Μονομελούς Εφετείου Αθηνών 5230/2024, με σημείωμα "Διαφορές από οριζόντια ιδιοκτησία - Συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη. Συμπλήρωση χρόνου παραγραφής από κάθε νομική βάση", Κ. Γιαννούλης

73
2025
02

 

Μονομελές Εφετείο Αθηνών

(7ο Τμήμα)

Αριθ. 5230/2024

 

Δικαστής: Ε.-Α. Κεχαγιά, Εφέτης

Δικηγόροι: Α. Βαρδακούλιας, Α. Ματθαίου

 

Έφεση κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε κατόπιν αγωγής συνιδιοκτήτου πολυκατοικίας κατά της συνιδιοκτησίας για την κάλυψη δαπανών, που ενήργησε συνεπεία ζημιών που υπέστη η ιδιοκτησία του από υπερχείλιση του κοινοχρήστου αγωγού λυμάτων στην ιδιοκτησία του. 

Διαφοροποίηση από πλευράς νομικής βάσης των ζημιών, εκ των οποίων η μεν αξίωση για τις εργασίες επί των κοινοχρήστων στηρίζεται στις περί κοινωνίας διατάξεις του ΑΚ (άρθρ. 788 § 2 και 794 ΑΚ) και οι δαπάνες επισκευής του διαμερίσματος στις περί αδικοπραξίας διατάξεις (άρθρ. 914 επ.) του ΑΚ.

Για τις παραπάνω αξιώσεις ισχύει η κοινή εικοσαετής παραγραφή του άρθρ. 249 ΑΚ για την πρώτη περίπτωση και του άρθρ. 937 ΑΚ για την δεύτερη.

Για την περίπτωση των αδικοπραξιών, όταν αυτές συνίστανται σε διαδοχικές πράξεις, η έναρξη της παραγραφής αρχίζει από την τελευταία.

 

