ΑΠ 65/2024, (επιμέλεια Κ. Γιαννούλης) με σχόλιο "Θέματα ζημίας επενδυτών" Ν. Μιχελής

73
2025
02

 

Άρειος Πάγος

(Α2΄ Τμήμα)

Αριθ. 65/2024*

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Ε. Νικόπουλος, Αρεοπαγίτης

Δικηγόροι: Ν. Τσιάντος, Γ. Τσάτσος

 

Ευθύνη τράπεζας λόγω αδικοπραξίας υπαλλήλου της σε βάρος πελάτου στα πλαίσια συμφωνίας που αφορούσε επενδυτικό πρόγραμμα. Κρίση ότι η πράξη της υπαλλήλου ήταν εντός των ορίων των καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί από την τράπεζα και ως εκ τούτου ευθύνεται για την ζημία που υπέστη ο πελάτης από υπεξαίρεση χρημάτων που της κατέβαλε για τον παραπάνω σκοπό. Εφαρμογή του άρθρ. 300 ΑΚ λόγω πταίσματος του πελάτου, ο οποίος δεν κατοχύρωσε με έγγραφο την σχετική συμφωνία (Άρθρα 297, 298, 914, 930 ΑΚ). 

 

(…) Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (γενεσιουργό λόγο ευθύνης), επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, και μπορεί η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 354/2022). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012). (…). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία, που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, αναφορικά με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, όπως συμβαίνει στην περίπτωση υπαλλήλου, απλού ή διευθυντικού, τράπεζας, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί, ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνα πράξη τελέστηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι μεταξύ της ζημιογόνας ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας του υπάρχει εσωτερική συνάφεια, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να τελεστεί χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για τη διάπραξή της. Δηλαδή, ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη του προστηθέντος, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον τελευταίο, λόγω ακριβώς της θέσης του, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) του παρείχε να χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό τα τεθέντα στη διάθεσή του μέσα και γενικότερα όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 ΑΚ. Αντίθετα, δεν ευθύνεται ο προστήσας, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του τελευταίου, άσχετους με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση, που υπάρχει μεν τoπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε τοπικά και χρονικά με την ευκαιρία της υπηρεσίας του, πλην όμως οφείλεται σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (AΠ 1532/2022). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 300, 334 και 922 ΑΚ προκύπτει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε κάποια υπηρεσία, που ευθύνεται για της ζημίες που προξενήθηκαν από τον προστηθέντα παρανόμως σε τρίτο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ' αυτόν υπηρεσίας, απαλλάσσεται της ευθύνης, όταν ο προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σ' αυτόν υπηρεσίας υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση αυτή, περιστατικά που πρέπει να προτείνει και ν’ αποδείξει για την απαλλαγή του ο εναγόμενος προστήσας, έναντι της αγωγής του ζημιωθέντος (ΑΠ 780/2019, ΑΠ 2259/2014, ΑΠ 530/2014). (…). 

