Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών 3679/2024, με σχόλιο "Η άρση κατάσχεσης ψηφιακών πειστηρίων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας", Γ.-Μ. Ν. Καλογήρου

73
2025
02

 

Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών

Αριθ. 3679/2024

 

Δικαστής: Ε. Στασινόπουλος, Πρόεδρος Πλημμελειοδικών

Εισαγγελέας: Κ. Κούντριας, Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών

 

Άρση κατάσχεσης ψηφιακών πειστηρίων, καθώς δεν τίθεται πλέον ζήτημα ως προς την πρόκληση δυσχερειών στην εξακρίβωση της αλήθειας σχετικά με τα διερευνώμενα αδικήματα, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας. Αντίθετη εισαγγελική πρόταση σύμφωνα με την οποία, καθώς οι σχετικοί υπολογιστές κατασχέθηκαν ως μέσα τέλεσης του αδικήματος στο οποίο αφορά η εκδοθείσα και εκτελεσθείσα Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας, δεν τίθεται ζήτημα άρσης της κατάσχεσης, καθόσον διά της αποδόσεως αυτών ενδέχεται να δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας, εφόσον υπάρχουν σε αυτούς στοιχεία σχετιζόμενα με το προαναφερόμενο αδίκημα (Άρθρα 251 § 2, 268 § 3, 269 § 3 ΚΠΔ, 82 ΣΕΕ).

 

Όπως προκύπτει από τη διατύπωση και το σκοπό της § 3 του άρθρου 268 ΚΠΔ, άρση της κατάσχεσης μπορεί να γίνει μόνον επί πραγμάτων τα οποία έχουν κατασχεθεί ή απλώς παραδοθεί στην ανάκριση, προκειμένου αυτά να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, και γι’ αυτό προϋπόθεση της άρσης της κατάσχεσης τίθεται η μη παρεμπόδιση από την άρση, της ανεύρεσης της αλήθειας. Εξάλλου, σημαντική είναι η κατοχύρωση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία δεσμεύει τον Ανακριτή και κάθε ανακριτικό υπάλληλο κατά τη διενέργεια οποιοσδήποτε ανακριτικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης της κατάσχεσης κατά τη ρητή πρόβλεψη πλέον του άρθρου 251 § 2 του ΚΠΔ (ν. 4620/2019). Η ρητή υπόμνηση στο πλαίσιο του νέου Κώδικα δεν καταλείπει καμία αμφιβολία ότι η αρχή είναι αντιτάξιμη σε κάθε εκπρόσωπο των δικαστικών ή ανακριτικών αρχών, και σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας. 

Στην προκειμένη περίπτωση, […], η προσφεύγουσα ζητεί την άρση της κατάσχεσης, που επιβλήθηκε με την έκθεση κατ’ οίκον έρευνας και κατάσχεσης, προκειμένου να της αποδοθούν τα κατασχεθέντα ηλεκτρονικά πειστήρια, άλλως να της αποδοθεί τουλάχιστον ένας υπολογιστής (all in one) μάρκας Apple μετά του τροφοδοτικού του. Η προσφυγή κατατέθηκε στον Ανακριτή Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών του Πρωτοδικείου Αθηνών [και] μετά την κατάθεση της […] προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών διά του Ανακριτή Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών του Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ως άνω Ανακριτής […] τη διαβίβασε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τις δικές του ενέργειες. Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση προσφυγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου (άρθρο 20 § 2, 4, 138 § 1 εδ. β΄ και 307 περ. ε΄ ΚΠΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 269 § 3 εδ. γ΄ ΚΠΔ. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, δυνάμει της παραγγελίας του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ανατέθηκε η εκτέλεση συμπληρωματικής Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας […] των Αυστριακών Αρχών […] για τη Δίωξη Υποθέσεων Οικονομικού Εγκλήματος και Διαφθοράς (WKStA), η οποία αφορά σε υπόθεση σχετιζόμενη με τα οικονομικά αδικήματα της φορολογικής απάτης […], και το αδίκημα της οργανωμένης παράνομης εργασίας […], ζητώντας τη διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας στις διευθύνσεις που χρησιμοποιούνται από τον Α.Σ.** και τον Λ.Μ.** Σε εκτέλεση αυτής, διενεργήθηκε κατ’ οίκον έρευνα και συντάχθηκε έκθεση κατ’ οίκον έρευνας και κατάσχεσης […] παρουσία Δικαστικού Λειτουργού, στην κατοικία του Α.Σ.**, […]. Μεταξύ των κατασχεθέντων περιλαμβάνονται ένας υπολογιστής (όλα σε ένα – all in one), μάρκας Lenovo, χρώματος μαύρου, ένας φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής, μάρκας Dell, χρώματος μαύρου, και ένας υπολογιστής (all in one) μετά τροφοδοτικού, μάρκας Apple (Mac), χρώματος ασημί.