(…) Όπως παρατίθεται και στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 εδ. β' και γ' του ν. 3741/1929, κοινά βάρη, στα οποία υποχρεούνται να συνεισφέρουν όλοι οι συνιδιοκτήτες, θεωρούνται η συντήρηση και επισκευή των κοινών μερών του ακινήτου, που ανήκουν στην συγκυριότητα όλων. Ως επισκευή του κοινού θεωρείται η επιδιόρθωση και αποκατάσταση της ζημίας ή φθοράς του κοινού πράγματος, η οποία (φθορά) προέρχεται είτε από την πάροδο του χρόνου είτε από τη συνήθη χρήση του πράγματος είτε από τυχαία χειροτέρευση αυτού, όχι όμως και από υπαιτιότητα κάποιου συνιδιοκτήτη, η οποία έχει ως στόχο την επαναφορά του πράγματος στην προηγούμενη κατάσταση του. Ως συντήρηση του κοινού θεωρείται η διατήρηση του πράγματος σε τέτοια κατάσταση, ώστε αυτό, κάθε στιγμή να εκπληρώνει τον, από την κατασκευή του, προορισμό του, ο οποίος ανταποκρίνεται στις ανάγκες της συνιδιοκτησίας. Η εκτέλεση των εργασιών, που αποσκοπούν στην επισκευή, συντήρηση, βελτίωση του κοινού και προσθήκη σ’ αυτό έχει ως συνέπεια τη δημιουργία κάποιας δαπάνης και την υποχρέωση των συνιδιοκτητών να συμμετάσχουν στη δαπάνη αυτή, όπως έχουν (συνήθως συμβατική) υποχρέωση να συμμετάσχουν και σε οποιαδήποτε άλλη δαπάνη, που έχει σχέση με τη λειτουργία της οικοδομής. Οι ανωτέρω δαπάνες, στις οποίες ο ιδιοκτήτης κάθε οριζόντιας ιδιοκτησίας είναι υποχρεωμένος να συμβάλλει, κατά το ποσοστό συμμετοχής της ιδιοκτησίας του σ’ αυτές, μπορούν να γίνουν από έναν ή περισσότερους συνιδιοκτήτες και χωρίς ακόμη απόφαση της γενικής συνέλευσης, όταν είναι αναγκαίες, για την διατήρηση της κοινής οικοδομής κατάλληλης προς εκπλήρωση του προορισμού της και προς αποτροπή αμέσου κινδύνου καταστροφής ή βλάβης των κοινών μερών και εγκαταστάσεών της. Η υποχρέωση δε κάθε συνιδιοκτήτη, για συνεισφορά στα κοινά βάρη είναι ανεξάρτητη από τη χρησιμοποίηση ή όχι του κοινού πράγματος, από καθέναν απ’ αυτούς (εκτός αντίθετης νόμιμης και έγκυρης συμβατικής δέσμευσης), διότι η υποχρέωση αυτή προέρχεται από τη συνιδιοκτησία του κοινού και μόνον από το γεγονός, ότι το κοινό πράγμα χρησιμεύει, από τον προορισμό του, για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών, ανεξάρτητα εάν από λόγους υποκειμενικούς χρησιμοποιείται ή όχι αυτό από όλους ή από μερικούς απ’ αυτούς. Η αξίωση του συγκυρίου - κοινωνού, κατά των λοιπών συγκυρίων, να απαιτήσει τις δαπάνες, που κατέβαλε για το κοινό πράγμα, εφόσον αυτές έγιναν με τις προϋποθέσεις του άρθρου 788 § 2του ΑΚ (επικείμενος κίνδυνος βλάβης του κοινού) θεμελιώνεται στις προαναφερόμενες διατάξεις της οροφοκτησίας και αυτές του άρθρου 794 του ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται συμπληρωματικά στην οροφοκτησία [Μον ΕφΠειρ 25/2019, ΜονΕφΘρ 61/2025, ΜονΕφΛ 303/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Εξάλλου, σε σχέση με τις υποχρεώσεις από την αναγκαστική συνιδιοκτησία πάνω στα κοινά πράγματα, κατά το άρθρο 5 εδ. β΄ και γ’ του πιο πάνω νόμου 3741/1929, καθένας από τους συνιδιοκτήτες συμμετέχει -κατά νόμο- υποχρεωτικά στη συν­τήρηση και επισκευή των κοινών μερών της οικοδομής και ευθύνεται ατομικά αλλά και παράλληλα με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες για την επισκευή τους, κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του. Για κάθε δε υπαίτια ζημιογόνο παράλειψη των συνιδιοκτητών ή του διαχειριστή εντολοδόχου τους -και εν προκειμένω και του εκπροσώπου του συμβουλίου της συνιδιοκτησίας που έχει την αυτή την ιδιότητα- σε σχέση με τις ανατεθείσες κατά τα άρθρα 4 και 13 του ως άνω νόμου, από τον Κανονισμό, υποχρεώσεις τους, για συντήρηση και επισκευή των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, ο βλαπτόμενος ιδιοκτήτης έχει αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 932, 714, 297, 298 ΑΚ [ΑΠ 470/2023, ΑΠ 680/2021, ΑΠ462/2017, ΕφΑθ 5347/2008, ΜΕφ Πατ 202/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση, εφόσον κατά τα εκτιθέμενα, ο ενάγων αναζητά τις δαπάνες στις οποίες προέβη, λόγω του κατεπείγοντος, για την επισκευή και συντήρηση του κοινόκτητου αποχετευτικού δικτύου και του συστήματος απορροής των ομβρίων υδάτων της οικοδομής, αλλά και την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στην ιδιοκτησία του, συνεπεία της υπαίτιας παραλείψεως όλων των συνιδιοκτητών και του διαχειριστή και εκπροσώπου του Συμβουλίου της πολυκατοικίας, να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες, που εμπίπτει στην έννοια της αδικοπραξίας, αφού παραβιάστηκε η σχετική, κοινή αλλά και ενός εκάστου συνιδιοκτήτη, υποχρέωση, με βάση τον ν. 3741/1929 (ΑΠ 680/2021, ΑΠ 462/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») αλλά και τον Κανονισμό, συρρέει αδικοπρακτική (υποκειμενική των ίδιων των συνιδιοκτητών και αντικειμενική λόγω του πταίσματος των εντολοδόχων τους), και, με βάση τον Κανονισμό, (αντικειμενική) ευθύνη της εκκαλούσας ένωσης. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, με βάση τον Κανονισμό, η συμβατική αυτή ευθύνη των συνιδιοκτητών, περιορίζεται μόνον στις δαπάνες για την επισκευή των κοινών πραγμάτων και όχι και εκείνων που αφορούν την αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία του ενάγοντος, …..

