ΑΠ 892/2022, με σχόλιο "Θέματα ζημίας επενδυτών" Ν. Μιχελής

73
2025
02

 

Άρειος Πάγος

(Α2΄ Τμήμα)

Αριθ. 892/2022

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος

Εισηγήτρια: Μ. Ανδρικοπούλου, Αρεοπαγίτης

Δικηγόροι: Θ. Σκούρας, Α. Παπαδοπούλου

 

Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Ενημέρωση τράπεζας κατά νόμο και σύμφωνα με την συναλλακτική πίστη. Εμπειρία επενδυτή. Γεγονός απρόβλεπτο. Μη ύπαρξη αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τράπεζας. Υβριδικό ομόλογο. Διεθνής οικονομική κρίση. Δίκαιη κατανομή οικονομικής επιβάρυνσης (fair burden sharing). Πλασματική ημερομηνία λήξης ομολόγου (Άρθρα 297, 298, 914, 930 ΑΚ).

 

(…) Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 281, 288, 330, 334, 338, 914, 919 ΑΚ και των ν. 2251/1994 και 3606/2007, αφού τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, δεν πληρούν το πραγματικό των διατάξεων αυτών και δεν δικαιολογούν την εφαρμογή τους, καθόσον, δεν στοιχειοθετούν πλημμελή εκ μέρους της αναιρεσίβλητης εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από τη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ούτε συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων αυτής αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που διέπουν τον τομέα των τραπεζικών υπηρεσιών, κατά παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, ούτε και οποιασδήποτε μορφής αδικοπρακτική συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης σε βάρος των αναιρεσειόντων, αιτιωδώς συναπτόμενη προς την επικαλούμενη ζημία τους, λόγω μη συνδρομής των στοιχείων της παράνομης και υπαίτιας, υπό τη μορφή του δόλου ή της αμέλειας, συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αφενός μεν οι προστηθέντες υπάλληλοι της αναιρεσίβλητης ενημέρωσαν, κατά νόμο και σύμφωνα με την αντικειμενική συναλλακτική πίστη, τον πρώτο αναιρεσείοντα, ο οποίος διέθετε την απαιτούμενη εμπειρία ώστε να επιλέξει ο ίδιος τον τρόπο τοποθέτησης του κεφαλαίου του, και, μέσω αυτού, και τους λοιπούς συνδικαιούχους του ενδίκου ομολόγου, σχετικά με την ακριβή φύση και λειτουργία του συγκεκριμένου τίτλου, για τους κινδύνους που συνεπαγόταν η συγκεκριμένη επενδυτική δραστηριότητα και, επίσης, για το ότι οι αγορές στις οποίες διαπραγματεύονται τα χρηματοπιστωτικά μέσα υπόκεινται σε απρόβλεπτες διακυμάνσεις και, ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα των υπηρεσιών δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εγγύησης, αφετέρου δε οι αναιρεσείοντες προέβησαν στην εξαγορά του 40% περίπου της αρχικής αξίας του ομολόγου τους ελευθέρως και αυτοβούλως, χωρίς ουδόλως να εξαναγκασθούν προς τούτο από την αναιρεσίβλητη, η οποία υποχρεώθηκε να προβεί στην απομείωση αυτή, όχι εξ αιτίας δικής της υπαιτιότητας και ευθύνης, αλλά εξ αιτίας γεγονότος τελείως απρόβλεπτου, οφειλόμενου σε εξωτερικό παράγοντα και συγκεκριμένα στην επισυμβάσα διεθνή οικονομική κρίση και την συνακόλουθη υποχρεωτική συμμόρφωσή της, προς την από 27.11.2012 ανακοίνωση του Eurogroup για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών επί τη βάσει της δίκαιης κατανομής της οικονομικής επιβάρυνσης των κατόχων τίτλων. Περαιτέρω, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές, το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ’ αυτήν, με επάρκεια και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, το από τις αποδείξεις σχετικό περί τούτων πόρισμά του, στο οποίο κατέληξε με βάση τα πραγματικά γεγονότα, που δέχτηκε ως αποδειχθέντα, και τα οποία στηρίζουν επαρκώς, μαζί με τις υπόλοιπες παραδοχές του, που προαναφέρθηκαν, το απορριπτικό της ένδικης αγωγής διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, χωρίς να απαιτούνται προς τούτο άλλες επιπλέον αιτιολογίες ή να περιέχονται σε αυτή αντιφατικές αιτιολογίες, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες. Ειδικότερα, το Εφετείο, με επαρκείς, σαφείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, δέχτηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: α) ότι το συγκεκριμένο ομόλογο ήταν ένα σύνθετο υβριδικό προϊόν, με χαρακτηριστικά ομολογιών ομολογιακών δανείων και προνομιούχων μετοχών άνευ δικαιώματος ψήφου και με δικαίωμα ανάκλησης από τον εκδότη του στις 11.7.2013, β) ότι ο πρώτος των αναιρεσειόντων, και μέσω αυτού και οι λοιποί συνδικαιούχοι του ενδίκου ομολόγου, ενημερώθηκαν εξ αρχής, από την σχετική περί τούτου «λεπτομερή και εξιδιασμένη» ενημέρωση των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης, σχετικά με την ακριβή φύση και λειτουργία του συγκεκριμένου τίτλου, όπως τούτο επιβεβαιώνεται από τη συμβατική πρόβλεψη του 7ου όρου της ένδικης γραπτής σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, με τον οποίο δηλώνεται ρητώς από τον πρώτο αναιρεσείοντα, ότι αυτός έχει ενημερωθεί σχετικά με τους κινδύνους που ενέχονται στις επενδυτικές δραστηριότητες και γνωρίζει και αποδέχεται, ότι οι αγορές