ΑΠ 54/2023, με σημείωμα "Πτώχευση κεφαλαιουχικής εταιρείας vs εκκαθάριση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος: ο Πτωχευτικός Κώδικας σε ρόλο "γεφυροποιού", Δ.Π. Κυριακαράκος

73
2025
02

 

Άρειος Πάγος

(Α2΄ Τμήμα)

Αριθ. 54/2023

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Κ. Μπαμπαλίδης, Αρεοπαγίτης

Δικηγόροι: Α. Λαλούση, Θ. Ντέρη-Μανούρα

 

Ειδική εκκαθάριση ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών. Συνίσταται σε συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσης με σκοπό τη ρευστοποίηση της περιουσίας και τη διανομής της στους πιστωτές, χωρίς την κατάρτιση σχεδίου αναδιοργάνωσης. Με τη θέση σε ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος επέρχεται αναστολή των δικών συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των καταψηφστικών αλλά και των αναγνωριστικών αγωγών των πιστωτών σε εναντίον του για τον προσδιορισμό της οφειλής τους προς αυτό [Άρθρα. 21, 25 & 68 ν. 3601/2007 (νυν 145 ν. 4261/2014)].

 

(…) Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 68 του ν. 3601/2007 (ήδη 145 ν. 4261/2014). «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/ 2006 (Α' 94) και του άρθρου 63Ε: α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ' αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. ... δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δύναται να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο. Ο έλεγχος και η εποπτεία αποσκοπούν ενδεικτικά: α) Στην αποτελεσματική διαχείριση και ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης στο πλαίσιο της στρατηγικής που έχει καταρτισθεί από τον ειδικό εκκαθαριστή και έχει εγκριθεί από την Τράπεζα τη Ελλάδος, ... 2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμoγής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκεινται στο παρόν άρθρο, όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα ...». Εξάλλου, στην εκδοθείσα, δυνάμει της ως άνω ρητής εξουσιοδοτήσεως, απόφαση (Κανονισμό) της Τράπεζας της Ελλάδος, που λήφθηκε στην Συνεδρίαση 21/2/4.11. 2011 και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 2498/4.11. 2011, ορίζεται ότι: «Με την παρούσα ασκείται η κανονιστική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος εκ του άρθρ. 68 § 2 ν. 3601/2007. Δεν καταστρώνεται αυτοδύναμη ρύθμιση για την ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, που θα κάλυπτε τα οικεία ζητήματα χωρίς ανάγκη προσφυγής στον Πτωχευτικό Κώδικα. Αντίθετα, εισάγονται ειδικότεροι κανόνες εκεί όπου απαιτείται, ενώ κατά τα λοιπά ισχύει βεβαίως η συμπληρωματική εφαρμογή του Πτωχευτικού Κώδικα. Η ειδική εκκαθάριση γίνεται αντιληπτή, διαφορετικά από ό,τι η πτώχευση, αποκλειστικά ως διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Σχέδιο αναδιοργάνωσης με την έννοια των άρθρ. 107 επ. ΠτΚ δεν χωρεί, όπως δεν χωρεί άλλωστε ήδη κατά το άρθρ. 68 § 1 στοιχ. α΄ ν. 3601/2007 και η διαδικασία εξυγίανσης των άρθρ. 99 επ. ΠτΚ. ... Τα όργανα της ειδικής εκκαθάρισης καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρ. 68 § 1 στοιχ. γ-δ ν. 3601/2007 και σύμφωνα με την αντίληψη στο αρ. 68 § 1 για την ειδική εκκαθάριση ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, κινούμενη από την εποπτική αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγούσα οπωσδήποτε, και χωρίς δυνατότητα λήψης διαφορετικής απόφασης εντός της προβλεπομένης στην παρούσα πράξη διαδικασίας, στην ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος». Τέλος, κατά τη διάταξη 25 του Πτωχευτικού Κώδικος (ΠτΚ) «1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ' αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως η πρώτη αναιρεσίβλητη, δεν κηρύσσονται σε πτώχευση αλλά μπορεί να τεθούν σε κατάσταση ειδικής εκκαθάρισης η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται από την εποπτεύουσα αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Λόγω δε του διαφορετικού σκοπού ο οποίος επιδιώκεται με καθένα από τους παραπάνω θεσμούς της ειδικής εκκαθαρίσεως και της πτωχεύσεως συνισταμένου, επί μεν της πρώτης στην, με επίσπευση της εποπτεύουσας αρχής, ικανοποίηση, αποκλειστικώς δια της ρευστοποίησης της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος, των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά του τελευταίου υφισταμένων απαιτήσεών τους, επί δε της δεύτερης στην, με πρωτοβουλία των πιστωτών, ικανοποίηση, όχι μόνο με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του πτωχού αλλά και με άλλα μέσα (σχέδιο αναδιοργάνωσης, σχέδιο εξυγίανσης άρθρ. 107 και 99 ΠτΚ) ικανοποίηση αυτών, είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική εφαρμογή επί της ειδικής εκκαθαρίσεως του άρθρου 68 ν. 3601/07 μόνο των διατάξεων εκείνων του πτωχευτικού κώδικα οι οποίες δεν αντίκειται στον επιδιωκόμενο με αυτή (ειδική εκκαθάριση) σκοπό, όπως αυτός, διαγραφόμενος από το άρθρο 68 ν.3601/2007, εξειδικεύεται με τον, κατά τη σχετική εξουσιοδότηση της τελευταίας, εγκριθέντα κανονισμό της Τράπεζας της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 25 ΠτΚ, η οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη αναστολή, από την κήρυξη της πτωχεύσεως, όλων των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς εκπλήρωση ή ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεών τους (έναρξη, συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης, άσκηση, εκδίκαση ενδίκων μέσων κ.λπ.), απαγγελλομένης της απολύτου ακυρότητας των κατά παράβαση της παραπάνω αναστολής επιχειρηθεισών πράξεων. Κατ' ακολουθίαν αυτών θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης της τραπεζικής εταιρείας, η συζήτηση κάθε είδους ασκηθεισών, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη, η δε συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Σε περίπτωση που, παρά την απαγόρευση, ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους έννομα βοηθήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει να εκδώσει σχετική οριστική απόφαση και να κηρύξει απαράδεκτη την συνέχιση της ανοιγείσας με την κρινόμενη αγωγή διαδικασίας. Αντιστοίχως άκυρες κρίνονται και όλες οι διενεργούμενες, παρά τη θέση του ιδρύματος σε εκκαθάριση, διαδικαστικές πράξεις. Κατά την ορθότερη άποψη, το δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως, εφαρμόζοντας το άρθρο 25 ΠτΚ και κηρύσσοντας απαράδεκτη είτε την συνέχιση της διαδικασίας, είτε την συζήτηση των εισαγωγικών δικογράφων και ενδίκων μέσων (ΑΠ 1261/2022).

