ΑΠ 1893/2024, με σχόλιο "Οι τρεις εξαιρέσεις ασφαλιστικής κάλυψης τροχαίου ατυχήματος που προβλέπονται στο άρθρο 6β του κ.ν. 489/1976, είναι περιοριστικές και δεν είναι επιτρεπτή άλλη εξαίρεση, όπως τυχόν τέτοια με την επίκληση του άρθρου 288 ΑΚ" Π.Ν. Βρεττός
Άρειος Πάγος
(Δ΄ Τμήμα)
Αριθ. 1893/2024
Πρόεδρος: Μ. Παπαχίου, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Σ. Λιάτη, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Β. Κούρτης, Δ. Παπαδόπουλος
Υποχρεωτική σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου. Πέραν των τριών εξαιρέσεων του άρθρου 6β του κ.ν. 489/1976 (έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού, οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά παράβαση του ΚΟΚ και διαφορετική χρήση του οχήματος από την αναγραφόμενη στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας), δεν είναι επιτρεπτή άλλη εξαίρεση, όπως τυχόν τέτοια με την επίκληση του άρθρου 288 ΑΚ (Άρθρα 2 § 1, 6β §§ 1 και 2 του κ.ν. 489/1976 «Περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», άρθρο 288 ΑΚ).
«… Κατά το άρθρο 2 του ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχήματος αστικής ευθύνης”, “ο κύριος ή κάτοχος αυτοκινήτου που κυκλοφορεί μέσα στην Ελλάδα επί οδού υποχρεούται να έχει καλύψει με ασφάλιση την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος”. Περαιτέρω, η σύμβαση ασφαλίσεως από αυτοκινητικό ατύχημα αποτελεί ιδιόρρυθμη αμφοτεροβαρή σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, η οποία δεν επαφίεται στην βούληση των μερών, αλλά είναι υποχρεωτική από το νόμο, καθόσον τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου, διέπονται αποκλειστικώς από τον (κωδικοποιημένο με το π.δ. 327/1976, ν. 489/1976, ΑΠ 165/2021, ΑΠ 544/ 2020, ΑΠ 215/2013, ΑΠ 56/2012). Επίσης, στην ανωτέρω υποχρεωτική σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, εφαρμόζονται εκτός από τον ανωτέρω νόμο 489/1976, όπως ισχύει κωδικοποιημένος με το π.δ. 237/1986 και ο ασφαλιστικός νόμος 2497/1997, καθώς και οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα, μόνον όμως στις περιπτώσεις στις οποίες λείπει ειδική ρύθμιση στο συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα στον ν. 489/1976, καθόσον αυτός σε σχέση με το ν. 2496/1997 και τον ΑΚ, τελεί σε σχέση ειδικού προς γενικό νόμο, και συνεπώς σε συγκεκριμένο θέμα επικρατεί η ειδική ρύθμιση του ν. 498/1976 (ΑΠ 165/2021, ΑΠ 86/2019, ΑΠ 744/2019). Ως εξαιρέσεις από τη σύμβαση ασφαλίσεως της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης των κυρίου, κατόχου και οδηγού αυτοκινήτου από την οδική κυκλοφορία του, νοούνται όλες εκείνες οι περιπτώσεις, υπό την συνδρομή των οποίων, ο ασφαλιστής (επί εγκύρου συμβάσεως ασφαλίσεως), δεν έχει υποχρέωση κάλυψης των ασφαλιζομένων προσώπων (λήπτη της ασφάλισης, κυρίου, κατόχου και οδηγού). Με τη διάταξη του άρθρου 17 § 1 εδ. γ΄ του ν. 3557/2007, η ισχύς του οποίου άρχισε από 14.5.2007, καταργήθηκε στο σύνολό της η υπ’ αριθ. Κ4/585/ 5.4.1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795, τ. ΑΕ και ΕΠΕ), η οποία αφορούσε στην υποχρεωτική σύμβαση ασφαλίσεως της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης των κυρίου, κατόχου και οδηγού αυτοκινήτου από την κυκλοφορία του επί της οδού, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β' στο π.δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το ν. 489/1976 "περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης"), το οποίο ορίζει ότι: 1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, ΦΕΚ 57 Α'), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος..., γ) από αυτοκίνητο όχημα, του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που απαρτίζουν, περιοριστικά πλέον, τους τρεις (3) λόγους εξαιρέσεως από την ασφάλιση, αποτελούν λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του, με την επισήμανση ότι επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφαλίσεως να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών, και άλλες περιπτώσεις εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη. Κάθε άλλη εξαίρεση είναι αυτοδικαίως άκυρη, κατ’ άρθρο 6β § 2 του ίδιου π.δ. (ΑΠ 379/2021, ΑΠ 323/2020, ΑΠ 1656/2018, ΑΠ 474/2017). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν παρέχεται πλέον στον ασφαλιστή η δυνατότητα να συμφωνήσει και άλλους λόγους εξαίρεσης πέραν των ανωτέρω τριών νομοθετικά προβλεπόμενων και αν τυχόν προβεί σε μία τέτοια ενέργεια τότε αυτή η επιπρόσθετη εξαίρεση θα είναι άκυρη. Επομένως, οι ανωτέρω περιπτώσεις αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή ορίζονται ρητά και περιοριστικά στο νόμο, δεν είναι συμβατικής φύσεως αλλά κανόνας αναγκαστικού δικαίου και έτσι δεν επιτρέπεται να αποκλειστούν με συμφωνία των μερών ... Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, δέχθηκε τα ακόλουθα: «... Στις 29.3. 2014 και περί ώρα 13.45 το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης της πρώτης κύριας αγωγής εταιρείας ενοικίασης αυτοκινήτων (ήδη αναιρεσείουσας), οδηγούμενο από τον Θ.Π.**, στον οποίο αυτή το είχε εκμισθώσει, ασφαλισμένο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία {ήδη αναιρεσίβλητη), εκινείτο στην Ε.** οδό Κ.**-Η.** στο ύψος της χ/θ 531,1 με κατεύθυνση από Α/Ν Ι.** προς Α/Κ Β.**, στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας με κανονική ταχύτητα. Η ανωτέρω οδός είναι μονόδρομος με δύο λωρίδες κυκλοφορίας, πλάτος οδοστρώματος 7,6μ., ευθεία, το δε ανώτατο όριο ταχύτητας προσδιοριζόταν σε 130χ/ω. Ήταν ημέρα, επικρατούσε καλοκαιρία και η ορατότητα ήταν καλή, δεν περιοριζόταν, ενώ η κυκλοφορία οχημάτων ήταν πυκνή. Στην χ/θ 531,1 της άνω οδού, λόγω φθοράς και κακής συντήρησης του οπίσθιου δεξιού ελαστικού, το οποίο ήταν κατασκευασμένο την 1η εβδομάδα του έτους 1998, διαρρήχθη (κλατάρισε) αυτό με αποτέλεσμα την απώλεια πρόσφυσης του εν λόγω τροχού επί του οδοστρώματος και την απώλεια του ελέγχου του οχήματος με συνέπεια την πρόσκρουση στο διαχωριστικό τσιμεντένιο τοιχίο και την ανατροπή εντός του οδοστρώματος με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του Θ.Π.** και της Ε.Π.**, τον θανάσιμο τραυματισμό της Μ.Χ.** και τον ελαφρύ τραυματισμό του Ι.Π.** (βλ. την από 2.4.2014 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξαν οι πραγματογνώμονες Δ.Τ.** Ε.Κ.**, το πόρισμα της οποίας δεν ανατράπηκε αιτιολογημένα και πειστικά από κανένα άλλο προσκομιζόμενο αποδεικτικό στοιχείο). Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, αποκλειστικά υπαίτια του επίδικου ατυχήματος είναι η πρώτη εναγομένη των κυρίων αγωγών εταιρεία, η οποία, παρέλειψε να επιθεωρήσει το όχημά της και να διαπιστώσει την ακαταλληλότητα του οπίσθιου δεξιού ελαστικού του, δεν διέβλεψε τη φθορά και κακή συντήρηση αυτού ώστε να αποτρέψει την θραύση (κλατάρισμά) του κατά την κίνηση του αυτοκινήτου. Το ανωτέρω ελαστικό εμφάνιζε ρωγμές από ηλίαση, ίχνη ψωρίασης και οξείδωσης στο εσωτερικό με αποτέλεσμα να αποκολληθεί το σύνολο του πέλματός του, να αποκαλυφθεί η εσωτερική ενίσχυση (λινά) και να δημιουργηθεί ευμεγέθης τρύπα. Η ανωτέρω εξαιρετικά κακή κατάσταση του πίσω δεξιού τροχού οφείλεται σε πλημμελέστατη συντήρηση του οχήματος της έκτης εφεσίβλητης και εκκαλούσας αντίστοιχα εταιρείας (μη αλλαγή ελαστικών κατά τις οδηγίες του κατασκευαστή), τέτοια την οποία ένας οποιοσδήποτε μέσος και συνετός αντισυμβαλλόμενος θα είχε προνοήσει να αποφύγει, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα τακτικού ελέγχου και