Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας 95/2024, με σχόλιο "Εξαίρεση εισαγγελέως που συμμετείχε στην προηγηθείσα πρωτοβάθμια δίκη λόγω υπονοιών μεροληψίας και δικαιότητα της διαδικασίας", Δ. Αρβανίτης

73
2025
02

 

Πενταμελές Εφετείο Λάρισας

Αριθ. 95/2024

 

Δικαστής: Μ. Λιάνου

Μέλη: Ι. Ζάσκα, Α. Σαπουνοπούλου, Σ. Λυμπεριάδου, Δ. Τίτσιας, Εφέτες

Εισαγγελέας: Α. Μάτση, Αντεισαγγελέας

Δικηγόροι: Ν. Αλεξίου, Ν. Μίστρας, Β. Αλεξανδρής, Δ. Κατσαρός

 

Απόρριψη αίτησης εξαιρέσεως αφορώσας στην εισαγγελέα της έδρας επί τω λόγω ότι συμμετέσχε και πρωτοδίκως στην αυτή υπόθεση και πρότεινε την αθώωση του κατηγορουμένου, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τον καταδίκασε, αφενός μεν επειδή τυπικά δεν προβλέπεται ως λόγος εξαιρέσεως η συμμετοχή στην κατ’ έφεση δίκη του αυτού εισαγγελέα που μετείχε στην πρωτόδικη δίκη, αφετέρου δε διότι ο εισαγγελέας κατά την επανάκριση της υπόθεσης, μπορεί να αποστεί από την προηγούμενη πρότασή του και να προβεί σε άλλη πρόταση, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν δεσμεύει το δικαστήριο. Αξιόποινο της συκοφαντικής δυσφημήσεως μετά την κατάργηση των άρθρων 362 και 367 ΠΚ. Η απλή έκφραση αξιολογικών κρίσεων ή δυσμενών χαρακτηρισμών δεν μπορεί να δημιουργήσει παράσταση πράξεως δεκτικής αποδείξεως και κατά συνέπεια δεν εντάσσονται στην προστατευτική σφαίρα του άρθρου 363 ΠΚ. Αξιόποινο της εξύβρισης. Με βάση την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 361 ΠΚ απαιτείται ο δράστης να πράττει με άμεσο δόλο πρώτου βαθμού, δηλαδή να επιδιώκει ευθέως το εγκληματικό αποτέλεσμα της πράξης του. Τέτοιος δόλος συντρέχει όταν ο δράστης σκοπεύει την προσβολή της τιμής του άλλου, όταν δηλαδή πράττει με τρόπο που δεν είναι αναγκαίος για να αποδοθεί, όπως έπρεπε αντικειμενικά, το περιεχόμενο της σκέψης του για την προστασία του ενδιαφέροντός του και ενώ το γνώριζε, το χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή του άλλου. Η φράση «βάζουν χέρι στα αποθεματικά», που επέλεξε ο κατηγορούμενος για να ισχυριστεί και να διαδώσει το αληθές γεγονός ότι η Διοίκηση του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας χρησιμοποιούσε ταμειακώς διαθέσιμα χρήματα για την κάλυψη του ελλείμματος, δεν ήταν αναγκαία για να αποδοθεί όπως έπρεπε το περιεχόμενο της σκέψης του για την προστασία του ενδιαφέροντός του και αυτό το γνώριζε πολύ καλά. Η φράση δε αυτή μπορεί να τύχει πολλαπλών ερμηνειών, σίγουρα όμως κατατείνει αντικειμενικά στη μείωση της κοινωνικής αξίας του εγκαλούντος, ο οποίος ηγείτο της πλειοψηφίας του ΔΣ του ΔΣΛ, και αποτελεί ένδειξη περιφρόνησης προς το πρόσωπό του. Επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από συκοφαντική δυσφήμηση σε εξύβριση και παύση υφ’ όρον της ποινικής διώξεως σε βάρος του κατηγορουμένου (Άρθρα 361, 362 [καταργηθέν], 363 ΠΚ*, 14, 15 ΚΠΔ, 63 ν. 4689/2020).

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 του ΚΠΔ που κυρώθηκε με το ν. 4620/2019 και ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019 «1. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης. 2. Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική υπόθεση αποκλείεται επίσης: α) όποιος αδικήθηκε από το έγκλημα, β) όποιος είναι σύζυγος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου ή εκείνου που αδικήθηκε από το έγκλημα ή συνδέεται με αυτούς με σύμφωνο συμβίωσης. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που κάποιος είναι συγγενής εξ αίματος με τα πρόσωπα αυτά σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου έως και τον τέταρτο βαθμό ή συγγενής εξ αγχιστείας έως και το δεύτερο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης. Αποκλείεται επίσης εκείνος που είναι ή ήταν επίτροπος ή κηδεμόνας των ίδιων προσώπων ή που συνδέεται μαζί τους με υιοθεσία, γ) όποιος ήταν συνήγορος του κατηγορουμένου ή του υποστηρίζοντος την κατηγορία στην ίδια υπόθεση, δ) όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε ως πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος στην ίδια υπόθεση, ε) ο ανακριτής, στ) ο δικαστής και ο εισαγγελέας που έχουν συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγ­κρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα. 3. Ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. 4. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και για τον εισαγγελέα, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλον εισαγγελέα.». Δυνάμει του άρθρου 13 περ. 1 ν. 4637/2019 (ΦΕΚ Α 180/ 18.11.2019) καταργήθηκε η § 4 του ως άνω άρθρου, ενώ το άρθρο 7 § 2 ν. 4637/2019 αντικατέστησε την ως άνω § 2 περ. στ΄ ως εξής: «στ) ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα».

