ΑΠ 940/2023, με σχόλιο "Θέματα ζημίας επενδυτών" Ν. Μιχελής

73
2025
02

 

Άρειος Πάγος

(Α2΄ Τμήμα)

Αριθ. 940/2023

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος

Εισηγήτρια: Β. Πάπαρη, Αρεοπαγίτης

Δικηγόροι: Κ. Βιτώρος, Α. Βούλγαρη

 

Ενημέρωση καταναλωτή για σύνθετο επενδυτικό προϊόν. Αδικοπρακτική συμπεριφορά τράπεζας και αιτιώδης σύνδεσμος. Θετική ζημία το ποσό που επενδύθηκε. Κατάρτιση σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Άρθρα 297, 298, 914, 930 ΑΚ).

 

(…) 4. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 330, 334, 281, 288, 297, 298 ΑΚ, 8 του ν. 2251/1994, καθώς και εκείνες του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠ ΕΥ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11.4.1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 § 1 του ν. 2396/1996, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον, με βάση τα πιο πάνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, οι προστηθέντες υπάλληλοι της αναιρεσείουσας παρέβησαν το καθήκον διαφώτισης των αναιρεσιβλήτων, που είχαν την ιδιότητα του καταναλωτή, και δεν προσέφεραν σ’ αυτούς σαφή, ορθή, πλήρη και κατάλληλη συμβουλευτική καθοδήγηση σχετικά με το προταθέν επενδυτικό προϊόν και συγκεκριμένα δεν τους ενημέρωσαν ότι το επίμαχο ομόλογο ήταν σύνθετο επενδυτικό προϊόν, μειωμένης εξασφάλισης, με διαβάθμιση BΒ, που ενείχε πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο, με αποτέλεσμα οι αναιρεσίβλητοι να μην είναι σε θέση να κατανοήσουν ούτε τη φύση ούτε και τους πιθανούς κινδύνους του ένδικου ομολόγου και έτσι, αγνοώντας τα παραπάνω, προέβησαν στην προαναφερόμενη επένδυση, ενώ αν είχαν ενημερωθεί και γνώριζαν τούτο, ότι δηλαδή το ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης και ότι υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του, δεν θα είχαν προβεί στη συγκεκριμένη επένδυση. Η ως άνω παράβαση των εκ της συμβάσεως, εκ του ανωτέρω κώδικα και του ν. 2251/1994 υποχρεώσεων στοιχειοθετεί παράνομη και υπαίτια, υπό τη μορφή της αμέλειας, συμπεριφορά των προστηθένων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την επελθούσα στους αναιρεσιβλήτους ζημία, αφού ήταν ικανή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη βλάβη αυτή, την οποία και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να στοιχειοθετείται, με την εν λόγω συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων τους, αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσειουσών και να δικαιολογείται, έτσι, η παραδοχή της αγωγής των αναιρεσιβλήτων. Ειδικότερα, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας εκ του πράγματος τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών, ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της ζημίας των αναιρεσιβλήτων διακόπηκε, λόγω του ότι μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας των αναιρεσιβλήτων παρεμβλήθηκαν απρόβλεπτες περιστάσεις και συγκεκριμένα, η πρωτοφανής οικονομική και τραπεζική κρίση, εξαιτίας της οποίας, όσον αφορά το ένδικο ομόλογο «Aspis Fi­nance Plc», ανακλήθηκε η άδεια της εγγυήτριας εταιρείας και τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση, καθόσον με βάση όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των αναιρεσιβλήτων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή του από τα ως άνω συμβάντα, τα οποία αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας, δεδομένου ότι, στην προκείμενη επένδυση, η αγορά του ένδικου ομολόγου αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, λόγω της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής και, συνεπώς, η ίδια η αγορά του ομολόγου άρα και η τοποθέτηση του χρηματικού ποσού, που δεν απετράπησαν, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των αναιρεσειουσών, αφού, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι επενδυτές αναιρεσίβλητοι δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ' αυτή και θα απείχαν από την τοποθέτηση των χρημάτων τους. Έτσι, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τις συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις δεν θα είχε επενδυθεί το ως άνω ποσό και θα είχε αποφευχθεί η ζημία των αναιρεσιβλήτων. Συνακόλουθα, κατ' εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις των αναιρεσειουσών, ταυτοποιείται στο ύψος του χρηματικού ποσού που οι αναιρεσίβλητοι τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Εφόσον δηλαδή η ζημία των αναιρεσιβλήτων, κατά τις ανωτέρω αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, το αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε από τα προαναφερόμενα γεγονότα που επακολούθησαν. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός των αναιρεσειουσών περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1177/2018), δεδομένου ότι το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή εάν επήλθε ή όχι διακοπή αυτού είναι ζητήματα πραγματικά, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο γιατί είναι όντως πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (ΑΠ 354/2022,ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1305/2005). Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογή αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, και επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, με τις υποστηρίζουσες αυτό ειδικότερες παραδοχές: α) μεταξύ των αναιρεσειουσών και των αναιρεσιβλήτων καταρτίστηκε «σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - συμβουλών», β) το επίδικο ομόλογο που αγόρασαν οι αναιρεσίβλητοι, το οποίο κατά την έκδοσή του αξιολογήθηκε με την ένδειξη ΒΒ από τον οίκο Fitch, προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν μειωμένης εξασφάλισης, έχοντας δηλαδή λιγότερες πιθανότητες, να αποπληρωθεί είτε με μετρητά, είτε μέσω ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων της εκδότριας, αφού όλα τα υπόλοιπα χρέη της θα βρίσκονταν υψηλότερα στην ιεραρχία αποπληρωμής, η ως άνω δε αξιολόγηση, κατά την οποία αυτό ενείχε στοιχεία κερδοσκοπίας, υποδείκνυε αυξημένη ευπάθεια σε πιστωτικό κίνδυνο, ιδιαίτερα σε περίπτωση δυσμενών μεταβολών στην επιχείρηση ή στις οικονομικές συνθήκες με την πάροδο του χρόνου, κατατασσόμενο έτσι στην κατηγορία των ομολογιών υψηλού κινδύνου (junk bonds) και, με βάση το σχετικό ενημερωτικό σημείωμα της εκδότριας, απαγορευόταν οποιαδήποτε δημόσια προσφορά ή απόπειρα πώλησής του στην Ελλάδα, χωρίς εγκεκριμένο, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, ενημερωτικό δελτίο, δ) σε σχέση με την παρεχόμενη για το συγκεκριμένο ομολογιακό δάνειο της εκδότριας εγγύηση από την ASPIS BANK, αυτή αναφερόταν στη μειωμένης διασφάλισης εγγύηση, με την έννοια ότι οι κάτοχοι των ομολογιών εκδόσεως της ASPIS FINANCE θα ικανοποιούνταν, μόνον, εφόσον ικανοποιούνταν πλήρως οι προηγούμενοι τη τάξει πιστωτές της εγγυήτριας ASPIS BANK και, ως εκ τούτου, σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης, η τράπεζα θα ικανοποιούσε πρώτα όλους τους λοιπούς πιστωτές της και έπειτα, τους πιστωτές της ASPIS FINANCE, γ) οι αναιρεσίβλητοι, κατατασσόμενοι, με βάση το συμπληρωθέν από αυτούς επενδυτικό ερωτηματολόγιο, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, στην κατηγορία της «ισορροπημένης κατανομής επενδύσεων», ενδιαφέρονταν για επένδυση, με εγγυημένο κεφάλαιο και όχι για υψηλού ρίσκου επένδυση, δεν διέθεταν οιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία, που θα τους επέτρεπε να επιλέγουν οι ίδιοι τις μορφές τοποθετήσεως του κεφαλαίου τους, αφού ο πρώτος ήταν υπάλληλος του ΟΤΕ, η δεύτερη νοικοκυρά, ο τρίτος φοιτητής και ο τέταρτος μαθητής Λυκείου, βρίσκονταν δε εκτός του κύκλου των προσώπων, που θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν, να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν εκτεταμένο σύνολο προφορικών ειδικών πληροφοριών για τη μορφή, το περιεχόμενο και, κυρίως, τις διακρίσεις, με γνώμονα τους κινδύνους των προτεινόμενων επενδυτικών επιλογών και, ως εκ τούτου, αδυνατούσαν να αντιληφθούν την ιδιότητα του συγκεκριμένου ομολόγου, όπως, επίσης, και τη βαθμίδα επενδυτικού κινδύνου αυτού, με αποτέλεσμα να είναι άκρως απαραίτητες οι συμβουλές των προστηθέντων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών, που διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις, σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις αντίστοιχες συναλλαγές, για τη διαμόρφωση της επενδυτικής συμπεριφοράς των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι βασίζονταν στην παροχή υπεύθυνης πληροφόρησης εκ μέρους των αναιρεσειουσών, δ) ενόψει αυτού, οι μεταξύ των διαδίκων συναλλακτικές σχέσεις, δεν είχαν τη μορφή απλής εκτέλεσης εκ μέρους της τράπεζας σχετικών επενδυτικών επιλογών των αναιρεσιβλήτων, στις οποίες είχαν καταλήξει οι ίδιοι, αφού, προηγουμένως, είχαν απλώς ενημερωθεί σχετικώς από τις ως άνω αντισυμβαλλόμενες τους, αλλά, αντιθέτως, οι αναιρεσείουσες, μέσω των εξειδικευμένων υπαλλήλων που απασχολούσαν, ήταν σε θέση να διαμορφώσουν την απόφαση των αναιρεσιβλήτων, δίχως να παρέχουν στους τελευταίους, κατά τρόπο κατανοητό για τους ίδιους, όσες πληροφορίες θα ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσουν αν θα αποδεχθούν ή θα απορρίψουν την προτεινόμενη από αυτούς επένδυση του κεφαλαίου τους, ε) παρ’ όλα αυτά, οι προστηθέντες υπάλληλοι των αναιρεσειουσών υπέδειξαν στους αναιρεσιβλήτους να προβούν στην ένδικη επένδυση, παραλείποντας, αν και είχαν υποχρέωση, να τους ενημερώσουν σχετικά με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά της επένδυσης, με συνέπεια οι αναιρεσίβλητοι να μην έχουν κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους για την απώλεια του κεφαλαίου τους, οι οποίοι, όπως αποδείχθηκε, συνδεόταν βάσιμα με τέτοιας μορ­φής επενδυτική επιλογή από την πλευρά τους, στ) ειδικότερα, οι ως άνω υπάλληλοι, κατά την εκτέλεση της ανατεθειμένης σε αυτούς από τις εναγόμενες υπηρεσίας της παροχής τραπεζικών/επενδυτικών υπηρεσιών, ακολουθώντας τις οδηγίες και εντολές του εκάστοτε προϊσταμένου - διευθυντή τους, ενήργησαν χωρίς την επιμέλεια, που απαιτείται σε τέτοιου είδους συναλλαγές, εκ μέρους του μέσου συνετού υπαλλήλου τραπεζικού ιδρύματος, επιφορτισμένου, μεταξύ άλλων, και με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι, καίτοι τους είχε επισημανθεί από τους αναιρεσιβλήτους, ότι επεδίωκαν την ελάχιστη δυνατή ανάληψη κινδύνου, πρότειναν σ' αυτούς την αγορά του συγκεκριμένου ομολόγου, το οποίο ήταν μειωμένης