Συνεπώς, δεν υποχρεούται ο ειδικός εκκαθαριστής να συμπεριλάβει σχετικό ισχυρισμό περί του απαραδέκτου της διαδικασίας και της συνέχισης της δίκης. Εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως αυτής καθιστά αναιρετέα την απόφαση του δικαστηρίου με βάση τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1410/2022, ΑΠ 1101/2021, ΑΠ 348/2020, ΑΠ 822/2015). Εξάλλου, οι πιστωτές της εκκαθαρίσεως ταυτίζονται με τους πιστωτές της πτωχεύσεως, όπως αυτοί ορίζονται στην επίσης εφαρμοζόμενη επί της εκκαθαρίσεως πιστωτικού ιδρύματος διάταξη του άρθρου 21 ΠτΚ, και επομένως ως τέτοιοι (πιστωτές της εκκαθαρίσεως) θεωρούνται εκείνοι που διατηρούν κατά το χρόνο θέσεως του ιδρύματος στη διαδικασία της εκκαθαρίσεως, υπαρκτή, γεννημένη, δικαστικά επιδιώξιμη, ληξιπρόθεσμη ή μη απαίτηση σε βάρος του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος. Από τη σαφή (γραμματική) διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι στις ρυθμίσεις αυτών εμπίπτουν μόνο οι πιστωτές (της εκκαθαρίσεως, εν προκειμένω), όχι, όμως, και οι οφειλέτες αυτής, οι οποίοι και σε περίπτωση, που επιδιώκουν με αγωγή την αναγνώριση ανυπαρξίας ή μειωμένης οφειλής τους προς το υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα, δεν καθίστανται, εξ αυτού του γεγονότος, πιστωτές, από οφειλέτες του, αφού δεν μεταβάλλεται, εξ αιτίας αυτού, η έννομη, συμβατική, σχέση, που τους συνδέει με το υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα, ήτοι της δανειακής σύμβασης, με την οποίαν αυτοί έχουν συμβληθεί ως δανειολήπτες - οφειλέτες του (ΑΠ 1101/2021, ΑΠ 348/2020, ΑΠ 22/2020). 