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 του ΚΠΔ, όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 § 1 του ιδίου Κώδικα, δικαίωμα να προτείνουν την εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας. Με τις άνω διατάξεις προβλέπεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου και των λοιπών αναφερόμενων παραγόντων της δίκης, να ζητήσουν την εξαίρεση των δικαστικών προσώπων, αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Με τη διάταξη αυτή εξασφαλίζεται και το δικαίωμα του προσώπου να δικασθεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της δίκαιης δίκης, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου, η οποία επικυρώθηκε με το ν.δ. 53/ 1974 (ΑΠ 5/2017, ΑΠ 78/2011). Οι υπόνοιες μεροληψίας, οι οποίες καθιστούν εξαιρετέο τον δικαστή ή τον εισαγγελέα, πρέπει να στηρίζονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δικαιολογούν εμφανώς την δυσπιστία προς την αμεροληψία του, ως τέτοια δε γεγονότα δεν μπορούν να θεωρηθούν δυσμενείς για τις απόψεις του διαδίκου, που ζητεί την εξαίρεση, κρίσεις ή δυσμενείς γι’ αυτόν γνώμες σε νομικό ή πραγματικό ζήτημα που εξέφρασε το δικαστικό πρόσωπο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί, εκτός αν συντρέχουν και άλλα περιστατικά και γεγονότα, ικανά να δικαιολογήσουν τέτοιες υπόνοιες (βλ. ΑΠ 69/2018, ΑΠ 578/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο συνήγορος προς υποστήριξη της κατηγορίας, δικηγόρος του ΔΣ Αθηνών, Β.Α., υπέβαλε αίτηση εξαιρέσεως από την εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως της Εισαγγελέως της έδρας, Α.Μ., διότι αυτή μετείχε ως Εισαγγελέας στην πρωτόδικη δίκη και πρότεινε, για το μεταβιβαζόμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σκέλος της κατηγορίας την απαλλαγή του κατ/νου, ενώ το Δικαστήριο τον καταδίκασε.

Πράγματι η Εισαγγελέας της έδρας, Α.Μ., μετείχε ως Εισαγγελέας στην πρωτόδικη δίκη και πρότεινε, για το μεταβιβαζόμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σκέλος της κατηγορίας, να μεταβληθεί αυτή σε εξύβριση και να παύσει υφ’ όρον η ποινική δίωξη κατ’ άρθρο 63 του ν. 4689/2020. Όπως ως άνω αναπτύχθηκε τυπικά δεν προβλέπεται ως λόγος εξαίρεσης η συμμετοχή του αυτού Εισαγγελέα που μετείχε στην πρωτόδικη δίκη στην κατ’ έφεση δίκη, δεδομένου μάλιστα ότι ο Εισαγγελέας με την επανάκριση της υπόθεσης μπορεί να αποστεί από την προηγούμενη πρότασή του και να προβεί σε άλλη πρόταση, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. 

Κατόπιν τούτων, και ενόψει του γεγονότος ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη προηγηθείσα μείζονα σκέψη, οι δυσμενείς για τον υποστηρίζοντα την κατηγορία γνώμες σε νομικό ή πραγματικό ζήτημα, όπως η επικαλούμενη πρωτόδικη πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας, Α.Μ., κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, δεν δικαιολογούν εμφανώς, άνευ άλλου τινός, δυσπιστία ως προς την αμεροληψία της, η υποβληθείσα από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία αίτηση εξαιρέσεως της Εισαγγελέως της έδρας, Α.Μ., πρέπει να απορριφθεί.

(…)