Με την υπό κρίση προσφυγή της, σε συνέχεια αίτησης της προσφεύγουσας που είχε υποβληθεί στον Ανακριτή Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών, αυτή στρέφεται κατά της απορριπτικής εν μέρει Διάταξης του ανωτέρω Ανακριτή, όπως τούτη διορθώθηκε […], ζητώντας εκ νέου από το Συμβούλιο την απόδοση των προαναφερθέντων ηλεκτρονικών υπολογιστών, διότι αυτοί δεν περιέχουν κάποιο αρχείο που να σχετίζεται με την τρέχουσα δικαστική έρευνα των Αυστριακών Αρχών, εφόσον τους έχει για οικιακή / προσωπική χρήση, αλλά και για την εργασία της ως τραπεζική υπάλληλος, δηλώνοντας ότι εργάζεται και εξ αποστάσεως, οπότε της είναι απαραίτητη η χρήση του σταθερού ή φορητού υπολογιστή, ενώ, επικουρικά, ζητεί τουλάχιστον την απόδοση του υπολογιστή μάρκας Apple (Mac), μετά του τροφοδοτικού του. Ειδικότερα, μετά τη διενέργεια της κατ’ οίκον έρευνας και της επιβληθείσας κατάσχεσης, ο Ανακριτής Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών του Πρωτοδικείου Αθηνών […] παρήγγειλε την προώθηση των κατασχεθέντων ηλεκτρονικών υπολογιστών στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών /Τμή­μα Ψηφιακών Πειστηρίων, ώστε η εν λόγω Υπηρεσία να εξαγάγει αντίγραφα των σκληρών δίσκων, μετά δε την εξαγωγή των αντιγράφων, την παραλαβή εκ νέου τόσο των υπολογιστών, όσο και των αποθηκευτικών μέσων, που χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγωγή αντιγράφων και την παράδοσή τους. Η ανωτέρω παραγγελία του Ανακριτή εκτελέστηκε […]. Επομένως, επειδή έχουν εξαχθεί αντίγραφα των σκληρών δίσκων των υπολογιστών και το περιεχόμενό τους βρίσκεται στη διάθεση των αρμόδιων Δικαστικών Αρχών, δεν τίθεται πλέον ζήτημα ως προς την πρόκληση δυσχερειών στην εξακρίβωση της αλήθειας σχετικά με τα διερευνώμενα αδικήματα, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 251 § 2 του ΚΠΔ), κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη του παρόντος, οπότε πρέπει να διαταχθεί η απόδοση των κατασχεθέντων ψηφιακών πειστηρίων στην προσφεύγουσα. Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η απόδοση των κατασχεθέντων ψηφιακών πειστηρίων στην προσφεύγουσα […].

Στο νομικώς ενδιαφέρον μέρος της αντίθετης εισαγγελικής πρότασης, γίνεται αναφορά στο άρθρο 269 ΚΠΔ αλλά και στο άρθρο 82 της Σύμβασης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το οποίο: «1. Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ένωση θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών και περιλαμβάνει την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών στους τομείς που προβλέπονται στην § 2 και στο άρθρο 83. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα που αφορούν: α) τον καθορισμό κανόνων και διαδικασιών για να εξασφαλίζεται η αναγνώριση, σε ολόκληρη την Ένωση, όλων των τύπων δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, β) την πρόληψη και την επίλυση των συγκρούσεων δικαιοδοσίας μεταξύ κρατών-μελών, γ) την υποστήριξη της κατάρτισης των δικαστών και των άλλων λειτουργών και υπαλλήλων του τομέα απονομής της δικαιοσύνης, δ) τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών ή άλλων ισοδύναμων αρχών των κρατών μελών κατά την άσκηση ποινικών διώξεων και την εκτέλεση των αποφάσεων». […] Δεδομένου ότι η επιβληθείσα στους ως άνω αναφερόμενους υπολογιστές κατάσχεση έχει λάβει χώρα σε αυτούς με την ιδιότητα των μέσων τέλεσης του αδικήματος στο οποίο αφορά η εκδοθείσα και εκτελεσθείσα Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας, δεν τίθεται ζήτημα άρσης της κατάσχεσης, καθόσον μεταξύ των αδικημάτων στα οποία αφορά η παρούσα δικαστική συνδρομή περιλαμβάνεται και αυτό της φορολογικής απάτης, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί η διάπραξή του και μέσω των ανωτέρω ηλεκτρονικών υπολογιστών, ενώ, πέραν της ανωτέρω διαπίστωσης, διά της αποδόσεως αυτών ενδέχεται να δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας, εφόσον υπάρχουν σε αυτούς στοιχεία σχετιζόμενα με το προαναφερόμενο αδίκημα. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς αμφότερα τα αιτήματά της, ήτοι, τόσο ως προς το κύριο, της απόδοσης όλων των κατασχεθέντων ηλεκτρονικών υπολογιστών, όσο και ως προς το επικουρικό αίτημα, ήτοι, της απόδοσης μόνο του υπολογιστή μάρκας Apple (Mac).