Πλέον αυτών, από τα άρθρα 247, 251, 298, 914 και 937 του ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (ΟλΑΠ 24/ 2003). Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο υπόχρεως υπαιτίως παραλείπει να άρει δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Στην περίπτωση αυτή η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψή του να άρει τη γενεσιουργό της ζημίας κατάσταση δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσης και ολοκληρωθείσης πράξεώς του, με την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατηρήσεως και μη άρσεως της ζημιογόνου αυτής καταστάσεως, γεννάται δε όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξεως με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως, η κατά το άρθρο 937 του ΑΚ πενταετής ως άνω παραγραφή της αξιώσεως του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από την διατήρηση της καταστάσεως αυτής και την παράλειψη του υπαιτίου υπόχρεου να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από τον χρόνο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς εκείνου, με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζημία σε άλλον [ΑΠ 846/ 2021, ΑΠ 1223/2021, ΑΠ 292/2016, ΜΕφΠειρ 518/2022, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Επιπροσθέτως, από τις διατάξεις των άρθρων 111 § 2,118 § 4 και 216 του ΚΠολΔ, 914, 297, 298 του ΑΚ προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, όσα παρέλειψε, από τον νόμο, τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας, που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 59/2019, ΑΠ 838/ 2011, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντίθετα, άλλοι ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής (ΑΠ 284/2012, ΕφΘ 1218/2017, ΕφΠειρ 489/2016, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο της αγωγής από αδικοπραξία είναι η πρόκληση ζημίας και η περιγραφή της, κατ’ είδος και έκταση, η αιτία και το ύψος της δαπάνης, δηλαδή το είδος των απαιτουμένων υλικών, η δαπάνη αγοράς αυτών, η δαπάνη αποκαταστάσεως των ζημιών, με σαφή και αναλυτικό τρόπο, τιμής ανά τ.μ. ή η κατ’ αποκοπή δαπάνη [ΑΠ 470/ 2023, ΜΕφΑθ 963/ 2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], στην περίπτωση που ο ενάγων εκθέτει ότι ανέθεσε εργολαβικά την αποκατάσταση συγκεκριμένων ζημιών που προκλήθηκαν και ότι συμφώνησε κατά τέτοια, κατ’ αποκοπήν αμοιβή [ΜΕφΑθ 963/2022 ό.π.]. (…)