συντήρησης των ελαστικών του οχήματός του, ώστε να εκλείψει το ενδεχόμενο αυτό … Επίσης, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται στη φθορά και πλημμελή συντήρηση του οπίσθιου δεξιού τροχού, συνεπεία των οποίων αυτός διερράγη (κλατάρισε), την οποία συντήρηση ο μέσος και συνετός αντισυμβαλλόμενος θα είχε προνοήσει για το αυτοκίνητό του. Ο βαθμός μάλιστα της φθοράς και της παλαιότητας του ανωτέρω ελαστικού καταδεικνύει την κατάφορη παραβίαση της απορρέουσας από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, πρόσθετης παρεπόμενης υποχρέωσης προστασίας της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων αποφυγής της ζημίας της, με την αντικατάσταση εν προκειμένω των φθαρμένων μερών του αυτοκινήτου, από την έκτη εφεσίβλητη. Συνεπώς, πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ό,τι η τελευταία υποχρεωθεί να καταβάλει τόσο στην ενάγουσα της πρώτης κύριας αγωγής όσο και στους ενάγοντες της παραπάνω δεύτερης κύριας αγωγής, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο από της πραγματικής καταβολής στους ανωτέρω ενάγοντες μέχρις εξοφλήσεως …». Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Εφετείο, αφού έκρινε ότι υπαίτια για την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και τον επελθόντα θανάσιμο τραυματισμό της Μ.Χ.** και της Ε.Π.**, ήταν η ήδη αναιρεσείουσα ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «ΑΦΟΙ Χ.** ΟΕ», ιδιοκτήτρια του ζημιογόνου οχήματος, λόγω της πλημμελούς συντήρησης του σχήματός της, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την έφεση της τελευταίας και, αφού δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας (αναιρεσίβλητης) εξαφάνισε, την εκκληθείσα υπ’ αριθ. …/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μόνο κατά το κεφάλαιο που αφορούσε στην απόρριψη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης από 10.9.2014 και με αριθ. κατ. …/2015 παρεμπίπτουσας αγωγής, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη κάθε ποσό πλέον τόκων, που αυτή θα υποχρεωθεί να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα της με αριθ. κατ. …/2015 κύριας αγωγής. Κρίνοντας έτσι όμως το Εφετείο και δεχόμενο ως κατ’ ουσία βάσιμες τις ανωτέρω παρεμπίπτουσες αγωγές της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, με τις οποίες ζητούσε να εξαιρεθεί από την ασφαλιστική της κάλυψη το επίδικο ατύχημα, για το λόγο ότι η ασφαλισμένη της και ιδιοκτήτρια του ζημιογόνου οχήματος ήδη αναιρεσείουσα, από υπαιτιότητά της συντηρούσε πλημμελώς το ασφαλισμένο από αυτή όχημα, ενεργώντας έτσι αντισυμβατικά και ενάντια στην αρχή της καλής πίστης κατά το άρθρο 288 ΑΚ, που διέπει την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση, παραβίασε τις ως άνω αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 6β του ν. 489/1976, τις οποίες δεν εφάρμοσε, ενώ υπήρχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, την οποία εφάρμοσε, ενώ δεν έπρεπε και έτσι υπέπεσε, στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη, η διεύρυνση των εξαιρέσεων της ασφαλιστικής κάλυψης με την επίκληση των διατάξεων του άρθρου 288 ΑΚ δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, καθώς οι εξαιρέσεις από την ασφαλιστική κάλυψη, καθορίζονται ρητά και περιοριστικά από το άρθρο 6β του π.δ. 237/1986 (ν. 489/1976), δεν είναι συμβατικής φύσεως, αλλά κανόνας αναγκαστικού δικαίου και κάθε άλλη εξαίρεση είναι αυτοδικαίως άκυρη. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, καθώς και ο τρίτος λόγος κατά το πρώτο σκέλος του, με τους οποίους υποστηρίζονται τα ίδια και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, της ευθείας παραβάσεως των ως άνω διατάξεων, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί …».