ΣΧΟΛΙΟ

Η άρση κατάσχεσης ψηφιακών πειστηρίων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας

Στο ως άνω βούλευμα ερευνάται το ζήτημα της άρσης κατάσχεσης επί πραγμάτων που έχουν κατασχεθεί στο πλαίσιο Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας. Δεδομένης της αντίθετης προτάσεως του Εισαγγελέα, επισημαίνονται τα κάτωθι:

Η Οδηγία 2014/41/ΕΕ περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4489/2017[1]. Από το συνδυασμό των άρθρων 2 και 4 του ν. 4489/2017, η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (εφεξής «ΕΕΕ») εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων, κάθε είδους, σε άλλο κράτος-μέλος για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων. Περιλαμβάνει δηλαδή όλες τις ανακριτικές πράξεις που προβλέπονται στον ΚΠΔ[2], συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής κατάσχεσης κατ’ άρθρα 264 και 265 του ΚΠΔ.

       Σύμφωνα με το άρθρο 269 του ΚΠΔ, η κατάσχεση μπορεί να αρθεί, αν δεν είναι πιθανόν ότι από αυτόν τον λόγο θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας, συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το ως άνω βούλευμά του. Όπως έχει γίνει μάλιστα δεκτό, η άρση της κατάσχεσης προϋποθέτει μόνον ότι δεν θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας και δεν επηρεάζεται από το ενδεχόμενο της δήμευσης των πραγμάτων που κατασχέθηκαν (υποχρεωτική ή δυνητική) είτε αυτή προβλέπεται ως παρεπόμενη ποινή, είτε ως μέτρο ασφαλείας[3]. Φυσικά, επιβάλλεται να συναξιολογούνται και άλλες συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως οι ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με τη βαρύτητα του εγκλήματος και την αναμενόμενη ποινική κύρωση, οι ανάγκες του θιγόμενου, το αν το κατασχεθέν ανήκει στον κατηγορούμενο ή σε τρίτο - μη συμμέτοχο στην αξιόποινη πράξη, η αξία και η χρησιμότητα των κατασχεθέντων για τον θιγόμενο, ο κίνδυνος επέλευσης ανεπανόρθωτης βλάβης στον θιγόμενο ή σε τρίτα, συνδεόμενα με αυτόν, πρόσωπα, το ενδεχόμενο απώλειας της αξίας ή φθοράς των κατασχεθέντων, καθώς και η χρονική διάρκεια που προβλέπεται να έχει το δικονομικό αυτό μέτρο της κατάσχεσης[4]

Ο εισαγγελέας, ωστόσο, έκρινε ότι θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η προσφυγή για άρση της κατάσχεσης των σχετικών ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθώς αποτελούν μέσα τέλεσης του αδικήματος στο οποίο αφορά η συγκεκριμένη ΕΕΕ και μπορεί να δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας, εφόσον υπάρχουν σε αυτούς στοιχεία σχετιζόμενα με το προαναφερόμενο αδίκημα.

Σε περίπτωση λοιπόν που το κατασχεθέν πράγμα είναι το μέσο τέλεσης του εγκλήματος, «η διατήρησή του στο δικονομικό καθεστώς της κατάσχεσης αποτελεί αναγκαιότητα για την εξακρίβωση της αλήθειας», εάν δεν μπορεί αλλιώς να αποδειχθεί η πράξη[5]. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το ως άνω βούλευμα, εξήχθησαν αντίγραφα των σκληρών δίσκων των υπολογιστών και το περιεχόμενό τους βρίσκεται στη διάθεση των αρμόδιων δικαστικών Αρχών. Συνεπώς, δεν συντρέχει κίνδυνος να δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας και ορθά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ότι η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η απόδοση των κατασχεθέντων ψηφιακών πειστηρίων στην προσφεύγουσα.

 

ΓΕΩΡΓΙΑ-ΜΑΡΙΑ Ν. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ

Δικηγόρος


 


[1]. Ό. Τσόλκα / Δ. Αρβανίτη, Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας, τεύχ. Ι & ΙΙ, σε: Σ. Παύλου / Θ. Σάμιος (επιμ.), Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι: ερμηνεία κατ’ άρθρον, τ. ΙΙ, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2021 (7η ενημέρωση).

[2]. Α. Τζαννετής, Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ με το ν. 4489/2017), ΠοινΧρ 2018, σ. 84.

[3]. ΣυμβΠλΠειρ 821/2020, Αρμ 2021, σ. 1765.

[4]. Χ. Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ερμηνεία κατ’ άρθρο), Τόμος III Άρθρα 177 - 319, άρθρο 268, αριθ. 18, σ. 3146.

[5]. Λ. Τσόγκας, Η κατάσχεση στην ποινική προδικασία, νέες ρυθμίσεις στον ΚΠΔ και η εφαρμογή τους σήμερα, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα: https://antimolia.gr/l-tsogkas-i-kataschesi -stin-poiniki-prodikasia-nees-rythmiseis-ston-kpd-kai-i-efarmogi-tous-simera/.