Σύμφωνα με το άρθρο 136 περ. α΄ του ν. 5090/2024 καταργήθηκε το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, του άρθρου 362 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή, και επιπροσθέτως καταργήθηκε και το άρθρο 367 ΠΚ, στο οποίο περιλαμβάνονταν οι λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της απλής δυσφήμησης και της εξύβρισης, με το σκεπτικό ότι εφόσον πλέον τιμωρείται μόνο η συκοφαντική δυσφήμηση και η εξύβριση με άμεσο δόλο πρώτου βαθμού, η κατ’ άρθρο 367 ΠΚ άρση του αδίκου στις περιπτώσεις που αυτό ρύθμιζε, παρέλκει, αφού ούτως ή άλλως δεν εφαρμοζόταν σε αυτές τις περιπτώσεις. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 5090/2024, με την κατάργηση της απλής δυσφήμησης του άρθρου 362 ΠΚ το αξιόποινο περιορίζεται στις περιπτώσεις που η διάδοση ενώπιον τρίτου συνοδεύεται από την υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση της γνώσης της ψευδούς υπόστασης του γεγονότος που είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου. Σε κάθε περίπτωση, στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ακόμη ότι δεν αποκλείεται το δικαίωμα έγκλησης για την αξιόποινη πράξη της εξύβρισης (άρθρο 361), αν οι περιστάσεις και ο τρόπος τέλεσης καταδεικνύουν σκοπό εξύβρισης. Συνεπώς, υπό το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο που τυγχάνει ευμενέστερο στο μέτρο που η απλή δυσφήμηση, έχει γίνει ανέγκλητη, τιμωρείται μόνο η συκοφαντική δυσφήμηση για την στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξάλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Από τα ανωτέρω ευχερώς συνάγεται ότι στοιχείο της νομοτυπικής μορφής του εν λόγω αδικήματος αποτελεί ο ισχυρισμός ή η διάδοση γεγονότος, ως τέτοιου νοούμενου αυτού που αφορά πραγματικά γεγονότα και όχι κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, ενώ κατ’ άλλη έκφραση δεν υπάγονται στην προστατευτική σφαίρα της διάταξης, οι χαρακτηρισμοί, που, αν και είναι δυσμενείς, δεν μπορούν να δημιουργήσουν παράσταση πράξεως, δεκτικής α­ποδείξεως (ΑΠ 1619/2011 ΝΟΜΟΣ), χωρίς κατά συνέπεια να εντάσσεται στο προστατευτικό πλαίσιό του η απλή έκφραση αξιολογικών κρίσεων (ΑΠ 192/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, και το αδίκημα της εξύβρισης (άρθρο 361 ΠΚ) με τον ν. 5090/2024 υπέστη τροποποιήσεις, αφού πλέον ορίζεται ότι: «1. όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363) προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, έχοντας τέτοιο σκοπό, τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή. Αν τελεί την ανωτέρω πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή και αν η προσβολή ανάγεται σε σχέσεις του ιδιωτικού ή οικογενειακού βίου, επιβάλλεται φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή». Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση, η τροποποίηση του εν λόγω άρθρου αφορά νομοτεχνική βελτίωση της διάταξης λόγω της κατάργησης του αξιόποινου χαρακτήρα του άρθρου 362 ΠΚ και παράλληλα μεταβολή του αδικήματος σε υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, καθώς απαιτείται ο δράστης να προσβάλλει την τιμή του παθόντος με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, με σκοπό να προσβάλλει την τιμή του. Συνεπώς για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εξύβρισης απαιτείται: α) προσβολή της τιμής, δηλαδή αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του παθόντος, είτε περιφρόνηση γι' αυτόν από το δράστη, εκτιμωμένων των σχετικών εκφράσεων «κατά την κοινή αντίληψη», β) η προσβολή να αφορά ζώντα φυσικά πρόσωπα ασχέτως με την κατάστασή των ή την ηλικία των, γ) εξωτερίκευση της προθέσεως εξυβρίσεως γραπτώς ή προφορικώς με λέξεις ή φράσεις ή με άλλον τρόπο που κατ’ αντικειμενική κρίση περιέχουν προσβολή της τιμής, δ) δόλος του δράστη ο οποίος απαιτείται πια και με βάση την τελευταία τροποποίηση να είναι άμεσος δόλος πρώτου βαθμού, δηλαδή ο δράστης να επιδιώκει ευθέως το εγκληματικό αποτέλεσμα της πράξης του, (μη αρκούντος του ενδεχόμενου δόλου). Σκοπός εξύβρισης είναι ο σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στη προσβολή της τιμής του άλλου και ο οποίος σκοπός υπάρχει όταν προκύπτει ότι ο τρόπος αυτός δεν είναι αναγκαίος για να αποδοθεί όπως έπρεπε αντικειμενικά το περιεχόμενο της σκέψης του δράστη για την προστασία του ενδιαφέροντός του και ενώ το γνώριζε, το χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 1954/2009, 1563/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1626/2005 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄ 429).

Εξάλλου, κατ’ άρθρο 63 § 1 του ν. 4689/2020 «1. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των πλημμελημάτων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και την 30η.04.2020, κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε πλημμελήματα για τα οποία η χρηματική ποινή ή η παροχή κοινωφελούς εργασίας προβλέπονται διαζευκτικά με ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους.». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 63 § 2 του ως άνω Νόμου, «εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της § 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη».