ΣΧΟΛΙΟ
Οι τρεις εξαιρέσεις ασφαλιστικής κάλυψης τροχαίου ατυχήματος που προβλέπονται στο άρθρο 6β του κ.ν. 489/1976, είναι περιοριστικές και δεν είναι επιτρεπτή άλλη εξαίρεση, όπως τυχόν τέτοια με την επίκληση του άρθρου 288 ΑΚ
Α. Διαδικαστικό ιστορικό
Η απόφαση αφορά τροχαίο δυστύχημα, που έλαβε χώρα στις 29.03.2014,στην χ/θ 531,100 της Εγνατίας Οδού και κατά το οποίο το εμπλεκόμενο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο εκτράπηκε της πορείας του, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, τον θανάσιμο τραυματισμό της επιβαίνουσας σ’ αυτό συνοδηγού και τον τραυματισμό και δεύτερης επιβαίνουσας σ’ αυτό. Το αυτοκίνητο ο οδηγός του το είχε μισθώσει από επιχείρηση εκμίσθωσης αυτοκινήτων, η έναντι τρίτων αστική ευθύνη της οποίας ασφαλιζόταν σε συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία. Για το ατύχημα αυτό ασκήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι εξής αγωγές: α) Τα μέλη της οικογένειας της θανάσιμα τραυματισθείσας επιβάτιδας άσκησαν αγωγή, την οποία έστρεφαν τόσο κατά της πιο πάνω εκμισθώτριας του οχήματος επιχείρησης, όσο και κατά της ασφαλίζουσας την ευθύνη αυτής ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας. Με την αγωγή τους αυτή -ισχυριζόμενοι ότι αποκλειστικώς υπαίτια για το ατύχημα είναι η πιο πάνω εκμισθώτρια επιχείρηση, διότι (κατά τους ισχυρισμούς τους) η εκτροπή του ως άνω οχήματος συνέβη αποκλειστικώς και μόνον από παράνομες πράξεις και παραλείψεις της, και συγκεκριμένως λόγω κακής συντήρησης του οχήματός της, συνισταμένης στο ότι με δική της ευθύνη ένα εκ των τεσσάρων ελαστικών επισώτρων αυτού (εκείνο του πίσω δεξιού τροχού) βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση, και ότι η εκτροπή έγινε λόγω αιφνίδιας θραύσης του- αξίωναν (εις ολόκληρον) από αμφοτέρους τους ως άνω εναγομένους ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης τους τα αναφερόμενα σε αυτή ποσά, και ειδικότερα από μεν την εκμισθώτρια επιχείρηση με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (914 επ. ΑΚ), από δε την ως άνω ασφαλιστική εταιρεία με βάση την πιο πάνω σύμβαση ασφάλισης και την διάταξη του άρθρου 10 § 1 κ.ν. 489/1976. β) Όμοια κύρια αγωγή άσκησε και η τραυματισθείσα δεύτερη συνεπιβαίνουσα στο πιο πάνω αυτοκίνητο. γ) Η πιο πάνω ασφαλιστική εταιρεία εξαιτίας των ως άνω εναντίον της αγωγών (και επειδή κατ’ άρθρο 11 § 1 κ.ν. 489/1976 δεν μπορούσε να αντιτάξει κατά των ως άνω τρίτων ενστάσεις απορρέουσες από την ασφαλιστική σύμβαση) άσκησε δύο αντίστοιχες παρεμπίπτουσες αναγωγές κατά της ασφαλισμένης της/εκμισθώτριας του πιο πάνω αυτοκινήτου. Με τις αγωγές της αυτές, μολονότι δεν συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις τρεις (3) εξαιρέσεις, τις οποίες προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6β του κ.ν. 489/ 1976, εντούτοις προβάλλοντας τον ίδιο πραγματικό ισχυρισμό με τους αντιδίκους της (ότι δηλαδή το ατύχημα προκλήθηκε λόγω κακής συντήρησης του ασφαλισμένου οχήματος, συνιστάμενη σε τοποθέτηση παλαιού και φθαρμένου ελαστικού), στη συνέχεια ισχυρίσθηκε ότι ένα τέτοιο γεγονός θεμελιώνει παράβαση, εκ μέρους της ασφαλισμένης της/εκμισθώτριας του οχήματος, των από το άρθρο 288 ΑΚ υποχρεώσεών της και έτσι ότι θεμελιώνει εξαίρεση από τη σύμβαση ασφάλισης. Με βάση τους ισχυρισμούς της αυτούς ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ασφαλισμένης της να υποχρεωθεί να της καταβάλει ό,τι η ίδια θα κατέβαλε στους ως άνω τρίτους. Οι εν λόγω αναγωγές έγιναν δεκτές ως νόμιμες και βάσιμες από το Εφετείο Θεσσαλονίκης, η απόφαση του όμως αναιρέθηκε (ως προς το νομικό ζήτημα αυτό) με την παρακάτω σχολιαζόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου.