στις οποίες διαπραγματεύονται τα χρηματοπιστωτικά μέσα υπόκεινται σε απρόβλεπτες διακυμάνσεις και, επομένως, ότι τα αποτελέσματα των υπηρεσιών δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο εγγύησης, γ) ότι οι προστηθέντες της αναιρεσίβλητης ουδέποτε διαβεβαίωσαν τον πρώτο αναιρεσείοντα ότι επρόκειτο για μία απολύτως ασφαλή και εγγυημένη επένδυση στο διηνεκές, πολλώ δε μάλλον, δεν τον προσέλκυσαν παραπείθοντάς τον να προβεί στην υπόψη επένδυση, δ) ότι ο πρώτος αναιρεσείων, στον οποίο ανήκε η πρωτοβουλία για την επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν, διέθετε επενδυτική εμπειρία που του επέτρεπε να επιλέξει ο ίδιος τον τρόπο τοποθέτησης του κεφαλαίου του, ήταν, δε, σε θέση να κατανοήσει και να αξιολογήσει ένα εκτεταμένο σύνολο ειδικών πληροφοριών που αφορούσαν στη μορφή, στο περιεχόμενο και κυρίως στις διακρίσεις, με γνώμονα τους κινδύνους, των προτεινόμενων σ' αυτόν επενδυτικών επιλογών, και ακόμη περισσότερο, της συγκεκριμένης ειδικού χαρακτήρα επενδυτικής συναλλαγής, ε) ότι εξ αιτίας της επισυμβάσας διεθνούς οικονομικής κρίσης που συμπαρέσυρε άπασες τις ελληνικές τράπεζες, και μέσα σ' αυτές και την αναιρεσίβλητη, με τις κοινώς γνωστές συνέπειες, ήτοι την αναγκαιότητα στήριξης της ελληνικής οικονομίας από ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, προκλήθηκε ένα δυσμενές, απρόβλεπτο και ανυπαίτιο ως προς την παραγωγική αιτία του και το νομικό πρόσωπο της εναγομένης, κλίμα πιστωτικού για τις επενδύσεις κινδύνου, με αποτέλεσμα η τελευταία να υποχρεωθεί να προβεί κατ’ εντολή του Euro­group σε διαρθρωτικές αλλαγές και ανακεφαλαιοποίηση, και προκειμένου οι εναπομείναντες κάτοχοι τίτλων να απολάβουν δίκαιη κατανομή της οικονομικής επιβάρυνσης (fair burden sha­ring), ανακοίνωσε στις 8.5.2013, ότι δεν ήταν σε θέση να προβαίνει σε πληρωμές οποιωνδήποτε τοκομεριδίων, ή μερισμάτων σε τίτλους ιδίων κεφαλαίων και δη έως το τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης, στ) ότι σε εκτέλεση της ανακοίνωσής της αυτής, η εναγομένη, που δεν ήταν πλέον ως εκ τούτου, αντικειμενικά, σε θέση να ανακαλέσει τον υπόψη τίτλο, αποδίδοντας το 100% της αξίας του, πρότεινε στους κατόχους ομολογιών της, όπως και στους ενάγοντες, την προαιρετική εξαγορά του ενδίκου τίτλου τους, σε τιμή μειωμένη και ίση προς το 40% της ονομαστικής τους αξίας, ζ) ότι οι ενάγοντες αποφάσισαν στις 22.7.2013 ελευθέρως και αυτοβούλως, χωρίς ουδόλως να εξαναγκασθούν προς τούτο από την εναγομένη, να εισπράξουν το ποσό των 74.800 ευρώ ως αξία του ενδίκου τίτλου τους. Δέχθηκε, δηλαδή, το Εφετείο, ανελέγκτως ότι η αναιρεσίβλητη αναγκάστηκε, συμμορφούμενη προς της εντολές του Eurogroup, να προβεί στην δίκαιη κατανομή της οικονομικής επιβάρυνσης προτείνοντας στους αναιρεσείοντες την εξαγορά του ομολόγου του στο προαναφερθέν ποσό, πρόταση που εκείνοι αποδέχθηκαν ελεύθερα και χωρίς κανένα εξαναγκασμό. Περαιτέρω, ουδεμία αντίφαση υπάρχει μεταξύ των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης: α) αφενός μεν ότι το επίδικο προϊόν δεν ήταν επένδυση «χαμηλού κινδύνου», αφετέρου δε ότι κατά τον χρόνο διάθεσής του στον ενάγοντα η αξιολόγησή του ήταν υψηλή, β) ότι το ομόλογο αυτό έφερε ημερομηνία λήξης το έτος 2049, αλλά στην πραγματικότητα η ημερομηνία αυτή ήταν πλασματική και η διάρκειά του ήταν στο διηνεκές, γ) ότι το επίδικο ομόλογο ήταν πλήρως εγγυημένο και, παράλληλα, ότι η αναιρεσίβλητη ουδέποτε διαβεβαίωσε τον πρώτο αναιρεσείοντα ότι πρόκειται για ασφαλή και εγγυημένη απόδοση στο διηνεκές, καθόσον αυτά ακριβώς τα αντιφατικά χαρακτηριστικά προσέδιδαν στο συγκεκριμένο υβριδικό τίτλο την ιδιαιτερότητά του, η οποία επεξηγήθηκε πλήρως στους αναιρεσείοντες κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης: α) περί ενδελεχούς και πλήρους ενημέρωσης του πρώτου αναιρεσείοντος από τους προστηθέντες υπαλλήλους της αναιρεσίβλητης ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος και β) περί ανάκλησης του ένδικου τίτλου σε τιμή χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενη σε γεγονότα εκτός της σφαίρας ευθύνης της αναιρεσίβλητης, τιμή που αποδέχτηκαν ελεύθερα και χωρίς εξαναγκασμό οι αναιρεσείοντες, στηρίζουν πλήρως το απορριπτικό αποδεικτικό της πόρισμα, μη απαιτούμενης της αναφοράς και άλλων στοιχείων. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμοί 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι, ενώ κατά τα λοιπά οι επικαλούμενες ελλείψεις και αντιφάσεις των αιτιολογιών αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ήτοι στην ανάλυση, στάθμιση ή αξιολόγησή τους, καθώς και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές ή στη σχετική με αυτή (εκτίμηση των αποδείξεων) επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου και, συνεπώς, δεν θεμελιώνουν την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα στην προσβαλλόμενη απόφασή του και επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου.

