ΑΠ 1289/2022, με σχόλιο "Θέματα ζημίας επενδυτών" Ν. Μιχελής
Άρειος Πάγος
(Α1΄ Τμήμα)
Αριθ. 1289/2022
Πρόεδρος: Χ. Τζανερρίκος, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Κ. Τζαβέλλα-Δημαρά, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Κ. Ανδριόπουλος, Α. Δοβλές
Σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Δεν συντρέχει η ενιαύσια παραγραφή του ν. 1806/ 1988 άρθρ. 20 § 1. Πληροφόρηση επενδυτή. Προϋποθέσεις καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Έγγραφο αίτημα επενδυτή για επενδυτικές συμβουλές. Επαναφορά ομολόγου. Ένσταση συνυπολογισμού κέρδους-ζημίας (Άρθρα 297, 298, 914, 930 ΑΚ).
(…) Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, που καταργήθηκαν από 1.11.2007 με το άρθρο 85 του ν. 3606/2007, εφαρμόζονται όμως στην παρούσα υπόθεση, εφόσον οι ένδικες αξιώσεις ανάγονται σε προηγούμενο χρονικό διάστημα, και εν όψει της γενικότητας στη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 15 § 6 ν. 3632/1928, που δεν διακρίνει σε κύρια ή παρεπόμενη χρηματιστηριακή συναλλαγή, προκύπτει ότι η καθιερούμενη ενιαύσια παραγραφή ισχύει αποκλειστικά για τις αξιώσεις από συμβάσεις χρηματιστηριακών συναλλαγών κατά την προεκτεθείσα έννοια και συγκεκριμένα τόσο από τις κύριες χρηματιστηριακές συμβάσεις όσο και από τις παρεπόμενες ή συναφείς αυτών (ΟλΑΠ 16/2008, ΑΠ 725/2017), όχι, όμως, και για τις αξιώσεις από άλλης μορφής συμβάσεις, ούτε για εκείνες που στηρίζονται σε αδικοπραξία, ανεξάρτητα αν αφορμή της τέλεσής τους ήταν χρηματιστηριακή σύμβαση (ΑΠ 1041/ 2018, ΑΠ 725/2017, ΑΠ 844/2017, ΑΠ 1376/ 2011). Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 15 § 1 και 6, 17 § 1 του ν. 3632/1928, 20 § 1 ν. 1806/1988, 24 § 1 στοιχ. ζ-ιδ ν. 2076/1992 και ν. 2396/1996, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους, καθόσον ενώ με τους αναιρεσίβλητους είχε καταρτίσει συμβάσεις διαχείρισης του χαρτοφυλακίου τους, δηλαδή δικαιοπραξίες σχετιζόμενες με την ενέργεια και εκτέλεση χρηματιστηριακών πράξεων και, συνεπώς, συναφών προς τη σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας, επί των οποίων εφαρμόζεται αναλογικά η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 15 § 1 και 6 ν. 3632/1928, το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση παραγραφής, την οποία πρότεινε τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με τις από 22-3-2017 προτάσεις της, όσο και ενώπιον του δευτεροβάθμιου με λόγο έφεσης, κρίνοντας εσφαλμένα ότι οι επίμαχες συμβάσεις δεν είναι συναφείς με αυτές και, συνεπώς, ότι γι’ αυτές δεν ισχύει η ενιαύσια ως άνω παραγραφή. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, αναφορικά με τον περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης, δέχτηκε, ότι: «... Ο ισχυρισμός της εναγομένης περί ενιαυσίου παραγραφής της επιδίκου αξιώσεως απορρέουσας εκ του άρθρου 15 § 6 ν. 3632/1928 και ο δεύτερος λόγος εφέσεως, με τον οποίο επαναφέρεται αυτός, είναι απορριπτέοι, ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι, για το λόγο ότι η ως άνω διάταξη είναι εφαρμοστέα στις παραγγελίες χρηματιστηριακών συναλλαγών, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού, όπως αποδείχθηκε, η συνδέουσα τους διαδίκους (από 26.6.2006) σύμβαση είναι τοιαύτη διαχείρισης χαρτοφυλακίου, δυνάμει της οποίας η δικαιοπάροχος της εναγομένης, ανέλαβε έναντι αμοιβής να προβεί η ίδια κατά την ελεύθερη κρίση της στη διοίκηση και διαχείριση του χαρτοφυλακείου των εναγόντων, χωρίς ρητές και έγγραφες παραγγελίες αυτών, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) ...». Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, καθόσον σύμφωνα με τις άνω παραδοχές του δεν είχαν εφαρμογή, αφού η ένδικη αξίωση των αναιρεσίβλητων προέκυψε από την καταρτισθείσα μεταξύ αυτών και της δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου τους, στο πλαίσιο της οποίας η δικαιοπάροχος της αναιρεσείουσας ανέλαβε την υποχρέωση να προβαίνει, έναντι αμοιβής, κατά την ελεύθερη κρίση της, στη διοίκηση και διαχείριση του χαρτοφυλακίου των αναιρεσίβλητων, δηλαδή στις, κατά το άρθρο 2 στοιχ. 1 α (ι) του ν. 2396/1996 συναλλαγές, οι οποίες δεν ανήκουν στην κατηγορία των κατά το άρθρο § 1 ν. 1806/ 1988 χρηματιστηριακών συναλλαγών, ώστε να είναι εφαρμοστέα επ’ αυτής (ένδικης αξίωσης) η κατ’ άρθρο 15 §§ 1 και 6 ν. 3632/1928 ενιαύσια παραγραφή.
