ΑΠ 1083/2022, με σχόλιο "Θέματα ζημίας επενδυτών" Ν. Μιχελής

73
2025
02

 

Άρειος Πάγος

(Α2΄ Τμήμα)

Αριθ. 1083/2022

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος

Εισηγήτρια: Γ. Αυγέρη, Αρεοπαγίτης

Δικηγόροι: Ι. Βρέλλος, Κ. Παπαδιαμάντης, Μ. Φερφέλη

 

Αδικοπρακτική συμπεριφορά τράπεζας. Πλημμελής πληροφόρηση και συμβουλές σε επενδυτή. Θεωρία της διαφοράς. Θετική ζημία. Υβριδικοί τίτλοι. Ζημία συνιστάμενη στο κεφάλαιο που επενδύθηκε. Φραστικό λάθος στην απόφαση. Ενημερωτικό δελτίο – δυσνόητοι όροι. Πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται της ωφέλειας. Πότε δεν δικαιολογείται ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία (Άρθρα 297, 298, 914, 930 ΑΚ).

 

(…) Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 342 και 914 ΑΚ, καθόσον τα πιο πάνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνιστούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τη σύμβαση, παράνομη και υπαίτια (υπό τη μορφή της αμέλειας) συμπεριφορά της δεύτερης αναιρεσείουσας, προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης αναιρεσείουσας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την επελθούσα στον αναιρεσίβλητο ζημία, αφού ήταν ικανή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη βλάβη αυτή, την οποία και επέφερε, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να στοιχειοθετείται, με την εν λόγω συμπεριφορά της προστηθείσας δεύτερης αναιρεσείουσας, αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσειουσών και να δικαιολογείται, έτσι, η παραδοχή της αγωγής του αναιρεσιβλήτου. Ορθά, επίσης, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας εκ του πράγματος τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος διακόπηκε με τη μεσολάβηση της ψήφισης του ειδικού νόμου στις 22.3.2013 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της πρώτης αναιρεσείουσας σε εξυγίανση, δυνάμει των οποίων τα ως άνω ΜΑΕΚ μετατράπηκαν υποχρεωτικά σε μετοχές-Δ` τάξεως και, στη συνέχεια, σε συνήθεις μετοχές της τράπεζας, με ονομαστική αξία εκάστης 0,01 ευρώ, καθόσον, με βάση όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία του αναιρεσίβλητου και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή του από τον ως άνω, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3. 2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και Άλλων Ιδρυμάτων» και τα κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα οποία επομένως αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας, δεδομένου ότι, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, ο επενδυτής αναιρεσίβλητος δεν θα είχε επιλέξει να προχωρήσει σ’ αυτήν και θα απείχε από τη συγκεκριμένη τοποθέτηση των χρημάτων του, διατηρώντας αυτά στην περιουσία του, και έτσι η αγορά των ένδικων ομολόγων αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, ως συνέπεια της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής εκ μέρους της δεύτερης αναιρεσείουσας και, ως εκ τούτου, η ίδια η αγορά των ομολόγων, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών, οι οποίες δεν απετράπησαν, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος της πρώτης αναιρεσείουσας τράπεζας. Η κεφαλαιακή δε ανεπάρκεια της πρώτης αναιρεσείουσας προκάλεσε την ως άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια. Επομένως, κατ’ εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγ­κριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις των αναιρεσειουσών, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που ο αναιρεσίβλητος τοποθέτησε στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Η πλήρωση δε του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία του αναιρεσίβλητου,  η