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Η πρώτη εναγόμενη Κ.Μ.** ήταν υπάλληλος της δεύτερης εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας (αναιρεσείουσας), με σχετική σύμβαση εργασίας από το έτος 1989, ενώ από το έτος 2005 κατείχε την θέση της υποδιευθύντριας στο υποκατάστημα που διατηρούσε η τελευταία στην ... Θεσσαλονίκης και μετέπειτα στις 2.5.2007 τοποθετήθηκε στο υποκατάστημά της που κείται εντός του ... Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, όπου και προήχθη στη θέση της διευθύντριας αυτού. Στα καθήκοντα της πρώτης εναγομένης περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η διοίκηση και οργάνωση του ανωτέρω υποκαταστήματος, με την έννοια κυρίως ότι έπρεπε να φροντίζει για την συμμόρφωση της τράπεζας προς τους κανόνες και τις οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδος, των νομισματικών αρχών και της διοίκησης της τράπεζας, την εύρυθμη και σύμφωνη με τους κανόνες και διαδικασίες ασφαλείας λειτουργία του καταστήματος και ροή των εργασιών αυτού. Επίσης όφειλε να μεριμνά για την ανάπτυξη των εργασιών του καταστήματος στην αγορά όπου δραστηριοποιούνταν και την προώθηση των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρει η δεύτερη εναγόμενη στο κοινό. Ο ενάγων (αναιρεσίβλητος) ασκεί εμπορική δραστηριότητα διατηρώντας κατάστημα γουναρικών και δερμάτινων ειδών στην ... Θεσσαλονίκης, επί της οδού ... αριθμός 15. Για τις ανάγκες της εμπορίας του συνεργαζόταν με την δεύτερη εναγόμενη τράπεζα, ενώ μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης δημιουργήθηκε κλίμα αμοιβαίας επαγγελματικής εμπιστοσύνης. Μάλιστα ο ενάγων μίσθωσε την με αριθμό 26 θυρίδα του υποκαταστήματος του ... της δεύτερης εναγομένης, εντός της οποίας τοποθέτησε το χρηματικό ποσό των 200.000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων την 5.5.2011, έχοντας δανειστεί από τον υιό του Π.** το ποσό των 10.000 ευρώ, προσήλθε στο ως άνω υποκατάστημα της δεύτερης εναγομένης, συνοδευόμενος από τη φίλη του Α.Σ.**, από την οποία είχε δανειστεί το ποσό των 126.000 ευρώ, και, αφού ανέλαβε και το ποσό των 200.000 ευρώ που διατηρούσε κατά τα άνω στη θυρίδα του, παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη εντός φακέλου το συνολικό ποσό των 336.000 ευρώ, στο γραφείο της, όπου εργαζόταν, προκειμένου, κατόπιν υπόδειξής της, να το καταθέσει η ίδια σε λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης που θα άνοιγε στο όνομά του στο ως άνω υποκατάστημα της τράπεζας, με σκοπό το ποσό αυτό να χρησιμεύσει ως κάλυμμα για την εκ μέρους του ενάγοντος λήψη ισόποσου δανείου από την τράπεζα για την χρηματοδότηση επένδυσης με αντικείμενο την ίδρυση και τον εξοπλισμό πάρκου εγκατάστασης φωτοβολταϊκής μονάδας. Αυτό ήταν ένα προϊόν που εκείνη την περίοδο προωθούσε η δεύτερη εναγόμενη τράπεζα και διαφήμιζε η πρώτη εναγόμενη στα πλαίσια προώθησης προγραμμάτων επένδυσης της τράπεζας, υποσχόμενη χρηματοδότηση με προνομιακούς όρους και υψηλά κέρδη από την επένδυση. Η πρώτη εναγόμενη παρέλαβε η ίδια το ποσό αυτό με την ως άνω ιδιότητά της και με την σχετική εντολή καταθέσεώς του εντός των επόμενων ημερών στο λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης που θα άνοιγε στο όνομα του ενάγοντος για τον παραπάνω σκοπό, χωρίς ο τελευταίος να λάβει οποιοδήποτε παραστατικό έγγραφο, εξαιτίας της εμπιστοσύνης που είχε στο πρόσωπό της, λόγω και της διευθυντικής θέσης που αυτή κατείχε. Ωστόσο, η πρώτη εναγόμενη αντί να καταθέσει το ανωτέρω ποσό στον τραπεζικό λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης του εναγομένου, για τον οποίο είχε εξουσιοδοτηθεί από τον ίδιο να ανοίξει στο όνομά του, το παρακράτησε, χωρίς νόμιμο λόγο, ιδιοποιούμενη έτσι αυτό για δικό της όφελος, γεγονός το οποίο του ανακοίνωσε η ίδια σε συνάντησή τους την 6.5.2011 στον παραπάνω εργασιακό της χώρο. Μάλιστα, η τελευταία υποσχέθηκε στον ενάγοντα ότι θα του επιστρέψει το ως άνω ποσό, παραδίδοντάς του συγχρόνως πέντε συναλλαγματικές αποδοχής της, εκ των οποίων οι τέσσερις ποσού 14.000 ευρώ εκάστη και η μία ποσού 280.000 ευρώ, με ημερομηνίες λήξης την 12.6.2011, την 12.7.2011, την 12.8.2011, την 12.9.2011 αντίστοιχα, εκ των οποίων εξοφλήθηκε μόνον η πρώτη, ενώ για την δεύτερη από αυτές, λήξης την 12.7.2011, του κατέβαλε έναντι το ποσό των 2.000 ευρώ, εξακολουθώντας να του οφείλει το υπόλοιπο χρηματικό ποσό των (336.000 - 14.000 =) 320.000 ευρώ. 