εξασφάλισης, δεν απευθυνόταν σε Έλληνες επενδυτές και δεν επιτρεπόταν να αποτελέσει αντικείμενο προσέλκυσης σε αγορά από το ελληνικό επενδυτικό κοινό σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα της εκδότριας, αποτελούσε δηλαδή επενδυτικό προϊόν εντελώς ασύμβατο προς τους επενδυτικούς στόχους των αναιρεσιβλήτων και το συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, γεγονότα που όφειλαν και μπορούσαν να γνωρίζουν οι ανωτέρω υπάλληλοι, ζ) επί πλέον παρέλειψαν να παραδώσουν στους αναιρεσιβλήτους το ενημερωτικό σημείωμα εκδότη, προκειμένου αυτοί να ενημερωθούν πλήρως και εμπεριστατωμένα για το επενδυτικό αυτό προϊόν, επεξηγούμενο απαραιτήτως από αυτούς, η) με τη συμπεριφορά τους αυτή οι υπάλληλοι των αναιρεσειουσών αθέτησαν το καθήκον διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των αναιρεσιβλήτων - πελατών, αναφορικά με την ασφάλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου τους, εκπληρώνοντας πλημμελώς τις υποχρεώσεις τους από την επίδικη σύμβαση και παραβιάζοντας, επίσης, και τον τότε ισχύοντα Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, αφού δεν επέστησαν, εγγράφως, την προσοχή των αναιρεσιβλήτων επενδυτών στους κινδύνους της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής τους, παρέχοντας σ' αυτούς με απολύτως σαφή τρόπο, την κατάλληλη ενημέρωση, ιδίως, εφόσον επρόκειτο για περίπτωση σύνθετου προϊόντος, ενώ, εξάλλου, η παραπάνω συμπεριφορά των αναιρεσειουσών συνιστά και παράβαση του ν. 2251/ 1994, καθόσον παρέβησαν την υποχρέωση παροχής της αναγκαίας και κατάλληλης πληροφόρησης, ώστε οι αναιρεσίβλητοι, μη υπερβαίνοντες το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, να λάβουν τεκμηριωμένα την απόφασή τους για την πραγματοποίηση ή όχι της ένδικης συναλλαγής, θ) αν οι αναιρεσείουσες, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, είχαν δώσει εγγράφως στους αναιρεσιβλήτους το ανωτέρω ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας του ομολόγου, μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα και είχαν επιχειρήσει, προφορικώς, να τους αναπτύξουν τις δυσνόητες για το μέσο άνθρωπο έννοιες αυτού και να τους εξηγήσουν το περιεχόμενο της περιγραφόμενης σ' αυτό συναλλακτικής σχέσης, οι αναιρεσίβλητοι θα είχαν αρνηθεί να επιχειρήσουν την προτεινόμενη σε αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, ιδιαίτερα δε, σε περίπτωση που είχαν πληροφορηθεί ότι η διάθεση του εν λόγω ομολόγου απαγορευόταν στην Ελλάδα και ότι οι αναιρεσείουσες δεν αναλάμβαναν οποιαδήποτε ευθύνη, έναντι των ιδίων, σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο, και η) λόγω εκμηδένισης της αξίας του ενδίκου ομολόγου, οι αναιρεσίβλητοι υπέστησαν ζημία ύψους 134.919 ευρώ, ήτοι το ποσό που κατέβαλαν για την αγορά του ομολόγου ύψους 135.000 ευρώ μειωμένο κατά το ποσό των 81 ευρώ, που αποφασίστηκε, στη συνέλευση των πιστωτών της πρώτης αναιρεσείουσας, να διανεμηθεί στους κατόχους των επιδίκων ομολογιών, με συνέπεια η ζημία τους να είναι ουσιαστικά ίση με το χρηματικό ποσό που αυτοί διέθεσαν για την αγορά του. Συνεπώς, οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έκτος από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (κατά το οικείο έκαστος μέρος και κατά τη νοηματική τους εκτίμηση) λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, συνιστάμενες αφενός μεν στην παραβίαση των πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, και ειδικότερα σε εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, καθόσον υπήρξε συμβατική ρύθμιση της σχετικής υποχρέωσης αυτών προς ενημέρωση των αναιρεσιβλήτων, η οποία και τηρήθηκε, και σε εσφαλμένη υπαγωγή των ανελέγκτως γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού και, συνακόλουθα, σε αυτή του άρθρου 914 ΑΚ, καθώς, επίσης, και σε έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ελλιπούς ενημέρωσης των αναιρεσίβλητων ως προς τα χαρακτηριστικά του ομολόγου και της επελθούσας σε αυτούς ζημίας, αφετέρου δε στην εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων τούτων λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών επί των αναφερόμενων σ' αυτό ζητημάτων, είναι αβάσιμοι, ενώ η επίκληση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 713, 714 και 192 ΑΚ, είναι αλυσιτελής, αφού το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως ότι, μεταξύ των διαδίκων, καταρτίστηκε και προφορική σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Εξάλλου, με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλονται επίσης πλημμέλειες από τον αριθ. 19 (κατ’ εκτίμηση) του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, πέραν του ότι δεν περιλαμβανόταν σχετικός ισχυρισμός στην ιστορική βάση της αγωγής, δέχθηκε, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, σιωπηρή κατάρτιση μεταξύ των διαδίκων σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή έχει πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ανωτέρω κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την κατάρτιση σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών μεταξύ των διαδίκων, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων, όπως τούτο προκύπτει από την επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής.