(…) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, οι αναιρεσείοντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων την από 5.4.2011 αγωγή τους κατά της πρώτης των αναιρεσιβλήτων ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Α.Τ.Ε.** ΑΕ», η οποία δεν είχε τεθεί τότε σε ειδική εκκαθάριση, με την οποία εξέθεταν ότι είναι αγρότες και ότι για την εξυπηρέτηση των αγροτικών δραστηριοτήτων τους κατήρτισαν από το έτος 1977 και εφεξής με την εναγόμενη Α.Τ.** τις αναφερόμενες συμβάσεις μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων δανείων, βάσει των οποίων τους χορηγήθηκαν συνολικά τα ποσά των 34.808,43 και 120.398,31 ευρώ. Ότι την αποπληρωμή των ανωτέρω δανείων ρύθμισαν με τις αναφερόμενες συμβάσεις ρύθμισης οφειλών που κατήρτισαν με την εναγόμενη κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1982 έως το έτος 1999, δυνάμει των οποίων κατέβαλαν σ’ αυτήν το συνολικό ποσό των 463.088,05 ευρώ. Ότι η εναγόμενη κατόπιν αιτήσεώς τους για τον επαναπροσδιορισμό της οφειλής τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, τους γνωστοποίησε με την από 30.12.2004 επιστολή της ότι το υπόλοιπο της οφειλής τους ήταν χρεωστικό, ανερχόμενο στο ποσό των 364. 913,09 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα τούτο ήταν πιστωτικό κατά 152.674,57 ευρώ και η οφειλή τους έχει εξοφληθεί. Ότι ακόμη η εναγομένη, με απειλή λήψεως μέτρων εκτέλεσης, τους υποχρέωσε να της καταβάλουν αχρεωστήτως το ποσό των 15.866,81 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν: 1) Να αναγνωριστεί ότι η οφειλή τους προς την εναγομένη, λόγω της Α.**ς ιδιότητας τους από τις στο ιστορικό της αγωγής αναφερόμενες συμβάσεις δανείων, υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 39 § 5 του ν. 3259/ 2004. 2) Να αναγνωριστεί ότι οι λογαριασμοί των συναφθεισών μεταξύ αυτών και της εναγόμενης τράπεζας συμβάσεων με τους αναφερόμενους στην αγωγή αριθμούς είναι απλοί δοσοληπτικοί και όχι αλληλόχρεοι και ότι πλέον των άνω συμβάσεων δεν υπάρχει καμία άλλη μεταξύ αυτών και της τράπεζας. 3) Να αναγνωριστεί ότι οι χορηγήσεις της εναγόμενης προς αυτούς από τις μεταξύ τους συμβάσεις ανέρχονται στο ποσό των 52.886.697 δρχ ή 155.206,74 ευρώ, οι καταβολές τους ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 136.255.470 δρχ ή 463.088,05 ευρώ (όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις τους), τα οποία κατέβαλαν μέχρι την 4.8.2004, και μετά την υπαγωγή στον τρόπο υπολογισμού που καθορίζει η διάταξη της § 5 του άρθρου 39 του ν. 3259/2004 η απαίτηση της αντιδίκου τράπεζας εναντίον τους έχει εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς, με αποτέλεσμα να μη υφίσταται καμία οφειλή τους προς την αντίδικό τους και ότι παράλληλα διαμορφώνεται υπέρ αυτών (των εναγόντων) πιστωτικό υπόλοιπο ποσού 152.674,57 ευρώ (όπως παραδεκτά διορθώθηκε) αντί του ποσού των 364.913,09 ευρώ που ισχυρίζεται η εναγομένη ότι οφείλουν. 4) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει το ποσό των 15.866,81 ευρώ, το οποίο, με απειλή λήψης μέτρων εκτέλεσης από την εναγόμενη υποχρεώθηκαν και κατέβαλαν όπως αναλυτικά αναφέρουν, όλως αχρεωστήτως, και μάλιστα εντόκως, από την επομένη των άνω ημερομηνιών, για το κάθε ξεχωριστό ποσό, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον η τράπεζα κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιώτερη εις βάρος τους κατά το ποσό αυτό. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. …/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω του ότι η εναγόμενη τέθηκε από την 27.7.2012 σε ειδική εκκαθάριση και η επίδικη οφειλή περιλαμβάνεται στα μη μεταβιβαζόμενα σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα περιουσιακά στοιχεία της, με συνέπεια την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν οι ενάγοντες την από 31.1.2014 έφεση, παραπονούμενοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στρέφοντας αυτήν τόσο κατά της εναγόμενης Α.