ΑΠ 71/2024

73
2025
02

 

Άρειος Πάγος (Α2΄ Τμήμα)

Αριθ. 71/2024

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος 

Εισηγήτρια: Π. Γκουδή-Νινέ, Αρεοπα­γί­της

Δικηγόρος: Σ. Μανουσόπουλος

 

Δικαιοδοσία Διοικητικών Δικαστηρίων. Ενιαία εφαρμογή κανόνων. Έναρξη εφαρμογής ν. 4412/2016. Με τον ν. 4412/2016 προβλέπεται ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο διοικητικό εφετείο. Πρόκειται για διατάξεις στις οποίες προσδόθηκε αναδρομική ισχύς με το άρθρο 376 § 14 ν. 4412/2016. Αντιθέτως, η αναδρομική αυτή ισχύς δεν δόθηκε ως προς τις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, καθώς το άρθρο 43 § 24 περ. α΄ ν. 4605/ 2019 δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάφθηκαν πριν το ν. 4412/2016, και τούτο ακόμα και αν η προσφυγή ή αγωγή κατατεθεί μετά την 1/7/2019. Για τις συναφθείσες προ του ν. 4412/2016 συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, παραμένει η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, εφόσον διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο [Άρθρα 576, 559, 560 ΚΠολΔ, 94 Σ, 1 ν. 1406/1983, 175 ,198, 205Α και 376 § 14 ν. 4412/2016, 1 και 2 ν. 1418/1984, 22 ν. 3693/ 1957].

 