Στην προκειμένη περίπτωση, από την ανωμοτί κατάθεση του παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 § 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών και υποστηρίζων την κατηγορία Δ.Κ., είναι δικηγόρος Λάρισας από το έτος 1988, από δε το έτος 2002 ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση και συμμετείχε ενεργά στο Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας (ΔΣΛ). Πιο συγκεκριμένα, διατέλεσε από το 2002 έως το 2008 μέλος του ΔΣ, το διάστημα 2008-2011 Αντιπρόεδρος του ΔΣ και το διάστημα 2011-2017 Πρόεδρος του ΔΣ του ΔΣΛ, αιρετό μέλος της εδρεύουσας στην Αθήνα Συντονιστικής Επιτροπής Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας και μέλος της εδρεύουσας στην Αθήνα Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας. Επιπλέον, από 1.1.2012 έως 31.12.2014 κατείχε τη θέση του Αντιπροέδρου και από 1.1.2015 έως 31.1.2018 του Προέδρου του ΔΣ του Λογαριασμού Ενίσχυσης Δικηγόρων Επαρχιών. Ο κατηγορούμενος είναι επίσης δικηγόρος Λάρισας από το έτος 1996 και έχει αναπτύξει και αυτός συνδικαλιστική δράση, κατερχόμενος στις εκλογές από το έτος 2005, ενώ διετέλεσε μέλος του ΔΣ του ΔΣΛ κατά τα διαστήματα 2005-2008, 2011-2014 2014-2017 και Αντιπρόεδρος του ΔΣ κατά το διάστημα 2018-2021. Στις 2.4.2011 ο κατηγορούμενος δημιούργησε μία «κλειστή» ομάδα στην ηλεκτρονική σελίδα κοινωνικής δικτύωσης facebook με την ονομασία «ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΛΑΡΙΣΑΣ» και ηλεκτρονική διεύθυνση «https://www.facebook. com/groups/dikigoroilarisas», της οποίας ήταν συνδιαχειριστής και στην οποία συμμετείχαν περισσότερα από 550 μέλη, δικηγόροι, ασκούμενοι δικηγόροι και συμβολαιογράφοι Λάρισας. Επρόκειτο για ιδιωτικό χώρο διαδικτυακής ομαδικής επικοινωνίας, καθώς στην ομάδα αυτή μπορούσαν να συμμετέχουν μόνο όσοι είχαν προσκληθεί, προκειμένου να ενημερώνονται για τα ζητήματα που τους απασχολούσαν και να ανταλλάσσουν απόψεις. Οι σχέσεις του κατηγορουμένου και του εγκαλούντος από το 2011 και στο εξής ήταν τεταμένες, καθότι κατέρχονταν με διαφορετικές παρατάξεις στις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη της Διοίκησης του ΔΣΛ. Ο κατηγορούμενος, μέσω της πιο πάνω ομάδας στο Facebook συχνά ασκούσε οξεία κριτική των πράξεων και των αποφάσεων του εγκαλούντος. Μεταξύ άλλων στις 28.3.2017 σε ερώτηση που υποβλήθηκε από μέλος της ως άνω ομάδας στο facebook σχετικά με το αν θα δοθεί στα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας κάποιο ποσό ενόψει των εορτών του Πάσχα, ανάρτησε κείμενο με το εξής επίδικο περιεχόμενο: «Γ.Γ., εδώ από το 2012 συνεχώς βάζουν χέρι στα αποθεματικά, θέλουμε και μέρισμα;». Ο εγκαλών και υποστηρίζων την κατηγορία Δ.Κ., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, ήταν Πρόεδρος του ΔΣΛ κατά το επίδικο διάστημα, δεν ήταν ο ίδιος χρήστης του facebook, όμως το κείμενο αυτό, μεταξύ άλλων έπεσε στην αντίληψη κάποιων συμβούλων της τότε πλειοψηφίας και μελών της προαναφερόμενης ομάδας στο facebook, οι οποίοι τον ενημέρωσαν για το ακριβές περιεχόμενο των ως άνω αναρτήσεων μετά τη συνεδρίαση του ΔΣ της 18ης Μαΐου 2017, κατά την οποία σημειωτέον έλαβε χώρα έντονο επεισόδιο μεταξύ των διαδίκων. Ειδικότερα, για το επίδικο κείμενο ο εγκαλών ενημερώθηκε στις 10.7. 2017, όπως αποδείχθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο εγκαλών είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της επίδικης αναρτήσεως σε προγενέστερο χρονικό σημείο και συγκεκριμένα στις 28.3.2017, ήτοι την ημέρα της ανάρτησης. Επομένως, μέχρι την κατάθεση της σχετικής έγκλησης του εγκαλούντος και υποστηρίζοντος την κατηγορία στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Λάρισας την 14η.8.2017 δεν είχε παρέλθει η τρίμηνη προθεσμία από τη γνώση της σε βάρος του πράξης, κατ’ άρθρο 114 § 1 ΠΚ, απορριπτομένου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί εκπροθέσμου της υποβληθείσας έγκλησης του εγκαλούντος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την εν λόγω ανάρτηση δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τους απολογισμούς των ετών 2012-2016, αυτοί ήταν αρνητικοί, καθώς τα έξοδα υπερέβαιναν τα έσοδα. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα ανήλθε στο ποσό των 12.771,30 ευρώ το έτος 2012, στο ποσό των 24.995,88 ευρώ το έτος 2013, στο ποσό των 28.459,64 ευρώ το έτος 2014, στο ποσό των 24.269,25 ευρώ το έτος 2015 και στο ποσό των 88.915,35 ευρώ το έτος 2016. Τα ποσά των ελλειμμάτων καλύπτονταν από τα διαθέσιμα κεφάλαια του Δικηγορικού Συλλόγου. Συνεπώς, το γεγονός ότι η Διοίκηση του Δικηγορικού Συλλόγου χρησιμοποιούσε τα χρήματα του ταμείου, το οποίο απομειωνόταν, για την κάλυψη του ελλείμματος ήταν αληθές και βέβαια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη φράση του αυτή ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε πως ο εγκαλών υπεξαιρεί χρήματα από το ταμείο του Συλλόγου. Η οξεία κριτική άλλωστε που ασκούσε ο κατηγορούμενος στο Προεδρείο του ΔΣΛ σχετικά με τον μη εξορθολογισμό των δαπανών ήταν γνωστή, την είχε διατυπώσει επανειλημμένως με προηγούμενες αναρτήσεις του και ουδέποτε ισχυρίσθηκε πως ο εγκαλών ή άλλος σύμβουλος της πλειοψηφίας προβαίνει σε υπεξαίρεση ή άλλες παράνομες πράξεις. Η ανάρτηση αυτή του κατηγορουμένου έλαβε χώρα κατόπιν ερώτησης άλλου συμμετέχοντος στην ομάδα σχετικά με το αν θα δοθεί στα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας κάποιο ποσό, ως μέρισμα, ενόψει των εορτών του Πάσχα. Στα πλαίσια αυτά απάντησε με καυστικό μεν τρόπο, επιδιώκοντας να τονίσει πως δεν είναι δυνατό να δοθεί οιοδήποτε ποσό στους δικηγόρους της Λάρισας, λόγω των εορτών του Πάσχα, τη στιγμή που η Διοίκηση του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας «βάζει χέρι», δηλαδή χρησιμοποιεί τα ταμειακά διαθέσιμα για την κάλυψη του ελλείμματος. Επομένως, αντικειμενικά ψευδή γεγονότα δεν προέκυψαν, οπότε δεν θεμελιώνεται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ζήτημα δε ερεύνης του αδικήματος της απλής δυσφήμησης (άρθρ. 362 ΠΚ) δεν τίθεται λόγω της ήδη καταργήσεώς του, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε. Και απομένει να ερευνήσουμε εάν υπάρχει σκοπός εξύβρισης. Η φράση που επέλεξε ο κατηγορούμενος για να ισχυριστεί και να διαδώσει τα κατά τα προεκτεθέντα αληθή γεγονότα, δεν ήταν αναγκαία για να αποδοθεί όπως έπρεπε αντικειμενικά το περιεχόμενο της σκέψης του για την προστασία του ενδιαφέροντός του και αυτό το γνώριζε πολύ καλά. Διότι η φράση «βάζουν χέρι στα αποθεματικά», που βέβαια δεν αφορά σε σχέσεις οικογενειακού ή ιδιωτικού βίου, μπορεί να τύχει πολλαπλών ερμηνειών, σίγουρα όμως είναι μία φράση που αντικειμενικά κατατείνει στη μείωση της κοινωνικής αξίας του εγκαλούντος, ο οποίος ηγούνταν της πλειοψηφίας του ΔΣ του ΔΣΛ και αποτελεί ένδειξη περιφρόνησης προς το πρόσωπό του. Επομένως, ο σκοπός εξύβρισης είναι προφανής, δεδομένου ότι γνώριζε πως έπρεπε να υπάρχει ένας περιορισμός στα λεγόμενά του, ενώ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει άλλη ηπιότερη έκφραση και ως δικηγόρος, που αντιλαμβάνεται την αξία της έκφρασης. Κατόπιν τούτων πρέπει να μεταβληθεί επιτρεπτώς η κατηγορία από συκοφαντική δυσφήμηση σε εξύβριση και ακολούθως να παύσει υφ’ όρον η ποινική δίωξη σε βάρος του κατ/νου, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 63 § 1 του ν. 4689/2020 (υπό τον προβλεπόμενο στην § 2 του ίδιου νόμου όρο).