**ς Τράπεζας, όσο και κατά της Τράπεζας Π.**, ισχυριζόμενοι ότι η τελευταία νομιμοποιείται πλέον παθητικά, ιδίως όσον αφορά το καταψηφιστικό αίτημά τους για την επιστροφή των αδικαιολογήτως καταβληθέντων μετά την 4.8.2004 ποσών. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η ήδη πληττόμενη με αριθ. …/2018 οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση και δη κατά μεν της Τράπεζας Π.** ως απαράδεκτη, όπως προαναφέρθηκε, κατά δε της Α.**ς Τράπεζας ως ουσία αβάσιμη, με τις εξής σκέψεις: «Με το παράρτημα στην απόφαση της Τ.Ε.** 27.7.2012, (αποφ. ΦΕΚ Β 2209/27.7.2012): Εντολή μεταβίβ. Μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Α.Τ.Ε.** Α.Ε.» στην «Τ.Π.** Α.Ε.» ορίστηκαν τα εξής: 1. Στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «Τ.Π.** Α.Ε.» (εφεξής: «η Π.**») μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Α.Τ.Ε.** Α.Ε.» (εφεξής: «η Α.**») με τρίτους, στις οποίες υποκαθίσταται πλέον πλήρως η «Π.**», καθώς και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της «Α.**» (δικαιώματα, αξιώσεις, υποχρεώσεις και βάρη κάθε είδους), εκτός από τις συμβατικές σχέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που περιγράφονται στη συνέχεια στον αριθμό 2 υπό στοιχεία α» έως και ιστ), που αναφέρονται εφεξής συνολικά ως «μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία». Στα περιουσιακά στοιχεία (συμβατικές σχέσεις, ενεργητικό και παθητικό) που θα μεταβιβασθούν στην «Π.» συγκαταλέγονται, εκτός αν περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, ιδίως τα ακόλουθα: α) Τα ταμειακά διαθέσιμα της «Α.**», β) γ) δ) ε) στ) Οι έννομες σχέσεις της «Α.**» έναντι πελατών της που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων της «Α.**» κατά πελατών της από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της «Α.**» με τρίτους. Από τη μεταβίβαση εξαιρούνται έννομες σχέσεις οι οποίες πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με πελάτες της «Α.**» που περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, ζ) η) θ) ι) ία) ιβ) ιγ) ιδ) ιε) ιστ) ιζ) ιη) ιθ) κ) κα). Οι αξιώσεις της «Α.**» για αποζημίωση, ανεξαρτήτως αιτίας και θεμελίωσης (ενδοσυμβατική ή άλλη), συμπεριλαμβανομένων και αξιώσεων της ... Από τη μεταβίβαση εξαιρούνται αξιώσεις που συνδέονται με μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, κβ) ... 2. Δεν μεταβιβάζονται στην «Π.**» τα περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό, παθητικό και έννομες σχέσεις από συμβάσεις) που περιγράφονται αμέσως παρακάτω υπό τα στοιχεία α` έως και ιστ` (μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία). Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία διατηρούνται υπό τη δικαιοκτησία (ενεργητικό) της «Α.**» ή συνεχίζουν να βαρύνουν (παθητικό) την «Α.**». Εφόσον στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία περιλαμβάνονται συμβατικές σχέσεις, σ' αυτές συμβαλλόμενη παραμένει η «Α.**». Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία είναι τα ακόλουθα: α) Οι έννομες σχέσεις της «Α.**» με τρίτους που πηγάζουν ή σχετίζονται με συμβάσεις εργασίας .... β) γ) δ) ε) στ) ζ) Όλες οι αξιώσεις και υποχρεώσεις της «Α.**» έναντι τρίτων, περιλαμβανομένων και των υπαλλήλων της «Α.**», για καταβολή αποζημίωσης από οποιαδήποτε (συμβατική ή εξωσυμβατική) αιτία, για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και για απόδοση αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον συνδέονται με τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, η) θ) ι) ια) ιβ) ιγ) ιδ) Οι έννομες σχέσεις της «Α.**» έναντι πελατών της από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις της «Α.**», συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων της από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της «Α.**» με τρίτους, οι οποίες αφορούν: ί) οφειλές που αφορούν την αγορά ή την επισκευή ακινήτου που .... ιι) οφειλές για τις οποίες οι πιστούχοι έχουν προβεί σε ρύθμιση των οφειλών τους, είτε δικαστικά, είτε εξωδικαστικά, iii) οφειλές οι οποίες πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις: - θεμελιώνονται σε δανειακή ή άλλου είδους πιστοδοτική σύμβαση, η οποία αποσκοπεί στη χρηματοδότηση της δραστηριότητας του πιστούχου στους κλάδους της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της αλιείας, των δασών ή του λοιπού αγροτικού τομέα, - ο πιστούχος δεν έχει υποχρέωση τήρησης βιβλίων κατηγορίας Γ- ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των τριακοσίων εξήντα πέντε (360) ημερών όσον αφορά την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, ίν) οφειλές που δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω κατηγορίες, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των ενενήντα (90) ημερών όσον αφορά την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, ιε) ιστ) .... Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία περιλαμβάνονται συνολικά οι έννομες σχέσεις της «Α.**» έναντι πελατών της από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις της «Α.**», που αφορούν οφειλές που θεμελιώνονται σε δανειακή ή άλλου είδους πιστοδοτική σύμβαση η οποία αποσκοπεί στη χρηματοδότηση της δραστηριότητας του πιστούχου στους κλάδους της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της αλιείας, των δασών ή του λοιπού αγροτικού τομέα, με τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρει η διάταξη. Προκύπτει ακόμη ότι οι οφειλές αυτές είναι οφειλές με οφειλέτες - πιστούχους γεωργούς, κτηνοτρόφους και ότι οι αξιώσεις που απορρέουν από τις ως άνω συμβάσεις είτε της Α.**ς είτε των πιστούχων γεωργών - κτηνοτρόφων κλπ. δεν μεταβιβάζονται στην Τ.Π.**. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στο άτοπο οι οφειλές των ως άνω πιστούχων να παραμένουν στην Α.** ενώ, αν προέκυπτε οφειλή της τελευταίας προς τους πιστούχους να μεταβιβάζεται στην Τ.Π.**. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους, οι ενάγοντες ήδη εκκαλούντες, ισχυρίζονται ότι και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι παθητικά νομιμοποιείται η τελούσα σε ειδική εκκαθάριση Α.Τ.Ε.**, η προσβαλλόμενη έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή κανόνα δικαίου, δεχόμενη ότι η δίκη αναστέλλεται, διότι η υπό κρίση αγωγή δεν εμπίπτει στις απαριθμούμενες στο άρθρο 25 του Πτωχευτικού Κώδικα περιπτώσεις αναστολής δίκης, διότι οι δίκες που αναστέλλονται σε περίπτωση θέσης πιστωτικού ιδρύματος σε ειδική εκκαθάριση δεν είναι όλες ανεξαιρέτως οι δίκες κατά του σε ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, από οποιονδήποτε ενάγοντα υπό οποιαδήποτε ιδιότητα του τελευταίου και με οποιοδήποτε αντικείμενο, αλλά αποκλειστικά και μόνο οι δίκες που αποτελούν καταδιωκτικά μέτρα κατά του πιστωτικού ιδρύματος σε περιπτώσεις που αυτό εμφανίζεται ως οφειλέτης και σε υποθέσεις των οποίων το αντικείμενο αποσκοπεί στην ικανοποίηση του ενάγοντος υπό την ιδιότητα του ως δανειστή του εναγόμενου - ως οφειλέτη υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, ενώ στην προκείμενη δίκη, το σε ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα, δεν ενάγεται ως οφειλέτης, ώστε να χωρεί αναστολή της δίκης κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η παρούσα δίκη αποτελεί απαγορευμένο από το νόμο καταδιωκτικό μέτρο κατά της τελούσας σε ειδική εκκαθάριση Α.Τ.Ε.**. Αντίθετα, η υπό κρίση αγωγή, αμφισβητεί την ιδιότητα της εναγομένης ως δανείστριάς τους ζητώντας να αναγνωριστεί ότι δεν είναι οφειλέτες.