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση του περιεχομένου αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 342 επ. του ΚΠολΔ, εγγράφου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει, ως προς το έγγραφο, σε σφάλμα ανάγνωσής του, όταν δηλαδή αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από αυτό που πράγματι έχει, δηλαδή εκλαμβάνει ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει και, στη συνέχεια, εξαιτίας της παραμόρφωσης αυτής, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα, ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, στηρίζοντας την κρίση του αποκλειστικά ή κυρίως στο έγγραφο που κατά τον τρόπο αυτό παραμορφώθηκε. Επομένως, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, όταν το δικαστήριο της ουσίας, ενώ αναγιγνώσκει ορθώς, όπως αυτό έχει, το περιεχόμενο του εγγράφου, εκτιμά ακολούθως αυτό κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό, αφού η εκτίμησή του αυτή είναι, κατά το άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη, αλλά ούτε και όταν το Δικαστήριο της ουσίας, ακόμη και αν παραμόρφωσε το έγγραφο, περιορίσθηκε να το συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό για το σχηματισμό της κρίσης του, χωρίς, δηλαδή, να στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε αυτό (ΑΠ 856/ 2019, ΑΠ 1915/2016, ΑΠ 472/2016). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά, πάντως, και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 257/2021, ΑΠ 51/ 2020, ΑΠ 752/2020, ΑΠ 922/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι, δηλαδή, το Εφετείο που την εξέδωσε παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου της σύμβασης παροχής υπηρεσιών που είχε σταθερή ημερομηνία λήξης (27.7. 2049) και έδωσε σε αυτό διαφορετικό περιεχόμενο με την έννοια της «πλασματικής ημερομηνίας λήξης». Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του ανωτέρω εγγράφου, αλλά, αφού τα ανέγνωσε σωστά, κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από αυτό το οποίο οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό, καθώς το συγκεκριμένο ομόλογο είχε αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες, στο Δη­μόσιο Ταμείο (άρθρο 495 § 3 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ). 

(…) Για τους λόγους αυτούς απορρίπτει την από … αίτηση.

 

Ν.Μ.