολλά χρόνια ακόμη, ενώ είναι βεβαίο ότι αν ο κ. Υπουργός της Δικαιοσύνης χορηγούσε την άδεια του 923 ΚΠολΔ η υπόθεση θα είχε ολοκληρωθεί και είναι αναμφισβήτητο ότι δεν θα διεταράσσοντο οι φιλικές σχέσεις με την γείτονα Χώρα. 

Παραλληλα εντοπίζεται η αδυναμία της Ελληνικής Δικαιοσύνης να δώσει  ταχεία «λύση» στο πρόβλημα, εν όψει της διατάξεως του άρθρου 923 ΚΠολΔ[10].

Εχουμε την ελπίδα οριστικής επίλυσης του νομικού ζητηματος από την Ολομέλεια ΣτΕ, ώστε για κάθε βλαπτική πράξη των οργάνων της Πολιτείας (ακόμη και των κυβερνητικών που δεν ελέγχονται ακυρωτικά) να είναι δυνατή[11] η άσκηση άγωγης αποζημιώσεως του άρθρου 105 ΕιΣΝΑΚ) κατά του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 § 5 του Συντάγματος και με τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου

 

«Το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου». 

(ΣτΕ 2527/2019)

ΑΝΤΩΝΗΣ Π. ΑΡΓΥΡΟΣ



 

[1].       Βλ. Γνωμοδότηση του Κώστα Μπέη, του Γεωργίου Κασιμάτη, του Κώστα Χρυσόγονου και του Σπύρου Κα­τσίμπρα, δημοσιευμένη στο ΝoΒ 2011. 1111 «Η κατά χρόνο αντισυνταγματικότητα της άρνησης χορήγησης άδειας για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά αλλοδαπού δημοσίου (άρθρο 923 ΚΠολΔ)».  

[2]. «Το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων σαφώς έχει προεκτάσεις εξωτερικής πολιτικής, αλλά και διεθνών σχέσεων και οι πτυχές του πρέπει να αντιμετωπίζονται συνολικά και συστηματικά. Η παροχή της προβλεπόμενης στο άρθρο 923 ΚΠολΔ άδειας άπτεται της γενικότερης εξωτερικής πολιτικής.

[3]. Βλ. Αντώνης Αργυρός, «Αστική ευθύνη, σε περίπτωση φυσικών καταστροφών, έκτακτων και επικίνδυνων καιρικών ή άλλων φαινομένων, όπως πλημμύρας και πυρκαγιάς» σε https:// dikastis.blogspot.com/ Αύγουστος 2024.

 

[4]. Βλ. Γ. Νικολόπουλος, Άρθρο 923 [Εκτέλεση κατά αλλοδαπού Δημοσίου], σε: Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ - Συμπλήρωμα, 2003.

[5]. Βλ. ΣτΕ 2616/2018.

[6]. Βλ. ΟλΣτΕ 2615, 2616/2018 και άρθρο 45 § 5 του π.δ. 18/ 1989 (Ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης για τις γερμανικές αποζημιώσεις).

[7]. Βλ. ΟλΣτΕ 1117/2014: Ο χαρακτηρισμός ορισμένων διοικητικών πράξεων ως κυβερνητικών, εξαιρουμένων από τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανήκει αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και όχι του νομοθέτη (βλ. Ολ ΣτΕ 1129-1155/2016).

[8]. Βλ. Αργυρός Π. Αντώνης, Αστική ευθύνη του δημοσίου (χαρτόδετη έκδοση) (2η έκδοση) ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ εκδ 2023.

 

[9]. Βλ. 2499/1994 ΣτΕ.

[10]. Βλ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου Δ., Υφέρπουσα νομολογιακή τάση για την αστική ευθύνη της δημόσιας εξουσίας από σύννομη ζημιογόνο υλική ενέργεια βάσει του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, Τιμητικός τόμος του ΣτΕ-75 χρόνια, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 647-648.

[11]. Όπως έκρινε και το ΕΔΔΑ της 20.12.2022, Μπακογιάννη κατά Ελλάδας: Η άρνηση άρσης ασυλίας Υπουργού εμποδίζει την πρόσβαση της προσφεύγουσας σε δικαστήριο (προσφ. υπ’ αριθ. 31012/2019).