Εν προκειμένω, οι ενάγοντες, άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, την από 5.4.2011, με αριθμό κατάθεσης …/7.4. 2011 αγωγή τους, στρεφομένην κατά της πρώτης εφεσίβλητης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Α.Τ.Ε.** ΑΤΕ» η οποία τότε δεν είχε τεθεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2012, δηλ. μετά την θέση της εναγομένης (27.7. 2012) σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραστάθηκε η εναγομένη, η οποία δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Θ.Ν.**, προέβαλε την ένσταση απαραδέκτου της συζητήσεως της αγωγής, με δήλωσή της, που περιελήφθη στα πρακτικά, και έγινε και με την προσθήκη στις προτάσεις της κατά την ημέρα της συζητήσεως (19.11.2012), ισχυρισθείσα, ότι η εναγομένη έχει τεθεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και ότι η όποια απαίτηση των εναγόντων θα πρέπει να αναγγελθεί στον ειδικό εκκαθαριστή. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα η αξίωση των εναγόντων στηρίζεται σε δανειακή σύμβαση προς γεωργούς, οι από την οποία αξιώσεις δεν μεταβιβάζονται στην Τράπεζα Π.**, αλλά παραμένουν στην υπό ειδική εκκαθάριση τελούσα Α.** Τράπεζα ως προς την οποία η συζήτηση κάθε είδους ασκηθεισών, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Η εκκαλουμένη που έκρινε όμοια, ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο δεύτερος λόγος της έφεσης που υποστηρίζει τ' αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ...». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν οι ενάγοντες την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με τον πρώτο λόγο της οποίας, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ισχυρίζονται ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε το νόμο και δη το άρθρο 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, δεχόμενο ότι δεν επιτρέπεται η συζήτηση της αγωγής τους, ενώ, αν ορθά εφάρμοζε το νόμο, έπρεπε να δεχθεί ότι η ένδικη αγωγή τους, από το καταψηφιστικό αίτημα της οποίας παραιτήθηκαν με τα προτάσεις τους ενώπιον του Εφετείου, δεν υπάγεται στις περιπτώσεις αναστολής των καταδιωκτικών μέτρων του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, καθώς η αγωγή τους δεν αποτελεί, μετά την παραίτησή τους από το καταψηφιστικό αίτημά τους και από το αίτημα αναγνώρισης πιστωτικού υπολοίπου, καταδιωκτικό μέτρο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον οι ενάγοντες με την ένδικη αγωγή τους δεν ζητούσαν μόνο να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία της οφειλής τους προς την εναγόμενη Α.** Τράπεζα, οπότε και δεν θα ετίθετο πράγματι ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, αλλά ταυτόχρονα ζητούσαν αφενός μεν να αναγνωρισθεί ότι διαμορφώνεται υπέρ αυτών πιστωτικό υπόλοιπο ποσού 152.674,57 ευρώ, αφετέρου δε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει το ποσό των 15.866,81 ευρώ, το οποίο κατέβαλαν αχρεωστήτως, αιτήματα που συνδέονται με την ιδιότητά τους ως πιστωτών του εναγόμενου πιστωτικού ιδρύματος και όχι οφειλετών, με συνέπεια να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, που δεν επιτρέπει την συζήτηση της ασκηθείσας αγωγής τους, η συνέχιση της οποίας αναστέλλεται αυτοδικαίως. Και ναι μεν οι ενάγοντες με τις από 9.3.2007 προτάσεις τους ενώπιον του Εφετείου παραιτήθηκαν από μέρος του αιτητικού της αγωγής τους και δη 1) ως προς το αίτημά τους περί αναγνώρισης υπέρ αυτών πιστωτικού υπολοίπου 152.674,57 ευρώ (δεύτερο σκέλος του υπ’ αριθ. 3 αιτήματός τους) και 2) έναντι μόνο της πρώτης εφεσίβλητης Α.Τ.Ε.** ως προς το καταψηφιστικό τους αίτημα περί καταβολής σ’ αυτούς του ποσού των 15.866,81 ευρώ (υπ’ αριθ. 4 αίτημα), παραμενόντων όλων των υπολοίπων αιτημάτων τους ως έχουν, πλην όμως η μερική αυτή παραίτηση των εκκαλούντων από τα αγωγικά αιτήματά τους το πρώτον στην έκκλητη δίκη ήταν απαράδεκτη, καθόσον ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος μπορεί να γίνει έως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό και επομένως αυτός αποκλείεται στην κατ` έφεση δίκη, στην οποία αποκρούεται, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτος, έστω και αν συναινεί ο αντίδικος. Επομένως, ορθά δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι η ασκούμενη δια της εν λόγω αγωγής αξίωση των εναγόντων (αναιρεσειόντων) εμπίπτει στην από τη διάταξη του άρθρου 25 ΠτΚ προβλεπόμενη αυτοδίκαιη, λόγω της θέσεως και της αναιρεσιβλήτου σε καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως, αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατ’ αυτής προς εκπλήρωση των απαιτήσεών τους και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες είναι αβάσιμα. 


ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πτώχευση κεφαλαιουχικής εταιρείας vs εκκαθάριση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος: ο Πτωχευτικός Κώδικας σε ρόλο «γεφυροποιού».

 

Στην παρούσα απόφαση, ο Άρειος Πάγος στο σκεπτικό του αναδεικνύει τόσο τη διαφορά αναμεταξύ πτωχεύσεως και ειδικής εκκαθαρίσεως όσο και επί της ουσίας τη διαφορά αναμεταξύ ανωνύμου εταιρείας και ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας. 

Η πτώχευση δεν συνεπάγεται μονοσήμαντα την εκποίηση των περουσιακών στοιχείων της εταιρείας, αλλά σκοπεί και στην δυνατότητα αναδομήσεως της εταιρείας υπό τη συλλογική διαχείριση των πιστωτών, εάν και εφόσον η εν γένει περουσιακή της κατάσταση το επιτρέπει. Είναι διαδικασία, η οποία άρχεται και εποπτεύεται υπό των πιστωτών. Μετά το πέρας της πτωχεύσεως η εταιρεία τίθεται αυτοδικαίως υπό εκκαθάριση. Κατόπιν δε της ρευστοποιήσεως παντός περουσιακού στοιχείου, η εκκαθάριση έχει χαρακτήρα κατά βάση λογιστικής παύσεως  της εταιρείας.

Πέραν αυτού, η εξυγίανση κεφαλαιουχικής εταιρείας στα πρόθυρα της πτωχεύσεως δύναται να επιτευχθεί και με προ-πτωχευτικά έννομα εργαλεία, τα οποία παρέχονται στην ευρύτητα του Εταιρικού Δικαίου[1].

Το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, τουλάχιστον ουχί εν στενή εννοία, αν και αναπόφευκτα ενδύεται τον μανδύα της κεφαλαιουχικής εταιρείας και κατά συνέπεια είναι ‘έμπορος’ κατά το τυπικό νομοθετικό σύστημα. Λειτουργεί δε υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος και εν περιπτώσει κατά την οποία δεν δύναται πλέον  να φέρει τις έννομες προϋποθέσεις δια να ασκεί τον ρόλο του δανειστού, η άδεια λειτουργίας του ανακαλείται και τίθεται απευθείας υπό ειδική εκκαθάριση, όπερ σημαίνει ρευστοποίηση παντός περουσιακού στοιχείου. Η ειδική εκκαθάριση άρχεται και εποπτεύεται υπό την Τράπεζα της Ελλάδος. Είναι δε εκκαθάριση ειδικού σκοπού.