Με βάση όσα προεκτέθηκαν, αποδεικνύεται ότι το εντολοδόχον και προστηθέν από τη συνιδιοκτησία Συμβούλιο, και συγκεκριμένα οι εκάστοτε διαχειριστές (… … και … …) και εκπρόσωποι της συνιδιοκτησίας (… … και … …), παρ’ ότι γνώριζαν ότι το αποχετευτικό δίκτυο της οικοδομής ήταν πεπαλαιωμένο, ότι αυτό επιβαρυνόταν λόγω της ήδη απαγορευμένης σύνδεσης του με το δίκτυο ομβρίων υδάτων, ότι η επιβάρυνση αυτή έγινε ακόμη μεγαλύτερη από το έτος 2008, οπότε το δίκτυο της ΕΥΔΑΠ τοποθετήθηκε σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο από εκείνο του βόθρου, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διοχέτευση των λυμάτων σε αυτό με φυσιολογική ροή, γεγονός που προκαλούσε υπερχειλίσεις και διαρροές, για τις οποίες κατ’ επανάληψη ενημερώθηκαν, αρχικά από τον ίδιο τον ενάγοντα και στη συνέχεια από τον αντιπρόσωπό του, … …, και με δεδομένο ότι η ανάγκη εκτέλεσης εργασιών υποδεικνυόταν από τους προαναφερθέντες τεχνικούς που διενήργησαν αυτοψία, μεταξύ των οποίων και εκείνοι της επιλογής της συνιδιοκτησίας, παρέλειψαν από αμέλειά τους, έλλειψη δηλαδή της επιμέλειας και προσοχής που μπορούσαν και όφειλαν να επιδείξουν, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά τους, από τον Μάρτιο του έτους 2009 έως και τον Οκτώβριο του έτους 2016 να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, όπως αυτά περιγράφονται ανωτέρω, με αποτέλεσμα την εμφάνιση δυσλειτουργιών και την πρόκληση ζημιών, τόσο στο κοινόκτητο αποχετευπκό σύστημα όσο και στην ιδιοκτησία του ενάγοντος, αποτέλεσμα το οποίο δεν προέβλεψαν. Και τούτο, παρ' ότι με βάση τον Κανονισμό, όπως ήδη εκτέθηκε, είχαν τη δυνατότητα να προβούν στην επισκευή του αποχετευτικού δικτύου, η οποία ήταν επείγουσα, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, χωρίς να απαιτείται να προηγηθεί απόφαση της γενικής συνέλευσης. Συγκεκριμένα και ο εκάστοτε διαχειριστής είχε τη δυνατότητα να ενεργεί σε επείγουσες περιπτώσεις επισκευές κοινόκτητων χώρων ή πραγμάτων μέχρι του ποσού των 11.739 ευρώ, το δε Συμβούλιο, αποτελούμενο από τον ίδιο και τον εκάστοτε εκπρόσωπο της συνιδιοκτησίας, δικαιούτο επίσης να προβεί σε τρέχουσες επιδιορθώσεις μέχρι του ποσού των 46.955,24 ευρώ, άνευ απόφασης της γενικής συνέλευσης και χωρίς μάλιστα να τίθεται χρονικός περιορισμός-με τι συχνότητα δηλαδή μπορούσαν να το πράξουν. Αμέλεια, ωστόσο, βαρύνει και τους συνιδιοκτήτες, οι οποίοι στις γενικές συνελεύσεις που μεσολάβησαν και στις οποίες συμμετείχαν παρέλειψαν να λάβουν συγκεκριμένη απόφαση, που θα επέτρεπε την οριστική λύση του προβλήματος, ή έπαιρναν αποφάσεις αλλά δεν μεριμνούσαν για την υλοποίησή τους. Γενικά, τα μέλη του Συμβουλίου και οι συνιδιοκτήτες υπήρξαν εξαιρετικά αναβλητικοί και εν τέλει αδρανείς στην επίλυση του ζητήματος, και, σε οποιαδήποτε πρόταση εκ μέρους του ενάγοντος, ο οποίος υφίστατο άμεσα τις συνέπειες από τη δυσλειτουργία και τις βλάβες του αποχετευτικού συστήματος, λόγω της θέσης της ιδιοκτησίας του, δείχνοντας έμπρακτα όλ’ αυτά τα χρόνια που παρήλθαν, την αγωνία του αλλά και την ειλικρινή του διάθεση για τη διευθέτησή του με κοινά αποδεκτή λύση, με διαρκή παρουσία αντιπροσώπου του στις γενικές συνελεύσεις, ενημέρωση των συνιδιοκτητών, μέσω του εκάστοτε διαχειριστή, κάλυψη εξ ιδίων πόρων των δαπανών που ήταν απαραίτητες για την αντιμετώπιση κάθε φορά έκτακτων αναγκών, προς αποκατάσταση της ζημίας στα κοινόκτητα μέρη της οικοδομής και την ιδιοκτησία του αλλά και την αποτροπή πρόκλησης ζημίας στην ιδιοκτησία του, ήταν αρνητικοί, αμφιρρέποντας μεταξύ της αμφισβήτησης του προβλήματος (υπερχείλισης) και της προκληθείσας κάθε φορά ζημίας, και του κόστους αποκατάστασής της. Δεν προέβησαν σε ουδεμία ενέργεια, παρ’ ότι οι εργασίες επισκευής του αποχετευτικού δικτύου, οι οποίες είχαν εξ ορισμού επείγοντα χαρακτήρα, ειδικά μετά το 2009 που ανυψώθηκε το δίκτυο της ΕΥ ΔΑΠ και αυξήθηκαν οι πιθανότητες υπερχείλισης, αποτελούσαν κατά νόμον υποχρέωση όλων των συνιδιοκτητών και, σύμφωνα με τον Κανονισμό, του εκάστοτε διαχειριστή και εκπροσώπου της συνιδιοκτησίας, που αποτελούσαν το Συμβούλιό της, και δεν υλοποίησαν ούτε και τις αποφάσεις που έλαβαν στο πλαίσιο γενικών συνελεύσεων.