(…)

Η δεύτερη εναγόμενη, τόσο πρωτοδίκως όσο και εν προκειμένω με την έφεσή της, αρνήθηκε την δική της ευθύνη έναντι του ενάγοντος, ισχυριζόμενη ότι δεν υφίσταται σχετικό παραστατικό έγγραφο της επίδικης συναλλαγής και λαμβανομένου υπόψη ότι και η ίδια η πρώτη εναγόμενη δεν ανέφερε τον ενάγοντα στο ιδιόχειρο σημείωμα που εγχείρισε στην εκπρόσωπό της την 3.6.2011, με το οποίο συνομολογούσε τις πράξεις υπεξαίρεσης που τέλεσε σε βάρος άλλων οκτώ πελατών της, η πράξη αυτή σε βάρος του ενάγοντος αφορούσε προσωπικές συναλλακτικές σχέσεις αυτού με την πρώτη εναγομένη, που βρίσκονταν εκτός της σχέσης πρόστησης που την συνδέει με το ανώτερο διευθυντικό στέλεχος του υποκαταστήματος της. Ωστόσο, η ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης εκδηλώθηκε κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σε αυτήν υπηρεσίας από την δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, επ' ευκαιρία και εξ αφορμής αυτής, αλλά κατά παράβαση των επισήμων εντολών και των οδηγιών που δόθηκαν σε αυτήν από την δεύτερη εναγόμενη, όμως μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας της προστηθείσας πρώτης εναγομένης και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σε αυτήν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, με την έννοια ότι η προαναφερθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά της δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, ενώ, επιπροσθέτως, η πρόστηση αυτή υπήρξε και το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Χωρίς την πρόστηση της πρώτης εναγομένης στη θέση της διευθύντριας του υποκαταστήματος, των μέσων και των ευκαιριών που της χορήγησε η δεύτερη εναγομένη και χρησιμοποίησε η πρώτη για άλλο σκοπό από εκείνον για τον οποίο της ανατέθηκαν, δεν θα γινόταν δυνατή η τέλεση της ένδικης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της προστηθείσας της. 

(…)