Ο Άρειος Πάγος αναδεικνύει την συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικος περί αναστολής καταδιωκτικών μέτρων διότι άνευ τοιούτου μέτρου ούτε η πτώχευση, ούτε η ειδική εκκαθάριση δύναται να πραγματώσουν τον σκοπό τους. Εάν σε κάθε στάδιο είτε της πτωχεύσεως, είτε της ειδικής εκκαθαρίσεως αμφισβητείτο η περουσιακή κατάσταση του υφιστάμενου πλην εν επιτηδευματική αδρανεία νομικού προσώπου, θα δημιουργείτο περιβάλλον νομικά και μακρο-οικονομικά αβέβαιο.

Αναφορικά με τα μεταβιβάσιμα στοιχεία, οι σε εκκρεμότητα έννομες σχέσεις δεν συστήνουν μεταβιβάσιμα στοιχεία διότι εάν ήσαν, και εν τοιαύτη περίπτωση θα δημιουργείτο σύγχυση ως προς τας εννόους συνεπείας ,η οποία θα παρακώλυε ουσιαστικά την διαδικασία της ειδικής εκκαθαρίσεως.

Το Δικαστήριο διά της ratio που αναπτύσσει συνοψίζει μεν την διαφορά της πτωχεύσεως  κατά τα οριζόμενα υπό τον Πτωχευτικό Κώδικα με την ειδική εκκαθάριση που προβλέπεται δια τα πιστωτικά ιδρύματα, τα μη πλέον βιώσιμα, πλην όμως αναδεικνύει την αναγκαιότητα των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικος ως απαραίτητα έννομα εργαλεία δια την προαγωγή της διαδικασίας της τραπεζικής εκκαθαρίσεως.

Γίνεται ευρύτερα δεκτό ότι εάν τα μη βιώσιμα πιστωτικά ιδρύματα υπόκειντο στις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικος εν συνόλω, το αποτέλεσμα θα ήτο η επέκταση της «τοξικότητας» στην αγορά επί μακρόν, καθότι το πιστωτικό ίδρυμα θεμελιούται στην εμπιστοσύνη των συναλλασσομένων  και ως εκ τούτου εμφιλοχωρεί σε πολλούς τομείς δρά­σεως της αγοράς[2].

 

         ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Π. ΚΥΡΙΑΚΑΡΑΚΟΣ

Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω/ Σύνδικος Πτωχεύσεων

[LL.M. «INTERNATIONAL & COMPARATIVE BUSINESS   LAW» - LONDON METROPOLITAN UNIVERSITY·

Μ.Δ.Ε. «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ» - ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ]


 


 

[1]. Βλ. Περάκης, Πτωχευτικό δίκαιο, 2017, σ.45: «Με τους τρόπους και τα μέσα πρόληψης της πτώχευσης ασχολείται το ίδιο το Πτωχευτικό Δίκαιο, αλλά όχι μόνο. Οι κανόνες εποπτείας ορισμένων επιχειρήσεων (ιδίως εκείνων του χρηματοπιστωτικού τομέα), το ασφαλιστικό δίκαιο, η χρήση χρηματοοικονομικών μέσων αντιστάθμισης κινδύνων, η λήψη ασφαλειών, οι κανόνες του εταιρικού δικαίου, αλλά και η συνετή διαχείριση μπορούν να συντελέσουν στην αποτροπή της πτώχευσης». Βλ. επίσης, Παναγιώτου, Συμφωνίες αναδιάρθρωσης χρεών για διάσωση της επιχείρησης στην προ-πτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, ΝοΒ 66/2018. 169: «Η εξυγίανση της επιχείρησης είναι δυνατή πέραν των χρηματοοικονομικών μέσων αναδιάρθρωσης και με μέτρα του  Εταιρικού Δικαίου, όπως με συγχώνευση, διάσπαση της οφειλέτριας εταιρίας, νέα εξυγιαντική χρηματοδότηση, απόσχιση κλάδου επιχείρησης, εισφορά σε εταιρία είτε κατά την ίδρυση, είτε κατά την αύξηση κεφαλαίου, εξω-εταιρικές συμβάσεις, συμβάσεις αναδιάρθρωσης των οφειλών επιχείρησης με τους πιστωτές της, κεφαλαιοποίηση των χρεών».

 

[2]. Βλ. περαιτέρω Τσιμπανούλης, Το δίκαιο της εξυγίανσης και της αναδιοργάνωσης των τραπεζών υπό το πρίσμα του Ενωσιακού Δικαίου, ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, έτος 2014, τ. 2., σ. 53.