Περιορίστηκαν στην αμφισβήτηση των ενεργειών του ενάγοντος ή του επείγοντα χαρακτήρα των απαιτούμενων επεμβάσεων, χωρίς αντίλογο, τη στιγμή που δεν ανταποκρίθηκαν ούτε στοιχειωδώς στις υποχρεώσεις τους, και ουδέποτε του απέδωσαν την αναλογία της συνιδιοκτησίας στις σχετικές δαπάνες, που αυτός είχε προβεί. Αντιθέτως, με ουδεμία αμέλεια δεν αποδείχθηκε ότι βαρύνεται ο ενάγων στην πρόκληση της ζημίας του, συνιστάμενης αυτής στο σύνολο των δαπανών του, όπως ισχυρίστηκε πρωτοδίκως η εκκαλούσα, για τον λόγο ότι οι υπ’ αυτού ορισθέντες τεχνικοί και τεχνίτες, προέβησαν σε πλημμελείς εργασίες επισκευής κατά την πλημμύρα στις 17.3.2011 αλλά και προηγουμένως τον Μάιο του 2009, δεν αποκατέστησαν πλήρως τις σωληνώσεις του υπογείου παρά μόνον με τις δύο από τις έξι κάθετες στήλες του αποχετευτικού δικτύου, ενώ παρέμεινε σε παράλληλη λειτουργία το παλαιό οριζόντιο δίκτυο του δαπέδου του ενάγοντος, τοποθέτησαν νέες σωληνώσεις μικρότερης διατομής της απαιτούμενης και δεν προηγήθηκε εμπεριστατωμένη μελέτη για τις επισκευές. Ακόμη και αν υπήρξαν πράγματι αστοχίες, πιθανότητα που και ο ίδιος δεν απέκλεισε, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ενήργησε αμελώς, ως προς την επιλογή των τεχνικών που ασχολήθηκαν με το δίκτυο της αποχέτευσης και ούτε μπορεί να του καταλογιστεί το πταίσμα αυτών, διότι δεν θεωρούνται προστηθέντες από αυτόν και ο τελευταίος δεν ευθύνεται για τα πταίσματά τους, κατά την εκτέλεση των ανατεθέντων εργασιών, αφού δεν αποδείχθηκε ότι είχε διαφυλάξει για τον εαυτό του, ρητά ή σιωπηρά, τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου με την παροχή δεσμευτικών εντολών και οδηγιών (ΑΠ 142/2020, ΑΠ 47/ 2020, ΑΠ 181/2016, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 797/2014 δημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας, και πρέπει ο έκτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα επαναφέρει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό της, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Έτσι, εξαιτίας της υπαίτιας και παράνομης αυτής συμπεριφοράς των εκπροσώπων της συνιδιοκτησίας, ως εντολοδόχων και προστηθέντων, σύμφωνα με την οικεία σκέψη, από τους συνιδιοκτήτες, αλλά και των συνιδιοκτητών, ο ενάγων δαπάνησε για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στα κοινόχρηστα μέρη και την ιδιοκτησία του και προς αποτροπή άμεσου κινδύνου περαιτέρω βλάβης της ιδιοκτησίας του, το συνολικό ποσό των 28.606,48 (5.950 + 1.130 + 2.486 + 3.955 + 2.825 + 7.380 + 1.130 + 1.130 + 615 + 615 + 492 + 253,38 + 79,10 + 70 + 496) ευρώ, στο οποίο πρέπει να προστεθεί το ποσό των 300 ευρώ, το οποίο παρακρατήθηκε από το ΜΤΠΥ, μισθωτή του διαμερίσματος του ενάγοντος από το οφειλόμενο μίσθωμα του μηνός Οκτωβρίου 2011, λόγω των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν εκεί στις 18, 19, 25/3 και 6.4. 2011 και αφορούσαν το πλύσιμο και καθαρισμό όλου του υπογείου και του στεγανού του βόθρου, για τις οποίες καταναλώθηκε νερό από την παροχή του μισθίου, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί αυξημένη, κατά 300 ευρώ, σε σχέση με τη συνήθη, η κατανάλωση ύδατος, στον λογαριασμό που εκδόθηκε στις 20.5.2011 και αφορούσε την περίοδο από 8/1 έως 7.4.2011 (σχετ. η υπ’ αριθ. …/..