 Ο ενάγων δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι η πρώτη εναγόμενη ενεργούσε κατά κατάχρηση της ανατεθείσας υπηρεσίας της, δεδομένου ότι είχε την εύλογη πεποίθηση ότι υπήρχε έγκριση της δεύτερης εναγομένης για εξυπηρέτηση των πελατών της που είχαν μεγάλο κύκλο συναλλαγών με αυτόν τον τρόπο, ενισχυόμενη και από την εμπιστοσύνη με την οποία περιέβαλε για πολλά έτη η εν λόγω τράπεζα την πρώτη εναγόμενη, ως έντιμη και συνεπή στα υπηρεσιακά της καθήκοντα, διευθύντρια του υποκαταστήματός της. Επομένως, η δεύτερη εναγόμενη υπέχει ευθύνη ως προστήσασα την πρώτη εναγόμενη στην προαναφερθείσα διευθυντική θέση του υποκαταστήματος της, κατά κατάχρηση της οποίας, παραβιάζοντας τους κανόνες τραπεζικών συναλλαγών, υπεξαίρεσε, όπως προαναφέρθηκε, το ποσό των 320.000 ευρώ από τον ενάγοντα, συμπεριφορά που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόστησή της από την πρώτη εναγόμενη ... Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι στην πρόκληση της ως άνω ζημιάς του ενάγοντος συντέλεσε και πταίσμα του ίδιου του ενάγοντος, ο οποίος, παρόλο που ήταν έμπειρος γνώστης οικονομικών συναλλαγών, αφού ήταν έμπορος που δραστηριοποιούνταν για πολλά έτη στην αγορά, δεν φρόντισε να διασφαλίσει απολύτως τα συμφέροντά του, λαμβάνοντας κάποιο αποδεικτικό έγγραφο της παράδοσης στην πρώτη εναγόμενη του επίδικου υψηλού χρηματικού ποσού, ενώ δεν φρόντισε περαιτέρω να απευθυνθεί άμεσα στην γενική διεύθυνση της δεύτερης εναγομένης, καταγγέλλοντας την πράξη της πρώτης εναγομένης, πλην ανέμεινε να παρέλθει χρονικό διάστημα περίπου τεσσάρων μηνών από την συναλλαγή, όταν δηλαδή έληξε και η τελευταία συναλλαγματική που είχε παραδοθεί σε αυτόν από την πρώτη εναγόμενη, η συγκλίνουσα υπαιτιότητα του ενάγοντος ανέρχεται σε ποσοστό 60%, δεκτής εν μέρει γενομένης της προβληθείσας από την δεύτερη εναγομένη ένστασης του άρθρου 300 ΑΚ περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση της ζημιάς του και ουσιαστικά βάσιμη ...». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο κρίνοντας ομοίως είχε κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή του αναιρεσιβλήτου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ, καθόσον τα ανωτέρω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά καταφάσκουν την ύπαρξη σχέσης πρόστησης μεταξύ της αναιρεσείουσας τράπεζας και της προαναφερόμενης υπαλλήλου της, διευθύντριας του συγκεκριμένου υποκαταστήματος, που θεμελιώνει αντικειμενική ευθύνη της αναιρεσείουσας προς αποζημίωση του αναιρεσιβλήτου, αμέσως ζημιωθέντος από την παράνομη και υπαίτια πράξη της ανωτέρω υπαλλήλου της αναιρεσείουσας, συνισταμένη, ειδικότερα, στην κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σε αυτήν υπηρεσίας, αλλά επ' ευκαιρία και εξ αφορμής αυτής, υπεξαίρεση του ποσού των 320.000 ευρώ, χωρίς να συντρέχει η αρνητική προϋπόθεση της άρσης της ευθύνης της αναιρεσείουσας λόγω γνώσης ή δυνατότητας γνώσης του αναιρεσιβλήτου ότι η αδικοπρακτήσασα υπάλληλός της ενεργούσε κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σ’ αυτήν υπηρεσίας, υφίσταται δε υφίσταται εσωτερική συνάφεια μεταξύ της τελεσθείσας από την προστηθείσα υπάλληλο αδικοπραξίας και της ως άνω υπηρεσίας που της είχε ανατεθεί από την αναιρεσείουσα, με την έννοια ότι η προαναφερθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά της δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, η οποία έτσι απετέλεσε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, ενώ ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος δεν διακόπτεται από το συντρέχον πταίσμα του αναιρεσιβλήτου, αφού η συνυπαιτιότητα προϋποθέτει την ύπαρξη πταίσματος, οποι­ουδήποτε βαθμού, και του προστηθέντος. Ε­πομένως, ο πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το τρίτο σκέλος, ως προς την προβαλλόμενη αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία οι τραπεζικές συναλλαγές υπόκεινται σε αυξημένη τυπικότητα και αποδεικνύονται εγγράφως, είναι απαράδεκτος, αφού η αιτίαση αυτή δεν αφορά παραβίαση διδάγματος της κοινής πείρας κατά την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς αλλά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίφαση δε της επικαλούμενης αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι η πρώτη εναγόμενη ενεργούσε κατά κατάχρηση της ανατεθείσας υπηρεσίας της, η οποία κρίση όμως είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. (…). Β. Επί της από 23.2.2022 αιτήσεως αναιρέσεως του Χ.