Β. Σχολιασμός
Ι. Κατά το προϊσχύσαν (έως τις 14.05.2007) δίκαιο, προβλεπόταν σημαντικός αριθμός εξαιρέσεων από τη σύμβαση ασφαλίσεως της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης των κυρίου/κατόχου/οδηγού αυτοκινήτου από την κυκλοφορία του, η οποία ήταν υποχρεωτική. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθ. Κ4/585/05.04.1978 Απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795, τ. ΑΕ και ΕΠΕ) στην εν λόγω σύμβαση ασφάλισης προβλέπονταν (με τα άρθρα 25 και 26 αυτής) είκοσι (20) λόγοι εξαίρεσης (απαλλαγής του ασφαλιστή) από την υποχρέωση ασφαλιστικής κάλυψης, υπό την προϋπόθεση, όμως ότι οι όροι της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θα είχαν προηγουμένως καταστεί και όροι της ασφαλιστικής σύμβασης, δηλαδή οι ως άνω είκοσι (20) λόγοι απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του (που λειτουργούσαν μόνον στην εσωτερική τους σχέση, όχι δε και έναντι του τρίτου ζημιωθέντος) αποτελούσαν συμβατικές εξαιρέσεις της κάλυψης του ασφαλισμένου, ως καλυμμένα ασφαλιστικά-συμβατικά βάρη,
ΙΙ. Με το άρθρο 17 § 1 εδ. γ' του ν. 3557/14.05. 2007 καταργήθηκε στο σύνολό της η πιο πάνω Κ4/585/ 05.04.1978 ΑΥΕ και ταυτόχρονα με το άρθρο 4 του ίδιου νόμου (3557/2007) προστέθηκε το άρθρο 6β στον βασικό νόμο για την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων (δηλ. στο π.δ. 237/1986, με το οποίο έχει κωδικοποιηθεί ο ν. 489/ 1976), με το οποίο άρθρο επήλθε ριζική μεταβολή στα επί τρεις δεκαετίες (από το έτος 1978 έως το έτος 2007) κρατούντα και στις παθογένειες, που δημιουργούσε στον θεσμό της ως άνω υποχρεωτικής ασφάλισης η ευρύτητα των ως άνω εξαιρέσεων. Με τη νομοθετική αυτή μεταβολή, η οποία έγινε «… με αποκλειστικό γνώμονα την προστασία του καταναλωτή και των συμφερόντων του ...» και την «…. διασφάλιση φερεγγυότητας στη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς …» και την «… εμπέδωση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού ανάμεσα στις εταιρείες και βεβαίως η διαφάνεια στις συναλλαγές ασφαλιστών και ασφαλισμένων…» (όπως έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά της Ολομέλειας της Βουλής, Συνεδρίαση της 17.04.2007), και ειδικότερα με την διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου (3557/ 2007), προστέθηκε το άρθρο 6β στο π.δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το ν. 489/1976 «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης»), με το οποίο ορίζεται πλέον ότι: «1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α) από οδηγό ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί β) από οδηγό ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/ 1999, ΦΕΚ 57 Α΄), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος …. γ) από αυτοκίνητο όχημα του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. 2. Με τη σύμβαση ασφάλισης επιτρέπεται να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων της προηγούμενης παραγράφου και άλλες περιπτώσεις εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον οι περιπτώσεις αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη. Κάθε άλλη εξαίρεση είναι αυτοδικαίως άκυρη».
ΙΙΙ. Από την γραμματική διατύπωση των ως άνω επιμέρους διατάξεων του άρθρου 6β κ.ν. 488/1976, αλλά και από την τελολογική ερμηνεία τους (όπως αυτή προκύπτει από τα Πρακτικά της Ολομέλειας της Βουλής - βλ. πιο πάνω), συνάγονται τα ακόλουθα:
Α/ Οι εκτεθείσες τρεις (3) εξαιρέσεις (όπως ο ίδιος ο νομοθέτης τις χαρακτηρίζει) πλέον απορρέουν απευθείας από τον νόμο –ex lege- (από το άρθρο 6β του κ.ν. 488/1976) κι έτσι κανονικά δεν αποτελούν πλέον καλυμμένο ασφαλιστικό βάρος (συμβατικό), όπως συνέβαινε με το προϊσχύσαν ως άνω δίκαιο, με συνέπεια να ισχύουν ανεξαρτήτως του εάν περιέχονται ή όχι στη σχετική σύμβαση (βλ. μεταξύ άλλων και ΑΠ 323/20· ΑΠ 158/15· ΕφΑθ 3764/18 αδημ.· Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 5η έκδοση, Αθήνα 2019, Τόμος ΙΙ, σ. 132 περ. αριθ. 13 και σ. 182 περ. αριθ. 112).