-..-… επιστολή της προϊσταμένης της Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης Ακίνητης Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών και η συνημμμένη σε αυτήν ειδοποίηση της ΕΥΔΑΠ προς τον ενάγοντα), δηλαδή τελικώς το ποσό των 28.906,48 ευρώ. Επομένως, ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθόρισε τη συνολική ζημία του ενάγοντος στο ποσό αυτό και ως εκ τούτου πρέπει, ο περί του αντιθέτου, πέμπτος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, παρά την επισήμανση, ότι, από το ποσό αυτό, εκείνο των 4.746 (2.486 + 1.130 + 1.130) ευρώ, αφορούσε έξοδα για την αποκατάσταση των ζημιών στην ιδιοκτησία του ενάγοντος, αποδοτέα μόνο με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, αυτό δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικό διατακτικό. Περαιτέρω, εφόσον η γενεσιουργός των ζημιών του ενάγοντος παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εκάστοτε διαχειριστών και εκπροσώπων της συνιδιοκτησίας αλλά και των μελών της, δεν έλαβε χώρα μία φορά, αλλά ήταν εξακολουθητική, καθώς εξακολουθούσαν μέχρι και τον χρόνο άσκησης της παρούσας αγωγής να εκκρεμούν εργασίες επισκευής του αποχετευτικού δικτύου, με αποτέλεσμα να προκαλούνται νέες ζημίες στον ενάγοντα, η κατά το άρθρο 937 του ΑΚ πενταετής παραγραφή των αξιώσεων του τελευταίου σε αποζημίωση για τις ζημίες, που υπέστη, δεν άρχισε από τον χρόνο, που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς τους, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που προκαλείτο ζημία σε αυτόν, σύμφωνα με την οικεία σκέψη που προεκτέθηκε. Επομένως, εφόσον από τον χρόνο των γενόμενων εκ μέρους του δαπανών, ύψους 1.130 ευρώ στις 23.5.2011 και 1.130 ευρώ στις 25.5.2011, που δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική αγωγή του, από την οποία παραιτήθηκε, και μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής στις 29.12.2016 παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας, η σχετική αξίωσή του, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, στηρίζεται μόνον στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, διότι οι δαπάνες αυτές αφορούσαν μόνον την ιδιοκτησία του, έχει υποπέσει σε παραγραφή. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας σε διαφορετική κρίση και απορρίπτοντας την ένσταση παραγραφής που η εκκαλούσα παραδεκτά και νομοτύπως είχε προτείνει, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο επαναφέρει την εν λόγω ένστασή της, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, όσον αφορά τη δαπάνη των 7.380 ευρώ που έγινε στις 20.5.2011 και αφορούσε όχι την ιδιοκτησία του ενάγοντος αλλά κοινόκτητα μέρη της οικοδομής, λεκτέα τυγχάνουν τα ακόλουθα: α/ μέρος του ποσού αυτού, ύψους 6.497,5 ευρώ (5.750 πλέον ΦΠΑ 13 %), έχει συμπεριληφθεί ως μελλοντική δαπάνη στην προγενέστερη αγωγή του ενάγοντος, που κατατέθηκε στις 