οποία, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, δεδομένου ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της δεύτερης αναιρεσείουσας, προστηθείσας της πρώτης αναιρεσείουσας, ο αναιρεσίβλητος διέθεσε στην πρώτη αναιρεσείουσα τα (ισόποσα με τη ζημία του) χρηματικά ποσά και έλαβε ως αντιπαροχή, όχι αυτό που προσδοκούσε, αλλά άληκτους υβριδικούς τίτλους χωρίς καμία υποχρέωση της πρώτης αναιρεσείουσας για εξαγορά τους, αφού μόνο προαιρετικό ήταν το δικαίωμά της αυτό, με αποτέλεσμα να υπάρχει χρονική σύμπτωση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσας εξ αυτού ζημίας. Σε κάθε περίπτωση, ο απορριφθείς ισχυρισμός των αναιρεσειουσών περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 1177/2018), δεδομένου ότι το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή εάν επήλθε η όχι διακοπή αυτού είναι ζητήματα πραγματικά, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο γιατί είναι όντως πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (ΑΠ 1426/2021, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1305/2005). Επομένως, ο πρώτος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις ως προς το ουσιώδες ζήτημα της πρόκλησης ζημίας στον αναιρεσίβλητο και του προσδιορισμού του ύψους αυτής, δεχόμενο, ειδικότερα, ότι η ζημία του αναιρεσιβλήτου συνίσταται στην αδυναμία του να εισπράξει, εξ αιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αναιρεσειουσών και της φύσης του επιδίκου επενδυτικού προϊόντος, το επενδεδυμένο κεφάλαιό του στο σύνολό του και ότι, συνεπώς, αυτή ανήλθε κατ' αρχάς στο ποσό των 320.000 ευρώ και όχι στο ποσό των 70.000 ευρώ, όπως εσφαλμένα διατείνονται οι αναιρεσείουσες. Το γεγονός ότι ο αναιρεσίβλητος ήταν κάτοχος 250.000 τίτλων ΜΑΚ, τους οποίους κατά την κατάρτιση της σύμβασης για αγορά των ΜΑΕΚ, μετέτρεψε σε τίτλους ΜΑΕΚ, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, συμφωνήθηκε η αγορά 320.000 τίτλων ΜΑΕΚ με την καταβολή του ποσού των 320.000 ευρώ, το οποίο ο αναιρεσίβλητος πράγματι κατέβαλε, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, με την μετατροπή των 250.000 τίτλων ΜΑΚ, η αξία των οποίων ανερχόταν στις 250.000 ευρώ, και με την μεταφορά, από κλειστό προθεσμιακό λογαριασμό που τηρούσε στην ίδια τράπεζα, ποσού 70.000 ευρώ και, ως εκ τούτου, το επενδεδυμένο κεφάλαιό του ανερχόταν στο παραπάνω ποσό των 320.000 ευρώ. Επομένως, ο τέταρτος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος. Με τον ίδιο ως άνω λόγο, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση, ότι το Εφετείο όφειλε, για τον προσδιορισμό της ζημίας του αναιρεσιβλήτου, να υπολογίσει αφενός την περιουσία, που αυτός θα είχε αν δεν είχε επενδύσει σε ΜΑΕΚ, στις 12.5.2011, και η οποία ανερχόταν στο ποσό των 70.000 ευρώ, που κατέβαλε για την αγορά των ΜΑΕΚ, και σε 250.000 τίτλους ΜΑΚ και όχι σε 250.000 ευρώ σε μετρητά, και αφετέρου της περιουσίας που θα είχε μετά την επέλευση της ζημίας, και όφειλε να επιδικάσει το ποσό των 70.000 ευρώ και μόνο, κατ' αρχήν, ως αποζημίωση, από το οποίο στη συνεχεία να αφαιρεθεί το ποσό που καταλόγισε σε βάρος του λόγω της συνυπαιτιότητάς του στην έκταση της ζημίας του, δεδομένου ότι κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής (28.3.2014), θα είχε απωλέσει τους 250.000 τίτλους ΜΑΚ και θα κατείχε αντ' αυτών μετοχές απομειωθείσας αξίας. Ο παραπάνω αναιρετικός λόγος, ως προς την αιτίαση αυτή, είναι απαράδεκτος ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι ο αναιρεσίβλητος, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσειουσών, θα διατηρούσε την επένδυσή του στους τίτλους ΜΑΚ, πλην, όμως, δεν διαλαμβάνεται σχετική παραδοχή στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