Τ.**. Από τα άρθρα 300 και 330 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στην περίπτωση ευθύνης από πρόστηση, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που έχει προκληθεί σε κάποιον ζημία, περιουσιακή ή μη, και έχει ανακύψει θέμα ευθύνης άλλου για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, αν εκείνος που ζημιώθηκε από αμέλεια παρέλειψε κάποια θετική πράξη, την οποία όφειλε από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστεως να επιχειρήσει και η οποία ήταν ικανή, κατ' αιτιώδη συνάφεια, να αποτρέψει τη ζημία, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, ή να μειώσει το ποσό της (ΑΠ 780/ 2019, ΑΠ 337/2010). Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής, είναι: α) Να υφίσταται συμβατική ή εξωσυμβατική υποχρέωση προς αποζημίωση. β) Συμπεριφορά του ζημιούμενου θετική ή αποθετική, που συνέβαλε στην πρόκληση ή την έκταση της ζημίας. γ) Πταίσμα του ζημιωθέντος από δόλο ή αμέλεια, η οποία συνίσταται στην παράλειψη της απαιτούμενης προς περιφρούρηση των ιδίων συμφερόντων επιμέλειας, με συμπεριφορά αντίθετη προς τον από τις περιστάσεις κοινωνικώς επιβαλλόμενο τρόπο και δ) Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς του ζημιωθέντος και του ζημιογόνου γεγονότος ή της ζημίας του (ΑΠ 487/2020, ΑΠ 1630/2010). Δηλαδή, για να εφαρμοσθεί η παραπάνω διάταξη, πρέπει, πλην άλλων, ο ζημιωθείς να συνέβαλε με την συμπεριφορά του στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας (ΑΠ 487/ 2020, ΑΠ 1673/2013, ΑΠ 766/2007, ΑΠ 945/ 2002). Προκειμένου περί αγωγής αποζημίωσης η οποία στηρίζεται σε αδικοπραξία του εναγομένου (άρθρα 914 επ. ΑΚ), ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ενάγοντος συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, που θεμελιώνει ένσταση από το άρθρο 300 ΑΚ καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής (ΑΠ 810/ 2017, ΑΠ 263/2013). Αμέλεια του ζημιωθέντος συντρέχει, κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν αυτός δεν κατέβαλε την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, ήτοι την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του επαγγελματικού και λοιπού κύκλου (από άποψη μόρφωσης, περιβάλλοντος, ηλικίας, τόπου διαμονής κλπ) της δραστηριότητάς του (ΑΠ 487/2020, ΑΠ 2144/2013, ΑΠ 2252/2013). Δεν αποτελούν κριτήριο οι ατομικές ιδιότητες των προσώπων, οι ειδικές γνώσεις ή οι εξαιρετικές ικανότητες αυτών. Έτσι, για να διαπιστωθεί αν ο ζημιωθείς επέδειξε την επιμέλεια που όφειλε, εξετάζεται πρώτα, αν ο, κατά τα άνω, τυπικός εκπρόσωπος του κύκλου του, μπορούσε με κατάλληλη ενέργεια ή παράλειψη να αποφύγει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη ζημία ή να την περιορίσει και ύστερα, αν εκείνος που ζημιώθηκε, όφειλε, ως έντιμος και επιμελής κοινωνικός άνθρωπος, να προβεί στη δυνατή αυτή ενέργεια ή παράλειψη, την οποία όφειλε, από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστης, να επιχειρήσει και η οποία ήταν ικανή, κατ' αιτιώδη συνάφεια, να την αποτρέψει (τη ζημία). Εάν όφειλε να ενεργήσει ή να παραλείψει, πλην όμως, συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον που επιβάλλεται από τις περιστάσεις, είτε γιατί δεν προέβλεψε αδικαιολόγητα την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ανεπίτρεπτα ότι θα το αποφύγει και έτσι παρέλειψε να πάρει τα κατάλληλα μέτρα που υπάρχουν και συνηθίζονται να παίρνονται, συνεπεία δε αυτής της συμπεριφοράς του δεν αποτρέπει τη ζημία του, το δικαστήριο μπορεί, όπως αναφέρθηκε, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, ή να μειώσει το ποσό της (ΑΠ 487/2020, ΑΠ 337/ 2010, ΑΠ 1084/2008, ΑΠ 708/2004), υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη ή παράλειψη του ζημιωθέντος πρέπει να συνδέεται όχι γενικώς, αλλά με όλα τα στοιχεία που αποτελούν το νόμιμο λόγο της ευθύνης του (ΑΠ 487/2020, ΑΠ 686/2013, ΑΠ 368/2011). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή ή όχι πταίσματος του ζημιωθέντος, η οποία είναι κρίση σχετική με νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο κατά τις ως άνω, εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, διατάξεις (ΑΠ 487/2020, ΑΠ 363/2012). (…). 