5. (…) Στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο λόγο αναίρεσης (κατά το οικείο μέρος) προβάλλονται πλημμέλειες από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών περί απαλλακτικών ρητρών, όσον αφορά την υποχρέωση ενημέρωσης των αναιρεσίβλητων και την ευθύνη τους για την επελθούσα ζημία αυτών. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι προεχόντως απαράδεκτος, καθόσον ο ανωτέρω ισχυρισμός συνιστά άρνηση της στηριζόμενης στις διατάξεις περί αδικοπραξιών αγωγικής αξίωσης των εναγόντων και, συνεπώς, δεν αποτελεί «πράγμα» και δεν ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης. Επίσης με τους τρίτο, τέταρτο και έκτο λόγους αναίρεσης (κατά το οικείο έκαστος μέρος), με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 8 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα ότι δέχθηκε προς θεμελίωση της ευθύνης των αναιρεσειουσών ότι το ένδικο ομόλογο ήταν σύνθετο επενδυτικό προϊόν λόγω της ρήτρας μειωμένης εξασφάλισης υψηλού κινδύνου, η διάθεση του οποίου απαγορεύονταν στην Ελλάδα, ότι αυτό ήταν ασύμβατο με το επενδυτικό προφίλ των αναιρεσιβλήτων και ότι οι τελευταίοι θα είχαν αρνηθεί να επιχειρήσουν την ένδικη επένδυση αν τους είχαν ενημερώσει σχετικά οι προστηθέντες των αναιρεσειουσών και γνώριζαν τα ανωτέρω, παρότι οι αναιρεσίβλητοι στην αγωγή τους δεν ανέφεραν ο,τιδήποτε σχετικό. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί οι αναφερόμενες αιτιάσεις δεν αφορούν σε «πράγματα» κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια αλλά σε συμπεράσματα από περιστατικά που έγιναν δεκτά ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, αναφορικά με την επίκληση από τους αναιρεσίβλητους, με την ένδικη αγωγή, αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αναιρεσειουσών, αφορούν δε τα εν λόγω περιστατικά περαιτέρω διευκρίνιση και πληρέστερο προσδιορισμό των λεπτομερειών και συνθηκών της ιστορικής βάσης της αγωγής, που θεμελιώνει την αξίωση των αναιρεσιβλήτων, έστω και αν τα εν λόγω περιστατικά δεν συμπίπτουν πλήρως προς τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς ενόψει του ότι, αφορούν στην υπό του δικαστηρίου αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων.