Συνεπώς, ο άνω λόγος της αίτησης αναίρεσης με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, ερειδόμενος επί αναληθούς προϋπόθεσης, είναι αβάσιμος.
(…) Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την ανάγνωση και εκτίμηση του παραρτήματος γ' της από 26-5-2006 συμβάσεως περιορισμένης εντολής επί χαρτοφυλακίου, παραμόρφωσε το περιεχόμενό του και δέχθηκε πραγματικά γεγονότα διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Συγκεκριμένα δέχθηκε ότι, «... στο περιεχόμενο του συνημμένου στην ανωτέρω σύμβαση παραρτήματος γ' υπό τον τίτλο "Επενδυτικοί κίνδυνοι που αναλαμβάνει ο Επενδυτής", το οποίο τέθηκε υπόψη των εναγόντων, δεν περιγράφονται οι κίνδυνοι, τους οποίους συνεπάγεται η επένδυση σε ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας λόγω της ανυπαρξίας ημεροχρονολογίας λήξεως και της συνεπαγομένης έλλειψης δέσμευσης του εκδότη προς επαναγορά του εν λόγω ομολόγου», ενώ παρέλειψε να αναφερθεί στο πλήρες περιεχόμενο του όρου που συμφωνήθηκε με το άνω παράρτημα, το οποίο έχει ως εξής: «... Σε κάθε περίπτωση, ο Επενδυτής θα πρέπει να γνωρίζει ότι η βασική αρχή είναι η αναμενόμενη απόδοση, είναι αντίστοιχη του επενδυτικού κινδύνου που αναλαμβάνει. Περαιτέρω, γίνεται γνωστό στον επενδυτή ότι οι πάσης φύσεως επενδυτικές επιλογές, ενέχουν, εκ της φύσεως αυτών, κινδύνους μειώσεως της αξίας της επενδύσεως για τους οποίους η Τράπεζα είτε εκτελώντας τις Εντολές του Επενδυτή, είτε ως διαχειρίστρια του χαρτοφυλακίου του Επενδυτή δεν είναι δυνατόν να φέρει οποιαδήποτε ευθύνη. Επομένως, δεν είναι δυνατή ούτε η προεξόφληση/εγγύηση οποιουδήποτε επιπέδου απόδοσης, ούτε η βέβαιη διαφύλαξη ή αύξηση του επενδυτικού κεφαλαίου, το οποίο υπόκειται στο σύνολό του, στους πάσης φύσεως επενδυτικούς κινδύνους ...», από το οποίο προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητοι είχαν ενημερωθεί για τον κίνδυνο απώλειας του επενδυμένου κεφαλαίου τους και τον είχαν αποδεχθεί. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφενός μεν διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου, αφού όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο, παραλειφθέν κατά την αναιρεσείουσα, περιεχόμενό του, δεν περιέχεται σ' αυτό πλήρης και σαφής πληροφόρηση των εναγόντων σχετικά με τα πλήρη χαρακτηριστικά του επίμαχου ομολόγου, ήτοι ότι τούτο ήταν ένα διαρκές ομόλογο (perpetual bonds) αόριστης ή ατελεύτητης διάρκειας, το οποίο παρείχε στον κομιστή μόνο το δικαίωμα απολήψεως των συμφωνημένων τόκων όχι, όμως, και το δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβληθείσας αξίας του σε απώτερο χρόνο και ότι ο τελευταίος (εκδότης) είχε το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησής του, κατά την ελεύθερη βούλησή του, αλλά περιλαμβάνει μια γενική ενημέρωση περί των κινδύνων που ενέχουν οι επενδύσεις σε όλα εν γένει τα ομόλογα, αφετέρου δε διότι το δικαστήριο της ουσίας δεν στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο επίμαχο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, αλλά κατέληξε σ’ αυτό, αφού το συνεκτίμησε, μαζί με υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, όπως προκύπτει από την αναφορά στην προσβαλλομένη ότι τα ανωτέρω, (ήτοι τα προκύπτοντα από τις υπόλοιπες αποδείξεις) «επιρρωννύονται και από το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου».