ΣΧΟΛΙΟ

Εξαίρεση εισαγγελέως που συμμετείχε στην προηγηθείσα πρωτοβάθμια δίκη λόγω υπονοιών μεροληψίας και δικαιότητα της διαδικασίας

 

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 ΚΠΔ, όλα τα δικαστικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου δηλαδή και του εισαγγελέα, είναι εξαιρετέα «αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού» του άρθρου 14 ΚΠΔ ή «αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους»[1]. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται η διαπίστωση της μεροληψίας, αλλά αρκεί η πρόκληση υπονοιών ή δυσπιστίας[2]

Μετά την κατάργηση της § 4 του άρθρου 14 ΚΠΔ –που είχε θεσπιστεί με τον ν. 4620/2019– διά του ν. 4637/2019, δεν προβλέπεται μεν πλέον ως λόγος αποκλεισμού του εισαγγελέα, που μετέχει στην κατ’ έφεση δίκη, η προγενέστερη σύμπραξη του ιδίου ως εισαγγελέα στην πρωτοβάθμια δίκη[3]. Τούτο, όμως, δεν συνεπάγεται τη μη δυνατότητα εξαίρεσής του. Ειδικότερα, όπως έχει κριθεί κατά πάγια νομολογία[4], «η τυχόν δυσπιστία για το αμερόληπτο του Εισαγγελικού αυτού λειτουργού κατά την εκδίκαση της έφεσης μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 15 ΚΠΔ, να προταθεί ως λόγος εξαίρεσης και έτσι εξασφαλίζεται το δικαίωμα του προσώπου να δικασθεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο». Η σημασία της ύπαρξης της εν λόγω δυνατότητας είναι πρόδηλη, αφού και για τον εισαγγελέα ισχύει η απαίτηση αντικειμενικότητας και αμεροληψίας κατά την άσκηση του έργου του[5], η οποία θα πρέπει να εξασφαλίζεται για τους διαδίκους της ποινικής υπόθεσης – τόσο για τον κατηγορούμενο όσο και για τον δηλώσαντα υποστήριξη της κατηγορίας. 