Στην προκείμενη περίπτωση, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως το περιεχόμενο αυτής αναλυτικώς εκτέθηκε κατά την έρευνα της από 3.6.2021 αίτησης αναίρεσης, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων είναι συνυπαίτιος στην πρόκληση της ζημίας του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 300 και 330 ΑΚ, και δεν παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών της συνυπαιτιότητας (με τη μορφή της αμέλειας) και της αιτώδους συνάφειας και την υπαγωγή στις νομικές αυτές έννοιες των ανελέγκτως δεκτών γενομένων ως αποδειχθέντων πραγματκών περιστατικών, δεδομένου ότι, ειδικότερα, τα εν λόγω περιστατικά πληρούν το πραγματικό των ανωτέρω νομικών εννοιών της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προκληθείσας ζημίας του, αφού η συμπεριφορά του αυτή ήταν ικανή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να συντελέσει στη βλάβη αυτή, στην οποία και πράγματι συνετέλεσε, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να δικαιολογείται η παραδοχή της προβληθείσας από την αναιρεσίβλητη ένστασης συνυπαιτιότητας. 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ

Δικηγόρος


 

ΣΧΟΛΙΟ

Θέματα ζημίας επενδυτών

 

  1.  Οι αποφάσεις ΑΠ 577/2022 (Α1), ΑΠ 892/2022 (Α2), ΑΠ 1083/2022 (Α2), ΑΠ 1289/2022 (Α1), ΑΠ 940/2023 (Α2) και ΑΠ 65/2024 (Α2) κρίνουν, ευθυγραμμιζόμενες σε γενικές γραμμές, επιμέρους θέματα ευθύνης τραπεζών από την υποχρέωση παροχής επενδυτικών συμβουλών σε επενδυτές – πελάτες τους. Η ΑΠ 65/2024 αποφαίνεται θετικά για την ευθύνη τράπεζας σε περίπτωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς προστηθείσας διευθύντριας υποκαταστήματος - υπαλλήλου της σε βάρος πελάτη (υπεξαίρεση), η οποία δεν αίρεται εάν υπάρχει συντρέχον πταίσμα του πελάτη.
  2. Στις γενικές γραμμές τους, αν και συνεκτιμάται ο βαθμός εμπειρίας και γνώσης του επενδυτή, η υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής, ανά πάσα στιγμή, εξειδικευμένων συμβουλών από την τράπεζα κυριαρχεί στα πλαίσια μίας σύμβασης ακόμη και προφορικώς ή σιωπηρώς καταρτησθείσας, και ως εκ τούτου η παράβασή της, δημιουργεί παραβίαση καθήκοντος επιμέλειας και την καθιστά υπόχρεη σε αποζημίωση. Μόνο στην ΑΠ 892/2022 (Α2) κρίνεται ότι ο εξωτερικός παράγοντας της διεθνούς οικονομικής κρίσης, που συμπαρέσυρε όλες τις ελληνικές τράπεζες με την αναγκαιότητα στήριξης της ελληνικής οικονομίας από ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης, καθιστά την τράπεζα μη υπαίτια για τη ζημία των επενδυτών από την απομείωση της αξίας των ομολόγων τους, μη συντρέχουσας, ούτε ενδοσυμβατικής, ούτε αδικοπρακτικής ευθύνης.
  3. Επίσης συμπίπτουν στο ότι ως προς την αποζημίωση, την οποία οφείλει όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια, περιλαμβάνεται η διαφορά μεταξύ περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος, μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης που θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε καμία όμως από τις εξεταζόμενες περιπτώσεις των παραπάνω αποφάσεων, τυχόν αποδόσεις των ομολόγων, κυρίως πριν το ζημιογόνο γεγονός, δεν συνυπολογίζονται ως ωφέλεια προς απομείωση της διεκδικούμενης ζημίας.

4. Κρίσιμο στοιχείο για την ορθή δικαστική εκτίμηση της ευθύνης από την εσφαλμένη παροχή συμβουλών, είναι η πλήρωση των προϋποθέσεων ύπαρξης σύμβασης. Η σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, η οποία μπορεί να καταρτιστεί είτε προφορικώς είτε σιωπηρώς, πρέπει σε κάθε περίπτωση να προσδιορίζεται ως προς τη σύναψή της κατά χρόνο και κατά περιεχόμενο. Τα πραγματικά περιστατικά για την ικανοποίηση της παραπάνω συνθήκης μπορούν να εξαντλούνται στην αναφορά της έναρξης συνεργασίας του πελάτη με το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και στην ανάλυση των ιδιοτήτων ενός προϊόντος από τους υπαλλήλους μίας τράπεζας (π.χ. ενός ομολόγου), είναι όμως απαραίτητο να περιγράφονται τόσο στο δικόγραφο της αγωγής όσο και στην απόφαση, γιατί αποτελούν το αποτέλεσμα εν τέλει του δικανικού συλλογισμού αυτού της σύναψης σιωπηρής σύμβασης, τον οποίο και εξειδικεύουν. Η σιωπηρή σύναψη σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών δεν είναι πραγματικό περιστατικό, αλλά νομική έννοια η οποία χρειάζεται εξειδίκευση. Ωστόσο ορθότερη και σύμφωνη με το  πνεύμα  των  σχολιαζομένων  αποφάσεων του Αρείου Πάγου κρίνεται η άποψη, ότι η εξειδίκευση της παραπάνω νομικής έννοιας, δεν φτάνει έως την εξαντλητική παράθεση του περιεχομένου της σιωπηρώς συναφθείσας σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, ώστε να ελέγχεται η πλημμέλεια των υπαλλήλων της λόγω παράβασής αυτού (του περιεχομένου της), αλλά υφίσταται γενικό καθήκον επιμέλειάς τους για σωστή, άρτια και ολοκληρωμένη παροχή επενδυτικών συμβουλών, η παράβαση του οποίου προκαλεί υποχρέωση αποζημίωσης. 