(…) Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την επίκληση ότι δεν έλαβε υπόψη τους προταθέντες με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης ισχυρισμούς της, που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η τήρηση των όρων της επίδικης συμβάσεως περιορισμένης εντολής επί χαρτοφυλακίου», ότι η επίδικη επένδυση και η συναφής με αυτήν συμπεριφορά της αντισυμβαλλόμενης Τράπεζας συνάδει απόλυτα με τους όρους της επίδικης σύμβασης περιορισμένης εντολής επί χαρτοφυλακίου, που περιλάμβανε τη δυνατότητα παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών υπό την προϋπόθεση του προγενέστερου ειδικού εγγράφου αιτήματος των εναγόντων και με τη συμφωνία ότι οι συμβουλευτικές υπηρεσίες δεν θα συνεπάγονταν οποιαδήποτε ευθύνη της Τράπεζας, δεδομένου δε ότι ουδέποτε υπήρξε έγγραφο αίτημα των εναγόντων, η μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών έννομη σχέση συνίστατο στην αποκλειστική διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους, στο πλαίσιο της οποίας οι υποχρεώσεις της Τράπεζας περί πληροφόρησης και παροχής κατάλληλης συμβουλής υφίσταντο μόνο κατά το στάδιο της προετοιμασίας της σύναψης της σύμβασης και δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένους τίτλους, αλλά στα είδη των τίτλων που πρόκειται να ενταχθούν στο χαρτοφυλάκιο και ότι οι ενάγοντες αποδέχθηκαν τον κίνδυνο απώλειας κεφαλαίου με την υπογραφή της σύμβασης. Ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, διότι τα ανωτέρω επικαλούμενα προς θεμελίωσή του δεν αποτελούν «πράγματα», κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, αλλά αρνητικούς ισχυρισμούς που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση αυτής και, συνεπώς, δεν θεμελιώνουν λόγο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1284/2020, ΑΠ 892/2019). Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του. Απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 69/ 2021, ΑΠ 203/2021, ΑΠ 84/2020, ΑΠ 667/2020, ΑΠ 1046/2018). Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος του, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Εφετείο υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, διότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ και με ανεπαρκή αιτιολογία, απέρριψε την ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, την οποία πρότεινε τόσο με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και με λόγο έφεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, αναφορικά με το ενδιαφέρον τον παρόντα αναιρετικό λόγο μέρος, δέχθηκε τα ακόλουθα: «... Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικά το αγωγικό τους δικαίωμα, επικαλούμενη ότι αυτοί γνώριζαν από το έτος 2009 την πτωτική πορεία της επένδυσής τους και διαμαρτυρήθηκαν μόλις το έτος 2012, αλλά και επιπρόσθετα, ότι δια της από 8.3.2012 επιστολής τους είχαν δηλώσει ότι ουδεμία απαίτηση έχουν έναντι της τράπεζας (εναγομένης) ως προς την συναλλαγή αυτή, είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, διότι οι ενάγοντες, όπως προεκτίθεται, δεν είχαν εξειδικευμένες γνώσεις, επικοινωνούσαν από το έτος 2009 μέχρι το έτος 2012 με την υπάλληλο της εναγομένης Ν.Κ.** για να ενημερωθούν για την πορεία της επένδυσής τους και εκείνη τους διαβεβαίωνε, ότι το κεφάλαιο της επένδυσής τους ήταν απόλυτα διασφαλισμένο. Επιπλέον, η περιεχόμενη στην από 8.3.2012 αίτηση επαναφοράς του ομολόγου δήλωση των εναγόντων περί μη ύπαρξης απαίτησης κατά της εναγομένης ως προς την επίδικη συναλλαγή έγινε σε προδιατυπωμένο έντυπο και υπό την πίεση της απώλειας του συνολικού τους κεφαλαίου, και επιπρόσθετα, με την επισήμανση ότι, οι ίδιοι οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν την δημοσίευση στον τύπο της πρότασης επαναγοράς του εκδότη του ομολόγου τον μήνα Μάρτιο του έτους 2012 και απευθύνθηκαν με αίτηση στην εναγομένη, η οποία, αντιθέτως, δεν ενημέρωσε αυτούς, αν και είχε υποχρέωση προς τούτο, απορρέουσα τόσο από την μεταξύ τους σύμβαση, όσο και από την γενική υποχρέωση πίστης και ενημέρωσης, που πρέπει να διέπει τις συναλλαγές. Η δε παρέλευση του ισχυριζομένου εκ μέρους της εναγομένης χρονικού διαστήματος, χωρίς να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος ή όταν η άσκηση του δικαιώματος θα έχει ως συνέπεια την ανατροπή της κατάστασης, που διαμορφώθηκε από την προηγούμενη συμπεριφορά του δανειστή, η οποία θα έχει επαχθείς συνέπειες για τον οφειλέτη, που δεν αποδείχθηκαν εν προκειμένω, δεν καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων καταχρηστική.
