ΑΠ 577/2022, με σχόλιο "Θέματα ζημίας επενδυτών" Ν. Μιχελής
Άρειος Πάγος
(Α1΄ Τμήμα)
Αριθ. 577/2022
Πρόεδρος: Χ. Τζανερρίκος, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Κ. Τζαβέλλα-Δημαρά, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Ν. Κανέλλιας, Μ. Μαρκουλάκος
Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Παράλειψη ενημέρωσης επενδυτή. Αδικοπραξία. Θετική ζημία. Λήξη ομολόγου. Μη συνδρομή συντρέχοντος πταίσματος. Συνδρομή προϋποθέσεων συνυπολογισμού ζημίας-κέρδους (Άρθρα 297, 298, 914, 930 ΑΚ).
(…) Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε, ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠ ΕΥ, καθώς και εκείνες των άρθρων 914, 932, 281, 288, 297 και 298 ΑΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, δεχόμενο ανελέγκτως, ότι κατά παράβασή τους οι προστηθέντες υπάλληλοι των εναγομένων, αν και συνήψαν με αυτούς σιωπηρά σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, η κατάρτιση της οποίας δεν αναιρείται από την υπογραφή σύμβασης διαβίβασης και λήψεως εντολών, καθώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι προστηθέντες των εναγομένων παρουσίασαν, υπέδειξαν και πρότειναν στους ενάγοντες, ως ασφαλή, επωφελή και μηδενικού ρίσκου την αγορά του επίμαχου ομολόγου, παρέλειψαν να τους ενημερώσουν για τα στοιχεία του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος και για τους πιθανούς κινδύνους απώλειας του κεφαλαίου τους και ότι η παράβαση των εκ του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ υποχρεώσεων των εναγομένων, η οποία συνιστά αδικοπραξία, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου, έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της πρόκλησης ζημίας στους ενάγοντες - αναιρεσίβλητους, του προσδιορισμού του ύψους της ζημίας τους και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων και της προκληθείσας από αυτήν ζημίας των εναγόντων, σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της, όλα τα αναγκαία περιστατικά, που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές, ως άνω, αποδεικτικό της πόρισμα και συγκεκριμένα αναφέρει με σαφήνεια και πληρότητα τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη (και αναλυτικά πιο πάνω αναφερομένη) υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων, κατά παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και η οποία (υπαίτια συμπεριφορά), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν πράγματι πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ προσδιορίζεται με σαφήνεια και το ύψος της θετικής ζημίας των εναγόντων (και ήδη αναιρεσίβλητων), συνισταμένης στην απώλεια του κεφαλαίου που διέθεσαν για την αγορά του επίμαχου ομολόγου λόγω της αναφερόμενης εκμηδένισης της αξίας του. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα), η παράθεση και άλλων αιτιολογιών.
(…) Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 300 ΑΚ, απέρριψε την ένστασή τους περί συντρέχοντος πταίσματος, σύμφωνα με την οποία οι ενάγοντες συνετέλεσαν κατά 99% στην πρόκληση, άλλως στη μη αποτροπή της ζημίας τους, λόγω της μη ρευστοποίησης του ένδικου ομολόγου, παρά το γεγονός ότι από τη μηνιαία έγγραφη ενημέρωσή τους προέκυπτε η πτωτική πορεία αυτού. Την εν λόγω ένσταση, την οποία οι αναιρεσείουσες πρότειναν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επανέφεραν νομότυπα, κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, ως εφεσίβλητοι, με τις προτάσεις τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, αναφορικά με τον ως άνω ισχυρισμό, τα εξής: «Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε και προεκτέθηκε, ακόμη και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου οι ενάγοντες - εκκαλούντες δεν γνώριζαν, ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ως εκ της έλλειψης ειδικών γνώσεων και εξειδικευμένης εμπειρίας περί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, περιστατικό για το οποίο δεν τους ενημέρωσαν οι εναγόμενες - εφεσίβλητες. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, οι προστηθέντες των τελευταίων, στους οποίους απευθύνθηκε ο πρώτος ενάγων - εκκαλών, αντιπροσωπεύοντας και την δεύτερη ενάγουσα - εκκαλούσα σύζυγό του, περί τα τέλη του έτους 2009 με αρχές του έτους 2010, επιθυμώντας να λάβει μέρος του επενδυμένου κεφαλαίου του, τον απέτρεψαν ισχυριζόμενοι ότι πρέπει να αναμείνει την λήξη του ομολόγου, προκειμένου να μην απωλέσει το κεφάλαιό του. Σε κάθε περίπτωση, η επικαλούμενη από τις εναγόμενες - εφεσίβλητες επιλογή της ρευστοποίησης του ομολόγου, κατά το χρόνο που η αξία του ήταν μειωμένη, θα αποκαθιστούσε ενδεχομένως μικρό μέρος της ζημίας των εναγόντων - εκκαλούντων, οι οποίοι δεν θα διατηρούσαν καμία άλλη αξίωση αποζημίωσης από το ομόλογο αυτό». Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε το άρθρο 300 ΑΚ και ορθώς έκρινε ότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν, δεν πληρούσαν τις ανωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις εφαρμογής του και επομένως ο τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, οι αναιρεσείουσες με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου αναίρεσης αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την επίκληση της εκ πλαγίου παραβίασης της διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ και ειδικότερα μέμφονται αυτή (προσβαλλόμενη) ότι περιέχει αντιφατικές κρίσεις ως προς την άγνοια των εναγόντων για το είδος της επένδυσης, ενώ έπρεπε να κρίνει ότι οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι είχαν διαφωτιστεί επαρκώς σχετικά με τους κινδύνους, που συνδέονται τόσο με τη σύναψη των συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όσο και με τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα και, συνακόλουθα με τον κίνδυνο απωλείας του επενδεδυμένου σ' αυτά κεφαλαίου τους, ότι προέβησαν στην αγορά των ομολόγων με μοναδικό κριτήριο το αυξημένο, σε σχέση με τα υπόλοιπα επενδυτικά προϊόντα, κέρδος και ότι συνέχισαν να τα κρατούν στο χαρτοφυλάκιό τους αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο της επιλογής τους αυτής. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι με την επίφαση της επικαλούμενης αναιρετικής πλημμέλειας οι αναιρεσείουσες επιχειρούν να πλήξουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Εφετείου, αναφορικά με την παράλειψη πλήρους και επαρκούς ενημέρωσης των αναιρεσίβλητων για τους κινδύνους της επίμαχης επένδυσης. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 και 930 § 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον, υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη, πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 342/2021, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι, με εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 914 και 930 § 3 ΑΚ, απέρριψε την ένστασή τους περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, ώστε να αφαιρεθεί από την τυχόν επιδικασθείσα σε αυτούς θετική ζημία η ωφέλεια που αποκόμισαν από τους τόκους ποσού 133.789,21 ευρώ, τους οποίους εισέπραξαν από τα τοκομερίδια του επίμαχου ομολόγου. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, απέρριψε την ως άνω ένσταση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη με την εξής αιτιολογία: «Η ένσταση, όμως, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, καθόσον, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο δε διότι, ναι μεν το παραπάνω ποσό των 133.789,21 ευρώ, το οποίο πράγματι εισέπραξαν οι ενάγοντες - εκκαλούντες, όπως δεν αμφισβητείται από αυτούς, αποτελεί κέρδος των τελευταίων από την κυριότητα του ομολόγου, πλην, όμως, το εν λόγω κέρδος δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εκδότρια των τίτλων τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύτηκε, αποδίδοντας σε αυτούς τους συμφωνημένους καρπούς του και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων, καθόσον δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της ωφελείας, αφού η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική αιτία. Άλλωστε, ο προτεινόμενος από τις εναγόμενες - εφεσίβλητες συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός, να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Τούτο, διότι, οι ενάγοντες - εκκαλούντες έχουν ήδη εισπράξει τους τόκους και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησόμενη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους». Με το να απορρίψει το Εφετείο την ανωτέρω ένσταση ως ουσιαστικά αβάσιμη, αναφορικά με το ποσό των τόκων, που οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι έλαβαν ως απόδοση του επίδικου ομολόγου, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298 εδ. α΄, 914 και 930 αριθ. 3 ΑΚ, καθόσον, πράγματι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, καθόσον, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ναι μεν το ως άνω ποσό αποτελεί κέρδος των εναγόντων - αναιρεσίβλητων από τον τίτλο που κατείχαν, πλην όμως το κέρδος αυτό, (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται), δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου της, αλλά έγινε από την εκδότρια του ομολόγου στο πλαίσιο της έννομης σχέσης που την συνέδεε με τους ενάγοντες επενδυτές και ως αντιπαροχή για τη χρήση και εκμετάλλευση των κεφαλαίων που επενδύθηκαν για το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχούν. Κατά συνέπεια, το συγκεκριμένο ποσό δεν συνδέεται µε την παράνομη και υπαίτια ζηµιογόνα πράξη των εναγομένων - αναιρεσειουσών µε τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει τον συνυπολογισμό τους στην επιδικασθείσα αποζημίωση, αφού δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της ωφέλειας και η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική αιτία. Άλλωστε, ο προτεινόμενος (από τις αναιρεσείουσες) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, ή οποία όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος, (από το ζημιογόνο γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος και ο σχετικός πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται τα αντίθετα.
(…) Για τους λόγους αυτούς απορρίπτει την από … αίτηση.
Ν.Μ.
■