ΙΙ. Μέχρι στιγμής, έχουν απασχολήσει το ΕΔΔΑ κυρίως περιπτώσεις προηγούμενης συμμετοχής δικαστών σε διαφορετικά στάδια της αυτής υπόθεσης∙ βλ. ενδεικτ. από 25.7.2000 απόφαση Tierce and Others κατά Σαν Μαρίνο[6] (υπόθεση στην οποία το αυτό πρόσωπο ενήργησε αρχικά ως ανακριτής και στη συνέχεια ως κρίνων δικαστής), αλλά και την από 1.10.1982 απόφαση Piersack κατά Βελγίου[7], με την οποία κρίθηκε ότι η άσκηση στο παρελθόν εισαγγελικών καθηκόντων στην αυτή υπόθεση από τον –στη συνέχεια κρίναντα– δικαστή (έστω και αν τούτος ήταν προϊστάμενος της εισαγγελίας και ανεξάρτητα από το εάν αναμείχθηκε πραγματικά στη δίωξη της υπόθεσης) ήρε τα αντικειμενικά εχέγγυα αμεροληψίας. Ως σχετική μπορεί να οραθεί η πάγια θέση του Αρείου Πάγου περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου στις περιπτώσεις συμμετοχής του εισαγγελεύοντος πταισματοδίκη σε επόμενα στάδια της ίδιας υπόθεσης[8]. Ωστόσο, η εν λόγω –απαιτούμενη κατ’ άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ– εγγύηση ανεξαρτησίας και αμεροληψίας κατά το ΕΔΔΑ δεν θίγεται όταν συμμετέχει ο αυτός εισαγγελέας σε διαφορετικά στάδια της ίδιας υπόθεσης, με το σκεπτικό ότι δεν (συν)αποφασίζει επί της ενοχής του κατηγορουμένου∙ βλ. από 31.5.2011 απόφαση Κονταλέξης κατά Ελλάδας[9].

       ΙΙΙ. Στην περίπτωση της δημοσιευόμενης απόφασης, προέκυψε σαφώς από τα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι η συμμετέχουσα στη δευτεροβάθμια δίκη εισαγγελέας συμμετείχε και στην πρωτοβάθμια δίκη. Πρωτοδίκως είχε προταθεί από αυτήν η απαλλαγή του κατηγορουμένου για όλα τα σκέλη της κατηγορίας, ήτοι και για εκείνο για το οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε τούτον ένοχο και του επέβαλε ποινή. 

Τέτοιο γεγονός θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκές για να δημιουργήσει υπόνοια μεροληψίας προς τον εισαγγελικό λειτουργό σε βάρος του δηλώσαντα την υποστήριξη της κατηγορίας. Ασφαλώς ισχύει το ίδιο και στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή στην πρωτοβάθμια δίκη ο εισαγγελέας είχε προτείνει την ενοχή του κατηγορουμένου: Το γεγονός αυτό, εφόσον στη συνέχεια ορίζεται η συμμετοχή του στη σύνθεση και του κατ’ έφεση δικάζοντος την αυτή υπόθεση δικαστηρίου, θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκές για να δημιουργήσει προς αυτόν υπόνοια μεροληψίας σε βάρος του κατηγορουμένου[10]

Σημειωτέον, δε, ότι εν προκειμένω δεν προέκυψε ότι συνέτρεχε περίπτωση μη δυνατότητας συγκρότησης του δικαστηρίου από άλλον εισαγγελέα (ούτε δε και υποστηρίχθηκε αυτό από το κρίναν δικαστήριο προς αιτιολόγηση της απόρριψης του υποβληθέντος αιτήματος εξαίρεσης). Για τέτοιες περιπτώσεις, ήδη στην προαναφερθείσα (καταργηθείσα) § 4 του άρθρου 14 ΚΠΔ είχε προβλεφθεί ότι η εν θέματι εξαίρεση του εισαγγελέα δεν θα εφαρμοζόταν «αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλον εισαγγελέα»[11].

IV. Η κατάργηση της ρητής δυνατότητας αποκλεισμού σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, λίγους μήνες μετά την πρόβλεψή της στον νΚΠΔ, δημιούργησε ενδεχομένως την εντύπωση ότι η σχετική διάταξη ήταν περιττή. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν ισχύει άνευ ετέρου υπό το πρίσμα της αρχής της δίκαιης δίκης. Το ενδεχόμενο καταδίκης της Χώρας, εφόσον αχθεί ενώπιον του ΕΔΔΑ υπόθεση στην οποία καθίσταται έστω και εν ψήγματι αμφίβολη η αμεροληψία του κρίναντος δικαστηρίου, δεν μπορεί να αποκλειστεί: Οι εισαγγελείς είναι δικαστικοί λειτουργοί, συμμετέχουν υποχρεωτικώς στη σύνθεση του δικαστηρίου και παίζουν λίαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κρίσης του – έστω και αν δεν (συν)αποφασίζουν οι ίδιοι. Όθεν, οποιαδήποτε υπόνοια μεροληψίας τους μπορεί να έχει αντίκτυπο σε αυτήν.