5. Με την παραπάνω θεώρηση συνέχεται και ο προβληματισμός για την αποκλειστική συνδρομή ενδοσυμβατικής ευθύνης, στην περίπτωση παραβίασης υποχρεώσεων από τη σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών ή συρροής αυτής με αδικοπρακτική ευθύνη των προστηθέντων οργάνων των χρηματοπιστωτικών φορέων, για την περίπτωση που η πράξη ή παράλειψη αυτών, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη (Ολ ΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22. 505).

Στο εξεταζόμενο θέμα, διαφαίνεται η υιοθέτηση από το ανώτατο δικαστήριο, ορθά, της τελευταίας άποψης, της συρροής δηλαδή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, καταφάσκουσας υπέρ της ύπαρξης μίας γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ενημέρωσης απορρέουσας από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη, το γενικό πλαίσιο κανόνων για εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές (ΚΔΕΠΕΥ) και την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην τράπεζα και στον πελάτη της. Η άποψη αυτή μπορεί να καταταγεί στις περιπτώσεις εκείνες που η θεώρηση της καλόπιστης εκπλήρωσης παροχής του άρθρ. 288 ΑΚ, μπορεί να εξέλθει από τα αυστηρά συμβατικά όρια και να καταλάβει περιπτώσεις, όπου η καλή πίστη εξετάζεται και ως ηθική επιταγή εκτός του ενοχικού δεσμού, όπου η παραβίασή της συνιστά αδίκημα.

6. Στην ΑΠ 65/2024 (Α2) κρίνεται η ύπαρξη ευθύνης τράπεζας για την αδικοπρακτική συμπεριφορά υπαλλήλου της (διευθύντριας υποκαταστήματος) έναντι πελάτη, από τον οποίο η υπάλληλος υπεξαίρεσε ποσό 336.000 ευρώ που της εμπιστεύτηκε για να επενδυθούν μέσω της τράπεζας, μαζί όμως με συνυπαιτιότητά του. Η συνυπαιτιότητα του πελάτη συνίσταται στο ότι δεν ζήτησε ένα αποδεικτικό έγγραφο για τα χρήματα που παρέδωσε στην διευθύντρια με την οποία υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης και παρέλειψε επί μακρόν να απευθυνθεί στη γενική διεύθυνση της τράπεζας για να διαμαρτυρηθεί. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, ωστόσο, δεν προκύπτει από τις δικαστικές κρίσεις η αναγκαία εφαρμογή των κριτηρίων (Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό, 1979, 326), α. της στάθμισης της βαρύτητας του πταίσματος του ζημιώσαντος και του ζημιωθέντος, β. της αντικειμενικής συμβολής των μερών στην παραγωγή και στην έκταση της ζημίας και γ. των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, η οποία (εφαρμογή των άνω κριτηρίων) εάν είχε λάβει χώρα με μεγάλη πιθανολόγηση δεν θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα της συνυπαιτιότητας του πελάτη της τράπεζας.       

 

ΝΑΣΟΣ ΜΙΧΕΛΗΣ

Δικηγόρος, 

LL.M. Μονάχου Γερμανίας



 

* Συναφείς με την παρούσα σχολιαζόμενη απόφαση οι ανωτέρω δημοσιευμένες αποφάσεις 577/2022, 892/ 2022, 1083/2022, 1289/2022, 940/2023.