23.11.2012 (σ. 13, § 2) και, επομένως, σε κάθε περίπτωση, η παραγραφή της αξίωσης του ενάγοντος από αδικοπραξία διεκόπη, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του ως εφεσίβλητου, με τις προτάσεις του, κατά την ημερομηνία αυτή (άρθρο 261 του ΑΚ) και, σε κάθε περίπτωση, έκτοτε και μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (29.12.2016), με ταυτόχρονη παραίτησή του από την προηγηθείσα, δεν συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής, β/ όσον αφορά το απομένον ποσό των 882,5 (7.380 - 6.497,5) ευρώ, που δεν είχε περιληφθεί στην αρχική αγωγή, η σχετική αξίωση του ενάγοντος (από αδικοπραξία) έχει πράγματι υποπέσει σε παραγραφή, αφού από τον χρόνο αυτής μέχρι την άσκηση της αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας, χωρίς αυτή να διακοπεί. Ο ισχυρισμός, όμως, της εκκαλούσας περί παραγραφής είναι αλυσιτελής, ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, διότι αποτελεί δαπάνη αποδοτέα κατά τον Κανονισμό και, επομένως, η σχετική αξίωση του ενάγοντος, υπάγεται ελλείψει άλλης ειδικότερης πρόβλεψης, στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του ΑΚ. Επομένως, το οφειλόμενο προς τον ενάγοντα ποσό διαμορφώνεται τελικώς σε 24.515 [26.646,48 (28.906,48 -2.260) x 92 %] ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγομένης αλλά και των μελών της, εκτός από την περιουσιακή ζημία του, ο ενάγων υπέστη και ηθική βλάβη, λόγω της στενοχώριας και ταλαιπωρίας του εξαιτίας των εκάστοτε βλαβών στην ιδιοκτησία του, της ανάγκης άμεσης επέμβασης κάθε φορά, αλλά και της αγωνίας του σε σχέση με τη διατήρηση της σύμβασης μισθώσεως της ιδιοκτησίας του, η οποία λόγω των βλαβών που λάμβαναν χώρα, κινδύνευε να καταγγελθεί εκ μέρους του ΜΤΠΥ, για την αποκατάσταση της οποίας η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να του επιδικασθεί, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧρΙδΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ανέρχεται, ενόψει του είδους και του βαθμού της υπαιτιότητας των προστηθέντων της εναγομένης αλλά και των μελών της συνιδιοκτησίας, των ειδικότερων συνθηκών, της έκτασης, του είδους και της σοβαρότητας των προκληθέντων κάθε φορά ζημιών, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης του ενάγοντος, ο οποίος ήταν φοιτητής, χωρίς να προκύπτουν άλλα στοιχεία για την οικονομική κατάσταση του ιδίου και των συνιδιοκτητών, φυσικών προσώπων, στο ποσό των 4.000 ευρώ. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις και εφαρμόζοντας τον νόμο έκρινε όμοια και πρέπει ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, ο τέταρτος λόγος της έφεσης, αναφορικά με την αφετηρία της τοκοδοσίας του οφειλόμενου, βάσει της εκκαλουμένης, προς τον ενάγοντα ποσού, λόγω δαπανών, πρέπει να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ ουσίαν, για το επιμέρους ποσό των 2.287(2.486 x 92 %) ευρώ, γιατί αφορά αξίωση από αδικοπραξία και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 301 του ΑΚ, που αφορά όλο το υπόλοιπο ποσό, που αποτελεί αποζημίωση λόγω δαπανών. (…).


 ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Διαφορές από οριζόντια ιδιοκτησία – Συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη. Συμπλήρωση χρόνου παραγραφής από κάθε νομική βάση

 

Η σχολιαζομένη απόφαση έκρινε επί της περιπτώσεως συνιδιοκτήτου πολυκατοικίας, του οποίου η ιδιοκτησία υπέστη ζημίες συνεπεία λυμάτων που προήλθαν από τον κοινόχρηστο αγωγό και που κατέκλυσαν το υπόγειο διαμέρισμά του. Σύμφωνα με το ιστορικό της αποφάσεως ο εφεσίβλητος ιδιοκτήτης αναγκάστηκε, προ της αδράνειας που επέδειξε η συνιδιοκτησία να αποκαταστήσει την βλάβη, να προβεί ο ίδιος σε επισκευαστικές εργασίες αυτών, οι οποίες είχαν τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος, προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω κατάκλυση με τα απόβλητα της πολυκατοικίας της ιδιοκτησίας του, ενώ παράλληλα αποκατέστησε και τις προκληθείσες ζημίες σε αυτήν.

Κατόπιν αυτού και προ της αρνήσεως της συνιδιοκτησίας της πολυκατοικίας να του καταβάλει τις παραπάνω δαπάνες, αναγκάστηκε ο θιγείς ιδιοκτήτης να ασκήσει αγωγή κατά της συνιδιοκτησίας, ζητώντας επί πλέον και την καταβολή αποζημιώσεως λόγω ηθικής βλάβης.

 

Η ανωτέρω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και προσεβλήθη με έφεση από την ένωση των συνιδιοκτητών.

 

Η σχολιαζομένη απόφαση με εμπεριστατωμένη αιτιολογία από πλευράς νομικής θεμελίωσης έκρινε ως βάσιμες τις δαπάνες που ο εφεσίβλητος έκανε για τις επισκευές, που ο ανωτέρω προέβη στο αποχετευτικό σύστημα της πολυκατοικίας και οι οποίες είναι αποδοτέες σε αυτόν από την συνιδιοκτησία, αφαιρούμενης της αναλογίας του ως συνιδιοκτήτου, σύμφωνα με τις περί κοινωνίας διατάξεις και ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 788 § 2 και 794 ΑΚ.

Η αξίωση για τις δαπάνες αποκατάστασης των ζημιών στην δική του ιδιοκτησία βασίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας των άρθρ. 914 επ. ΑΚ με υπεύθυνη πάλι προς αποζημίωση την συνιδιοκτησία.

Η ανωτέρω διάκριση από πλευράς νομικής θεμελίωσης έχει πρακτική εφαρμογή στο θέμα της παραγραφής, η οποία στην πρώτη περίπτωση είναι η κοινή εικοσαετής του άρθρ. 249 ΑΚ ενώ στην δεύτερη η πενταετής του άρθρ. 937 § Ι ΑΚ. Η διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών δαπανών (αυτών που έγιναν στις κοινόχρηστες εγκαταστάσεις και αυτών που έγιναν για την αποκατάσταση των ζημιών στο διαμέρισμά του) εμφανίζεται σε αυτό τούτο το σκεπτικό της απόφασης, όπου για τις μεν δαπάνες των κοινοχρήστων απερρίφθη η σχετική ένσταση της εκκαλούσας συνιδιοκτησίας, με το ορθό αιτιολογικό ότι ισχύει η κοινή εικοσαετής παραγραφή, ενώ για τις δαπάνες που ο εφεσίβλητος ενήργησε στο διαμέρισμά του έγινε εν μέρει δεκτή η σχετική ένσταση για τις δαπάνες εκείνες που ενεργήθησαν πέραν της πενταετίας αφότου ασκήθηκε η αγωγή.

Περαιτέρω, για το θέμα της πενταετούς παραγραφής, η σχολιαζομένη απόφαση διατυπώνει την ορθή καθ’ ημάς άποψη, ότι δεν αρχίζει ο υπολογισμός της με την εμφάνιση του ζημιογόνου γεγονότος ή από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση αυτού, αλλά, εφόσον δεν περιορίζεται από μία ζημιογόνο πράξη αλλά από πολλές διαδοχικές ή εάν αυτό έχει εξακολουθητικό χαρακτήρα, η παραγραφή αρχίζει να υπολογίζεται από την τελευταία ζημιογόνο ενέργεια.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