Κατά συνέπεια, για την πραγματική διασφάλιση[12] της δικαιότητας της διαδικασίας τής –υπό ευρεία έννοια– ποινικής δίκης αλλά και του status των εισαγγελέων ως δικαστικών λειτουργών, είναι επιβεβλημένη η συμπε­ρίληψή τους από τον νομοθέτη στα αποκλειόμενα δικαστικά πρόσωπα των άρθρων 14 §§ 2 περ. στ΄, 3 και 522 (σύνθεση του δικαστηρίου τής μετ’ αναίρεση παραπομπής) ΚΠΔ[13]. Μέχρι δε τότε –εάν και εφόσον βέβαια πραγματοποιηθεί– είναι σκόπιμη σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η εξαίρεση εισαγγελέως, οσάκις υποβάλλεται σχετική αίτηση από δικαιούμενο πρόσωπο, αρκούσας προς τούτο και της παραμικρής ακόμη αμφιβολίας που έχει δημιουργηθεί σε αυτό για την αμεροληψία του.

 

ΔΟΜΙΝΙΚΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ

Δρ Ευρωπαϊκού Δικαίου – Δικηγόρος

Εντεταλμένος Διδάσκων Παντείου Πανεπιστημίου



* Για τα σοβαρά προβλήματα εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων μετά την εκ βάθρων τροποποίηση του κεφαλαίου του ΠΚ για τα εγκλήματα κατά της τιμής με τον ν. 5090/ 2024 βλ. αναλυτικά Α. Δημάκη, Τα εγκλήματα κατά της τιμής μετά τον ν. 5090/2024, ΠοινΧρ 2024. 401 επ.

 

[1]. Σχετικώς, είναι κεφαλαιώδους σημασίας η νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο άλλωστε ερμηνεύει αυθεντικά την ΕΣΔΑ (άρθρ. 19, 32). Κατά το Δικαστήριο, η αμεροληψία του (κρίνοντος εθνικού) δικαστηρίου –ήτοι συστατικό του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη κατ’ άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης– ορίζεται συνήθως από την έλλειψη προκατάληψης ή μεροληψίας. Η συνδρομή της κρίνεται μέσω δύο ενεργειών: πρώτον επιχειρείται ο καθορισμός αυτού που ο εκάστοτε συγκεκριμένος δικαστής σκεφτόταν ή του τυχόν συμφέροντός του σε συγκεκριμένη υπόθεση (εξεταζόμενη υποκειμενική-εσωτερική πτυχή), και δεύτερον ελέγχεται κατά τούτο αν στο πρόσωπό του συνέτρεχαν επαρκείς εγγυήσεις αποκλείουσες κάθε θεμιτή αμφιβολία (εξεταζόμενη αντικειμενική-εξωτερική πτυχή)∙ βλ. ενδεικτ. από 15.12.2005 απόφαση Κυπριανού κατά Κύπρου, αριθ. προσφ. 73797/01, § 118 και εκεί παραπομπές. Για την έννοια της «αμεροληψίας» βλ. Μ. Γαλανού, Άρθρο 6 § 1: οι εξωτερικές προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης – η έννοια του όρου «δικαστήριο», σε Λ. Κοτσαλή (επιμ.), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου & Ποινικό Δίκαιο, Αθήνα 2014, σ. 455 επ. Βλ. περιπτώσεις υπονοιών μεροληψίας σε Ά. Κωνσταντινίδη, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο: Βασικές έννοιες, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 20246, σ. 79 επ.

[2]. Βλ. Χ. Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019), Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τ. I, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 20232, άρθρο 15, πλαγ. 2, σ. 147, και εκεί περαιτέρω παραπομπές.

[3]. Η ως άνω –ήδη καταργηθείσα– πρόβλεψη, κατά την Αιτιολογική Έκθεση του νΚΠΔ [Θ. Δαλακούρα], είχε κριθεί «αναγκαία διότι ανεξάρτητα από τον τρόπο συμμετοχής του εισαγγελέα στη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του δικαστηρίου, ο εισαγγελέας έχει διαμορφώσει συγκεκριμένη άποψη, την οποία έχει εκφράσει και αιτιολογήσει. […] Τούτο, άλλωστε, συνάδει πλήρως με τη θέση του εισαγγελέα ως δικαστικού προσώπου και αντανακλά συνάμα και την αξίωση αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του που συνάδει σε ανεξάρτητα δικαστικά πρόσωπα.».

[4]. Βλ. –με την αυτή διατύπωση– ΑΠ 822/2020, ΑΠ 576/2020, ΑΠ 176/2017, ΑΠ 457/2015 (προσβάσιμες –ως και οι κατωτέρω αναφερόμενες αρεοπαγιτικές αποφάσεις, πλην αντίθετης μνείας– σε www.areiospagos.gr). Σχετικά, με περαιτέρω παραπομπές, βλ. Κ. Παράσχο σε Α. Ζαχαριάδη / Λ. Μαργαρίτη (επιμ.), Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του ν. 4620/ 2019, Αθήνα 20242, άρθρο 14, πλαγ. 13, σ. 53.