(…) Ενόψει των παραδοχών αυτών, η επί μέρους παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι: «αποδεικνύεται επαρκής ενημέρωση του ενάγοντος (ήδη αναιρεσίβλητου) σχετικά με τα χαρακτηριστικά και ιδίως με τα μειονεκτήματα του νέου αυτού επενδυτικού προϊόντος και μάλιστα σε σύγκριση με τα παλαιότερα παρεμφερή επενδυτικά προϊόντα, εκδόσεως της πρώτης των εναγομένων (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα)», δεν δημιουργεί αντίφαση σε σχέση με τις παραπάνω εκτεθείσες, όλες ομοίου περιεχομένου, παραδοχές και ειδικότερα με την περαιτέρω παραδοχή «ότι η δεύτερη των εναγομένων παρέλειψε, όπως είχε υποχρέωση, να τον ενημερώσει σχετικά με τα χαρακτηριστικά της επένδυσης, την οποία του υπέδειξε να επιχειρήσει, με συνέπεια αυτός να μην έχει κατανοήσει τουλάχιστον τους κινδύνους και να υποστεί απώλεια του κεφαλαίου», καθόσον από το όλο περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχεται αμελή συμπεριφορά της δεύτερης αναιρεσείουσας - προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης αναιρεσείουσας, λόγω έλλειψης ενημέρωσης του αναιρεσιβλήτου, με επανάληψη μάλιστα της εν λόγω παραδοχής σε πολλά σημεία της ελάσσονος πρότασής του, και ως εκ τούτου είναι βέβαιο, ότι η επικαλούμενη από τις αναιρεσείουσες ως άνω επίμαχη παραδοχή, οφείλεται σε προφανή φραστική παραδρομή του δικαστηρίου και δεν δημιουργεί ασάφεια ή αντίφαση ως προς το τι δέχεται, τελικώς, το δικαστήριο της ουσίας για να στηρίξει το διατακτικό του, αφού από το όλο περιεχόμενο της απόφασης και ιδιαίτερα από το σύνολο των λοιπών σαφών και επαναλαμβανόμενων παραδοχών ανενδοιάστως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχεται έλλειψη και οπωσδήποτε ανεπαρκή και πλημμελή ενημέρωση του αναιρεσιβλήτου εκ μέρους της δεύτερης αναιρεσείουσας. Δηλαδή, το Εφετείο, μετά την απόκρουση του αγωγικού ισχυρισμού περί δόλου των αναιρεσειουσών, επανέρχεται στην αποδεικνυόμενη, σύμφωνα με τις ήδη εκτεθείσες κατά την ιστορική έκθεση των πραγματικών περιστατικών παραδοχές του, αμελή συμπεριφορά της υπαλλήλου, όπου και παρεισέφρυσε το φραστικό λάθος «επαρκής» αντί του ορθού «ανεπαρκής» ενημέρωση, όπως τούτο σαφώς προκύπτει και από τις νοηματικά, με την επίμαχη παραδοχή συνδεόμενες αμέσως επόμενες παραδοχές, όπου αιτιολογεί περαιτέρω την έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης του αναιρεσιβλήτου, αναφέροντας «... Βέβαια στο περιεχόμενο της ανωτέρω αίτησης που έχει υπογράψει ο ενάγων διαλαμβάνεται ότι έχει λάβει γνώση των όρων έκδοσης των ΜΑΕΚ, οι οποίοι περιέχονται στο σχετικό δελτίο ... Ωστόσο δεν έγινε επισήμανση στον ενάγοντα ότι πρέπει πριν από την υπογραφή της αίτησης να προστρέξει στο περιεχόμενο του εν λόγω ενημερωτικού δελτίου, το οποίο δεν του παρέδωσε η δεύτερη των εναγομένων ούτε του απεστάλη από την πρώτη των εναγομένων .... Όμως η μελέτη του πολυσέλιδου ενημερωτικού δελτίου δεν θα ήταν ευχερής για τον ενάγοντα, καθόσον οι συγκεκριμένοι όροι, οι οποίοι αφορούσαν στους κινδύνους της επένδυσης δυσνόητοι ενόψει και της ελλείψεως επαρκούς εμπειρίας του ενάγοντος σε ανάλογα προϊόντα .... Εάν όμως η πρώτη των εναγομένων είχε προμηθεύσει τον ενάγοντα με το ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας πρώτης των εναγομένων και παράλληλα είχε αναπτύξει και αναλύσει τις δυσνόητες για τον μέσο συναλλασσόμενο ιδιώτη επενδυτή έννοιες αυτού, προκειμένου να του εξηγήσει το περιεχόμενο της συναλλακτικής σχέσης που περιγράφεται στο έγγραφο αυτό, είναι βέβαιο ότι ο ενάγων θα είχε αρνηθεί να επιχειρήσει την προτεινόμενη εκ μέρους της τοποθέτηση του κεφαλαίου του».

Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, καθόσον στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που αντιφάσκουν μεταξύ τους, είναι αβάσιμος. 

(…) Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 288, 914, 930 § 3 ΑΚ, προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά τον νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης, στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται για τον προσδιορισμό της ζημίας, εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη (ΑΠ 244/2016). Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1185/2021, ΑΠ 1286/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος, δέχθηκε τα εξής: «..... Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγομένων, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στα άρθρα 298 εδ. α΄ και 930 § 3 ΑΚ, ως ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους κατά το ποσό των 18.168,53 ευρώ από τις αποδόσεις των τόκων των ΜΑΕΚ, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι οι αποδόσεις αυτές δεν συνιστούν κέρδος τους ενάγοντος από τη ζημία του, αλλά απορρέουν από τη σύμβαση, που κατήρτισε με την πρώτη των εναγομένων, εκδότρια των ΜΑΕΚ, που προέβλεπε τις συγκεκριμένες απολήψεις. Ειδικότερα, το ως άνω ποσό αποτελεί κέρδος του ενάγοντος από την κατοχή των επίδικων τίτλων, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτός υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του. Το κέρδος προέρχεται από την παραχώρηση του κεφαλαίου του στην εναγόμενη τράπεζα, η οποία εκμεταλλεύτηκε με τον προσφορότερο γι' αυτήν τρόπο, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του ...». Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την ανωτέρω ένσταση αναφορικά με το ποσό των τόκων, που ο ενάγων έλαβε ως απόδοση των ανωτέρω τίτλων ΜΑΕΚ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α΄, 914 και 930 § 3 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον, ενόψει του ότι προϋπόθεση για τον συνυπολογισμό είναι να προήλθε το κέρδος και η ζημία από το ίδιο επιζήμιο γεγονός, δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, αφού το Εφετείο δέχθηκε, ειδικότερα, ότι το κέρδος δεν προκλήθηκε από το επιζήμιο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου του αναιρεσίβλητου, η οποία οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά της δεύτερης αναιρεσέιουσας, προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης αναιρεσείουσας, που του δημιούργησε την πεπλανημένη πεποίθηση πως θα του αποδίδονταν μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα ακέραιο το κεφάλαιο της επένδυσής του, πράγμα που αποτελούσε βασικό σκοπό αυτής της επένδυσης, αλλά από το (μη επιζήμιο, διαφορετικό) γεγονός της παραχώρησης του κεφαλαίου του προς εκμετάλλευση, που στηριζόταν στην απόκτηση της κυριότητας των τίτλων ΜΑΕΚ και απέδωσαν ως καρπούς τους εισπραχθέντες από τον αναιρεσίβλητο τόκους, τους οποίους αυτός επίσης ανέμενε να αποκομίσει. Επομένως ο πέμ­πτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος.

(…) Για τους λόγους αυτούς απορρίπτει την από … αίτηση.

 

Ν.Μ.