(…)  Στο άρθρο 94 … του Συντάγματος, … ορίζονται τα εξής: «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές, όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές, επιτρέπει όμως σ` αυτόν, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, προς εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής της ιδίας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδικάσεως ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή και αντιστρόφως (ΑΕΔ 18/2009). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 § 1 του ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν την ανωτέρω συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας, που δεν είχαν ακόμα υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην § 2 του ιδίου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι`), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση είναι διοικητική, εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος, που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς, έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016, ΑΕΔ 3/2012, ΑΠ 891/2018). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση, που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό, είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 1/2016, ΑΕΔ 3/2012, ΑΠ 891/2018). Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από συμβάσεις με το Δημόσιο ή με ν.π.δ.δ. υπάγονταν είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, και το οποίο ρητά προβλεπόταν και στο ν. 4412/8.8.2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Ο­δηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», με τον οποίο θεσπίστηκαν ενιαίοι κανόνες για τις διαδικασίες προγραμματισμού, ανάθεσης, σύναψης και εκτέλεσης δημοσίων συβάσεων, μεταβλήθηκε, αφενός μεν ως προς τις συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών με τα άρθρα 21 και 22 του ν. 4491/13.10.2017, με τα οποία αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως οι διατάξεις των άρθρων 175 και 198 του ν. 4412/2016 και ορίστηκε ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, διοικητικό εφετείο, στις οποίες διατάξεις μάλιστα προσδόθηκε αναδρομική ισχύς με την διάταξη του άρθρου 376 § 14 του ν. 4412/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 23 ν. 4491/2017 και ορίζει ότι το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 198 του ιδίου νόμου) εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών, που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016, αφετέρου δε ως προς τις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών με το άρθρο 43 § 24 περ. α΄ του ν. 4605/1.4.2019, με το οποίο προστέθηκε άρθρο 205 Α΄ στον προαναφερόμενο ν. 4412/2016, το οποίο άρχισε να ισχύει τρεις μήνες μετά από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (4605/2019) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ήτοι από 01.07. 2019), σύμφωνα με το οποίο: «1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο διοικητικό εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση ...». Στη διάταξη αυτή δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς, όπως, κατά τα ανωτέρω, δόθηκε για τις συμβάσεις δημοσίων έργων και μελετών με το άρθρο 23 ν. 4491/2017, στην δε αιτιολογική έκθεση του ν. 4605/2019 αναφέρεται ότι το άρθρο 205 Α΄ προστέθηκε στο νόμο 4412/2016, προκειμένου να επιτευχθεί η ενιαία εφαρμογή στις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών του νόμου αυτού, ο οποίος, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 376 § 1 αυτού, εφαρμόζεται σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις, καθώς και σε όλους τους διαγωνισμούς μελετών, η έναρξη της διαδικασίας σύναψης των οποίων, σύμφωνα με τα άρθρα 61, 120, 290 και 330, λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, ήτοι μετά από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 08.08.2016. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι η προσθήκη του άρθρου 205 Α` στο νόμο 4412/2016 έγινε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 94 § 3 του Συντάγματος, χάριν της ενιαίας εφαρμογής των κανόνων του ν. 4412/2016 και μόνον, αφού στη διάταξη αυτή δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς, όπως δόθηκε για τα άρθρα 175 και 198 του ιδίου νόμου με το ν. 4791/2017 για τις συμβάσεις δημοσίων έργων και μελετών και συνεπώς το άρθρο αυτό (205 Α`) εφαρμόζεται για τις προσφυγές ή αγωγές, που κατατίθενται μετά την 1.7.2019, που άρχισε να ισχύει ο νόμος 4605/ 2019, που το προσέθεσε στο ν. 4412/2016, και αφορούν σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, η έναρξη της διαδικασίας σύναψης των οποίων έλαβε χώρα μετά τις 08.08.2016 και για τις οποίες συνεπώς εφαρμόζεται ο ν. 4412/ 2016, αντίθετα δε, δεν εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάφθηκαν πριν το νόμο 4412/2016, για τις οποίες δεν εφαρμόζεται ο νόμος αυτός, και τούτο ακόμα και αν η προσφυγή ή αγωγή κατατεθεί μετά την 1.7.2019. Για τις συμβάσεις αυτές, που συνάφθηκαν πριν το νόμο 4412/2016, εφόσον δεν είναι διοικητικές αλλά είναι ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, παραμένει η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφού δεν καταλαμβάνονται από το άρθρο 205 Α΄ του νόμου 4412/2016, που αφορά μόνο τις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, για τις οποίες εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016 (ΑΠ 268/2023). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 § 1 του ν. 1418/1984 «τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της Χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της Χώρας και γενικά αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας της ζωής του λαού», κατά δε την § 3 του αυτού άρθρου «από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν φορείς του δημοσίου τομέα και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση». Κατά το άρθρο 2 εδ. 1 αυτού, ο νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 14 § 1 του ν. 2190/1994, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται (περ. γ) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως Α` και Β' βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους και, επομένως, και οι συσταθείσες, κατά τις ήδη αναφερθείσες διατάξεις, δημοτικές επιχειρήσεις [όμοιες είναι και οι διατάξεις των §§ 1, 2, 3 του άρθρου 1 του μεταγενέστερου ν. 3669/2008 για την «ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ» (ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/ 2014). Εξάλλου, η υπέρβαση από τα πολιτικά δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους, αν πρόκειται για απόφαση ειρηνοδικείου ή απόφαση πρωτοδικείου, που εκδόθηκε σε έφεση κατά απόφασης ειρηνοδικείου, ιδρύει το λόγο αναιρέσεως από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 3 περιπτ. α' ΚΠολΔ, η οποία είναι αντίστοιχη της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 4 ΚΠολΔ, κατά την έννοια της οποίας υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν τα πολιτικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υποθέσεως, η οποία, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου. Στην περίπτωση υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πολιτικού δικαστηρίου δεν ιδρύονται οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και οι αντίστοιχοι από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (αν πρόκειται για απόφαση ειρηνοδικείου ή απόφαση πρωτοδικείου, που εκδόθηκε σε έφεση κατά απόφασης ειρηνοδικείου), λόγοι αναίρεσης, που στηρίζονται αντιστοίχως στην επίκληση της πλημμέλειας της ευθείας και της εκ πλαγίου παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, διότι οι περί δικαιοδοσίας διατάξεις είναι όχι του ουσιαστικού αλλά του δικονομικού δικαίου, τούτο δε δεν αλλάζει εκ του ότι το δικαστήριο την περί δικαιοδοσίας κρίση του έχει τυχόν στηρίξει σε παρεμπίπτουσα κρίση σχετική με ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται στο αναιρετήριο ότι επίσης παραβιάστηκε (ΟλΑΠ 11/2000, ΑΠ 268/2023, ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 1529/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Κατά τα εκτεθέντα στην κρινόμενη αγωγή, αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το εκκαλούν (ήδη αναιρεσείον), αφού ενόψει του επικαλούμενου προφορικού χαρακτήρα της σύμβασης έργου που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, εξαιτίας του οποίου δεν είναι δυνατή η διάγνωση του κανονιστικού καθεστώτος αυτής και η διαπίστωση της πρόβλεψης ή μη σε αυτή ρητρών που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και, συνακόλουθα, η διαπίστωση της ύπαρξης σχέσης δημοσίου δικαίου που να συνδέει τους διαδίκους, η επίδικη διαφορά που απορρέει από τη συμφωνία αυτή ... είναι ιδιωτική, ανεξαρτήτως του σκοπού στον οποίο η εν λόγω σύμβαση απέβλεπε, ενώ και οι επικαλούμενες από τον ενάγοντα (ήδη αναιρεσίβλητο) εργασίες δεν συνιστούν έργο κατά την έννοια του άρθρου 2 § 7 ν. 4412/2016 (όπως ίσχυε για το μέχρι 1.6.2021 χρονικό διάστημα), καθώς δεν απαιτείται η εφαρμογή μελέτης κατά την έννοια του ως άνω νόμου, με τη χρήση τεχνικών γνώσεων και μεθόδων, αλλά συνιστούν απλή εκτέλεση εργασιών. Ούτε, εξάλλου, απαιτούνται για την εκτέλεσή τους εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό, αλλά αυτές δύνανται να εκτελεστούν προσηκόντως από επαγγελματίες, που διαθέτουν τα κατάλληλα μηχανήματα και τη σχετική εμπειρία ... Ως εκ τούτου, η κρινόμενη διαφορά δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Εφετείου, κατά τη διάταξη του άρθρου 175 του ν. 4412/2016». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, δεχόμενο ότι τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την κρινόμενη υπόθεση, απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα ίδια, και εν συνεχεία απέρριψε την έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Με αυτά, που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή η κρινόμενη υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφού η επίδικη διαφορά αποτελεί σχέση ιδιωτικού δικαίου, υπερέβη τη δικαιοδοσία αυτού, καθόσον, σύμφωνα μ’ όσα προαναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, κατά το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 ως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 21 του ν. 4491/2017, καθόσον με τη νέα αυτή διάταξη καθιερώνεται αποκλειστική αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, αφού μ’ αυτή ορίστηκε ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο διοικητικό εφετείο και εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016, εν προκειμένω δε πρόκειται για δημόσιο έργο, αφού αφορά σε έργο που συμβάλλει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της Χώρας και είναι έργο που εκτελεί φορέας του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Δήμος Αλεξανδρούπολης) και συνδέεται με το έδαφος. Αλλά και αν θεωρηθεί ότι η επίδικη σύμβαση δεν αφορά έργο αλλά παροχή υπηρεσιών, και πάλι η κρινόμενη υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα, επίσης, μ' όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, κατά το άρθρο 205Α του ν. 4412/2016 (που προστέθηκε στο νόμο αυτό με το ν. 4605/2019), που αφορά συμβάσεις προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών και με το οποίο ορίζεται ότι ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο διοικητικό εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση, αφού η επίδικη σύμβαση καταρτίσθηκε στις αρχές Μαΐου του έτους 2019, ήτοι μετά την ισχύ του ν. 4412/2016, η δε αγωγή του αναιρεσίβλητου σε βάρος του αναιρεσείοντος κατατέθηκε την 4.11.2019, ήτοι μετά την ισχύ του άρθρου 205Α του ν. 4412/2016, στις 1.7.2019. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, εκ του άρθρου 560 αριθ. 3α' του ΚΠολΔ, κατά την ορθή νοηματική εκτίμηση του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, είναι βάσιμος και ως εκ τούτου πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Από τις διατάξεις του άρθρου 580 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω υπερβάσεως δικαιοδοσίας, πρέπει να αναιρέσει και την πρωτόδικη απόφαση που έχει τυχόν επικυρωθεί με την απόφαση που αναιρέθηκε, εφόσον και αυτή ενέχει υπέρβαση δικαιοδοσίας και περαιτέρω πρέπει να απορρίψει την αγωγή επί της οποίας αυτή εκδόθηκε δι’ έλλειψη δικαιοδοσίας (ΑΠ 1575/2009). Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η … απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης καθώς και η … απόφαση του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης λόγω υπερβάσεως δικαιοδοσίας και ακόμη πρέπει η από 4.11. 2019 αγωγή, επί της οποίας η τελευταία απόφαση εκδόθηκε, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

 

Ε.Π.