[5]. Βλ. σχετ. Χ. Σεβαστίδη, ό.π., άρθρο 14, πλαγ. 11, σ. 131. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την –κοινή– υπ’ αριθ. 12 (2009) Ανακοίνωση του Conseil Consultatif de Juges Européens (CCJE) και υπ’ αριθ. 4 (2009) Ανακοίνωση του Conseil Consultatif de Procureurs Europeéns (CCPE) με θέμα «Δικαστές και Εισαγγελείς σε μια δημοκρατική κοινωνία» (προσβάσιμη σε https://rm.coe.int/16807481c4), υπό το μέρος Note Explicative, «2. Επομένως, εναπόκειται στο κράτος να θεσπίσει και να διασφαλίσει τη λειτουργία ενός δικαστικού συστήματος που σέβεται πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, ενώ θα είναι αποτελεσματικό. Μολονότι πολλοί παράγοντες συμμετέχουν σε αυτήν την αποστολή, […] οι δικαστές και οι εισαγγελείς διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη διασφάλιση της λειτουργίας της δικαιοσύνης με ανεξάρτητο και αμερόληπτο τρόπο. […] 11. Οι εισαγγελείς και οι δικαστές πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους δίκαια, αμερόληπτα, αντικειμενικά και με συνέπεια, να σέβονται και να αγωνίζονται για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να διασφαλίζουν ότι το σύστημα δικαιοσύνης λειτουργεί με ταχύτητα και αποτελεσματικά. […] 36. Η παρέμβαση και η στάση του εισαγγελέα και του δικαστή δεν πρέπει να καταλείπουν οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την αντικειμενική αμεροληψία τους. […]» (απόδοση από τα γαλλικά δική μου).

[6]. Αριθ. προσφ. 24954/94, §§ 78 επ.

[7]. Αριθ. προσφ. 8692/79, §§ 31-32. Βλ. σχετ. Κ. Γώγου, Άρθρο 6 § 1, σε Ι. Σαρμά / Ξ. Κοντιάδη / Χ. Ανθόπουλου (επιστ. διεύθ.), ΕΣΔΑ – Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2021, σ. 275.

[8]. Βλ. ενδεικτ. ΑΠ 1425/2012, ΑΠ 1344/2001 (ΠοινΧρ 2002. 545)∙ Χ. Σεβαστίδη, ό.π., άρθρο 14, πλαγ. 12, σ. 134 με περαιτέρω παραπομπές.

[9]. Αριθ. προσφ. 59000/08, §§ 45 επ., ιδίως § 57.

[10]. Εύγλωττα κατά τον Χ. Σατλάνη, Δεκαπέντε πρακτικά ζητήματα που αγγίζουν τη δικαιοπρακτική ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2022. 182, «είναι αδύνατο να είναι αμερόληπτος ένας δικαστικός λειτουργός που συμμετείχε προγενέστερα και ήδη έχει πάρει θέση και έχει εκφράσει γνώμη στην ίδια υπόθεση στην αυτή ή άλλη συναφή δίκη […], επειδή δεν θα μπορεί να είναι πλέον ανοικτός σε νέες αποδείξεις, νέες απόψεις και νέα επιχειρήματα που επιβάλλουν μια άλλη αξιολόγηση της υπόθεσης και δεν θα μπορεί να χειρισθεί την υπόθεση με την εσωτερική ελευθερία που θα διέθετε, αν επιλαμβανόταν για πρώτη φορά […]». Πρβλ. στην ίδια κατεύθυνση M. Huyette, Le statut du ministère public, ou l’impossi­ble mélange de l’huile et de l’eau, 21.9.2020, προσβάσιμο σε https://www.village-justice.com/articles/statut-ministere-public-impossible-melange-huile-eau,36565.html#vote, κατά τον οποίο «[…] δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εισαγγελέας, που παρενέβη πριν από τη δίκη και έχει ήδη εκφράσει την άποψή του επί της ουσίας της υπόθεσης, είναι εντελώς αμερόληπτος κατά την ακροαματική διαδικασία […]» (απόδοση από τα γαλλικά δική μου).

[11]. Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του νΚΠΔ [Θ. Δαλακούρα], είχε γίνει δεκτή η εν λόγω προσθήκη στη διάταξη της § 4 «για να αντιμετωπισθούν ζητήματα λειτουργικότητας (κίνδυνος ματαίωσης εκδίκασης των υποθέσεων ή υπέρμετρης καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης) στα μικρότερα πρωτοδικεία ή εφετεία».

[12]. Άλλωστε το minimum (η βάση), που είναι παρ’ ημίν η (νομολογιακά συνεχώς εξελισσόμενη) ΕΣΔΑ –καθώς και ο ΧΘΔΕΕ όταν εφαρμόζεται το ενωσιακό δίκαιο–, ουδόλως αποκλείει την παροχή περαιτέρω (ευρύτερης) προστασίας εκ μέρους της εθνικής νομοθεσίας.  

[13]. Βλ., στην κατεύθυνση αυτή, Γ. Πεπόνη, De lege fe­renda προσέγγιση της τελικής διατάξεως του άρθρου 14 §§ 2 περ. στ΄ και 3 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ΠοινΧρ 2021. 559∙ Ε. Αποστολάκη, Παρατηρήσεις σε ΣυμβΑΠ 1580/2017, ΠοινΧρ 2019. 183.