6. (…) Στην προκείμενη περίπτωση, με το να απορρίψει το Εφετείο την ένσταση των αναιρεσειουσών περί συντρέχοντος πταίσματος των αναιρεσιβλήτων, λόγω της μη έγκαιρης εκ μέρους τους ρευστοποίησης του ένδικου ομολόγου, παρά το γεγονός ότι από το έτος 2009 είχε αρχίσει η πτωτική του πορεία, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 300 και 330 ΑΚ ευθέως, καθόσον, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι αναιρεσίβλητοι, ακόμη και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου δεν γνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ως εκ της έλλειψης ειδικών γνώσεων και εξειδικευμένης εμπειρίας περί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, περιστατικό για το οποίο δεν τους ενημέρωσαν οι αναιρεσείουσες, ενώ δεν προέκυψε ότι ήταν εφικτή η πώληση του ένδικου ομολόγου στη δευτερογενή αγορά. Επομένως, ο περί του αντιθέτου έκτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 λόγος του αναιρετηρίου (κατά το οικείο μέρος αυτού και κατά την νοηματική του εκτίμηση) είναι αβάσιμος.

7. (…) Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως (κατά το οικείο έκαστος μέρος) αποδίδεται από τις αναιρεσείουσες στην προσ­βαλλομένη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, τα προσκομισθέντα με επίκληση έγγραφα σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με τα παραρτήματα αυτής με επενδυτικό ερωτηματολόγιο, από τις οποίες προέκυπτε αφενός ότι δεν συνήφθη σύμβαση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, αφετέρου ότι οι αναιρεσίβλητοι ήταν ισορροπημένοι και όχι συντηρητικοί επενδυτές και ότι οι αναιρεσείουσες παρείχαν σ'αυτούς σαφή, αναλυτική γραπτή ενημέρωση, περιλαμβάνουσα όλους τους κινδύνους των ομολόγων πριν την αγορά του ένδικου ομολόγου απ' αυτούς. Από το περιεχόμενο όμως της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι σ' αυτή γίνεται ρητή μνεία ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη του, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων, και την «υπ’ αριθ. Π552075 πρόσθετη Πράξη Σύμβασης Παροχής Υπηρεσιών - Λήψη και Διαβίβασης Εντολών με τα Παραρτήματά της, Γ - Επενδυτικό Ερωτηματολόγιο - προφίλ Ειδικές Εντολές, Δ - Επενδυτικοί Κίνδυνοι, που αναλαμβάνει ο επενδυτής, Ε - Παραδοχές Αποτίμηση/Στοιχεία Επενδυτή, που αποτελούσαν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, με την ως άνω βασική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών». Σε κάθε περίπτωση και υπό την εκδοχή της μη ειδικής αντίκρουσης του περιεχομένου αυτών, στην οποία οι αναιρεσείουσες στηρίζουν τον ισχυρισμό τους ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, δεν δημιουργείται αμφιβολία περί της λήψεως υπόψη και των εν λόγω εγγράφων, πλην όμως, το δικαστήριο κατέληξε σε αντίθετο με τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών αποδεικτικό πόρισμα, συνεκτιμώντας αυτά με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, που μνημονεύονται στην προσβαλλομένη απόφαση. Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