Β/ Άλλη συνέπεια της πιο πάνω νομοθετικής μεταβολής είναι ότι από της θέσεως σε ισχύ αυτής (14.05.2007) οι με την ως άνω § 1 προβλεπόμενες τρεις εξαιρέσεις ορίζονται πλέον περιοριστικώς, όπως τούτο σαφώς προκύπτει από την ως άνω § 2 του ίδιου άρθρου, με την οποία παρέχεται μεν στα συμβαλλόμενα μέρη η δυνατότητα να συμφωνήσουν και άλλες εξαιρέσεις πέραν των ως άνω τριών, εφόσον όμως αυτές δεν θα αφορούν στην ως άνω υποχρεωτική σύμβαση ασφάλισης, αλλά (θα αφορούν) μόνο σε προαιρετικές ασφαλιστικές καλύψεις του ασφαλιζόμενου αυτοκινήτου, όπως π.χ. ιδίων ζημιών, κλοπής, πυρκαϊάς (βλ. ΑΠ 379/21· ΑΠ 323/20· ΑΠ 1656/18· ΑΠ 474/17· ΕφΑθ 3764/18 αδημ.· Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 5η έκδοση, Αθήνα 2019, Τόμος ΙΙ, σ. 131 επ.). Η θέση αυτή δεν επιδέχεται αντίθετη άποψη, δεδομένου ότι με το δεύτερο εδάφιο της ως άνω § 2 του άρθρου 6β ορίζεται με κατηγορηματικό τρόπο ότι «… Κάθε άλλη εξαίρεση είναι αυτοδικαίως άκυρη» (ΑΠ 379/21· ΑΠ 323/20· ΑΠ 1656/18· ΑΠ 474/17), δηλαδή με αυτή την απαγορευτική επιταγή του νομοθέτη η ειδική διάταξη της § 1 καθίσταται αναγκαστικού δικαίου.
Γ/ Θα μπορούσε να αντιταχθεί στις πιο πάνω θέσεις ο προβληματισμός, περί του εάν η πιο πάνω αναγκαστικού δικαίου διάταξη (του άρθρου 6β) θα έπρεπε να υποχωρεί έναντι των γενικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα, όπως είναι η διάταξη του άρθρου 288, που ορίζει ότι «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», την οποία στην προκειμένη περίπτωση εφάρμοσε το Εφετείο Θεσσαλονίκης, δεχόμενο με βάση την διάταξη αυτή, ότι συνέτρεχε για το ένδικο τροχαίο ατύχημα εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη του ζημιογόνου αυτοκινήτου λόγω του ότι (σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεώς του) «το ένδικο ατύχημα οφείλεται στη φθορά και πλημμελή συντήρηση του οπίσθιου δεξιού τροχού, συνεπεία των οποίων αυτός διερράγη (κλατάρισε), την οποία συντήρηση ο μέσος και συνετός αντισυμβαλλόμενος θα είχε προνοήσει για το αυτοκίνητό του. Ο βαθμός μάλιστα της φθοράς και της παλαιότητας του ανωτέρω ελαστικού καταδεικνύει την κατάφωρη παραβίαση της απορρέουσας από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, πρόσθετης παρεπόμενης υποχρέωσης προστασίας της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων αποφυγής της ζημίας της, με την αντικατάσταση εν προκειμένω των φθαρμένων μερών του αυτοκινήτου, από την έκτη εφεσίβλητη» (ιδιοκτήτρια του ασφαλιζόμενου ζημιογόνου αυτοκινήτου). Η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική για τους εξής λόγους: α) Κατά την πάγια ερμηνευτική αρχή του κοινού δικαίου, κάθε ειδικότερη και νεότερη διάταξη νόμου υπερισχύει της γενικής και παλαιότερης διάταξης. Στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 6β ν. 489/1976 είναι νεότερη και ειδικότερη των διατάξεων του Αστικού Κώδικα. β) Ο νομοθέτης, θεσπίζοντας τις πιο πάνω ρυθμίσεις του άρθρου 6β και έχοντας υπόψη του τις διατάξεις του ΑΚ, δεν άφησε κανένα περιθώριο προσφυγής στις διατάξεις αυτές (του ΑΚ), όπως π.χ. έχει πράξει με την διάταξη του άρθρου 10 § 2 κ.ν. 489/76, όπου διαλαμβάνεται ειδική επιφύλαξη για τις διατάξεις «της κείμενης νομοθεσίας για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής». Στην περίπτωση του άρθρου 6β κ.