Συνεπώς, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορριπτομένου συνακόλουθα του σχετικού τέταρτου λόγου εφέσεως ως κατ’ ουσίαν αβασίμου». Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, ήτοι ότι από το έτος 2009 μέχρι το έτος 2012, κατά τις επικοινωνίες που είχαν οι αναιρεσίβλητοι με την προαναφερόμενη υπάλληλο της αναιρεσείουσας, εκείνη τους διαβεβαίωνε ότι το κεφάλαιο της επένδυσής τους ήταν απόλυτα διασφαλισμένο, ότι κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2012 πληροφορήθηκαν μέσω του τύπου την πρόταση επαναγοράς του ομολόγου τους, για την οποία δεν είχαν ενημερωθεί από την έχουσα σχετική προς τούτο υποχρέωση αναιρεσείουσα και ότι η ανωτέρω δήλωσή τους περί μη ύπαρξης απαίτησης σε προδιατυπωμένο από την Τράπεζα έντυπο έγινε υπό την πίεση της απώλειας του συνολικού κεφαλαίου τους, δεν καθιστούσαν την εκ μέρους των αναιρεσίβλητων άσκηση της ένδικης αγωγής αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.
(…) Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 και 930 § 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον, υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη, πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας.
(…) Με τον έκτο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι, κατά εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 298, 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 288 αυτού, απέρριψε την ένστασή της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, προκειμένου να αφαιρεθεί από την τυχόν επιδικασθείσα σε αυτούς θετική ζημία η ωφέλεια που αποκόμισαν από τους τόκους του επίμαχου ομολόγου που εισέπραξαν, ποσού 30.691,15 ευρώ. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, απέρριψε την ως άνω ένσταση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη με την εξής αιτιολογία: «... Ο ισχυρισμός της εναγομένης περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας των εναγόντων, επικαλούμενη ως κέρδος το ποσό των 30.691,15 ευρώ, το οποίο οι ενάγοντες εισέπραξαν ως απόδοση του ομολόγου, είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, καθόσον, ναι μεν το ποσό αυτό αποτελεί κέρδος των εναγόντων από το ομόλογο, αλλά δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απωλείας του κεφαλαίου τους, αλλά προέρχεται από την παραχώρηση αυτού (του κεφαλαίου) στην δικαιοπάροχο της εναγομένης, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογισθεί στη ζημία αυτών.
Συνεπώς, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορριπτομένου συνακόλουθα του σχετικού τρίτου λόγου εφέσεως κατ’ ουσίαν».
(…) δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, αφού, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ναι μεν το ως άνω ποσό αποτελεί κέρδος των εναγόντων - αναιρεσίβλητων από τον τίτλο που κατείχαν, πλην όμως το κέρδος αυτό, δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας ζημιογόνας πράξης της δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας και της συνεπεία αυτής απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά αποτελεί αντιπαροχή για τη χρήση και εκμετάλλευση του κεφαλαίου τους που επενδύθηκε στο επίμαχο ομόλογο για το χρονικό διάστημα, στο οποίο αυτοί (τόκοι) αντιστοιχούν και, συνεπώς, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της ωφέλειας, καθώς η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική αιτία.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος και ο σχετικός έκτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει αντίθετες αιτιάσεις. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος, προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης (…).
Ν.Μ.