8. (…) Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως (κατά το οικείο μέρος) προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των ίδιων ως άνω εγγράφων, δεχόμενο ότι προκύπτει σύναψη, σιωπηρώς, σύμβασης παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στο Εφετείο, όχι διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθές περιεχόμενο των ανωτέρω εγγράφων, δηλαδή ότι δέχθηκε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται σ'αυτά, αλλά εσφαλμένη κρίση ως προς την ερμηνεία, εκτίμηση και αξιολόγηση του περιεχομένου τους και μη συναγωγή του ορθού, κατ` αυτούς, αποδεικτικού πορίσματος. Η αποδιδόμενη, όμως, εσφαλμένη εκτίμηση ως προς τα συναγόμενα, από την αξιολόγηση του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, πραγματικά περιστατικά, δεν ιδρύει τον εκ του αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, αφού πρόκειται για αιτίαση αναγομένη στην αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση πραγμάτων. Επομένως, ο εξεταζόμενος, από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος.

9. (…) Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο, κατ’ ορθή εκτίμησή του, από τον αριθ. 8 (και όχι τον αριθμό 9) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και, έτσι, άφησε αδίκαστη την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης αναιρεσείουσας, την οποία αυτή παραδεκτά προέβαλε, με τον ισχυρισμό ότι συμβλήθηκε στη σύμβαση με τους αναιρεσιβλήτους μόνο για την περίπτωση που αυτοί επιθυμούσαν την επένδυση με αμοιβαία κεφάλαια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με αποτέλεσμα ν’ απορρίψει την έφεση κατ’ ουσία και ως προς αυτή. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος, γιατί ο περιεχόμενος σ' αυτόν ισχυρισμός (ο οποίος δεν συνιστά αίτηση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 946/ 2012) δεν αποτελεί «πράγμα» κατά την έννοια του αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της ένδικης αγωγής (βλ. ΑΠ 893/2018, ΑΠ 1014/2015, ΑΠ 49/2011, ΑΠ 1162/2008). Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε σιωπηρά τον ισχυρισμό της δεύτερης αναιρεσείουσας για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησής της, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που ισχυρίστηκε η δεύτερη αναιρεσείουσα.

(….) Απορρίπτει …

Ν.Μ.