ν. 489/76 όχι μόνον δεν περιέλαβε σε αυτήν οποιαδήποτε επιφύλαξη, αλλά με κατηγορηματικό τρόπο απέκλεισε κάθε διεύρυνση των τριών ως άνω εξαιρέσεων με την φράση «… Κάθε άλλη εξαίρεση είναι αυτοδικαίως άκυρη». γ) Ο νομοθέτης, θεσπίζοντας την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 6β, ασφαλώς είχε υπόψη του ότι, πέραν των ως άνω τριών εξαιρέσεων, οι οποίες πράγματι συνιστούν επίταση του καλυπτομένου ασφαλιστικώς κινδύνου από αυτοκινητικά ατυχήματα, υπάρχουν, με βάση την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, πολλές άλλες περιπτώσεις επίτασης του κινδύνου (όπως π.χ. υπερβολική ταχύτητα, παραβίαση φωτεινού σηματοδότη, παραβίαση προτεραιότητας, είσοδος και κίνηση στο αντίθετο ρεύμα, παράνομη και επικίνδυνη υπέρβαση προπορευόμενου οχήματος και πλήθος άλλων παραβάσεων του ΚΟΚ), αρκετές μάλιστα από τις οποίες περιλαμβάνονται στο πραγματικό της διάταξης περί επικίνδυνης οδήγησης του 290Α ΠΚ, με την οποία προβλέπεται δίωξη για αυτές σε βαθμό κακουργήματος. Παρά ταύτα και μολονότι για πολλές από τις παραβάσεις αυτές ο νομοθέτης θέσπισε βαριές ποινές, ακόμη και κακουργηματικού χαρακτήρα, εντούτοις ειδικώς για την ως άνω σύμβαση υποχρεωτικής ασφάλισης (η οποία συνιστά θεμελιώδη θεσμό για την ασφάλεια των συναλλαγών και την κοινωνική ειρήνη) επέλεξε μόνο τις τρεις ως άνω εξαιρέσεις, αποκλείοντας ρητώς κάθε άλλη εξαίρεση (ανεξάρτητα μάλιστα της βαρύτητας της αμέλειας που θα έχει επιδείξει στην πρόκληση του ατυχήματος ο ασφαλισμένος υπαίτιος οδηγός, αφού κάθε τροχαίο ατύχημα είναι αποτέλεσμα αμελούς οδηγητικής συμπεριφοράς, χωρίς όμως η ασφαλιστική κάλυψή του, να εξαρτάται από το βαθμό της συγκεκριμένης κάθε φορά αμέλειας του υπαίτιου οδηγού), περιορίζοντας την δυνατότητα κατάχρησης εκ μέρους του ασφαλιστή, την οποία του παρείχε η καταργηθείσα ως άνω Υπουργική Απόφαση (Κ4/585/05.04.1978 ΑΥΕ, η οποία καθιέρωνε 20 λόγους απαλλαγής) και εξασφαλίζοντας έτσι την ασφάλεια των συναλλαγών. δ) Μεταξύ των συμβάσεων εκείνων, στις οποίες κάμπτεται η από το άρθρο 361 ΑΚ αυτονομία της βούλησης (ελευθερία των συβάσεων), είναι και η σύμβαση ασφάλισης της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης των κυρίου, κατόχου και οδηγού αυτοκινήτου, κατά τη συμμετοχή τους στην κυκλοφορία (Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 5η έκδοση, Αθήνα 2019, Τόμος ΙΙ, σ. 26 επ.). Τούτο δε, διότι η σύμβαση αυτή δεν επαφίεται στην βούληση των μερών, αλλά είναι υποχρεωτική από τον νόμο (κ.ν. 489/1976), και μάλιστα ως κύρωση της μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής ο νομοθέτης έχει προβλέψει ακόμα και την ποινική δίωξη του υπόχρεου. Τα συνδεόμενα με την κυκλοφορία του αυτοκινήτου πρόσωπα (κύριος, κάτοχος, οδηγός) έχουν δικαίωμα απλώς να επιλέξουν ασφαλιστή, ούτε όμως ο ασφαλιστής, ούτε ο λήπτης της ασφάλισης έχουν δικαίωμα να καθορίσουν τους βασικούς όρους της σύμβασης αυτής (δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών), διότι αυτά απορρέουν απευθείας από το νόμο και επιβάλλονται στα μέρη με αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, μόνον δε μικρότερης σημασίας ζητήματα (όπως π.χ. η χρονική διάρκεια της σύμβασης, τα ασφάλιστρα κ.λπ.) επαφίενται στην βούληση των συμβαλλομένων μερών. Έτσι, όπως γίνεται δεκτό, η υποχρεωτική σύμβαση ασφάλισης ευθύνης από αυτοκινητικό ατύχημα θεωρείται μεν ως ιδιόρρυθμη αμφοτεροβαρής σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου (Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 5η έκδοση, Αθήνα 2019, Τόμος ΙΙ, σ. 27·ΑΠ 165/21· ΑΠ 544/20· ΑΠ 215/13· ΑΠ 56/12), οι βασικοί όμως όροι της, με τους οποίους ρυθμίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου, διέπονται αποκλειστικώς από τον (κωδικοποιημένο με το π.δ. 237/1976) νόμο 489/1976 (ΑΠ 165/21· ΑΠ 544/20· ΑΠ 215/13· ΑΠ 56/12· ΑΠ 1609/07). Και ναι μεν πηγές δικαίου στην ως άνω υποχρεωτική ασφάλιση μπορεί να είναι, εκτός από τον βασικό νόμο 489/1976, και: 1/ ο ΑσφΝ (ν. 2496/ 1997), καθώς και 2/ ο Αστικός Κώδικας, πλην όμως: αα) οι διατάξεις του ΑσφΝ μπορεί να ρυθμίσουν όρους της σύμβασης υποχρεωτικής ασφάλισης αυτοκινήτου, μόνον αν λείπει αντίθετη ρύθμιση στο κ.ν. 489/1976 και η εφαρμογή της δεν κρίνεται ασυμβίβαστη προς το όλο σύστημα του ν. 489/1976, ενώ ομοίως και ββ) οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα μπορεί να τύχουν εφαρμογής, μόνον όμως όταν λείπει ειδική ρύθμιση στο συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα σε ειδικό νόμο, όπως είναι ο κ.ν. 489/1976 (Κρητικός, ό.π. σ. 29 και 30· ΑΠ 165/21· ΑΠ 86/19· ΑΠ 744/19). Μόνες εξαιρέσεις από τον παραπάνω κανόνα είναι η περίπτωση αντίθεσης κοινής διάταξης νόμου με διατάξεις του Ενωσιακού Δικαίου (είτε των Οδηγιών είτε του πρωτογενούς), με συνταγματικές διατάξεις και με διατάξεις νόμων αυξημένης τυπικής ισχύος, που υπερισχύουν του εσωτερικού δικαίου (άρθρο 28 του Σ). Σε κάθε άλλη περίπτωση η ειδική διάταξη κατισχύει της γενικής.
Τυχόν αποδοχή της θέσης, που ακολούθησε το Εφετείο Θεσσαλονίκης, πέραν του ότι θα οδηγούσε κατ’ αποτέλεσμα σε ευθεία παραβίαση της πιο πάνω αναγκαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 6β του κ.ν. 489/1976, είναι προφανές, ότι θα επέφερε μεγάλη ανασφάλεια δικαίου στον συγκεκριμένο ιδιαίτερα σημαντικό χώρο συναλλαγών, αφού θα επέτρεπε την συχνότατη προβολή άρνησης ασφαλιστικής κάλυψης του τροχαίου ατυχήματος από μέρους της ασφαλιστικής εταιρίας, με την διατύπωση απ’ αυτήν του ισχυρισμού, ότι η τυχόν βαρύτατη αμελής οδηγητική συμπεριφορά του ασφαλισμένου της (π.χ. ανάπτυξη από αυτόν ταχύτητας υπερδιπλάσια της επιτρεπόμενης, ή συνειδητή από αυτόν παραβίαση ερυθρού σηματοδότη), ήταν τέτοια, που «ένας οποιοσδήποτε μέσος και συνετός αντισυμβαλλόμενος θα είχε προνοήσει να αποφύγει» και ότι συνιστούσε έτσι ενέργεια «αντισυμβατική» και «ενάντια στην αρχή της καλής πίστης κατά το άρθρο 288 ΑΚ, που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση», κατά «κατάφωρη παραβίαση της απορρέουσας από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, πρόσθετης παρεπόμενης υποχρέωσης προστασίας της ασφαλιστικής εταιρείας, με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων αποφυγής της ζημίας της», που αποτελεί (δήθεν) λόγο εξαίρεσης της ασφαλιστικής κάλυψης του τροχαίου ατυχήματος έναντι του υπαίτιου ασφαλισμένου της. Συνεπώς η απόφαση του Εφετείου, όσον αφορά την προαναφερθείσα συγκεκριμένη κρίση του, ορθά αναιρέθηκε από την πιο πάνω απόφαση του Αρείου Πάγου.-
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν. ΒΡΕΤΤΟΣ
Δικηγόρος Αθηνών